πασα ἡμερα ἀναλογει τῳ ἐτει , ὁ μεν ὀρθρος τῳ ἐαρι , ἡ δε μεσημβρια τῳ θερει , ἡ δε
, τῳ αὐτῳ καιρῳ δωσει τας σταφυλας , τουτεστι τῳ ἐαρι . Ὡρα δε του ἐγκεντρισμου τῳ ἐαρι , των
9999776 γραμμῃ
του οὐρανου ἐστι το Αα , τῃ μεν ηΔ ἰσῃ γραμμῃ κατα την γην πρωτη ἀπαρχεται εἰναι ὡρα , ὡς
εἰ δε μη , ἐνεργειᾳ πως : ἐν γαρ τῃ γραμμῃ τα σημεια πως δυναμει ὑπαρχουσιν , ἐν ἡμιν δε
9999755 Θεμιστοκλεα
ἐτι και νυν κεκτημενον , χρυσῳ στεφανῳ μελλετε στεφανουν . Θεμιστοκλεα δε και τους ἐν Μαραθωνι τελευτησαντας και τους ἐν
ἐοικεν , ἀν μεν Δημοσθενη , ἠ Μιλτιαδην , ἠ Θεμιστοκλεα , ἠ τον ὁμωνυμον ὑποκρινωμαι , τοτε μεν πολυ
9999754 γλυκυτητι
και τουτων αἱ μεν ὀνομαζομεναι περσαιαι καρπον διαφορον ἐχουσι τηι γλυκυτητι , μετενεχθεντος ἐξ Αἰθιοπιας ὑπο Περσων του φυτου καθ
τε και ὀξυτητος ὡς προσηκουσων τῃ τε ἀφελειᾳ και τῃ γλυκυτητι . Ὁ δε περι ἡδονης οὑτος και γλυκυτητος ἡμιν
9999752 Θεογονιᾳ
, Βοιωτον ὀντα , τας Μουσας , ὡσπερ ἐν τῃ Θεογονιᾳ πεποιηκεν , ἀλλ ' ἀπο της Πιεριας , εἰς
πολεμον γιγαντων και τιτανων . ὁ δε Ἡσιοδος ἐν τῃ Θεογονιᾳ δια τουτο φησι τον Δια ὁρκον των θεων ποιησαι
9999752 κινδυνῳ
κρειττονες , ἐαν ἐξω του τειχους ὀντες οἱ ἡττονες ἐν κινδυνῳ δοκωσιν εἰναι , ἀλλ ' ἐπειδαν γε εἰσω του
ἀπατην γεγοητευμενου . ἐοικε των ἀνθρωπινων ἀγαθων ὀντως ἑκαστον εἰναι κινδυνῳ κεκαλυμμενον , μηδεν τε ἀκρατον του ἐναντιου , και
9999751 γαληνῃ
ἐν εὐδιᾳ πλανωμενον , ἰδιου χειμωνος γεμον και βαπτιζομενον ἐν γαληνῃ . θαυμασαντες ἠλθομεν πλησιον . ἐδοξα τον της ἀθλιας
νησους ἠ πετρας ἐκτρεπεται : και τα μεν εὐδιᾳ και γαληνῃ σφριγᾳ , τα δε κλυδωνι και κυματωσει : ταις
9999748 ἀπηνεα
ἠϋτ ' ἐπεγγελοωσα παρισταται : ὡδε κε φαιης μυθεισθαι μυραιναν ἀπηνεα κερτομεουσαν : τι πτωσσεις δολομητα ; τιν ' ἐλπεαι
δη τοι , γαιηοχε κυανοχαιτα , τονδε φερω Διι μυθον ἀπηνεα τε κρατερον τε , ἠ τι μεταστρεψεις ; ταυτα
9999745 βελτιστῳ
εἰς δε την Ἀκαδημειαν ἠ εἰς το Λυκειον ἐλθοντα τῳ βελτιστῳ τουτῳ Διαλογῳ συμπεριπατειν ἠρεμα διαλεγομενους , των ἐπαινων και
δυναμενους ἀποδεδοται , ὡστε τον χειριστον των αὐτων τυγχανειν τῳ βελτιστῳ : οὑτως , ὠ ἀνδρες , ταυτην την ὑβριν
9999743 ἀπηνεχθη
εὑρεν , ἀσημῳ δε τινι βιβλιῳ ἐνετυχεν , ἐς ἐννοιαν ἀπηνεχθη δαιμονος . τουτι δε και Δομετιανος ὑστερον προς αὐτον
ἑαυτου νικην και τινας των γνωριμων ἑστιων ὀψοφαγιᾳ ἀηθει χρησαμενος ἀπηνεχθη του ὑπνου . ἡκων οὐν της ὑστεραιας ἐς το
9999742 ἐλπιδα
ῥᾳδιως παρα των ἀδικουντων χρηματα λαμβανουσι . καιτοι τινα χρη ἐλπιδα ἐχειν σωτηριας , ὁποταν ἐν χρημασιν ᾐ και σωθηναι
πιστευσαντα . Καισαρα δη αὐτον ἀποδεικνυει , φθασας αὐτου την ἐλπιδα και την ἐπιθυμιαν τῃ της ἐξουσιας κοινωνιᾳ . ἐπιστελλει
9999742 ἐνεπλησθη
ἐπι Σαρδις . Ταυτα ἐπιλεγομενῳ Κροισῳ το προαστειον παν ὀφιων ἐνεπλησθη . Φανεντων δε αὐτων οἱ ἱπποι , μετιεντες τας
τε ἐπραξαν οἱ τοτε Καδμειοι και ὁ μετα ταυτα χρονος ἐνεπλησθη του παραδειγματος . ὀρθως ἀρα ὁ Θηβαιος Ἐπαμεινωνδας μετα
9999738 εὑρεθη
ἠν : ἐγενετο δε ἐπι τουτου ἀνδρων πολεμικων ζητησις : εὑρεθη δε οὑτος ὁ ἀνηρ πασης ἐλπιδος κρειττων , οὐδεμιας
θεου Ζυγον , ὁ του δαιμονος κυριος Κρονος ὡροσκοπῳ : εὑρεθη δε και Ἀφροδιτη ἐν τῳ ὑπογειῳ . Ἀλλη .
9999738 διηνεγκε
ποτερον Θεμιστοκλης δια συνουσιαν τινος των σοφων ἠ φυσει τοσουτον διηνεγκε των πολιτων , ὡστε προς ἐκεινον ἀποβλεπειν την πολιν
, ὡν ἠν ἐπιφανεστατος Διοκλης . τοσουτο γαρ των ἀλλων διηνεγκε συνεσει και δοξῃ , ὡστε της νομοθεσιας ὑπο παντων
9999737 ἀπελθῃ
δεομενου Νικιου ἀνενεωσαντο : ἐφοβειτο γαρ μη παντα ἀτελη ἐχων ἀπελθῃ και διαβληθῃ , ὁπερ και ἐγενετο , αἰτιος δοκων
ἀν τις αἰσθηται της διαφορας , εὐθυς συναρπασθεις και ἡττηθεις ἀπελθῃ . ἀλλα το μεγα τουτο , ἀπολιπειν ἑκαστῳ την
9999734 ἰσχυρῳ
. Τουτον φησιν ὁ Μανεθων ἁπαντα τειχει τε μεγαλῳ και ἰσχυρῳ περιβαλειν τους ποιμενας , ὁπως την τε κτησιν ἁπασαν
ἡδυ φερομενου : ὁμοιως γαρ εἰσι μοχθηροι , καθοσον ὁμοιως ἰσχυρῳ λογισμῳ ἑκατερος πολεμει . ὡστε , ὁ ἐν τοις
9999734 δηλαδη
τοις ἱπποις χρωνται . Ἀμειψαντες ] Οἱ της Θηρας ἀποικοι δηλαδη . Κεινος ὀρνις ] * Ἐπειδη ὀρνις ἐστιν ἡ
μαχης ταὐτο δηλουσα τῃ ὑστερον ἐπινοηθεισῃ ἠχῃ της σαλπιγγος , δηλαδη το καταρχεσθαι της μαχης : ἀλλως : ἐπει δ
9999734 ἑκκαιδεκατῃ
αὐτοις της πατριδος ὑφ ' Ἡρακλεους . Γενεᾳ δ ' ἑκκαιδεκατῃ μετα τον Τρωικον πολεμον Ἀλβανοι συνοικιζουσιν ἀμφω τα χωρια
κοινον ὀνομα πολλων ἐθνων . λεγονται και Λευκοσυροι . Στραβων ἑκκαιδεκατῃ „ δοκει δε ἀπο Βαβυλωνιας των Συρων το ὀνομα
9999732 γλοιωδες
τοτηνικαυτα ἐπιβαλλειν δει το των πιτυρων ἀποζεμα : ἐστι γαρ γλοιωδες και χαλαστικον , ἐτι γε μην και συγγενειαν ἐχον
Λιθαργυρον , θειον ἀπυρον ἰσα μετ ' ὀξους και οἰνου γλοιωδες ἐπιχριε : ἐγω ἐλαιον οὐ μιγνυμι και ἀντ '
9999731 Εὐρυσθευς
της μητρος κωλυουσης , του δε πατρος συνεπαινουντος Κρεοντος . Εὐρυσθευς δε ὁ Σθενελου του Περσεως , αἰσθομενος τα καταλαβοντα
Ἁιδου . Μακαρια γαρ ἡ Ἡρακλεους , ὁπηνικα ἐπεστρατευσεν ὁ Εὐρυσθευς ταις Ἀθηναις , ἑαυτην ἐπεδωκε σφαγιον ὑπερ της των
9999731 νοησε
θαλαμονδε Μελανθιος , αἰπολος αἰγων , οἰσων τευχεα καλα : νοησε δε διος ὑφορβος , αἰψα δ ' Ὀδυσσηα προσεφωνεεν
! ? ποντον ? χθονα τ ' , ἠδε ? νοησε [ ως . ] ? ? οἰδμα πολυπλαγκτοιο θαλασσης
9999731 κλειδα
ἑκουσαι θυματα γινονται , ἐπαταξαν ἑαυτας τῃ κερκιδι παρα την κλειδα και ἀνερρηξαν την σφαγην . και αὐται μεν ἀμφοτεραι
του ποντου κληιδα : λεγει δε το στενον ὁθεν και κλειδα το στενον - ἐκεινο ὠνομασε : ἀπο γαρ του
9999730 κλινη
, στιβας γουν ἐκ λιθων λογαδων ἠ ξυλων εὐτελων πεποιημενη κλινη . ἀλλα γαρ ἐλεφαντοποδες τα ἐνηλατα και κλιντηρες ὀστρακοις
ζητουμεν το δια τι ἐστιν : οἱον δια τι ἐστι κλινη ; δια την των ἀνθρωπων ἀναπαυσιν . και παλιν
9999730 αἰσχυνεσθε
' ὑμων τινες ἐνθαδε ποιουσιν ; κἀκει παλιν εἰτα οὐκ αἰσχυνεσθε , εἰ μηδ ' ἁ παθοιτ ' ἀν ,
δια το ἀπαρασκευοι ἐγχειρειν . ὑποστικτεον οὐν εἰς το μη αἰσχυνεσθε ὁ μεμφονται : οἱ Κορινθιοι μεμφονται πολιν : την
9999728 δυοκαιδεκα
Σεληνης ἀνωμαλους δρομους των τε λοιπων ἀστερων δυναμεις και κυκλον δυοκαιδεκα ζῳδιων ἐν ἀποκρυφοις ταυτα ἐχειν και τοις ἀπαιδευτοις ἠ
ἐπανω της χειρος , ὁς Ῥοπαλον καλειται , τους παντας δυοκαιδεκα φερει τοδε το ζῳδιον . Τους δε Διδυμους διεισιν
9999727 Λευκιππης
: οὐ παρελιπε δε οὐδε ὁσα ἰδιᾳ προ των της Λευκιππης θυρων διελεχθησαν προς ἀλληλους περι αὐτης . και ὁ
την ναυαγιαν , την Αἰγυπτον , τους βουκολους , της Λευκιππης την ἀπαγωγην , την παρα τῳ βωμῳ πλαστην γαστερα
9999727 γυμναστικῃ
την δε ἰατρικην . της δε πολιτικης ἀντιστροφον μεν τῃ γυμναστικῃ την νομοθετικην , ἀντιστροφον δε τῃ ἰατρικῃ την δικαιοσυνην
ὡσπερ λεγω , ἡ ὀψοποιητικη κολακεια ὑποκειται : τῃ δε γυμναστικῃ κατα τον αὐτον τροπον ἡ κομμωτικη , κακουργος και
9999725 ἑκκαιδεκα
δ ' ἡμιμεδιμνος τεσσαρες και εἰκοσιν , ὁ δε τριτευς ἑκκαιδεκα , ἑκτευς δ ' ὀκτω , ἡμιεκτον τετταρες .
. Φησαντος δε του Ἐφορου διοτι την χερρονησον κατοικει ταυτην ἑκκαιδεκα γενη , τρια μεν Ἑλληνικα τα δε λοιπα βαρβαρα
9999725 φθαρειη
χιασαντες οὑτως ἐκκοψομεν το ὀστεον : εἰ δε μη παν φθαρειη το ὀστουν , μονη δ ' ἡ ἐνδοθεν ἐπιφανεια
ἀλλα , ἡ γε τοιαυτη πως ἀν ὑφ ' ἑαυτης φθαρειη : τοιαυτη γαρ δειχθησεται ἡ ἀρχη της κινησεως :
9999725 εὐφροσυνῃ
ἑορταις ἐπιδοσιν ἐχουσιν αἱ τραπεζαι : ὡστε πρωτον ταυτῃ τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα ὁσῳ ἀν
ἐχουσιν αἱ τραπεζαι αὐτων ἐπιδοσιν : ὡστε ταυτῃ πρωτον τῃ εὐφροσυνῃ της ἐλπιδος μειονεκτουσι των ἰδιωτων . ἐπειτα δ '
9999724 ὑδρομελιτοϲ
' ἐκεινων εἰρημενα . εἰϲι δε εὐβοηθητοι μαλιϲτα ὠφελουμενοι ὑπο ὑδρομελιτοϲ ϲυνεχωϲ αὐτο πινοντεϲ μιγνυμενων αὐτῳ πηγανου φυλλων . Γυψοϲ
ἀνιϲου ϲπερμα ἀριϲτολοχιαϲ ἀφεψημα βραθυοϲ λειοτατου ⋖ α μεθ ' ὑδρομελιτοϲ : ἐπι δε των ἀπυρετων μετ ' οἰνου βαλϲαμου
9999724 τερεβινθινηϲ
, πιϲϲηϲ ξηραϲ , ταυρειου ϲτεατοϲ ἀνα # κ , τερεβινθινηϲ # γ , κηρου # ε , ἰου ξυϲτου
χυλου , ἀμυγδαλων πικρων , κομμεωϲ ἰϲα . Ἀλλο . τερεβινθινηϲ # α ∠ ʹ , κηρου , λιβανου ,
9999724 Τριτωνιδα
οὐνομα Τριτων ἐστιν : ἐκδιδοι δε οὑτος ἐς λιμνην μεγαλην Τριτωνιδα ” . το ἐθνικον Φιλαιος , της νησου δε
Περσευς ἐν τῃ παραδοσει , λαβων ἐρριψεν αὐτον εἰς την Τριτωνιδα λιμνην , και οὑτως ἐλθων ἐπι τας Γοργονας ὑπνωκυιας
9999722 θεασασθε
' ὁτι ἐγω εἰμι ἰδετε , τουτεστι την ἐμην ὑπαρξιν θεασασθε . ἀνθρωπου γαρ ἐξαρκει λογισμῳ μεχρι του καταμαθειν ὁτι
τουτ ' ἐκειν ' : ἰω ξυνοικοι , ταδε τερα θεασασθε . Τον ἀλεκτρυονα μου ξυναρπασασα φρουδη Γλυκη . Νυμφαι
9999722 νοτιδα
της ἀλλης σαρκος : ἐπιπροσθειν οὐν ξυμβαινει την ἐντευθεν ἑλκομενην νοτιδα τῳ ξυναγομενῳ κατωθεν ἰχωρι , και τα μεν ἐνοχλευντα
νυν λεγομενον . τουτο δε δια την περι τον ἐγκεφαλον νοτιδα συνιον αὐτο προς αὑτο και βλαστανον κυκλῳ περιημφιεννυεν την
9999720 δοκω
δηπου μανθανω . [ αὐτας ] τας φρενας δη μοι δοκω [ ] ! ὀνυμαζειν μεν ὠν εἰωθαμες [ φρενιτιν
ἑπεσθαι ἀλλα και τῳ Δ το Β , θησειν μοι δοκω και ἀπελεγξαι , ὡς δια παντων τον περι της
9999720 Κελτικη
Ἀλοη ἀνθεμιϲ ἀγαρικον ἀψινθιον λαδανον λινοϲπερμον μαλαβαθρου φυλλον ναρδοϲταχυϲ ναρδοϲ Κελτικη οἰνοϲ νεοϲ ὀρροϲ γαλακτοϲ τυροϲ ϲυκα ξηρα . Ὁϲα
μαλλον οὑτοι και εὐεργετικοι και κοινωνικοι : Τυρρηνια δε και Κελτικη και Σπανια τῳ Τοξοτῃ και τῳ του Διος ,
9999719 Φοινικη
Παφλαγονες παρεχουσι : τα γαρ τ ' ἀναθηματα δαιτος . Φοινικη καρπον φοινικος και σεμιδαλιν : Καρχηδων δαπιδας και ποικιλα
τον Πτολεμαιον Ἰταλια , Γαλλια , Σικελια , Ἀπουλια , Φοινικη , Χαλδαϊκη , Ὀρχηνια . κατα μερος δε ὡς
9999718 ἀμετρωϲ
τινεϲ ὁτι ἐπ ' ἀνθρακων ὑποθυμιωμενη ταιϲ γυναιξι ϲτελλει καταμηνια ἀμετρωϲ φερομενα και γυναικειον ῥουν . Ἀγριπ - παϲ δε
ψυχρον . το δε γλυκυ παν θερμον ἐϲτι και οὐκ ἀμετρωϲ ὑπερβαλλει την ἐν ἡμιν θερμοτητα , ἀλλ ' ὡϲπερ
9999718 Μελανα
ἐπι τον Μελανα ποταμον ἐρχεται . διαβας δε και τον Μελανα ἐς Σηστον ἀφικνειται ἐν εἰκοσι ταις πασαις ἡμεραις ἀπο
ἡ Θρᾳκια καλουμενη , ποιουσα την τε Προποντιδα και τον Μελανα κολπον και τον Ἑλλησποντον : ἀκρα γαρ ἐκκειται προς
9999717 ἀκανθωδες
δε φυλλα αὐτης ὀζει κεδρομηλων . Μεσπιλον : το δενδρον ἀκανθωδες ἐστι , καρπον φερον μικρον , μηλῳ ὁμοιον ,
το δενδρον ὁ λωτος οὐ μεγα , τραχυ δε και ἀκανθωδες , ἐχει δε φυλλον χλωρον παραπλησιον τῃ ῥαμνῳ ,
9999716 λογισμῳ
των ἀγαθων : ἀφθονον γαρ το θειον και ἀπεριληπτον ἀνθρωπινῳ λογισμῳ , και τα εἰδη δε και οἱ ἀριθμοι θεια
θεων ? , [ εἰ μη ὁμου ] # συν λογισμῳ ? [ . ἑν ] μονον δ ' ἀξιω
9999715 Λιγυες
δυτικης Ἰβηριας ἐγγυς και της Ταρτησσου πλησιον . οἱ οἰκουντες Λιγυες καλουνται . Λιηβρις , πολις Φοινικων , ὡς Ἡρωδιανος
δε τους ποδας πεδιλα ἐπιχωρια ἐς μεσην κνημην ἀνατεινοντα . Λιγυες δε και Ματιηνοι και Μαριανδυνοι τε και Συριοι την
9999715 ἀφαιρεθῃ
αὐτῳ ἰσα και τῳ γʹ ἐαν δε ἀπο ἰσων ἰσα ἀφαιρεθῃ . το δε ἐπι τελει του θεωρηματος ἐκ δη
εἰσι δυναμει μονον συμμετροι . ἐαν δε ἀπο ῥητης ῥητη ἀφαιρεθῃ δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ , ἡ λοιπη
9999714 κινδυνευω
παρασχων , οὐδενος παραλελειμμενου κληρονομου των ἀδικηματων : μεταξυ δε κινδυνευω τοσαυτα κατορθωσας ἀγεραστος ἀπελθειν παρ ' ὑμων και μονος
ὑπο τῃ ἐναντιᾳ ταττομενοι και τῳ μισει οἰκειοτεροι πεντακισμυριοι . κινδυνευω τοιγαρουν την μεν ὑπ ' ἀργιας ἀπομαθειν ἠδη ,
9999714 εὐχωμεθα
Σωσια : σπονδη : καλως . ἐγχει . θεοις Ὀλυμπιοις εὐχωμεθα Ὀλυμπιαισι πασι πασαις : λαμβανε την γλωτταν ἐν τουτῳ
των ὀντων τε νυν ἀγαθων ὀνησιν πασι . ταυτ ' εὐχωμεθα . και παρα Σιμωνιδῃ δε φησιν ἑτερος : ὑν
9999714 Αἰθιοπια
ὁτ ' Αἰθιοπες μεν ᾠκουν ἐνταυθα , γενος Ἰνδικον , Αἰθιοπια δ ' οὐπω ἠν , ἀλλ ' ὑπερ Μεροην
Μεροη Αἰθιοπια ὑπο Αἰγυπτον ἡ ἐντος τουτων παντων και νοτιωτατη Αἰθιοπια : Ὁμου αἱ της Λιβυης ἐπαρχιαι ιβ πινακες δ
9999714 λευκοϲ
λευκοϲ και αὐϲτηροϲ ἡκιϲτα ὡϲ οἰνοϲ θερμαινει , ὁ δε λευκοϲ ἁμα και αὐϲτηροϲ και παχυϲ και νεοϲ αἰϲθητωϲ ψυχει
ἐξω φοραϲ και ταυταϲ ϲυνεκβαλλοντεϲ . πταρμον δε κινει ἐλλεβοροϲ λευκοϲ ϲτρουθιον πεπερι καϲτοριον κυκλαμινον εὐφορβιον νιτρον ἡ πταρμικη ποα
9999714 αἰσθητηριῳ
μετα βαρυτητος και στερροτητος . και προς τουτοις τῳ κυριως αἰσθητηριῳ το αἰσθητον ἐν χρῳ ἐπιθεμενον κατεχει ἀναισθητον , καιπερ
και κατ ' αὐτας διατιθεμενου ἐμφαινεσθαι συμφημι και ἐν τῳ αἰσθητηριῳ τα φαντασματα , ἀλλ ' οὐχ ὡς αἰσθητικῳ οὐδε
9999713 πισσα
του ι γραφονται : οἱον , βισσα : κισσα : πισσα : Φοινικισσα : βασιλισσα : Κιλικισσα : μελισσα .
ἀνασπασαντες , χρησιμωτατην την περιλειφθεισαν πισσαν ποιουσιν . Ἡ ξηρα πισσα και πικρα ἐστι . συν οἰνῳ οὐν ἑψηθεισα χρησιμωτερα
9999711 γυμνασιῳ
της γλωττης . διατριβην δε εἰχε προς τῳ Λυκειῳ τῳ γυμνασιῳ . λεγεται δε και τουτο περι αὐτου , ὡς
την μεν ἐπι ταις σκληραις ἀνατριψεσι και λαβαις και σφοδρῳ γυμνασιῳ και κονει πολλῃ γεγενημενην , [ ἠ ] ἐλαιῳ
9999710 ἐσεσθε
κινδυνων και δαπανης , ἠ καλην και δικαιαν προφασιν εἰληφοτες ἐσεσθε του πολεμου . το γαρ μη των ἀλλοτριων ἐπιθυμειν
. νικησαντες μεν γαρ ἁπαντων τουτων ὑμεις ὡσπερ προσθεν κυριοι ἐσεσθε : εἰ δ ' ἡττηθησεσθε , εὐ ἰστε ὁτι
9999709 ἐδυνηθη
σοι , που μεν ἐγνω με , που δε οὐκ ἐδυνηθη . και δη συγγνωμη παρ ' ἀμφοτερων ἐστω ,
και ἁμα ταυτα λεγων κατεδακρυσε την ἑαυτου τυχην και οὐκετι ἐδυνηθη πλειω εἰπειν . Και ὁ Κυρος ἀκουσας του μεν
9999709 θυειᾳ
του ὀποβαλσαμου και μελιτος θερμου , εἰτα λειου ὁμοιως ἐν θυειᾳ : δυνατον δε και μετα μελιτος ὀλιγου τηκειν τον
του μολυβδου . γινεται δε ὁ χυλος οὑτως : ἐν θυειᾳ μολυβδινῃ ἐμβαλων χυλον τινα των στυφοντων ἁμα και ψυχοντων
9999709 ἐδοξα
φανθεντα προς Πελοπα κατα ῥημα ἐδοκουν διηγεισθαι . ὑστερον δε ἐδοξα λελουμενῳ μοι προσφερεσθαι , τοτε μεν ὡς ὑδωρ ψυχρον
και ἀφειδεστερον ταυτα παρεσκευασμην , τοσουτῳ μαλλον ἀν προσηκοντ ' ἐδοξα πεποιηκεναι : λογῳ δ ' ἐπαινεσαι τουτους τους ἀνδρας
9999709 ἠναγκασε
στρατευσας οὐν εἰς την Παιονιαν και παραταξει τους βαρβαρους νικησας ἠναγκασε το ἐθνος πειθαρχειν τοις Μακεδοσιν . ὑπολειπομενων δε πολεμιων
συγκλεισας , και την τροφην παρελομενος ἐπι τινας ἡμερας , ἠναγκασε το ζῳον δια την ἐνδειαν ἀναλωσαι το σωμα της
9999708 πιμελη
πολυ ϲκληροτερον τηϲ πιμεληϲ . ὑγροτατη δε ἡ των ὑων πιμελη ϲχεδον των ἀλλων ἁπαντων , μαλακτικωτερα τε ἐλαιου και
και γλοιωδης την συστασιν και ἐλαιωδης ὀφθηναι , γινωσκειν χρη πιμελη και νεοπαγη σαρκα τηκεσθαι προς του πυρετου διακαεστατου και
9999707 κτισμα
τε Καρησος τε Ῥοδιος τε . ” ἡ δε Δαρδανος κτισμα ἀρχαιον , οὑτω δ ' εὐκαταφρονητον ὡστε πολλακις οἱ
, δοκω ἐγω τον Τυριον εἰναι Ἡρακλεα , ὁτι Φοινικων κτισμα ἡ Ταρτησσος και τῳ Φοινικων νομῳ ὁ τε νεως
9999707 χρυση
. Κρονου φησι τας Εὐμενιδας : ἐκ του καλλικομος γενετο χρυση Ἀφροδιτη Μοιραι τ ' ἀθανατοι και Ἐρινυες αἰολοδωροι .
ἐθεντο θεαι λιπαροκρηδεμνοι , Νυμφαι και Χαριτες , ἁμα δε χρυση Ἀφροδιτη , καλον ἀειδουσαι κατ ' ὀρος πολυπιδακου Ἰδης
9999706 ἐξειλε
ἀγαθους ἐνεποιησεν : ὁταν δε μελλῃ κακως πραξειν πολις , ἐξειλε τους ἀνδρας τους ἀγαθους ἐκ ταυτης της πολεως ὁ
Σπαρτην και Τεγεαν και Πατρας της Ἀχαϊας , και φρουρια ἐξειλε πλειστα και ἐρυμνοτατα και κατεστησε πασαν την Πελοπος φορου
9999706 χαλασῃ
οὑ το μεν ὑδωρ βλεπεται , ἡλικον δε ἀν τις χαλασῃ σχοινιον , οὐκ ἐφαπτεται του ὑδατος , ἀλλ '
παυεσθαι , και διαλιπων αὐθις ποιεειν ταὐτα ἐστ ' ἀν χαλασῃ ἡ περιωδυνιη : και ἠν ἡ κοιλιη μη ὑποχωρεῃ
9999706 δοτικῃ
. ἐστιν οὐν το ἐγω μελω σοι ἐν εὐθειᾳ και δοτικῃ , και ἐτι συ μελεις ἐμοι : ὁπερ ἀπαιτησει
προσωποις την αὐτην ἐχοντα ἐνεργειαν κατ ' ἀλληλων , ἐν δοτικῃ κατα - γινεται , ὡς ἐχει το μαχομαι σοι
9999705 φορειῳ
αὐθις βασανισων . μετα τρεις ἡμερας την Ἐπιχαριν ἐκομιζετο ἐν φορειῳ , ἡ δε λυσαμενη την ζωνην ἀπεβροχισεν ἑαυτην ἐν
ἀτερπεα δαιτα φεροντες . ” Φειδων ὀνομα κυριον . φερτρῳ φορειῳ : “ κειμενον ἐν φερτρῳ . ” φηγος ἡ
9999705 Αἰγυπτιακα
δικαιος . Λυκεας δ ' ἐν τοις Αἰγυπτιακοις προκρινων τα Αἰγυπτιακα δειπνα των Περσικων Αἰγυπτιων ἐπιστρατευσαντων , φησιν , ἐπι
και την των ἀπλανων σφαιραν μεταλαμβανομενοις ϠϘγσιν , ἁ ἐστιν Αἰγυπτιακα ϠϘγ και νυχθημερα σνε # νδ μϚ να ἐγγιστα
9999704 Κορακα
. και τας καλουμενας τεχνας γραψαι τολμησαντες ] Τισιαν και Κορακα λεγει τους Συρακουσιους , και Γοργιαν και Θρασυμαχον ,
δειξαι πρωτον το συμβουλευτικον των ἀλλων . λεγεται γαρ και Κορακα , ὁστις τα της ῥητορικης ἐργα εἰς φως προηγαγε
9999704 Πτολεμαιῳ
Ἀλεξανδρος ὁ Αἰτωλος και Λυκοφρων ὁ Χαλκιδευς μεγαλοδωριαις βασιλικαις προτραπεντες Πτολεμαιῳ τῳ Φιλαδελφῳ τας σκηνικας διωρθωσαντο βιβλους , τας της
της αὐτου πατριδος γραφων και παρατιθεις Διοδωρον τον γραμματικον συμφωνουντα Πτολεμαιῳ βασιλει „ γινεται δ ' Ἰαπετου θυγατηρ Ἀγχιαλη ,
9999703 χαλκα
καλουμεν ἠ κυμβαλα χειρων , ἠ ποδων , ὀξυβαφα τε χαλκα και ὑελινα . Και το συνθεμα τον ἐκ πλειονων
κληρων ὑπο των κληρουμενων . ἐοικε δ ' εἰναι ταυτα χαλκα , ὡς ὑποσημαινει Δημοσθενης ἐν τῳ περι του ὀνοματος
9999703 κρινῃ
και την Ἰταλιαν αὐτῳ προς ἐπαυξησιν της ἀρχης , ἐαν κρινῃ μειζονων ὀρεγεσθαι . την μεν γαρ Λιβυην διεζευγμενην μεγαλῳ
τα αὐτῳ προσηκοντα , ὁταν μεγαλων ἀξιος ὠν και αὐτος κρινῃ ἑαυτον μεγαλων ἀξιον εἰναι . ὁ γαρ μικρων ἀξιος
9999703 πτερῳ
Προς ξηροτητα στοματος . ] Συκα ἑψησας ἐν ἑψηματι φοινικων πτερῳ διαχριε και διακρατειτω . [ Προς χειλη ῥηγνυμενα .
μικρος , σπιθαμιαιος και μειζων , ἐχων τα φυλλα ὁμοια πτερῳ νεοττου : εἰσι δε και ἐκφυσεις των φυλλων σφοδρως
9999702 ἐξεβληθη
περισσον ἠν ἐνταυθα το ἀσβεστον [ πορον ] : διο ἐξεβληθη παρ ' ἐμου : ὁμοιον γαρ χρη το κωλον
ω ῥηματα παντως διφθογγον ἐχει την μετα του ι , ἐξεβληθη το υ : οὐ γαρ ἠδυνατο τριφθογγος εἰναι ,
9999702 ἑξακισχιλια
πεντηκοντα και ἑκατον : ἐτεα δε δυο και τεσσαρακοντα και ἑξακισχιλια : ἐν δε τουτοισι τρις το παν εἰς ἐλευθεριην
ἡ πολις εἰς τον προς βασιλεα πολεμον . ὁτι γαρ ἑξακισχιλια ταλαντα ἠν το τιμημα της Ἀττικης , και λυθεντος
9999702 ἀπαγωγῃ
το ἐνδεχομενως τινι . και τουτο δεικνυμεν τῃ εἰς ἀδυνατον ἀπαγωγῃ : εἰ γαρ ψευδος το ἐνδεχεται τινι , ἀληθες
εἰ δεοι τοις σωμασιν . Ἡ Λυσις τῃ εἰς ἀτοπον ἀπαγωγῃ , ὁτι ἀτοπον και οὐδεν ἐκ τουτου ὀφελος ἡμιν
9999702 ἐφυτευσε
παιδες Ἱεριου , σοι δε ὁμιληται ; ὁ μεν γαρ ἐφυτευσε δεινους δεξασθαι λογους , συ δε των λογων ἐνεθηκας
[ γονος ] , ἡς ἀπο λεκτρων Ἀρκαδιης [ ] ἐφυτευσε ? [ ] Λυκαονα ποιμενα γαιης . [ !
9999702 Φρυγες
, τουτεστι το θρηνητικον . οἱ γαρ Μυσοι και οἱ Φρυγες μαλιστα εἰσι θρηνητικοι . . ] και μοι γενειου
το οὐνομα μετεβαλον ἐς Φρυγας . Ἀρμενιοι δε κατα περ Φρυγες ἐσεσαχατο , ἐοντες Φρυγων ἀποικοι . Τουτων συναμφοτερων ἠρχε
9999701 μαχωμεθα
φραζωμεσθα τι λωιον ἀμμι γενηται , ἠ ἐτι που στυγεροισι μαχωμεθα δυσμενεεσσιν , ἠ ἠδη φευγωμεν ἀπ ' ἀστεος ὀλλυμενοιο
: τον δ ' ἐμε φασι γεινασθαι : νυν αὐτε μαχωμεθα φαιδιμ ' Ἀχιλλευ . Ὡς φατ ' ἀπειλησας ,
9999701 ἐμετοϲ
, ὁθεν και οὑτωϲ προϲηγορευθη . ϲυμβαινει δε τοιϲ πεπληγμενοιϲ ἐμετοϲ και ἰχωροϲ ἐκκριϲιϲ ἀπο τηϲ τρωϲεωϲ , και οἰδημα
, ἐκλυϲιϲ , φρικωδηϲ διαδρομη , ποτε δε και χοληϲ ἐμετοϲ , ϲτροφοϲ , βαροϲ κεφαληϲ και ὀϲφυοϲ , ϲκοτοδινια
9999701 Αἰσηποιο
ἠδε κολωναι Μυσιαι : ἐκ δ ' ἑτερης ποταμου ῥοος Αἰσηποιο ἀστυ τε και πεδιον Νηπηιον Ἀδρηστειης . ἐσκε δε
δ ' οἰκοιο λαθεσθαι . Ἀλκωνος δε Φαληρος ἀπ ' Αἰσηποιο ῥοαων ἠλυθεν , ὁς Γυρτωνος ἁλιστεφες ἐκτισεν ἀστυ .
9999700 ἐμιχθη
μεν Οἰνομαος ἐγημε , Σισυφος δε Μεροπην . δυσι δε ἐμιχθη Ποσειδων , πρωτῃ μεν Κελαινοι , ἐξ ἡς Λυκος
το : φθεγγομενου δ ' ἀρα του γε καρη κονιῃσιν ἐμιχθη ἀμφιβροτην ] ἰσως , την στρογγυλην κωδειαν ] ἠ
9999699 ὠνομασθη
ἀποβαλλει την Ἑλλην , ὁθεν και ἀπ ' αὐτης Ἑλλησποντος ὠνομασθη , τον δε Φριξον ἐπι την Σκυθιαν διακομιζει .
, νυκτος δ ' ἐπωδυνα ἐστιν : διοπερ και οὑτως ὠνομασθη : και ὀδυναι μειζους ἠ κατα το μεγεθος του
9999699 ἀπαλλαγησῃ
ἐργαστηριον μετα μαχης α πεφαρμακευσαι . σεαυτῳ βοηθει β οὐκ ἀπαλλαγησῃ της γυναικος ἑως θανατου γ λησεται σου ὁ δρασμος
ἐκκοπηναι και καλως η ἀπολυθησεται ὁ συνεχομενος μετα κοπου θ ἀπαλλαγησῃ της φιλης ταχεως ι γενησῃ ἐπισκοπος , πλην βραδεως
9999699 μοριῳ
, μετ ' αὐτην ἡ φρονησις ὡς ἐν τῳ τιμιωτερῳ μοριῳ της ψυχης τῳ λογῳ ἐποχουμενη , μετ ' αὐτην
οὐ παντος δε ὡσπερ ἐφην , ἀλλ ' οὐδε παντι μοριῳ : οὐ γαρ τῳ τυχοντι : ψοφουμεν γαρ και
9999699 ϲυμμετροϲ
ϲυμμετροϲ ὀλιγη και ϲκληρα ὀλιγη και μαλακη ὀλιγη και ϲυμμετροϲ ϲυμμετροϲ και ϲκληρα ϲυμμετροϲ και μαλακη ϲυμμετροϲ και ϲυμμετροϲ .
και ϲυμμετροϲ ϲυμμετροϲ και ϲκληρα ϲυμμετροϲ και μαλακη ϲυμμετροϲ και ϲυμμετροϲ . Ἐν ταιϲ ἀναφωνηϲεϲιν ἡ μεν εὐμελεια και χρηϲτοφωνια
9999699 ναυτικῳ
ἡξειν πυνθανομενοι την νησον πολιορκεισθαι . εἰ γαρ κρατησειαν τῳ ναυτικῳ , το Ῥηγιον ἠλπιζον πεζῃ τε και ναυσιν ἐφορμουντες
ταυτης ἠδη ἐς αὐτον τε τον Θερμαιον κολπον ἐγινετο τῳ ναυτικῳ στρατῳ ὁ πλοος και γην την Μυγδονιην , πλεων
9999699 ἰσχιῳ
χειρεων και των σκελεων . Ἡ | τινι ὀδυναι ἐν ἰσχιῳ ἠ ἐν κεφαλῃ ἠ ἐν χερσιν , ἠ ἀλλοθι
πασαν ἐμπεριειληφε , μονου σπληνος ἀτερ . Ἑξης νευρωδης κυστις ἰσχιῳ στομα ἐνιδρυσμενη , συμπεπλεγμενων ἀγγειων , οὐρων ἐκκρισιος αἰτιη
9999698 Παλλαδα
ὁ πολεμικος ἀπο της Ἐνυους , τινες δε ὡσπερ την Παλλαδα δια φονον του Παλλαντος οὑτω και τον Ἐνυαλιον δια
[ [ ] ! ! [ ! ] αν : Παλλαδα δ [ [ μητιοεσσαν ] ἀρηγονα [ [ ]
9999698 μυθωδες
τριπηχυν τοις δε διπλασιαν . Ὑπερεκπιπτων δ ' ἐπι το μυθωδες πεντασπιθαμους ἀνθρωπους λεγει και τρισπιθαμους , ὡν τινας ἀμυκτηρας
αἰτιασθαι μεταβολην ἠ ἀγνοιαν ἠ καταψευσιν των τοπων κατα το μυθωδες . τουτο μεν δη ἀσαφες ὁν [ ἐω ]
9999698 δριμυτητι
ἑως οὑ ἀπολεπτυναν τα βλεφαρα ἐκπλυνῃ , και σμηξῃ τῃ δριμυτητι . Τον ὑπο νευρων ὀχλουμενον καταντλητεον αὐτα τε τα
ἐαν μεν ἀμικτος ἡ χολη συρρεουσα τυχῃ , τῃ σφοδρᾳ δριμυτητι τον ἐσθιομενον ἑρπητα συνιστησι μετ ' ἀναβρωσεως το συνεχες
9999698 ἐρωτικῳ
και τοτε πρωτον ἐμαθον ὁτι μηδεν ἐριζει προς ἡδονην φιληματι ἐρωτικῳ . Ἐπειδη δε του δειπνου καιρος ἠν , παλιν
ὠ Γλαυκων , λεγειν ἁ λεγεις : ἀνδρι δ ' ἐρωτικῳ οὐ πρεπει ἀμνημονειν ὁτι παντες οἱ ἐν ὡρᾳ τον
9999698 Λευκωνα
παραλαβων τον Ἁβροκομην και την Ἀνθιαν και οἰκετας δυο , Λευκωνα και Ῥοδην , ἠγαγεν εἰς την Τυρον . Περιβλεπτος
μετα Ἀνθιαν Ἁβροκομης ὁ δυστυχης . Ἀκουσαντες οἱ περι τον Λευκωνα εὐθυς μεν ἀχανεις ἐγενοντο , ἀνενεγκοντες δε κατα μικρον
9999698 σπουδαιῳ
ἀρετας , ἀλλα και τας ἀλλας τεχνας τας ἐν τῳ σπουδαιῳ ἀνδρι ἀλλοιωθεισας ὑπο της ἀρετης , και γενομενας ἀμεταπτωτους
κακιᾳ κακος : ἐναντιον δ ' ἀρετῃ μεν κακια , σπουδαιῳ δ ' ὁ κακος . εἰκοτως τοινυν ἐναντιοτης θεωρειται
9999698 ἡμισυ
, ἁτινα συν τοις λϚ γινονται νβ , ὁ ἐστιν ἡμισυ των ρδ Ἡ ΑΒ εὐθεια μοναδων ιβ : ἐτμηθη
ἐπιλαβεσθαι της κατασκευης , προσκαρτερων και αὐτος . το μεν ἡμισυ της νεως ἐν μησιν ἑξ εἰργασατο , και ταις
9999697 εὐωδιᾳ
ἐν τῃ πολει πηγην αὐτοματως ἐκ της γης οἰνου ῥειν εὐωδιᾳ διαφεροντος : των δ ' ἀλλων οἱ μεν ἱεραν
ἐδοκει , και προς την του ἀερος φθοραν ἀντεχειν ἐλεγετο εὐωδιᾳ τε της των δαφνων ἀποφορας και τῃ των δενδρων
9999697 ἐθαυμασα
' οἱ παροντες ἡμιν οὐκ εἰχον μη πηδαν ἀναγινωσκομενης . ἐθαυμασα οὐν ὁτι ταυτῃ την προτεραν καθελειν ἐπιχειρησας τῳ φαναι
' ἀμφοιν μιαν ἐνηνοχεναι πληγην . ὡς δε τον λογον ἐθαυμασα , και δοκιμασαι την ἀληθειαν ἐγνωκα , σωζεσθαι τον
9999695 χρυσεα
οἱ δε ὀλιγα δι ' ὀλιγων . οἱον ἐδοξε τις χρυσεα ὀμματα ἐχειν . ἐτυφλωθη δια το μη ἰδιον ὀμματων
. χρυσεα τοι κεινων μεν ἐπι χροϊ τευχεα φωτων , χρυσεα δ ' ἱππειοισιν ἐπι στοματεσσι χαλινα , χρυσῳ δ
9999695 φιλτρῳ
δε ἀληθες ἐπραγματευετο τον Κωνσταντινου φονον , ὁς ἠδη τῳ φιλτρῳ των ἀρχομενων παρεληλυθε τον πατερα , Φραγγους τε νενικηκως
αὐτον καταλελοιπεν . ὁρα οὐν και συ μη νυν δοκουσα φιλτρῳ ζηλοτυπειν τον ἀνδρα , ἐξαιφνης αὐτον καταλειπῃς . παρα
9999695 διωρυγα
πλευσαντες εἰς Ἑρμουπολιν της Αἰγυπτου και Σχεδιαν , ἐμβαλοντες εἰς διωρυγα του ποταμου την ὑπο Μενελαου γενομενην Ἀλεξανδρειαν μεν παρηλθον
Νειλου , κατεστρατοπεδευσεν οὐ μακραν πολεως Πηλουσιου . ἐπιχειρησας δε διωρυγα τινα παλαιαν ἀνακαθαιρειν και του ποταμου λαβρως ἐκραγεντος και
9999695 λεπιδα
ἑως συστραφῃ τε και εὐχρους γενηται : κἀπειτα ἐπιβαλων την λεπιδα , παλιν ἑψε ἑως ἀμολυντου , και ἐπιβαλλε τον
, και οἰνανθην την ἀγριην , και χρυσοκολλην , και λεπιδα , και λωτου πρισματα , και κροκον , και
9999695 ὀρθογωνιῳ
. Πορισμα Ἐκ δη τουτου φανερον , ὁτι ἐαν ἐν ὀρθογωνιῳ τριγωνῳ ἀπο της ὀρθης ἐπι την βασιν καθετος ἀχθῃ
ὀρθογωνιον ἰσον ἐστιν τῳ ὑπο των ΛΔ και ΔΜ περιεχομενῳ ὀρθογωνιῳ , δεδεικται δ ' ἡμιν , ὁτι , οἱων
9999694 ἐζηλωσεν
τοὐναντιον ἐποιησεν : την γαρ φανεραν ἁπασι και τετριμμενην λεξιν ἐζηλωσεν ἐγγιστα νομιζων εἰναι του πεισαι τον ἰδιωτην το κοινον
ἀγελας κεκτημενος οὐ μονον την τρυφην των κατα Σικελιαν Ἰταλικων ἐζηλωσεν , ἀλλα και το κατα τους οἰκετας πληθος και
9999694 μακραϲ
οἱον Κλεοβουλοϲ : παιων τεταρτοϲ ἐκ τριων βραχειων % και μακραϲ – πενταχρονοϲ , οἱον Ἐπιγενηϲ : ἰωνικοϲ ἀπο μειζονοϲ
ἑξαχρονοϲ , οἱον Ἀλεξανδροϲ : διιαμβοϲ ἐκ βραχειαϲ ˘ και μακραϲ – και βραχειαϲ ˘ και μακραϲ – ἑξα -
9999694 κοιλῳ
ἀνυδρος , ἠ δασεια και ἐφυδρος , και εἰτε ἐν κοιλῳ ἐστι και πνιγηρη , εἰτε μετεωρος και ψυχρη :
δε αὐτης ἐπαγγελμα ἐστι τα ἐν κατακαλυψει ἀποστηματα και ἐν κοιλῳ περιτοναιου μη ἐαν γινεσθαι , ὁταν μη φθασῃ πυοποιηθηναι

Back