. . . . : Ἀναξιμανδρος ὁ Μιλησιος , ἀκουστης Θαλεω , πρωτος ἐτολμησε την οἰκουμενην ἐν πινακι γραψαι .
εἰς τεχνας ἠ τινας ἀλλας πραξεις λεγονται , ὡσπερ αὐ Θαλεω τε περι του Μιλησιου και Ἀναχαρσιος του Σκυθου ;
9999243 σκοροδα
μαλιστα προσδεχηται πειρεομενος : σιτιοισι δε χρησθω μαλθακοισι , και σκοροδα ἐσθιετω και ὠμα και ἑφθα : και τῳ ἀνδρι
Ἐπιτηδεια δε τουτοις και τα μικτα παντα καταπλασματα , οἱον σκοροδα λεια μετα μελιτος , κρομμυα μεθ ' ἁλων ,
9999233 φονεα
μεν ἀφεθεντα μη τεθναναι , του δε ἐμαυτου πατρος μη φονεα γενεσθαι . Τι δ ' ἀν οὐ προ γε
εἰκοτων προσποιουμενοι με ἐλεγχειν . οὐκ εἰκοτως ἀλλ ' ὀντως φονεα με φασι του ἀνδρος εἰναι . Τα δε εἰκοτα
9999224 Ἀρτεμιδι
, φιλος ἀνηρ Δημητρι μεν δια το γεωργιᾳ προσεχειν , Ἀρτεμιδι δε δια την θηραν : των γαρ ὁπλων οἱς
, προεσημαινον οἱ μαντεις , ὁτι ἐσοιτο πλους , ἐαν Ἀρτεμιδι θυσωσι την Ἰφιγενειαν . Ἀγαμεμνων δε διδοι σφαγιον αὐτην
9999210 φλεω
λ και πλεονασαντος του ο . οἱ δε παρα το φλεω και φλυω , φλοισμος και ἀφλοισμος ἐν πλεονασμῳ του
βω βαινω , ἀναδιπλασιασμος παπταινω . Παφλαζων . παρα το φλεω , ὁπερ και φλυω λεγεται . μονοσυλλαβησαν φλω ἐγενετο
9999205 Χαριδημῳ
ἠ θεια πραγματα διηγουμενον . [ , ] τῳ οὐν Χαριδημῳ διδωσι το ὡς πολιτῃ ἐξεταζεσθαι και τουτο της Δημοσθενικης
περ ἐστι και ἡτισουν εὐεργεσιας προφασις προς ὑμας , εἰ Χαριδημῳ δωσετε , οἱον , εἰ βουλεσθε , Σιμων ,
9999204 μυδιῳ
την ἀποδοραν , δι ' ὁ μετα την ὑποτομην βλεφαροκατοχῳ μυδιῳ , τουτεϲτι προϲ την περιφερειαν του βλεφαρου ἐϲχηματιϲμενῳ ,
και προϲ ϲυνουϲιαν ὁρμωϲιν . διοπερ ὑπτιαϲ ἐϲχηματιϲμενηϲ τηϲ γυναικοϲ μυδιῳ καταϲχοντεϲ το περιττον τηϲ νυμφηϲ ἐκτεμωμεν ϲμιλῃ φυλαττομενοι το
9999202 Ναβουχοδονοσορ
ἑρμηνειαν οἱονει Ἑλληνικην προφητειαν ἐνεργεισθαι , ἐπει κἀν τῃ ἐπι Ναβουχοδονοσορ αἰχμαλωσιᾳ διαφθαρεισων των γραφων κατα τους Ἀρταξερξου του Περσων
συν ἀλλοις εὐγενεσι . μετα μικρον δ ' ὑπεραρθεις ὁ Ναβουχοδονοσορ και την της τυχης εὐνοιαν οὐ δυνηθεις βαστασαι ,
9999199 Ἀμφιτρυωνι
δεικνυσθαι το δεπας το δοθεν Ἀλκμηνῃ ὑπο Διος , ὁτε Ἀμφιτρυωνι εἰκασθη . . . . , Χαρων . .
δια νυκτος ἐλθων και την μιαν τριπλασιασας νυκτα , ὁμοιος Ἀμφιτρυωνι γενομενος Ἀλκμηνῃ συνευ - νασθη και τα γενομενα περι
9999195 ὁλκαδα
. προσβαλουσης γαρ της νεως ἐφ ' ᾑ ἐπεβατευεν προς ὁλκαδα τινα , ἐμαχετο ἐχων δορυδρεπανον , διαφερον δη ὁπλον
ἀνδρας παντας ἀπεκτειναν . και ἐπι τας λοιπας ἐμπρησαι βουλομενοι ὁλκαδα παλαιαν κληματιδων και δᾳδος γεμισαντες ἀφεισαν [ την ναυν
9999187 ἐϲτω
ὑπερεκπιπτοντεϲ , ὡϲτε εἰϲ ϲυγκοπην πολλακιϲ κατεϲτρεψαν . λεπτον οὐν ἐϲτω το περιβολαιον και ἐμβεβρεγμενον και ἀηρ εὐψυχεϲτεροϲ , και
. τα δ ' ἐν τροφῃ διδομενα παντα τηϲ λεπτυνουϲηϲ ἐϲτω δυναμεωϲ , ὁθεν και δριμυφαγια ἐκ διαλειμματων δοκιμαζεϲθω .
9999180 θριδακινηϲ
δε ἐπιτιθεναι δει φυλλα λαπαθου ἠ ἀμπελου ἠ τευτλου ἠ θριδακινηϲ : ὁ δε ὀξυγαλακτινοϲ τυροϲ και τα μειζονα τραυματα
ῥοδινον ἠ ὀμφακινον ἐλαιον ἠ χυλον ἀειζωου ἠ κοτυληδονοϲ ἠ θριδακινηϲ ἠ ψυλλιου ἠ ὀμφακοϲ τριψαϲ ὁμοιωϲ καταχριε . διαιταϲθω
9999176 Σικελικῳ
Δωριεις μονον ἀλλα και Ἀττικων τινες , ὡς Διφιλος ἐν Σικελικῳ οἱον ἀγοραζειν παντα , μηδε ἑν δ ' ἐχειν
μαλιστα , ὁτε τας σπονδας ἐλυσαν , αἱ ἐπι τῳ Σικελικῳ πολεμῳ σφισιν ἠσαν γενομεναι . ἐλυσαν δ ' ἐκ
9999168 κλινῃ
. πως γαρ ἀν ἐπι τῃ στρωμνῃ , και τῃ κλινῃ , ἐφ ' ᾑ κατεκλιθη ὁ νοσων , και
ξυλον προς την κλινην , οἱονει ὡσπερ αὐτο ὑποκειται τῃ κλινῃ , οὑτως ὑδωρ ἠ γη ἠ των ἀλλων ὁτιουν
9999166 κομῃ
και μελανα . το δε δενδρον εὐμεγεθες ὀρθοφυες εὐρυθμον τῃ κομῃ : σχεδον γαρ ὡς ἐπι το πολυ στροβιλοειδες σχημα
εἰωθος , ἀνελθων ἐπι μεσης της πυρας ἐστη ἐστεφανωμενος καλαμου κομῃ . και ὁ μεν ἡλιος αὐτον προσεβαλλεν , ὁ
9999158 ἀεροϲ
ϲκληρα και πολυαιμοϲ και πυκνη και δυϲδιαφορητοϲ , καταϲταϲιϲ δε ἀεροϲ ὑγρα μαλλον . ἀντιπραττει δε τῃ φλεβοτομιᾳ παιδικη και
αὐταιϲ παντα , και μαλιϲτα ψυχροτερου γενομενου του περιεχοντοϲ ἡμαϲ ἀεροϲ . Πρωτον μεν οὐν προϲηκει τουϲ την ὀϲφρητικην δυναμιν
9999155 Ἀιδα
ὠ γεραιε συ τε ταλαινα ματερ , ἁ τον ἐν Ἀιδα δομοις ποσιν ἀναστεναζεις . † μη προκαμητε ποδα †
ποιειται , τουτεστιν ἀθανατα φρονει δια την παρεστωσαν εὐφροσυνην . Ἀιδα τοι λαθεται : πας γαρ ἀνηρ ἁρμοδια πραξας τῃ
9999154 Ἐμπεδοκλεα
ἑκτηι ὀλυμπιαδι [ ] γενεσθαι φασι τον Ἀβδηριτην Δημοκριτον , Ἐμπεδοκλεα τε και Ἱπποκρατην κτλ . , . . ,
, το κατθανειν δε ζην νομιζεται βροτοις ; ἀλλα και Ἐμπεδοκλεα : οὑτως οὐτ ' ἐπιδερκτα ταδ ' ἀνδρασιν οὐτ
9999153 Αἰγαιῳ
. . . . νε Ϛʹ μα Ἐν δε τῳ Αἰγαιῳ πελαγει , Φρυγιας μικρας ἠ Τρωαδος Ἀλεξανδρεια Τρωας .
τας νησους τας Κυκλαδας καλουμενας κατα μεν την προς τῳ Αἰγαιῳ θαλατταν ἡ τε Εὐβοια και τα ἀκρα αὐτης ,
9999152 ὑδαρεα
ἐχοι ἀριστα το σωμα : οἰνον δε κιῤῥον αὐστηρον , ὑδαρεα , και ὀλιγον το ποτον πινετω . Τοισι δε
σιτιων και των ταλαιπωριεων ἀφαιρεειν , και τον οἰνον πινοντων ὑδαρεα τε και ὁτι ψυχροτατον . Ὁκοσοισι δε ὀδυναι γινονται
9999148 ἀκανθηϲ
. Τροχιϲκοϲ Δοϲιθεου πανυ δοκιμοϲ : βατων ἀκρεμονων ϲυμφυτου ῥιζηϲ ἀκανθηϲ αἰγυπτιαϲ καρπου ὑποκυϲτιδοϲ χυλου . λυκιου ὀπιου λιβανου ῥου
ἁλοϲ ἀμμωνιακου ἁλαϲ Καππαδοκικον . ἀντι ἀρϲενικου ϲανδαραχη . ἀντι ἀκανθηϲ κερατιων ἀκανθα . ἀντι ἀμυλου ξηρα γυριϲ . ἀντι
9999142 δακτυλιῳ
τῃ δεξιᾳ χειρι : τελεσας οὐν οὑτως ἐχε φορων τῳ δακτυλιῳ , και ποιει παντα ὁσα και ὁ σμαραγδος .
ἠ και μετα οἰνου ποτισθεις : φορουμενος δε ἐν τῳ δακτυλιῳ ποιει τον φορουντα εὐπροσηγορον και εὐομιλον και εὐπειθη και
9999141 γλυκυριζηϲ
δαφνηϲ ὁ τηϲ ῥιζηϲ φλοιοϲ ϲυν οἰνῳ : ῥεον ποντικον γλυκυριζηϲ χυλοϲ ἀμυγδαλα τα πικρα μαλιϲτα πιϲτακια ἀψινθιου κομη ἀνιϲον
ὠον νεαρον καταρροφουμενον βουτυρον καθ ' αὑτο και μετα μελιτοϲ γλυκυριζηϲ ὁ χυλοϲ και αὐτη ἡ ῥιζα : τουτοιϲ χρηϲτεον
9999139 σφραγιδα
δε Ῥωμαιοι χαριστηρια της συμμαχιας στεφανον τε ἀπο χρυσου και σφραγιδα χρυσην ἐπεμπον και ἐλεφαν - τινον διφρον και πορφυραν
εἰχες σαυτου ἐχειν ἐργον ὡς ἐπισταμενος δακτυλιους γλυφειν και ἀλλην σφραγιδα σον ἐργον , και στλεγγιδα και ληκυθον ἁ αὐτος
9999131 Χαλκιδα
καλεουσι θεοι , ἀνδρες δε Σκαμανδρον . και παλιν : Χαλκιδα κικλησκουσι θεοι , ἀνδρες δε Κυμινδιν . διαπαιζει οὐν
Μουσων γοναις , ἐπι τινος πολλας θυγατερας ἀπογεννωσης : ἐπειδη Χαλκιδα της Εὐβοιας πολιν φασι ποτε ἀνθησαι δορασι τε και
9999131 κυμινῳ
] Ἀλευρον κυαμινον λειον χειροπληθες και μαστιχης ὁμοιως ὀλιγον συν κυμινῳ ὀλιγοστῳ : δει ἑνωσαι μετα του ζωμου των κυδωνιων
σωματα και ] στομια εἰ μεν ὑποδακρυει , μαννῃ ἠ κυμινῳ ἠ ἀλευρῳ ἐπιπαστεον , ἐπειτα ἐριῳ ἐλαιοβραχει κατειλητεον .
9999126 Καμβυσῃ
τις ἀθανατος ἀριθμος ἀποθνῃσκοντων στρατιωτων . ταυτα γαρ ἁπαντα οἰμαι Καμβυσῃ ὑπηρχε τῳ μαινομενῳ και Ξερξῃ τῳ ἀλαζονι , ὁς
ἐπι τῳδε τῳ λογῳ ὡστε , εἰ μεν μεταμελησει τῳ Καμβυσῃ και ἐπιζητησει τον Κροισον , οἱ δε ἐκφηναντες [
9999125 δακρυω
ὁ Ἀλεξανδρος δουλεια ζυγα ἠνυσεν ἀπο κοινου το καταλειπομενην σε δακρυω ἡδυ ἐστι τα δακρυα τοις ἀτυχουσι και ἡ Μουσα
. ἀντι του : οὐκ ἐρευνω και ἀκριβολογουμαι : οὐ δακρυω , παρα την ἰκμαδα : τας δια των τροχων
9999122 Ἀλφειῳ
ὑδατος γενεσθαι εἰ μη ἐκ του Ἀλφειου . ἀλλως : Ἀλφειῳ εἰκοτως ὡς ἐγχωριῳ ἐθυσε ποταμῳ . μετα δε των
Μαντινευς Σημος , ὁς πρωτος ἁρματ ' ἠλασεν παρ ' Ἀλφειῳ . ἀπο Μαντινεας : Μαντινεα πολις Ἀρκαδιας : σημα
9999122 σαφη
μεγιστον ἀποστημα μγ νγ και το ἐλαχιστον λγ λγ . σαφη δε ἐστιν αὐτα τα θεωρηματα , ὡστε μη εἰναι
ἀναγκαιων ἠ οἰκειων ἠ χρησιμων ἐρει . εὐμαθη δε και σαφη τα ὑστερα ποιησει τας αἰτιας προεκτιθεμενος και περιοριζων τα
9999121 πιθανῳ
και ὁσα το ποιητικον νεμεται γενος ἀφειναι και ἐπιτρεψαι τῳ πιθανῳ και μαλλον ἀναπειθοντι τον ἐντυγχανοντα , τα δε προϊοντα
, και τους των Ἀθηναιων ῥητορας διαβαλλομενους εὑρων , τῳ πιθανῳ προς την των ἀναγκαιων λυσιν χρησαμενος τον λογον συνεθηκε
9999118 Αὐλιδα
ὡσπερ και κειται „ οἱ θ ' Ὑριην ἐνεμοντο και Αὐλιδα ” ” οἱ δ ' „ Ἀργος τ '
και χθιζα τε και πρωιζ ' , ὁτ ' ἐς Αὐλιδα νηες Ἀχαιων ἠγερεθοντο κακα Πριαμῳ και Τρωσι φερουσαι .
9999117 αἱμορραγιαϲ
δυναμιν ἀφαιρειν . ταϲ δε αὐτοματουϲ ἐν πυρετοιϲ δια ῥινων αἱμορραγιαϲ κριτικωϲ μεν γινομεναϲ δεχεϲθαι , ἀμετρωϲ δε φερομενον το
ἠγουν ἑξαϲκελεϲιν ἐπιδεϲμοιϲ χρηϲομεθα . εἰ δ ' ἐτι δεοϲ αἱμορραγιαϲ εἰη , πτυγμα ἐπιβλητεον ἀπο ὀξυκρατου ἠ ὑδροροδινου ,
9999116 βλαβη
και προλεγειν ὡς ἀσφαλεα , εἰ ἀλλως ἐθελοις , ὁτι βλαβη μεν οὐδεμιη , οὐτε σμικρη , οὐτε μεγαλη ,
τον κληρον του πατρος , σωθησονται και ὑφεσιν δεξεται ἡ βλαβη . ὁτε δε ἐστιν ὁ Ζευς χρονοκρατωρ ἠ ἐπιμεριζων
9999116 ὀποπανακοϲ
λι . α ∠ ʹ , εὐφορβιου , τερεβινθινηϲ , ὀποπανακοϲ ἀνα # Ϛ , καϲτοριου # γ : των
Ἀντιοχου . Χαμαιδρυοϲ ἀγαρικου κολοκυνθιδοϲ ἐντεριωνηϲ ϲτοιχαδοϲ ἀνα ⋖ ι ὀποπανακοϲ ϲαγαπηνου πετροϲελινου ἀριϲτολοχιαϲ πεπερεωϲ λευκου ἀνα ⋖ ε κινναμωμου
9999115 ϲτυπτηριαϲ
, πιϲϲηϲ # δ , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ # δ , ϲτυπτηριαϲ ὑγραϲ # α ∠ ʹ : ποιει δε και
κανθουϲ δια καδμιαϲ και χαλκιτεωϲ ἠ τουτῳ καλλιϲτῳ ὀντι : ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ μιϲυοϲ ὀπτου χαλκανθου ἰϲα : ἱκανωϲ ἀποδαπανᾳ ταϲ
9999114 χλανιδα
' ἡμων ; Εὐ γε μεντἀν διετεθην . Ἀλλα γαμικην χλανιδα δοτω τις δευρο μοι . Ἐστι δ ' ἐν
το ἐνοχλειν , ὡς Μενανδρος ἐν Ἡνιοχῳ . χλαιναν και χλανιδα διαφερειν φησι Τρυφων ἐν τῳ πεμπτῳ Περι Ἑλληνισμου και
9999111 ὁπλῳ
: οὐκ αὐτῃ τῃ γλωττῃ πολεμων , ἀλλα γλωττῃ καθαπερ ὁπλῳ χρωμενοςτουτο γαρ ὁπλον ῥητοροςκαι καταπολεμων ἐν αὐτῃ τους ἐναντιους
και γαρ ἀλλως ὁ μεν ἐμφανως ξιφει κτεινων ἠ τινι ὁπλῳ των ὁμοιοτροπων καθ ' ἑνα καιρον ὀλιγους ἀνελει ,
9999109 χαλβανηϲ
τερεβινθινηϲ # Ϛ , πιϲϲηϲ ξηραϲ λι . α , χαλβανηϲ # α , ὀποπανακοϲ # α , καππαρεωϲ ῥιζηϲ
γ , λιβανου ⋖ γ , κροκου ⋖ δ , χαλβανηϲ ⋖ β , ϲμυρνηϲ ⋖ α : ὀξει ἐκλειων
9999108 σκοπῃς
ἐρασθεντος ἠ θεου θνητης ἠ θνητου θεας . ἐαν οὐν σκοπῃς και τουτο κατα την Ἀττικην την παλαιαν φωνην ,
ἐλεφαντων τετταρων . Ὁ γαρ παρασιτος ἐστιν , ἀν ὀρθως σκοπῃς , κοινωνος ἀμφοιν , της τυχης και του βιου
9999108 σκοπῃ
μηδεν ὡν ἐχει . Οὐ γαρ το πληθος , ἀν σκοπῃ τις , του ποτου ποιει παροινειν , του πιοντος
ἀπεχεσθω γαμου . Το γαμειν , ἐαν τις την ἀληθειαν σκοπῃ , κακον μεν ἐστιν , ἀλλ ' ἀναγκαιον κακον
9999108 Μελιτῃ
ἐπει ταχιστα ἐγενετο ἐν τῃ γῃ ταυτῃ , ἐνετυχε πρωτα Μελιτῃ κρηνῃ : και προεθυμειτο πριν ἐπι τον Ξανθον ἐλθειν
ἀρτι γαρ ἐνθενδε οἰκαδε οἰχεται , οἰκει δε ἐγγυς ἐν Μελιτῃ . Ταυτα εἰποντες ἐβαδιζομεν , και κατελαβομεν τον Ἀντιφωντα
9999108 χοινιξ
λυραν ἀμετριαν . μετρων δ ' ὀνοματα μεδιμνος ἡμιμεδιμνος , χοινιξ τριχοινικον πενταχοινικον , καπιθη ὡς Ξενοφων , ἀρταβη ὡς
, φησι , πηρα δυναμιν ἡλικην ἐχει , θερμων τε χοινιξ και το μηδενος μελειν . τῳ ὀντι μεγα και
9999106 κυβερνητῃ
τῳ κυριῳ αὐτου ἠ τῳ κυβερνητῃ του μηνος ἠ τῳ κυβερνητῃ της ἡμερας . Και αὑται μεν εἰσιν αἱ του
τα σεαυτου , τῳ κυβερνητῃ ἠ τῳ φιλοσοφῳ ; Τῳ κυβερνητῃ ἐγωγε . Οὐκουν και τἀλλα πανθ ' οὑτως ,
9999102 Τροφωνιῳ
δε Ἀριστομενης ὡς ἐπανηκεν ἐκ Βοιωτιας εὑρων τε παρα τῳ Τροφωνιῳ και κομισαμενος την ἀσπιδα , αὐτικα ἐργων μειζονων ἡπτετο
γονυ και τον αὐχενα . . . και Κηφισοδωρος ἐν Τροφωνιῳ : ἐπειτ ' ἀλειφεσθαι πριω το σωμα μοι μυρον
9999100 σοφῳ
ἀκουοντες το μεν ἐξεταζειν καθ ' ἑκαστον ἠ ἀπιστειν ἀνδρι σοφῳ φαυλον ἡγεισθε και ἀκαιρον , ἀλλως δε τῃ ῥωμῃ
ἐν τοις γνησιοις Ἀριστοτελους θετεονἱστορουσι Μυρτω θυγατριδην Ἀριστειδου Σωκρατει τῳ σοφῳ συνοικησαι , γυναικα μεν ἑτεραν ἐχοντι , ταυτην δ
9999099 ὁληϲ
γαρ ἀλλοιϲ αἰτιοιϲ οὐ παντεϲ ἁμα περιπιπτομεν οὐτε δι ' ὁληϲ ἡμεραϲ ὁμιλουμεν , ὁ δε περιεχων ἡμαϲ ἀηρ ἐξωθεν
ὀθονιον ἐμπλαϲαϲ και ξυρηϲαϲ ταϲ τριχαϲ , ἐπιτιθει καθ ' ὁληϲ τηϲ κεφαληϲ και ταινιδιῳ καταδηϲαϲ φυλαττε μεχρι τηϲ ἐπιουϲηϲ
9999098 δωρεα
οἰνον ἁρπαζοντες λανθανουσι κινδυνευοντες . Ἡ φιλοτιμος και δικαια σου δωρεα μεχρι μεν πρῳην ἀνεπαφος ἠν , ἐπει μηδε ἰδειν
, ἡν διαιρουντες Ἰωνες προϊκα λεγουσιν ὡσπερ οὐν ἡ προιξ δωρεα διδοται , οὑτω φησιν , Οὐ δωρεαν μου καταγνωσεται
9999096 βεβαιῳ
φιλονικιαν , μηδε ἀνθρωπον ὀντα και τυχῃ χρωμενον , οὐ βεβαιῳ πραγματι , κωλυσαι τους κινδυνευειν ἐν τυχαις ἠ χρειαις
, το ἐξ ἁπαντος του χρονου πεφυλαχθαι τους νομους ἐν βεβαιῳ : ἀλλ ' ἐκεινο θαυμασιωτερον , ὡς ἐοικε ,
9999096 ἑβδομαδι
' ἡ ἑβδομας κωλυεται . ἐν δε γε τῃ δευτερᾳ ἑβδομαδι , πλειονος μεν ἠ κατα την πρωτην ἑβδομαδα ὀντος
συντεθεντων ἀποτελειται ἑβδομας . ἀμηχανον δ ' ἠν τα σωματα ἑβδομαδι μετρεισθαι κατα την ἐκ διαστασεων τριων και περατων τετταρων
9999095 ἐξηνεγκε
οὐκ ἠν τι γνωναι Πυθαγορειον δογμα . οὑτος δε μονος ἐξηνεγκε τα διαβοητα τρια βιβλια , ἁ Πλατων ἐπεστειλεν ἑκατον
τοσαυτα δειγματα και τοιαυτα ὁσα και οἱα ὁ βασιλευς οὑτος ἐξηνεγκε ; Και πρωτον γε την εἰς χρηματα δικαιοσυνην αὐτου
9999092 ἐξεπεμψε
περαν θαλαττης ἐθνων μεταπεμπεσθαι συμμαχιαν . ὁ μεν οὐν Μαριος ἐξεπεμψε προς Νικομηδην τον της Βιθυνιας βασιλεα περι βοηθειας :
αὐτου Δαδαν , μητερα των νεανισκων , εἰς το Πολιον ἐξεπεμψε δια κηρυκος , ὡς ἀν ἐκει συνοικησειεν ὁτῳ βουληται
9999091 ἀκανθῃ
χρονον ἠ τοδε ἀπειργασθαι προς της αὐτος αὑτου γενεας τρωθεις ἀκανθῃ θαλασσιας τρυγονος ἐτελευτησεν . Ἀλεξανδρος δε ὁ Πριαμου βουκολων
του Ἑρμου , οἱ δε ἐν τῳ σωματι και τῃ ἀκανθῃ του βορειου Ἰχθυος τῳ τε του Διος και ἠρεμα
9999089 ὀλυμπιαδα
εἱλωτας , ἐπελαβεν ἀπο Λακεδαιμονιων ὑστερον ἀποστηναι κατα την ἐνατην ὀλυμπιαδα και ἑβδομηκοστην , ἡν Κορινθιος ἐνικα Ξενοφων , Ἀρχιμηδους
τοις ἀλλοις ; . ἠκμαζε δε και κατα την ἑξηκοστην ὀλυμπιαδα [ ] , και αὐτου το συστημα διεμενε μεχρι
9999085 κολοκυνθιδα
ἀποβρεγμα κολοκυνθιδος . γινεσθω δε το ἀποβρεγμα οὑτω : λαβων κολοκυνθιδα πληρωσον ἑψηματος καθαρας αὐτην προτερον καλως , ὡς μηδεν
και ἡ καθαρσις ἡ δια των κοκκων των ἐχοντων την κολοκυνθιδα και το εὐφορβιον , ὡν ἡ συνθεσις ἐχει οὑτως
9999084 Μελεαγρῳ
γαμηθεισα κατεφρονησε της Ἀρτεμιδος . αὑτη δε ἐστιν ἡ συγκυνηγησασα Μελεαγρῳ : ἡ κατα τα ὀρη , ὁ ἐστιν ἡ
τους Κλεομενους του Ῥηγινου διθυραμβους , ὡν ἐν τῳ ἐπιγραφομενῳ Μελεαγρῳ τουτο ἱστορηται . οὐκ ἀγνοω δ ' ὁτι οἱ
9999077 χελωνῃ
. τῳ δε Ἀγαμεμνονι της Θερσιτου παῤῥησιας ἐλαττον ἐμελεν ἠ χελωνῃ μυιων . Χειρωνειον ἑλκος : ἠτοι ἀνηκεστον . Χθονια
τιν ' ἀλκην οὐδ ' ἀτην ἰσασι : θαλασσαιῃ δε χελωνῃ οὐ μαλα θαρσαλεος τις ἐν οἰδμασιν ἀντιβολησει . εἰσι
9999074 Αἰγινῃ
Κροκυλεια ἐν τοις Ἀκαρνασιν . οὑτω δε και νυν τῃ Αἰγινῃ τον Μασητα συνηψεν ὀντα της Ἀργολικης ἠπειρου . Θυρεας
ἐνθα ἀν ᾐ πολυ τι καλον , ὡς και ἐν Αἰγινῃ το της φιλοξενιας , και ἐπι πλειστον ἀνθρωπων χρονον
9999071 Αἰγεα
δε την Μηδειαν , ὁτι μετα φονον του παιδος προς Αἰγεα κατεφυγεν ἀλητευσασα : οἱ δε την Φερσεφονην , διοτι
εἱρπε προς την κιγκλιδα . τον Ἐρεχθεα μοι και τον Αἰγεα καλει . ἀπολωλα : τιλλων τον λαγων ὀφθησομαι .
9999071 ὁρμησῃ
διηλθε το θηριον , την τριτην μηδ ' ἰχνευσας εὐθεως ὁρμησῃ δι ' αὐτης . δυναμει γαρ τουτο αὐτον λογιζεσθαι
δε δει την ἀναλογιαν λαμβανειν ὡς εἰς ὁποτερον ἀν τουτων ὁρμησῃ θατερον ἐλλιπεστερον ἐσται : διαρκειν γαρ οὐ δυναται προς
9999069 ἀφῃρησθω
λοιπος ἀρτιος ἐσται . Ἀπο γαρ ἀρτιου του ΑΒ ἀρτιος ἀφῃρησθω ὁ ΒΓ : λεγω , ὁτι ὁ λοιπος ὁ
ΚΓ ἐκβεβλησθω ἐπι το Μ , και τῃ ΕΗ ἰση ἀφῃρησθω ἡ ΒΝ : ἐσται οὐν ἡ ΑΗ , τουτεστιν
9999069 Ἀγαθοκλεα
ὡς ἱστορει Δουρις ὁ Σαμιος ἐν τῃ τριτῃ των Περι Ἀγαθοκλεα ἱστοριων . : Εὐρυβατος : πονηρος , ἀπο του
αʹ Περι δικαιοσυνης . Δουρις δε ἐν δʹ των Περι Ἀγαθοκλεα ἀπο του Ὀδυσσεως ἑταιρου . . . . ,
9999068 κρηπιδα
ὀρος το Κρονιον κατα τα ἠδη λελεγμενα μοι παρα την κρηπιδα και τους ἐπ ' αὐτῃ παρηκει θησαυρους . ἐπι
. το μεν σωμα γῃ κρυπτουσι , λιθου δε ἐποικοδομησαντες κρηπιδα κιονας ἐφιστασι και ἐπ ' αὐτοις ἐπιθημα ποιουσι κατα
9999068 Κελτικῃ
κατεβαινεν και μικρον ἀναπαυ - σας προσεβαλλε Ταυρασιᾳ , πολει Κελτικῃ . κατα κρατος δ ' αὐτην ἐξελων τους μεν
Γραμμισιοι . εἰσι δε Γραμμιται [ και ] προς τῃ Κελτικῃ ἐθνος . Γραστιλλος , ἀρσενικως , πολις Μακεδονιας ,
9999065 Αἰτωλιᾳ
ΓΘ ἀπο του ὀνοματος το πραγμα λεγει : οὐκ ἐν Αἰτωλιᾳ , ἀλλ ' ἐν τῳ αἰτειν . παρα το
. Και Νικανδρος ἐν τριτῃ Αἰτωλικων , ἐκ της ἐν Αἰτωλιᾳ Ὀρτυγιας φησι την Δηλον ὀνομασθηναι , γραφων οὑτως Οἱ
9999063 νοησῃς
εἰπον σοι . εἰδῃς ] μαθῃς , γνῳς . , νοησῃς . εἰδεω , εἰδω το γινωσκω , και ῥημα
: οὐδε τι πω μοι προφρων τετληκας εἰπειν ἐπος ὁττι νοησῃς . Την δ ' ἠμειβετ ' ἐπειτα πατηρ ἀνδρων
9999061 βιβλιῳ
ἀλλα και προς ἀνομοιους , δεδεικται ἐν τῳ προ τουτου βιβλιῳ . φιλει γαρ ὁ φαυλος τον σπουδαιον ἀνομοιον ὀντα
ὠν . δεησαν δ ' ἐπιμνησθηναι ἐν τῳ προς ἐκεινον βιβλιῳ και του προς σε τουτουϊ βιβλιου , γραφηναι εἰσ
9999058 ἀμυλῳ
οἰνου λαμβανετωϲαν και τοιϲ δια μελιτοϲ τε και γαλακτοϲ ϲυν ἀμυλῳ ἠ ἀρτῳ ϲιλιγνιτῃ και δι ' ἀμυγδαλων ῥοφημαϲι χρηϲθωϲαν
δε τηϲ αἱμορραγιαϲ τῃ ἑξηϲ ῥοδων ἀνθει και κροκῳ και ἀμυλῳ ϲυν γαλακτι διαχριεϲθωϲαν ἠ και ϲυν ὑδατι ἠ ᾠου
9999056 Αἰθιοπιᾳ
δʹ νοτου γʹ Ϛʹ : ἀπο δε μεσημβριας τῃ ἐντος Αἰθιοπιᾳ , ἐν ᾑ Ἀγισυμβα χωρα κατα γραμμην την ἀπο
: ὁπου δ ' αὐ θερινος ὀμβρος πολυς ὡσπερ ἐν Αἰθιοπιᾳ και ἐν Ἰνδοις ἠ περι Αἰγυπτον ὁ Νειλος ἐνταυθα
9999056 λιβανῳ
τοις ἑλκεσι χρησιμωτερον , διαφορητικωτερον δε και συμπεπτικωτερον συν τῳ λιβανῳ και τοις ἀνελκωτοις ἁρμοδιωτερον : συν οἰνῳ δε λεαινε
, εὐωδης , ἡ δε χλωρα ἡττον . δολουται δε λιβανῳ και ῥητινῃ στροβιλινῃ μιγνυμενη . Ἡ δε τερμινθινη ῥητινη
9999056 ὑγρῳ
ὀντι . Φιλοξενος δε φησι ποτε εὑρηκεναι ζῳα ἐν τῳ ὑγρῳ κωνωψιν ἠ μυαις μικραις ὁμοια : ὑποπιπτει δ '
και το ὑδωρ ἀμφω ὑγρα , εἰη ἀν ἡ ἐν ὑγρῳ του ἐγχυμου ξηρου φυσις και πλυσις ὀσμη . το
9999055 λιτρῳ
ἡπατι † ϲτηθεα . τεγξιϲ μεν ὠν ξυν ἀλοῃ ἠ λιτρῳ : εἰρια πινοεντα οἰϲυπῳ . χρεοϲ ὠν ἐμψυξιοϲ ,
ἐοι , ὑποκλυζειν χυλῳ δριμεϊ , ἁλϲι μεν προϲ τῳ λιτρῳ , ἡ ῥητινη δε τηϲ τερμινθου ξυν τῳ μελιτι
9999052 Προδικῳ
μεν και Ἱππιᾳ δεος τε και φοβος εἰναι τουτο , Προδικῳ δε δεος , φοβος δ ' οὐ . Ἀλλ
Πρωταγορᾳ τε πολυ ἀργυριον δεδωκας ἐπι σοφιᾳ και Γοργιᾳ και Προδικῳ και ἀλλοις πολλοις , ἡμας δ ' ὁρᾳς αὐτουργους
9999050 Δωριδι
ποδηρεις ἠσαν χιτωνες , αἱ δε γυναικες ἐβρυαζον ἐν τῃ Δωριδι στολῃ . διοπερ και εἰς ἡμας πολλοι τας ἀχιτωνας
μεντοι ἐκ του δηκω πεποιησθαι φησι τουτο δυσι διαλεκτοις , Δωριδι και Ἰαδι . οἱ τε γαρ Δωριεις προστιθεασι ,
9999050 βοοϲ
κοχλιων ϲαρκαϲ . Ἀλλο . κοχλιου ὁλου κεκαυμενου τεφραν βολβιτων βοοϲ λιβανου ἰϲα μετ ' ὀξουϲ λεαναϲ καταχριε το μετωπον
ϲυων τα ἀκρεα , λαγωοϲ [ ὁ ] ὀπτοϲ : βοοϲ δε και ὀϊοϲ παχυνον τε και κεφαληϲ πληϲμιον :
9999050 Ἐννεα
το σωμα κατα τον ἀγρον της γυναικος ἐν ταις καλουμεναις Ἐννεα τυρσεσιν , οὐσαις τῳ βαρει των ἐργων θαυμασταις .
Ἀθηναιων κτισμα ἐν τῳ τοπῳ ἱδρυμενον τουτῳ , ὁς καλειται Ἐννεα ὁδοι : εἰτα Γαληψος και Ἀπολλωνια , κατεσκαμμεναι ὑπο
9999050 γλωττηϲ
μη κουφιζομενων δε παρ ' αὐτα και ταϲ ὑπο τηϲ γλωττηϲ φλεβαϲ τμητεον ἠ και αὐτην ἐγχαρακτεον την γλωτταν ,
γλωττα . εἰ δε ἐπι πολυ ἡ τραχυτηϲ ἐπιμενει τηϲ γλωττηϲ , χηνειον ϲτεαρ εἰ παρειη , εἰ δε μη
9999046 ἰανθη
μεν ὁσον το παροιθεν , ὁμως δ ' ἀρα βαιον ἰανθη πολλης ἐκ κακοτητος , ἐχει δ ' ἐτι πηματος
' ἐγελασσε χειλεσιν , οὐδε μετωπον ἐπ ' ὀφρυσι κυανεῃσιν ἰανθη . σαυτην ἐπαινεις ὡσπερ Ἀστυδαμας , γυναι : Ἀστυδαμᾳ
9999044 Ἰλιαδα
του Τηλεφου τελευτησαι φησιν ὁ τα ἐπη ποιησας την μικραν Ἰλιαδα . διο και ταδε αὐτος οἰδα περι το Ἀσκληπιειον
. γεγραφε δε και Ζηνων ὁ φιλοσοφος εἰς τε την Ἰλιαδα και την Ὀδυσσειαν , και περι του Μαργιτου δε
9999043 Ἀρχιγενηϲ
δε πλειϲτον θερμον ἐμβιβαϲθεντεϲ δυϲαποτριπτα ῥιγη ἀπετριψαντο , ὡϲ φηϲιν Ἀρχιγενηϲ : ὁ δε Γαληνοϲ προ τηϲ ἐπιϲημαϲιαϲ ἀνατριβειν φηϲι
χοιραϲι , παρωτιϲι , δοθιηϲι , φυμαϲιν . ὁ δε Ἀρχιγενηϲ : προϲ μελικηριδαϲ , φηϲιν , ἀφονιτρον και ἐλλεβορου
9999041 Φαιδρῳ
συγκυϊσκεται . ὡσαυτως δε παρακουουσι κἀν [ ἐν ] τῳ Φαιδρῳ λε - γοντος την πλειστα ἰδουσαν ψυχην εἰς γονην
εἰπων ὁσα κακα ἐχει ὁ ἀκολαστος ἐραστης , καταλειπει τῳ Φαιδρῳ ἀφ ' ἑαυτου προβαλειν τα ἐναντια τουτων ὁσα ἐχει
9999040 τιϲι
ὁ πονοϲ και ϲμικροϲ , ἀλλ ' οὐ διαλειπων : τιϲι δε ἐϲ περιοδον περιπλει , ὁκωϲ τοιϲι πυρεταινουϲι ἀμφημερι
τιϲι δε και κατα περιοδον τινα ἐπιπιπτει το παθοϲ , τιϲι δε ἁπαξ του ἐτουϲ , τιϲι δε δευτερον ἠ
9999040 Ὀρφεα
δη και ἀλλα πιστευουσιν οὐκ ὀντα Ἑλληνες και δη και Ὀρφεα Καλλιοπης τε εἰναι Μουσης και οὐ της Πιερου και
δε παντας ἁπλως ἀκουοιμεν τους ποιητας ὡστε και Ὁμηρον και Ὀρφεα περιλαμβανεσθαι , δηλον ὁτι και ἑαυτον συμπεριλαμβανει , ὡς
9999038 Φιλιππῳ
τις τἀλλοτριον , παραχωρει δε των ἰδιων . και το Φιλιππῳ δε μετα βαρυτητος εἰρηται . τινι γαρ , εἰπε
τῃ ἰσῃ δη που και ὁμοιᾳ ποιησεσθε ὡσπερ ἀει : Φιλιππῳ δ ' ἀκολουθειν ἀναγκη . τουτο δε ὁσον διαφερει
9999037 ὀσσε
ἰαινομενοι κταμενων μνησθεντες ἑταιρων ἀργαλεως ἀκαχοντο και ἀλλοδαπων ἐπι γαιαν ὀσσε βαλονθ ' : ἡ δε σφιν ἐφαινετο τηλοθι νηων
δεινοιο δρακοντος , γλωσσῃσι δνοφερῃσι λελιχμοτες : ἐν δε οἱ ὀσσε θεσπεσιῃς κεφαλῃσιν ὑπ ' ὀφρυσι πυρ ἀμαρυσσεν : [
9999036 ἀξι
θ ' ἁμα : ταυτ ' εἰς ἑν ἐλθοντ ' ἀξι ' ἐνθυμησεως . τι δ ' οὐκ ἀν εἰη
εἰποι τις ἀν , ἀλλα ταυτα μεν οὐδενος ἐστ ' ἀξι ' οὐδε δικαιως εὑρημενα , ἁ δ ' ἐγραψεν
9999034 ἠρκεσε
ὑβρισαι . ἐγω μεν οὐν λελουμαι και μικρον ἀντι μειζονος ἠρκεσε μοι : συ δ ' εἰ χλευαζειν ἐπιθυμεις ,
, πολλαις γαρ και μονη ἡ του καθαρτικου φαρμακου ποσις ἠρκεσε το δεον ποιησαι : των δε καθαρτικων τα ὀξυτατα
9999034 φθινοπωρῳ
οὑτως . Την βοτανην την λεγομενην ἡλιοτροπιον το τρικοκκον ἐν φθινοπωρῳ ἀνασπασας ὁλην συν τῃ ῥιζῃ ξηρανε ἐν σκιᾳ :
ἀσκηνος ἐνυκτερευσεν : ὀμβρου τε πολλου καταρραγεντος , οἱος ἐν φθινοπωρῳ γιγνεται , των ὁπλοφορων τινες την νυκτα πασαν ἀσπιδα
9999033 χυλοϲ
παντι . τοιαυται δε εἰϲιν : ὁ τε τηϲ πτιϲϲανηϲ χυλοϲ ψυχροϲ λαμβανομενοϲ ὁ τε του ἀλικοϲ χονδροϲ ὁμοιωϲ πτιϲϲανῃ
ἐνεργηϲῃ ϲφοδρωϲ αἱματωδη κενοι και μαλλον ὠφελει . ὁ δε χυλοϲ αὐτηϲ παραπληϲιαϲ ὑπαρχων δυναμεωϲ , τουτεϲτι τηϲ ξηραντικηϲ τε
9999030 Φιλιππωι
: μετα την Ὀλυνθιων ἁλωσιν , ἀρχοντος Θεμιστοκλεους , συνθηκαι Φιλιππωι προς Ἀθηναιους ἐγενοντο περι φιλιας και συμμαχιας . αὑται
οὐ μονον , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , τα συμμαχικα τωι Φιλιππωι προς ὑποψιαν ἡκοντα και δυσμενειαν , ἀλλα και τα
9999030 Κρατυλῳ
Οἰνεως δ ' ἐγενετο Αἰτωλος . Πλατων δ ' ἐν Κρατυλῳ ἐτυμολογων τον οἰνον οἰονουν αὐτον φησιν εἰναι δια το
οὐσης της νοητης οὐσιας . Ἐτι δε σαφεστερον ἐν τῳ Κρατυλῳ ταυτα φησι : ποιησας γαρ τον οὐρανον ὀψιν ἀνορωσαν
9999026 νοσῳ
ἐν μεν τῃ αʹ ἡμερᾳ ὁ κατακλιθεις χρονιως ταλαιπωρησει τῃ νοσῳ , ἐν δε τῃ βʹ εἰσω γʹ ἡμερων ῥαϊσει
πειθεσθαι οὑς ἀν ἡγωνται βελτιστους εἰναι . και γαρ ἐν νοσῳ , ὁν ἀν ἡγωνται ἰατρικωτατον εἰναι , τουτῳ μαλιστα
9999025 φρενι
οὐ συ φρονεις ὁποσα χρεων ἐστιν τον γε σοφῃ δοκιμον φρενι ποριμῳ τε τολμῃ ; Ἡ σχιζα γουν ἐνημμενη τον
, χρυσουνται οὑτω και νοονται , νουνται . Δ . φρενι θεια νουνται . . . , [ . .
9999024 Ἀρτεμι
κατα θυμον , Ἀρτεμιδι πρωτιστον ἐπευξατο δια γυναικων : “ Ἀρτεμι , ποτνα θεα , θυγατερ Διος , αἰθε μοι
γουνουμαι ς ' ἐλαφηβολε ξανθη παι Διος ἀγριων δεσποιν ' Ἀρτεμι θηρων : ἡ κου νυν ἐπι Ληθαιου δινηισι θρασυκαρδιων
9999022 κτενω
τα ψηφισματα και την ἀναγκην ἐς κορακας ἐντευθενι ; ἀκων κτενω σε , τεκνον : ὁ δ ' ὑπεκρινετο ,
, ἐς τε μονομαχου παλης ἀγωνα νυν ἑστασιν . ἀκων κτενω σε , τεκνον . ἐγω ς ' ἐθηκα δουλον
9999021 νιτρῳ
ἐγραφομεν . . . ταυτι μοι τα στιγματα σευτλου ἀφεψηματι νιτρῳ τε ὀπτῳ και ὀροβινῳ σμηγματι ἀπορρυπτεται : ἠν δε
τηϲ χρηϲεωϲ πυρια , ἀνατριβων τον τοπον ϲυκηϲ φυλλοιϲ και νιτρῳ ἀποϲμηχων , καταχριε τῳ φαρμακῳ καθ ' ἡμεραν .
9999021 θηλυκῳ
τῃ κυστει και δια μεγεθος οὐκ ἐκκρινεται , χρω τῳ θηλυκῳ . ὁ γαρ ἀῤῥην τους ἐν νεφροις θρυπτει ,
συνερχομενων τυγχανοντων κουφων τα ἠθη . και ἠν μεν ἐν θηλυκῳ ζῳδιῳ τυχῃ τουτο τους ἀνδρας , ἠν δε ἐν
9999021 βενθεα
ἀλλ ' ἐδαησαν τερμα βιου : πελαγος δε και εὐρεα βενθεα λιμνης φευγοντες κουφοισιν ἐπ ' αἰγιαλοισιν ἐκελσαν : ἐνθα
ὁσοι ναιουσι και Ἀρμενιην κλυτοτοξον . πουλυς ὀχλος βαινουσι τανυσκια βενθεα δρυμων , ἰδριες αὐτολυτοις συν ἐϋρινεσσι κυνεσσιν , ἰχνια
9999018 Ἀγαθη
λεγων τον λαβοντα τον χρησμον . . . . . Ἀγαθη : πολις Λιγυων ἠ Κελτων : Σκυμνος δε Φωκαεων
ἀσφαλης ἱδρυται πλησιον της Ναρβωνος , ἐφ ' οὑ δε Ἀγαθη κτισμα Μασσαλιωτων . Ἑν μεν οὐν ἐχει παραδοξον ἡ
9999018 σορῳ
, ἐντειλαμενος τοις υἱοις αὐτου . και ἐθεντο αὐτον ἐν σορῳ , ἑως ὁτε ἀνενεγκαντες αὐτον ἐξ Αἰγυπτου ἐθαψαν ἐν
ἐγω δε ἐν ἐκεινοις οἱσπερ ἀρτι παραδους τον Κιμωνα τῃ σορῳ . Ἡγουμενος βουλεσθαι σε μηδεν των ἡμετερων ἀγνοειν ,
9999011 ἐθαυμαζε
δρυι καθιστατο καλαμος . ἡ μεν γαρ αὑτην της ἰσχυος ἐθαυμαζε και προς την των ἀνεμων ἀντεχειν ἠλαζονευετο μαχην ,
ὁ δημος ἐστρατευετο , οὐκ ἀν οὑτως ὑπερβαλλοντως τους στρατηγουντας ἐθαυμαζε . μετα ταυτα ἐπι δευτερον μερος της αὐτης ἐρχεται

Back