δε περι ἑσπεραν , ὡς δη το σωμα ἐνοχλουμενος , ὑπεχωρησε του συμποσιου , τους φιλους ἀπολιπων ἐτι ἑστιασθαι και
αὐτῳ στρατιαν , ὀπισθεν αὐτῳ κατακολουθησασαν , εἰς την Καμπανιαν ὑπεχωρησε . Και παραγινονται προς αὐτον πρεσβεις Ῥωμαιων , ἐξωνησασθαι
9999957 ἀπεστησε
και ἐκτος πολεμιων χρησιμος ἡ παρασκευη , και τουτο αὐτο ἀπεστησε του πολεμου τους ἐναντιους , το γνωναι παρεσκευασμενους ὑμας
' ὁσαι στρατηγιδες αὐτον ἐκ των πολεμων ἐτι ἐσωματοφυλακουν , ἀπεστησε της φυλακης και μετα της δημοσιας ὑπηρεσιας ἐπεφαινετο μονης
9999953 ἐδωρησατο
θυγατερα και ξυλων παντοδαπων ὑλην εἰς την του ναου κατασκευην ἐδωρησατο . και Μενανδρος δε ὁ Περγαμηνος περι των αὐτων
φυροντες , ὡς δεον , ἐπειδη γλωτταν ἡ φυσις αὐτοις ἐδωρησατο , λελυμενῃ χρησθαι και ἀχαλινωτῳ προς ἁ μη θεμις
9999950 θερμοτερῳ
. Ἀει δε γε , φαμεν , ἐν τε τῳ θερμοτερῳ και ψυχροτερῳ το μαλλον τε και ἡττον ἐνι .
προς τους παρεοντας , και τα ἐξωθεν . Ὁτι ἐν θερμοτερῳ , στερεωτερῳ , ἐν τοισι δεξιοισι , και μελανες
9999950 γλυκυσιδης
νηστει διδοναι : ἠ δαυκου ῥιζην αἰθιοπικου , σεσελι , γλυκυσιδης ῥιζην τον αὐτον τροπον : ἠ ἱπποσελινου και δαυκου
δια μελιτος , ἀρτεμισιας , δικταμνου , κραμβης χυλου , γλυκυσιδης , πρασου χυλου , πηγανου , σκαμμωνιας . οἱ
9999947 ἀποτομῃ
τῃ ὁλῃ : ὁπερ ἐστιν ἀδυνατον . Τῃ ἀρα μεσης ἀποτομῃ δευτερᾳ μια μονον προσαρμοζει εὐθεια μεση δυναμει μονον συμμετρος
μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ . Μια ἀρα μονη τῃ ἀποτομῃ προσαρμοζει ῥητη δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ :
9999947 δεχομεθα
ἀν ὁ Ἀρης ὁ σος ἐπιτραπῃ την διαιταν : ἀλλα δεχομεθα και τουτον , ὁστις ἀν ᾐ , τον Παριν
και δι ' ἡς τους ἐκ πολεμιων ἡμιν ἐπιοντας λιθασμους δεχομεθα . τα δε πτερων προβληματα τους ὀϊστους νοει .
9999946 χαλεπωτεροι
: νυν δ ' ἐδεισαν μη οἱ Ἀθηναιοι ἐχοντες αὐτην χαλεπωτεροι σφισι παροικοι ὠσιν . Μετα δε ταυτα τριτον μερος
το μεγεθος , ἐπιμελη ποιουμενοι ζητησιν . οἱ μεν οὐν χαλεπωτεροι τας φυσεις ἐπι το μειζον τε και φοβερωτερον ἁπαντα
9999946 ὀνομασθεισα
λιμνην : κυμα , οἰδημα τι ὀν : τινι δουλη ὀνομασθεισα προς τον οἰκον ἀφιξομαι : ἀρα , φησιν ,
τεθηναι . Χρυσαορις , πολις Καριας , ἡ ὑστερον Ἰδριας ὀνομασθεισα . Ἀπολλωνιος ἐν ἑβδομῳ Καρικων „ . . .
9999945 πενθημιμερες
κρητικον . ξυνανελκετον και σφω ] εἰτα ἐν ἐκθεσει ἀναπαιστικον πενθημιμερες . ἀγετον , ξυνελκετον Γ : ὁ χορος Γ
: το ιαʹ ὁμοιον τῳ Ϛʹ : το ιβʹ τροχαϊκον πενθημιμερες : το ιγʹ ἀναπαιστικη βασις : το ιδʹ ὁμοιον
9999945 ἀφροδισια
οὐκ ἀν καλουντι ὑπακουσαιεν , αὐτοι δε ἀγειν εἰς παρανομα ἀφροδισια τους τυχοντας οὐκ ὀκνουσι . Και ἀπο ἐμψυχων μεν
οἱ ἀρτοι οἱ ἀνευ ζυμης γινομενοι ἐνεργητικωτατοι εἰσι προς τα ἀφροδισια . ὁ δε Φλωρεντινος φησι , τον κλιβανιτην ἀρτον
9999945 Πελοποννησιακου
ἐστι ὁ λυροποιος ἐπικαλουμενος . ἐδημαγωγησε δε τα ἐσχατα του Πελοποννησιακου πολεμου μετα την ἐν Σικελιᾳ συμφοραν . ἐν δε
δυοιν πολεμων αἰτια γεγονεναι , του τε Σαμιακου και του Πελοποννησιακου , ὡς ἐστι μαθειν παρα τε Δουριδος του Σαμιου
9999944 κρατηρες
και κυλιξ αἰχμη , κομη δε τοξα , δηιοι δε κρατηρες , ἱπποι δ ' ἀκρητος και ἀλαλη μυρον .
σχημα της στρατειας Ἐγεσταιοι και Λεοντινοι παρειχον , οἱ δε κρατηρες ἀλλο τι βουλομενων ἠσαν και ἡ μεχρι Αἰγινης ἁμιλλα
9999944 ἐνικησα
πολλην μεν χωραν ἐλεηλατησα , πολλαις δε μαχαις τους ἀντιταξαμενους ἐνικησα , πολλας δε και εὐδαιμονας πολεις κατα κρατος ἑλων
δ ' ἀνδρασι χορηγων εἰς Διονυσια ἐπι του αὐτου ἀρχοντος ἐνικησα , και ἀνηλωσα συν τῃ του τριποδος ἀναθεσει πεντακισχιλιας
9999944 ἀπεσχετο
, και πασας τας των πολεμιων ναυς φυγειν ἀναγκασας , ἀπεσχετο παντελως του διωγμου : ἀναμνησθεις γαρ της ἐν Ἀργινουσαις
το οὐλον : ἀπαγορευσαντων δε των ἰατρων , δυο ἡμερας ἀπεσχετο τροφης . και πως ἐσχε καλως ὡστε τους ἰατρους
9999944 τεκτονικη
ἠ λευκῳ λιθῳ λευκη σταθμη : ἐστι δε σταθμη σπαρτος τεκτονικη . κατ ' ἐλλειψιν δε εἰρηται ἡ παροιμια :
ἐπιστημαι και τεχναι περι τινα μερικα καταγινονται , οἱον ἡ τεκτονικη περι μονα τα ξυλα , ἡ ἀστρονομια περι μονα
9999944 πλαγια
των μοριων ὀπισω φερεται , τῳ δε θατερῳ προς τα πλαγια . μονους δ ' εἰς τους περι την διαρθρωσιν
ῥιζης το προκειμενον περας τετρηται ἐκ των πλαγιων εἰς τα πλαγια : εἰς ὁ τρημα περονη ἐγκειται , ἱνα ἡ
9999943 σκοτεινῳ
μετα δε το ἀριστον μη πολυν διατριψαντα χρονον καταδαρθειν ἐν σκοτεινῳ ἠ ψυχεινῳ τοπῳ και χωρις πνευματος : ἐγερθεντος δε
ἠ μαγειρειῳ , Κρονου δε παρα δουλικῳ προσωπῳ ἠ ἐν σκοτεινῳ τοπῳ ἠ ὑγρῳ ἠ ῥυπαρῳ ἠ ὑψηλῳ . ἐαν
9999943 γενησθε
ἀπο της ἀπολογιας ἀποσπασθητε και τας ψυχας ἐφ ' ἑτερων γενησθε , εἰς ληθην ἐμπεσοντες της κατηγοριας , ἐξερχεσθ '
διαφυγων του ἀπο της ἰσης ἐχθρου . Μη οὐν προδοται γενησθε ὑμων αὐτων , γενομενοι δ ' ὁτι ἐγγυτατα τῃ
9999942 ἀφετηρια
το δραμειν ἀφαιρουμενοι ἀφιεσαν τρεχειν : ἀφ ' οὑ και ἀφετηρια ἐκληθη . βαλβις δε ἀπο του εἰσβαλλεσθαι βαδην .
και ὁπλα παντοια ἐπιβιβασας ταις ναυσι και μηχανας πετροβολους και ἀφετηρια και στρατηγον αὐτοκρατορα και ἡγεμονα του στολου παντος ἑλομενος
9999942 μαθηματικῃ
δε ἑτερως νοουμενον , και τουτο τα κοινα ὑποκειμενα τῃ μαθηματικῃ ἐπιστημῃ τῳ λογισμῳ περιλαμβανει . οὐ μεντοι δει ταυτα
Θεωνος και Σωκρατους και ἀλλων πολλων , οὑτω και ἐν μαθηματικῃ εἰ πιστον ἐστιν ὁτι ὁδε ὁ σχηματισμος των ἀστερων
9999942 ἐξαλλαγην
ἐν ἁπασι , τῃ δε περι την ἐργασιαν διαφορᾳ την ἐξαλλαγην μηχανησομεθα . το δε ἀγωνιστικωτατον και μαλιστα ἡμιν συμβαλλομενον
οἱ του ἀνθρωποι ἐστιν ἀρθρον . οὐκ ἀρα παρα την ἐξαλλαγην της φρασεως κατα την μεταθεσιν οὐχι του κτηματος ἐστι
9999941 ἀπαιδες
ἐλθουσα θαψῃς την Πολυξενην : ὁσον το κατα σε μερος ἀπαιδες ἐσμεν . ὁσον το κατα σε ἡκεν : ἐζη
τροπων ἠθη συννομα πειρασθαι προσαρμοττειν . και ὁσοι μεν ἀν ἀπαιδες αὐτων ἠ ὀλιγοπαιδες ὀντες διαφερωνται , και παιδων ἑνεκα
9999941 ἀπετελεσθη
. Και ἐτελεσθη ἐκεινῃ τῃ ἡμερᾳ ἡ οἰκοδομη , οὐκ ἀπετελεσθη δε ὁ πυργος : ἐμελλε γαρ παλιν ἐποικοδομεισθαι :
τοις μερεσιν ὁλοκληρος : εὐ δε δεδημιουργημενος ἐκ τελειας οὐσιας ἀπετελεσθη : πανσοφου γαρ την τεχνην ἰδιον , πριν ἀρξασθαι
9999941 κρα
τραγου τα δε λοιπα ? ? ? ? ? 〚 κρα 〛 κρεα ἐσθιετω βεβηλος μη ἐφορατω λλου ? ἀναθεις
αὐτου τι κεχωρισμενον , οἱον ἡ σω συλλαβη ἠ ἡ κρα οὐδεν σημαινει . ἐξηγησωμεθα λοιπον ἑκαστου του ὁρισμου λεξιν
9999940 ἑτεροϲ
αἰ τιϲ ἐνθυμειν γα [ ληι τουθ ] ' ὁ ἑτεροϲ των ὑποκριτων ] ηι εἰϲοδωι εὐξαμενου τινα ] !
! ! ! ] ! ἐϲκεψαθ ? ? ' : ἑτεροϲ τοιϲ Ϲαμοθραιξιν εὐχεται [ τωι κυβερνητηι ] βοηθειν [
9999940 πεντακισχιλια
πληθος ἀλλων κατασκευασματων , των παντων συναγομενων εἰς μυρια και πεντακισχιλια ταλαντα . ἠθροισθη δ ' αὐτῳ και ἀλλο πληθος
τῳ Περι μαθηματων φησιν εἰς την Τροιας ἁλωσιν ἐτη γεγονεναι πεντακισχιλια . ἐπειδη πολλαχου μεμνηται του Πλατωνος ὁ Ἀριστοτελης ὡς
9999940 δεισθε
ἐκεινο , εἰ μη σαφως ἰστε , ἐπιδειξω , ὁτι δεισθε γνωμης ἐν τῳ παροντι , και τοιαυτα ὑμων τα
, τας δε κεγχρους ἡμιν ἀφετε . εἰ δε κεγχρων δεισθε , και ταυτας λαβετε . Οὐδε οἰνον ποιειτε ;
9999940 τραυματοϲ
ἀγκιϲτρα καταπειραντεϲ ἐν τῳ δερματι το πληθοϲ προϲ το του τραυματοϲ μεγεθοϲ τυφλαγκιϲτρῳ ἠ κοπαριῳ τουϲ ὑμεναϲ και την πιμελην
μεν οὐδεν ὀχληρον φερουϲι πλην ὁϲον ὀδυνην την ἐκ του τραυματοϲ , ὑϲτερον δε παθοϲ ἐμποιουϲι το καλουμενον ὑδροφοβικον ,
9999939 θριδακινης
προσειληφοτα χυλον ψυχουσων βοτανων , κοτυληδονος τε και ὀξαλιδος και θριδακινης και ἀτραφαξυος και ἀνδραχνης και ἀρνογλωσσου και ἀλλων μυριων
καταπλαττε παραπτομενος ῥοδινῳ , ἐξωθεν δε ἐπιτιθει φυλλα σευτλου ἠ θριδακινης . ἐνιοτε δε το ὀπιον και τον κροκον λεαναντες
9999939 κουρα
και Ἀλησιον οὐδας , και μοι τω Σκεδασου μελετον δυσπενθεε κουρα . ἐνθα μαχη πολυδακρυς ἐπερχεται : οὐδε τις αὐτην
ἱπποπειρην οὐκ ἐχεις ἐπεμβατην . κλυθι μεο γεροντος εὐεθειρα χρυσοπεπλε κουρα ἀλκιμων ς ' ὠ ' ριστοκλειδη πρωτον οἰκτιρω φιλων
9999939 Ἀλεξανδρευς
Ῥηματικῳ , . , . * . Ἀρειος : ὁ Ἀλεξανδρευς φιλοσοφος : ἐν ἑορτῃ Ἀρεως ἐτεχθη , διο οὑτως
Ἀρεοπαγιτης | οὑτος : Ἀπολλωνιδης | Σμυρναιος : Χρυσερμος | Ἀλεξανδρευς της προς | Αἰγυπτον : Διονυσιος | Κυρηναιος .
9999939 ἀποδεικτικῳ
ἑκαστον . Ἐπει δε πολλακις εἰρηκαμεν , ὁτι τῳ μεν ἀποδεικτικῳ τα καθ ' αὑτα κατηγορουμενα παραληπτεον , τῳ δε
γαρ ἡ ὑπογραφη εἰκων ἐστι του ὁρισμου . και τῳ ἀποδεικτικῳ , ἡνικα ἀποδεικνυσι πως θεωρουνται ἐν τῳ γενει αἱ
9999938 μονοειδες
ἡντινουν ἐνδεχεται ; ἠ ἀει αὐτων ἑκαστον ὁ ἐστι , μονοειδες ὀν αὐτο καθ ' αὑτο , ὡσαυτως κατα ταὐτα
μεσπιλωδες : διοπερ οἱον ἀγρια μεσπιλη δοξειεν ἀν εἰναι . μονοειδες δε και οὐκ ἐχον διαφορας . Ὁ δε πρινος
9999938 ἀπελθουσα
ξυντελειαν . . οὐκ ἐς φθορον ] οὐκ εἰς φθοραν ἀπελθουσα ἀφωνως μενεις . εἰωθαμεν δε τοιουτοις λογοις προς τους
ὁτι κἀκεινων ἀθανατος ἐστιν ἡ ψυχη , εἰ γε και ἀπελθουσα ἐπανερχεται παλιν και γνωριζει και ἐπανιστησι το σωμα και
9999938 ἀποφαινῃ
και κατ ' ἰδιαν ἐξηγησαμεθα , συ δε πρωτον μεν ἀποφαινῃ γνωμην των μαντεων , ὡς παντες δια θεων ἠ
ἑκαστου ὡν λεγεις ποτερον αὐτος ταυτα λεγεις και γνωμην σαυτου ἀποφαινῃ , ἠ ἐμε ἐρωτᾳς . Ἀλλ ' ἐγωγε σε
9999938 πληρες
το ὑακος κεισθαι αὐτο , ἠγουν νεφελιακως , ὡσπερ ὑδατος πληρες . Παρα το φαεινως γραφεσθαι αὐτο , ὡσπερ φωτι
ἀγωνιστων συνεδραμον ἐκ των πλησιον πολεων ἁπαντες . ἐπει δε πληρες το θεατρον ἠν , περιστησας τους στρατιωτας και τους
9999938 Ἀμφιαραου
δε του Πελοπος ἐστι πεφυκοτα και πτερα . ἑξης δε Ἀμφιαραου τε ἡ οἰκια πεποιηται και Ἀμφιλοχον φερει νηπιον πρεσβυτις
της Ταναγρικης κωμη ἐρημος περι την Μυκαληττον , ἀπο του Ἀμφιαραου ἁρματος λαβουσα τοὐνομα , ἑτερα οὐσα του Ἁρματος του
9999938 κτισθεισαν
τον Καυκασον ἐν δεκα ἡμεραις ἀφικετο εἰς Ἀλεξανδρειαν πολιν την κτισθεισαν ἐν Παραπαμισαδαις , ὁτε το πρωτον ἐπι Βακτρων ἐστελλετο
ἀπο τουτου Ῥηγιον ὀνομασθηναι , και την ὑστερον πολλοις ἐτεσι κτισθεισαν πολιν τυχειν της ὁμωνυμου προσηγοριας . ἐνιοι δε λεγουσι
9999938 ἐβοησεν
ὁτι Γαϊῳ χρηστεον συμμαχῳ , ἡσθη τε ὁ παις και ἐβοησεν ὡς ὁν ἐχρην εὑρον . ἐφαινετο οὐν και παλαι
Ὁτι Καισαρ παρατασσομενος ὁρων τους στρατιωτας φευγοντας του ἱππου καταβας ἐβοησεν ἐμε , ὠ συστρατιωται , καταλιποντες ταις χερσι των
9999938 κορακες
μενωσιν ἐν τοις ὀργανοις και μη διαπιπτωσιν . οἱ δε κορακες προς ἀκινησιαν των κινουμενων μηχανηματων γεγονασιν ὡς ἀξονων ,
πολιν κτισαι θελοντες . Των δε θεμελιων ὀρυσσομενων , αἰφνιδιως κορακες ἐπιφανεντες και διαπτερυξαμενοι , το περιξ ἐπληρωσαν τα δενδρα
9999938 δραμασι
δραμασιν ἀγωνισαμενον , και Ἀραροτα ἰδιοις τε και του πατρος δραμασι διηγωνισμενον , και τριτον , ὁν Ἀπολλοδωρος μεν Νικοστρατον
ταις πολεσιν ἀφειναι φωνην και σχηματα λαβειν γυναικων ὡσπερ ἐν δραμασι , εἰπον ἀν : ὠ μεγιστης ἀρχης , ἡδιστης
9999937 φοινικουν
και σκληροτερα : την δε κεφαλην ἐπιμηκεστεραν ἐχει : ἀνθος φοινικουν : ῥιζαρια λεπτα και πλειονα : ἡ δε τις
, και μαλλον ἀγριου , καππαρεως , ἀνεμωνης της το φοινικουν ἀνθος ἐχουσης , χαμαιλεοντος , μαραθου , θαψιας ,
9999937 εἰρησθω
ενεγκαμενοις . Προς μεν το ἀνεπιβουλευτον εἰναι και προφυλασσεσθαι ταυτα εἰρησθω . Εἰ δε τινες ἑκουσιᾳ γνωμῃ προςενεγκοιντο , ἠ
και ἀκουσια και κατα τον θυμον γιγνομενα περι φονους μετριως εἰρησθω : τα δε περι τα ἑκουσια και κατ '
9999937 τουτεοιϲι
μυων : ὠμοπλαται ἐκφανεεϲ ὁλαι , ὁκωϲ πτερυγεϲ ὀρνιθων . τουτεοιϲι ἠν κοιλιη ἐκταραχθῃ , ἀνελπιϲτοι : ἠν δε ἐϲ
την ἀνω γναθον , και χαλεπωϲ ϲυμβαλλουϲι ταϲ γναθουϲ . τουτεοιϲι δε ἐμβολη προδηλοϲ οἱη τιϲ γινεται ἁρμοζουϲα : χρη
9999937 σφαιροειδης
ὑποθεσεις εἰσαγειν και φυσικας εὐ λεγεται , και ὁτι εἰ σφαιροειδης ἡ γη καθαπερ και ὁ κοσμος , περιοικειται ,
οἰκον αἰνιττεται φιλοσοφων ψυχων , και φησιν : Οἰκος ἠν σφαιροειδης ἠ ὠοειδης ταις δυσμαις βλεπων εἰς ἁς εἰχεν την
9999937 συμβαινῃ
] ἀπωνατο ; [ δεον πολλακις εὐλαβεισθαι , κἀν ἀρα συμβαινῃ τινι * * ] τῳ Βιωνι δοκει μη δυνατον
ἀλληλοις ἠ ἑξαγωνα , και μαλιστα , ὁταν ἐναλλαξ τουτο συμβαινῃ , πολυ δε πλειον , ὁταν ἡ του ἀνδρος
9999937 συμπιπτῃ
τα φαινομενα και τα ἐναργη . ὁταν γαρ τοις βλαπτουσι συμπιπτῃ το συμφερον , τοτε οὐτε παρατηρησει , οὐτε λογισμῳ
Κ συμπιπτουσιν ἀλληλαις . Ἐαν ὑπερβολη τῃ μεν των ἀντικειμενων συμπιπτῃ κατα δυο σημεια ἐπι τα αὐτα ἐχουσα αὐτῃ τα
9999937 κρατηρα
τας ἀγορας και τους στενωπους νεκρων , και μεγαν αἱματος κρατηρα πολιτικου στησαντες οὑτως ἀν ἐδεξαμεθα την ὀφειλομενην μοιραν .
ἐν νυκτομαχιᾳ προτερον πολεμουντες , και εἰρηνη συχνη . ἀλλα κρατηρα στησαντες οἱον ἐν εἰρηνῃ σπονδας ποιησωμεθα θεων μεν Ἑρμῃ
9999937 λειμωνι
δυναμεις διαβιβασαντες ἐχωρουν προσω , και κατεστρατοπεδευσαν πλησιον Τυρρηνων ἐν λειμωνι καλουμενῳ Ναιβιῳ παρα δρυμον ἱερον ἡρωος Ὁρατιου . ἐτυγχανον
Αἰακον : οὑτοι οὐν ἐπειδαν τελευτησωσι , δικασουσιν ἐν τῳ λειμωνι , ἐν τῃ τριοδῳ ἐξ ἡς φερετον τω ὁδω
9999937 ἀνεστρεψε
πιθηκοι ἀδεεστερον καταπεμπουσιν , ὁ δε κατεισι και μικρον ἰδων ἀνεστρεψε και παλιν κατηλθε , και πλησιον γενομενος ἀνεχωρησε και
διατριβη γαρ γινεται και περιεργεια . κἀκεινο δε ὁρα : ἀνεστρεψε γαρ την ταξιν : το μεν γαρ πρωτον ἠν
9999936 μηδεμιᾳ
παντες την αὐτην γνωμην ἐσχον ἐμοι , μηδενα ἀν ὑμων μηδεμιᾳ χρησασθαι συμφορᾳ . ὑπ ' ἐμου γαρ ἐν τῃ
τι οὐν οἰει τοις τε φαυλοις των ἀνθρωπων και ἐν μηδεμιᾳ ἐπιμελειᾳ ἑαυτων οὐσιν ; οὐ θαυμαστον εἰ και τα
9999936 κοινωνιᾳ
κοινωνου . ἐν δε τοις προς ἑτερον ἀδυνατουσιν , ἐν κοινωνιᾳ , δια το μη ἐμπειριαν ἐχειν των πραγματων .
αὐτῳ περιθεντες κλαδους , ἐπικομιζονται και χειροηθεις ὀρνιθας ἐπι τῃ κοινωνιᾳ της ἀγρας . εἰναι δ ' αὐτους ταχεις προσηκει
9999936 ἀσθενειᾳ
, διαφερειν δε ἀλληλων ἰσχυϊ και παχυτητι και λεπτοτητι και ἀσθενειᾳ : καλουσι δε τον μεν ἰσχυρον και παχυν χαρακιαν
του ὁλου σωματος κενωσεσιν : την δ ' ἐπ ' ἀσθενειᾳ του μοριου ἰασῃ , το μεν τι παντῃ του
9999936 μαθηματικῳ
τον τοιουτον τοπον και το διαστημα , ἐοικεναι μεντοι τῳ μαθηματικῳ κατα τε το ἀυλον και το ἀκινητον και το
δε κατα τι μεν χωριστα κατα τι δε ἀχωριστα τῳ μαθηματικῳ . ὁτι δε τα μεν ἐνυλα εἰδη πανταπασιν ἀχωριστα
9999936 ἀπαντησῃ
ἐκπροθεσμους εἱλον ἐρημην : ἐρημη ἐστιν ὁταν δικαζομενων δυο μη ἀπαντησῃ εἱς , οἱ δικαζοντες ἐρημην καταποφαινονται ἠ καταψηφιζονται του
την ταξιν ἠ τον τοπον αὐτου καταλιπειν , κἀν δυσχερης ἀπαντησῃ τοπος , μηδενα ἐλασαι τον ἱππον αὐτου ἠ τοξευσαι
9999936 χρησεσθε
ἐστιν , ὠ Ἀθηναιοι : εἰ γαρ δη μη πραως χρησεσθε ἡμιν , αὐτοι σφαλεντες ποτε παραδειγμα παντως τοις ἀλλοις
Ἀνδρες οἱ παρεοντες , τροπῳ τῳ εἰρημενῳ ἐξ Ὀτανεω εἰ χρησεσθε , ἐπιστασθε ὁτι ἀπολεεσθε κακιστα : ἐξοισει γαρ τις
9999936 στερεα
εὑρεσιν μιας των του κωνου τομων ἠ πλειονων , ταυτα στερεα κεκληται : προς γαρ την κατασκευην ἀναγκαιον ἐστι χρησασθαι
το αὐτο ὑψος ἐστιν . τα δε ἐπι ἰσων βασεων στερεα παραλληλεπιπεδα και ὑπο το αὐτο ὑψος ἰσα ἀλληλοις ἐστιν
9999936 ἀπικετο
Ἐγεγονεε μεν δη ὡδε Ἀλεξανδρος ὁ Ἀμυντεω . Ὡς δε ἀπικετο ἐς τας Ἀθηνας ἀποπεμφθεις ὑπο Μαρδονιου , ἐλεγε ταδε
μεν γαρ τοισι Κυπριοισι εἰρηται ὡς τριταιος ἐκ Σπαρτης Ἀλεξανδρος ἀπικετο ἐς το Ἰλιον ἀγων Ἑλενην , εὐαεϊ τε πνευματι
9999936 γλωσσης
τῳ Νεστορι , ἐν οἱς λεγει : Του και ἀπο γλωσσης μελιτος γλυκιων ῥεεν αὐδη : ταυτα δ ' ἐγκωμιαστικα
, ἐξιστανται μελαγχολικως . Αἱ παρακρουσιες συν φωνῃ κλαγγωδει , γλωσσης σπασμοι τρομωδεες , και αὑται τρομωδεες γενομε - ναι
9999936 ἐγρηγοροτα
ἐπιγινεσθαι . ὡστε και ἠν ἀν ποτε αἰσθανεσθαι τα φυτα ἐγρηγοροτα : ἀλλα τουτο ἀδυνατον : οὐκ ἀρα ὑπνοι τα
ἀπολωλεναι νομιζειν , ὡς ἀδυνατον αὑτῳ βοηθειν . ἐτι δε ἐγρηγοροτα μεν εὐχεσθαι καθυπνωσαι , ὁπως ἐπιλαθηται των φοβων ,
9999936 χαλεπωτερα
πολλης ἠ λιμενων ἠ ἀκροπολεων ἰσχυρων , ἁ ἐστι πολυ χαλεπωτερα και ἐπικινδυνοτερα κατεργασασθαι των ἰδιωτικων ἐπιθυμηματων . ἀλλα μεντοι
περιδεους Ἁρμοδιῳ και Ἀριστογειτονι ἐγενετο . τοις δ ' Ἀθηναιοις χαλεπωτερα μετα τουτο ἡ τυραννις κατεστη , και ὁ Ἱππιας
9999936 θεραπειᾳ
εἰναι των πυρετων μενοντων καθαρσεις ποιεισθαι : τῃ δε λοιπῃ θεραπειᾳ χρωμεθα , ὡς εἰθισμεθα προς τα τοιαυτα τα τ
ταξιν τοις κατ ' Αἰγυπτον ἱερευσι : προς γαρ τῃ θεραπειᾳ των θεων τεταγμενοι παντα τον του ζην χρονον φιλοσοφουσι
9999935 δαψιλης
ὑγροτης διαφορος . ὁταν οὐν ᾐ πολυ το θερμον , δαψιλης δε και ἡ ὑγροτης , τοτε την μεν προσπελαζουσαν
δε ἱερεως αὐτου τῃ μαχαιρᾳ θιγοντος , αἱματος ἐκρυσις γινεται δαψιλης . Και τουτῳ τῳ τροπῳ την δεισιδαιμονιαν τελεσαντες μετ
9999935 λιπεν
τηλου ἀπωλετο νοστιμον ἠμαρ . ” ὡς εἰπων τους μεν λιπεν αὐτοθι ἠκα κιοντας , αὐταρ ὁ βη , μαλα
. πως οὐν ὀλοφυρεται ὡς ἐν δεινοις ὠν ; . λιπεν ῥοον Ὠκεανοιο νηυς , ἀπο δ ' ἱκετο κυμα
9999935 ἀφελοιτο
πονηρον ἐον και ἀκαθαρτον και μελαν και μη εὐωδες : ἀφελοιτο γαρ ἀν ἡ ἑψησις των κακοτητων αὐτεου τα πλειονα
ἐν τοις Ἑλλησι . ἱνα δη του Ἑκτορος την δοξαν ἀφελοιτο , και τον Ἀχιλλεα φαινεται καθῃρηκως , [ και
9999935 χρησιμωτατη
ἡλκωμενα : και ἀσθενη : και ῥευματιζομενα μορια δεονται : χρησιμωτατη δε γενησεται παση τε ἡλικια και ὡρα και κρασει
και ἐστιν αὑτη ἡ ἐπιστημη ἀναποδεικτος , δηλον ὁτι πανυ χρησιμωτατη ἐστιν ἡ παρουσα πραγματεια . ἐπειδη οὐν την πρωτην
9999935 τελευτησῃ
τε και μεγαλοπρεπους τυγχανει , και ἐαν πενης τις ὠν τελευτησῃ , και ἐπαινου αὐ ἐτυχεν , και ἐαν φαυλος
προς τουτῳ κεκακωμενη ἐστιν ἡ Ἀφροδιτη , δεος μη ποτε τελευτησῃ . Εἰ δε ἐπι τον Ἑρμην παραγενηται ὁ Ἀρης
9999934 διῳ
γαρ Ὀρφευς : ἐπειτα δ ' ἐτευξε μεγας Κρονος αἰθερι διῳ ὠεον ἀργυφεον . Το γαρ ἐτευξε δηλοι τι τεχνητον
ἐν Δαναοισι . Νεστωρ δ ' Ἰδομενηι και Ἀτρεος υἱει διῳ ἀμφω ἐελδομενοισιν ἐπος φατο νοσφιν ἀπ ' ἀλλων :
9999934 ἐλογισατο
ἐλαττουσθαι . τριτον δε : βραβευτης ὠν των δικαιων ἀγαθος ἐλογισατο παρ ' ἑαυτῳ , ὁτι τοις μεν ἐκ της
οὐκ ἀναγκη και μετα χρονον και καθ ' ἡν ἑκαστος ἐλογισατο ἐνιαυσιον κινησιν προστεθεισαν ἐπουσιαν τῃ ζητουμενῃ ἡμερᾳ την ἀκριβη
9999934 αὐθαδες
ἀγασθηναι της μεν συνεσεως το μηδαμη θρασυ μηδε ἰταμον μηδε αὐθαδες , ἀλλ ' ἐν σχολαιῳ τῳ ἠθει το ἀγχινουν
, των παλαι οὑτω δοκιμασαντων . προς μεν οὐν το αὐθαδες αἱ ἐπενθυμησεις , προς δε το ἀπιστον οἱ καθολικοι
9999934 πιθανως
λεγειν ἀλλ ' ἐοικοτα και ἐνδεχομενα : ἀν γαρ ἐρῃ πιθανως , κἀν οὐ πεισῃ τον ἀκροατην , και οὑτω
ἀλλα και ἀνατελλειν βορειοτατον και δυνειν βορειοτατον , τοιουτῳ τινι πιθανως προσαναπαυομενοι : ἐπει γαρ αἱ θεριναι τροπαι γινονται ἐν
9999934 τριαινῃ
τριαινῃ ἀποσπων τας νησους ἐποιει . ἀορι τριγλωχινι : τῃ τριαινῃ . ἀπο Ξανθοιο πολιχνης : ἀπο τινος Ξανθου βασιλευσαντος
εἰκοτως ἀν βοηθος καλοιτο τοις ἁρμασιν . τον ἐν τῃ τριαινῃ κινουντα την γην . μεγαλοδυναμον . ἐπικαλουμενος . τον
9999934 ἐτεσι
: ὡς γαρ και ὑμεις ὁρατε , και ἐπι πλειστοις ἐτεσι διαρκουσας τροφας ἐχομεν . εἰ γουν δοκει σπονδας ποιησαμενοι
ἐκ της διορθωσεως ἐπιλελογισμενων ἀποκαταστασεων . ἐν μεν τοινυν Αἰγυπτιακοις ἐτεσι τ και νυχθημεροις οδ ὁ μεν ἡλιος ὑποκεισθω ποιουμενος
9999934 ἐβουλευσατο
, ἐκεινο δοκει πρωτον των ἀλλων παντων αἱρεισθαι περι ὡν ἐβουλευσατο . Μετα ταυτα ζητει περι τινων βουλευονται οἱ ἀνθρωποι
' ἐσθ ' ἁ και καθ ' αὑτον ὁ δημος ἐβουλευσατο , τινα ταυτ ' ἐχει τοις ἀνδρασι φαυλοτητα ,
9999934 μελαινηϲ
των νεκρων εἰωθαϲι ῥειν ϲωματων : ἡ δε ἀπο χοληϲ μελαινηϲ ἀρχομενη δυϲεντερια θαναϲιμοϲ ἐϲτι τον μεθ ' ἑλκωϲεωϲ δηλουϲα
οὐν αἱματωδη πτυϲματα μετρια , τα δε τηϲ ξανθηϲ ἠ μελαινηϲ χοληϲ χαλεπα . προϲεπιϲκεπτεϲθαι δε δει και τον τηϲ
9999934 δοξειεν
. τουτων δη μηδεν φροντιζειν ταχ ' ἀν ὁ νομοθετης δοξειεν τισιν , οὐκ ὀρθως δοκουν . ἐστω τοινυν εἰρημενον
ἀφροδιτην τῳ λογῳ περιεθηκαν . και σχεδον ἀναλογον τι πεπονθεναι δοξειεν ἀν ἡ συνθεσις προς την ἐκλογην , ὁ πασχει
9999934 τυγχανοι
ἐστιν , ἠ ἡττον τι της κεραμευτικης ἠ της μαγειρικης τυγχανοι ἀν τουδε του ὀνοματος ; Οὐχ ἡττον ἰσως .
και ψαλλοιτο και ἀλλο ὁτιουν παθος πασχοι ἐκεινα ἐξ ὡν τυγχανοι οὐσα , ἀλλ ' ἑπεσθαι ἐκεινοις και οὐποτ '
9999934 ὑπηκουσε
, εἰς Λυδιαν αὐτον ἐκαλει . Ὁ δε φιλοχωρων οὐχ ὑπηκουσε : τον μεντοι παιδα Γυγην ἐπεμψε , περι ιηʹ
. Ὁ δε δημος μαλα ἡδομενος ἐπ ' αὐτῳ ἀσμενως ὑπηκουσε , και συν τοις ὁπλοις ἠγαγον εἰς την δευτεραν
9999934 ἀλαζονες
Και πολυ γ ' , ἐφη . Ψευδεις δη και ἀλαζονες οἰμαι λογοι τε και δοξαι ἀντ ' ἐκεινων ἀναδραμοντες
βοηθεια τῳ φειδωλῳ αὐτου της ψυχης ἀφικνηται , κλῃσαντες οἱ ἀλαζονες λογοι ἐκεινοι τας του βασιλικου τειχους ἐν αὐτῳ πυλας
9999934 ποιητικῃ
τε και εὐεδροτερον γενοιτο . τουτο το στοιχειον ἐν μεν ποιητικῃ δαψιλεστερον ἐστιν , ἐν δε λογοις πεζοις σπανιωτερον :
ἐτι των καθολου λογων ὑπερηπλωνται . ταυταις δε προς τῃ ποιητικῃ και την τελικην αἰτιαν ἀποδοτεον , οὐχ ὁτι και
9999934 ἀπηνεγκεν
ὁ Ἰασων , τα μεν στρωματα και τα ἱματια παλιν ἀπηνεγκεν ὁ Αἰσχριων ὁ ἀκολουθος ὁ τουτου , τας δε
πνευμα ἐμπεσων την Ἀρχελαου μεν θυγατερα , Σευηρου δε γυναικα ἀπηνεγκεν οὑτως ὀξεως ὡς φθηναι την τελευτην τους κεκλημενους ἰατρους
9999933 θεισα
ἐστιν ἡ ΒΔ : ὡστε και ἡ ΒΓ δο - θεισα ἐστιν : της γαρ ΓΒ προς την ΒΔ λογος
παρατατικου ἀπο του ἐθην γεγονεν . Δυϊκα . Θεντε , θεισα . Πληθ . Θεντες , θεισαι , θεντα .
9999933 ἠρωτησεν
] ἐνθυμημα . ἀντιβολω ] παρακαλω . ἀνηρετ ' ] ἠρωτησεν . ὁ Σφηττιος ] ὁ ἀπο τοπου Σφηττου .
, ἐν ταις χερσιν αὐτων κρατουντας ξιφη ἠκονημενα , και ἠρωτησεν Ἁβρααμ τον ἀρχιστρατηγον : Τινες εἰσιν οὑτοι ; και
9999933 χαλκουν
ἡ αἰθυια δε την θαλασσαν ἐντρεχει δοκους ' ὡδε κἀκεισε χαλκουν εὑρησειν . Πας ὁπερ ἀποβαλλει , και ζητει τουτο
Γαϊου , ἐν δε τῃ μεγιστῃ και περισημοτατῃ και ἀνδριαντα χαλκουν ἐποχουμενον τεθριππῳ . και τοσουτον ἠν το ταχος και
9999933 ἐξηγησατο
συγκλειειν οἱ Ἀττικοι λεγουσιν . ὁ δε Βακχειος οὐ καλως ἐξηγησατο την λεξιν , παρεγκεκλιμενας φησας . ὁ δε Φακας
ἐμαυτον σηκον ἐς μελαμβαθη δρακοντος , ἐνθ ' ὁ μαντις ἐξηγησατο , ἐλευθερωσω γαιαν . εἰρηται λογος . [ στειχω
9999933 μετεξετεροιϲι
τραγου ἠ λινου ϲπερματι ἠ τηλιοϲ μαλθαϲϲειν και ὑγραινειν . μετεξετεροιϲι δε και ἡ κιονιϲ διεβρωθη μεχρι ὀϲτεου του τηϲ
ὁκοϲοιϲι δε ὁμου παντα ξυμπιπτει , οἱδε ὀξυτατοι ῥηϊζουϲι . μετεξετεροιϲι δε πυον πολλον γιγνεται ἐν πνευμονι , ἠ μεταϲταϲιϲ
9999933 τριπλασιῳ
των ιϚʹ και τα λϚʹ των κδʹ , ἐν δε τριπλασιῳ λογῳ , ἱνα το δια πασων και δια πεντε
ἐν ἀμφοτεραις ταις πυθμενικαις οἱ τε ἀκροι ἐν διπλασιῳ και τριπλασιῳ λογῳ εἰσι προς ἀλληλους και αἱ των μειζονων προς
9999933 ναρδου
βραχεων : ἠ οἰνανθην λειαν ἐμπασσε τῳ ποτῳ μετα σταχυος ναρδου . ἁρμοζει δε και σεριν ἐσθιειν και καυλον θριδακινης
τοις κατα γαστερα και ἐντερα παθεσι ῥοωδεσιν ἱκανως βοηθει : ναρδου σταχυς , ὀξυακανθου ὁ καρπος ἐσθιομενος τε και πινομενος
9999933 ἀκροκωλια
ἑφθον ἁπερπευθηνος ἀλεκτοτροφου πνικτας ἐριφου παρεθηκε , εἰτα διεφθ ' ἀκροκωλια σχελιδας τε μετ ' αὐτων λευκοφορινοχροους , ῥυγχη ,
γαρ ῥ ' ἀδεεσσι : δαμνα μιν ζωμος τε μελας ἀκροκωλια θ ' ἑφθα . παις δε τις ἐκ Σαλαμινος
9999933 εὐδαιμονι
οὑτω και τα ἐξωθεν ἀγαθα , προστιθεμενα τῳ καλῳ και εὐδαιμονι , συνεπικοσμει αὐτου τον βιον , και την χρησιν
ἠ ἑαυτους και τα ἑαυτων , χρεια δια τουτο τῳ εὐδαιμονι φιλων , ὁπως ὁρων τας του φιλου πραξεις και
9999933 βουλευσομεθα
λοιπων ὁμοιως . πλεον δε περι των κατα τας τεχνας βουλευσομεθα ἠ τας ἐπιστημας : πλεον γαρ δισταζομεν ἐν ταις
πολιτικοις , ἠ ὁποιον ἀν τι ἡμιν δοκῃ , τοτε βουλευσομεθα , βελτιους ὀντες βουλευεσθαι ἠ νυν . αἰσχρον γαρ
9999933 μελαγχολικα
Του μεν γαρ ἠρος , τα μανικα , και τα μελαγχολικα , και τα ἐπιληπτικα , και αἱματος ῥυσιες ,
. ἐκωλυθη δε δηλονοτι τα δυσδιαφορητα και παχεα , ἁ μελαγχολικα μαλλον ἐστιν ἠ τινος των ἀλλων χυμων . ἀλλα
9999933 σφραγιδας
ἀσωματους και νοητας ἰδεας παριστησιν , ἁς των αἰσθητων ἀποτελεσματων σφραγιδας εἰναι συμβεβηκε ; πριν γαρ χλοησαι την γην ,
. εὐ ἐσφραγισθαι ὁσα εὑρισκει ἐνδον . ῥυπους : τας σφραγιδας : ἐκ πηλου γαρ ὑπηρχον . παιζουσα λεγει μηδεν
9999933 μνημα
σαφως ἐπιστας ' , Ἰονιος κεκλησεται , της σης πορειας μνημα τοις πασιν βροτοις . σημεια σοι ταδ ' ἐστι
δ ' ἀποδοκιμασθειησαν , την μεν οὐσιαν ἐλαμβανον διπλην , μνημα δε αὐτοις ὡς νεκροις ἐχωννυτο ὑπο των ὁμακοων ,
9999933 Αἰσονιδης
' ἐπ ' ἰκριοφιν , χειρος δε ἑ χειρι μεμαρπως Αἰσονιδης ἐκομιζε δια κληιδας ἰουσαν . ἐνθα δ ' ἀοιδῃσιν
, χθονιην , εὐαντεα δουναι ἐφορμην . εἱπετο δ ' Αἰσονιδης , πεφοβημενος : αὐταρ ὁγ ' ἠδη οἰμῃ θελγομενος
9999933 ἐξεπεμπεν
οὐκ ὀλιγα την βασιλεως . ἐπι τουτους οὐν τον στολον ἐξεπεμπεν . Ἰονουζης δε πληρωσας ὀγδοηκοντα ναυς στρατιωτιδας και ὁπλισας
ἐτι πλην Σερτωριου μακραν ὀντος , Μετελλον μεν ἐπι τουτον ἐξεπεμπεν ἐς Ἰβηριαν , τα δ ' ἐν τῃ πολει
9999933 τραγικα
γεννησαμενων ἐδηδεμενους παιδας και την Μηδικην τραπεζαν ἐκεινην και τα τραγικα δειπνα Θυεστου και τοιαυτας δη τινας ἐπισυνειρουσι παρ '
μην και ἀλλους ἰδοις ἀν τα μεν προοιμια λαμπρα και τραγικα και εἰς ὑπερβολην μακρα συγγραφοντας . . . .
9999933 ἐσπουδασεν
κακου , προς μειζον κακον , ἀσεβειαν , ἀγειν αὐτους ἐσπουδασεν ἡδονην δελεαρ προθεις . „ εἰσι „ γαρ εἰπεν
τοις βιβλιοις ἐνδιαιτωμενος . , . . ἀγυρις ὁ δε ἐσπουδασεν εἰς το δυνατον προς ἀγυρισμον της ἀπορρητου των θειων
9999933 νομοθετικη
το προσφορον . ὡσπερ γαρ ἐφην ἀρτιως , ἡ μεν νομοθετικη θεισα τους νομους εὐθυς ἀπηλλακται , και ἡ δικαστικη
' ἐπιστανται βραχυ σωφρονειν ; τι δε ἡ σεμνη σοι νομοθετικη και τα μεγαλα ἀνθρωποις εὑρισκουσα ; οἰμαι μεν παραχωρησεται
9999932 Ἀνδροκλης
Βοιωτιος , Ἡλιοδωρος Πιθευς μαρτυρουσι παρειναι , ὁτ ' ἐδανεισεν Ἀνδροκλης Ἀπολλοδωρῳ και Ἀρτεμωνι ἀργυριου τρισχιλιας δραχμας , και εἰδεναι
ἀνδρες , οὐχ ὡς περι γνησιων ἐπραττεν Εὐκτημων , ὁ Ἀνδροκλης μεμαρτυρηκε , και αὐτο τουτο ἱκανον τεκμηριον : τοις

Back