ἑαυτο γινεται ΔΥ α Μο ιβ δא # ʂ ζ ἰσ . ΔΥ α Μο α . και γινεται ὁ
, ʂ ε : και ΔΥ Ϛ # ʂ δ ἰσ . ⃞ῳ . και ταξομεν τον τετραγωνον ἐλαττονα ΔΥ
9999763 ἰσχνοτητα
, ἱνα μη καμπτηται δια τε το μηκος και την ἰσχνοτητα . ἠν δε και ἀσεβης και παρανομος , ὡς
τας ὑπερβολας ἑκατερας φυλαττομενον . ἡ δε πολλη τριψις την ἰσχνοτητα ποιει , και ἡ μεση κατα ποσοτητα την ἀναθρεψιν
9999761 βλαπτει
ἐκ του διαστηματος της ἐπαναφορας εἰς ἐπιμονην ζωης φιλανθρωπον . βλαπτει δε ἐξαιρετως κατα μεν την ἐπαναφοραν Ἡλιον μεν ὁ
μητε σινεσθαι , [ ἀλλα ] μηδε ζῳον ὁ μη βλαπτει ἀνθρωπους . αἰδω και εὐλαβειαν εἰναι μητε γελωτι κατεχεσθαι
9999759 ἰσχυροι
κοιλιην μη κινεειν φαρμακῳ , ἠν μη οἱ πυρετοι λαμβανωσιν ἰσχυροι : ἠν δε λαμβανωσι , γαλακτι ὀνου ὑποκαθαιρειν .
Θηβαιοι παρελθοντες εἰς Πλαταιας ποτε : Θηβαιοι δ ' οὑτως ἰσχυροι γεγονασιν ὡς συνενηνοχεναι αὐτοις ἀδικηθεισιν . ἐχοντων δε οὑτω
9999757 κεκρατηκεν
της ἀμελιας κεκρατηκε Φιλιππος , της πολεως δ ' οὐ κεκρατηκεν : οὐδ ' ἡττησθ ' ὑμεις , ἀλλ '
ποτερον τοξου ῥυμα το νικων , ἠ δορικρανου λογχης ἰσχυς κεκρατηκεν . ἀλλ ' ἡδε θεων ἰσον ὀφθαλμοις φαος ὁρμαται
9999756 ἀθεοτητα
ὁμιλιων χρην παραμυθεισθαι . Ἐπικουρος δε και αὐτος συν τῳ ἀθεοτητα διδασκειν συμβουλευει και μητρασι και ἀδελφαις συμμιγνυσθαι , και
ἀστρα μεγαλα . τοιαυτη μεν αὐτων ἡ κοσμογονια , ἀντικρυς ἀθεοτητα εἰσαγουσα : ἰδωμεν δε ἑξης , ὡς και την
9999756 πεπονθατε
νοειν . και μετα ταυτα τυραννουντος ἐφη , εἰ δε πεπονθατε λυγρα δι ' ὑμετεραν κακοτητα , μη θεοισιν ταυτην
εἰ δ ' ἀκοντων ὑμων ἐκεινος ἐκρατει , τι δεινον πεπονθατε λαβοντος ἐμου και τον τοπον τοις πλεουσιν ἀσφαλη παρεχοντος
9999756 χοριαμβου
πεντασυλλαβων δυο και παιωνος τριτου . το βʹ ὁμοιον ἐκ χοριαμβου , ἀντισπαστου και διιαμβου . το γʹ ὁμοιον διμετρον
ἀντιστροφης τοσαυτα . το αʹ χοριαμβικον διμετρον καταληκτικον , ἐκ χοριαμβου και ἀναπαιστου : εἰ δε βουλει , δακτυλικον πενθημιμερες
9999755 Ἀριστοτελες
ὁρων φανερον . νυν μονον ἐχεις ὁρους , φασιν , Ἀριστοτελες : δια τι γαρ μη και προτερον , ὁτε
, αἱ αὐται εἰσιν . ὁταν οὐν λεγῃς , ὠ Ἀριστοτελες , των δε γε ὑπ ' ἀλληλα τεταγμενων οὐδεν
9999755 Νικομηδης
μεσαι κατα το συνεχες ἀναλογον λαμβανονται , ὡν ὁ μεν Νικομηδης την κατασκευην ἐξεθετο μονον , ἡμεις δε και την
ἀριθμον , περι την Σκυθιαν ἐπαυσε την ἐπιθυμιαν . και Νικομηδης γογγυλιδα μασωμενος ἀφυης τοτ ' ἐλεγε τοις φιλοις ἐγκωμιον
9999754 ἐπολιορκειτο
, νικων δε κατα τους χρονους , οὑς το Βυζαντιον ἐπολιορκειτο , ἀπῃει ἁμαρτανων της νικης , ὡς μη δοκοιη
, και Ἀρκαδια πασα πλην Μεγαλης πολεως , αὑτη δε ἐπολιορκειτο και καθ ' ἑκαστην ἡμεραν ἐπιδοξος ἠν ἁλωναι ,
9999751 Ἀριστοτελη
πλην ὀλιγων ὀρων οὐ μεγαλων : ᾑ δη και τον Ἀριστοτελη φησιν ὁ Ποσειδωνιος οὐκ ὀρθως αἰτιασθαι την παραλιαν των
πιστεων δι ' ἀναγκαιων συναγεται λημματων : ἀλλ ' αὐτον Ἀριστοτελη παρασχεσθαι δια των ἰδιων τεχνων ὁμολογουντα τἀληθες οὑτως ἐχειν
9999751 τριβῃ
Ὁ μεν ἀποδιδρασκων εἰς την του μη ὀντος σκοτεινοτητα , τριβῃ προσαπτομενος αὐτης , δια το σκοτεινον του τοπου κατανοησαι
γινομενης οἱ τ ' ἐπι του στρατοπεδου καμνοντες ἐπι τῃ τριβῃ του πολεμου και οἱ κατα πολιν ἀπειρηκοτες ταις εἰσφοραις
9999750 κεκαυμενη
των βασιλικων ἀσπαραγων ῥιζαι και του βατου και ὑαλος ἡ κεκαυμενη ἀγρωστεως τε ἡ ῥιζα και το ἀδιαντον και το
, ξανθιον λειον κατα - πλαϲϲομενον , τρυγια οἰνου παλαιου κεκαυμενη και ϲυν ἐλαιῳ βαλανινῳ λειουμενη , ὡϲ ἱκανον ἐχειν
9999750 ἑψηματι
τῳ μελιτι μεμιγμενῳ . ἀλλο . κιμωλιαν μιξας τῳ τηλεως ἑψηματι καταπλασσε . ἀλλο . σικυου ἀγριου ῥιζαν ἑψησας τῳ
και ἡ ἀκακια και ὑποκυστιδος ὁ χυλος γαλακτι βοειῳ ἠ ἑψηματι ἀνιεμενα , και κηκις μετα λιβανου και ῥοδινου ,
9999750 κεκραμενη
πονηρον πραγμα χρηστος ὠν ποιει . Ὡς ἡδυ συνεσει χρηστοτης κεκραμενη . Θανοντων δε και λογοι φιλοι προδοται . Ἁπαντα
ἱστορει γραφων , εἰς την Σινωπην την προσωτερω πολιν . κεκραμενη δ ' ἀριστα της Ἀσιας σχεδον χωρια γενη τε
9999748 ὀλυμπιαδος
ἡγεμονιας ὁ γαμβρος αὐτου γινεται Τυλλιος ἐνιαυτῳ τεταρτῳ της πεντηκοστης ὀλυμπιαδος , ἡν ἐνικα σταδιον Ἐπιτελιδης Λακων ἀρχοντος Ἀθηνησιν Ἀρχεστρατιδου
δευτερον Εὐβοιαν , ἐτει τριτῳ της τριτης προς τας ὀγδοηκοντα ὀλυμπιαδος , ἡν Κρισων Ἱμεραιος ἐνικα σταδιον . ἐστι δε
9999748 εὐμενη
πολυς ὁ καρπος . Ὁταν οὐν και τα του ἀερος εὐμενη τυγχανῃ , πραϋς γαρ ἠδη και ἀχειμαντος τοις ὀψισποροις
. Πανιλαον : εὐμενες , πασιν ἱλεων , πασι τουτοις εὐμενη . ἠτορ : ψυχην : ἀπο του ἀω το
9999747 Λυκομηδης
Λυκομηδεος ἐσθλον ἑταιρον . τον δε πεσοντ ' ἐλεησεν ἀρηϊφιλος Λυκομηδης , στη δε μαλ ' ἐγγυς ἰων , και
Θηβαιοις παρακαταθεμενοι τον Ὠρωπον μεχρι δικης . Καταμαθων δε ὁ Λυκομηδης μεμφομενους τους Ἀθηναιους τοις συμμαχοις , ὁτι αὐτοι μεν
9999747 δαπανην
και ἡ ληκυθος ἡ καλλιστη μικρα μεν εἰσι δια την δαπανην : εἰσι δε μεγαλοπρεπη δωρα των παιδων , και
σημειον ἐστιν , ὁτι γρυπουνται αὐτων οἱ ὀνυχες δια την δαπανην και ἐκτηξιν των ὑποκειμενων σαρκων τοις ὀνυξι : τουτων
9999747 ἐχρηματισε
λʹ , γινονται παʹ , ὡν το διμοιρον νδʹ : ἐχρηματισε γαρ και αὑτη ἡ καθυπερτερησις των κακοποιων . τῳ
διαλαθων συνεληφθη τῳ αὐτῳ ἐτει . ἀμφοτερα γαρ τα διαμετρα ἐχρηματισε : συνηγαγε γαρ ἀνα ξʹ , ὡν το ἡμισυ
9999747 βαρβαροισι
: ἐμου του βαρβαρου φευγοντος πανυ ἀφεστηκεν ἡ πατρις : βαρβαροισι δρασμοις : βαρβαρος ὠν και φυγειν θελων πᾳ ,
Δωρικας τε τριγλυφους , φρουδα φρουδα , Γα Γα , βαρβαροισι δρασμοις . αἰαι : παι φυγω , ξεναι ,
9999747 ἐφατο
τον σωφρονα και αὐτης της ψυχης , δια τουτο πληρες ἐφατο ἐχειν το στηθος των τοιουτων λογων , το μεσον
την Σικελιαν ἐποιησατο . εἰτα ἐλθων ἐς την ἀγοραν γυμνος ἐφατο ἀποδιδοναι τοις πολιταις την ἀρχην : οἱ δε οὐκ
9999747 βουκολοι
Κορινθου φασι βασιλεα : ἱπποβουκολοι : ἱπποφορβοι : το δε βουκολοι ἀπο του ἐπισημου ζῳου ὡς το [ Υ ]
ἐλευθεροι μεν , πενητες δε οὐχ ἡττον ἡμων , μισθου βουκολοι , βους νεμοντες ἀνδρος μακαριου των ἐνθενδε τινος ἐκ
9999747 ἐλευθεριοτητα
οὐν ὑπο ἐθους ἠ ὁπωσουν μεταβαλλοι , ἐλθοι ἀν εἰς ἐλευθεριοτητα : ἀλλ ' ὁ μεν τῳ ὀντι ἀσωτος βελτιων
του προκειμενου ἐργου , ὡς ἐρει . Ὁτε ἐλεγε την ἐλευθεριοτητα περι χρηματων μεσοτητα . ὡς γαρ ἡ ἐλευθεριοτης ἀπο
9999747 ἀσφαλεια
κλεις ὑπερτατας , ὁτι εἰρηνης οὐσης προς ἀλληλους μεγιστη τις ἀσφαλεια γινεται πασι και των βουλων των ὑπερ αὑτων και
, οὐ χρησομεθα τοις ὀθονιοις πασιν : ἡ μεν γαρ ἀσφαλεια της των κατεαγοτων ἐπιδεσεως ἐκ της πιεσεως και του
9999747 Πολιτεια
˘ [ ] νεμ [ [ ] νικ [ . Πολιτεια . [ . Εὐαγγελ . προπαρασκ . , ;
και Φιληβος Ἱππαρχος Ἀντερασται : του δε πολιτικου ἡ τε Πολιτεια και οἱ Νομοι και ὁ Μινως και Ἐπινομις και
9999746 εὐεργεσιαις
' , ὡς ἀκουω , φιλοτιμον κακον , ἀλλα μοναις εὐεργεσιαις ἡττωμενον , διαγωνιουνται τε σοι περι τησδε της χαριτος
ἐτι δε ὑψηλον και ἀνδρειον , και μαλιστα δη χαιροντα εὐεργεσιαις , ὁπερ ἐστιν ἐγγυτατω της των θεων φυσεως :
9999746 ἡψατο
αὐτον και Λαϊον ἐπιβοηθουντα ἀπεκτεινε , της δε γυναικος οὐχ ἡψατο . Ταυτα δε πραξας ἀνεφυγεν εἰς το ὀρος και
τον Φρυνιχον και καταβαλλει παταξας , ὁ δε Ἀπολλοδωρος οὐχ ἡψατο : ἀλλ ' ἐν τουτῳ κραυγη γιγνεται και ᾠχοντο
9999745 πιστευουσι
και Τανταλον γεννησας , ὡς οἱ μυθοι λεγουσι και παντες πιστευουσι , το μεν ὡς οἱ μυθοι λεγουσιν ἀναφορα ,
: ἀλλ ' ἰδου γιγνωσκει , διαφοιτᾳ γαρ , και πιστευουσι μεν ἠδη μυριοι , πηδωσι δ ' ὑφ '
9999745 κεκτημενη
ἀμφιλαφως ἐχουσα τρυφηματων , τους οἰκητορας δε ἀχαριστους και ἀνεπαφροδιτους κεκτημενη : καιτοι γε φασι την Ἀφροδιτην ἐκ Κυθηρων ἀνασχουσαν
. Διφιλος δε φησιν : ὠ τονδ ' ἐποπτευουσα και κεκτημενη Βραυρωνος ἱερου θεοφιλεστατον τοπον , Λητους Διος τε τοξοδαμνε
9999745 διοτρεφες
ξανθος Μενελαος : Ἀντιλοχ ' εἰ δ ' ἀγε δευρο διοτρεφες ὀφρα πυθηαι λυγρης ἀγγελιης , ἡ μη ὠφελλε γενεσθαι
πειθεν : ἀμειβομενος δε προσηυδα : νυν μεν δη Μενελαε διοτρεφες ἠ μαλα τεισεις γνωτον ἐμον τον ἐπεφνες , ἐπευχομενος
9999745 βλαπτοι
δια νηος , ὑπο ζυγα , μη τιν ' ἑταιρων βλαπτοι ἐλαυνοντων , ὁποτε σπερχοιατ ' ἐρετμοις : οἱ δ
μεν ἀλλου τινος εἰ τις βουλοιτο ἀποτρεπειν , προσηκειν ὁσα βλαπτοι λεγειν , ὑπερ δε τουτου παν τοὐναντιον λυσιτελειν σιωπαν
9999745 τελευταιῳ
. τα ἰδια της ἁρμονικης μεσοτητος τελεωτερον μαθησομεθα ἐν τῳ τελευταιῳ θεωρηματι του πρωτου βιβλιου της Διοφαντου ἀριθμητικης στοιχειωσεως και
ὑπαρχον και ἀναγκαιον , ὑπαρχον συναγεται . Ἐν δε τῳ τελευταιῳ σχηματι . Μιξεως γινομενης ὑπαρχοντος και ἀναγκαιου ἐν τριτῳ
9999745 Ἀντιγονης
ἐπ ' αὐτοις χρησμος και ἡ των πεσοντων ἀταφια και Ἀντιγονης δια ταυτα και Μενοικεως ἀπωλεια . και τα ἐν
ἐκ Διος : καλειται δε ὁ συμπας οὑτος τοπος Συρμα Ἀντιγονης : ὡς γαρ τον του Πολυνεικους ἀρασθαι οἱ προθυμουμενῃ
9999745 ὑπολοιπα
τα του λογου οὐ συγκλειεται , εἰ μεντοι παντα τα ὑπολοιπα , οὐ παντως ἐλλειπει ὁ λογος . ὁ αὐτος
σωσειν τα περι τον Εὐφρατην . ἰθι δη , τα ὑπολοιπα φυλαξον και ἀφανισον , ὡσπερ ὁ Θουκυδιδης φησιν ,
9999745 βαρυς
της μεγαλης βουλης ἐπεθυμησε γενεσθαι , οὐχ ὁπως ἑτεροις εἰη βαρυς , ἀλλ ' ὁπως μηδεις αὐτῳ , μηδ '
ἀπαιδευτων βιων ὡσπερ των ὑγρων αὐλων , ὁ μεν ἐστι βαρυς ἐν ταις ἀτυχιαις , ὁ δε ὀξυς ἐν ταις
9999745 πυκνωσεως
ἐπειτα προσαγειν τα ὀπισω ζυγα , και ταυτης γενομενης της πυκνωσεως ἐπιστρεφειν ἐπι δορυ , και ἐσται το συνταγμα ἐπεστραμμενον
ἐπι τους πολεμιους ποιουντες . Τουτο δε το προ της πυκνωσεως ἐπιτηδειως γινεται . Εἰ δε πεπυκνωται και οὐ συμφθαζει
9999745 ἀλεκτοριδος
αἰγειον ποτε στεαρ ὠφελησε τα οὑτως ἐσκληρυσμενα και το της ἀλεκτοριδος : ἀλλα ταυτα μεν ἀσθενεστερα τε ἐστι και τας
γλευκινον μετα βουτυρου , ἐντακεντων αὐτοις στεατων τινων χηνος ἠ ἀλεκτοριδος ἠ μυελου ἐλαφειου . Ὑπελθουσης δε της γαστρος ,
9999744 τοιουτωι
. ἐξ ὡν κεχρημενους μεν ἁπαντας εὑροι τις ἀν τωι τοιουτωι χειρισμωι , κεχρημενους γε μην ἀτακτως , ἡμας δε
ἀν διαμενοι . δοκειν γαρ ἀν τους ἁπαντας ἀνθρωπους τωι τοιουτωι φυντι πολεμιους κατασταθεντας δια την ἑαυτων εὐνομιαν και το
9999744 κρομμυου
ὡσπερ κομῃ πρασου κεχρησθε , οὑτως οὐχι και σκοροδου και κρομμυου κεχρησθε κομῃ ; ὁμοια γαρ ταυτα κατα τα πλειστα
σκοτει ὀρχεισθαι : ἐπι των ἀμαρτυρως μοχθουντων . Ζωος γενησῃ κρομμυου μοιραν λαβων : ἐπι των ἐκ μικρας αἰτιας μεγαλην
9999743 ἐλευθεροι
θεραποντες δ ' ὁσοι κατα το κηρυγμα προς Κινναν ἐκδραμοντες ἐλευθεροι γεγενηντο και αὐτῳ Κιννᾳ τοτε ἐστρατευοντο , ταις οἰκιαις
τους δεσμωτας ποιει , ὁμως μετα τιμης και δοξης αὐτους ἐλευθεροι . Σεληνη ἐν τοις αὐτοις οὐσα ζῳδιοις και ὑπο
9999743 Ἐπιμενιδης
ἐρωτα ] νεφελης , και ἐκβληθεντα κατελθειν εἰς Ἁιδου . Ἐπιμενιδης δε αὐτον παρα θεοις διατριβοντα ἐρασθηναι φησιν της Ἡρας
δε δια το συντροφος εἰναι τωι Διι , ἠ καθαπερ Ἐπιμενιδης ὁ τα Κρητικα ἱστορων φησιν , ὁτι ἐν τηι
9999743 Ταυροι
Ἰφιγενειαν ἐκ της Αὐλιδος . Εἰσιν δε τοις ὀχλοις οἱ Ταυροι συχνοι , βιον δ ' ἐνορειον νομαδα τ '
γεννωμενους θρηνουσι , τους δε τελευτησαντας μακαριζουσιν . , : Ταυροι , Σκυθικον ἐθνος , τοις βασιλευσι τους εὐνουστατους των
9999743 Κτησιφωντα
τα λυτρα . Πεισθεντες δ ' ὑμεις εἱλεσθ ' αὐτῳ Κτησιφωντα πρεσβευτην . Ἐπειδη δε ἐπανηκε δευρ ' ἀπο της
ὁρκων οὑς ὠμοσατε μεμνημενοι και των νομων , ἐαν ἐξελεγξω Κτησιφωντα και παρανομα γεγραφοτα και ψευδη και ἀσυμφορα τῃ πολει
9999743 σφετεροισι
ὁ Πριαμος οὐδε οἱ ἀλλοι προσηκοντες αὐτῳ , ὡστε τοισι σφετεροισι σωμασι και τοισι τεκνοισι και τῃ πολι κινδυνευειν [
, ἐπει δοκει πρωτα μεν ξηραινεσθαι , εἰτα ὀπτασθαι . σφετεροισι τεκεσσι , τοις ἑαυτου τεκνοις , λεγει δε τοις
9999743 βουν
παχυτερου γεννητικη , βελτιονος δ ' εἰς εὐχυμιαν ἠ κατα βουν και προβατον . κακοχυμος δε τουτων οὐδεν ἡττον ἐστι
της θεου φερειν τευχη διδοται , τῳ δε δευτερῳ τον βουν ἀγειν , ὁ δε τριτος τας θυηλας ἐπιτιθησιν .
9999743 πλανωμενη
κυνηγετουντος ἐρασθεισα ἐθηρευεν μεταθεουσα ταις ἐπιθυμιαις . φοιτωσα γαρ και πλανωμενη παντας τους ὀρειους ἐπεξῃει δρυμους , ὡς μυθον εἰναι
τοι ] ἠγουν προσελθειν και ἀκουσαι τα κατ ' ἐμε πλανωμενη ] φερομενη . γνωμικον Ἡ πημονη , φησι ,
9999742 λιπαροι
ποαι μετ ' ἀλφιτων λεπτων ἐμψυχουσιν ἱκανως , και φοινικες λιπαροι του ὑμενοειδους αὐτων ἐξαιρεθεντος δι ' ἑψησεως τακεροι γενηθεντες
τε ϲαρκεϲ ϲυντηκονται , και οἱ ὀνυχεϲ γρυπουνται , και λιπαροι και ἐκλευκοι ἠ ἐξωχροι φαινονται . του δε παθουϲ
9999742 βελτιονας
του σπουδαζειν ἀμελησας , οὐ γιγνωσκων ὁτι του Πλουτου παρεχω βελτιονας ἀνδρας και την γνωμην και την ἰδεαν . Παρα
οὐν φερειν πολεμον και ἀδηλα , και μεταβολας τοις δυστυχουσι βελτιονας , ταχα δε και την δικην ἑξειν τελος ἐκει
9999742 πατριῳ
δε Ἀριστοβουλος και της κατ ' Ἀριστοτελην φιλοσοφιας προς τῃ πατριῳ μετειληχως , ὁποια περι των ἐν ταις ἱεραις βιβλοις
ἐχειν λογαδας περι αὑτον , οὑς καλεισθαι ὑπο Γαλατων τῃ πατριῳ γλωττῃ σιλοδουρους : τουτο δ ' ἐστιν Ἑλληνιστι εὐχωλιμαιοι
9999742 τελευτησασης
. Ἀθαμας δε ἐκ Νεφελης Ἑλλην και Φρυξον ἐγεννησε . τελευτησασης δε της Νεφελης ἠγαγετο γυναικα Ἰνω , ἡτις Ἑλλῃ
ὡς ἰδιον ἐτρεφε , της Κριθηιδος μετα την κυησιν εὐθεως τελευτησασης . χρονου δε οὐ πολλου διελθοντος και αὐτος ἐτελευτησε
9999742 πικρως
γεγονεν , οὐκ ἐχω τι καταγνω , εἰ μη ὁλως πικρως και ταραχωδως ἐχειν προς τους δημοτικους ὡρμηκατε . εἰ
της τυχης οὐσης . πολλοι δε και των δημοτικων και πικρως διακειμενων προς αὐτον ἐλοιδορουν τε ἀνηλεως και πικρως ὠνειδιζον
9999742 ἀπαρτι
~ Λεξ . ῥητ . . . . , : ἀπαρτι : ἀπηρτισμενως , ἀκριβως . Αἰσχυλος Ἀθαμαντι . .
ἀνωθεν δοξας χεζειν τα στρωματα ῥυπωσω . ἀλλ ' ἐγω ἀπαρτι οὐ μη ἐμπαιχθω : πρωτον γαρ χεσω και οὑτως
9999742 πινακας
τας ἐσομενας ὑπογραφας κεφαλαιωδεις , εἰ διαιρουμεν αὐτην εἰς πλειους πινακας , ἑνεκεν του δυνασθαι παντα τα ἐφοδευομενα και μετα
σκληρα : δι ' ὁ και οἱ σκυτοτομοι ποιουνται τους πινακας ἀχραδος . Μητραν δε παντα μεν ἐχειν φασιν οἱ
9999742 κλινης
δη τινων φιλων , εἰσελθοντα δε παρακαθεζεσθαι μοι ἐπι της κλινης οὑτωσι κατακειμενῳ . φαναι οὐν προς αὐτον ὁτι ἀσιτοιην
; Σχολαστικος μετα του πατρος καθευδων , ἀνισταμενος ἐπι της κλινης νυκτος ἐτρωγε σταφυλας ὑπερανω κρεμαμενας . του δε πατρος
9999742 πολιορκιᾳ
κατεστη . Πρωτον μεν Ἠιονα την ἐπι Στρυμονι Μηδων ἐχοντων πολιορκιᾳ εἱλον και ἠνδραποδισαν , Κιμωνος του Μιλτιαδου στρατηγουντος .
αὐτῳ τους θεους τουτο ἐπιταττειν : ἐπιμενοντας γαρ ἀν τῃ πολιορκιᾳ δυστυχηματος πειραθηναι . παρασκευαζομενου δε αὐτου την ἀπο της
9999742 ἀπεδειχθησαν
πολλοι προς την κληρουχιαν Ἑλληνες ἀπηντησαν : τελος δε οἰκητορες ἀπεδειχθησαν εἰς μεν την Συρακοσιαν την * ἀδιαιρετον τετρακισμυριοι ,
γαρ τοις ὑμνοις και φορμιγγες , δι ' οὑς και ἀπεδειχθησαν : ἠ οἱ ἀνασσομενοι ὑπο φορμιγγων ὑμνοι : προτερον
9999742 Πλουταρχου
ἐπολιορκουν Κλειταρχον , [ ὁς προτερον ] μεν ἀντιστασιωτης ἠν Πλουταρχου και διεπολιτευετο [ ] [ ] προς αὐτον ,
περι Ἠλιν , ἡς Ἱ . μνημονευει . . , Πλουταρχου ἐκ του Περι του διαβαλλειν . Ἱ . λεγει
9999742 κριοι
τραγους και οἱ ταυροι προς ταυρους και ὑπερ οἰων οἱ κριοι προς τους ἀντερωντας : ὀργωσι δε ἐπι τας θηλειας
ἐγνωκε δρασαι γυμνος γυμνῃ συγκατακλινεις , τουτο εἰπεν ὁ οἱ κριοι ποιουσι τας ὀϊς και τραγοι τας αἰγας . Ὁρᾳς
9999742 Καδμεια
δι ' ὑβριν ἐνεπλησθησαν , και παιδεια μεν οὐδεπωποτε γεγονεν Καδμεια , νικαι δε ἀνθρωποις πολλαι δη τοιαυται γεγονασιν τε
ἐνοστησε πλην Ἀδραστου και Ἀμφιαρεω , τους δε λοιπους ἡ Καδμεια κατεσχεν . ἀπωλοντο δε οἱ μεν ἀλλοι δορασι και
9999742 εἰσοδοι
ὡσπερ φρεατος , κατω δ ' εὐρειαι : αἱ δε εἰσοδοι τοις μεν ὑποζυγιοις ὀρυκται , οἱ δε ἀνθρωποι κατεβαινον
, ἐπιχειρησει πραγμασιν ἀνοητοις και ἐπικτησεται πλουτον και προστεθησονται αἱ εἰσοδοι αὐτου και ὠφελειαι και δωροδοκηθησεται κρυφιως και θαλαττιος γενησεται
9999742 τυγχανουσαν
τοιαυτα : την δε μιαραν μητρυιαν πολεμιον τῳ προγονῳ φυσει τυγχανουσαν , δια τον φονον εἰκος μηδε μιας ἀποσχεσθαι κατα
αὐτου δεσποινης γεννητορων οἰκιαν , μητε ταυτην εἰδεναι προσποιουμενος ἐκεινων τυγχανουσαν , μητε μην ἐν αὐτῃ την δεσποιναν μενουσαν .
9999741 εὐμενες
δηλονοτι ἐρωτωντος και του την ἀποκρισιν διδοντος , ὑπερ του εὐμενες αὐτοις ἐσεσθαι το θειον και το ἐσομενον ἀποκαλυψαι κατα
χυμοις ἠ πυκνωσει δερματος συνισταμενων . ἐστι δε και ὑποχονδριῳ εὐμενες , εἰπερ τι και ἀλλο . ἐξανθηματων δε δια
9999741 Κορινθιος
ἠρτημενους , οὑτως τον Ἀντιπατρον ἐπιχλευαζων . Δειναρχος δε ὁ Κορινθιος ὁ κατηγορος ἠν . ἀλλ ' ὁ γε Δημαδης
ῥαφανον τις ἑφθην . Οἰνος ξενικος παρην : ὁ γαρ Κορινθιος βασανισμος ἐστι . Φιλοτησιαν σοι τηνδ ' ἐγω ἰδιᾳ
9999741 πηγης
διαστημασιν ἀποδεοντα , σχεδον ἀδυνατου καθεστωτος προς ἡντινουν τελειωθηναι τεχνην πηγης τροπον ἀει καινουμενην και θεωρηματων παντοιων ἰδεας ἀνομβρουσαν .
ὁ ποιητης πολυ τι πληθος ἐπων ἠρυσεν , ὡσπερ ἐκ πηγης ὑδατος ὑπερβλυσαντος , πριν ἐπιλιπειν αὐτον και διαρρυηναι το
9999741 ἐλευθεριοι
ἀναγκη γινεσθαι κινουμενης πως της ψυχης , και αἱ μεν ἐλευθεριοι και καλαι ποιουσι τοιαυτας , αἱ δ ' ἐναντιαι
ὀντες βουλεσθαι δικαιοπραγειν , και ἐλευθερια πραττειν , μη ὀντες ἐλευθεριοι . ἐπειτα οὐδε τελεια ἐστιν ἡ ἀρετη ἐν μονῃ
9999741 ἰδιωτης
κοινων ἐπιτροπευσειν : και ταυτ ' ἐντος ἑξ μηνων διοικησαμενος ἰδιωτης αὐθις ἐσται το τιμασθαι μονον ἐκ τουτων λαβων ,
Λυσικρατην ὑπερ Νικομαχου βλαβης : ἀνδρες δικασται , ὁτι μεν ἰδιωτης . Συνηγορια Παρμενοντι ὑπερ ἀνδραποδου βλαβης : και παραγεγενημενος
9999741 ἀπηνως
ἀνθρωποις εὑρησθαι δοκει των παθων και μαλιστα δη μεταστρεφειν ψυχας ἀπηνως και ἀγριως διακειμενας . δια τουτο και των φιλοσοφων
παρα τον καιρον και τα προσωπα : ἀντι του : ἀπηνως , ὑπερ την τυχην : ἀγαν ἐλεξας ὡς γυνη
9999741 στυπτηριαν
, και ἐχε χρυσον καλλιστον . ΞΑΝΘΩΣΙΣ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβων στυπτηριαν ἑως στραφῃ ὡς οἰδας , και ἐπιβαλε ἀργυρῳ :
βραχεις , και ῥανθεις , μυιας ἀναιρει . ἐαν δε στυπτηριαν και ὀριγανον λειωσας χρισῃς , οὐ καθεδουνται . Εἰς
9999741 εὐκινητοι
: ἀντι του οἱ καχεκται , δια τουτο ὀξεις και εὐκινητοι . οἱ γαρ χολωδες ἐχοντες το παρακειμενον βλαπτονται ὑπο
ἠ τουτο : ὁτι εὐκινητοι εἰσιν οἱ δακτυλοι και ὡς εὐκινητοι τῃ κινησει θαλπονται : ἠ ὁτι τα περατα των
9999741 τετελευτηκεν
τιμαν ὡστε τοσουτων ὁσων ἀκηκοατ ' ἀξιουν , ἐπειδη δε τετελευτηκεν , [ μηδεμιαν ποιησαμενους τουτων μνειαν ] ἀφελεσθαι τι
κρατηρας ἡλατο ὡν συνεγγυς ὀντων οὐδε μνειαν ποτε ἐπεποιητο ; τετελευτηκεν οὐν ἐν Πελοποννησωι . οὐδεν δε παραδοξον ταφον αὐτου
9999741 σταφιδας
ἀνθρακας πεπυρωμενους ἐλαϊνου ξυλου ἀποσβεννυουσιν ἐν τῳ ἐλαιῳ . Ἀλλοι σταφιδας τα γιγαρτα ἐξελοντες και ἀποτριψαντες ἐμβαλλουσι , και μετα
και ἀμανιτας λευκους ἐσθιειν . Ἀπο δε των ὀπωρων , σταφιδας λευκας , ἀπιδια ἀγρια ἀκμαζοντα , και μηλα γλυκεα
9999741 ὁποταν
, της φυσεως οὐκ ἀει κρυπτεσθαι φιλουσης , ἀλλ ' ὁποταν καιρος ᾐ το ἰδιον καλλος ἀναφαινουσης ἀηττητοις δυναμεσιν .
του αὐτου μενοντα , ἀπαγορευουσι βοηθειν : χειρους δε και ὁποταν πλειονας καταλαβωσι τοπους του σωματος , ὡσπερ και αἱ
9999741 βαρυτονως
γαρ περιφερεις τροχους ὁμοιως ἡμιν προφερονται ὀξυτονουντες : τροχους δε βαρυτονως λεγουσι τους δρομους . ἀναγινωσκομεν γαρ , ὡς φησιν
την αἰφνιδιον και μετα βιας ἀφαιρεσιν δηλωσει : ἐαν δε βαρυτονως ἁρπαγην ὡς Ἀναφην , ἐν ᾑ ἐκ των φρεατων
9999741 δοξαντι
και ὁτι καταφυγη των ὁλων ἐστι . θεμις οὐν τῳ δοξαντι τροπῃ χρησασθαι ἀκουσιῳ φαναι κατα θεον συμβηναι την τροπην
το χρηστον ἐκεινο διαφθαρηναι νοημα . οὐ δια τουτο μεντοι δοξαντι θυσιας ἀμεμπτους ἀναγαγειν τῳ Καιν λογιον ἐξεπεσε μη θαρρειν
9999740 γιγνωσκομεν
μηδενος ὁλως ἀποτυγχανειν : ἀλλ ' ὡσπερ ἡμεις τα ζῳα γιγνωσκομεν ὁρωντες , ὁτι τουτο μεν ἐστι προβατον , εἰ
οὐ προσδιδασκουσιν , οὐκ ἐννοουντες ὁτι πολλοστον μερος ἐστιν ἁ γιγνωσκομεν ὡν ἀγνοουμεν : ἀλλως τε ὁτι και των ἐναντιων
9999740 κανθαροι
τον των ἀετων μετεθηκε τοκετον , ἡνικα ἀν μη φαινωνται κανθαροι . ὁ μυθος δηλοι μηδενος καταφρονειν λογιζομενους , ὁτι
ἀντερωντας : ὀργωσι δε ἐπι τας θηλειας και οἱ θαλαττιοι κανθαροι . γινονται δε ἐν τοις καλουμενοις λεπροις χωριοις ,
9999740 κουροι
πυρι βαλλε θυηλας . και σπονδοποιειται γε τους δαιτυμονας : κουροι μεν κρητηρας ἐπεστεψαντο ποτοιο , νωμησαν δ ' ἀρα
ἠγινεον ἀνα ἀστυ , πολυς δ ' ὑμεναιος ὀρωρει : κουροι δ ' ὀρχηστηρες ἐδινεον , ἐν δ ' ἀρα
9999740 χαλινοι
οὐκουν ἱπποι μεν οὑτοι πολλοι ἐν τῳ στρατοπεδῳ κατειλημμενοι και χαλινοι οἱς πειθονται και τἀλλα ὁσα δει ἱπποις ἐχουσι χρησθαι
και κατειλουντα και κατατεινοντα . ὁποιοι δ ' ἀν ὠσι χαλινοι , παντες ὑγροι ἐστωσαν . τον μεν γαρ σκληρον
9999740 κυαθου
του χυλου του ἀψινθου ξυνεχωϲ ἀπο ϲμικρου του μεγεθεοϲ ἀχρι κυαθου . κωλυμα γαρ τοδε χοληϲ γενεϲιοϲ . ἀγαθον δε
και ϲμυρνηϲ κυαμου Ἑλληνικου μεγεθοϲ ϲυν γλυκει πινομενα ἐν ἡμιϲει κυαθου μελικρατου και δικταμνου ἀφεψηματοϲ κυαθοι β και ἀμμωνιακον και
9999740 Ἀπολλωνιδης
και πληθυντικως ἐπιγραφεται Τριαγμοι , καθα Δημητριος ὁ Σκηψιος και Ἀπολλωνιδης ὁ Νικαευς ἀναγραφουσιν . * * δε ἐν αὐτωι
, ὁτι ὀγδοηκοντα μονον κεραμια παρηγετο ἐν τῳ πλοιῳ . Ἀπολλωνιδης Ἁλικαρνασσευς μαρτυρει εἰδεναι δανεισαντα Ἀντιπατρον , Κιτιεα το γενος
9999739 ἀπωνατο
φοιτωντων παρ ' αὐτῳ . τοσουτον , ὡς ἐοικεν , ἀπωνατο της συνουσιας αὐτου . ταυτ ' οὐν ἡμεις ἐπι
τον δανεισαμενον δεον ἐστιν ἀπιδειν προς την ὠφελειαν , ἡν ἀπωνατο και ταξαι την ἀντευποιϊαν . ζητει δε τουτο εἰς
9999739 δουλοσυνην
ἀν προκαμων ἀλλωι καματον μεταδοιης , οὐτ ' ἀν πτωχευων δουλοσυνην τελεοις : οὐδ ' , εἰ γηρας ἱκοιο ,
τουτους ηὐξησατε ῥυματα δοντες , και δια ταυτα κακην ἐσχετε δουλοσυνην . ὑμεων δ ' εἱς μεν ἑκαστος ἀλωπεκος ἰχνεσι
9999739 παραλιῳ
ποταμου ἐκβολων , και τῃ ἀπο τουτου του Εὐξεινου Ποντου παραλιῳ μεχρι του μυχου του Καρκινιτου κολπου . Και ἡ
εἰναι . ἐστι και ἑτερα πολις πλησιον Γαζης προς τῳ παραλιῳ μερει . ὁ πολιτης της προτερας Ἀνθηδονιος . ἐστι
9999739 Εἰπερ
δυναμει μιᾳ ↑ μοναδος μιας , ὁπερ ἀδυνατον . . Εἰπερ ὁ κ και δοθησεται ὁ διαιρεθησομενος εἰς δυο ἀριθμους
ἀλλα κοινα ἀμφοτερα ταυτα ἀμφοιν αὐτοιν ἐστι , δηλωσω . Εἰπερ ὁ παις δια το ὑπο την φοραν του ἀκοντιου
9999739 Θρασυμηδης
αὐτος μεν οὐδ ' ὁπωστιουν ἐγνωριζον τους ἀνθρωπους τουτους : Θρασυμηδης δ ' ὁ Διοφαντου υἱος , ἐκεινου του Σφηττιου
Ἀθηναιων ἀσιτων ἐμβαινοντων : οἱ δε ἠριστηκοτες εὐκολωτερον ἐκρατησαν . Θρασυμηδης Φιλομηλου της Πεισιστρατου θυγατρος ἐρασθεις πομπευουσαν αὐτην προσδραμων ἐφιλησεν
9999739 λευκοτητα
ἱνα τοιανδε ἑτεροχροιαν και οὐ την σαφη του γαλακτος την λευκοτητα θεασαμεθα , ὁθεν προδηλως και τον κακωσαντα χυμον ὁρισομεν
λευκον , ὁπερ ἐστιν οὐσια : οὐδε γαρ δυνανται την λευκοτητα διελειν εἰς ψιμυθιον και κυκνον και χιονα , ἐπειδη
9999739 Καρχηδων
παρηλθεν εὐπραγια . τι δε Αἰθιοπες , τι δε και Καρχηδων και τα προς Λιβυην ; τι δ ' οἱ
ἀπιστιαν αὐτης και αὐθις ἀνεπυνθανοντο ἀλληλων , εἰ τῳ ὀντι Καρχηδων κατεσκαπται : ἐλεσχηνευον τε δι ' ὁλης νυκτος ,
9999739 εὐθειᾳ
ʃ δεον εἰπειν τοις δε ἐνηλλαγμαι εἰρηκε προς το ἐθελουσιν εὐθειᾳ ἐχρησατο : οἱ δε ἐθελουσιν ὑφιστασθαι προ του αὐτικα
γωνιας ἡ ΒΖ ἀκτις ἀνακλασθησεται ἐπι το Α τῃ ΑΖ εὐθειᾳ . ὁμοιως δη και την ἰσημερινην ἀκτινα παρασκευασομεν ἀνακλασθηναι
9999739 δοτε
ἐλεγες προσελθων τοις καπηλοις , Ἐπειδη κοτυλην πριασθαι βουλομαι , δοτε μοι , ὠ οὑτοι , ἐκπιειν ὁλον ἑκαστος ὑμων
ὑψος γενομενοι ” δοτε ἡμιν ” ἐφωνουν „ λιθους , δοτε κονιαν , δοτε ξυλα , και τἀλλα των προς
9999739 Γανυμηδης
, τοτε ἀγλαοτριαιναν μεταβασαι δευτερῳ χρονῳ , ἐνθα ἠλθε και Γανυμηδης . Ζηνι τωὐτ ' ἐπι χρεος : δια την
; και τινες οἱ ἀσωματοι οὑτοι , εἰ μη που Γανυμηδης και Ζευς ὁ Γανυμηδους ἐκ Τρωων ἐραστης , δι
9999739 Ἀθαναν
διδασκοντας ταδε . σε ταν ὠδινων λοχιαν ἀνειλειθυιαν , ἐμαν Ἀθαναν , ἱκετευω , Προμηθει Τιτανι λοχευθεισαν κατ ' ἀκροτατας
* * * ὁς και τυπεις ἁγˈνῳ πελεκει τεκετο ξανθαν Ἀθαναν * * * κεινων λυθεντες σαις ὑπο χερσιν ,
9999739 εὐφορως
νευρων ἀπαρτησιν , ἠν χαλαρα τε ᾐ φυσει και ἐπιτασεις εὐφορως φερῃ . συχνους γαρ ἀν τις ἰδοι , οἱ
δευτερᾳ ἐπικινδυνως νοσησει . Σεληνης Τοξοτῃ : ὁ κατακλιθεις και εὐφορως νοσησει και ἐλαφρως και ἀκινδυνως , και ταχεως σωθεις
9999739 ἠθελησαν
ὀντος κατα το βρεγμα τα γειτνιωντα αὐτῳ σωματα ἀφισταται : ἠθελησαν γαρ οἱ τῳδε τῳ ἐπιδεσμῳ χρησαμενοι τα μεν ἀφεστωτα
οἰκετων φασκοι ταυτα εἰδεναι , ἡμιν παραδουναι , οὐτε λαβειν ἠθελησαν οὐθ ' ἡμιν ‖ παραδουναι . Και μοι λαβε
9999739 εἰσεφερετο
μεν ἠ κυαμος συνεχως , ποτε δε και των ὡριων εἰσεφερετο τι , του μεν θερους ἀπιος ἠ ῥοα ,
των ἀρχοντων , ὡς προβαινοντος του δειπνου το ποτον οὐκ εἰσεφερετο , των [ δ ' ] ἀλλων ἡσυχαζοντων ,
9999738 χαλεπωτατων
και ἐπιστημην ἐλθειν του εἰναι τι ἀπο τοιουτου τροπου των χαλεπωτατων ἐστιν . εἰρηται γαρ και προτερον ὁτι το ἀπο
χερσι καλλιστον διδασκαλιον γινεται : περι δε των ἀφανεστατων και χαλεπωτατων νουσηματων δοξῃ μαλλον ἠ τεχνῃ κρινεται : διαφερει δε
9999738 συσχηματισθῃ
ὠν και ἐν τοις δυσι καιροις κεκακωμενος [ οὐ ] συσχηματισθῃ ἀστερι ἀγαθυνομενῳ , και αὐτος ἀγαθυνεται : εἰ δε
παιδων ἐρασθησεται και παιδιαις χρησεται . εἰ δε ἀπο τετραγωνου συσχηματισθῃ ταυτῃ ἡ Σεληνη , καθυπερτερει δε αὐτην , προστεθησεται
9999738 μελλῃ
την φυλακην πεπιστευκως εἰναι . των δε ἀλλων ὁταν τι μελλῃ των προσπιπτοντων ἐσθιειν , ὑποθλασας εἰτα εἰασε κεισθαι :
δη τουτου φανερον ὁτι ὁταν δυο τινα παραβαλληται ἀλληλοις και μελλῃ προς ἀντιστρεφοντα λεγεσθαι , δει αὐτα ἐξισαζειν , και
9999738 κομισθεντα
δενδρα ταυτα τα ἀγλαοκαρπα , ὁτι σοι μη ἐθελοι δευρο κομισθεντα βριθομενων των κλαδων ἐναρμοσθεντα τῃ γῃ ταὐτον ποιειν .
λαβειν . τα μεν οὐν εἰς Ἰταλιαν ὑπ ' Αἰνειου κομισθεντα ἱερα τοις εἰρημενοις ἀνδρασι πειθομενος γραφω των τε μεγαλων
9999738 ἐνεπιμπρασαν
και βροχοις συνεπλεκοντο : και τας θυρας ἐνεφραττον ἑτεροι και ἐνεπιμπρασαν . . . ἀνεμος τε πολυς ἐμπεσων ἐς τοσουτον
και πολλα και γενναια ἐδρων τας τε μηχανας αὐτου συνεχως ἐνεπιμπρασαν , οὐχ ἡσσον αὐτοις των γυναικων ἀνδριζομενων . ὀλιγωτεροι

Back