σαφους , ψευδης ψευδους , ταυτα δια του - τος ἐκλιθη : ἐστι δε ἐθνικα . . . . .
πλην του ῥωξ ῥωγος : τουτο γαρ δια του γ ἐκλιθη : ῥωξ δε ἐστιν εἰδος φαλαγγιου , τουτεστιν εἰδος
9999849 ἀκριβη
σχετλιον τοις μεν τα Φιλιππου πραγμαθ ' ᾑρημενοις θεραπευειν οὑτως ἀκριβη την παρ ' ἐκεινου προς ἑκατερ ' αἰσθησιν ὑπαρχειν
ὠν και τα της ἡγεμονιας συνδιοικων . ἀλλα καιτοι βασανον ἀκριβη λαβων ἐκ μακρων χρονων της ἐν τε λογοις και
9999843 ὠνομασθη
ἀποβαλλει την Ἑλλην , ὁθεν και ἀπ ' αὐτης Ἑλλησποντος ὠνομασθη , τον δε Φριξον ἐπι την Σκυθιαν διακομιζει .
, νυκτος δ ' ἐπωδυνα ἐστιν : διοπερ και οὑτως ὠνομασθη : και ὀδυναι μειζους ἠ κατα το μεγεθος του
9999836 σαρκωδες
λιαν μακραι φλυαρων και ματαιολογων . Προσωπον το παν ἀνθρωπου σαρκωδες μεν ὀν εὐπαθους και ἡβωντος ἀνδρος , ἀσαρκον δε
πολλαι , ῥηγνυται αὐτεῃ κατα το αἰδοιον αἱμα πουλυ και σαρκωδες : και ἠν μεν μετριαζῃ , σωζεται : ἠν
9999836 ἐκυριευσε
παρελαβεν παρα Κρατησιπολεως . τας δε αἰτιας δι ' ἁς ἐκυριευσε πολεων ἐπιφανων προδεδηλωκοτες ἐν ταις προ ταυτης βιβλοις το
μετα δε ταυτα την των Πανορμιτων χωραν λεηλατησας ἀναριθμητου λειας ἐκυριευσε , των δε Πανορμιτων πανδημει παραταξαμενων προ της πολεως
9999832 τἀληθη
ὁτιουν . ἐγω μεν γαρ ὑπ ' ἀβελτεριας ᾠμην δειν τἀληθη λεγειν περι ἑκαστου του ἐγκωμιαζομενου , και τουτο μεν
ἰατρον , ἠ ὡς διακονησοντα και προς χαριν ὁμιλησοντα ; τἀληθη μοι εἰπε , ὠ Καλλικλεις : δικαιος γαρ εἰ
9999830 γλυκυτητι
και τουτων αἱ μεν ὀνομαζομεναι περσαιαι καρπον διαφορον ἐχουσι τηι γλυκυτητι , μετενεχθεντος ἐξ Αἰθιοπιας ὑπο Περσων του φυτου καθ
τε και ὀξυτητος ὡς προσηκουσων τῃ τε ἀφελειᾳ και τῃ γλυκυτητι . Ὁ δε περι ἡδονης οὑτος και γλυκυτητος ἡμιν
9999830 ἀπαγωγῃ
το ἐνδεχομενως τινι . και τουτο δεικνυμεν τῃ εἰς ἀδυνατον ἀπαγωγῃ : εἰ γαρ ψευδος το ἐνδεχεται τινι , ἀληθες
εἰ δεοι τοις σωμασιν . Ἡ Λυσις τῃ εἰς ἀτοπον ἀπαγωγῃ , ὁτι ἀτοπον και οὐδεν ἐκ τουτου ὀφελος ἡμιν
9999830 ἀπηγαγε
της χειμερινης ὡρας ἐνισταμενης οὑτος μεν προς Λευκανους συμμαχιαν ποιησαμενος ἀπηγαγε τας δυναμεις εἰς Συρακουσας . μετα δε ταυτα Λευκανων
χαρισαμενης της Κορης , τον δε κυνα παραλαβων δεδεμενον παραδοξως ἀπηγαγε και φανερον κατεστησεν ἀνθρωποις . τελευταιον δ ' ἀθλον
9999830 αἰσθητηριῳ
μετα βαρυτητος και στερροτητος . και προς τουτοις τῳ κυριως αἰσθητηριῳ το αἰσθητον ἐν χρῳ ἐπιθεμενον κατεχει ἀναισθητον , καιπερ
και κατ ' αὐτας διατιθεμενου ἐμφαινεσθαι συμφημι και ἐν τῳ αἰσθητηριῳ τα φαντασματα , ἀλλ ' οὐχ ὡς αἰσθητικῳ οὐδε
9999828 ὑδρομελιτοϲ
' ἐκεινων εἰρημενα . εἰϲι δε εὐβοηθητοι μαλιϲτα ὠφελουμενοι ὑπο ὑδρομελιτοϲ ϲυνεχωϲ αὐτο πινοντεϲ μιγνυμενων αὐτῳ πηγανου φυλλων . Γυψοϲ
ἀνιϲου ϲπερμα ἀριϲτολοχιαϲ ἀφεψημα βραθυοϲ λειοτατου ⋖ α μεθ ' ὑδρομελιτοϲ : ἐπι δε των ἀπυρετων μετ ' οἰνου βαλϲαμου
9999826 βελτιστῳ
εἰς δε την Ἀκαδημειαν ἠ εἰς το Λυκειον ἐλθοντα τῳ βελτιστῳ τουτῳ Διαλογῳ συμπεριπατειν ἠρεμα διαλεγομενους , των ἐπαινων και
δυναμενους ἀποδεδοται , ὡστε τον χειριστον των αὐτων τυγχανειν τῳ βελτιστῳ : οὑτως , ὠ ἀνδρες , ταυτην την ὑβριν
9999825 ἀφαιρεθῃ
αὐτῳ ἰσα και τῳ γʹ ἐαν δε ἀπο ἰσων ἰσα ἀφαιρεθῃ . το δε ἐπι τελει του θεωρηματος ἐκ δη
εἰσι δυναμει μονον συμμετροι . ἐαν δε ἀπο ῥητης ῥητη ἀφαιρεθῃ δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ , ἡ λοιπη
9999823 πλαγιῳ
διαπλεοντες γαρ ἀπο Σικυωνος εἰς Κιρραν κατα μεσον τον πορον πλαγιῳ περιπεσοντες τῳ Ἰαπυγι ἀνετραπησαν . Εὐ ἐποιησαν . ἡμεις
προς ἐμε πλαγιοι , κἀγω πορευσομαι προς ὑμας ἐν θυμῳ πλαγιῳ : ἐνθεν τοι και του πλειω λεγειν ἀφεμενος τῳ
9999823 σπουδαιῳ
ἀρετας , ἀλλα και τας ἀλλας τεχνας τας ἐν τῳ σπουδαιῳ ἀνδρι ἀλλοιωθεισας ὑπο της ἀρετης , και γενομενας ἀμεταπτωτους
κακιᾳ κακος : ἐναντιον δ ' ἀρετῃ μεν κακια , σπουδαιῳ δ ' ὁ κακος . εἰκοτως τοινυν ἐναντιοτης θεωρειται
9999822 Αἰσηποιο
ἠδε κολωναι Μυσιαι : ἐκ δ ' ἑτερης ποταμου ῥοος Αἰσηποιο ἀστυ τε και πεδιον Νηπηιον Ἀδρηστειης . ἐσκε δε
δ ' οἰκοιο λαθεσθαι . Ἀλκωνος δε Φαληρος ἀπ ' Αἰσηποιο ῥοαων ἠλυθεν , ὁς Γυρτωνος ἁλιστεφες ἐκτισεν ἀστυ .
9999821 ἀκανθωδες
δε φυλλα αὐτης ὀζει κεδρομηλων . Μεσπιλον : το δενδρον ἀκανθωδες ἐστι , καρπον φερον μικρον , μηλῳ ὁμοιον ,
το δενδρον ὁ λωτος οὐ μεγα , τραχυ δε και ἀκανθωδες , ἐχει δε φυλλον χλωρον παραπλησιον τῃ ῥαμνῳ ,
9999820 ἐμβαλῃ
ἐκ των συρρεοντων ἐς αὐτην ὑδατων τικτεται . οὐκουν ἐαν ἐμβαλῃ τις βατραχους ἐς αὐτην , σιωπωσιν , ἀλλαχου φθεγγομενοι
ἀνηρ την γλωτταν αὑτου τῳ της γυναικος ⌈ ἐμβαλλῃ [ ἐμβαλῃ / ] στοματι . ἐστι δε και ὁ λαφυγμος
9999819 μικραϲ
, γαλακτι ἀντι ὠου ἐγχυματιζουϲιν , ἐλαθον δε αὑτουϲ ἀντι μικραϲ παραμυθιαϲ χρονιαϲ διαθεϲεωϲ τῳ παϲχοντι προξενοι γιγνομενοι . το
Ἡ παροξιϲ κερατιον ἑν ἡμιϲυ . Ὁ κυαθοϲ ἐχει μναϲ μικραϲ ἠτοι μυϲτρα μικρα δυο . το γαρ μυϲτρον ἐχει
9999819 ἐνεπλησθη
ἐπι Σαρδις . Ταυτα ἐπιλεγομενῳ Κροισῳ το προαστειον παν ὀφιων ἐνεπλησθη . Φανεντων δε αὐτων οἱ ἱπποι , μετιεντες τας
τε ἐπραξαν οἱ τοτε Καδμειοι και ὁ μετα ταυτα χρονος ἐνεπλησθη του παραδειγματος . ὀρθως ἀρα ὁ Θηβαιος Ἐπαμεινωνδας μετα
9999818 ἑκκαιδεκατῃ
αὐτοις της πατριδος ὑφ ' Ἡρακλεους . Γενεᾳ δ ' ἑκκαιδεκατῃ μετα τον Τρωικον πολεμον Ἀλβανοι συνοικιζουσιν ἀμφω τα χωρια
κοινον ὀνομα πολλων ἐθνων . λεγονται και Λευκοσυροι . Στραβων ἑκκαιδεκατῃ „ δοκει δε ἀπο Βαβυλωνιας των Συρων το ὀνομα
9999816 δηλαδη
τοις ἱπποις χρωνται . Ἀμειψαντες ] Οἱ της Θηρας ἀποικοι δηλαδη . Κεινος ὀρνις ] * Ἐπειδη ὀρνις ἐστιν ἡ
μαχης ταὐτο δηλουσα τῃ ὑστερον ἐπινοηθεισῃ ἠχῃ της σαλπιγγος , δηλαδη το καταρχεσθαι της μαχης : ἀλλως : ἐπει δ
9999816 λεπιδα
ἑως συστραφῃ τε και εὐχρους γενηται : κἀπειτα ἐπιβαλων την λεπιδα , παλιν ἑψε ἑως ἀμολυντου , και ἐπιβαλλε τον
, και οἰνανθην την ἀγριην , και χρυσοκολλην , και λεπιδα , και λωτου πρισματα , και κροκον , και
9999812 Εὐριπιδη
: εἰ οὐν ἐροιτο τις τον Εὐριπιδην : ” Ὠ Εὐριπιδη , των τι σοφων συνουσιᾳ φῃς σοφους εἰναι τους
ὑβρει , και καταισχυνθῃ ὁ φιλοσοφος και διαπαιχθῃ . εὐγε Εὐριπιδη , χρυσωσαι σου ἐδει το στομα ὁτε ἐλεγες [
9999812 ἐξειλε
ἀγαθους ἐνεποιησεν : ὁταν δε μελλῃ κακως πραξειν πολις , ἐξειλε τους ἀνδρας τους ἀγαθους ἐκ ταυτης της πολεως ὁ
Σπαρτην και Τεγεαν και Πατρας της Ἀχαϊας , και φρουρια ἐξειλε πλειστα και ἐρυμνοτατα και κατεστησε πασαν την Πελοπος φορου
9999810 Σικελικα
ἠ ἐφ ' ὁ τι , καταγελαστος ἐγω του πλου Σικελικα μεν πελαγη και Τυρρηνους κολπους ἀναμετρων , οὐκ εἰδως
και πεντε κλινας Σικελικας . λεγ ' ἀλλο τι . Σικελικα προσκεφαλαια πεντε . τριποδες οὑτοι πεντε σοι . και
9999810 κολοφωνα
' ἀκουων . τουτους τους στιχους , ἀγαθε διδασκαλε , κολοφωνα των περι της μουσικης λογων πεποιημαι , ἐπει φθασας
λεγεται γαρ ἐν τηι συνηθειαι [ ] [ ] τον κολοφωνα ? [ ] ἐπεθηκεν ἠ κατα ? [ ]
9999810 Θεμιστοκλεα
ἐτι και νυν κεκτημενον , χρυσῳ στεφανῳ μελλετε στεφανουν . Θεμιστοκλεα δε και τους ἐν Μαραθωνι τελευτησαντας και τους ἐν
ἐοικεν , ἀν μεν Δημοσθενη , ἠ Μιλτιαδην , ἠ Θεμιστοκλεα , ἠ τον ὁμωνυμον ὑποκρινωμαι , τοτε μεν πολυ
9999810 θυγατηρ
ὑστερον Μνησιμαχην Λυσιππου του Κριωεως θυγατερα . και γιγνεται αὐτῳ θυγατηρ ὀνομα Κλειτομαχη , ἡν ἐβουληθη μεν ἐκεινος ἀγαμῳ τῳ
Λευκιππου εἰναι του Περιηρους , ἡς και Ἀπολλωνος Ἀσκληπιος και θυγατηρ Ἐριωπις : [ . . . ] δ '
9999810 ἑξακισχιλια
πεντηκοντα και ἑκατον : ἐτεα δε δυο και τεσσαρακοντα και ἑξακισχιλια : ἐν δε τουτοισι τρις το παν εἰς ἐλευθεριην
ἡ πολις εἰς τον προς βασιλεα πολεμον . ὁτι γαρ ἑξακισχιλια ταλαντα ἠν το τιμημα της Ἀττικης , και λυθεντος
9999809 ἁρπαγες
χρονον κακουργων πραγματων ἠ λῃστρικων ἐρωσι : γινονται γαρ πλαστογραφοι ἁρπαγες θυρεπανοικται κυβευται τεθηριωμενην την διανοιαν ἐχοντες . ἐαν δε
δε οὐσαι και ἀμφοτερα σημαινουσιν . Οἱ ὀξεις ὀφθαλμοι ταραχωδεις ἁρπαγες : οἱ δε ἰλλωπτοντες και τα βλεφαρα ἐπιβαλλοντες ἀνδρογυνοι
9999809 Διωνι
οὐκ ἐνδεχεται την ἐν Θεωνι ἀναπνοην εἰναι , την ἐν Διωνι δε μη εἰναι : ἐνδεχεται δε του μεν φθαρεντος
ὁ μη εἰδως τον Διωνα οὐδε τα συμβεβηκοτα αὐτῳ ὡς Διωνι δυναται νοειν , οὑτως ἐπει οὐκ ἰσμεν την οὐσιαν
9999808 ἀκριβηϲ
και γεγυμναϲμενην ἐχοιϲ την γευϲτικην αἰϲθηϲιν , αὐτοϲ ἐϲῃ κριτηϲ ἀκριβηϲ ἡϲ τε δει πλυνειν γηϲ ἡϲ τε μη ,
, τριταιου διαλειποντοϲ και ἀμφημερινου ϲυνεχουϲ . ὁ δε οὐκ ἀκριβηϲ ἠτοι τον χολωδη πλειονα κεκτηται ἠ τον φλεγματωδη :
9999808 ἀπελθῃ
δεομενου Νικιου ἀνενεωσαντο : ἐφοβειτο γαρ μη παντα ἀτελη ἐχων ἀπελθῃ και διαβληθῃ , ὁπερ και ἐγενετο , αἰτιος δοκων
ἀν τις αἰσθηται της διαφορας , εὐθυς συναρπασθεις και ἡττηθεις ἀπελθῃ . ἀλλα το μεγα τουτο , ἀπολιπειν ἑκαστῳ την
9999807 Πατηρ
τροφην τε και παιδευσιν , ᾑ χρησαμενος τοσοσδε ἐγενετο . Πατηρ μεν οὐν ἠν αὐτῳ Γαϊος Ὀκταουϊος , ἀνηρ των
Υἱου τῳ αἰτιῳ : το αἰτιον φυσει μειζον : ὁ Πατηρ ἀρα μειζων του Υἱου φυσει . ἐνταυθα παρα το
9999806 ἑπτακαιδεκατῃ
ναυς ἐσβαν ἀπεκομισθη ἐπ ' οἰκου . του δε Δηλιου ἑπτακαιδεκατῃ ἡμερᾳ ληφθεντος μετα την μαχην και του ἀπο των
. . : Και Ἀπολλοδωρος δε ἐν τῃ περι Θεων ἑπτακαιδεκατῃ περι του των Ἡσυχιδων γενους και της ἱερειας φησι
9999805 γυμναστικῃ
την δε ἰατρικην . της δε πολιτικης ἀντιστροφον μεν τῃ γυμναστικῃ την νομοθετικην , ἀντιστροφον δε τῃ ἰατρικῃ την δικαιοσυνην
ὡσπερ λεγω , ἡ ὀψοποιητικη κολακεια ὑποκειται : τῃ δε γυμναστικῃ κατα τον αὐτον τροπον ἡ κομμωτικη , κακουργος και
9999804 ἐλυπησε
αἱρεισθαι μαλλον ἠ κερδος αἰσχρον : ἡ μεν γαρ ἁπαξ ἐλυπησε , το δε δια παντος . ἀτυχουντι μη ἐπιγελαν
και την ψυχην ἀγαθου και το καλλος διαφεροντος . τουτον ἐλυπησε τι Φαλαρις τον Μελανιππον : δικαζομενῳ γαρ αὐτῳ προς
9999804 μαρτυρησῃ
τελεον : ἐαν δε ὁ του Διος ἠ της Ἀφροδιτης μαρτυρησῃ , τιμωμενον και εὐσχημον ἐσται το του τερατος ἰδιον
ξυλοσχιστας , ὑπουργους . κἀν μεν ὁ του Κρονου αὐτῳ μαρτυρησῃ ναυτικους , ἀντλητας , ὑπονομευτας , ζωγραφους , θηριοτροφους
9999801 μαχωμεθα
φραζωμεσθα τι λωιον ἀμμι γενηται , ἠ ἐτι που στυγεροισι μαχωμεθα δυσμενεεσσιν , ἠ ἠδη φευγωμεν ἀπ ' ἀστεος ὀλλυμενοιο
: τον δ ' ἐμε φασι γεινασθαι : νυν αὐτε μαχωμεθα φαιδιμ ' Ἀχιλλευ . Ὡς φατ ' ἀπειλησας ,
9999801 ἡμιση
διαμετροι δε εἰσι των παραλληλογραμμων αἱ ΝΑ , ΞΑ : ἡμιση γαρ τουτων τα τριγωνα . ὡστε , ἐαν ἡ
δε και αὐτων των καθ ' αὑτους των ἀνομοιων τα ἡμιση τους ἀπο μοναδος εὐτακτους τριγωνους ποιησει . ἑκαστη δε
9999801 Λευκιππης
: οὐ παρελιπε δε οὐδε ὁσα ἰδιᾳ προ των της Λευκιππης θυρων διελεχθησαν προς ἀλληλους περι αὐτης . και ὁ
την ναυαγιαν , την Αἰγυπτον , τους βουκολους , της Λευκιππης την ἀπαγωγην , την παρα τῳ βωμῳ πλαστην γαστερα
9999801 ἐγιγνωσκε
βουλη δηλησεται , οἱ ' ἀγορευεις . ταυτ ' οὐν ἐγιγνωσκε και ἐκεινος , ὁτι κακον ἐν θαλαττῃ τριηρεις ὁπλιταις
ἐρασταις . Εἰτε οὐν σπουδαιος ἠν ὁ Ἀγαμεμνων , ὀρθως ἐγιγνωσκε περι αὐτης , εἰτε τοις πολλοις ὁμοιος , οὐ
9999800 Φορμιωνα
Βοσπορῳ ὀντος ὡς ἐπυθοντο την διαφθοραν της νεως , ηὐδαιμονιζον Φορμιωνα παντες τουτονι , ὁτι οὐτε συνανηχθη οὐτε ἐνεθετο εἰς
ἐμοι πεισθεισα ἐξεκλεψε και ἐρωτωντος ἐδοκει ἀπιθανον εἰναι το τον Φορμιωνα δουλον ὀντα προτιμηθηναι ὑπο της Ἀπολλοδωρου μητρος . μετα
9999800 εὐχωμεθα
Σωσια : σπονδη : καλως . ἐγχει . θεοις Ὀλυμπιοις εὐχωμεθα Ὀλυμπιαισι πασι πασαις : λαμβανε την γλωτταν ἐν τουτῳ
των ὀντων τε νυν ἀγαθων ὀνησιν πασι . ταυτ ' εὐχωμεθα . και παρα Σιμωνιδῃ δε φησιν ἑτερος : ὑν
9999800 ἀπηνεα
ἠϋτ ' ἐπεγγελοωσα παρισταται : ὡδε κε φαιης μυθεισθαι μυραιναν ἀπηνεα κερτομεουσαν : τι πτωσσεις δολομητα ; τιν ' ἐλπεαι
δη τοι , γαιηοχε κυανοχαιτα , τονδε φερω Διι μυθον ἀπηνεα τε κρατερον τε , ἠ τι μεταστρεψεις ; ταυτα
9999798 δημιουργῳ
λεγοι ἀν ὀρθως . οὐ γαρ μονον σκοπος ὁμοιωθηναι τῳ δημιουργῳ θεῳ , ἀλλα και προς κανονα , την ἀριστην
: ἡ γαρ γνωσις ἐν ἡμιν ἐστι και ἐν τῳ δημιουργῳ , ὁπερ προ πολλων ἐστι και ἐπι τοις πολλοις
9999798 κορη
' ἀχησεται ὡς οἰνοπληγες και μεθυσταδες γαμων μοναστραβης ὀχος νεοφθιτος κορη χρονου πολλου νοστον προμαθοντες ὁδιος οἰωνος ὁμοπαιδα κασιν Κασανδρας
λειου εἰϲ ὀθονιον ἐγχριϲαντα . ὁταν δε ἠδη προκαθαιρηται ἡ κορη , ὑπαλειφειν τοιϲ προϲ ταϲ παλαιαϲ διαθεϲειϲ κολλυριοιϲ ,
9999798 ἐτιμηθη
ἀλλα εἰδωλα ποταμων τε και ζωων , ὁσα προς θεων ἐτιμηθη , το τησδε ἀν φαινεσθαι νικησαι . οὑτως μοι
ἡ μεν τοιαυτη συνταξις χρονικως νοειται , μετα το γυμνασιαρχησαι ἐτιμηθη , μετα το τυραννησαι ἐμεμφθη . εἰ δε αἱ
9999797 γνωσεσθε
ἐγνωκως ποιειν ἐφενακιζεν ὑμας , ἀπο της διαβασεως ἡν ἐποιησατο γνωσεσθε : ἐκ γαρ Ἀβυδου της τον ἁπαντα χρονον ὑμιν
- τον ἐμοι τῃ συγγενειᾳ προσηκοντες ἐτυγχανον . Τῳ δε γνωσεσθε τουθ ' , ὁτι ἐμοι μεν ἀγχιστευειν , τοις
9999797 φορειῳ
αὐθις βασανισων . μετα τρεις ἡμερας την Ἐπιχαριν ἐκομιζετο ἐν φορειῳ , ἡ δε λυσαμενη την ζωνην ἀπεβροχισεν ἑαυτην ἐν
ἀτερπεα δαιτα φεροντες . ” Φειδων ὀνομα κυριον . φερτρῳ φορειῳ : “ κειμενον ἐν φερτρῳ . ” φηγος ἡ
9999797 Αἰγυπτιακα
δικαιος . Λυκεας δ ' ἐν τοις Αἰγυπτιακοις προκρινων τα Αἰγυπτιακα δειπνα των Περσικων Αἰγυπτιων ἐπιστρατευσαντων , φησιν , ἐπι
και την των ἀπλανων σφαιραν μεταλαμβανομενοις ϠϘγσιν , ἁ ἐστιν Αἰγυπτιακα ϠϘγ και νυχθημερα σνε # νδ μϚ να ἐγγιστα
9999797 νοησε
θαλαμονδε Μελανθιος , αἰπολος αἰγων , οἰσων τευχεα καλα : νοησε δε διος ὑφορβος , αἰψα δ ' Ὀδυσσηα προσεφωνεεν
! ? ποντον ? χθονα τ ' , ἠδε ? νοησε [ ως . ] ? ? οἰδμα πολυπλαγκτοιο θαλασσης
9999796 ἠναγκασε
στρατευσας οὐν εἰς την Παιονιαν και παραταξει τους βαρβαρους νικησας ἠναγκασε το ἐθνος πειθαρχειν τοις Μακεδοσιν . ὑπολειπομενων δε πολεμιων
συγκλεισας , και την τροφην παρελομενος ἐπι τινας ἡμερας , ἠναγκασε το ζῳον δια την ἐνδειαν ἀναλωσαι το σωμα της
9999795 Θετταλια
ἐν δε τῳ θʹ Φι - λιππικῳ φησιν ” ἀλλα Θετταλια πως ἐχει ; οὐχι τας πολεις και “ τας
γιγνωσκειν ὡς ἐστιν κατα γε την Ἑλλαδα χωραν κρατιστη ἡ Θετταλια . Το δε μεγεθος τρια των ὀνοματων ἐπιδεχεται :
9999795 φαλαγξ
και ἐπαγωγη και δεξια παραγωγη και εὐωνυμος παραγωγη και πλαγια φαλαγξ και ὀρθια φαλαγξ ἠ λοξη φαλαγξ και παρεμβολη και
λεγουσι . φαλαγξ το ἐκ πλειονων λεξεων ὁπλιτινον πληθος . φαλαγξ και τα των δακτυλων ἀρθρα , εἰσι δε και
9999795 εὐφροσυνῃ
ἑορταις ἐπιδοσιν ἐχουσιν αἱ τραπεζαι : ὡστε πρωτον ταυτῃ τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα ὁσῳ ἀν
ἐχουσιν αἱ τραπεζαι αὐτων ἐπιδοσιν : ὡστε ταυτῃ πρωτον τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα δ '
9999794 κολλυριῳ
τοιϲ τετραϲι δακτυλιοιϲ πλειονι χρονῳ , εἰτα ἐπιχριειν τῳ ὑποκειμενῳ κολλυριῳ : λιβανου ⋖ Ϛ κομμεωϲ ⋖ Ϛ ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ
: ἡμειϲ δε εὐδοκιμουμεν ἐπ ' αὐτων τῳ τε διακεντητῳ κολλυριῳ και τῃ προϲ ὑποχυϲειϲ Ἀγλαϊδου χλωρᾳ χρωμενοι . κοινον
9999794 ἐλθω
. Γειτων ἐστι τις καπηλος . οὑτος εὐθυς , ὁταν ἐλθω ποτε διψωσα , μονος οἰδ ' ὡς γ '
μοι σωσον λαβων , ἑως ἀν ἱππους δευρο Θρηικιας ἀγων ἐλθω , τυραννον Βιστονων κατακτανων . πραξας δ ' ὁ
9999792 ἐκτισθη
τῃ πολει της Κιλικιας . Ἡ δε αὐτη πολις Ῥωσος ἐκτισθη ὑπο Κιλικος του υἱου Ἀγηνορος . Ὁ δε Σελευκος
ἐστιν ἁ χωρια . παντα δε ταυτα ὑστερον των Τρωικων ἐκτισθη . Δυνατωτερας δε γιγνομενης της Ἑλλαδος και των χρηματων
9999792 εὐωδη
οὑτως : και τοτε περιπατησεις κἀπονιψει κατα τροπον τας χειρας εὐωδη λαβων [ την ] γην . και Φιλοξενος δ
. Και τοτε περιπατησεις κἀπονιψει κατα τροπον τας χειρας , εὐωδη λαβων την γην . Τις δ ' ἐγχελειον ἀν
9999791 Ἀληθη
φοβουνται , ὁταν φοβωνται , οὐδε αἰσχρα θαρρη θαρρουσιν ; Ἀληθη , ἐφη . Εἰ δε μη αἰσχρα , ἀρ
οὑτως το ἑν πολλα εἰη ἀλλ ' οὐχ ἑν . Ἀληθη . Δει δε γε μη πολλα ἀλλ ' ἑν
9999791 μοριῳ
, μετ ' αὐτην ἡ φρονησις ὡς ἐν τῳ τιμιωτερῳ μοριῳ της ψυχης τῳ λογῳ ἐποχουμενη , μετ ' αὐτην
οὐ παντος δε ὡσπερ ἐφην , ἀλλ ' οὐδε παντι μοριῳ : οὐ γαρ τῳ τυχοντι : ψοφουμεν γαρ και
9999791 Τεταχθω
συγκειμενου ἐκ των τριων κυβος προσλαβων ἑκαστον ποιῃ κυβον . Τεταχθω ὁ συγκειμενος ἐκ των τριων ʂ α , ἑκαστος
λειψῃ ἑκατερον , ἐαν τε συναμφοτερον , ποιῃ τετραγωνον . Τεταχθω ὁ μεν ʂ α Μο α , ὁ δε
9999791 ἐθελοιμι
, των Ἀθηνησι γενομενων ἁπαντων προτιμω τε και πλειστου ἀναγινωσκειν ἐθελοιμι . ἐν ἐκεινοις γαρ , οἰμαι , και τουτο
δικασται , ἐν τῃ αὐτῃ μαρτυριᾳ , ὡς ἐγω οὐκ ἐθελοιμι ἀναβαλεσθαι , ὁ δε Θεοφημος κελευοι , ἱνα μοι
9999791 Στρυμονι
, ἡ την κατ ' αὐλου εὑρεν εὐεπειαν , συνοικησασα Στρυμονι τεκνοι Ῥησον ὁς ὑπο Ὁδυσσεως και Διομηδους ἀναιρειται .
τους ψιλους τελευταιους ἐπιταξας , τας δε τριηρεις ἐν τῳ Στρυμονι ποταμῳ πληρωσαι οὐ δυνηθεις ἐνεπρησεν : και ταυτα παντα
9999791 ἀπαλλαγησῃ
ἐργαστηριον μετα μαχης α πεφαρμακευσαι . σεαυτῳ βοηθει β οὐκ ἀπαλλαγησῃ της γυναικος ἑως θανατου γ λησεται σου ὁ δρασμος
ἐκκοπηναι και καλως η ἀπολυθησεται ὁ συνεχομενος μετα κοπου θ ἀπαλλαγησῃ της φιλης ταχεως ι γενησῃ ἐπισκοπος , πλην βραδεως
9999789 ἑπτακαιδεκα
ἰαμβικου πενθημιμερους . το ιηʹ ἰαμβικον ἑφθημιμερες . τα λοιπα ἑπτακαιδεκα οὑτως : το αʹ Φαλαικιον το βʹ ἐκ χοριαμβου
ἀπολοιμεθα : ὑπαρχει γαρ νυν ἡμιν οὐδεν των ἐπιτηδειων . ἑπτακαιδεκα γαρ σταθμων των ἐγγυτατω οὐδε δευρο ἰοντες ἐκ της
9999789 ἀκρωτηριῳ
ἐκπλευσαι , ὁποτε ἐκειθεν ἀραιμι , ἀλλ ' ὑφορμισασθαι τῳ ἀκρωτηριῳ , τας ναυς γαρ τας λῃστρικας ἐν περιβολῃ ἑσταναι
νησος αὑτη της παραλιας χωρας σφοδρα , τῳ δε ἑτερῳ ἀκρωτηριῳ καθηκει ἐπι τον Ναρωνα ποταμον . Ἀπο δε της
9999789 ἑστιᾳ
' αὐτῳ προειπειν οἱος εἰμι τους τροπους . ἀν τις ἑστιᾳ , παρειμι πρωτος , ὡστ ' ἠδη παλαι *
ταις ἑτεραις Θεσμοφοριαζουσαις ἐποιησεν . εἰτε τῃ γῃ εἰτε τῃ ἑστιᾳ , ὁμοιως προ του Διος θυουσιν αὐτῃ . ἀπο
9999787 κινησῃ
τῃ καρδιᾳ προοραν το μελλον . ὡσπερ γαρ ὁταν τι κινησῃ το ὑδωρ ἠ τον ἀερα , τουθ ' ἑτερον
δ ' ὁτ ' ἀφ ' ὑψηλης κορυφης ὀρεος μεγαλοιο κινησῃ πυκινον νεφος . τοιγαρουν και ὁταν λεγῃ ὡς δ
9999787 κτισμα
τε Καρησος τε Ῥοδιος τε . ” ἡ δε Δαρδανος κτισμα ἀρχαιον , οὑτω δ ' εὐκαταφρονητον ὡστε πολλακις οἱ
, δοκω ἐγω τον Τυριον εἰναι Ἡρακλεα , ὁτι Φοινικων κτισμα ἡ Ταρτησσος και τῳ Φοινικων νομῳ ὁ τε νεως
9999787 ἐφορᾳ
οἱ θειοι ἀνδρες και αἰσθησεις : ἠελιος ὁς παντ ' ἐφορᾳ και ὁ δε μ ' ἐς φρενας ἠλθε και
; και μηποτ ' εἰκοτως : νυνι μεν γαρ ἑκαστα ἐφορᾳ και παντων οἱα γνησιος πατηρ ἐπιτροπευει και , εἰ
9999787 χαλασῃ
οὑ το μεν ὑδωρ βλεπεται , ἡλικον δε ἀν τις χαλασῃ σχοινιον , οὐκ ἐφαπτεται του ὑδατος , ἀλλ '
παυεσθαι , και διαλιπων αὐθις ποιεειν ταὐτα ἐστ ' ἀν χαλασῃ ἡ περιωδυνιη : και ἠν ἡ κοιλιη μη ὑποχωρεῃ
9999787 αἰσχυνεσθε
' ὑμων τινες ἐνθαδε ποιουσιν ; κἀκει παλιν εἰτα οὐκ αἰσχυνεσθε , εἰ μηδ ' ἁ παθοιτ ' ἀν ,
δια το ἀπαρασκευοι ἐγχειρειν . ὑποστικτεον οὐν εἰς το μη αἰσχυνεσθε ὁ μεμφονται : οἱ Κορινθιοι μεμφονται πολιν : την
9999787 λεκτεα
ἐστιν ἀδελφη της ἐν τῳ λεγειν ταμιευομενη μεχρι καιρου τα λεκτεα , ἀλλ ' ἡν οἱ ἐξησθενηκοτες και ἀπειρηκοτες δια
στελλησθε , ὑμας δεησει τους μαχομενους εἰναι . ὁμως δε λεκτεα ἁ γιγνωσκω : ἐμπειρος γαρ εἰμι και της χωρας
9999787 χαλκα
καλουμεν ἠ κυμβαλα χειρων , ἠ ποδων , ὀξυβαφα τε χαλκα και ὑελινα . Και το συνθεμα τον ἐκ πλειονων
κληρων ὑπο των κληρουμενων . ἐοικε δ ' εἰναι ταυτα χαλκα , ὡς ὑποσημαινει Δημοσθενης ἐν τῳ περι του ὀνοματος
9999786 ἱστορηκε
τωι λιμενι διαναυμαχουντα του Θησεως ἐκπλεοντος . ὡς δε Φιλοχορος ἱστορηκε , τον ἀγωνα του Μινω συντελουντος , ἐπιδοξος ὠν
. Ἀριστων δ ' ὁ Χιος και Θεοφραστου τινα δοξαν ἱστορηκε περι των ῥητορων . ἐρωτηθεντα γαρ , ὁποιος τις
9999785 ἐοικε
καθηγεμονα των πραξεων ἐχοντες την ἀρετην . Πασαις γουν ὡς ἐοικε ταις ἀρεταις κοινον ὑπαρχειν το τε κρινειν , και
, μεθιεμεν . Ἀκουετον δη : δει γαρ , ὡς ἐοικε , με λεγειν ἁ κρυπτειν ἠν παρεσκευασμενος . Ἐγω
9999785 θερμαϲιαϲ
' ἐκεινου μαλιϲτα του τοπου , ἐν ᾡ τηϲ πολληϲ θερμαϲιαϲ αἰϲθηϲιϲ γιγνεται . ἀλλαϲϲεϲθω δε το φαρμακον , πριν
/ φευγει [ ] ϲυγκυψαϲ : τηϲ ἐκ των πληγων θερμαϲιαϲ : ἀλλα δητ ' εἰϲ του ϲτρατηγου κωμαϲω του
9999785 Ἀφροδιτῃ
καλειται δε ῥυγχος και τοπος τις περι Αἰτωλιαν . ὁτι Ἀφροδιτῃ ὑς θυεται και μαλιστα παρ ' Ἀργειοις παρ '
Κρονῳ Ϛ , Ϛ , Ἑρμῃ Ϛ , ιβ , Ἀφροδιτῃ η , κ , Διι ε , κε ,
9999785 ὁμιλιᾳ
, την δε γλωτταν εἰς δρομον ἀσκων τῃ των ῥητορων ὁμιλιᾳ . καιτοι τις οὐκ ἀν ἀρκουσας ὑπολαβων εἰς εὐδαιμονιαν
τοσουτον διηνεγκε των προ αὐτου και μαλιστα τῃ προς Ῥωμαιους ὁμιλιᾳ και πολιτειᾳ , ὡστε και βασιλευς ἐχρηματισε , δοντος
9999785 ἑκκαιδεκα
δ ' ἡμιμεδιμνος τεσσαρες και εἰκοσιν , ὁ δε τριτευς ἑκκαιδεκα , ἑκτευς δ ' ὀκτω , ἡμιεκτον τετταρες .
. Φησαντος δε του Ἐφορου διοτι την χερρονησον κατοικει ταυτην ἑκκαιδεκα γενη , τρια μεν Ἑλληνικα τα δε λοιπα βαρβαρα
9999784 ἐμιχθη
μεν Οἰνομαος ἐγημε , Σισυφος δε Μεροπην . δυσι δε ἐμιχθη Ποσειδων , πρωτῃ μεν Κελαινοι , ἐξ ἡς Λυκος
το : φθεγγομενου δ ' ἀρα του γε καρη κονιῃσιν ἐμιχθη ἀμφιβροτην ] ἰσως , την στρογγυλην κωδειαν ] ἠ
9999784 ἐρωτικῳ
και τοτε πρωτον ἐμαθον ὁτι μηδεν ἐριζει προς ἡδονην φιληματι ἐρωτικῳ . Ἐπειδη δε του δειπνου καιρος ἠν , παλιν
ὠ Γλαυκων , λεγειν ἁ λεγεις : ἀνδρι δ ' ἐρωτικῳ οὐ πρεπει ἀμνημονειν ὁτι παντες οἱ ἐν ὡρᾳ τον
9999784 διηνεγκε
ποτερον Θεμιστοκλης δια συνουσιαν τινος των σοφων ἠ φυσει τοσουτον διηνεγκε των πολιτων , ὡστε προς ἐκεινον ἀποβλεπειν την πολιν
, ὡν ἠν ἐπιφανεστατος Διοκλης . τοσουτο γαρ των ἀλλων διηνεγκε συνεσει και δοξῃ , ὡστε της νομοθεσιας ὑπο παντων
9999784 δωδεκα
πλειους φαμεν εἰναι των τετταρων και ἡμιολιους , ἐαν δε δωδεκα , ἐλαττους και ἡμισεις , και οὐδε ἀνεκτον ἀλλως
ἀντωνυμιαν ἀναφορικην δηλουσαν το ταυτῃ , οἱον “ τῃ και δωδεκα παιδες ἐνι μεγαροισιν λιποντο , ” ῥημα δε προστακτικον
9999782 ἐλθοιμι
σε ἠρωτησα , ὠ Πρωταγορα , ἡδεως ἀν ἐπι τελος ἐλθοιμι μετα σου σκοπουμενος . και γαρ δοκει μοι το
ἐθελεις βασανιζε : εἰς εὐνην δε την σην οὐκ ἀν ἐλθοιμι , οὐτε ἀν τοιαυτα πεισθειην κελευουσῃ . Λαβουσα ταυτα
9999782 ἐνεχθῃ
οὐν τις των ὁδῳ παριοντων μη προαισθομενος κατα κενου ἐπιβας ἐνεχθῃ και τελευτησῃ , ἐπιγραφεσθωσαν οἱ βουλομενοι ὑπερ του τετελευτηκοτος
οἰκειας ἑδρας ἡ κεφαλη του βραχιονος ἀποχωρησασα κατω μεν πρωτον ἐνεχθῃ τῳ βαρει ῥεψασα , μετα ταυτα δ ' ὀπισω
9999782 ἀπηνεχθη
εὑρεν , ἀσημῳ δε τινι βιβλιῳ ἐνετυχεν , ἐς ἐννοιαν ἀπηνεχθη δαιμονος . τουτι δε και Δομετιανος ὑστερον προς αὐτον
ἑαυτου νικην και τινας των γνωριμων ἑστιων ὀψοφαγιᾳ ἀηθει χρησαμενος ἀπηνεχθη του ὑπνου . ἡκων οὐν της ὑστεραιας ἐς το
9999782 εὐμεγεθη
, προστισας τας του λαγοου τριχας . ἀλλο . σικυαν εὐμεγεθη προσβαλλε τῳ ὑποχονδριῳ κατ ' ἰξιν της ῥινος πασχουσης
τα σκελη και τα κερατα , και ταυτα μεν ὑπερφυως εὐμεγεθη και θαυμασια την ὀψιν εἰναι , τα δε σκελη
9999782 Τριτωνιδα
οὐνομα Τριτων ἐστιν : ἐκδιδοι δε οὑτος ἐς λιμνην μεγαλην Τριτωνιδα ” . το ἐθνικον Φιλαιος , της νησου δε
Περσευς ἐν τῃ παραδοσει , λαβων ἐρριψεν αὐτον εἰς την Τριτωνιδα λιμνην , και οὑτως ἐλθων ἐπι τας Γοργονας ὑπνωκυιας
9999781 Σκυθικα
ἐπι την Ὑρκανιαν ὡς ἐπι βορραν ἀνεμον , και τα Σκυθικα γενη οὐ πορρω τουτων , ὡστε δεος μη ἀπελθοντων
ποικιλωτεραν τε και ἁμα φοβερωτεραν γιγνεσθαι την ἐλασιν . τα Σκυθικα δε σημεια ἐστιν ἐπι κοντων ἐν μηκει ξυμμετρῳ δρακοντες
9999781 ἐζηλωσεν
τοὐναντιον ἐποιησεν : την γαρ φανεραν ἁπασι και τετριμμενην λεξιν ἐζηλωσεν ἐγγιστα νομιζων εἰναι του πεισαι τον ἰδιωτην το κοινον
ἀγελας κεκτημενος οὐ μονον την τρυφην των κατα Σικελιαν Ἰταλικων ἐζηλωσεν , ἀλλα και το κατα τους οἰκετας πληθος και
9999780 εἱνεκα
και ἡ μεν κατεκαη πασα , Σκυλης δε οὐδεν τουτου εἱνεκα ἡσσον ἐπετελεσε την τελετην . Σκυθαι δε του βακχευειν
ὁτι δοιης ἀν , ἐπει τοι και την ἀρχην πειρας εἱνεκα ᾐτουν , ὁπως εἰδειην εἰ και τα τοιαυτα δωσεις
9999780 ἐφοβησε
, τι φεβεσθε , ἐοικοτες οὐτιδανοισι ψηρεσιν οὑς τ ' ἐφοβησε μολων κατεναντια κιρκος ; Ἀλλ ' ἀγε θεσθ '
και πρωτος ἀνθρωπων ἐναυμαχησεν ἐκ γης . πολλας μεν οὐν ἐφοβησε ναυς , μιας δε Φοινισσης κατα της τροπιδος χειρα
9999779 Μελανα
ἐπι τον Μελανα ποταμον ἐρχεται . διαβας δε και τον Μελανα ἐς Σηστον ἀφικνειται ἐν εἰκοσι ταις πασαις ἡμεραις ἀπο
ἡ Θρᾳκια καλουμενη , ποιουσα την τε Προποντιδα και τον Μελανα κολπον και τον Ἑλλησποντον : ἀκρα γαρ ἐκκειται προς
9999779 ὡρισε
ἐφ ' ὡν μονων ὁ στρατιωτικος νομος την οὑτως ὠμην ὡρισε τιμωριαν , και ὁμως αὐτῃ και ἐπι τοισδε ὀλιγοι
εἰναι τουτον , ὁσον ὡρισεν ἡμιν πλειστον ὁ θεος , ὡρισε δε κατα πλατος , καθαπερ και το του σωματος
9999779 ἠμελησε
την Ἀριστοκλεους γλωτταν . νοσωδης δε ἐκ μειρακιου γενομενος οὐκ ἠμελησε του πονειν . την μεν οὐν ἰδεαν της νοσου
μεν ῥηθεντων ὑπ ' αὐτου προς ὁμονοιαν [ ἐντολων ] ἠμελησε , τοὐναντιον δ ' ἐκεινους προτρεψαμενος εἰς ἀλλοτριοτητα συναπεστη
9999779 αἰσθητικῳ
ἐξωθεν ἡλιου ἀκτινος μη εἰσβαλλουσης , αὐταρκες το ἐν ὑποκειμενῳ αἰσθητικῳ τῳ της μητρος ὀγκῳ την δημιουργιαν συντελεισθαι . Ἀλλ
το αἰσθανομενον , μεγεθος ἐχει : οὐ μεντοι το γε αἰσθητικῳ εἰναι οὐδ ' ἡ αἰσθησις μεγεθος ἐστιν , ἀλλα
9999778 Παλλαδα
ὁ πολεμικος ἀπο της Ἐνυους , τινες δε ὡσπερ την Παλλαδα δια φονον του Παλλαντος οὑτω και τον Ἐνυαλιον δια
[ [ ] ! ! [ ! ] αν : Παλλαδα δ [ [ μητιοεσσαν ] ἀρηγονα [ [ ]

Back