την ὑπερ παντος ἀνθρωπων γενους ἱερωσυνην και προφητειαν λαχειν . Ἠκουσα μεντοι και φυσικων ἀνδρων οὐκ ἀπο σκοπου τα περι
γεμισθηναι ἐκελευσεν . Σχολαστικος ἀπαντησας τινι φιλῳ αὐτου εἰπεν : Ἠκουσα , ὁτι ἀπεθανες . ὁ δε ἀπεκρινατο : Ἀλλ
9999978 ἀκουσα
ἠε και ἐργῳ . πολλακι γαρ σεο πατρος ἐνι μεγαροισιν ἀκουσα εὐχομενης ὁτ ' ἐφησθα κελαινεφεϊ Κρονιωνι οἰη ἐν ἀθανατοισιν
ἰσθι ὁτι οὐκ ἠθελεν ψευδει συγκαταθεσθαι : πασα γαρ ψυχη ἀκουσα στερεται της ἀληθειας , ὡς λεγει Πλατων : ἀλλα
9999971 τεκουσα
τον τοκετον . Γειναμενη : ἡ γεννησασα , και ἡ τεκουσα . καταδαινυται : κατεσθιει , και τρωγει , εὐωχειται
θυοδοκων ὑπερτελης ἀντηλιον προσωπον ἐκφαινει θεων ; φευγωμεν , ὠ τεκουσα , μη τα δαιμονων ὁρωμεν , εἰ μη καιρος
9999968 Συρακουσας
ἐν Ἱμερᾳ στρατηγος συνεβουλευσε τοις ναυαρχοις την ταχιστην ἐκπλειν εἰς Συρακουσας , ἱνα μη συμβῃ κατα κρατος ἁλωναι την πολιν
τῳ Διονυσιῳ , και τους ἀριστους των στρατιωτων ἀπεσταλκοτες εἰς Συρακουσας , ἠναγκασθησαν διατηρησαι την προς Διονυσιον συμμαχιαν , καιπερ
9999968 χωρουσα
ὡς παρα το βω βησω βηλος : χηλος δε ἡ χωρουσα ἑκαστον των ἐντιθεμενων . . . . . .
διαιρεσιν ἡ δε ἀνοδος ἀπο των εἰδικωτατων ἐπι τα γενικωτατα χωρουσα στενοι την διαιρεσιν . το τοιουτον δε ἐοικε δεκαδι
9999968 ἀκουσατε
ἐζησα ἐκει . Και νυν ὁσα ἐγω ὑμιν ἐντελλομαι , ἀκουσατε , τεκνα , του πατρος ὑμων , και φυλαξατε
βουλεται . προς δε ταυτα τι παραινω νυν πραττειν , ἀκουσατε μου . ἐγω τον δημον οὐτ ' ἀδιαλλακτως οἰομαι
9999968 ἀπολαβουσα
ἐτι μετεωρος τυγχανουσα , παλιν προσεπιδιισταται και τοτε την ὀφειλομενην ἀπολαβουσα συστολην , ὁμοιως ἐξερεθιζει την ἁφην διπλην ἐν τῃ
συμβολικως τελειοτητος τι οἰκειον μετρον δηλουσιν , ὁ το προσηκον ἀπολαβουσα ἡ ψυχη και την ἑαυτης σχουσα τελειοτητα ἀποκαθισταται .
9999966 ἐπελθουσα
οὑτω της ἀγορας συνεχως ὁμοιας ἀπολαυεις , και οὐδε νυξ ἐπελθουσα την ἀκμην διακοπτει , ἀλλα πλεον τι παρ '
χειμων ἐπιπεσων ἀμηχανον ἀν ποιησειεν , και γεωργον χαλεπη ὡρα ἐπελθουσα ἀμηχανον ἀν θειη , και ἰατρον ταὐτα ταυτα .
9999966 γεμουσα
την σαφη της ἀληθειας καταληψιν μακρον ὁσον ὀψεως ὑστεριζουσα διελεγχεται γεμουσα ματαιοτητος ἀκοη . ταυτην φαμεν αἰτιαν εἰναι του λεγεσθαι
μη φερετω και κινειτω σε τις ἀτα και βλαβη θυμου γεμουσα και πολεμον μαινομενη : τουτο γαρ το δοριμαργος ,
9999966 ἐπιφανειᾳ
δε τῳ ἐπιπεδῳ εὐθειαν . ποιειτω οὐν ἐν μεν τῃ ἐπιφανειᾳ της σφαιρας τον ΑΓΔ κυκλον , ἐν δε τῳ
πληθει μεν των ἀλλων μερων λειπομενον , τῃ δ ' ἐπιφανειᾳ παντων πρω - τευον . ἀλειτουργητοι γαρ ὀντες οἱ
9999965 διηκουσα
Σικελιας λεγει την Αἰτνην οἱονει ὀφθαλμον . εἰς ὑψος γαρ διηκουσα σκοπιαν της τε θαλασσης και πασης της Σικελιας ἐχει
τιγριδες . Παρα δε την ἀγνωστον γην χωρα Αἰθιοπων ἐπιπλειστον διηκουσα , ἡτις καλειται Ἀγισυμβα : ἐχει δε ἡ χωρα
9999965 δωδεκαεδρον
. νβʹ . Εἰς την δοθεισαν σφαιραν [ το ] δωδεκαεδρον ἐγγραψαι . Ἐγγεγραφθω , και ἐστω σημεια των γωνιων
. οἱον το μεν εἰκοσαεδρον του δωδεκαεδρου , το δε δωδεκαεδρον του ὀκταεδρου , και ὁμοιως το μεν ὀκταεδρον του
9999965 εὑρουσα
βιον . εἰς μελιπηκτα και τραγηματ ' ἐξωκειλεν , ἐπιδορπισματων εὑρουσα πληθος , παντοδαπας θηρωμενη . ἁπαντ ' ἀφανιζει γηρας
: Ἡ Ἑστια θυγατηρ ἠν Κρονου , καταρχας την οἰκιαν εὑρουσα , ἡν ἐντος των οἰκων ἐγραφον , ἱνα τουτους
9999965 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999965 κομισθηναι
, σφισι δε ἀσμενοις ἀντι χρυσου γενεσθαι το σκηπτρον . κομισθηναι δε αὐτο ἐς την Φωκιδα ὑπο Ἠλεκτρας της Ἀγαμεμνονος
ὁσῳ παρα μεν ἐκεινων βουλομενων ἀπολυσαι ἐστι και ἀλλοθεν εὐπορησαντι κομισθηναι , ἐπι δε τοις ἐχθροις γενομενον οὐ δυνατον :
9999965 πρεσβεια
ἡπερ συνεφερεν αὐτῳ , τυχοι . Οὐκουν ἡ μεν προτερα πρεσβεια τον καιρον τουτον εἰχεν , ἡ δ ' ὑστερα
δε βοηθεια ἠ κτησις εὐνοιας ἠ δοξης ; τις δε πρεσβεια , τις διακονια δι ' ἡν ἡ πολις ἐντιμοτερα
9999965 θεωρουσα
ἁπασαν ἐχει ταυτην την θεωριαν Τουτεστιν ἡ γαρ μεθοδος ἡ θεωρουσα πασαν προτασιν , ἐκεινη και τας ἡμαρτημενας ὀψεται :
οὐκ ἐρει . τις οὐν ἐρει ; ἡ και αὑτην θεωρουσα και τἀλλα παντα . αὑτη δ ' ἐστι τις
9999964 παρελθουσα
. κωλυοντων δε αὐτην των Ἑλλανοδικων τον ἀγωνα θεασασθαι , παρελθουσα ἐδικαιολογησατο πατερα μεν Ὀλυμπιονικην ἐχειν και τρεις ἀδελφους και
τῃ νησῳ των Λαιστρυγονων ἡ Κιρκη ἠν , πασας γυναικας παρελθουσα μαγειαις . προσεσχεν οὐν Ὀδυσσευς ἐν τῃ νησῳ μετα
9999964 Ἀνδρου
Τριτωνων και ὀρχουνται . πλει και Διονυσος ἐπι κωμον της Ἀνδρου και καθωρμισται μεν ἡ ναυς ἠδη , Σατυρους δε
ταυτης πελαγους ἰθυναντες τα ἱστια , τα παρα ποδας της Ἀνδρου μετα τινος σφοδροτατου ῥοιζηματος κατελαβομεν . οὐ γαρ ἐποιουμεθα
9999964 ἐπιζευγνυουσα
μη ἐπι τα αὐτα μερη των κεντρων , ἐσται ἡ ἐπιζευγνυουσα τα Ζ Κ διαμετρος της σφαιρας και ὀρθη ἡ
, και πλευρα αὐτου ἐσται ἡ τα Ζ , Θ ἐπιζευγνυουσα εὐθεια ἐπι της ἐπιφανειας οὐσα του κυλινδρου . ἐστι
9999964 παραγγελμασι
οὐδε την ῥητορικην ὑποληπτεον ἐχειν τεχνικην ὑποστασιν , ἐπι τοιουτοις παραγγελμασι σαλευουσαν . ἀμελει γε τοι και οἱ περι Κριτολαον
μεντοι μη παυσηται πλεοναζων , ἀπειθῃ δε και τοις σοις παραγγελμασι και τοις ἐμοις λογοις , μη ἀγνοησῃς ὁτι και
9999964 πρεπουσα
μετιτεον τε και μεχρι τινος προσακτεον , και τις ἑρμηνεια πρεπουσα , ἑξης λεγειν πειρασομαι . . . . μετρον
νομος και μη βουλομενον ἰσως , εἰ ἐστιν αἰδως ἐλευθεριᾳ πρεπουσα , τοις μεν της τεχνης ὑπαγει δικαιοις , των
9999964 φλεγματωδεις
και τους ἀλλους ἁπαντας , ὁσοι τε μελαγχολικοι και ὁσοι φλεγματωδεις εἰσι και σπλαγχνων φλεγμονης ἐκγονοι : και γαρ οὐν
οὐδ ' ἐκφυσαν ἠ πινειν ψυχρον . γινονται δε και φλεγματωδεις ἐμετοι . και ὁσα δια γαστρος ἐκκενουται , ψυχροτερα
9999963 συνειχετο
τοις ἀδικοις ἐναντιουται . ὁδοιπορος πολλην ὁδον διανυσας ἐπειδη κοπῳ συνειχετο , πεσων παρα τι φρεαρ ἐκοιματο . μελλοντος δε
. οὑτος ὡδε ἐκ Κροτωνος ἀπιγμενος Πολυκρατει ὡμιλησε . πατρι συνειχετο ἐν τηι Κροτωνι ὀργην χαλεπωι . τουτον ἐπειτε οὐκ
9999963 ἰδιωτικων
δε περι δημοσιων , ὁ δε περι δημοσιων ἁμα και ἰδιωτικων : περι ἰδιωτικων μεν οἱον ἱππον τις τον ἐποχον
, μεστας οἰκητορων , και πολιτειας ἐγχειριζεσθαι μελλων και πραγματων ἰδιωτικων τε και δημοσιων και ἱερων ἐπιμελειαν , ἡν οὐκ
9999962 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999962 ἐγεννησαν
, ἐκβαλλοντες γαμετην ἑτερην εἰσαγονται , γεννησαντες ἐθαψαν , θαψαντες ἐγεννησαν , παλιν τρεφουσι , γηρας ηὐξαντο , ἐς αὐτο
. προς δε ταις εὐεργεσιαις και την ἐφ ' οἱς ἐγεννησαν ἀρχην ἐλαβον , οὐχ ὡσπερ ἐν ταις πολεσι κατα
9999962 συνεκειτο
δε των ἑπτα ὁ Δαρειος , του ἱππου , καθα συνεκειτο ἀλληλοις , πρωτου μηχανηι τινι και τεχνηι , ἐπειδαν
οἱ ποδες ἠσαν , δι ' ὡν ὁ πας λογος συνεκειτο . Των ποιουσων μεγεθος λογου και ὀγκον ἐφην μετα
9999962 ἐγεννηθησαν
ἠσαν , ἐστ ' ἀν ἐν τῃ γῃ , ᾑ ἐγεννηθησαν , ἐμαχοντο . συμμαχουντος δε Ἡρακλεος Διι και τουτους
αἱ και τον ἐχοντα ταυτας , μεθ ' οὑ και ἐγεννηθησαν , κατελιπον ; „ ὁτι μηδεις λυπεισθω ἐπι συμφορᾳ
9999962 σπουδαστεον
τε και αἰτιας και των ἀρχων ὁ θεος ἐξηγειται , σπουδαστεον ἐν τουτῳ μαλιστα ἐκεινην την ἐπιστημην κτησασθαι , δι
εἰ δε ἐν τουτῳ μαλιστα ἐστιν ἡ ὀντως εὐδαιμονια , σπουδαστεον περι αὐτην , εἰπερ ὀντως βουλομεθα μακαριοι εἰναι .
9999962 τραχυτερα
και οὐλοτερον : ἡ δε ταπεινοτερα και ἡττον εὐαυξης και τραχυτερα και σκληροτερα και ξανθοτερα . τα δε φυλλα τῳ
το μεγιστον των κακων ἀσεβειαν και αὐτα δε τα χαλεπα τραχυτερα ἑαυτοις ἐξεργασεσθε τῳ παρα την ἀξιαν πασχειν αὐτα δοκειν
9999962 ἀμφιπολοι
ἐλαεν δε δι ' ἀστεος : αἱ δε δη ἀλλαι ἀμφιπολοι , πειρινθος ἐφαπτομεναι μετοπισθεν , τρωχων εὐρειαν κατ '
Ναυσικαα , θυγατηρ μεγαλητορος Ἀλκινοοιο , παρ δε δυ ' ἀμφιπολοι , Χαριτων ἀπο καλλος ἐχουσαι , σταθμοιϊν ἑκατερθε :
9999962 ὡροσκοπουντες
δευτεραν διχοτομον καλην την χειρουργιαν ποιει . Ζευς και Ἀφροδιτη ὡροσκοπουντες ἀγαθην την χειρουργιαν ποιουσιν . τα δε εἰρημενα παντα
ὡροσκοπουντων ἑαυτους παραδιδοασιν ἐξουσιαις τισιν . Ἀρης δε και Ἀφροδιτη ὡροσκοπουντες πολλα ἀναλωσειν εἰς ἀφροδισια μηνυουσι και δια τουτο την
9999962 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999962 ἐγχειρισαι
Πτολεμαιος , ὁ της Αἰγυπτου σατραπης , ἐπειθε πολλοις χρημασιν ἐγχειρισαι οἱ την Συριαν , προβολην τε οὐσαν Αἰγυπτου και
Ἐραον , Δαναην , Εὐρυμαχον . Φασι δε Πυρρῳ μεν ἐγχειρισαι την βασιλειαν τον πατερα , Μολοσσῳ δε την ἐκ
9999962 ἀπαλλαγηναι
κωνειον πιειν ἠ προδοντα την ναυν ὁτι ταχιστα των κακων ἀπαλλαγηναι : ἐπι ζημιας κεινται και προστιμηματος . Ὁ Κρης
προφασει μεν ἀλλοτε ἀλλῃ , το δε δη ἀληθες οὐτε ἀπαλλαγηναι της Καλλιροης δυναμενος οὐτε ἐπαγεσθαι θελων αὐτην : ἐμελλε
9999962 Εὐπολιδος
του ἁπλου φυλαττει την κλισιν , Νικοπολεως Ἀμφιπολεως : το Εὐπολιδος Ἀττικον . Ὁ ὀφις του ὀφιος και ὀφεως :
, ἐπαν δ ' ἀνοιξη τας θυρας , τρισαθλιος . Εὐπολιδος : Ὡς πολλα γ ' ἐν μακρω χρονω γινεται
9999961 Συρακουσαις
' οὑ τα ἐπιτηδεια ἑξει . Τῳ δε Ἁβροκομῃ ἐν Συρακουσαις ὡς χρονος πολυς ἐγενετο , ἀθυμια ἐμπιπτει και ἀπορια
και ὁσων δεοι παρασκευασωνται ὡς ἐς το ἐαρ ἐπιχειρησοντες ταις Συρακουσαις . Και οἱ μεν ταυτῃ τῃ γνωμῃ ἀπεπλευσαν ἐς
9999961 φοινικων
δε ἑλκωδηϲ ἐῃ , κομμι και ἀμυλον δευθεντα ῥοδων ἠ φοινικων ἀφεψηματι , και πτιϲανηϲ ἠ τραγου χυλοϲ . ἐπι
περι τον τοπον , ὁς τας τε δη βαλανους των φοινικων τας ὀνομαστας και τον ὀπον φερει , λιμνην εἰναι
9999961 ἐπηγγειλαμην
λελοιπε με το των ἁλιεων , ὁ κατ ' ἀρχας ἐπηγγειλαμην . ἱν ' οὐν μη περι σμικρων διεξιοιμεν ,
τοις τοιουτοις . ἀκριβεστερον δε και περι τουτων , ὁπερ ἐπηγγειλαμην πολλακις , ἐν τῳ περι μεθοδου δεινοτητος ἡμιν λελεξεται
9999961 ἐναργεστερα
ἐπιστημην προσειπε , τα δε μαθηματα οὐτε δοξαν δια το ἐναργεστερα εἰναι των αἰσθητων , οὐτε ἐπιστημην δια το ἀμυδροτερα
λαβειν τους εἰσιοντας προς τους θεους , νομισαντες μαλλον ἐκεινα ἐναργεστερα εἰναι της θεας του θεου , ᾡ ἑορταζειν προσηκει
9999961 κατεσκευασμενα
, ἐχειν δε οἰκιας καλας και τα ἀλλα παντα θαυμαστως κατεσκευασμενα : και γαρ αὐ τα των τεχνων ἐργα δωρα
παντοδαπα φιλοτεχνως τοις τε χρωμασι και τοις των τυπων ἀπομιμημασι κατεσκευασμενα : το δ ' ὁλον ἐπεποιητο κυνηγιον παντοιων θηριων
9999961 ζεουσα
Γιγαντων νησος ἡ μεταφρενον θλασασα και Τυφωνος ἀγριου δεμας φλογμῳ ζεουσα δεξεται μονοστολον . ἐν ᾑ πιθηκων παλμυς ἀφθιτων γενος
ἐαν μηδε πεψεως ἐν τοις οὐροις ἐμφαινοιτο τι μηδε φλεγμονη ζεουσα και ἀξιολογος τῳ μεγεθει ἐμφαινοιτο και προσετι και ἡ
9999961 Πυθαγορικους
: εἰ αὐταρκειαν ἀσπαζῃ , φιλοσοφε , τι οὐ τους Πυθαγορικους ἐκεινους ζηλοις , περι ὡν φησιν Ἀντιφανης μεν ἐν
το δεχομενον αὐτην οὐκετι προσδιοριζουσιν , ὡσπερ ἐνδεχομενον κατα τους Πυθαγορικους μυθους , οἱς ἐκεινος μεν ἐχρητο πολιτικως , οὑτοι
9999961 παρειλετο
ναυσιν ἀργυριου ταλαντα ἑξακοσια ἀπεσταλμενα εἰς Μακεδονιαν προς τους βασιλεις παρειλετο , φασκων ἑαυτῳ χρειαν ἐχειν προς τας των ξενων
τα ῥηματα κατηγορουντα του ἐπιθετικου εὐλογως την του ἀρθρου συνταξιν παρειλετο . Ἡ αὐτη συνταξις και ἐν προσηγορικοις και [
9999961 ἐμβαλουσα
την ἀνθρωπον ἀκρατως ἠνεμωσθαι . οἰκτον γε μην και δακρυα ἐμβαλουσα παντας , ὡς και τους ἀτεγκτους τε και ἀτεραμονας
και εὐθυς μετα τον ἐγκαθισμον ἡ μαια λελιπασμενον τον δακτυλον ἐμβαλουσα και τον ἐγκειμενον θρομβον πραεως διαλυσασα κομιζεσθω . Χρονιζουσης
9999961 φοβηθηναι
παν μεν ποιησειν , παν δε πεισεσθαι ὑπερ νικης , φοβηθηναι δε ἑν μονον , την ἐκ του μη φυλαξαι
λιαν ὀργιλως ἐλαλησεν , ὡστε με συγχυθηναι και λιαν αὐτον φοβηθηναι : ἡ μορφη γαρ αὐτου ἠλλοιωθη , ὡστε μη
9999961 κατεσκευασαν
Ἀπολλον , ἐν τῃ ἐξοχωτατῃ Πυθωνι τον σον οἰκον θαυμαστον κατεσκευασαν . Ἀπολλον , οἱ τεον τε δομον : οἱ
πασαν την δεκατην , εὐωχιας ποιων συνεχεις και πολυδαπανους . κατεσκευασαν δε και Ῥωμαιοι τουτῳ τῳ θεῳ παρα τον Τιβεριν
9999961 κατεστρατοπεδευσαν
ἐκ της ἐν Φεραις τυραννιδος : συστησαμενοι δε δυναμιν ἀξιομαχον κατεστρατοπεδευσαν περι Μαντινειαν . μετα δε ταυτα ἐπι πολιν Ὀρνεας
περι Ἀγαθοκλεα και βραχυ διαχωρισαντες ἀπ ' ἀλληλων την δυναμιν κατεστρατοπεδευσαν . εἰθ ' οἱ μεν Καρχηδονιοι πυθομενοι την τουτων
9999961 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999961 ἐποιουντο
. ὡς το εἰκος οὐν , οἱ ξυγγενεις αὐτων σπουδην ἐποιουντο πρασσειν : την εἰρηνην δηλονοτι . οὐπως ἠθελον :
ἀλλας ὑπερ των ἀνδρων πρεσβειας τε και ἱκεσιας ἐπιπεμποντων λογον ἐποιουντο οὐδενα . ἑπτακαιδεκατῳ δε ὑστερον ἐτει τριακοσιους ἠ και
9999961 Νικανδρος
ἐμφαγειν : ἀρτον γαρ τις τυρωντα τοις παιδιοις ἰαλε . Νικανδρος δ ' ὁ Κολοφωνιος ἐν ταις Γλωσσαις τον ἀζυμον
Ὠλος τ ' Εὐρυβατος τε , δυω βαρυδαιμονες ἀνδρες . Νικανδρος : ἀγινευν Ὠλον τ ' Εὐρυβατον τε πανουργοτατον .
9999960 μελλοντοϲ
. ἐαν τυφθωμεν ἐαν τυφθητε ἐαν τυφθωϲι Μεϲου ἀοριϲτου και μελλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐαν τυψωμαι τυψῃ τυψηται Δυ .
Δυ . τυψαϲθον τυψαϲθων Πληθ . τυψαϲθε τυψαϲθωϲαν Ἀοριϲτου και μελλοντοϲ βʹ Ἑν . τυπηθι τυπητω Δυ . τυπητον τυπητων
9999960 ἐκινουντο
, εἰ μη τις ἐπεξεισιν , οὐδεν μαλλον οὑς ἐχρην ἐκινουντο οὐδε συνηγον τους των βουλευματων κοινωνους ἐπι ζητησει του
ποδες δ ' ὑπερικταινοντο . † ) Ἀρισταρχος ἀνεπαλλοντο και ἐκινουντο προθυμουμενης αὐτης βαδιζειν ταχεως , μη δυναμενης δε ,
9999960 σφοδροτης
νου ἠ τις ἐπιτευξις ἠν ἡ ἀληθης μαντεια , ἠ σφοδροτης και ἐπιτασις ἐνεργειας ἠ παθους ἠ ὀξυτης και φορα
' ἀνοια μανιας , ὁ δε λογος φρονουντος , ἡ σφοδροτης δε θηρος , ὁ δε πονος ἀδαμαντος , ἡ
9999960 ἐπολεμησεν
θαλασσιᾳ σεριφῳ νησῳ και τοις ἐν αὐτῃ λαοις : ἀϋσεν ἐπολεμησεν . ἀπο της ἀϋτης . [ . ] Ἠτοι
: ὁ μεντοι Τισσαφερνης το τε Κυρειον στρατευμα καταλογιζομενος ὡς ἐπολεμησεν αὐτοις και τουτῳ παντας νομιζων ὁμοιους εἰναι τους Ἑλληνας
9999960 ἑπτακοσιοις
ταυτα δε πεντε και τετταρακοντα ἠδη προς [ τοις ] ἑπτακοσιοις ἐτεσιν ἐστιν εἰς ὑπατους Κλαυδιον Νερωνα το δευτερον [
τον Μικρον διακοσμον ἐτεσιν ὑστερον της Ἰλιου ἁλωσεως τριακοντα και ἑπτακοσιοις . γεγονοι δ ' ἀν , ὡς μεν Ἀπολλοδωρος
9999960 θαυμαζειν
και τῃ κινησει διαδεικνυσθαι , ὡστε τῃ ποικιλιᾳ των ἐξω θαυμαζειν τας περι των ἐνδον νοησεις : οἱονει τις ζωγραφος
την των ἁρμονιων ἀκριβειαν . ὁ δε μαλιστα των ἀλλων θαυμαζειν ἀξιον , ῥυθμος οὐδεις των μακρων οἱ φυσιν ἐχουσιν
9999960 ἐπεδεικνυντο
οὑς και ὁ Κομοδος ᾐδειτο και ὁσοι πατρῳαν αὐτῳ εὐνοιαν ἐπεδεικνυντο της τε ἐκεινου σωτηριας προμηθειαν εἰχον , ποιησαμενος τε
εὐθενουντων βοτρυων προ του ἀντρου τεθηλυιαι το φιλεργον της Ἀταλαντης ἐπεδεικνυντο . ὑδατα τε διατελη και ἀει ῥεοντα και καθαρα
9999960 ἐχειροτονησεν
ψηφισμα Φιλοκρατης ὁ Ἁγνουσιος , και ὁ δημος ἁπας ὁμογνωμονων ἐχειροτονησεν , ἐξειναι Φιλιππῳ δευρο κηρυκα και πρεσβεις πεμπειν ὑπερ
εἰς Σικελιαν ἐδει τους πρεσβεις ἀγειν , οὑς ὁ δημος ἐχειροτονησεν . ἡ οὐν ἀναγωγη δια ταχεων ἐγιγνετο μοι .
9999960 ὀργανικου
τε φυτικην και την αἰσθητικην , ἐντελεχειας εἰναι σωματος φυσικου ὀργανικου ἀναγκαιον , οὐ πολλου ἀν δεοιμεθα λογου : ἀλλ
κατα την διαιρεσιν γινεται της φιλοσοφιας προστιθεμενου του λογικου ἠτοι ὀργανικου : της γαρ φιλοσοφιας εἰς δυο διαιρουμενης τα αὐτοπροσωπα
9999960 συμβολικως
την δυαδα , καλως ἐλαμβανετο ὁ Ἀριστοτελης : νυν δε συμβολικως λεγουσι την δυαδα ἀρχην των μεριστων παντων , ἐπειδη
εἰρηται ἐν τῃ Περι ψυχης πραγματειᾳ . παλιν ἡ εὐθεια συμβολικως λαμβανεται εἰς την ψυχην , δια το ποθεν ποι
9999960 ἀκουσασα
γυναικα του Ξανθου φορῳ βασταζομενην ἐκεινον τον τοπον διαβαινειν . ἀκουσασα δε του κηρυκος παρεγενετο εἰς την οἰκιαν και περιτυχουσα
. σημειωσαι την συνταξιν : πρωτον μεν γαρ προς το ἀκουσασα συνεταξε το ὀττοβον , εἰτα ἐνηλλαξε δια του ὁτι
9999960 ἐκρατουν
ὁμως δε ὡς οἱ μεν περι τον Κλεομβροτον το πρωτον ἐκρατουν τῃ μαχῃ σαφει τουτῳ τεκμηριῳ γνοιη τις ἀν :
πολεμου . ᾐσαν ἐς χειρας : συνεπλακησαν . ἐπειχον : ἐκρατουν . οὑτοι δε ἐν τῳ εὐωνυμῳ μαλλον : οἱ
9999960 κατεψηφισαντο
ὁτι το μεν πρωτον ηὐδοκιμει Περικλης και οὐδεμιαν αἰσχραν δικην κατεψηφισαντο αὐτου Ἀθηναιοι , ἡνικα χειρους ἠσαν : ἐπειδη δε
ὡν δ ' ἐδοξαν καταψηφιζεσθαι δυοιν , οὐδε τουτων ἀδικειν κατεψηφισαντο , ἀλλ ' ὡσπερ παιδες διδασκαλον αὐτοις ἠξιωσαν ὑποχωρησαι
9999960 ἑκουσα
ἐλεγον οὐν οἱ ἀνθρωποι , ἀνδρεια γε ἡ Ἀλκηστις , ἑκουσα ὑπεραπεθανεν Ἀδμητου . Τοιουτο μεντοι οὐκ ἐγενετο , ὡς
αὐ ταυτην γλυκυτατην ἐν τῳ παροντι καρπουται . ὁθεν δη ἑκουσα εἰναι οὐκ ἀπολειπεται , οὐδε τινα του καλου περι
9999960 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999959 ἐπραγματευσατο
κατηγορημενα . τουτο και Δημοσθενης ἐν τῳ περι του στεφανου ἐπραγματευσατο . ἐγκωμιον αὑτου ἠθελησεν γραψαι , και την ἀπολογιαν
κατα την οἰκιαν , εὑρον λογον γεγραμμενον πολυτελως , ὁν ἐπραγματευσατο προς τα πληθη , πεισων ἐξ ἁπαντων των πολιτων
9999959 Ἀνδροτιων
Λαχητα και Νικοστρατον . . . : Ὑπερβολος , ὡς Ἀνδροτιων φησιν , Ἀντιφανους ἠν , ὁν ὠστρακισθαι δια φαυλοτητα
Ὁ πολιτης Καλυδναιος . . . και Καλυδνιος , ὡς Ἀνδροτιων ἑκτῃ Ἀτθιδος . . . : Τηλος , νησος
9999959 φαραγγας
τε γαρ τινα ἱλασκονται και ῥειθρα ποταμων και λοφους και φαραγγας , και τουτοις , ὡσπερ ὁσια δρωντες , ἱππους
δ ' ἐπι τον τοπον ὡς εἰδον οὐτε δρυμους οὐτε φαραγγας οὐτ ' ἀλλο χωριον , ἐνθα ὑποκαθιζειν ἐστι λοχους
9999959 ἀνεχωρησεν
του ἀνακτος λεγει , τουτεστι † της τυφωσεως † , ἀνεχωρησεν ἡ φλοξ : ἠ ἡ φλοξ του ἀνακτος τουτου
και πολλα τετραποδα καταλιπων του καπνου σκοτεινοτεραν την νυκτα ποιουντος ἀνεχωρησεν ἐς τοπον δασυ και συσκιον . ἡμερας δε γενομενης
9999959 ἀλεκτοριδων
ἐν τοιϲ ἀρθροιϲ . Ἀλεκτοριδων κοπροϲ . Τῃ δε των ἀλεκτοριδων ἐχρηϲαμην και αὐτοϲ ἐπι των ὑπο μυκητων ἐδωδηϲ πνιγηναι
ριϚ Περι προβατειαϲ κοπρου ριζ Περι περιϲτερων κοπρου ριη Περι ἀλεκτοριδων κοπρου ριθ Περι κοπρου χηνοϲ ἱερακοϲ πελαργων και των
9999959 ταραχην
, τον δε λιμενα καταλιποντες [ πολυν ] θορυβον και ταραχην παρεσχον τοις Ῥοδιοις [ . ὁ δε Κονων ]
καταφυγειν . ὁ δ ' Ἀππιος καταρχας μεν εἰς πολλην ταραχην κατεστη ἠγριωμενους ἁπαντας ὁρων και πολυν ἠπορει χρονον ,
9999959 σκληρου
δοκει μοι τεκμηριῳ την ἁπαλοτητα ἀποφαινειν , ὁτι οὐκ ἐπι σκληρου βαινει , ἀλλ ' ἐπι μαλθακου . τῳ αὐτῳ
ἁπασων την ἐφευρεσιν , και την ἐκ του ἀπεριττου και σκληρου βιου ἐκεινου ἐπι το θηλυπρεπεστερον και βλακωδεστερον μεταῤῥυθμησιν .
9999959 πετραια
ἐπνιξα ἐν ἁλμῃ τουτον εὐανθεστερᾳ , κωβιδι ' ἀττα και πετραια δη τινα ἰχθυδια , τουτων ἀποκνισας τα κρανια ἐμολυν
βλιτοις διαχρω το λοιπον . κοιλιαν σκληραν ἐχεις , τα πετραια των ἰχθυδιων ἀπεσθιε . ἡ τρυξ ἀριστον ἐστιν εἰς
9999959 τυχουσης
. ὁμοιως δη δειξομεν , ὁτι και ἡ τυχουσα της τυχουσης ἐν πλειονι χρονῳ ἐξαλλασσει το φανερον ἡμισφαιριον ἠπερ ἡ
. ἐν [ τε ] γαρ ταις ἐπιστημαις οὐ της τυχουσης εἰναι διανοιας το καταμαθειν τε και κριναι καλως βλεψαντας
9999959 τειχισαι
εὐβατου τε γαρ οὐσης ἐτι και εὐεπιδρομου τοις σοφισταις , τειχισαι τε Ἀριστοτελη και περιφραξασθαι πανταχοθεν και ἀποκλεισαι τας ἐπιβουλας
. Δημοσθενης δε στρατευσας ἐπι Πυλον ἐπεβαλετο τουτο το χωριον τειχισαι κατα της Πελοποννησου : ἐστι γαρ ὀχυρον τε διαφεροντως
9999959 τικτουσα
. θ παντροφος ] ἠτοι δι ' ὁλου του ἐτους τικτουσα . Ξ πελειας ] περιστερας . πελειας ] περιστερα
, ἀλλα προεισφερειν . Ἐρις ἐριν ἀντιφυτευει . Ἐρις ἐριν τικτουσα προσμναται λογον : ἐπι των ἐκ φιλιας ἀδολεσχουντων .
9999959 συμπτωματι
ἐπινευσαντος οὑτως ἐτεθη : ἐπισημασιαν δε ἐχει ἐπι τῳ ἐκεινου συμπτωματι δυομενη καθ ' ὡραν . Ἐχει δε ἀστερας ἐπι
εἰρηται γαρ ὡσπερ ἐπι νοσηματων γινεται τουτο , και ἐπι συμπτωματι γενηται σπασμος , χαλεπον σημαινει , ὁτι και των
9999959 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999959 Φαιδρου
τοις νοημασι και τοις λογοις χρησαμενος . Συγκαταθεμενου οὐν του Φαιδρου , λεγει ὁ Σωκρατης τον δευτερον λογον , εἰς
ὡς φησι Φαιδρος , οὐχ ὁμοιον ἐστι τῃ θρυψει του Φαιδρου : ὁ μεν γαρ Φαιδρος τῳ ὀντι ἐσχηματιζετο ἁτε
9999959 ἐχρησαντο
γεγονασι περι την ἀρχην και τοις πραγμασιν οὐκ εἰς δεον ἐχρησαντο , οὐκ ἐστι τουτο του γενους ἁμαρτημα , ἀλλα
στʹ . [ Τι ἐστιν ἰατρικη . ] Ὁροις μεν ἐχρησαντο οἱ λογικοι : ὑπογραφαις δε οἱ ἐμπειρικοι : το
9999959 ἐστρατευσαν
δυναμεως ἀπηρεν εἰς την Ἀσιαν . Ὡς Καρχηδονιοι μεγαλαις δυναμεσιν ἐστρατευσαν εἰς την Σικελιαν . Ὡς Γελων καταστρατηγησας τους βαρβαρους
μερων ἀνθρωποι το γενος ἀσημοι , καταθαρσησαντες ἐπι την χωραν ἐστρατευσαν , και ῥᾳδιως ἀμαχητι ταυτην κατα κρατος εἱλον .
9999959 σπουδαις
αἱρουμενη ταυτην , ἀχθομενη δε ἐπι ταις ἀλογοις και ἀμετροις σπουδαις ἠ φυγαις τωνδε των παθων και ἀποστρεφομενη αὐτα .
ἐπιτιθησι μετα τας φιλικας παραινεσεις ταις περι τους ξενους ἡμων σπουδαις , μητε δι ' εὐχερειαν πληθος εἰσδεχεσθαι ξενων κελευων
9999959 Καλυψους
της ἑτερας Τα ἐν Πυλῳ και Τα ἐν Λακεδαιμονι και Καλυψους ἀντρον και Τα περι την σχεδιαν και Ἀλκινου ἀπολογους
κἀν παθητικοις πολλακις ὁ συνδεσμος οὑτος , ὡσπερ ἐπι της Καλυψους προς τον Ὀδυσσεα Διογενες Λαερτιαδη πολυμηχαν ' Ὀδυσσευ ,
9999959 ὁμοφωνει
και καθημαι προπαροξυνει συνθετα ὀντα . Τα εἰς ΤΑΙ τριτα ὁμοφωνει τοις εἰς ΜΑΙ πρω - τοις : τυπτομαι τυπτεται
κατωρθωται , και λειπεται το ἐστε ὠλιγωρησθαι , ὁτι μη ὁμοφωνει τῳ κατωρθωμενῳ . ἀλλ ' ὁμοτονειν θελει τα δευτερα
9999959 Συρακουσσων
τα κατα την δυναστειαν , μελλοντος δ ' ἐκ των Συρακουσσων ἐξιππευειν προς ἑκουσιον φυγην Ἑλωρις ὁ πρεσβυτατος των φιλων
φιλοσοφοι κατεχουσι . . . . ἀφ ' οὑ Ἱερων Συρακουσσων ἐτυραννευσεν ἐτη ΗΗΓΙΙΙ ἀρχοντος Ἀθηνησι Χαρητος [ / ]
9999959 Σαλαμινιος
κοινωνουσι : των γαρ Αἰαντων ὁ μεν ἐστι Τελαμωνος υἱος Σαλαμινιος , ὁς ἐμονομαχησεν Ἑκτορι , ὁ δε ἑτερος Ὀιλεως
ἠ ὁτι ἐν Ἀργει ἐναυπηγηθη , ὡς φησιν Ἡγησανδρος ὁ Σαλαμινιος . πεταυρον δε καλειται ἡ πλατεια σανις . αὑτη
9999959 ἐδυνηθησαν
ἐμον θειον οὑτοι ἀπεκτειναν και μισθον ἐλαβον , οἱ οὐκ ἐδυνηθησαν ἐμης νοσου λογον εἰπειν , οὐδε ἐξ ἐπομβριας πως
: ἠτοι ἀριθμῳ , ἠ ἀντι του πολλακις . ὁσοι ἐδυνηθησαν ἐν γῃ και ἐν Ἁιδῃ . . . .
9999959 θαυμασθηναι
ἐκαθημεθα δε ἐν τῃ στοᾳ . και ἀποβλεφθηναι ἐπι του θαυμασθηναι Αἰσχινης εἰπεν ὁ Σωκρατικος . γλωττας δε τας των
. ῥηθεντων δε τουτων των ἐπων , οὑτω σφοδρως φασι θαυμασθηναι τους στιχους ὑπο των Ἑλληνων ὡστε χρυσους αὐτους προσαγορευθηναι
9999959 καθηκουσα
ὁμορουσα Γερμανια , μεχρι δρυμου Ἑρκυνιου και των Ῥιπαιων ὀρων καθηκουσα , ἡ δ ' ἐπι θατερα τα προς μεσημβριαν
Ἀραξος . Ἡ δε της Ἠλειας μεση και Σικυωνιας , καθηκουσα μεν ἐπι την προς ἑω θαλασσαν , Ἀχαϊαν δε
9999959 Κασανδρου
τωι ἐγγονωι Ἀλεξανδρωι ἀπηνως παρα του υἱου του Ἀντιπατρου του Κασανδρου . ὁς Κασανδρος μετα τους τοιουτους φονους ἐγημε την
και τον χοιρον ἰακχον . τοιουτος ἠν και Ἀλεξαρχος ὁ Κασανδρου του Μακεδονιας βασιλευσαντος ἀδελφος , ὁ την Οὐρανοπολιν κτισας
9999959 ἀταραχος
ἀτυχῃς και δυστυχῃς ; οὐκουν ἀφοβος μεν οὑτως ἐσει και ἀταραχος . λυπη δε τι προς σε ; ὡν γαρ
του ὀνειρου δει τεκμαιρεσθαι ὁτι ἐχει τι δεινον γενεσθαι : ἀταραχος : το μεν φρισσει ταρβει ταὐτον ἐστιν . ὁ
9999959 τετρακισχιλιους
των Νομαδων των καλουμενων Ἀρεακιδων ἐς φιλιαν ὑπηγετο . και τετρακισχιλιους ἱππεας αὐτομολους αὐτῳ προσφυγοντας , οἱ Συφακος ὀντες τοτε
φιλων Ἀθηναιον , δους δ ' αὐτῳ πεζους μεν εὐζωνους τετρακισχιλιους , ἱππεις δε τους ἐπιτηδειους εἰς δρομον ἑξακοσιους συνεταξεν
9999959 συνεχωρησεν
. ἐπεβουλευον : και οἱς σπεισαμενος Δημοσθενης Μαντινευσι και Μενεδαϊῳ συνεχωρησεν ἀναχωρησαι , οὑτοι κρυφα ἐβουλευοντο ἀναχωρειν , ἱνα μητε
βαρβαρον και πολεμικον : οὑ δη περιδεης Διονυσιος γενομενος ἁπαντα συνεχωρησεν και ἐτι πλειω τοις τοτε συλλεχθεισι των πελταστων .
9999959 τελειοτητι
ἐξαιθριασαντες προσεπλεξαν τῳ κηριῳ και θειῳ : και οὑτως ἐκπυρωσαντες τελειοτητι και συμμετροις πυριαις , τουτεστιν λειωσεσιν ἠ ὀπτησεσιν ἀνελομενοι
ἀλογως δ ' ἀν οὐτε ἀπορησειεν οὐτε ἀξιωσειεν : ἐν τελειοτητι μεν γαρ τινι το σπερμοφυειν και των ζωων ὁσων
9999959 ἀποκεκλικως
μοιρᾳ γʹ ἠ ζʹ , κατ ' ἀμφοτερα οὑτος ἐσται ἀποκεκλικως , και μοιρικως και ζῳδιακως , και οὐκ ἐστιν
τον τουτου συνεργον , ποτερον ποτε ἐπικεντρος ἠ ἐπαναφερομενος ἠ ἀποκεκλικως , ἀνατολικος ἠ δυτικος , ἠ ἐν οἰκειοις ζῳδιοις
9999959 τυχουσα
δε Σεληνη , χωρισμος γινεται παρ ' αἰτιαν : Ἀφροδιτη τυχουσα γαρ ἐν ζῳδιοις πλανητος τε , καλον την φυσιν
εὐθειαι γραμμαι ἠχθωσαν αἱ ΒΔ , ΑΕ , και ἠχθω τυχουσα ἡ ΔΕ , και ἀπο του Ζ τῃ ΔΕ
9999959 συνδρομης
ἡρωικως δε μαχομενος και πολλοις τραυμασι περιπεσων ἐτελευτησε , τοτε συνδρομης γενομενης περι του πτωματος νεκρων πληθος ἐσωρευθη . ἀναρχιας
συμπτωματων εἰδως , πολλακις ἀνομοιου δοκουσης εἰναι τοις πολλοις της συνδρομης , τοις αὐτοις χρησεται , οἱον ὀπισθοτονικοι τινες λεγονται
9999959 παρελιπεν
Πυθαγορου και Τιμων ἐν τοις Σιλλοις δακνων αὐτον ὁμως οὐ παρελιπεν , εἰπων οὑτως : Πυθαγορην τε γοητας ἀποκλινοντ '
ἀνομοια ὡς ἑνα ὁρισμον ἐπιδεχομενα τον της ἀνομοιοτητος . κἀν παρελιπεν ὁ Ἀριστοτελης την διαιρεσιν κατα την ταξιν των γενικωτατων
9999958 ἀπεχρησεν
ταξιαρχος οὐ λοχαγος οὐχ ἱππευς οὐ τοξοτης , ἀλλ ' ἀπεχρησεν οἱ και ὁ εἱς ὁπλιτης οὑτος πληρωσαι την της
βασιλειαν μεγαλην οὐδαμου μαχης ἐδεηθη και φονων , ἀλλ ' ἀπεχρησεν ἡ φρονησις και το ποθεισθαι τον ἀρχοντα . μεγιστη

Back