Μηθυμναν και Πυρραν και Ἐρεσσον ῥᾳδιως ἐχειρωσατο , την δε Μιτυληνην μεγαλην οὐσαν και παρασκευαις μεγαλαις και πληθει των ἀμυνομενων
, ἡ δε Λεσβος πενταπολις : ἐχει δε Μηθυμναν , Μιτυληνην , Πυρραν , Ἀντισσαν και Ἐρεσσον . ὁ μεν
9999978 Μιτυληνης
Ἑλληνες τα πρωτα Ἀλωπεκοννησιοι κατωικισαν , ὑστερον δ ' ἐκ Μιτυληνης ἐπηγαγοντο και Κυμης ἐποικους . . Κριθωτην : .
Περιανδρος . Πιττακος οὐδεν ἀγαν . ὁς ἐην γενος ἐκ Μιτυληνης . τερμα δ ' ὁραν βιοτοιο Σολων ἱεραις ἐν
9999977 Μηνην
Ἀστραιη κουρη σταχυηφορος ἠπιοδωρος . δειδιθι Χηλαων ἐνι τειρεσι χρυσοεθειραν Μηνην , μηδε τε νουσῳ ὑπ ' ἀργαλεῃ μεμογηκως κλινοπετης
τῃ δ ' ἀρ ' ἐπαντελλῃ Ζευς ἑσπομενος κατοπισθεν , Μηνην δ ' ἀκτισιν Φαινων κατεναντια λευσσῃ , και Πυροεις
9999975 κατεβησαν
βαρβαρων σιδηρος κεχρισμενος ἠν φαρμακου θανασιμου δυναμει , ᾑ πεποιθοτες κατεβησαν εἰς την δια της μαχης κρισιν . κατεσκευαστο δε
οὑτως αὐτοις ἐγχειρειν . ἀλωπηξ και τραγος διψωντες εἰς φρεαρ κατεβησαν . μετα δε το πιειν του τραγου σκεπτομενου την
9999974 Μηνης
: ἀϊδιῳ βουλῃ φερεται πατρος , οὐχ ἑνεκεν σου . Μηνης ῥοιζον ἐασον : ἀει τρεχει ἐργῳ ἀναγκης . Ἀστεριον
. εἰ δε θεσιν τοιην οἱην Φαινοντος ἐλεξα σχοιη Ἀρης Μηνης καθ ' ὑπερτερον ἡμισφαιριον ἐρχομενης μαλιστα κακα σημαινει και
9999973 κατασκευαζομενα
. και τα μεν προς ἐμβολεις της ὀρθογωνιου κωνου τομης κατασκευαζομενα πυρια κατα τον προυποδεδειγμενον τροπον ῥᾳδιως ἀν ἐξαπτοιτο προς
σφοδρα λοιδοροι . πομπεια δε λεγεται τα εἰς τας πομπας κατασκευαζομενα σκευη , ὡς ὁ αὐτος ῥητωρ κατ ' Ἀνδροτιωνος
9999973 ἀναγκασθηναι
την Κλυτιου του Μεγαρεων βασιλεως θυγατερα : ἡς ἀποθανουσης , ἀναγκασθηναι τους Μεγαρεας ὑπο του Κλυτιου πεμπειν [ ν ]
αὐτου γυμνην την ἀνθρωπον ἰδειν , ὁ δε ἀπομαχομενος μη ἀναγκασθηναι , ὡς δε οὐκ ἐπειθεν , ὑπομενων τε και
9999972 τεταρτημοριον
δε ὁ ΖΕΗ , και ἐστω το μετα τον αἰγοκερω τεταρτημοριον το ΓΕ . Λεγω , ὁτι , ὁταν ὁ
κεντρον της σεληνης ἀει ἐλαβεν ἀπεχον του ἀπογειου του ἀκριβους τεταρτημοριον ἐγγιστα , τουτεστιν περι Ϙε μοιρας , ἱνα λαβῃ
9999972 παραγγελλομενα
λεγοντες , ὡς δ ' ἀν ὀξεως ἐχοιεν ἐς τα παραγγελλομενα χρησθαι . και οἱ Καρχηδονιοι , νομιζοντες ἐκλυσειν την
προυχοντας και ἐμπειριᾳ πολεμικῃ , ἐπειτα ὁμοιως παντας ἐς τα παραγγελλομενα ἰοντας , ναυτικον τε , ᾡ ἰσχυουσιν , ἀπο
9999972 ἐμποιουντα
δε ἐγγυς της πηγης πικρα τε και φαρμακωδη , σπασμον ἐμποιουντα και ἰλιγγον τοις πιειν ἐκ της χροας ἀπατηθεισι .
λαζομαι ἐλαζομην και συναρχομενως λαζετο . Λαθικηδεα : τον ληθην ἐμποιουντα τοις παισι των κακων ⌊ παντων ⌋ . Λαισηια
9999972 κατεχομενη
ἑτερου , φοβῳ δε του ἀνδρος και ἐρωτι του μοιχου κατεχομενη ἀγωνιᾳς . δυναται και ὡς του Θησεως ἐχοντος ἑτεραν
ἐλεον ὀξυτονως σημαινει το ἐλεεινον ] . ὑπο των ὀνυχων κατεχομενη φωνην ἀφιησιν ἐλεεινην , ὡς οἱ ἀδικουμενοι ὑπο των
9999972 εὐετηριας
ὡς της προτερας εὐθηνιας ἐκλαθεσθαι και εἰ τι λειψανον παλαιας εὐετηριας ἠν ἀναλωθηναι . τα μεν οὐν ἐκ της διακρισεως
πολεως , και ἐρεις στοας , ἱερα , λιμενας , εὐετηριας , ἀφθονιαν , τα ἐκ της θαλασσης ἐπεισαγομενα ἀγαθα
9999972 ἀναγνωσεως
και προς ἑτερον Τμημα τριτον περιεχον λογους δεκα αʹ Περι ἀναγνωσεως ἐτων και του τοπου του μερισμου και του ἐπιμεριζοντος
βιβλιον ὁπερ ἠσαν αὐτῳ συνταξαντες τινες των φιλων , ἐξ ἀναγνωσεως ἐλεξε τοιαδε : „ ἀπιστα μεν οἰδα και παραδοξα
9999972 βουλησεως
και οὐκ ἐνι το μη βουλομενον : οὐδε το προ βουλησεως ἀρα . Πρωτον ἀρα ἡ βουλησις αὐτος . Και
ἐκ τουτου , ὁτι και ἐπι του ἀδικουμενου τῳ της βουλησεως ὀνοματι ἐχρησατο ἀντι του ἑκουσιου : και γαρ ὁ
9999971 Μιτυληναιοι
τοσουτον ἠν το κινδυνευομενον , που γαρ ἰσον ἡμεις και Μιτυληναιοι ; το τε παν ἐκεινος οὐκ ἐστησεν , ἀλλ
δοξειε συμφερειν , και εἰς ὁποσονουν χρονον : ὡσπερ και Μιτυληναιοι ποθ ' εἱλοντο Πιττακον προς τους φυγαδας τους περι
9999971 ποιησαμενη
, βραδυτερον φανησεται την εἰς τα ἑπομενα των ζῳδιων μεταβασιν ποιησαμενη τοις αὐτοις κε ἑξηκοστοις Και δια ταυτην την αἰτιαν
, ἡ δε προφητις προεισιν ἐπικλησιν ὡς ἐθος των θεων ποιησαμενη : ἀπροοπτως δε ἰδουσα τας Ἐριννυας κυκλωι του Ὀρεστου
9999971 κατεσκευασμενας
εἰναι δε τας πολλας των ἀνθρωπινων ἐπιθυμιων ἐπικτητους τε και κατεσκευασμενας ὑπ ' αὐτων των ἀνθρωπων , διο δη και
: οὐ γαρ ἀναγκη πασας ἐξαριθμεισθαι τας εἰς τον αὐτον κατεσκευασμενας της διαλεκτου χαρακτηρα . ἱνα δε μη δοξῃ τις
9999971 μετεωροτερα
ἐν τῃ ἐγρηγορσει ἐνεργειων , ἀναδιδονται τινες ἀτμοι εἰς τα μετεωροτερα και συμβαινει ἐπι πλειον λεπτοποιουμενης της ὑλης ἐκ της
ΒΚ ἡ ΚΖ , οὐκουν ἡ μεν ΓΔ της ΔΖ μετεωροτερα φαινεται , ἡ δε ΔΖ της ΖΚ : τα
9999971 κοιλοτητος
ἐστι δε ὁτε ἀνευ των μοριων , ὡς ἐπι της κοιλοτητος και του κυκλου και της ψυχης : ταυτα γαρ
ἐχει την ὀδυνην , τουτο γινωσκε ὁτι ἐξηλθεν ἐκ της κοιλοτητος ὁ λιθος , και ἠλθε παρα την οὐσιαν του
9999971 κεκαυμενης
και προς την ἀναληψιν ὠων λβʹ τα λευκα . Καδμιας κεκαυμενης και πεπλυμενης δραχ . βʹ ψιμμιθιου πεπλυμενου . .
. ἐστι δ ' ἡ δυναμις αὐτης ἀκαυστου τε και κεκαυμενης ῥυπτικη τε και διαφορητικη , και οὐδε βραχυ το
9999971 μετονομασθηναι
μεν Σικυωνος την Ἀσωπιαν , ἀπο δε Κορινθου την Ἐφυραιαν μετονομασθηναι . Κορινθον δε οἰκουσι Κορινθιων μεν οὐδεις ἐτι των
ὁτ ' οὐπω τελειος ἐγεγενητο , ἀλλ ' ἐτι πριν μετονομασθηναι τα μετεωρα ἐφιλοσοφει , ἐπισταμενη ὁτι οὐκ ἀν δυναιτο
9999971 κεχαρισμενην
τοις γρα - φουσιν πασιν ἱστοριας ὑποθεσιν ἐκλεξασθαι καλην και κεχαρισμενην τοις ἀναγνωσομενοις . τουτο Ἡροδοτος κρειττον μοι δοκει πεποιηκεναι
] [ ] γραφων [ : την σην ] [ κεχαρισμενην ] [ ] [ ] ἀσπασιως [ δεδεχθαι ]
9999971 δωδεκατον
ἐτεσι του βιου : δευτερον , ἑκτον , ἐννατον , δωδεκατον , συν τουτοις της εἰκοσαδος πρωτιστον , δευτερον σαρανταδος
δε μη , ὑδωρ θερμον καταχειν . Ὀφθαλμων , σποδιου δωδεκατον , κροκου πεμπτον , πυρηνος ἑν , ψιμυθιου ἑν
9999971 διδασκομενοι
, εἰτα την παρα Βηρισαδου : μαλιστα γαρ οὑτω γνωσεσθε διδασκομενοι . Λεγε και την ἐπιστολην την του Βηρισαδου .
. λαβετε δε αὐτους μη πολεμιως μηδ ' ὡς ἀξυνετοι διδασκομενοι , ὑπομνησιν δε του καλως βουλευσασθαι προς εἰδοτας ἡγησαμενοι
9999971 ἑλκομενης
εἰς τα κενωματα των ἀπενεχθεντων κατα τα πλαγια των ἀγγειων ἑλκομενης της τροφης και καταχωριζομενης ” . ἀλλ ' οὐδε
τον τοπον ἐνιοτε λαμβανειν ἀνακλωμενης της ἡμετερας ὀψεως ἀπο της ἑλκομενης ὑγροτητος ὑπ ' αὐτου προς τον ἡλιον . δια
9999971 συμπτωσεων
: συμπεσειται δη ταις τομαις , και αἱ ἀπο των συμπτωσεων ἐπι το Λ ἐφαψονται των τομων . ἐκβεβλησθω και
τομης συμπιπτουσα ταις προς ὀρθας εὐθειαις , αἱ ἀπο των συμπτωσεων ἀγομεναι εὐθειαι ἐπι τα ἐκ της παραβολης γενηθεντα σημεια
9999971 θερμανας
την κεφαλην του πασχοντος και ἰασῃ . καλλιον δε ἐαν θερμανας αὐτο , οὑτως ἐπιθῃς . ἀλλο . κοριαννον καυσας
ὑδρωπικοι πιθου ] του ἀγγειου φλογιῃ ] πυρι θαλψας ] θερμανας κυτος ] το βαθος , το πλατος . το
9999971 συγκοψας
τις βουλοιτο τα ἡπατα αὐτων μεγαλα ποιησαι , ἰσχαδας ξηρας συγκοψας εἰς λεπτα , και φυρασας ὑδατι , δια του
τραυματος και περιαρτησει τουτον περι αὐτῳ ἠ και ἐπιπασσει μαλιστα συγκοψας , αὐτικα κατα βραχυ τας ἀλγηδονας ἀπομαρανει και σωσει
9999970 ἀποστροφην
Ὁταν δε προς το σημαινον ἀπο του σημαινομενου πραγματος την ἀποστροφην ποιηται ἠ προς το σημαινομενον ἀπο του σημαινοντος ,
προκειμενα ὀσσε ; διο και το σημειον . ἠ νοητεον ἀποστροφην λογου ἀπο του προς τον Μενελαον εἰς τον περι
9999970 ἁλισκομενης
οὐ πολυ την ἑαυτων ἀποβαλειτε . . Μετα βραχυ δε ἁλισκομενης της πολεως οἱ μεν ὁμοσε τοις πολεμιοις χωρουντες ἀνδρες
φοβοις ἠν και δακρυσιν , ὡς της πατριδος κατα κρατος ἁλισκομενης . οὐ μην ἀλλα τοις παρεισπεσουσιν ἐντος του τειχους
9999970 κατεσθιει
ἐλαφον κεραον ἠ ἀγριον αἰγα πειναων : μαλα γαρ τε κατεσθιει , εἰ περ ἀν αὐτον σευωνται ταχεες τε κυνες
: ὁ δ ' ἐκλεξαμενος τον κρεισσονα των ἀποκεκλεισμενων ἀδην κατεσθιει : παντων οὐν φευγοντων ἐκ προσωπου αὐτου , μοναι
9999970 δηλουμενῳ
δευτερου προσωπου ὀρθης πτωσεως οὐκ ἐγκλινονται , φωνῃ τε και δηλουμενῳ . δηλουμενῳ μεν , ὁτι οὐδεμια εὐθειας ἀντωνυμια ἐγκλινεται
προηγουμενως δηλουν τι , προσσημαινειν δε το προς τῳ πρωτως δηλουμενῳ κατα δευτερον λογον και ἀλλο τι συνεμφαινειν : τα
9999970 καταληκτικοι
ὁ θεραπων προς τον Ἀγορακριτον . ἐν ἐκθεσει στιχοι τροχαϊκοι καταληκτικοι εʹ , οὑς οἱ ὑποκριται φασιν . Γ ἀνδρες
και μονομετρα ιεʹ . ἐν ἐκθεσει δε στιχοι τροχαϊκοι τετραμετροι καταληκτικοι δʹ , ὁμοιοι τοις ἑξης . ταυτα δη λιπους
9999970 καταπλασσομενη
ἐριφου σπλην ἐπιτιθεμενος τηκει σπληνα . ἀλλο . ἀγρια κραμβη καταπλασσομενη ἰαται σπληνικους . ἀλλο . Περσικης φυλλα καταπλασσομενα ποιει
, ἑλξινη ἡ και περδικιον μετριως , ἐλυμος ἠ μελινη καταπλασσομενη , ἐπιμηδιον μετριως , ἰου τα φυλλα μετριως ,
9999970 ἀναγεγραμμενων
ὁμοιως ἐξιατεον και δια των αὐτων βοηθηματων του ὁλου σωματος ἀναγεγραμμενων , αὐτου δε του γαλακτος την κακωσιν πρωτον μεν
των τραγῳδιων ποιητου μετελαβον ἐγω διοτι παραφερειν μελλοντος τι των ἀναγεγραμμενων ἐν τῃ βιβλῳ προς τι δραμα τας ὀψεις ἀπεγλαυκωθη
9999970 θεατης
τον χορον , ἀλλ ' αὐτος πολυ τουτων ἀτακτοτερος ἐστιν θεατης . και κατα τον παρῳδον Ματρωνα : οἱ μεν
εἱπετο αὐτοις , του τε ἐργου αὐτου καρτερως ἁπτομενος και θεατης των ἀλλων ὁτῳ τι λαμπρον κατ ' ἀρετην ἐν
9999970 ἐρωτας
ταυτης γαρ ἐφιεμενοι μαλιστα ἐνδιδοασι προς τους των εὐ πεφυκοτων ἐρωτας . γραφεται δε και οὑτως : ἐρωτικοι γαρ οἱ
του Ἠλειου , ὁν Θεοφραστος ἐν τῳ Ἐρωτικῳ περι τους ἐρωτας δεινον γεγονεναι λεγει . οὐκ ἀν ἁμαρτοι δε τις
9999970 προσεκειτο
. και οὐπω λεγω την νοσον τοσουτον πραγμα , ἡ προσεκειτο ἐλαυνουσα και τους μεν ὁλως ἀπανηλωκει των ἀνθρωπων ,
, την μακραν νυκτ ' ἀναπαυσομεθα . Εἰ πτερα σοι προσεκειτο και ἐν χερι τοξα και ἰοι , οὐκ ἀν
9999970 Ἀριστοτελικων
αἱ κατα φιλοσοφιαν αἱρεσεις . δευτερον τις ἡ διαιρεσις των Ἀριστοτελικων συγγραμματων πολλων ὀντων , χιλιων τον ἀριθμον , ὡς
φιλοσοφων αἱρεσεις ὠνομασθησαν , φερε δευτερον και την διαιρεσιν των Ἀριστοτελικων συγγραμματων ποιησωμεθα . τουτων οὐν τα μεν ἐστι μερικα
9999970 συγγραμμασιν
Διευκρινηθεντων δη οὐν τουτων οὑτως , και των ἐν τοις συγγραμμασιν οἱς λεγεις περιτετυχηκεναι σαφης ἐστιν ἡ διαλυσις : τα
και διαφορας ἐπεξευρον τινες οὐ πανυ ἐμφανταζομενας τοις των παλαιων συγγραμμασιν , ἀλλ ' ὡς περιεργοτερον λελεπτολογημενας , ἁς ὁμως
9999970 ἀνακως
ἐχειν λεγουσιν : και Ἀνακας ἐντευθεν τους Διοσκουρους , ὁτι ἀνακως αὐτοις ἐχρησαντο δια την Ἑλενην τας Ἀφιδνας ἐκπορθουντες .
. Σχοινους λαβων ἀνειρε τα κρεα . Και τας θυρας ἀνακως ἐχειν . παιδες γεροντες μειρακια παλλακια . αὐτη δ
9999970 φιλτατου
φθεγματι , οὐ μην του ἐριφου γενομενου δυο ἡμερων ἑαυτῃ φιλτατου ἐτι προσηψατο , ἀλλα ἐκεινον μεν εἰασεν , ἀλλους
, Νεοπτολεμος : οἰσθ ' ἠδη το παν . Ὠ φιλτατου παι πατρος , ὠ φιλης χθονος , ὠ του
9999970 κατεσθιουσι
οὐδεις παρεστιν . εὐ γε δρωντες . ἀρα που ὀπτην κατεσθιουσι πολιν Ἀχαικην ; ὁτι δε και παντες Θετταλοι ὡς
προς την θαλασσαν αἱ αἰγες τουτου κατελθουσαι την τε λυγον κατεσθιουσι και την ναυν ἀπολυουσιν . Εἰδες αὐτην ἐπι τῃ
9999970 ἀποστελλει
ἐστιν : ὁ μεν γαρ ἀνωθεν ἐπι γην τον ὑετον ἀποστελλει , ὁ δε κατωθεν ἀνω , το παραδοξοτατον ,
οὐν ποι εἰπειν . το δε ἐκτοθι βαλλει ἀντι του ἀποστελλει . Παναχαιιδα δε την Θεσσαλιαν φησιν , ὁτι αὑτη
9999970 ἀναλαμβανει
ὑμιν και ταυτῃ , της πρωην ἁψαμενος διηγησεως . εἰτα ἀναλαμβανει τα προειρημενα και οἱονει ἀναγνωρισμον ποιειται της Αἰγυπτου ,
λοιπον συνεχεται , και το λειπομενον της φυσικης δυναμεως αὐθις ἀναλαμβανει και ἀναζωπυρει , και ἑτεραν αὐθις ἀποθησαυριζει της γης
9999970 πολυμαθης
Ἰσοκρατει και Γοργιᾳ , οἱον ἐαν ᾐς φιλομαθης , ἐσῃ πολυμαθης : και παρα Πλατωνι ἐν συμποσιῳ Παυσανιου δε παυσαμενου
Σαγχουνιαθωνος ταυτα : Τουτων οὑτως ἐχοντων ὁ Σαγχουνιαθων , ἀνηρ πολυμαθης και πολυπραγμων γενομενος και τα ἐξ ἀρχης , ἀφ
9999970 ἀμηχανοις
θεραπειας χητει τους ταις ἀπο των ἑρπετων συμφοραις και κακοις ἀμηχανοις περιπεπτωκοτας . . Ἐχομενη δε ἐστι της βοτανης ταυτης
ἀκρωρειας την περιηχησιν ἐλθειν , πληχθεις τα ὠτα Μωυσης ἐν ἀμηχανοις ἠν ἁτε θεοφιλης ὁμου και φιλανθρωπος , μητ '
9999970 ἀναγκαζουσι
πατρος ἐσθλου γεγωτες δυστυχους ' ἀναξιως . τρισσαι μ ' ἀναγκαζουσι συννοιας ὁδοι , Ἰολαε , τους σους μη παρωσασθαι
παιδων ὑπογραψαντες γραμμας τῃ γραφιδι οὑτω το γραμματειον διδοασι και ἀναγκαζουσι γραφειν κατα την ὑφηγησιν των γραμματων , οὑτω δη
9999970 γεγραφεναι
και ἐκεινος αὐτους : χωρις και του προς τον βασιλεα γεγραφεναι περι της ἀποκαταστασεως αὐτων πολλα παρεκαλεσε τον Ἀνδρεαν ποιησαι
κἀκειθεν σοι ἐπιστελω . Ἀδμητῳ δε τινι ποιητῃ φαυλῳ λεγοντι γεγραφεναι μονοστιχον ἐπιγραμμα , ὁπερ ἐν ταις διαθηκαις κεκελευκεν ἐπιγραφηναι
9999970 ἀκροπολεως
των πολιορκουντων ἀπεκτεινον και κατετραυματιζον , συνεργον ἐχοντες την της ἀκροπολεως ὀχυροτητα : ὡς δ ' ἡ μεν των ἀναγκαιων
τοις δε πιστοτεροις ἐν τῳ μικροτερῳ τροχῳ και προς της ἀκροπολεως μαλλον ὀντι διετετακτο ἡ φρουρα , τοις δε παντων
9999970 πλουσιωτατοι
ἀρχην του νομου Λεπτινης εἰπεν φησιν , ὁπως ἀν οἱ πλουσιωτατοι λῃτουργωσιν , ἀτελη μηδεν ' εἰναι πλην των ἀφ
εὐπορωτερους αὑτων . τοὐναντιον γαρ ὑμεις μεν και προτερον ἠτε πλουσιωτατοι των Ἑλληνων και νυν ἐτι μαλλον ἐστε : ἐκεινους
9999970 λοξωσεως
ἑαυτης κεντρῳ γραφειν δοκει , μειζον ἐστι του πλατους της λοξωσεως του κυκλου , ὁν ὁ ἡλιος τῳ οἰκειῳ κεντρῳ
ἐσται γαρ και ταυτα εὐκατανοητα δια του ἐκτεθειμενου κανονιου της λοξωσεως : ὁσας γαρ ἀν εὑρωμεν του ἰσημερινου μοιρας τον
9999970 ἀποδειξει
γνωστεον : ὁ μεν γαρ παρακαταθηκην ἀπαιτει , και μιᾳ ἀποδειξει χρηται τῳ λεγειν , ὁτι , συ εἰπας :
' ἀν και ἀπεδεικνυε : των δ ' ἡττωμενων τῃ ἀποδειξει φαμενων , εἰ μη τι ἐπεστιν ἡ σφραγις ,
9999970 συμβασαν
παρθενια ἠτοι το δοκειν παρα παντων παρθενον εἰναι ἐκρυψε την συμβασαν αὐτῃ ὑπο Ποσειδωνος ὠδινα , ἀντι του λανθανειν ἐποιησεν
οὐ μετριως , ἐμοι δε ὀνειδιζοις την δια σε μοι συμβασαν συμφοραν . Ἐγω δε θαυμαζω τι παθων ἐξιουσι μεν
9999970 προσηγορευσαν
κωμῃ τινι κατεκαυσεν , ἡν Αἰγυπτιοι δια το συμπτωμα τουτο προσηγορευσαν ἱεραν βωλον : τῳ δ ' ἐν Ἡλιουπολει θεῳ
, Ἑστιαν ἁτε δη μενουσαν ἐν θεων οἰκωι † κλιτα προσηγορευσαν οἱ παλαιοι δια την στασιν και πηξιν : ἡς
9999970 φιλοτιμεισθαι
αὐτων διεφερετε , οὐδεν ἰσως ἐδει καθ ' ἑν τουτο φιλοτιμεισθαι και σκοπειν ὁπως κρειττους δοξετε . νυν δε οὐθεν
ἀνθρωπινον τι πεπονθοτα , ἀποτρεπετε δ ' ἐπι τοις αὐτοις φιλοτιμεισθαι ὡς ἀνηκεστα ἡμαρτηκοτα . Νικοκλης ὁ Συρακουσιος γυναικος ἀποθανουσης
9999970 παρασκευαζουσι
παρον ἡμιν της ἡσυχιας ἀπολαυειν , ἡν οὑτοι καλως ποιουντες παρασκευαζουσι , τουτοις τε ἐνοχλουμεν οὐδεν δεομενοις και αὐτοι κακων
φιλιας διαμενειν βεβαιον , ἀλλ ' ἀλλοτε ἀλλους ποθους ἐμβαλλοντες παρασκευαζουσι τον παλαι συνθεμενον και ὁμολογησαντα φιλιαν ἀλυτον διαφυλαξειν παλιν
9999970 γραφομενα
† ὑειος καρα και χρυσειος σταυρος δια της ει διφθογγου γραφομενα , . , . + . . . Ἀμβροσιην
αὐτον οἰμωγων τε ἀφορμαι και δακρυων , ὡν ἐπι τα γραφομενα ῥει τα πλειω . Καλως σοι τεθρηνηται τἀμα κακα
9999970 ἐπαυσαμην
μετανοησαι οὐ σωζονται δια την σκληροκαρδιαν αὐτων . Ὁτε οὐν ἐπαυσαμην ἐρωτων αὐτην περι παντων τουτων , λεγει μοι :
ἐτυψα και το ἐγραψα : ἀοριστον γαρ ἐστι , ποτε ἐπαυσαμην του γραφειν και τυπτειν : εἰ μεν οὐν ἡ
9999970 παραγγελλει
ὁταν δε τελεσθῃ τα ἱερα , ὁ βασιλευς προσκαλεσας παντας παραγγελλει τα ποιητεα . ὡστε ὁρων ταυτα ἡγησαιο ἀν τους
ἀποταττει δε και τοπον ἑκαστῳ και καιρον και ταξιν και παραγγελλει , πως δει και που και ποτε ἀγωνιζεσθαι καλον
9999970 ἀπαραιτητος
και την συνουσιαν οὐκ ἠνεγκεν . ἀλλ ' εἰδως ὁτι ἀπαραιτητος ἐστιν ὁ πατηρ , και προς τα τοιαυτα ἀσυγγνωστος
Νεμεσεως ἐστιν ἱερον , ἡ θεων μαλιστα ἀνθρωποις ὑβρισταις ἐστιν ἀπαραιτητος . δοκει δε και τοις ἀποβασιν ἐς Μαραθωνα των
9999970 μαχομενην
φιλονεικων , την περι ὑμας ὀψεται δοξαν μετα ἀληθειας αὐτῳ μαχομενην και νικηθηναι μηδαμου δυναμενην : εἰ δε ἀκων μεν
μη ἁρμοττει ἠ ὁ κατηγορουμενος , την δε ἀποφασιν ἁτε μαχομενην τῃ καταφασει ψευδεσθαι μεν ἐφ ' ὡν ἐκεινη ἀληθης
9999970 θερμοτητος
εἰς το τικτειν λιθους και πηγνυσθαι ἑτοιμως ὑπο της ἐμφυτου θερμοτητος . προς την παχυτητα οὐν δει ἐνιστασθαι μαλλον δια
ἀρτηρια δια σκληροτητα . και χρεια μεν ἠ πλεονεξια ἑπεται θερμοτητος , ἠ δαπανη του ψυχικου συναυξεται πνευματος , οὐχ
9999970 λαμβανομενα
πενταφυλλου ῥιζα , αἱμα τε τραγου ἠ αἰγος , ὁμοιως λαμβανομενα : δρυος τε φλοιος ἠ φηγου ἠ πρινου ,
αἰτηματα οὐτε ἀμεσα οὐτε ἀναποδεικτα , ἀλλα δεομενα μεν ἀποδειξεως λαμβανομενα δε χωρις ἀποδειξεως ἐν τοις λογοις . και εἰσιν
9999969 δοιους
μεν ἀντεινεν καρα , πειρατο δε πˈρωτον μαχας , δισσαισι δοιους αὐχενων μαρψαις ἀφυκτοις χερσιν ἑαις ὀφιας . ἀγχομενοις δε
τ ' ἐξελαων ὑπακουει . ἐνθα κ ' ἀϋπνος ἀνηρ δοιους ἐξηρατο μισθους , τον μεν βουκολεων , τον δ
9999969 θεραπευσαντες
κατεμεμψαμεθα , ὁτι γε δη ὀργιζεται οὐκ ἀδικουσιν οὐδεν . θεραπευσαντες οὐν αὐτον και ἐπι ἑστιασιν καλεσαντες ἐξωρμησαμεν . και
, ἐφη , οὑτως . Οὐκουν εἰ την διανοιαν ἱκανως θεραπευσαντες παραδοιμεν αὐτῃ τα περι το σωμα ἀκριβολογεισθαι , ἡμεις
9999969 συμβουλευσας
τους ἑρμας ὡς διετεθησαν , ἐνθυμουμενος δε ὡς ὁ ταυτα συμβουλευσας ἐπαρατος γεγενηται και μονῳ τουτῳ δημοσιᾳ τα γενη τα
την ἀξιαν δοντα δικην ἐπειδον : αὐτος γαρ ἠν ὁ συμβουλευσας ἀντ ' ἐμου την ἀνθρωπον ἀποκτειναντας ῥιψαι . ὁ
9999969 περιτυγχανει
δε αὐξησῃ την σαρκα , ἐς ἀλλον μετοικιζεται οἰκον . περιτυγχανει δε τοις προειρημενοις πολλοις . Οἱ δε στρομβοι και
, εἰτα ἐν τοις ὀρεσιν ἠλατο , και ἀνδρι ὑλουργῳ περιτυγχανει : ὁ δε ἐδεισε και ἀφιησι τον πελεκυν ,
9999969 πιστευσαντας
δια το και πλειους διεψευσθαι της ἀληθειας ἐν τουτοις , πιστευσαντας τῃ Φιλινου γραφῃ . Οὐ μην ἀλλ ' εἰ
δε μηνυσεως ὑπο του Μηνυκιου τους παροντας ἐν τῳ συνεδριῳ πιστευσαντας ἀληθη τα λεγομενα εἰναι , γνωμην ἀποδειξαμενου των πρεσβυτερων
9999969 μετειχεν
ἐφ ' ἑαυτου ἠν , ἀλλα τεωι ἐμεμεικτο ἀλλωι , μετειχεν ἀν ἁπαντων χρηματων , εἰ ἐμεμεικτο τεωι : ἐν
εὑρηκοτος , Κυρηναϊκη δε ἀπο της πολεως , ἡς ἐκεινος μετειχεν , ἡδονικη δε ἀπο του τελους της κατ '
9999969 σκοτεινην
διοτι οὐδε ἑν ὀρνεον δυναται αὐτην παραπετασαι δια το εἰναι σκοτεινην και μεγαλην . και ὁ μεν Λυκοφρων λιμνην λεγει
ἡλιῳ . Ξ ἀναλιον ] σκοτεινην . ἀναλιον ] την σκοτεινην , ἡν οὐδ ' ὁ ἡλιος ὁρᾳ . ἀναλιον
9999969 καταπλαστεον
μεθ ' ὑδατος λελειωμενοις . εἰ δε μη προκοπτοι , καταπλαστεον κοριῳ μετ ' ἀρτου ἠ ἀρνογλωσσου φυλλοις ἠ σελινου
την ληφθεισαν τροφην : και τουτῳ μαλιστα διακρινονται των κοιλιακων καταπλαστεον οὐν αὐτους λινοσπερμου μετα φοινικων : ἀκρως δε ποιει
9999969 διαδικασια
ἐχοντες . ἐστιν δ ' ὁ νυν ἀγων και ἡ διαδικασια οὐκ εἰ τις ἑτερος ἑτερου προτερος ἠ ὑστερος τετελευτηκεν
, νομοθεσια , δημαγωγια , πρεσβεια πρεσβευσις , δικη , διαδικασια ἐπιδικασια , ἀντιδικια , συνηγορια , συναγορευσις , κατηγορια
9999969 κατασκευαζουσι
γενεσεως : τον δ ' ἀρτιον πρωτον ἐξ ἀνισων τινες κατασκευαζουσι του μεγαλου και μικρου ἰσασθεντων . ἀναγκη οὐν προτερον
τα μελλοντα προγινωσκουσι και θεῳ ἐκθυσιας ἠ εὐχας ἠ ἀναθηματα κατασκευαζουσι , τινες δε και δια θεου προνοιαν ἀσθενειαν ἠ
9999969 ἀντεστραμμενως
φαμεν ἐγω ἠ οὑτος ἠ τι των συζυγων . ἠ ἀντεστραμμενως μετα ἀντωνυμιας , ἀνθυποφορας οὐσης ὀνοματικης . δια μεν
νικηθεισαν ὑπαγορευει , ταυτα δε πως ἐτι ἀντισχουσαν ἀπωθεισθαι , ἀντεστραμμενως τουτου συμβαινοντος τοις κατα φυσιν παρυφισταμενοις . Αἱ δε
9999969 διαφανες
τοιως διατιθεμενη ὑπο των χρωματων πασχει , το δε μεταξυ διαφανες ἀπαθες μενει . ἀχρουν οὐν το διαφανες και ἀορατον
, οὐκ ὀψεται , ἀλλα το μεν χρωμα κινει το διαφανες , οἱον τον ἀερα , ὑπο τουτου δε ἠδη
9999969 διδακτον
χαλασον , και συγχωρησον ἐξ ὑποθεσεως αὐτο σκοπεισθαι , εἰτε διδακτον ἐστιν εἰτε ὁπωσουν . λεγω δε το ἐξ ὑποθεσεως
σωζομεναι δι ' ἑης ἀλκης . . . τοις δε διδακτον ἐδωκε φαους γνωρισμα λαβεσθαι : τους δε και ὑπνωοντας
9999969 ἀναγραφει
δε ἀμφοτερους Ἐτεοκλεους γενεαλογουσι , Διονυσιος δε τον Μινυαν Ἀρεος ἀναγραφει , Ἀριστοδημος δε Ἀλεου τον Μινυαν , και τους
ὁρισθεισας ἀρας ἐπισκεπτεον . | Πρωτην ἀραν ὡς κουφοτατον κακον ἀναγραφει πενιαν και ἐνδειαν και σπανιν των ἀναγκαιων και μετουσιαν
9999969 ἀνασκευας
: διοπερ χρη προς τοις εἰρημενοις και αὐτον τον διδασκαλον ἀνασκευας τινας και κατασκευας [ μαλιστα ] καλλιστα ποιησαμενον προσταξαι
οὐσα πυρετους , αἱμαγμους , κινδυνους , στομαχου πονον και ἀνασκευας ποιει , νυκτος δε ἐν πασιν ἀγαθη τοις ἐγχειριζομενοις
9999968 δυσκολιας
λελοιποτα την ταξιν . τους φιλοσοφῳ βιῳ χρωμενους ἐν ἀκμῃ δυσκολιας ὁπως φερονται θεωρω . ἰδιωτῃ μεν γαρ φαρμακον ἐστω
] πραγμα της ἑαυτου πολεως ἐπιμελειαν : τας δε ἐνουσας δυσκολιας και τας χαλεποτητας ὑφεωρωντο και των μεν ἀγνοιαν ,
9999968 ἐπικρατησει
ἀνακαθαρσεως , ταπεινωσει μεν την χωραν , οὐδεις δε αὐτης ἐπικρατησει . Σεληνης δε οὐσης ἐν τῃ ἐκλειψει ὁταν διᾳττων
, ἐπι των κατα συζυγιαν κρασεων ἀει της ἐπικρατουσης ποιοτητος ἐπικρατησει τα γνωρισματα . Ἡ μεν μικρα κεφαλη μοχθηρας ἐγκεφαλου
9999968 βασιλισσης
ἐπιταξαντος Ἡρακλει κομισαι τον Ἱππολυτης ζωστηρα , της των Ἀμαζονων βασιλισσης , ἀπελθων Ἡρακλης ἐζητει τουτον . Της δε συνθεμενης
και πραξεως και τεκνωσεως : ἐστι δε και θεας και βασιλισσης και πραξεως τοπος . ὁ δε δʹ γονεων περι
9999968 συντονως
ἀδδην ἐσθιων . πολυσιτοι ὀψοφαγοι . και ἐρεπτειν ἐλεγον το συντονως ἐσθιειν . ἀχρι κορου , περα κορου . γαστρις
νοσων ἐμπιμπλησι , και ὁταν εἰς τινας μαθησεις και ζητησεις συντονως ἰῃ , κατατηκει , διδαχας τ ' αὐ και
9999968 τρεψας
εἰ κεν ἀπ ' ἀλλοτριων κτεανων ἀεσιφρονα θυμον ἐς ἐργον τρεψας μελετᾳς βιου , ὡς σε κελευω . αἰδως δ
ἡμιοπους καλουμενους , περι ὡν φησιν Ἀνακρεων : τις ἐρασμιην τρεψας θυμον ἐς ἡβην τερενων ἡμιοπων ὑπ ' αὐλων ὀρχειται
9999968 ἰατρου
δυναμεθα της ὑλης διδουσης , ὡς ἐπι του τον Φιλιππον ἰατρου νοσησαντα θεραπευσαντος : ἐνταυθα γαρ οὐ μονον τῃ ἀντιπαραστασει
ἱκανως . ὁ δε Γαληνος και προς την γνωμην του ἰατρου αὐτο λαμβανει , ὁτι εἰ γενηται αἱμοῤῥαγια ἠ οὐρων
9999968 κρατηθεντες
' ὁτιουν ἐσωζετο χρηστης , οὑτως ἠδη πανταχοθεν κατακλεισθεντες και κρατηθεντες ὑπο της ἀηθειας και της ὑπερβολης των παροντων κακων
μεν ἀρχηθεν οὐκ Ἰδουμαιοι , ἀλλα Φοινικες και Συροι , κρατηθεντες δε ὑπ ' αὐτων και ἀναγκασθεντες περιτεμνεσθαι και συντελειν
9999968 κατηνεχθησαν
του τεως ἀπιστουμενου και της γης οὐ φερουσης το ἀχθος κατηνεχθησαν οἱ της ἐπιστολης ἀκηκοοτες εἰς γην ἐξεταζοντες οἱ πολλοι
. ἀναχθεντες οὐν ἐκ του Πειραιεως περιεπλευσαν την Πελοποννησον και κατηνεχθησαν εἰς Κορκυραν : ἐνταυθα γαρ παραμενειν παρηγγελτο και προσαναλαμβανειν
9999968 κρατουντα
βασιλειων ἐπεδυετο , μαργαροις ὀντα και λιθοις καταστικτα προς τον κρατουντα ἐξεπεμπε , μηνυων αὐτῳ την ἐκεινου κατασχεσιν . Ὁ
ἡ δε γυνη του πειθειν ἀπογνουσα καθαπαξ καταφευγει προς τον κρατουντα : και πεμπει δη πρεσβιν τε και ἱκετην τον
9999968 κεκτημενης
νησους , οὐ ναυς , οὐ τειχη της πολεως τοτε κεκτημενης , ἐξηλθετε εἰς Ἁλιαρτον και παλιν οὐ πολλαις ἡμεραις
, σου μεν ἁπασας τας γυναικι πρεπουσας ἀρετας και ἐπιστημας κεκτημενης και ἐπισταμενης , ὡσπερ ἡ Ἀθηνα τεχνας ἁπασας κεκτηται
9999968 βασιλευσι
ὀλιγου τεινει , πυργος ἐν εὐρει . δεδοικα δε συν βασιλευσι μη πολις δαμασθῃ . τελειαι γαρ παλαιφατων ἀραν βαρεαι
Γρα διηγουμενος του την ἀποικιαν εἰς Λεσβον στειλαντος συν ἀλλοις βασιλευσι , και ὁτι χρησμος ἠν αὐτοις δηλωσας καθειναι διαπλεοντας
9999968 μαθηματικου
τῳ πειθεσθαι τοις μαθηματικοις ἀλλα τῳ ἐχειν ἀποδειξιν και λογον μαθηματικου τινος θεωρηματος . οὑτω δε το λογικον μετεχει λογου
ἐπι το δευτερον , δια τι τοσαυτα εἰδη εἰσι του μαθηματικου . ἰστεον ὁτι το μαθηματικον περι το ποσον καταγινεται
9999968 δουλης
οὐκ ] ἠξιουν προ Νικοστρατου και Μεγαπενθους Μενελαῳ γεγενημενων ἐκ δουλης . Ὀρεστου δε ἀποθανοντος ἐσχε Τισαμενος την ἀρχην ,
. οἰμοι , γυναικος , ὡς ἐοιχ ' , ἡσσωμενος δουλης ὑφεξω τοις κακιοσιν δικην . οὐκουν δικαιως , εἰπερ
9999968 πεμψας
ἐπει δε ἐπι πλειστον της ἡμερας ναυμαχουντες ἐπονουν , κελητιον πεμψας ἐς την πολιν των Συρακουσιων την ἀγοραν ἐκελευσεν ἐπι
συος ἀποθανοντα λεγειν ἐπεισεν ὡς ἡρπασται ὑπο Ἀφροδιτης , και πεμψας ἐθαψεν ἐν Βυβλῳ της Φοινικης παρα ποταμον , ὁς
9999968 ἀσπαραγον
δυναμιν ἐχουσι λεπτυντικην τε και ἐκφρακτικην : διο και τον ἀσπαραγον του ἀσφοδελου τοις ἰκτεριωσι διδοασι τινες ὡς μεγιστον ἰαμα
τε και ἑφθην , σισαρον , ἀνδραχνην , ἀρνογλωσσον , ἀσπαραγον | ἀγριον : των δε ἀπο ταμειου ἐλαιας κολυμβαδας
9999968 γιγνωσκοντας
συγγιγνομενους , και οὐ τα σφισιν μονον πρακτεα ἠ μη γιγνωσκοντας , ἀλλα και τοις ἀλλοις χρησμῳδουντας και ἰδιᾳ και
περι ὡν ἀμφισβητουμεν τον τροπον τουτον , ἀλλως τε και γιγνωσκοντας ὁτι νικηθεντες μεν οὐδεν ἀποβαλειτε , κρατησαντες δε ληψεσθε
9999968 λιπαρας
δυνασθαι δια πικροτητα . της γε μην ἐλαιωδους τε και λιπαρας μετεχει ποιοτητος , ὡσπερ και τα καρυα : τροφην
ἐπιμηκεις τους βοτρυας , και ἰσοπαχεις τας ῥαγας τροχοειδεις και λιπαρας , τῳ δε καιρῳ της πεπανσεως ὑπερυθρους : και
9999968 βουλευων
Ἁρπαγῳ μεν Ἀστυαγης δικην ταυτην ἐπεθηκε . Κυρου δε περι βουλευων ἐκαλεε τους αὐτους των μαγων οἱ το ἐνυπνιον οἱ
' ἀπορρει κἀπι μηδεν ἐρχεται . Τις οὐν τοιουτον ἀνδρα βουλευων ἑλειν ἀλυπος ἀτης ἐξαπαλλαχθησεται ; Ὁρα κακως πρασσοντε μη
9999968 κολακος
ἀπειλητικως . δειπνοπιθηκος : ὁ δειπνου ἑνεκα πιθηκιζων και ὑποθωπευων κολακος τροπον . διατοιχειν : το εἰς τον ἑτερον τοιχον
, οὐτε ἀγροικος τροπος εἰς ὁμιλιαν . Πιθηκου ὀργην και κολακος ἀπειλην ἐν ἰσῳ θετεον . Του βιου καθαπερ δραματος
9999968 ἀποσιτοι
οἱ πυρετοι , και ὑποστροφωδεες αὐτικα βραχεῃσιν ὑποστροφῃσιν : και ἀποσιτοι , και ἑφθοι , και ἀσωδεες , και καρδιαλγεες
οὐ λιην : οὐδε τα βησσομενα δυσκολως : οὐδ ' ἀποσιτοι , ἀλλα και διδοναι πανυ ἐνεδεχετο . Πυρετοισι φρικωδεσι
9999968 κουφοτητος
λεαινομενα και συνεκπυρουμενα και παλιν ἀντικαοντα φερομενα δ ' ὑπο κουφοτητος ἀνω προς τας της κεφαλης αἰσθησεις και τεμνοντα δριμεα
ἠ προς τον μετεωροτερον και καθαρωτερον ἀνερχεσθαι τοπον , ἁτε κουφοτητος μετεχουσας , τι πλεον ἡμιν ; ὡν γαρ μητ
9999968 τραχυτητος
αὐτα γαρ περι τουτων κἀνταυθα κἀκει . Ἑπεται τῳ περι τραχυτητος και σφοδροτητος ὁ περι λαμπροτητος λογος , ᾑ παλιν
πεποιημενον . και ταυτῃ ἀν οὐν ἰσως διαφεροι ἡ σφοδροτης τραχυτητος . Σχημα δε σφοδρον το κατα ἀποστροφην , οἱον

Back