ἀέξεται οὔδεϊ ῥίζα . τὸν μὲν ἔχις βουβῶνος ὕπερ νεάτοιο χαράξας ἄντλῳ ἐνυπνώοντα χυτῆς παρὰ τέλσον ἅλωος εἶθαρ ἀνέπνευσεν καμάτου
ὑπηρετουμένων αὐτῷ , καὶ πρὸς τὸν στρατηγὸν Στρυμόνος ἐξαποστεῖλαι , χαράξας ἐπιστολὴν περιέχουσαν ἀσφαλῶς φυλάττειν τοῦτο μέχρι τῆς ἐκβάσεως τοῦ
6250426 χαλινον
πλησίον κείμενον . * κρατήσας . τὸν θαυμασίως ἀναφανέντα αὐτῷ χαλινόν . . Σύναπτε τὸ Κοιρανίδᾳ πρὸς τὸ μάντιν .
ἡνία , κατεχρήσατο δὲ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος : οὐ γὰρ χαλινόν φησιν . . . . μοῦ συγκατεψεύσατο ] σὺν
6238783 τριαιναν
ἂν ἠδυνήθη Ἡρακλῆς τῷ ῥοπάλῳ ἀντιμάχεσθαι πρὸς τὴν τοῦ Ποσειδῶνος τρίαιναν καὶ νικῆσαι ; ἡνίκα ὁ Ποσειδῶν στὰς περὶ τὴν
. ἐπεβοᾶτο . τὸν Ποσειδῶνα δηλονότι . μεγαλόκτυπον . * τρίαιναν ἀπὸ τοῦ τρία καὶ τοῦ αἰνόν , τὸ χαλεπόν
6223261 διφρον
, ὀδύνη δὲ διὰ χροὸς ἦλθ ' ἀλεγεινή . ἐς δίφρον δ ' ἀνόρουσε , καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε νηυσὶν ἔπι
ἐμποιεῖν τῷ λόγῳ , ὡς ἔχει τὸ [ υ ] δίφρον ἀεικέλιον παραθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν . Ἐννόει δὴ κἀκ
6218543 ἐρριψε
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
6178831 οὐδον
μάλιστα τοὺς θεωμένους , ἢ τὸν Ὀδυσσέα ὅταν ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐφαλλόμενον ᾄδῃς , ἐκφανῆ γιγνόμενον τοῖς μνηστῆρσι καὶ ἐκ
στίχας ἀνδρῶν , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπ ' οὐδὸν ἰών . σχεδόθεν δέ οἱ ἦν παράσιτος Χαιρεφόων ,
6091492 ποδι
μὲν τελευταίας διὰ τοῦ ποδὸς δηλοῖ : ὥς γε τῷ ποδὶ τεκμήρασθαι : τὰς δὲ μέσας καὶ ψυχικὰς διὰ τοῦ
γάρ ; ἀναγκάζεται οὖν οὕτω κατὰ τοῦ ὑγιέος σκέλεος τῷ ποδὶ ἔσω βαίνειν , ἀλλὰ μὴ ἔξω : οὕτω γὰρ
6070896 ἐτυψε
. ἐτετύπειμεν ἐτετύπειτε ἐτετύπειϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . ἔτυψα ἔτυψαϲ ἔτυψε Δυ . ἐτύψατον ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν
τὸν ἀόριστον ἐκ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τρίτου προσώπου γίνεσθαι , ἔτυψε ἐκεῖνος τύψε σύ , ἀλλ ' ἐκρατήθη Συρακουσίῳ ἔθει
6070884 ξιφει
ἐλθοῦσαν καὶ τὸν ἑαυτῆς τε κἀκείνου ἔρωτα μεγάλων ἀξιῶσαι προσπεσοῦσαν ξίφει ὀρθῷ . τρίτον ἠρόμην : ἡ Ἑλένη , ὦ
τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος ὥστε παλιντυπές
6053898 θαλαμον
, οὐκέτι κεῖνον , ἀλλὰ θυγατρὸς ἑῆς προῖκά τε καὶ θάλαμον . ἔγνω δ ' , ὡς οὐκ ἔστι κακῶς
δεῖπνον κατεσκεύασεν ὁ Κότυς ὡς γαμουμένης αὐτῷ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ θάλαμον κατασκευάσας ἀνέμενεν μεθύων τὴν θεόν . ἤδη δ '
6046151 πληξας
ἄλλοις ὄφεσιν . * ἐγχρίμψας : δακών τινα πλησιάσας ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα
πνεύσαντα καὶ τὰς ὁλκάδας περιγεγενημένας μεταβαλὼν εὐθὺς ἠνιᾶτο ὑπερβαλλόντως καὶ πλήξας τὸν ἵππον ἀνεχώρησε σιωπῶν . ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν
6044367 αὐχενιους
? [ τ ' ἠδὲ ] ? τένοντας ? [ αὐχενίους καὶ ? ? ? πάντα ? ? ? διέσχισε
χαίτη , νεαλεῖς τ ' ὀρόβακχοι σίδης ὑσγινόεντος ἐπιμύοντας ὀλόσχους αὐχενίους ἵνα λεπτὰ πέριξ ἐνερεύθεται ἄνθη : ἄλλοτε δ '
6041959 πελεκυν
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος .
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ
6013237 ἐρεισας
τε πρὸς τῇ ἐπάλξει τοῦ τείχους ὁ βασιλεὺς ἦν καὶ ἐρείσας ἐπ ' αὐτῇ τὴν ἀσπίδα τοὺς μὲν ὤθει εἴσω
, καὶ τὰ ὄμματα εἰς τὴν γῆν ἀτρεμίζοντα χρόνον τινὰ ἐρείσας , ἀνά τε ἔβλεψεν εἰς τοὺς ἑταίρους , καὶ
6003846 παιει
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ
5992484 πελεκει
τῶν σημείων , ὅσοι τὰ σημεῖα ἀπολωλέκεσαν , οἱ μὲν πελέκει τοὺς αὐχένας ἀπεκόπησαν , οἱ δὲ ξύλοις παιόμενοι διεφθάρησαν
ὅθι τ ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν . ” βουπλῆγι πελέκει : οἱ δὲ τῇ μάστιγι . βουθύεσκεν ἐβουθύτει .
5990177 τεμων
καί μοι δοκεῖ βουληθεὶς ὁ θεὸς ὁ τὴν γῆν δίχα τεμὼν ἑκάτερον μέρος ἐξ ἴσου κοσμῆσαι καὶ καθάπερ ἐν ζυγῷ
ᾳ καθήρμοσε [ ] [ [ . . ] λου τεμὼν [ . . ] φορα ? ? ! !
5989780 ἀτρακτον
γνώμης , ἐγὼ δύστηνος ἐξαποφθερῶ : τὸν γὰρ βαλόντ ' ἄτρακτον οἶδα καὶ θεόν , Χείρωνα πημήναντα , χὦνπερ ἂν
τοῦ πόλου διήκοντα οἷον κίονα , ἑτέραν δὲ ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον , τοὺς δέ τινας περὶ τοῦτον κοίλους ἐν ἀλλήλοις
5989115 ἡρπασεν
ἁρπαγὰ τὰ Κοννίδα : ὅθεν ὁ δῆμος ἐξελθὼν τοῦ θεάτρου ἥρπασεν τὰ Κοννίδα . Σελινοῦς δὲ πόλις Σικελίας . Ἄρτεμι
τῷ δηλουμένῳ παρήλλακται , ὡς ἔχει τὰ ἀντωνυμικά , ἐμοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ μου : σοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ σου
5986162 βροχον
ἡ δ ' ἔβη εἰς Ἀΐδαο πυλάρταο κρατεροῖο , ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ ' ὑψηλοῖο μελάθρου ᾧ ἄχεϊ σχομένη :
καὶ ἀνατείνειν : αὐτοὶ δὲ κυκλοτερῆ τομὴν περιγράψαντες ὑπὸ τὸν βρόχον , ἥντινα περιγραφὴν στεφανιαίαν ὀνομάζομεν , μετὰ ταῦτα τῇ
5954400 δεξιαν
. τῶν δὲ πρὸς αὐτὸν πρεσβευσαμένων περὶ διαλύσεως ὡμολόγησε καὶ δεξιὰν αὐτοῖς ἔπεμψε νόμῳ Περσικῷ καὶ τὴν πολιορκίαν διαλύσας παρεκάλει
σημαίνει : χρὴ γὰρ τὸν ἔφηβον ἐν τῇ χλαμύδι τὴν δεξιὰν ἔχειν ἐνειλημένην διὰ τὸ ἀργὴν εἶναι εἰς ἔργα καὶ
5932841 λογχην
εἰσιδὼν ὁ πρόσθε τρωθεὶς † στέρνα Πολυνείκους βίαι † διῆκε λόγχην , κἀπέδωκεν ἡδονὰς Κάδμου πολίταις , ἀπὸ δ '
ὡς δῶρα ἀλλήλοις ἀντέδοσαν , ὁ Μαῦρος μὲν τῷ Μαλχίωνι λόγχην , ὁ δὲ τῷ Μαυσάκᾳ πόρπην , καὶ ἄλλα
5931559 ἐβαλεν
δ ' ἀνελπίστου πράξεως γενόμενος αὐτόπτης διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Μῆδον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Εὐφράτης
ὁρμῆς ἐπὶ Ξάνθον τὸν ποταμὸν ἐνεχθεὶς , ἑαυτὸν εἰς τοῦτον ἔβαλεν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Σκάμανδρος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
5922079 ἠμησε
, τὴν δ ' ἐκόλουσεν οὐρῆς , τὴν δ ' ἤμησε μέσην , τὴν δ ' εἷλεν ἅπασαν . οἰκτρὸν
μακρὴν καρχαρόδοντα , φίλου δ ' ἀπὸ μήδεα πατρὸς ἐσσυμένως ἤμησε , πάλιν δ ' ἔρριψε φέρεσθαι , . ,
5920522 κιονα
οὖν ἐστιν , ὡς ὁ ΕΓ κίων πρὸς τὸν ΑΙ κίονα , ὁ ἀπὸ τῆς ΡΓ κύβος πρὸς τὸν ἀπὸ
λόγον ἡμῖν νενοημένης ; καθὰ γὰρ οὐκ ἂν εἴπαιμεν τὸν κίονα σωφρονεῖν , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδὲ τὸν θεὸν
5916702 δοχμιος
πρῶτα χαράσσων : νῦν δὲ μεταστήσας δέμας αἰόλον ἠρέμα δύνει δόχμιος ὀρθοκάρηνος ὀλισθαίνων ἀπ ' Ὀλύμπου , λαμπάδα νυκτιχόρευτον ἐπικλίνων
τρέχων / ἔνδοθεν ὡς ἐμέ ] τὸ ιβʹ καὶ ιγʹ δόχμιος συζυγία . ὦ τέκνον : ὦ παῖ παῖ /
5913624 ἀποτεμων
ὕδασι καὶ ἐν τοῖς κατόπτροις , ὡς μίαν τινὰ φύσιν ἀποτεμών . τὸ δ ' ἕτερον μέρος ἀφορίζει τὸ ἀληθινόν
, συνταχθεὶς τοῖς περὶ τὸν ὕλλον καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμών , καὶ πάλιν τέθνηκεν . οἱ δὲ πρὸς τὸ
5890028 κεντρωι
' Εὔμηλος Φερητιάδας , οὗ καλλίστους ἰδόμαν χρυσοδαιδάλτοις στομίοις πώλους κέντρωι θεινομένους , τοὺς μὲν μέσους ζυγίους λευκοστίκτωι τριχὶ βαλιούς
ἱκνεῖται ] ἱκνεῖται δὲ δῖον πάμβοτον ἄλσος τοῦ οἴστρου τῶι κέντρωι αὐτὴν διατρυπῶντος . βουκόλου πτερόεντος ] τοῦ μύωπος .
5888171 βοεους
ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης , βοέους δ ' ἐξῆπτεν ἱμάντας , ἐκ δίφροιο δ '
τὸ ἅπτω , τὸ σημαῖνον τὸ δεσμῷ , οἷον : βοέους δ ' ἐξῆπτεν ἱμάντας , καὶ ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς
5882634 ἀκοντισας
ἠκόντιζεν , οὔτε τοῦ σκοποῦ ἁμαρτών , εἰς τοὺς ἀφεστῶτας ἀκοντίσας , τοῦ παιδὸς ἔτυχεν , ἀλλὰ πάντα ὀρθῶς ὡς
βαλεῖν . μακρὰ δὲ ῥίψας : ἐλπίζω μακρῶς καὶ δυνατῶς ἀκοντίσας παρελθεῖν καὶ νικῆσαι τοὺς ὑπεναντίους . εἰ γὰρ ὁ
5875598 καπρον
, ἐκ δέ τε πάντων Κυνηγὸς † αλωιος † ἑλὼν κάπρον ἐπεῖπεν οὐ δέον Ἀρτέμιδι ἀνατιθέναι τοὺς ἡγουμένους ἐκείνης καὶ
γλαυκίσκον , ὦ Ζεῦ σῶτερ , ἢ ' ξ Ἄργους κάπρον , ἢ ' κ τῆς Σικυῶνος τῆς φίλης ὃν
5848452 ποδα
δεινὰ πεσόντες . κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παρέδωκε παιδί . ὁ δὲ μὴ
ἀστέρων . ὁ μὲν οὖν ἑπόμενος τῶν ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα τοῦ Ἡνιόχου ἐπ ' εὐθείας γ καὶ τῶν ἐν
5847831 ταρσον
τῆς τοῦ Βελλεροφόντου πτώσεως : μέρος γάρ τι τοῦ ποδὸς ταρσὸν καλεῖσθαι , τῆς ἐκείνου χωλείας ὑπόμνημα ποιουμένων τῶν ἀρχαίων
παραμένον , ὥς πού φησι νῦν δέ μ ' ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως . καὶ πᾶς [ ὁ ]
5840742 ἐρυων
ἐσσυμένως ἥρπαξαν , ὁ δ ' ἔσπασε χειρὶ παχείῃ αὖ ἐρύων : εἰ γάρ τις ὀΐσεται ἔργα δόλοιο , οὐκ
ἣν θνητῶν φύσις εὗρε θεῶν ὑποθημοσύνῃσι . Τοὺς μὲν ἀπορρήτοις ἐρύων ἴυγξιν ἀπ ' αἴθρης ῥηϊδίως ἀέκοντας ἐπὶ χθόνα τήνδε
5834372 ἱστον
ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς : δὲ θέει γαίης ἱστὸν διχόωσα κατ ' αὐτόν , Παρθένος ἦμος ἅπασα περαιόθεν
αὐτὸν πορεύονται τόπον καὶ ὑποστρέφουσιν . ὡς καὶ Ὅμηρος : ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν . ὁ δὲ νοῦς
5825036 ὠσαι
ἔτι περίεστιν ; „ καὶ οὕτως ἐς μέσους τοὺς πολεμίους ὦσαί τε ἑαυτὸν καὶ κατακοπῆναι . οὕτως ἀνὴρ ἀγαθὸς ἦν
ἔτι περίεστιν ; „ καὶ οὕτως ἐς μέσους τοὺς πολεμίους ὦσαί τε ἑαυτὸν καὶ κατακοπῆναι . οὕτως ἀνὴρ ἀγαθὸς ἦν
5812824 ἑλκε
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς
5802993 νωτοισιν
στήλην διὰ τὸ περιέχειν τὰ ψηφίσματα . ὦ Ζεῦ , νώτοισιν Ἀταβυρίου : ὁ νοῦς οὕτως ἔχει : ἀλλ '
ἀγαθοί : καὶ γὰρ Ὅμηρος τὸν εὐδοκιμήσαντα ἐν τῷ πολέμῳ νώτοισιν ἔφη διηνεκέεσσι γεραίρεσθαι Αἴαντα , ὡς ταύτην οὖσαν οἰκείαν
5802684 παισας
τῇ σκευῇ βουλόμενος λαθεῖν , φησὶν ὅτι τῷ κρωπίῳ τινὰ παίσας ἀπέκτεινεν . καὶ πλόκανον δὲ καὶ κόσκινον , καὶ
ὕδωρ πολύ . σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν παίσας αὐτοῦ καταθήσω . εὐτυχεῖς , ὦ δέσποτα . τί
5801042 ἀνακλασας
δικὼν Ὀρέστας , Μυκηνίδ ' ἀρβύλαν προβάς , ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέραν , παίειν λαιμῶν ἔμελλεν εἴσω μέλαν ξίφος .
πηδημάτων ἠριθμεῖτο . ἡ δ ' οὐρανία , ὁ μὲν ἀνακλάσας αὑτὸν ἀνερρίπτει τὴν σφαῖραν εἰς τὸν οὐρανόν : τοῖς
5800328 λοισθον
. τὸν δὲ λοῖσθον : παίζει ὁ Λυκόφρων εἰς τὸ λοῖσθον ποτήριον . φησὶν οὖν τὸν ἔσχατον σκύφον πιὼν τοῦ
τὴν ἱστορίαν ὄπισθεν εἰς πλάτος εἶπον * . τὸν δὲ λοῖσθον ἐκπιὼν σκύφον καὶ ποτήριον τοῦ Νηρέως ἢ τὸν δὲ
5796488 λαιαν
καὶ τὴν μὲν δεξιὰν διφαλαγγίαν ἐπὶ δόρυ , τὴν δὲ λαιὰν ἐπ ' ἀσπίδα κλῖναι , εἶτα κατὰ λόχους ἀκολουθεῖν
, φιλονεικία λαμβάνει τὸν Θέρσανδρον ἐρωτική , καὶ τὴν μὲν λαιὰν ὑποβάλλει τῷ προσώπῳ κάτω , τῇ δὲ δεξιᾷ τῆς
5793123 ἀπεκοψε
ἐπὶ τὸν τόπον τῷ μὲν ξίφει τὴν χεῖρα τοῦ προσαναβαίνοντος ἀπέκοψε , τῷ δὲ θυρεῷ πατάξας εἰς τὸ στῆθος ἀπεκύλισεν
ἡμέρας οὐδεὶς εὕρηται γεωργὸς ὃς τὴν βλαβερὰν ἐπίφυσιν αὐταῖς ῥίζαις ἀπέκοψε . τοιγαροῦν εἰδότες οἱ φρονήσεως ἀσκηταὶ τὸ κατάπλαστον τοῦτ
5787223 διεσχισε
τοῦ ὑστέρου λόγου : † ἔρρηξε λαγόνας : ἀντὶ τοῦ διέσχισε τὰ ἱμάτια κατὰ τὸ πλησιάζον μέρος ταῖς λαγόσι καὶ
ἄτροπον ἦτορ ἔχοντες ἀναιδείῃσι νόοιο : καὶ τοὺς μὲν γενύεσσι διέσχισε , τοὺς δὲ πόδεσσι καὶ χηλῇσιν ὄλεσσε , ῥέει
5787130 γυμνωθεντα
ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο , ᾗ ῥ ' ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα , παῦσε δὲ χάρμης . ἂψ δ '
: „ Ὁ αὐτὸς ἰδὼν Δαρεῖον πεσόντα καὶ τὸ σῶμα γυμνωθέντα ἄρας τὴν ἑαυτοῦ χλαμύδα ἐπέθηκεν αὐτῷ εἰπών : ”
5782741 ζωνην
καύματος ὑπερβολήν , καὶ μάλιστα ἡ περὶ μέσην τὴν διακεκαυμένην ζώνην , ψεῦδός ἐστιν . Οἱ μὲν γὰρ τὰ πέρατα
, ὃ μὴ πέπτωκεν ἐπὶ τὴν γῆν , τὴν δὲ ζώνην ἐᾶν : εἶναι γὰρ ταύτην ἐπὶ τῆς γῆς .
5778252 κορυμβον
βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον , ἤγουν ἐπὶ τὴν ἄκραν ἐξοχὴν καὶ περιωπὴν τοῦ
τῷ παρ ' Ἕλλησιν ἄγνῳ τά τε ἄλλα καὶ τὸν κόρυμβον τοῦ καρποῦ , φύεται δὲ ἐν τοῖς ἀποτόμοις οὐκ
5754880 στας
ς ' ἐς Ἑλλάδα πέμπει : ἐλεφαντοδέτων πάροιθεν θρόνων ὃς στὰς Ἑλένας ἐν ἀντωποῖς βλεφάροις ἔρωτά τ ' ἔδωκας ἔρωτί
οὔ : ἀλλ ' ἄν τίς σε δέρῃ , κραύγαζε στὰς ἐν τῷ μέσῳ ὦ Καῖσαρ , ἐν τῇ σῇ
5753611 ἠλασε
σὺν Ἔρωτι ? : [ τεὴν ] Πόθος ? ? ἤλασε μορφήν . Κάλλινον ? ? ? εὐπατέρεια τεὸν ?
ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι
5746016 σταθεις
μοι . Παλάμᾳ ] Ἀντὶ βοηθείᾳ καὶ συνεργείᾳ . Πύλον σταθεὶς ] Ἀντὶ ὑπερμαχῶν τῆς Πύλου . Ἔρειδε ] Ἤγουν
ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς καὶ τέμνων τὰς κεφαλὰς αὐτῆς μιᾶς κοπτομένης πολλαὶ ἀνεφύοντο
5731383 βελει
λόγον ᾧ χρῆται . στοχάζεται γὰρ , οὐ μὴν ὡς βέλει τυχεῖν , οἶμαι , ἀλλ ' ὡς ἐκ τῆς
σμικρὰ ἅμα τοξαρίῳ φέροντι : τὸ δὲ ἐφαψάμενον ἀμφοτέρων ἑνὶ βέλει κελεῦσαι λοιπὸν ποιμαίνειν τὸν μὲν τὸ αἰπόλιον , τὴν
5723357 βεβλημενον
μὲν ἄλλο σῶμα ἐκρύπτετο αὐτῆς ἔν τινι σπηλαίῳ κατὰ βύθου βεβλημένον , συμφυὲς οὖσα τῇ πέτρᾳ : τὰς δὲ κεφαλὰς
. μὴ παράβαλε στρατιώτῃ νεκρὸν μηδὲ τῷ βάλλοντι τὸν πάντα βεβλημένον μηδὲ σχῆμα κενὸν ἔργῳ θρασεῖ . ὁ μὲν Καλλίμαχον
5713650 μηρον
τοῦ κολεοῦ , διότι Βενιαμὴν οὐκ ἦν φορῶν ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ῥομφαίαν . Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν
, καὶ διὰ τοῦτο ἰσχίον καὶ μηρὸς , καὶ διὰ μηρὸν κνήμη καὶ περόνη , καὶ διὰ ταῦτα ἄκρον ποδός
5712212 βασταζων
τὸ εὔχεται . εὔχεται πολλάκις τὴν πεποικιλμένην κιθάραν ἐν σοφοῖς βαστάζων καὶ μουσικευόμενος ἐν τοῖς πολίταις λοιπὸν ἐν ἡσυχίᾳ εἶναι
ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα αὐτὸς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος . ὄνος ξύλα βαστάζων διέβαινέ τινα λίμνην . ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν ,
5704544 ἀριϲτεραϲ
τὸ ἄρθρον ἐκπίπτει , τοῖϲ δυϲὶ δακτύλοιϲ τῆϲ χειρὸϲ τῆϲ ἀριϲτερᾶϲ ἢ ἀγκίϲτροιϲ ἀνατείναντα λεπτοῖϲ καὶ ἐπιμήκεϲι πεπυρακτωμένοιϲ καυτηρίοιϲ διακαῦϲαι
τρίχαϲ , αὐτῶν ἐκείνων τῷ λιχανῷ καὶ μεγάλῳ δακτύλῳ τῆϲ ἀριϲτερᾶϲ ἐπιλαβόμενοι χειρόϲ , εἰ δὲ πάνυ βραχείαϲ , βελόνην
5691885 φασγανῳ
ἀγλαὸς υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν :
παχείῃ ἁψάμενος λίσσεσθαι , ὃ δ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε :
5684168 ἐρεισαμενος
νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν . τῷ ὅ γ ' ἐρεισάμενος ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ
εἶχεν ἑταῖρον . ” Ὧδ ' εἰπὼν λίθον εἷλεν † ἐρεισάμενος δ ' ἐπὶ τοίχω ἄχρι μέσων ὀόδων † ,
5683767 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
5673495 Ἀϊδος
ταύτην Ἱππόλυτος πρὸς Φαίδραν εἶπε φάσκουσαν φιλεῖν αὐτὸν σφόδρα . Ἄϊδος κυνῆ : ἐπὶ τῶν ἐπικρυπτόντων ἑαυτοὺς διά τινων μηχανημάτων
δέος ᾕρει , μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια . αὐτίκ ' ἔπειτ ' ἐπὶ
5664249 πεπλον
φέροντας , τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα , ] λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον : κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῆι χροΐ
καὶ τὰ φάρη ὡς διαφέροντα , εἰ καὶ ἀλλαχοῦ τὸν πέπλον οὕτως προσηγόρευσεν , ε , . . : ὅτι
5662225 σφυραν
, πελέκας , σκέπαρνον , πριόνιν , ὄρυγας δύο , σφῦραν , πτυάρια δύο , κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν
τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας , τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον , τὸν δὲ
5637315 βαλλει
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν
5636698 Ἀργω
, πρῶτα ὑπέθετο : εἴθ ' ὤφελε : περιφραστικῶς ἡ Ἀργώ : οὐκ ὤφειλεν ἡ Ἀργὼ παρελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας εἰς
τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . ἠγνοήκασι δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν Ἀργώ : ἄρχεται γὰρ ἀντικαταδύνειν οὐ τῷ Σκορπίῳ , ἀλλὰ
5633352 δρυμον
τῶι Κρητί ἐστι πεποιημένον : πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο . 〚 ὡς δὲ ὁ Πανδίονος οὗτος
δύω καὶ ἐείκοσι πάσας . Πάρ τε τρηχὺν Ἐλαιὸν ὑπὲρ δρυμόν τε Λύκοιο Κλῦθί μοι εὐχάων Ἀρακυνθιὰς εὐπατέρεια . Αὐχένος
5633281 δισκον
ἀποτομὰς καὶ ζώνας , κατὰ δέ τινα καιρὸν ἐκπίπτειν τὸν δίσκον εἴς τινα ἀποτομὴν τῆς γῆς οὐκ οἰκουμένης ὑφ '
εἰργάσατο : ἐγὼ μὲν ἀνέρριψα , ὥσπερ εἰώθειμεν , τὸν δίσκον εἰς τὸ ἄνω , ὁ δὲ ἀπὸ τοῦ Ταϋγέτου
5629600 μυν
σκέλη καταφέρεται διασχιζόμενον ἄχρι τοῦ πέρατος ἐν αὐτοῖς εἰς ἕκαστον μῦν ἀνάλογον τοῖς ἐν χερσίν . οὕτω δὲ καὶ ὅσα
' ὅλον δι ' ὅλου τοῦ πάχους διακόπτειν δεῖ τὸν μῦν , ἀλλὰ μεγεθύνειν ἐφ ' ὅσον ἂν συμφέρῃ .
5619052 σειων
Σωτάδεια διὰ τὸ μαλακώτερον : σκήλας καύματι κάλυψον , καὶ σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον ἀντὶ τοῦ σείων
ἄλλοις εὑρίσκεται μέτροις , ὡς παρὰ Σωτάδῃ ἐν τῇ Ἰλιάδι σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον , ἐν δὲ
5611634 αὐχεν
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ ,
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι
5608451 πυρσον
τούτων αὐτὴν καὶ πρῶτον ἤδη προσείπωμεν . ὦ τὸν ἐλεύθερον πυρσὸν ἀνθρώποις πᾶσιν ἀνάψασα : ὦ τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας καὶ
ἔδωκεν , ὅταν ἀποβάντες ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρέλθωσιν , ἆραι πυρσὸν καὶ τοῖς πολεμίοις ἐπιθέσθαι . τούτων πραχθέντων ἡ μὲν
5605057 καρα
ἀντικρύ τὸ ἐξ ἐναντίας : παρὰ τὴν ἀντί καὶ τὸ κάρα ἀντίκαρα καὶ συγκοπῇ ἀντικρύ , τὸ κατέναντι . Μεθόδιος
Τὸν ἄνδρ ' ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου ἕξειν : κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε , ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν
5597395 ἀναφαινων
' ὁ Διόνυσος ἐκλήθη πότερον ὡς τὸ δίθυρον τοῦ στόματος ἀναφαίνων καὶ ἐκφερομυθεῖν τὰ ἀπόρρητα ποιῶν ἢ ὡς δι '
. ἔστι δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ
5597241 μυχους
γὰρ τὰ τούτων ὀνόματα πᾶσαν μὲν ἤπειρον , πάντας δὲ μυχοὺς θαλάττης ἐπέρχεται καὶ ἀγροὺς καὶ καλύβας , καὶ ὅλως
ἵππων ταρακτής ἐστιν Ἰσχένου τάφος , ὁ τὴν θαλάσσης Αὐσονίτιδος μυχοὺς στενοὺς ὀπιπεύουσαν ἀγρίαν κύνα κτανὼν ὑπὲρ σπήλυγγος ἰχθυωμένην ,
5580168 διφρῳ
τέχνῃ χρῆσθαι καλῶς ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν , εἶτ ' ἀκουσίῳ δίφρῳ περιπεσὼν δυναμένῳ λιμὸν ποιεῖν ἀπὸ τῆς τραπέζης ἐξαπίνης ἀπεστράφη
μὲν τῇ ἀρχῇ τῆς Κασσιεπείας ὁ ἀμαυρότερος τῶν ἐν τῷ δίφρῳ , καὶ τῆς Ἀνδρομέδας ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῷ
5575520 δησας
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν
5575476 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
5563403 διηλασε
Νέστορος υἷα καὶ αἰχμητήν περ ἐόντα τύψεν ὑπὲρ μαζοῖο : διήλασε δ ' ὄβριμον ἔγχος ἐς κραδίην , θνητοῖσιν ὅπῃ
ἕτερον καιρόν , ἀλλὰ σπασάμενος τὸ ξίφος τῆς πλευρᾶς Ἐριούλφου διήλασε . καὶ ὁ μὲν ἔκειτο πεσών , ὀνειροπολήσας τὴν
5562505 πλατυν
ἂν ἐγένετό ποτε μὴ δασυνομένου τοῦ οἶμος λευρὸν ] τὸν πλατύν ψαίρει ] † κινεῖ ἠρέμα πτεροῖς ] τοῖς ἑαυτοῦ
μειζόνων περικείμενος τὰ φύλλα , καρπὸν ἔχων ἐν κάλυξι , πλατύν , κοῦφον , ἀχυρώδη πρὸς τὴν τοῦ σφονδυλίου ῥίζαν
5561953 μαστιγα
καὶ εἰς α τὴν αἰτιατικήν , οἷον Μέμνονα τρήρωνα Φοίνικα μάστιγα Ἕκτορα Δημήτερα Πέλοπα λαίλαπα , χωρὶς εἰ μὴ πάθῃ
μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα , ἧς τοὺς ἱμάντας χαλκέου ὄντας σειομένους ὑπ '
5560163 γενυν
κεφαλὴν καὶ ὠθήσας κατὰ τοῦ βυθοῦ : πέφυκέ τε τὴν γένυν ἰσχυρὸς καὶ τὸν αὐχένα καρτερός , καὶ ῥώμης ἔχει
μὲν ἐΰπλοκον εἰς ἅλα πέμπεις ὁρμιήν , ὁ δὲ ῥίμφα γένυν κατεδέξατο χαλκοῦ ἰχθὺς ἀντιάσας , τάχα δ ' ἕλκεται
5557027 ἠλακατην
τινα διὰ τοῦ πόλου διήκοντα οἷον κίονα , ἑτέραν δὲ ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον , τοὺς δέ τινας περὶ τοῦτον κοίλους
τὰ ς ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε , ἱστόν τ ' ἠλακάτην τε , καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε ἔργον ἐποίχεσθαι . πόλεμος
5548450 διδυμας
τε καὶ Θάλπιος : Ἄκτορος γὰρ τοῖς παισὶν ἀδελφὰς ἐσαγαγομένοις διδύμας ἐς τὸν οἶκον , Δεξαμενοῦ θυγατέρας ἐν Ὠλένῳ βασιλεύοντος
βασιλεὺς Συρακουσῶν νέμει καὶ διοικεῖ τὰ δέοντα . τῷ μὲν διδύμας : ὁ νοῦς : τῷ δὲ Ἱέρωνι διπλασίους χάριτας
5546505 δεσμον
εἴπερ οἱ αὐτόχειρες ἑαυτῶν γινόμενοι ὃν ἔδησεν ὁ δημιουργὸς λύουσι δεσμόν , οἱ δὲ φιλόσοφοι ὃν ἔδησαν δεσμὸν αὐτοὶ καὶ
ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν . λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς
5545208 ἐγχος
Καλῶς ἔλεξας : ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ ; Κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι
[ [ ] φιλειπόλε - [ μο - ] καλὸν ἔγχος ? [ [ ] άων διά τ ' ὀγ
5540947 πληξε
οὐχ οὕτω συντεταγμένα ποιήματα οὐδὲν ἧττον ἢ ταῦτα καλά : πλῆξε δ ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός , ἣν λίπε κείων
[ . ] : ἔνθα μιν ἀντίθεος Τελαμὼν τροχοειδέι δισκῷ πλῆξε κάρη , Πηλεὺς δὲ θοῶς ἐνὶ χειρὶ τινάξας ἀξίνην
5540671 λιπουσα
τὴν παρθενίαν φησί : παρθενία , παρθενία , ποῖ με λιποῦσα οἴχῃ ; ἡ δὲ ἀποκρίνεται πρὸς αὐτὴν τῷ αὐτῷ
' ἣν αἰτίαν πάρεστιν , ὡς τὸ , Τύριον οἶδμα λιποῦσα . τὰ δὲ στάσιμα , ὅτε ἵσταται καὶ ἄρχεται
5538006 ἀφαμαρτεν
: καὶ πάλιν , γῆς ἔθανε καταδέσμου ὅτ ' ἀγγείων ἀφάμαρτεν : ἀντὶ τοῦ Αἴας ὁ Τελαμῶνος ἐτελεύτησεν , ὅτε
ἄφαρ προέηκεν ὀιστὸν ἰθύνων ἐς φῶτα περικλυτόν . Οὐδ ' ἀφάμαρτεν ἀνέρος , ἀλλά οἱ οὔ τι δι ' ἀσπίδος
5536910 κτανων
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών . . : ἀναφορά : , : , ,
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών τὸν παῖδα τὸν ἐμόν . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως
5533281 παρειαν
ὀξύτητα . ἢ τὴν ἀναιδῆ καὶ στωμύλον αὐτοῦ γνάθον καὶ παρειὰν μέχρι καὶ τοῦ στήθους διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ
ἀκόντια . Ἔλπομαι ] Ἐλπίζω . Χαλκοπάραον ] Τὸν χαλκῆν παρειὰν ἤγουν αἰχμὴν ἔχοντα ἄκοντα , ὥσπερ τοῦ ἐν τῷ
5529928 ὁρμον
. ἀλίμενον αἰθέρος : Τὴν τέλος οὐκ ἔχουσαν , οὐδὲ ὅρμον , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν νεῶν . τρόπον γὰρ πελάγους
τὸ ἐπισχεῖν τὴν ἐπερχομένην ναῦν μεθ ' ὁρμῆς εἰς τὸν ὅρμον , ἵνα μὴ προσελθοῦσα θραυσθῇ . καὶ νῦν δὲ
5529445 κεραυνῳ
νῆας Ἀχαιῶν , εἴ πέρ μοι καὶ μοῖρα Διὸς πληγέντι κεραυνῷ κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι μεθ ' αἵματι καὶ κονίῃσιν .
Τυφαονίη ὅθι πέτρη , ἔνθα Τυφάονά φασι , Διὸς Κρονίδαο κεραυνῷ βλήμενον ὁππότε οἱ στιβαρὰς ἐπορέξατο χεῖρας , θερμὸν ἀπὸ
5522495 Οἰδιποδα
, κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος : παιδολέτωρ δ ' ἔρις ἅδ ' ὀτρύνει
, τὸν σὸν δαίμονα , τὸν σόν , ὦ τλᾶμον Οἰδιπόδα , βροτῶν οὐδὲν μακαρίζω : ὅστις καθ ' ὑπερβολὰν
5522481 βωλον
καθὰ Μενεκλῆς καὶ Πίνδαρος ἱστοροῦσιν , ὑπέδειξε τὸν πλοῦν καὶ βῶλον ἔδωκε τοῖς Ἀργοναύταις , ἣν Εὔφημος ὁ πρωρεὺς τῆς
οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι
5514144 ἁρπασας
δὲ τὸν χρηστὸν δραμὼν Τηλέμαχον Ἀχαρνέα σωρόν τε κυάμων καταλαβὼν ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον . ὁ δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς
φοβούμενος , λῃστὴς δὲ προσέρχεται : ὃ δὲ ἐπὰν προίδηται ἁρπάσας τὰ ὅπλα μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους ἐν ῥυθμῷ πρὸς
5511759 ζωστηρα
Ἀρητιάδα Μελανίππην ἥρως Ἡρακλέης ἐλοχήσατο , καί οἱ ἄποινα Ἱππολύτη ζωστῆρα παναίολον ἐγγυάλιξεν ἀμφὶ κασιγνήτης , ὁ δ ' ἀπήμονα
οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά : Οἰνεὺς μὲν ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν , Βελλεροφόντης δὲ χρύσεον δέπας ἀμφικύπελλον
5510973 Ἀργον
ταύτης Ζεὺς ἠράσθη : Ἥρα δὲ ζηλοτυποῦσα φύλακα αὐτῇ κατέστησεν Ἄργον τὸν πολυόμματον κύνα . τοῦτον Ἑρμῆς κατὰ πρόσταγμα Διὸς
Ἀνδρομάχης γενέσθαι τοὺς προειρημένους , ἐκ δὲ Λεωνάσσης τῆς Κλεωδαίου Ἄργον , Πέργαμον , Πάνδαρον , Δωριέα , Ἔραον ,
5509905 ἐδησε
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ '
5509612 χρυσεην
χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , ἀντὶ τοῦ χρυσέην πανοπλίαν . ἢ ἀπὸ τοῦ προηγουμένου τὸ ἀκόλουθον ,
καμεῖν περικαλλέα κόσμον [ , ] δῶκε δέ οἱ ῥάβδον χρυσέην διακοσμήτειραν , πάσης εὐέργοιο νοήμονα μητέρα τέχνης . σὺν
5508851 ἐξοπιθεν
Κρητῆρα . Φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους , ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . Ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
' ὀλίγον φησί : δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς . ἡ δὲ θέει γαίης ἱστὸν
5505101 λαον
αὐτόχθονος ἐγένοντο παῖδες Ἰάπυξ καὶ Δαύνιος καὶ Πευκέτιος . οὗτοι λαὸν ἀθροίσαντες ἀφίκοντο τῆς Ἰταλίας παρὰ τὸν Ἀδρίαν : ἐξελάσαντες
τὰ μακρὰ κουφίζονται , δῆλον ἀπὸ τοῦ Βούλομ ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι , παρ ' Ὁμήρῳ . Τὸ δὲ
5503040 κατεβαλε
τοῦ ἅρματος , πλήξας ξίφει τὸν Οἰνόμαον ἀπὸ τοῦ δίφρου κατέβαλε , καὶ ταῦτα πράξας πρὸς Πέλοπα ἀπεχώρησεν . Πεσόντος
πλείους ἐγένοντο , ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες : κατέβαλε γάρ τις τῶν Πλαταιῶν ἀντιλαμβανόμενος ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα
5500937 ἑλε
ὄβριμον ἔγχος ἔσχεν : ὃ δ ' ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ . οὐδ ' ἄρα πώ τι πέπυστο
ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ τὸ ζῶον . ἕλε : ἔλαβεν , ἐφόνευσεν . πίονα : λιπαρόν .

Back