, ἐν ᾑ ἰσα τα τε κινουμενα εἰσι και τα ἠρεμουντα ἐν ταις των γενων διαφοραις . γιγνεται δ '
κινητα , δυναμει και ἐν χρονῳ ἐστιν , ὡς τα ἠρεμουντα : ὁσα δε ἐνεργειᾳ , ἐνεργειᾳ ἐν τῳ χρονῳ
9999980 μισθουσθαι
ἱλαριας μετεχειν , ἐναντια δε ἀγοραζειν , οἰκιας ἠ χωρας μισθουσθαι ἠ μετοικιζεσθαι , ἐκτιτρωσκειν δε ἐπικινδυνον και ταις αὐτοματως
δε Ταυρῳ σπειρειν , φυτευειν και ἀργην γην γεωργειν , μισθουσθαι δε χωραν ἀσυμφορον , ἐν δε Διδυμοις γεωργειν και
9999979 ἀραιοτητα
γην εἰς τα μεσημβρινα μερη δια την ἐν τοις μεσημβρινοις ἀραιοτητα , ἁτε δη πεπηγοτων των βορειων δια το κατεψυχθαι
βλαστησαι , τα δε προς ταις μεσημβριαις θηλεα παρα την ἀραιοτητα . , Ἀναξαγορας , Π . τα μεν ἐκ
9999978 ἁρμονικων
εἰς την ψιλην κιθαρισιν πρωτος εἰσενεγκειν και πρωτος μαθητας των ἁρμονικων ἐλαβε και διαγραμμα συνεστησατο . ἠν δε και ἐν
περιοδους ἐγκυκλιους τε πασας εἰναι και τεταγμενας και τας των ἁρμονικων συστηματων ἀπο - καταστασεις ὁμοιως ἐχειν . ἐπειδηπερ ἡ
9999978 διαλεκτικης
κατα σχολην τοις τοιουτοις καλλυνεσθαι προμηθουμενης , ἀλλ ' οὐ διαλεκτικης ἑτοιμοτητα και λεξιν και διανοιαν ἀποσχεδιαζουσης . τοιαυτα δε
της ἀποδεικτικης ἐν τοις Ὑστεροις ἀναλυτικοις , περι δε της διαλεκτικης ἐν τοις Τοποις . προς δε την παρουσαν χρειαν
9999978 συλλογιστικος
τουτῳ και το Α ὑπαρχει παντι οἱον τῳ Γ , συλλογιστικος οὑτος ὁ λογος . ἐαν δε οὑτως εἰπω ,
γε πως ἐξει το πραγμα ; ὁ δε κατα συστολην συλλογιστικος : ἀλλα μην ἡμερα ἐστιν , φως ἀρα ἐστιν
9999978 συμπληρουντα
ἐκεινα , ὡσπερ ὁ οἰκος εἱς λεγεται τῳ παντα τα συμπληρουντα αὐτον περιεχειν . τουτο δε διχως λεγεται : ἠ
το της ψυχης εἰδος ἀπομαξαμενης εἰς αὐτην της τεχνης τα συμπληρουντα την ψυχην : και γαρ λογισμου κατηγορειτο δηλωμα και
9999978 ἐπικρατουσης
ὀρθως τῳ σωματι και † αὐτα κατορθουμενα . κακιας γαρ ἐπικρατουσης ἐν τῃ ψυχῃ , εἰς πονηρα και αὐτα συντελεσουσι
ψιλην δυσκρασιαν καμοντων τα οὐρα πανυ λεπτα διαφαινεται της οἱασδητινος ἐπικρατουσης δυσκρασιας , ἡττον δ ' αὐ λεπτα διαφαινεται ,
9999977 αὐτοδιδακτος
και μετα ἀλλων μερων λογου ἐν ἀρχῃ , αὐταρεσκος , αὐτοδιδακτος . και δια τουτο ἐσημειουτο το φιλαυτος : εἰρηται
ὡραν τοις ἀναγκαιοις χρωμενων . Ἑνος χανοντος μετεσχηκεν ἁτερος : αὐτοδιδακτος . Ἑνος φιλιη ξυνετου κρεσσων ἀσυνετων παντων : ἐκ
9999977 ἑτεροτητα
λογος . ἑτερομηκεις δε οἱ τοιουτοι κεκληνται , ἐπειδη πρωτην ἑτεροτητα των πλευρων ἡ προσθηκη τῃ ἑτερᾳ πλευρᾳ της μοναδος
ἑκατερον , ὡς το ἰσον και ὁμοιον , τα δε ἑτεροτητα ἐχει ὡς πατηρ και υἱος , δουλος και δεσποτης
9999977 διωκομενη
! ! το διαστημα συναισθανεται : εἰ δ ' οὐν διωκομενη του ῥηγματος μη θαρρησειεν ἑαυτηι ὡς εἰς το καταντικρυ
ἐρχεται , και οὑτω πικρως ἀγρευεται πληγεισα τῳ βελει . διωκομενη γε μην ἐλαφος , εἰ προς ὑδωρ ἐμβαψει τους
9999977 φορουντα
της ἀκροασεως . ἰδοντα δ ' ἐκεινον χλαμυδα και καυσιαν φορουντα και κρηπιδα , καταγελασαντα „ το παλαιον ” φαναι
σωτηρος ἑλησθε , ἠδη χρη γεραον , πολιον σφοδρα κρατα φορουντα οἰνον , ὑγραν χαιταν λευκῳ πεπυκασμενον ἀνθει πινειν ,
9999977 συμπλακεντα
, οὐδε μην ἀδικημα νενομισται το μη γραψαι νικην , συμπλακεντα δε ἀμφω και ἑνωθεντα ἀδικηματος λαμβανει συστασιν : το
φρονησει . διεζευγμενα μεν οὐν ἀσθενει προς τας ἐπιχειρησεις , συμπλακεντα δε μεγα τι και σφοδρον ἀποτελει προς ἀρετην ἠ
9999977 ἐπολεμουν
παραλιπειν . Ἀκραγαντινων στρατηγος ἠν ὀνομα Φοινιξ : Συρακοσιοις δε ἐπολεμουν οὑτοι . οὐκουν ὁδε ὁ Φοινιξ διαλυει τον ταφον
χρησιμα τους βαρβαρους αἰτων διωδευεν : οἱ γαρ ἀνδρες οὐκ ἐπολεμουν οὐδ ' ἠξιουν τι πασχειν , ἐστε Λουκουλλον και
9999977 ἐπικρατουν
παντων μεν ἐν πασιν ἐνοντων , ἑκαστου δε κατα το ἐπικρατουν ἐν αὐτωι χαρακτηριζομενου . χρυσος γαρ φαινεται ἐκεινο ,
, ἀλλα παντα μεν μεμικται , λεγεται δε κατα το ἐπικρατουν ἑκαστον . Ἐπει οὐδε την γην ἀνευ ὑγρου φασι
9999977 μελαιναν
δη εἰναι αἱμα και φλεγμα και χολην ξανθην τε και μελαιναν . Και τουτεων πρωτον μεν κατα νομον τα οὐνοματα
χαλκῳ , ἠνωγει δε μ ' ἰοντα θοην δια νυκτα μελαιναν ἀνδρων δυσμενεων σχεδον ἐλθεμεν , ἐκ τε πυθεσθαι ἠε
9999977 πικροτατον
ἐστι το κρεας : το δε αἰτιον , πεφυκεν εἰναι πικροτατον . Εἰναι δε ἀλογα μεν ζῳα , φυσικην δε
σον ἐστιν , ὁμοια σε τῳ Σαλαιθῳ ποιειν , ὁς πικροτατον κατα μοιχων θεις τοις Κροτωνιαταις νομον και θαυμαζομενος ἐπ
9999976 Ἀρχιγενους
και του περιτοναιου γεγονε ρβʹ . Περι ἑλκωθεισης μητρας , Ἀρχιγενους ργʹ . Θεραπεια των ἐν τῃ μητρᾳ ἀνθρακωδων ἑλκων
κοιλιας ἐπεχομενης κζʹ Περι ἐμπνευματωσεως κηʹ Περι εἰλεου και χορδαψου Ἀρχιγενους κθʹ Περι των ὑπο δριμεος χυμου ὀδυνωμενων το κωλον
9999976 Εὐριπιδειον
Ϛʹ δακτυλικον πενθημιμερες . το ζʹ ἐγκωμιολογικον . το ηʹ Εὐριπιδειον . το θʹ ἀναπαιστικον Ἀριστοφανειον ἡμισυ ἀκροτελευτιον . το
πενθημιμερων . Το βʹ δακτυλικον τριμετρον ἀκαταληκτον . Το γʹ Εὐριπιδειον ἠ ληκυθιον . Το δʹ ἀναπαιστικον τριμετρον βραχυκαταληκτον .
9999976 συνισταμενα
ὑπο των αὐτων αἰτιων γινομενα και περι τα αὐτα χωρια συνισταμενα . ἐπιπολαια μεντοι ἡ κατασκευη αὐτων και οὐκ ἐνδιαθετος
γαστερα , παυσεις τον στροφον . Τα ἐν τῳ πνευμονι συνισταμενα παθη ὀξος δριμυ χλιανθεν και ἐγχυθεν ἰαται : ἠ
9999976 κατεσκευασμενοι
, ” τας των νεων ἀνδρων ταξεις . νεοτευχεες νεωστι κατεσκευασμενοι . ὁ δε λογος ἐπι των διφρων . νεοαρδεα
ὡν ἡ παρασκευη τουτον εἰχεν τον τροπον : πυργοι ξυλινοι κατεσκευασμενοι ἐπετιθεντο τοις νωτοις αὐτων , ἀφ ' ὡν ἀνδρες
9999976 πεντεκαιδεκατον
δια των σκιοθηρικων δεικνυται . Το δε του ὁλου κυκλου πεντεκαιδεκατον πεμπτον ἐγγιστα της διαμετρου γινεται . Ἀν τοινυν ἐπιπεδον
ἐστιν αὐ συν εἰκαδι , Ὑδροχοου τεσσαρα λαμπρομοιρια , Το πεντεκαιδεκατον αὐ συν εἰκαδι , Των Ἰχθυων δε δωδεκα συν
9999975 λογισμος
ἐστιν ὑποληψις ἀνευ ἀποδειξεως , διο και ἀβεβαιος , και λογισμος δε ἀπαταται πολλακις τῳ μηδε την ὑλην , περι
μονον ἀφ ' ἑαυτων ἐνδιδῳη . ταυτα δε νηφων μεν λογισμος οὐκ ἀνεχεται , μεθῃ δε κατεσχημενος και ὡσπερ ἐξοινος
9999975 Μαντινης
οὑτως ἐς την ξυμμαχιαν προσεδεχοντο τους ἐθελοντας των Ἑλληνων , Μαντινης δ ' αὐτοις και οἱ ξυμμαχοι αὐτων πρωτοι προσεχωρησαν
ἰδιας ὠφελιας Δωριης ἐπι Δωριας μετα Ἀθηναιων Ἰωνων ἠκολουθουν , Μαντινης δε και ἀλλοι Ἀρκαδων μισθοφοροι ἐπι τους αἰει πολεμιους
9999975 δεικνυουσι
[ ] ἐν ταις βιβλοις του πατρος ἡμων , αἱ δεικνυουσι την τε ἀποκαλυψιν αὐτου και ἁρπαγην της αὐτου ἀποστολης
το οὐνομα ἐπι τοιουτῳ πρηγματι ὀνομαζειν , την δε δευτερην δεικνυουσι ὑποδεεστερην τε ταυτης και εὐτελεστερην , την δε τριτην
9999975 γεγραμμενοι
και ὁ οἰσυπηρος και οἱ παραπλησιοι ἐν τῳ ιδʹ λογῳ γεγραμμενοι . χριονται δε συν οἰνῳ γλυκει , μιγνυνται δε
” φησι “ βουστροφηδον ἠσαν οἱ ἀξονες και οἱ κυρβεις γεγραμμενοι ” δεδηλωκεν Εὐφοριων ἐν τῳ Ἀπολλοδωρῳ . ἠ ἐπει
9999975 θεμελιους
Θρᾳκων ὁ μυς ἀργιλος καλειται , σκαπτοντων δε εἰς το θεμελιους καταβαλεσθαι πρωτος μυς ὠφθη . . . Αὐταριαται :
και ἐξουσιαν λαμβανειν και μαλιστα των προς βορραν τοπων , θεμελιους τιθεναι οἰκοδομης ἀνευ του στεγαζειν , ποταμους διαιρειν ,
9999975 δεκατης
νησῳ χρυσεων και ἀργυρεων μεταλλων , οὑτω ὡστε ἀπο της δεκατης των γινομενων αὐτοθεν χρηματων θησαυρος ἐν Δελφοισι ἀνακειται ὁμοια
Κορκυραιων πολλαπλασια και οἰκοδομησασθαι την στοαν ἀπο των λαφυρων της δεκατης . ἐστι δε ἡ κατασκευη της στοας Δωριος και
9999975 ἀπαιδευσιαν
παλιν ἐμπειριαν ἠμελημενην ; δοκεις δε μοι μαχης ἡμιν ὀνειδιζειν ἀπαιδευσιαν ὑπολαμβανων οὑτως ἀπειροκαλως ἡμας και μειρακιωδως ὁπλοις ἐπιχειρειν .
γυναικος . μεγαλην παιδειαν νομιζε δι ' ἡς δυνησῃ φερειν ἀπαιδευσιαν . μητε την γλωτταν σου χραινετω τις ἀνιαρος και
9999975 ἀναλογιαις
του αὐτου δη πνευματος πεφυκοτος , διαφοραι αἰσθητικων πνευματων ταις ἀναλογιαις των αἰσθητηριων γινονται . Ἠ δηλονοτι και τουτο της
ναυς και καταδυειν , μετροις τισι και σταθμοις προτερον και ἀναλογιαις ἀπευθυνουσι τε και διευθετουσιν αὐτοις προς τας ὁλκαδας την
9999975 βραχυτητος
και δεινοτητος των ἐνθυμηματων και , ὡσπερ φθασαντες εἰπομεν , βραχυτητος συνταξεως : τα γαρ πολλα των πραγματων και λεξει
, οἱον κατα μιμη - σιν της γινομενης αὐτῳ † βραχυτητος ἐν τῃ φωνῃ : ἀφ ' οὑ και βρογχος
9999975 ἐξαιρετον
ἀναξ , Ἀτρεως φιλος παις , τησδ ' ἐρωτ ' ἐξαιρετον μαιναδος ὑπεστη : και πενης μεν εἰμ ' ἐγω
φωσι το ὑγιαζειν κοινον ἰατρου τε και οὐκ ἰατρου καθεστηκος ἐξαιρετον γινεσθαι του τεχνιτου , ἐπειδαν ἰατρικως ἀποτελεσθῃ , τοτε
9999975 μυστηριον
τουτο , πολλα τε βεβαμμενου χρυσου το θειον και ἀμεταδοτον μυστηριον . Ἐπειτα και το σωμα της μαγνησιας προσερεται .
, και εἰς ἑν ἐργον συντεινουσιν . Νοησον οὐν το μυστηριον , τεκνον , του φαρμακου της χηρας . Ἡ
9999975 δημιουργησαντος
παντα ποιησαντος και ἑνος μονου , τῃ δε αὐτου θελησει δημιουργησαντος τα ὀντα : τουτο γαρ ἐστι το σωμα ἐκεινου
τα δε [ τινα ] τουτοις ἀνομοια κεκτημενος θεληματι του δημιουργησαντος πνευματος μετειληφεν ὑλικου . τα δε καθ ' ἑκαστα
9999975 Ἀρισταρχος
κακα . δυσηλεγεος . ἐν τῃ Χ της Ὀδυσσειας ὁ Ἀρισταρχος “ ὁταν μεν λεγῃ τον θανατον τοιουτον , σημαινει
διωρθωσαντο . τας δε γε ποιητικας Ζηνοδοτος πρωτον και ὑστερον Ἀρισταρχος διωρθωσαντο . καιτοι τας ὁμηρικας ἑβδομηκοντα δυο γραμματικοι ἐπι
9999975 θαυμασαντες
μεν ὀρθως γιγνωσκετε . Ὀρεστην δε και Πυλαδην τινος μαλιστα θαυμασαντες ἰσοθεους ἐποιησασθε , και ταυτα ἐπηλυδας ὑμιν ὀντας και
αἰχμαλωτους ἐλαμβανεν , μαχας ἐνικα πολλας , ὡστε οἱ Γαβιοι θαυμασαντες αὐτοκρατορα στρατηγον αὐτον ἀπεφηναν . ὁ δε ἀγγελον κρυφα
9999975 λογιστικου
Τας δε της ψυχης πως ; Ἐπιθυμητικου , θυμοειδους , λογιστικου . Ἠ ταις διαφοραις των ἐνεργειων , αἱ γινονται
εἰη ἀν και ἡ ἑκαστου τελειοτης : του μεν δη λογιστικου μερους τελειοτης ἐστιν ἡ φρονησις , του δε θυμικου
9999975 Λακεδαιμονιον
κατα την ὀγδοην και τριακοστην , ὁτε νικησαι μεν Εὐτελιδαν Λακεδαιμονιον , την δε ἰδεαν ταυτην μηκετι ἀγωνισασθαι παιδα ἐν
τοτε ἐτυχον ἐπιδημουντες , συνηρπαζον δε παντα τινα και ὁν Λακεδαιμονιον σαφως ὀντα ἠπισταντο και ὁτῳ κουρας ἠ ὑποδηματων ἑνεκα
9999975 λειοτητα
. ” βελτιον δε δια την ἐπιφαινομενην κατ ' ἰσον λειοτητα των σταχυων . ληϊβοτειρης της το ληϊον , ὁ
πυρος ἑκατερου κοινωνιας ἀλληλοις , ἑνος τε αὐ περι την λειοτητα ἑκαστοτε γενομενου και πολλαχῃ μεταρρυθμισθεντος , παντα τα τοιαυτα
9999975 ἐξαγγελλειν
μεχρι τινος ἀνεβαλλομην τας ἐπι τοις οὐροις ἐξευρημενας μοι αἰτιας ἐξαγγελλειν , παλαι παραλειφθεισας τῃ των μετιοντων την τεχνην ἀπραγμοσυνῃ
κοινωνον της ἀρχης αὐτον λαβειν ὡς τα παρα των θεων ἐξαγγελλειν ἱκανον : και κατ ' ἀρχας μεν ἱερεα κατασταθηναι
9999975 βελτιστους
εἰναι οἱοισπερ προτερον † , ὑστερον δε δυνασθεισιν ἀπολλυναι τους βελτιστους , αὐτους δε μονους λειφθεντας δι ' αὐτο τουτο
οἱ δε λογοι τῳ χρονῳ συμπροβαινουσι , και τους γε βελτιστους αὐτων οὐδεν οὑτως ὡς χρονος δεικνυσιν , ὡσπερ τον
9999975 κρατουσι
ὑπο ἡγεμονι Ὑλλῳ τῳ Ἡρακλεους Ἀχαιοι περι ἰσθμον τον Κορινθιων κρατουσι μαχῃ , και Ἐχεμος ἀποκτιννυσιν Ὑλλον μονομαχησαντα οἱ κατα
' εὐρυνωτοι φωτες ἀσφαλεστατοι , ἀλλ ' οἱ φρονουντες εὐ κρατουσι πανταχου . Μεγας δε πλευρα βους ὑπο σμικρας ὁμως
9999975 καταλαβουσης
μηδεν παθουσας . παρδαλεως δε ποτε ὀξυτατῳ δρομῳ τον ἐκκαλουμενον καταλαβουσης φθασας τῳ ἀκοντιῳ μελλουσαν δηξεσθαι , την μεν ἀπεκτεινε
ὁσον εὐγενειας χαριν πολυ των εὐπατριδων ἀπελειπετο . ἡμερας οὐν καταλαβουσης κατηλθεν ἐπι το συνεδριον της βουλης οὐτε το πυρ
9999975 χαρακτηριζεται
, εἰπων δε το ζῳῳ εἰναι ἐσημανε καθ ' ὁ χαρακτηριζεται , τουτ ' ἐστι το εἰδος : το γαρ
τῳ θεῳ , δηλον ἐντευθεν : οἱς γαρ το θειον χαρακτηριζεται , τουτοις και ὁ τελειος φιλοσοφος χαρακτηριζεται : και
9999974 ἀγανακτουντος
περι του τον γυμνασιαρχον , των ἰσχιων αὐτου ἡπτετο : ἀγανακτουντος δε , ἐφη , “ τι γαρ ; οὐχι
Ἐκλαβων γαρ ὡς ἐοικεν ἱππον ἀλινδουμενον γραψαι , τρεχοντα ἐγραψεν ἀγανακτουντος δε του ἀνθρωπου γελασας ὁ Παυσων κατεστρεψε τον πινακα
9999974 θεραπαιναις
ἐλθειν ἐπειγεσθαι , δεδιεναι δ ' ὡς ἐν νυκτι και θεραπαιναις το ὑποπτον , μεθ ' ἡμεραν ἡξειν ἐφη .
, την Περσεφονην * ἐβλαψε : ἐπετρεψεν θεραπναις ἠγουν ταις θεραπαιναις ἠ τοποις προς ξενιαν ἐπιτηδειοις . * ὑλην :
9999974 τυγχανοντα
φανῃ τουτο ἀπροφασιστως ποιων , τουτον ὁρω παρα Κυρου τιμης τυγχανοντα : το τε προς τους πολεμιους ἀλκιμον εἰναι οὐ
δια του ω μεγαλου γραφονται , ὀξυτονα τε και βαρυτονα τυγχανοντα : λωρος : χωρος : Ὠρος ὀνομα κυριον :
9999974 κλινομενη
ὁτι πασα εὐθεια ἑνικων εἰς ς ληγουσα μετα μακρας περιττοσυλλαβως κλινομενη και μη συναιρουμενη κατα την γενικην προσθεσει του ι
Και ἐστιν εἰπειν , ὁτι οὐδεποτε γενικη δια του ντ κλινομενη πασχει ἀποκοπην κατα την αἰτιατικην , οἱον Ξενοφων Ξενοφωντος
9999974 κληθεντα
κατω σπατανην . Δημητριος δε ὁ Σκηψιος φησι Λακωνα τινα κληθεντα ἐπι θοινην παρατεθεντων ἐχινων ἐπιλαβεσθαι ἑνος , οὐκ εἰδοτα
, Ὁμηρος δε ἐν τραπεζῃ ὑπ ' Αἰγισθου προς εὐωχιαν κληθεντα . και παλιν φησιν ὁτι Αἰγισθος καλεσας τον Ἀγαμεμνονα
9999974 λεγομενῳ
οἰνον φραζων . Ἠ και τοὐναντιον ἐχει τουτο τῳ νυνδη λεγομενῳ ; πιοντα τον ἀνθρωπον αὐτον αὑτου ποιει πρωτον ἱλεων
κρανιου ὀστα , ἀνωθεν ὑπο τῳ δερματι , τῳ περικρανιῳ λεγομενῳ ὑμενι , ἐκπεφυκοτι μεν δια των ῥαφων , ἐκ
9999974 νεανικον
' ἀφ ' ἑκαστου πραγματος συμβησεται διαλελογισθαι δρᾳ τι και νεανικον και θερμον . Ἀπολλον , ὡς δυσαρεστον ἐστ '
τελευτων δη οἰμαι φαιμεν ἀν εἰς ἑν τι τελεον και νεανικον ἀποβαινειν αὐτο ἠ ἀγαθον ἠ και τοὐναντιον . Τι
9999974 Αἰγυπτιον
ὁτε ἠκουσε του Μεμνονος ὁ σεβαστος Ἀδριανος . Μεμνονα πυνθανομαν Αἰγυπτιον , ἀλιω αὐγαι αἰθομενον , φωνην Θηβαικω ' πυ
” και ὁ μεν ἀπηλθεν : ἐγω δε προς τον Αἰγυπτιον εἰσελθων τυπτων τε αὐτον πυξ κατα των προσωπων και
9999974 γενναιοτητα
τουτων ὀντι και ἐμφαινοντι τινα ἐν τοις λογοις ἁπλοτητα και γενναιοτητα του τροπου . ἐνταυθα δη φημι δειν , κἀν
: γραφεται ψευστιν , ἠγουν την ψευδολογον : γενναιοτητα : γενναιοτητα λεγει το σπουδασαι κρυψαι τον ἐρωτα : δηχθεισα κεντροις
9999974 Καλλιππον
οἱ δε διδοασιν ἀμφοτεροις . ἠ ποθεν οἰει τον ἀπορον Καλλιππον ἑστιατορα εἰναι λαμπρον πειρωμενον οὐδεν ὀντα ἀποφηναι τον Ῥωμαιον
ἐν δε ταις Συρακουσσαις στασεως γενομενης τοις Διωνος φιλοις προς Καλλιππον οἱ μεν του Διωνος φιλοι ἡττηθεντες ἐφυγον εἰς τους
9999974 ἀναιμωτι
. τουτους δ ' οὐ μονον την ἐν πολεμῳ νικην ἀναιμωτι βεβαιως ἑξειν , ἀλλα και κρατος ἀρχης ἀνανταγωνιστον ἐπ
πολεμου γερας συμφορωτερον και ὁτι οὐκ ἐστι μαχομενους και κινδυνευοντας ἀναιμωτι τον αἰωνα διελθειν . ἀλλ ' οὐ τουτου χαριν
9999974 διδαχης
ἡμων . το δη μετα τουτο οὐ πολλης ὑπελαμβανον ὑμιν διδαχης δεησειν , ὁτι καλλιον τε και δικαιοτερον περι της
ἐοικεν , οἱ μεν των χρηστων ἀνθρωπων ἑνεκα γιγνονται , διδαχης χαριν του τινα τροπον ὁμιλουντες ἀλληλοις ἀν φιλοφρονως οἰκοιεν
9999974 ἀνασσαν
, ὁπου σφε μητηρ ἡ παλης ἐμπειραμος την προσθ ' ἀνασσαν ἐμβαλουσα Ταρταρῳ ὠδινας ἐξελυσε λαθραιας γονης , τας παιδοβρωτους
παλης ἐξελυσε τας ὠδινας της λαθραιας γονης την προσθ ' ἀνασσαν Εὐρυνομην ταρταρωσασα . το σφε ἀντι του αὐτου ἀντιπτωσις
9999974 συμπτωσις
ῥυσιν ; ἀπο γαρ της συμπτωσεως οὐ δυνανται , ὁτι συμπτωσις οὐ μονον ἐπι ῥυσει κενουμενων των σωματων γινεται ,
ἀρσιν της ἁφης . σστʹ . Συστολη ἐστι συναγωγη και συμπτωσις τουτων κατα μεν αἰσθησιν οὐ κινουσα , τῳ δε
9999974 ἐμποριαν
, τι ὠφελουνται ; ἠ τοσουτον αὐτων πλεονεκτουμεν κατα την ἐμποριαν , ὡστε παντα τα ἀγαθα παρ ' αὐτων λαμβανομεν
της δε φανερας ἐκοινωνουν . ἐργασαμενου δε Διοδοτου κατ ' ἐμποριαν πολλα χρηματα πειθει αὐτον Διογειτων λαβειν την ἑαυτου θυγατερα
9999974 ἀπαλλαγησεσθαι
ποαν τῃ ὑδρᾳ παραπλησιον : ἐκεινης γαρ καταπλασαμενον των ἑλκων ἀπαλλαγησεσθαι . Εὑρε δε τον ποταμον και την πυθοχρηστον ποαν
αὐτην τοισι Ἀχαιοισι , μελλοντα γε δη των παρεοντων κακων ἀπαλλαγησεσθαι . Οὐ μεν οὐδε ἡ βασιληιη ἐς Ἀλεξανδρον περιηϊε
9999974 ἀμφιβολοις
ἠγουν οἱ πολεμιοι ἰαπτουσι και πεμπουσιν ἐπι τοις πολιταις τοις ἀμφιβολοις , ἠτοι τοις παντοθεν παρα των πολεμιων βαλλομενοις ,
ἀφανιζειν αὐτην . Χρη σημεια τινα ἐν ταις διοδοις και ἀμφιβολοις παρα των προλαμβανοντων τιθεσθαι : και , εἰ μεν
9999974 βραχυτεραι
Τοισι δε νεανισκοισιν ἐπωδυνοι μεν οὐχ ἡσσον αἱ ἰσχιαδες , βραχυτεραι δε : και γαρ τεσσαρακονθημεροι ἀπαλλασσονται : ἀλλ '
των ἐλασσονων ἐστι και συμμετρα τῃ θηρᾳ τα σκευη : βραχυτεραι δε ὁρμιαι και ἀγκιστρα και οὐ πολλη τις τροφη
9999974 ἐμειναν
αἰσχυνομενος ἀπηλθεν , ἀλλ ' ἐμπορευσαμενοι μαλα ἱκανως οἱ μεν ἐμειναν , οἱ δε ἀπηλθον , οἱ μεν ἐξ αὐτων
εἰς το ὀρος διετριβον ἐκει τας ἡμερας , ὡς δε ἐμειναν , οἱ πολιται δεδιοτες περι των γυναικων και θυγατερων
9999974 κλειδος
ἐν τῳ κανονι και χωρις του κτεις κτενος και κλεις κλειδος : ταυτα γαρ την αὐτην ἐχουσιν ὀρθην και κλητικην
ἐπιπονον εἰναι το νοσημα και τῳ τα ἀλγηματα διηκειν μεχρι κλειδος και τριτον τῳ εἰ μη ἀναπτυσθειη ἐν ταις κυριαις
9999974 ὑπηρετουντα
„ Ὁ αὐτος ἰδων τινα πασιν ἑξης προχειρως χαριζομενον και ὑπηρετουντα ” κακος κακως ” εἰπεν „ ἀπολοιο , ὁτι
και τα διακοσμουμενα τοις διακοσμουσι , τοις χρωμενοις τε τα ὑπηρετουντα ὡς ὀργανα ἐστιν οὐκ ἀναρμοστα . Διοπερ τοις μεν
9999974 συνελεγοντο
δη ἀλλο Ἀρκαδικον οὐτε τι παρελυε του κοινου δογματος και συνελεγοντο ἐς την Μεγαλην πολιν σπουδῃ : Λυκαιαται δε και
γαρ ταγματων ὀντων ἑκαστου ταγματος οἱ πεσοντες εἰς ἰδιαν πυρκαϊαν συνελεγοντο : εἰπεν ἐν ταις Θηβαις ὁ υἱος του Ταλαου
9999974 τυγχανον
πως ἀν εἰη ἐπιστημη ; οὐτε ἀμαθιατο γαρ του ὀντος τυγχανον πως ἀν εἰη ἀμαθια ; ἐστι δε δηπου τοιουτον
κουφον καθεστως ἀνωφορον ἐστι , και το ὑδωρ φυσει βαρυ τυγχανον κατω βριθει , και οὐτε το πυρ κατω φερεται
9999974 μαντικην
Τυφωνος εἰς την θαλασσαν ἐωσαν . Ἐκ τουτου τα παιδαρια μαντικην δυναμιν ἐχειν οἰεσθαι τους Αἰγυπτιους , και μαλιστα ταις
. Οἱ δε Ἐναρεες οἱ ἀνδρογυνοι την Ἀφροδιτην σφισι λεγουσι μαντικην δουναι : φιλυρης ὠν φλοιῳ μαντευονται : ἐπεαν την
9999974 συλλαβαι
ἑπτακαιδεκα συλλαβων οὐσων ἐν τῳ στιχῳ δεκα μεν εἰσι βραχειαι συλλαβαι , ἑπτα δε μακραι οὐδ ' αὑται τελειοι :
των στοιχειων , και λεγεται τα μεν στοιχεια και αἱ συλλαβαι και τα ὀνοματα και τα ῥηματα ἀρχαι της μεθοδου
9999974 εὐδαιμονιαν
το δ ' ὁτι συχνας διδωσιν ἡ ποιητικη ἀφορμας προς εὐδαιμονιαν δηλον ἐκ του την ὀντως κρατιστην και ἠθοποιον φιλοσοφιαν
ἑκτεον . αἰει [ ] δε των εὐπαγων ἑνεκα προς εὐδαιμονιαν και των κατασκευαζομενων [ ] τους λογους ποιητεον [
9999974 ἀκαιριαν
τρια εἰναι εἰδη τα γνωριμωτατα , ἀσχημοσυνην , ἀσυμμετριαν , ἀκαιριαν . ἠ γαρ αὐτοθεν εἰναι την ἐπιθυμιαν ἀσχημονα τε
φθοραι δι ' ὑπερβολην ἠ δι ' ἐλλειψιν τροφης ἠ ἀκαιριαν ἐργων . Αἱ δ ' ἀπο των παραφυτευομενων ἠ
9999974 ποιητικης
παιδικην ἀγωγην ἐφυλαξαν μεχρι των τελειων ἡλικιων , και δια ποιητικης ἱκανως σωφρονιζεσθαι πασαν ἡλικιαν ὑπελαβον : χρονοις δ '
” ; καιτοι λαβομενος ἀν ἐγω των Ἀθηνων ἐπι της ποιητικης ἐξουσιας ἐπεισηγον ἀν ἐρωτας θεων και κρισεις και κατοικησεις
9999974 κατηγορημα
, Σωκρατης . ῥημα δε ἐστι μερος λογου σημαινον ἀσυνθετον κατηγορημα , ὡς ὁ Διογενης , ἠ , ὡς τινες
και τα ἐρωτηματα και τα πυσματα . Ἐστι δε το κατηγορημα το κατα τινος ἀγορευομενον ἠ πραγμα συντακτον περι τινος
9999974 κομισαμενοι
παρον εὐ διαθειναι ἠβουλοντο . και οὐν αὐτικα τα πιστα κομισαμενοι προς Ναρσου , ὡς οὐδεν αὐτοις των προγεγενημενων ἑνεκα
τοινυν Αἰνιοι ἐδεισαν και ἀφηκαν τον ἑαλωκοτα . και ἐκεινοι κομισαμενοι ὡς ἑνα των κηδεστων ᾠχοντο ἀπιοντες . σπανιως δε
9999974 σφοδροτητος
ἐπιφοραν φησι την καταφοραν , οἱ δε καταφορικοι των λογων σφοδροτητος οἰκειοι . [ , ] τι γαρ δηποτε ,
ἐμβαλοντα . ἐμβεβληκοτα ] ἐπαγαγοντα . θΞ ἐμβεβληκοτα ] μετα σφοδροτητος . Ξ εἰ και δικαιως προς τον πολεμον ὡρμησας
9999974 ἀνακτησασθαι
ἀπο της χθεσινης διαρροιας τον στομαχον ἡμων θελει τῳ ὀξει ἀνακτησασθαι . ” και μετα το πιειν αὐτους προς δυο
λοφου τους τοτε κατοικουντας Σικελους : διο δη φασκοντες πατρῳαν ἀνακτησασθαι χωραν και περι ὡν εἰς τους ἑαυτων προγονους ἐξημαρτον
9999974 εὐστομαχον
, οὐδεν ἀτοπον : ἐχει γαρ τι και εὐκοιλιον και εὐστομαχον και διουρητικον . λαμβανειν δε δει τουτου δια θερμου
οὑτως τε ἐκθλιβειν και ἀποτιθεσθαι . ἱκανως ἐστι στυπτικον και εὐστομαχον ῥευματιζομενῳ τε στομαχῳ και κοιλιᾳ χρησιμον προς τε τας
9999974 κατασκευασθεν
ἀκουσιῳ , το ἑκουσιον , εἰς την του παντος συμπληρωσιν κατασκευασθεν ἀναδειχθηναι . τουτο μεν δη ταυτῃ λελεχθω . προσηκει
τῃ σαμαινῃ , ὁ ἐστι πλοιον δικροτον ὑπο Πολυκρατους πρωτον κατασκευασθεν του Σαμιων τυραννου , ὡς Λυσιμαχος ἐν βʹ Νοστων
9999974 ἐλευθεροις
εὐτελης . μοθωνας γαρ ἐκαλουν οἱ Λακωνες τους παρεπομενους τοις ἐλευθεροις : ἐστι δε και γενος ὀρχησεως . ΓΘ ἀλλως
τους Αἰτωλους αὑτοις βοηθειν , ἐπει και ὁ Κασσανδρος αὐτοις ἐλευθεροις οὐσιν ἐπεχειρει , ὡς ἐν αὐτῳ τῳ λογῳ γιγνεται
9999974 λαμπροτητος
' αὐταις , ἀρκεσθησεσθαι δε τῳ θ ' ἱππῳ της λαμπροτητος των σημειων ἑνεκεν και ἑνι αἰχμαλωτῳ , ὁς ἐτυχεν
τα ἑξης . Ἀλλ ' ὁπερ ἐλεγομεν , κατα μεν λαμπροτητος σχηματα οὑτως ἀκμη γινεται : κατα δ ' αὐ
9999974 γραψαντα
οἱ δε εἰδος μυιας , ὡσπερ ἡ ἐμπις . τον γραψαντα περι της Ἑλενης ] Πολυκρατην λεγει τον σοφιστην .
. . . . , . : προς Αἰσχυλον Ψυχοστασιαν γραψαντα και το κηρ ἀκουσαντα οὐκ ἐπι της Μοιρας λεγομενον
9999974 Νεαρχον
χωρᾳ τῃ προς τῃ πολει : ἐς δε την ὑστεραιαν Νεαρχον τε και Ἀντιοχον τους χιλιαρχους των ὑπασπιστων ἐκπεμπει :
καλως ἐδοξε τα ἐν Ὠροις κοσμησαι . ἐπι τουτοις δε Νεαρχον ἐπι τῳ περιπλῳ τῳ ἐκ της Ἰνδων γης κατα
9999974 ἀντικειμενῃ
ἀπο του Ζ ἐπι το Γ ἐπιζευγνυμενη ἐκβαλλομενη συμπεσειται τῃ ἀντικειμενῃ τομῃ , και ἡ ἀπο της συμπτωσεως ἐπι το
. ὁμοιως δη δια την ΑΒΓ ὑπερβολην οὐδε τῃ Ε ἀντικειμενῃ συμπιπτει . οὐδε ἡ Ε ἀρα τῃ Ζ συμπεσειται
9999974 φιλοπονιαν
εὐκολιαν και μεγαλοφροσυνην και εὐταξιαν και ἀνδρειαν και καρτεριαν και φιλοπονιαν και φιλονικιαν και φιλοτιμιας τας Λακεδαιμονιων , παιδ '
ἀει τι κομιζοντας , ἱνα παντες ἰδωσι την της θηρας φιλοπονιαν και την εἰς αὐτους ἐκτενειαν . Δημητριος δ '
9999974 σκορπιον
θυμιωμενη σκορπιους και παν ἑρπετον ἐκδιωξει . εἰ δε τις σκορπιον αὐτον εἰς ἐλαιον ἑψησει , και του πληγεντος ὑπο
. Ἐπιχαρμος δ ' ἐν Μουσαις ποικιλον εἰναι φησι τον σκορπιον : σκορπιοι τε ποικιλοι γλαυκοι τε , σαυροι πιονες
9999974 ἑτεροισι
ἀξιοχρεου και ἀποθανειν ἡμισεα συμφορη : ἡμεας δε τους ὑπηρετας ἑτεροισι τε ὑπηρετῃσι προσφερεσθαι και προς ἱππον . Του συ
μηνα ἐν τῳ διεβαινον ἐς την Εὐρωπην , ἐν τρισι ἑτεροισι μησι ἐγενοντο ἐν τῃ Ἀττικῃ , Καλλιαδεω ἀρχοντος Ἀθηναιοισι
9999974 ἀσπαραγος
ἀρνογλωσσου τα φυλλα και μαλλον τα ξηρα , ἀρον , ἀσπαραγος μυακανθινος , ἀσταφις ἀγρια , ἀσφοδελου ἡ ῥιζα ,
φυεται πλη - σιον της ῥαμνου και αὐτης της ῥαμνου ἀσπαραγος , εἰτα και ὁ καρπος της πευκης , ὡς
9999974 κατεμειναν
' Ἀγαμεμνονος τινες δια νοσον την περι τας πυγας ἐνταυθα κατεμειναν . Πτωματα ἐλαιων : Λυσιας ἐν τῳ κατα Νικιδου
θεου το ἀτρεπτον εἰναι : ἀλλ ' οἱ μεν τραπεντες κατεμειναν ἀχρι παντελους φθορας , οἱ δ ' ὁσον μονον
9999974 ῥητορας
εὐκολον , εὐχερες . ῥυπτικον : καθαρτικον . ῥητρας : ῥητορας . σπεος : σπηλαιον . σιντιν : σκωληκα βλαπτικον
Κλεωνα και Κλεοφωντα και Ὑπερβολον και ἑτερους ἀνθρωπους , οὐ ῥητορας οὐδαμως , οὐκουν εἰπερ γε ἠσαν τοιουτοιεἰδωλον δε τι
9999974 πιστωσασθαι
δ ' ἀπεριοριστον , ὀλιγα των ὁσα μεγαληγοριας ἀποτελεστικα του πιστωσασθαι το προκειμενον ἑνεκα και δη διεξιμεν . ἀποδειξιν ὁ
τις ὑπολαβοι , οὐδε δια της εἰς ἀδυνατον δειξεως δυνατον πιστωσασθαι , ὁτι προς ἑαυτην ἀντιστρεφει ἡ του καθολου ἐνδεχομενου
9999974 παρεγενετο
συνταξιν ἀποφερεται το βασιλευς : φαμεν γαρ ὁ βασιλεως οἰκετης παρεγενετο , των ἀλλων προσηγορικων ἀπαραδεκτων ὀντων . Και μηποτε
ἠν ἐκ Δηϊανειρας αὐτῳ παις πρεσβυτερος , Ἰολην γημαι , παρεγενετο εἰς Οἰτην ὀρος , ἐνθα πυραν ἐνησεν , ἡς
9999973 τεταρταιοι
οἱσι μεν ἀν ὁ πονος ἀρξηται τῃ πρωτῃ ἡμερᾳ , τεταρταιοι μαλιστα πιεζουνται και πεμπταιοι , ἐς δε την ἑβδομην
και παλιν δυο ἀμφημερινοι και τρεις ἀμφημερινοι : και δυο τεταρταιοι και τρεις τεταρταιοι : ἑτερογενεις δε , οἱ ἀπο
9999973 διαλεκτικοι
συλλογισμων : οἱ μεν γαρ εἰσιν ἀποδεικτικοι , οἱ δε διαλεκτικοι , οἱ δε σοφιστικοι . και ἀποδεικτικοι μεν εἰσιν
φερει αὐτων ἡ πραγματεια καρπον . οἱ δε ταυτα δεινοι διαλεκτικοι : οὐ γαρ μη δυνωνται λαβειν τε και ἀποδεξασθαι
9999973 Καλλικρατους
πελαγος κατεποντωσαν . . . : Καλλιστρατος δε φησιν ὁ Καλλικρατους ὁ δημαγωγος και αὐτος προς μεν τας ἡδονας ἠν
και Περσεως . ὁ μεν δη ταυτα ἐλεγεν ὑπο διδασκαλιᾳ Καλλικρατους : ἀναστας δε μετ ' αὐτον Ξενωνἠν δε ὁ
9999973 κρατηθεντα
τοὐπισω πεπλεγμενοις , κατ ' ἀνακλασιν πεπλεγμενοις . ἁλοντα : κρατηθεντα . Ὑπεξεκλεψε : κρυφιως ἠλθεν . ἐξειρυσεν : διεσωσεν
Και τα μεν οὑτω καιρια των μοριων ἐφ ' οἱῳδητινι κρατηθεντα παθει ῥᾳδιως ἀν τα οὐρα ἀλλοιωσει τῃ καιριοτητι ,
9999973 ἐπωνομασαν
δεδομενων βιβλιον ὁ Εὐκλειδης ἐξεπονησεν , ὁν και στοιχειωτην κυριως ἐπωνομασαν . πασης γαρ σχεδον μαθηματικης ἐπιστημης στοιχεια και οἱον
αὐτοις ὁ Ἀπολλων , ἐνθα τεμενος κατασκευασαντες Ἑῳον τον θεον ἐπωνομασαν : τα τε περι την Μαριανδυνιαν και ἐνταυθα κειμενην
9999973 ταὐτοτητα
ἠ παρειναι ἐκεινῃ φαμεν . Το δε σεμνον ἑκατερον εἰναι ταὐτοτητα οὐ δηλοι : ἰσως γαρ ἀν και τῳ ἑτερῳ
και παντα ἑν , εἰς ταὐτον αὐ συναγων και βλεπων ταὐτοτητα εἰδε γενομενην και οὐσαν ; Οὐκουν προς τρισιν ἐκεινοις
9999973 βραχυτατοις
Λεοντος του βασιλεως Ῥωμαιων Αἰθιοπες ἐκομισαν καμηλοπαρδαλεις και δυο ἐν βραχυτατοις σωμασιν ἀνδρας φρενοβλαβεις , οὑς δη πυγμαιους Ὁμηρος ὠνομασε
περι φυσεως συγγραμμα και ἀλλο το περι θεων ὡς ἐν βραχυτατοις αὐτον ἀνεδιδαξεν . ἠλθε μεν γαρ Ἀβαρις ἀπο Ὑπερβορεων
9999973 ἐρωτηθεντα
ἐς ὑγιειην οὐκ ἀγαθα . “ ἀλλα και ποτ ' ἐρωτηθεντα ποτε δει πλησιαζειν εἰπειν : ὁταν βουλῃ γενεσθαι αὑτου
παρεπιδημησαντα και θεασαμενον των Τρωικων σκυλων ἀσπιδα προσηλωμενην δακρυειν . ἐρωτηθεντα δε ὑπο των Ἀργειων την του παθους αἰτιαν εἰπειν
9999973 συμπασαν
αὐτον Ἱππαρχον εἰκαζεται λεγεσθαι ὁσον χιλιων σταδιων , ὡστε την συμπασαν κατ ' Ἐρατοσθενη κεφαλαιουσθαι ἐννακισχιλιων ἑξακοσιων : αὐτος συντετμηκε
, ὡς φησιν Ἀσκληπιαδης ὁ Μυρλεανος . Ῥωμαιοι δε την συμπασαν καλεσαντες ὁμωνυμως Ἰβηριαν τε και Ἱσπανιαν το μεν αὐτης
9999973 συλλαβας
δε , ἐπει ἑωρα τα εἰς σος ληγοντα ὑπερ δυο συλλαβας ὀξυνομενα , τῳ η παραληγομενα , ἑτερον ἐχοντα σ
δια διφθογγου γραφεται . Τα δια του υρος ὑπερ δυο συλλαβας , εἰτε κυρια , εἰτε προσηγορικα , εἰτε ὀξυτονα

Back