και συνεχης ἡ θλιψις ἐστηρικτο σοι , ὡς εἰς ποταμον Ταρταρου βεβλημενῃ κἀκειθεν εἰς κρατηρας Αἰτνης ἠγμενῃ : ἠν γαρ
γην . Ὁρκιζω σε εἰς ὑψος οὐρανου και γης και Ταρταρου βαθος . Ὁρκιζω σε εἰς Ἑρμην , και Ἀνουβιν
9999975 πεντασυλλαβου
και κρητικου . το γʹ ὁμοιον διμετρον ὑπερκαταληκτον ἐκ παιωνος πεντασυλλαβου , διτροχαιου και συλλαβης . το δʹ ὁμοιον τῳ
διαλελυμενων χοριαμβων , του αʹ ἑξασυλλαβου , του δε δευτερου πεντασυλλαβου . το ιβʹ τροχαϊκον διμετρον ἀκαταληκτον . το ιγʹ
9999974 σπουδαζειν
τοις δημοκρατουμενοις πρεπειν ὡς περι το ἰσον και το δικαιον σπουδαζειν . δει τοινυν τους λιαν ἐπ ' αὐτα παρακαλουντας
τοις ὁμοιοις τουτων . ἐγω μεν οὐν οὑτως οἰμαι ἰασθαι σπουδαζειν τους ἐσχηκοτας καταρρουν ἐπι θερμῃ δυσκρασιᾳ και ἀναπτυσαντας αἱμα
9999974 ἐπιτυγχανει
οὐδεποτε κακοβολει ὁ Θηραμενης ὡς ἐν ἀστραγαλοις , ἀλλ ' ἐπιτυγχανει . ἐπιπληττει δε αὐτῳ ὁ Δημητριος , ὡς τελεως
: ὁ δε ἀραται τον υἱον διαφθαρηναι Ἱππολυτον , και ἐπιτυγχανει . οὑτος γαρ ὀχουμενος ἁρματι , ὑπο ταυρου των
9999974 λαβομενη
μη τι ἀρα δεινον αὑτην ἐργασηται . Καλλιροη δε ἠρεμιας λαβομενη , χαμαι καθεσθεισα και κονιν της κεφαλης καταχεασα ,
. “ Ταυτα ἀκουσας Χαιρεας ἀνεθορε : Καλλιροη δε αὐτου λαβομενη ” που σπευδεις “ εἰπε ” πριν βουλευσασθαι περι
9999974 τραγικης
λυθεντα , μη δραμασι . νυνι δε , ὠ της τραγικης ὀντως , ὠ της ἀωρου και ἀπηνους των γνωρισματων
ἐστιν εἰδος , καθαπερ φησιν Ἀριστοξενος ἐν τῳ περι της τραγικης ὀρχησεως . ἐστι δε τοὐνομα και ἐν τῃ ἀρχαιᾳ
9999973 γραμμαις
οὐδε διοισει τινι ἀξιολογῳ , κἀν παραλληλοις χρησωμεθα ταις μεσημβριναις γραμμαις , εὐθειαις δε ταις των παραλληλων , ἐαν μονον
μετα την των κοινων στοιχειων ποιησιν τοις βουλομενοις ἀναλαμβανειν ἐν γραμμαις δυναμιν εὑρετικην των προτεινομενων αὐτοις προβληματων , και εἰς
9999973 κομισασθαι
ἑτερωσε ὁρωσαν λαβειν ζητει και τους εἰωθοτας μισθους των εὐεργεσιων κομισασθαι . δια ταυτα οἱ Φωκεις και το Τιλφωσσαιον ὑμνειται
μεν Ποτιδαιαν και τας ἀποικιας , Αἰγινηται δε την αὑτων κομισασθαι , Μεγαρεις δε ἀγοραις και λιμεσι χρησθαι τοις Ἀθηναιων
9999973 βουλευτηριου
οἱ Ἀννιβου φιλοι , προυθηκε νυκτος λαθων γραμματα προ του βουλευτηριου , ὁτι παντας ὁ Ἀννιβας τους βουλευτας παρακαλοιη τῃ
ἐμελλον ἐγχειρησειν , ἱδρυσαν αὐτους ἐν ὁπλοις μεταξυ του τε βουλευτηριου και του θεατρου ἐν τῳ Πομπηιου περιπατῳ . Ἠν
9999973 ἀπομνημονευσαι
προς σε εἰπειν Πολυστρατου ἑνεκα τουτου παυσομαι , ἱνα και ἀπομνημονευσαι δυνηθῃ τα εἰρημενα . Οὐκ οἰδα εἰ μοι τουτο
, ἀλλ ' , εἰπερ τις , ἀγαθος χαριτος τε ἀπομνημονευσαι και τηρησαι καιρον ἀμοιβων και σπευσαι λαμπροτερον ἀποδουναι .
9999972 ἀποδεικτικοι
δυνανται δεικνυναι ὁτι οὐκ ἐστιν ἡ ἀποδειξις : εἰ δε ἀποδεικτικοι εἰσιν , αὐτοι οὑτοι την ὑποστασιν της ἀποδειξεως ἐκ
ψυχης λαμβανε τας διαφορας των συλλογισμων . οἱ μεν γαρ ἀποδεικτικοι ἐπιστημονικοι εἰσιν δι ' ἀληθων ἀποδειξεων ἐπιστημονικως ὁδευοντες :
9999972 κατειχοντο
τας μικρας των νησων Καρας ἐξελαυνων , ὑφ ' ὡν κατειχοντο , και μισθος της συμμαχιας αὐτῳ μοιρα της Λημνου
ταυτας ἐν τοις σωμασιν οἱονει ἐν φρουρᾳ τινι , και κατειχοντο ὑπο των σωματων , ἐφοβουντο δε μεταχειρισασθαι τι προς
9999972 ὁρισμου
του ὁρισμου ὁρισμον ἐργασαμενος . Ἀλλ ' ἐπειδη τον του ὁρισμου ὁρισμον προεθεμεθα , φερε και ποθεν ὁρισμος παρωνομασται εἰπωμεν
συμβεβηκοτος γινεται . Ταυτα ἐν μεσῳ εἰρηκεν ἐνδεικνυμενος περι του ὁρισμου , ὁτι λογον εἰναι ἑνα δει οὐ συνδεσμῳ ἀλλα
9999972 συμπτωσεως
κυκλου περιφερειας δυο εὐθειαι ἐφαπτομεναι συμπιπτωσιν , ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἀγομενη διαμετρος διχα τεμει την τας ἁφας ἐπιζευγνυουσαν εὐθειαν
προσεισιν : ἐκ γαρ της [ δια ] των τοπων συμπτωσεως προδηλα κρινειν των γενομενων τα πραγματα . και το
9999972 ἀποδεικτικης
και πως γινεται : εἰρηται δ ' ἁμα και περι ἀποδεικτικης ἐπιστημης : ταυτης γαρ ἐργον ἀποδειξις . Περι δε
και τῃ ἀποδειξει συναγεται , την δυναμιν της συλλογιστικης και ἀποδεικτικης ἐπιστημης ἐπεγνωμεν , και αὐθις ἐκ των κατ '
9999972 Μελησιου
Λυσιμαχος ἀρτι περι του πατρος του αὑτου τε και του Μελησιου , πανυ μοι δοκει εὐ εἰρησθαι και εἰς ἐκεινους
: ἀλλ ' οὐκ Ἀνδροτιων , ἀλλα και αὐτος τον Μελησιου . . . . . , : Κλεων δημαγωγος
9999972 τετταρακοντα
Διονυσιον ὠνησασθαι παρα των συγγενων του Φιλολαου ἀργυριου Ἀλεξανδρινων μνων τετταρακοντα και ἐντευθεν μεταγεγραφεναι τον Τιμαιον . : τελευτᾳ δ
γαρ δη δει πρωτον ἀναλαβειν ἡμας τον των πεντακισχιλιων και τετταρακοντα , ὁσας εἰχεν τε και ἐχει τομας προσφορους ὁ
9999972 γινομενηϲ
προϲτιθεμενον ἀπαμβλυνει ταϲ εἰϲ την ἐκκριϲιν προθυμιαϲ . ϲυχνηϲ δε γινομενηϲ τηϲ ἐξαναϲταϲεωϲ ἀγαθιον ἐγκειϲθω προϲτετυπωμενον τῃ ἑδρᾳ ἀπο θερμων
τα ὑπερ των ἰξυων τηϲ ϲυναφηϲ τουδε κατα την ὀϲφυν γινομενηϲ παλιν τα περατα των ἱμαντων τουτων ϲυζευξαντεϲ ἑτερῳ τε
9999972 μισθωσασθαι
ναυσθλωσομαι : οὐ νεως ἐπιβησομαι . κυριως δε το ναυν μισθωσασθαι . ὡς εἰς ναυν . του μυθοποιου . φερεται
. μισθοφορων ] μισθον δεχομενος ἐκ της πολεως ὑπερ του μισθωσασθαι ξενους και διαδουναι αὐτοις χρηματα . . . .
9999971 οἰκειοτατα
ὀντεσσι και διαφοροις ταν φυσιν ἐξαρχει τι ζῳον κατ ' οἰκειοτατα ἐγγενη και δια το μετεχεν πλεον τω θειω .
δε γενει μεν ἐγγυτατω προσηκοντες , χρωμενοι δε ἐκεινῳ παντων οἰκειοτατα , δεδωκοτων δ ' ἡμιν και των νομων κατα
9999971 ἀπεικοτως
λωποδυται φευγουσι τα μεσα * * * του ὀργανου οὐκ ἀπεικοτως και ἀπιστουνται , εἰ μη και την γλωτταν ἀπολλυουσιν
πληγεις ' ἀμφοτεραις χερσι κρατει πολεμου . και ταυτα οὐκ ἀπεικοτως παρυμνησεν οὐδ ' ἐξηρεν οὑτως ὡς ποιητης . ἐκεινα
9999971 κυριωτατων
, ἡλιῳ καθαρῳ τον ἰδιον βιον ἀνταυγασοντες και δια των κυριωτατων αἰσθησεων τους συλλογους ὀνησοντες , ὁρωντας μεν ἡδιστας ὁμου
ἐκει - νως σημαινει , περι δε των μεγιστων και κυριωτατων δια καλλιστου ἀγγελου σημαινει ; τι ἐστιν ἀλλο ,
9999971 ὑπερβαλλουσα
ἑο μνησασθαι ἀναγκῃ και μαλα τειρομενον και ἐνιπλησθηναι ἀνωγει . ὑπερβαλλουσα γαρ ἐν τουτοις φαινεται αὐτου λαιμαργια μετα του μηδε
το ἐπισκυνιον , ὀδοντες λευκοι και καθαρωτατοι , σκελων ὠκυτης ὑπερβαλλουσα και προς αὐτον συγκρινομενη τον ζεφυρον , ὁν οἱ
9999971 κτητικων
και ἐγκλιθειη , ὁπερ ἰδιον αὐτῃ παρηκολουθει προς την των κτητικων ἀντεξετασιν , καθο αὑται μονως ὀρθοτονουνται : γινεται γαρ
νικησαι ἀγνοει . . Ἑξης ῥητεον και περι της των κτητικων ἀντωνυμιων συνταξεως . Αὑται δη προτασσομεναι των κτητικως νοουμενων
9999971 Λακεδαιμονιων
. Λακεδαιμονιοι δε κτἑ . : ἀρχη της διαφορας των Λακεδαιμονιων και Ἀθηναιων οἱ δ ' ἠλθον κτἑ . :
και Ἀπολλωνος Καρνειου ξοανα ἐστι κατα ταὐτα καθα δη και Λακεδαιμονιων νομιζουσιν οἱ Σπαρτην ἐχοντες . ἐπι δε της ἀκροπολεως
9999971 μακαριζειν
μακαριζειν τους ἀχρηματους , ἐνηλλαξε , και ἀντι του εἰπειν μακαριζειν λαμπειν εἰπεν . . ταυτα μοι διπλη μεριμν '
και ζητωμεν , εἰ οὐ δει ζωντας ἀλλα μετα τελευτην μακαριζειν : ταχα γαρ ἀν ἐξ ἐκεινης θεωρηθειη και το
9999971 καθαρωτατου
τοις κακιστοις ἐξ ἀταξιας και πλεονεξιας , ἐξεληλακως ἐκ του καθαρωτατου της οὐσιας , οὐρανου . ὁ δε δευτερος κεφαλαιον
ἀρχηγετας του μικτου γενους ὑπελαβεν εἰναι , τουτονι δε του καθαρωτατου και διηθημενου , ὁπερ ὀντως ἐστι λογικον . καθαπερ
9999971 ἐπηγοντο
γην δ ' ἐκ της Θαψου οἱ Ἀθηναιοι τα ἐπιτηδεια ἐπηγοντο . ἐπειδη δε τοις Συρακοσιοις ἀρκουντως ἐδοκει ἐχειν ὁσα
των τε ἀλλων χρηματων , ὡν ἐκ της Τυσκλανων λειας ἐπηγοντο πολλων πανυ ὀντων . ὡς δ ' ἁπαντα ὑπο
9999971 μετουσιᾳ
δε τε νεικεϊ λυγρῳ , ἐμφαινων ὡς γην μεν καταλαμβανομεθα μετουσιᾳ γης , ὑδωρ δε κατα μετοχην ὑδατος , ἀερα
θειας ἀποδοχης ἠξιωμενος ὡς το της φυσεως ἰσον τῃ κρειττονι μετουσιᾳ κοσμησας . προσηκει γαρ τιμαν τῳ ἐραστῃ του θεου
9999971 θαυμασιωτατος
ἐκ της Μιλητου ἐκεινην Ἀσπασιαν , ᾑ και ὁ Ὀλυμπιος θαυμασιωτατος γε αὐτος συνην , οὐ φαυλον συνεσεως παραδειγμα προθεμενοι
Σωφρων δε στρουθωτα ἑλιγματα φησιν ἐντετιμημενα . Ὁμηρος δε ὁ θαυμασιωτατος των στρωματων τα μεν κατωτερα λιτα εἰναι φασκει ἠτοι
9999971 δυσκολου
: το δε ἑξης , ὑμας ἁπαντας ἀπαλλαγεντας ψυχρου και δυσκολου βιου ζησειν . 〛 ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος
ψυχρου : Νεκροποιου : τοιουτος γαρ ὁ των πενητων . δυσκολου : Δυσποριστου . ἀπαλλαγεντας : Ἐλευθερωθεντας . . τι
9999971 μεσουσης
. ἐσιασι δε πριν μεν ἡλιον ἀνισχειν συμβαλουντες δρομεας , μεσουσης δε της ἡμερας ἐπι το πενταθλον και ὁσα βαρεα
λεγοντος εἰναι το ῥηθεν μνημης ἐτυχε , το δε δευτερον μεσουσης αὐτης και της ἀποφασεως ἀρχομενης , οἱον Πιττακου του
9999971 ἐνεργητικων
μονη ἐστιν των παθητικων ἡ συνταξις : των γε μην ἐνεργητικων ἐστιν και γενικη , οὐ συνουσης της ὑπο προθεσεως
μαι και την παραληγουσαν συστελλοντα προς την παραληγουσαν των πληθυντικων ἐνεργητικων παθητικα γινεται , τιθημι τιθεμαι , διδωμι διδομαι ,
9999971 τραχηλου
νοσος ἐκ πληθους αἱματος και στεγνωσις και ἐκπυρωσις και του τραχηλου και ὀστεων ἀλγησις και ἀγρυπνια ὑπερβαλλουσα και ἐπιθυμια πολλη
οἱ παιδες , και ὁποτε ἠ πνιγεσθαι συμβαινοι , του τραχηλου ταθεντος ἐξαιφνης ἠ του στομαχου κατασταντος εἰς ἀποριας ,
9999971 κακοδαιμονες
ἁρπαζουσιν , ἐπιορκουσιν , τοκογλυφουσιν , ὀβολοστατουσιν . Ἀθλιοι και κακοδαιμονες : οὐ γαρ ἰσασιν οἱα ἐναγχος κεκυρωται παρα τοις
οἰκειοι και συγγενεις . Τελευταιον δε ἀνενεγκων ὁ Ἁβροκομης ὠ κακοδαιμονες ἐφησεν ἡμεις , τι ἀρα πεισομεθα ἐν γῃ βαρβαρῳ
9999971 ἐπικινδυνα
και ῥιζα δενδρου , ἡτις των ὀφεων δηγματα δοκει ἀπεχειν ἐπικινδυνα : τους μεν ἐκ της χωρας ἐν ᾑ πεφυκε
τοις Συρακουσιοις δηλονοτι . πονηρα : ἀσθενη ʃ ἐπισφαλη , ἐπικινδυνα . καταγγελτους : δηλους δια μηνυματων . λαθειν γαρ
9999970 πετραιοι
και ὑγροτεραϲ ἐϲτι κραϲεωϲ , εὐδηλον : ἁπαντων δε οἱ πετραιοι καλουμενοι των ἀλλων εἰϲιν ἀμεινουϲ εὐπεπτοι τε ὀντεϲ και
ἠ σελινον καθεψηθεν ἠ πεπερι . Και των ἰχθυων οἱ πετραιοι ἐχοντες τι και αὐτοι των ἀφυσων σπερματων . εἰ
9999970 Λακωνικου
ὑμενα . * ἐκτα : ἐκτανε * Ἀμυκλαιου : του Λακωνικου * ἠραξε : ἐκοψε ὀποιο : ὀπον νυν τον
ὡς ἐοικε , συκοφαντας αἱρουμενοι τους ἀξιοπιστοτατους των πολιτων . Λακωνικου δε συκου μνημονευει Ἀριστοφανης : συκας φυτευω παντα πλην
9999970 ἀπαλλαγεις
οὐν ἰδων ἑρμαιον ᾠηθην , εἰ των κατα ἀστυ πραγματων ἀπαλλαγεις εἰς ἀγρον βαδιοιμην και συνεσοιμην ἀνδρι φιλῳ , γεωργῳ
αὐτου φυσιν ὠσθη εἰς ὁ ἐχει και ἐνταυθα και ἐντευθεν ἀπαλλαγεις εἰς ἀλλον τοιουτον τοπον φυσεως ὁλκαις . Τῳ δε
9999970 τυγχανειν
γαρ ἐνεστι λεγειν μη πασαν ἀκαταληπτον φαντασιαν ἰσην πασῃ ἀκαταληπτῳ τυγχανειν φαντασιᾳ , ἀλλα την μεν μαλλον εἰναι ἀκαταληπτον την
περι των σπονδων οὑτως ἐσπεισαντο , ὡστε μη βεβαιους αὐτας τυγχανειν , ἀλλ ' ἀποτεινεται προς Ἀλκιβιαδην τε και Κλεοβουλον
9999970 εὐποριαν
δια τιμην , ἠ φιλαρχιαν , ἠ κερδος , ἠ εὐποριαν . Καταλυεσθαι δε τας πολιτειας δια δυο αἰτιας ,
χηρᾳ διαβολην . Ὁ μεγας ἀγαθα σημαινει μεγιστα : δουλῳ εὐποριαν , παρθενῳ γαμον , χηρᾳ ὠφελειαν . Ὀνυχες ἀριστερου
9999970 πιστευομεν
εἰσιν ἡμιν συγγνωμην νεμειν , εἰ περι των δοκουντων Πλατωνι πιστευομεν οἱς αὐτος Ἑλλην ὠν , προς Ἑλληνας ἡμας ,
ὁτι δε ὁ σπουδαιος φιλος ἀλλος ὁ φιλων ἐστι , πιστευομεν ἐκ των ὁσημεραι . ἀν γαρ τις σφοδρα φιλῃ
9999970 βεβαιωσασθαι
ἐντιμων . και συνεβη δη μοι οὐ μονον την ἀτελειαν βεβαιωσασθαι , ἀλλα και μετα τιμης τοσαυτης και σχηματος ,
της ἐμης : χωρας ἐμου : του Συρακουσιου δηλονοτι . βεβαιωσασθαι : βεβαιοτατα σχειν ἠ περιποιησασθαι εἰ τε τις φθονει
9999970 τεταρτημοριου
του ΑΕΓ και δια των του ΗΕΚ πολων γεγραπται , τεταρτημοριου μεν ἑκαστη γινεται των ΒΗ και ΒΘ και ΕΗ
σημειοις δωδεκατημοριου τους λβ ιϚ χρονους , ὁλου δε του τεταρτημοριου τους Ϙ συμφωνως . και ἐστιν αὐτοθεν φανερον ,
9999970 ἀκολουθουντα
φαινειν κελευοντι , ᾡ πειθαρχει τα ἀστρα τῳ της σεληνης ἀκολουθουντα δρομῳ , ᾡ παντα διατετακται και διωρισται και ὑποτετακται
παντων πρεπειν Εὐμενη της βασιλικης οἰκιας κηδεσθαι και φροντιζειν , ἀκολουθουντα τοις ὑπ ' αὐτου προπεπολιτευμενοις προς την βασιλικην οἰκιαν
9999970 χαρακτηριστικον
βαρυτονως , τοτε το Ἰωνικον ἐχει προ του αται το χαρακτηριστικον συμφωνον του μεσου παρακειμενου , οἱον πεφρασται πεφραδαται ,
ὁ ἐχεσον , ἐξενεχθεντες δια του σ , ὁπερ ἐστι χαρακτηριστικον του πρωτου ἀοριστου , κατα δε ἀντιπαθειαν εὑρεθη .
9999970 ἀκαθαρτους
μεν τας καθαρας ἐπι τον ὑψιστον , τας δ ' ἀκαθαρτους μητ ' ἐκειναις πελαζειν μητ ' ἀλληλαις , δεισθαι
και μαλιστα θελει βαινειν ὁ ἱππος ἐπι τας ἀψηκτους και ἀκαθαρτους και ῥυπαρας . κυει δε δεκα μηνας : τῳ
9999970 λαβουσι
ἀφ ' ἑαυτων εἰτε και του βασιλεως προσταξαντος ἐπηκολουθησαν τοις λαβουσι την πιστιν και παντας ἀπεσφαξαν . Ὁτι κατα την
ὁ ἑκατοστος λογος , ὁν Λευιται τοις ἱερωμενοις ἀπαρχονται : λαβουσι γαρ αὐτοις τας δεκατας παρα του ἐθνους διειρηται καθαπερ
9999970 καθα
. και τον νουν και την ψυχην ταὐτον εἰναι , καθα μεμνηται και Θεοφραστος ἐν τοις Φυσικοις παντων σχεδον ἐκτιθεμενος
παρα Ἀλκμανι . : πηκτις δε και μαγαδις ταὐτον , καθα φησιν ὁ Ἀριστοξενος και Μεναιχμος ὁ Σικυωνιος ἐν τοις
9999970 Λυσανδρου
, τα τε σιτια πορρωθεν ὠνουμενοι και καταφρονουντες δη του Λυσανδρου , ὁτι οὐκ ἀντανηγεν , ἀποπλεοντας τοὐμπαλιν παρ '
ὡς ἀπαντησομενος τοις πολεμιοις . καταμαθων δ ' ὑπο των Λυσανδρου φιλων καταστασιαζομενος , οὐ μονον ἀπροθυμως ὑπηρετουντων , ἀλλα
9999970 πιστευτεον
ἀταραξια ἀφοβια ἐλευθερια . οὐ γαρ τοις πολλοις περι τουτων πιστευτεον , οἱ λεγουσιν μονοις ἐξειναι παιδευεσθαι τοις ἐλευθεροις ,
Διδυμων ὁμοιως το ὑπερ γην ἡμισφαιριον της ἡμερας ἐστιν . πιστευτεον οὐν ἐν τῳ Ὑδροχοῳ μονον πιπτειν τον ὡροσκοπον .
9999970 κελευομενα
προς τα πραγματα και ἡ των πατρικιων νεοτης ἑτοιμος τα κελευομενα ποιειν : μεγιστον δε παντων ὁπλον και δυσκαταγωνιστον ,
των ἀλλοτριων ἐσθητων ἑκαστος οὐ φειδομενος ἑτοιμοτερος ἠν πραττειν τα κελευομενα . Χαρης ἀπηγε στρατοπεδον ἐκ Θρᾳκης : ἐπεκειντο οἱ
9999970 Κλεισθενης
εἱπετο δε αὐτῳ μειρακιον των ἐν Σικελιᾳ εὐ γεγονοτων , Κλεισθενης τοὐνομα , και παντων μετειχε των Ἱπποθοου κτηματων ,
μεν εὐνουχοιν τον ἑτερον τουτονι ἐγᾠδ ' ὁς ἐστι , Κλεισθενης ὁ Σιβυρτιου . Ὠ θερμοβουλον πρωκτον ἐξυρημενε . Τοιονδε
9999970 προσφιλη
φοβῳ ταρβουσα : γραφεται πρευμενη , ὁ ἐστι πραϋμενη και προσφιλη : και ποσει γνωμην ἐχειν : ἐνταυθα ἡ βελτιστη
ἑτερῳ μονον φυεσθαι χαμαι δε μη τουτ ' ἀτοπον : προσφιλη γαρ δη ἀλληλοις καθαπερ και τα ζωα και τα
9999970 ἀκαθαρτος
ἀληθως ἐμψυχον , οἱον και τοιαυτα συνειδως βεβιωμενα ἑαυτῳ ὁ ἀκαθαρτος οὑτοσι τολμησει βλεπειν εἰς ὑμας και τον βεβιωμενον αὑτῳ
και κωμικωτερον ὁ Ἀριστοφανους θυμαγροικος . Κιναιδος , πορνος , ἀκαθαρτος , βδελυρος , καταπυγων , θηλυδριας , γυναικιας ,
9999970 τυπτουσι
ἠ ἐνεργειᾳ : ἐνεργειᾳ μεν , ὡς Αἰασι Αἰασιν , τυπτουσι τυπτουσιν , λεγουσι λεγουσιν , δυναμει δε , οἱον
, ὡς ἐπι ἐνεστωτος παρατατικου μελλοντος και ἀοριστου δευτερου . τυπτουσι : ἐνεστωτων και μελλοντων ὁμοφωνον ἐστι το τριτον προσωπον
9999970 βελτιον
, ὡστε και το χειρον προς το χειρον ὡς το βελτιον προς το βελτιον , οἱον ὡς ὀμμα προς ὀμμα
ἀναμφισβητητως ἀγαθον ἐστι : ποιον γαρ ἀν τις πραγμα οὐ βελτιον πραττοι σοφος ὠν ἠ ἀμαθης ; Τι δε ;
9999970 θεμελιοις
ἀνερχομενης δει θεμελιους πηγνυειν , βορραν δε ἀνερχομενης δει τοις θεμελιοις τοιχους ἐποικοδομειν , βορραν δε κατερχομενης τοιχους καθαιρειν ,
: ἐπι γαρ ? τοις ὑπο [ Λεωσθενους ] τεθεισιν θεμελιοις οἰκοδομουσιν οἱ νυν τας ὑστερον πραξεις . Και μηδεις
9999970 δραστηριος
τε και παρασκευασαμενων , οὑς ἠγε Λευκιος Μαμιλιος , ἀνηρ δραστηριος , ἐχων την μεγιστην ἐν τῃ πολει τοτε ἀρχην
πραγματα μεν συνιδειν ἱκανος , ἐξικεσθαι δε προς τα συνεωραμενα δραστηριος , οἰκτιρμων τε το ἠθος και χρηστος , και
9999970 τετραχως
και ὁτι ὁρισμος ἀποδειξει ταὐτον τῃ θεσει διαφερων . Ὁτι τετραχως του αἰτιου λεγομενου , εἰδικου , ὑλικου , ποιητικου
και ὁ σπερματικος και ἀλλοι πλειονες . κατα δε Πλατωνα τετραχως λεγεται λογος , ἡ τε διανοια ἀνευ φθογγου και
9999970 σαν
ἀνηκουστα τας τυραννου παθεα μελεα θρεομενας ; ὀλοιμαν ἐγωγε πριν σαν , φιλα , κατανυσαι φρενων . ἰω μοι ,
ἁ δυστανος σοι κουρον , τον φρικαι ματρος βαλλω ταν σαν εἰς εὐναν , ἱνα μ ' ἐν λεχεσιν μελεαν
9999970 μακαρας
σωτηρας ἐχοντες : χαιρε , σεβιζω ς ' ἰσα και μακαρας πλουτου μεγαλης τ ' εὐδαιμονιας . τας σας δε
ἀκαχημενος , αὐταρ ἀοιδος Μουσαων θεραπων κλεια προτερων ἀνθρωπων ὑμνησει μακαρας τε θεους οἱ Ὀλυμπον ἐχουσιν , αἰψ ' ὁ
9999969 στοχαστικως
, εἰτα ἡ συγκρισις , εἰτα ἡ γνωμη , εἰτα στοχαστικως τον παρελθοντα βιον ἀπο του παροντος διαβαλεις , εἰτα
και γαρ ὁ στρατηγησας και ἀποκηρυξας ὑστερον τον θετον υἱον στοχαστικως ἐξεταζεται : και οἱ τυραννον ἐν Ὀλυμπιᾳ ἀποκτειναντες στοχαστικως
9999969 μαραθρου
και ποτιζειν λιβανωτιδος ἀφεψημα και σχινου ἀνθους , μιου , μαραθρου και μαλιστα ἀνηθου : καλως δε ποιει τουτοις και
, ἐχει δε οὑτως . Καρυου δραχμας δεκα ἑξ , μαραθρου δραχμας ἑξ , σελινου σπερματος δραχμας ὀκτω , λιβυστικου
9999969 γυμνασιοις
προς πεδωι βαληις . . Ὀνομαστ . : των δε γυμνασιοις προσηκοντων σκευων . . . και ὠμολινον , οὐ
Ἱπποκρατης ἐν αὐτῳ τῳ παθει και τῃ χαλεπωτατῃ ὀδυνῃ ἐπιταξαι γυμνασιοις . και ταυτα εἰρηκως Ἡρωδικος , τους πυρεταινοντας ἐκτεινας
9999969 ἀπεχωρησαν
των ἐγκληματων ἐπι ἰσῃ και ὁμοιᾳ . και οἱ μεν ἀπεχωρησαν ἐπ ' οἰκου και οὐκετι ὑστερον ἐπρεσβευοντο : αἰτιαι
βαρος και το πληθος των πολεμιων οὐ δυναμενοι φερειν εὐθυς ἀπεχωρησαν προς τας δυσχωριας , τηρουντες τας ταξεις ἐπιμελως .
9999969 μακαριους
δε και ὁ αὐτος ἑτερον : νοσησας μεν γαρ τις μακαριους κρινει τους ὑγιαινοντας , και κρειττον παντων ἀποφαινεται την
αὑτον μαλιστα ἐθαυμαζε και ἐξεπληττετο , σοφους ἀν ἡγεισθαι και μακαριους : ὁμως δε προλεγω ὑμιν ὁτι ἐσπουδακατε ἀνδρος ἀκουσαι
9999969 σπουδαιοις
δεινοι τινες εἰναι της ἀληθειας καταστοχαζομενοι και του ἀγαθου τοις σπουδαιοις ἡδεις γινονται : οἱ μεν οὐν οὑτω φιλουμενοι οὐ
. Ἀχρειογελως ἀνθρωπος : ὁ ἐπι τοις ἀχρηστοις και μη σπουδαιοις γελων και χαιρων . Ἀχειρ νιφθηναι βουλεται : ἐπι
9999969 ταλαιναν
το παν μοι σπερμα σων ὁμαιμονων , καλει δε την ταλαιναν Ἀλκμηνην , Διος ματην ἀκοιτιν , ὡς τελευταιαν ἐμου
τουτο , μη χαιρειν τινα . Τι μ ' αὐ ταλαιναν , ἀρτιως πεπαυμενην κακων ἀτρυτων , ἐξ ἑδρας ἀνιστατε
9999969 παραλαβουσα
δεδωκοτι την χαριν . Τι γαρ ἐλευθεριας σεμνοτερον , ἡ παραλαβουσα θεον τον ἀνθρωπον ἀπεργαζεται ; Ἀρ ' οὐν οὐκ
, ἀγονα τε ἐστι και ἀνεμιαια και οὐ ταμιευεται αὐτα παραλαβουσα ἡ μνημη , ἀλλα δεχεται ἐκπιπτοντα παραχρημα ὁ της
9999969 ἀνεκαθεν
και ὁτι Ἀγησιας ἐπολιτευετο ἐν Συρακουσαις : ἠν δε το ἀνεκαθεν Στυμφηλιος ἐξ Ἀρκαδιας . ἡντινα , φησι , την
ἐκεινων ὁμως : και γαρ εἰ μιγαδες , Ἑλληνες ὁμως ἀνεκαθεν ἠσαν και ἐμεμνηντο του κοινου των Ἑλληνων ἐθους :
9999969 βελτιονων
ᾑ και τα ἐμψυχα : ἐδει γαρ εἰς την των βελτιονων δηλωσιν γενεσιν ὑποστηναι και των χειρονων ὑπο δυναμεως της
ἀν αὐτοι φησαιτε . ἀλλ ' ὁτι βελτιων και ἐκ βελτιονων ὁ φευγων ἐμου ; ἀλλ ' οὐδ ' ἀν
9999969 Ἀπολλοφανης
τι οὐ ποιησει , εἰπειν φασιν αὐτον ὁτι ἠν αὐτῳ Ἀπολλοφανης ὁ Πυδναιος ξενος και φιλος , ἐπειδη δε δολοφονηθεις
δε . Ἀρτεμιδωρος δ ' ὁ Ἀριστοφανειος ποτηριον ποιον . Ἀπολλοφανης δε Κρησι : και λεπαστα μ ' ἁδυοινος εὐφρανει
9999969 μουσης
και λογοι μετρων ἀφειμενοι πολλοι , τα μεν ἀλλα ὁπως μουσης τε και ᾠδης ἐχει εἰπειν οὐκ οἰδα : πεπιστευται
δε Ἀχελῳος ῥει μεσον Αἰτωλιας και Ἀκαρνανιας . Τερψιχορης της μουσης και Ἀχελωου του ποταμου θυγατερας ἐφημεν τας σειρηνας .
9999969 λειπουσης
ἡ στροφη και ἀντιστροφος κωλων θʹ . το αʹ ἰαμβελεγος λειπουσης της πρωτης συλλαβης [ ἠ του τελους μετακειμενου ἐπι
, οὑτως οὐδε εἰ ἐστιν ἀλλα τινα αἰσθητα εἰσομεθα , λειπουσης ἡμιν της κριτικης αὐτων αἰσθησεως . ὁτι δε οὐκ
9999969 τετρασι
τετρασι : ταις μεν τριασι συνημμεναις ἁπασαις , ταις δε τετρασι δυο μεν παρα δυο συνημμεναις , δυο δε παρα
λογος βιωφελης . διαφερει δε ἡ μεν γνωμη της χρειας τετρασι τοισδε , τῳ την μεν χρειαν παντως ἀναφερεσθαι εἰς
9999969 κολλυριου
ἐαν δε σκληροτερος , των γλυκειων . δυσφοριαν δε του κολλυριου παρεχοντος ἠ εἰ δια παντος ἐγκαιοιτο , διακοπτειν χρη
ῥᾳδιως συνεκολλα . ἑτερος δε τροπος ὁ δια του λεγομενου κολλυριου : σκευαστον δε τουτο ἐστιν ἐκ πιττης Βρεττιας και
9999969 ἀπερισκεπτως
ἡδυ . ἐπειτα οὐχ ὡς ἐτυχεν ἀξιοι ταυτα τιθεναι οὐδε ἀπερισκεπτως συναρμοττειν θατερα τοις ἑτεροις , ἀλλα διακρινουσα τα ποια
ἀλλ ' υἱωνους αὐτου γραφοντα τους παιδας . πανταπασι γαρ ἀπερισκεπτως και ῥᾳθυμως οἱ συγγραφεις περι αὐτων ταυτην ἐξενηνοχασι την
9999969 τεταμενη
λουτρα τα μεν τετελεσμενα , τα δε ἀνιοντα , στοα τεταμενη τε εἰς μηκος και εἰς ὡραν ἀνθουσα τοσουτον ἐχουσα
δε ἀπορραγεν τουτο ὀφρυς ἠν ὡρας εἱνεκα ὑπερ της θυρας τεταμενη λιθου του στιλβοντος ἐγκειμενου τῳ μη τοιουτῳ : ὁν
9999969 Πεισανδρον
Εὐρυαδην δ ' ἀρα Τηλεμαχος , Ἐλατον δε συβωτης , Πεισανδρον δ ' ἀρ ' ἐπεφνε βοων ἐπιβουκολος ἀνηρ .
δη του πατρος ἀεικεα τισετε λωβην . Ἠ , και Πεισανδρον μεν ἀφ ' ἱππων ὠσε χαμαζε δουρι βαλων προς
9999968 Κυρηναιος
ἐν ἡδονῃ και καλλει διαφερει . „ Ἀριστιππος , ὁ Κυρηναιος φιλοσοφος , πλεων εἰς Ἀθηνας ἐναυαγησεν και ὑποληφθεις ὑπ
και βωμακευ - ματα και βωμολοχευματα . Ἀπολλοδωρος δε ὁ Κυρηναιος ὡς εὐτραπελον και γελωτοποιον , τινες δε τον μετα
9999968 λιπαραν
εὐδιαν χωρειν και αὐ παλιν ἐξ εὐδιας χειμαζειν πεφυκασιν . λιπαραν : δια την ἐλαιαν την οὐσαν ἐν αὐτῳ .
ὀμβροφοροι “ ὁμοιον τῳ αʹ : το βʹ ” ἐλθωμεν λιπαραν “ ὁμοιον τῳ βʹ : το γʹ ” χθονα
9999968 φοβερωτατον
ὑπαρξασα προσοδος το ἐπιτηδειον συγκατασκευαζοι ἀν . ὁ δε ἰσως φοβερωτατον δοκει πασιν εἰναι , μη , εἰ ἀγαν πολλα
ὑμιν και τρυφαν μη μιαινομενοις . ἡμας δε σκυθρωποτατον και φοβερωτατον ἐδεξατο βιου και χρονου μερος , εἰς πολλην και
9999968 ἀκουουσι
ποι : την μεγαλην του Ἀρκεσιλαου ἀρετην τοις ποιημασιν ἐπικοσμουμενην ἀκουουσι που τῃ χθονιᾳ αὐτων φρενι . χθονιᾳ δε φρενι
ἀσχημον ᾐ το συν ἡδονῃ και βλαβερον αὐτῳ ἠ τοις ἀκουουσι , πειρασεται λυπειν μαλλον . του γαρ καλου ἑνεκεν
9999968 Ἰσοκρατης
Καλλιστρατος , λαμπρος δ ' ὁ καταλογος , Ἀλκιδαμας , Ἰσοκρατης , Ἰσαιος , Εὐβουλιδης . μυριων μεν ἐφελκομενων Ἀθηνησι
και ἀναθρεψαντες και οὐ πολυ ἀποσχοντες του τελειωσαι ῥητορων μεν Ἰσοκρατης ὁ Ἀθηναιος ἐγενετο , φιλοσοφων δε Πλατων ὁ Σωκρατικος
9999968 Περσικοις
Περσων βασιλευς , ὡς φησι Κτησιας και Δινων ἐν τοις Περσικοις , ἐδειπνει μεν μετα ἀνδρων μυριων πεντακισχιλιων : και
συγγραφεων φασιν οὐκ ἐλαττω γενεσθαι τα συληθεντα των ἐν τοις Περσικοις θησαυροις ὑπ ' Ἀλεξανδρου κατακτηθεντων . ἐπεχειρησαν δ '
9999968 μηχανης
ἐπειδη το σωμα κοσμει . ΕΦΗΡΜΟΣΕ δε , ἐπειδη μετα μηχανης . . ΠΑΝΤΑ ΔΕ ΟΙ ΧΡΟΙ . Το παν
ναρθηκι πεπληρωμενην . . ναρθηκα μεστον . θηρωμαι ] μετα μηχανης λαμβανω . πυρος ] του τοις ἀνθρωποις ἀει ἐσομενου
9999968 Λακεδαιμονιους
ἀλληλους φονευουσιν ; Ἀργειους ὁρᾳς , ὠ Χαρων , και Λακεδαιμονιους και τον ἡμιθνητα ἐκεινον στρατηγον Ὀθρυαδαν τον ἐπιγραφοντα το
. φημι δειν ἁμα τουτους ἀξιουν καθαιρειν τας στηλας και Λακεδαιμονιους ἀγειν εἰρηνην , ἐαν δε μη ' θελωσι ποιειν
9999968 αἰσχυνας
λευκος μυελος γλυκερος , λεπτοις ἀραχνας ἐναλιγκιοισι πεπλοις συγκαλυπτων ὀψιν αἰσχυνας ὑπο , μη κατιδῃ τις μηλογενες . . .
προς τῳ τους ἀφ ' αἱματος διαφθειρειν βλαβας ἁμα και αἰσχυνας προδηλοι . Ἡ περι ὀδοντων κρισις πολλην ἐπιδεχομενη διαιρεσιν
9999968 τεταρτοι
. ὑμεις δ ' , Αἰγιεες , οὐτε τριτοι οὐτε τεταρτοι οὐτε δυωδεκατοι οὐτ ' ἐν λογῳ οὐτ ' ἐν
τετραχορδοις , φανερον ἐκ των ὑποκειμενων : οἱ μεν γαρ τεταρτοι των ἑξης δια τεσσαρων συμφωνουντες συναφην ποιησουσιν , οἱ
9999968 εὐπορουσι
αὐταρκη προς ἐνδειξιν της ἐκθεσεως εἰναι συμβαινῃ , τοις οὐκ εὐπορουσι της εἰκονος ἀμηχανον ἐσται του προκειμενου δεοντως τυχειν ,
βαρυθυμειν μεμνημενους , ὁτι ἐδανεισαντο και ὁτι ἐκ τοιαυτης αἰτιας εὐπορουσι νυν και εὐ ἐχουσι . Εἰ το ὑπερεχειν μαλλον
9999968 ἐτυγχανον
μοι περι ὡν πυνθανεσθε οὐκ ἀμελετητος εἰναι . και γαρ ἐτυγχανον πρῳην εἰς ἀστυ οἰκοθεν ἀνιων Φαληροθεν : των οὐν
Θετταλος , οἱ μετα Κυρου ἠσαν , ἀει διαφοροι ἀλληλοις ἐτυγχανον , διοτι τωι μεν Κλεαρχωι ἁπαντα ὁ Κυρος συνεβουλευε
9999968 πενταπλασια
. πενταπλασιον δε το ἀπο ΑΓ του ἀπο ΗΕ : πενταπλασια ἀρα και τα ἀπο ΓΒΔ του ἀπο ΓΕ ,
. και ἐπει τετραπλασια ἐστιν ἡ ΒΖ της ΖΚ , πενταπλασια ἀρα ἐστιν ἡ ΒΚ της ΚΖ : εἰκοσιπενταπλασιον ἀρα
9999968 ἀφαιρουσι
γινεται πλειστη μεν ἐν Κυπρῳ και περιφανεστατη . μικρον γαρ ἀφαιρουσι της γης ὀρυττοντες . ἐν Φοινικῃ δε και ἐν
ἁς ἐποιουν κατ ' ἀρχην σταθεισαι , ὡστε ὁσον ἐκεινων ἀφαιρουσι , τοσουτον προς τῃ κορυφῃ συνεισφερουσαι την τριτην γωνιαν
9999968 μεταφορικως
. : ἡμιοπος : αὐλος ὁ ὑποτεταγμενος τωι τελειωι . μεταφορικως δε ἡμιοπος † θρασος † . . Ὀνομαστ .
“ κυτταρον ” δε “ οὐρανου ” λεγοι ἀν νυνι μεταφορικως το κοιλοτατον και μυχαιτατον : μεταφορικως δε το κοιλοτατον
9999968 διωρισαν
φοβουμενοι των νομων , ἁς ἑνεκα των ἀσυλλογιστων του χρησιμου διωρισαν τινες , παραδεξαμενων αὐτας των πλειονων . Οὐδεν γαρ
ἀκροαται ὑποκεινται ὡς μελλοντες ζημιαν ἐπαγειν τινα , ἡν νομοι διωρισαν , ὡστε μαλλον ἀν [ εἰη ] ὑπο το
9999968 Ταρκυνιου
ταις πολεσιν ὀλιγου δειν παντων δωρεαις τε και ὑποσχεσεσιν ὑπο Ταρκυνιου τε και Μαμιλιου διεφθαρμενων , των δε δημοτικων ,
και Ἀγκου ἑτερου του και Μαρκιου , ἐπιγονου Νουμα , Ταρκυνιου , Σερουιου Τυλλιου και Ταρκυνιου Λευκιου του Ταρκυνιου ,
9999968 ἀκριβολογεισθαι
. Ὀνυχιζειν και ἐξονυχιζειν ταὐτον , τιθεται δε ἐπι του ἀκριβολογεισθαι : το δε ἀπονυχιζειν το τας ὑπεραυξησεις των ὀνυχων
κυμινα πριστειν † : ὁτι δει τον ἐν κακοις ὀντα ἀκριβολογεισθαι . Κακον κακῳ ἑπεται . Κενην ψαλλεις : ἐπι
9999968 μαθηματικοι
δε και Ἀριστοτελης και οἱ Στωικοι ἐτι δε και οἱ μαθηματικοι τας μεν μηνιαιας * συνοδευουσαν αὐτην τῳ ἡλιῳ και
δε φησιν ἠ τους ὁριστικους λογους , οἱς χρωνται οἱ μαθηματικοι , ἑκαστος κατα την ἑαυτων ἐπιστημην , οἱον ὁ
9999968 ἐπιμηκες
σανις : οἱον , τανυς παρα το τασσεσθαι : το ἐπιμηκες ξυλον . σπεος ἀφωτιστον οἰκημα : ἀπο του βεος
δε οἰστρος ζῳον τι ἐστι ὁμοιον μεγιστῃ μυιᾳ κεντρον ἐχον ἐπιμηκες ἁτε ] καθα ὀξυ δε μελος : το διατεταμενον
9999968 τοιγαρουν
του γαρ ἐν τῳ τοιγαρτοι , και μετα του οὐν τοιγαρουν . δυναμιν γαρ ἐχουσιν οἱ τοιουτοι ἰσην τῳ ἀρα
ἐστιν ἀπ ' ἐκεινων , οἱς ὁ Βορεας προγονος . τοιγαρουν δειται του Βορεου προς το κινεισθαι , κἀν μη

Back