, οἷον τῆς Πηνελόπης Πηνελόπεια , καὶ ἀπὸ τοῦ χαλκόβαρυς χαλκοβάρεια . Τὰ ἀπὸ ἐνεστώτων ἢ μελλόντων παρηγμένα θηλυκὰ διὰ | ||
ὀξέϊ δουρὶ νύξ ' , οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια , ἀλλὰ δι ' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου , |
ἑνὸς μέρους . ἀσφάραγον φάρυγγα : “ ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε . ” ἀσπαστόν ἀγαπητόν : καὶ ἐπίρρημα ἀγαπητῶς | ||
' ἀκωκή : οὐδ ' ἄρ ' ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια , ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν |
καὶ ἠλιτόμηνον ἐόντα , Ἀλκμήνης δ ' ἀπέπαυσε τόκον , σχέθε δ ' Εἰλειθυίας . αὐτὴ δ ' ἀγγελέουσα Δία | ||
ἑτέρας ἀρκούσης . . καταπάλμενος ? οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια , ἀλλὰ δι ' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου |
ἄρ ' ὀδόντας ὦσε δόρυ πρυμνόν , διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην . ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , κατὰ | ||
βόθρον ὀρύξας , νήησεν σχίζας , ἐπὶ δ ' ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν αὐτόν τ ' εὖ καθύπερθε τανύσσατο : δαῖε |
ἦλθε καὶ ὀστέου , ἐγκέφαλος δέ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο : δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα . ἡ διπλῆ ὅτι Ἀπολλώνιος ποιεῖ | ||
ὄλεθρος . Εἷλε δ ' ἄρ ' Ἰφιτίωνα καὶ Ἱππομέδοντα δάμασσε Μαινάλου ὄβριμον υἷα τὸν Ὠκυρόη τέκε Νύμφη Σαγγαρίου ποταμοῖο |
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
ἄτῃ : δὴ γάρ οἱ λασίοιο καρήατος ἄλλυδις ἄλλῃ ἐγκέφαλος πεπάλακτο : συνηλοίηντο δὲ πάντα ὀστέα καὶ θοὰ γυῖα λυγρῷ | ||
' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου , ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο : δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα . καὶ τοὺς μὲν |
νεφέλης ἐπιβᾶσα πόδεσσι κούφης , ἥ κε φέροι μιν ἄφαρ βριαρήν περ ἐοῦσαν , σεύατ ' ἴμεν Πόντονδε , φίλα | ||
. Αὐτίκα δ ' αἰγίδα θοῦριν ἐδύσετο παμφανόωσαν , ἄρρηκτον βριαρήν τε καὶ ἀθανάτοισιν ἀγητήν : ἐν γάρ οἱ πεπόνητο |
μὲν σταθμὸν ἐυσταθέος μεγάροιο βεβλήκειν , ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν . ἄλλου δ ' ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια | ||
τὴν ἐσχάτην , ἐπεὶ οὐδὲ τὴν λογικὴν καθαράν τε καὶ ἀραρυῖαν , εἴπερ δὲ ἄρα , πόρρωθεν διόψεσθαί τι τῶν |
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω | ||
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , |
, ὃ λέγεται ἴτυς . „ ἄντυξ , ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας | ||
δ ' ἐλάτην χαμάδις βάλεν , ἐς δὲ κέλευθον τὴν θέεν ᾗ πόδες αὐτοὶ ὑπέκφερον ἀίσσοντα . ὡς δ ' |
ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος | ||
ἠνεμόεσσαν : ἡ διπλῆ ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . . ὠκύποδες φέρον ἅρμα : ἡ διπλῆ ὅτι κοινότερον κατακέχρηται τῷ |
πῶς ἐπιφέρει , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις , ὡς πρότερον μὴ ἀποκεκομμένου , ἀλλ ' | ||
κόλον δόρυ , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβησε πεσοῦσα . ἡ διπλῆ ὅτι δοκεῖ μάχεσθαι |
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει | ||
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς |
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι : ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε ποδὸς τετάγων ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο , πᾶν δ | ||
: ἣ δὲ διαπρὸ ἤλυθεν ἐγχείη , στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα , τμήδην δ ' αὐχέν ' ἐπῆλθε , μέλαν |
. Λιμνόχαρις δ ' ὡς εἶδεν ἀπολλύμενον Πολύφωνον , Τρωγλοδύτην ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος τρῶσεν ἐπιφθὰς πέτρῳ μυλοειδέϊ : τὸν | ||
ἔσχατα μέρη τοῦ λαιμοῦ . ἐπιφέρει γοῦν ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος . . . . ἡ διπλῆ |
φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος | ||
ἠερέθονται μέσσοι νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι : ἐγγύθι δέ σφεων , δεξιτερῆς ἀπὸ χειρὸς ἀγαυοῦ Ὑδροχόοιο , οἵη τις τ ' |
. . . . , . ἄντυξ : ἡ ἀνωτάτη ἄντυξ . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω τεύξω τεύξ καὶ | ||
μεσομφάλιον καὶ ἐπομφάλιον καὶ ὄχανον καὶ ἴτυς καὶ κύκλος καὶ ἄντυξ . ἀσπὶς οἰσυΐνη , ἀσπὶς ἀπὸ ξύλου , ἀσπὶς |
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως | ||
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν : |
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
ἐκ δ ' ἔσπασεν ἔγχος : ὃ δ ' ἑσπόμενος πέσε δουρὶ πρηνής , ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα | ||
εἴη , ῥῆξε δ ' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ |
τὸ φυτὸν καρπὸν γλυκύτατον . * ὑποτρέφεται : ἀναστρέφεται * σμερδαλέον : φοβερόν * ἐσκληκός : κατάξηρον ἀκροτάτῳ κεφαλῇ : | ||
ἰωή : ὣς οἵ γ ' ἀμφοτέρωθεν ἐς Ἄρεα συμφορέοντο σμερδαλέον μεμαῶτες : Ἔρις δ ' ὀρόθυνε καὶ αὐτή . |
. * ἀπὸ . . . ἀλέξεται : ἀποθεραπεύεται * ἱεμένη : ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε , | ||
: πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι , εἰσόκεν οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός |
τεύχω , τὸ κατασκευάζω , γέγονεν , οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ : καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ | ||
τοὺς ἀστραγάλους μεί , θρεύ , μόρ , φόρ , τεύξ , ζά , ζών , θέ , λού , |
παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν λίες . . . . , καὶ πάλιν | ||
πέρι τεθνηῶτος , οἳ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι : μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν |
τε καὶ κεφαλῆι ἀνελίσσεται : ἀντία δ ' Ἵππου ἐξ οὐρῆς Κένταυρον ἐφέλκεται ἑσπερίη Νύξ . ταῦτα μὲν ὡς ἐν | ||
ἀμφοτέρας χεῖρας τανύοντι ἔοικεν : ἴση οἱ στάθμη νεάτης ἀποτείνεται οὐρῆς ἐς πόδας ἀμφοτέρους , ὅσση ποδὸς ἐς πόδα τείνει |
αὐτὰ ἐς τὴν νῆξιν . φεῦ τῶν στέρνων , ὡς λάχνη μὲν αὐτοῖς ἐγκατέσπαρται βρύων κομῶσα καὶ φυκίων , γαστὴρ | ||
ἡ αὐδή γὰρ τῆς αὐδῆς , λαχνήεις λάχνης , ἡ λάχνη γὰρ τῆς λάχνης , φωνήεις φωνῆς , ἡ φωνή |
στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : | ||
θέτο τετραθέλυμνον , κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν , ἵππουριν , δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν |
* ὁμώσεται : ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος * ἵξεται : ἐπέρχεται * αἶσα : | ||
μὲν ὑπέρτερος , ἅψεα δ ' αὖτε μηκεδανός , πάντεσσι θοώτερος ὦκα λύκοισι : τὸν μέροπες κίρκον τε καὶ ἅρπαγα |
τούτοις : οὐδ ' ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν , ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός . μνημονεύει αὐτοῦ καὶ Θεόπομπος | ||
δ ' ἀργύρεον νώμα βιόν , ἀμφὶ δὲ νώτοις ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν : ἡ δ ' ὑπὸ ποσσίν σείετο νῆσος |
οἰόθεν : ἀντὶ τοῦ οἴη . πολιήν : γραῦν . μύρεται : κλαίει , θρηνεῖ . ᾗ οὐκ εἰσὶν ἔτ | ||
ἁλμυρῆς , τῆς ἐν τῇ ἁλὶ οὔσης , περὶ ἣν μύρεται , ἤως μορμύρει , Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα |
, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ . ] σὸς δέ που ἔκφυγε κῆρας ἀδελφεὸς ἠδ ' ὑπάλυξεν ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι : | ||
χώσατο δ ' Ἕκτωρ ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός χώσατο : ὅτι ἀντὶ τοῦ συνεχύθη . . |
παρέτρεσσαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Αἰνείας δ ' ἀπόρουσε | ||
ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι ὠκύποδες : τοῦ δ ' αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε . Ἕκτορα δ ' αἰνὸν |
ἐναγώνιος , ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας , ἴχˈνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα | ||
' ὀλέθρῳ καὶ πηῶν : οὐ γάρ τις ὀιζυρῆς κακότητος ἄμμορος , ἐλπωρὴ δὲ πέλει καὶ δούλιον ἦμαρ εἰσιδέειν . |
πάσης νήσου . ἄμερδεν ἠμαύρου : “ ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη . ” ἀμφιπολεύεις περιέπεις : “ κεῖνός | ||
ἐγχείῃσι μακρῇς , ἃς εἶχον ταμεσίχροας : ὄσσε δ ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων |
φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη . Σπερχόμενος δ ' ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης | ||
χαμᾶζε θορὼν ἔναρα βροτόεντα ἐν χείρεσς ' Ὀδυσῆϊ τίθει , ἐπεβήσετο δ ' ἵππων : μάστιξεν δ ' ἵππους , |
κάρηνον τὸ κάρα , τοῦ καρήνου τοῦ κάρα , τῷ καρήνῳ τῷ κάρα , τὸ κάρηνον τὸ κάρα , ὦ | ||
τοῦ μὲν ἐπ ' ὀμφαλίῳ , τῆς δ ' ἐσχατόωντι καρήνῳ . καὶ πάλιν ἐπὶ τοῦ Κριοῦ : δ ' |
πέφνεν ἰθαιγενέος Λεπετύμνου υἱέα Μηθύμνης τε , καὶ ἀλκηέστατον ἄλλων αὐτοκασίγνητον Ἑλικάονος ἔνδοθι πάτρης † τηλίκον Ὑψίπυλον : θαλερὴ δέ | ||
αὐτίκα δ ' ἔγνω τὸν μὲν ποιπνύοντα μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν αὐτοκασίγνητον καὶ δαέρα , χαῖρε δὲ θυμῷ : Ζῆνα δ |
καὶ Κύπριν ἀνιῇ λεπτὸν ἀποψύχων : τὸ δέ οἱ μέλαν εἴβεται αἷμα χιονέας κατὰ σαρκός , ὑπ ' ὀφρύσι δ | ||
ἠδὲ ποδῶν ἀκινάγματα τῆς δ ' ὀλοφυρομένης ἀμφ ' ἀχνύϊ εἴβεται αἰών † ἐπηετανοῖο ποτισμοῖο παρείκοντες † Ἥρακλες χαλκεόζωνε ἇχι |
ἑκὼν Βούνῳ παρέδωκε φυλάσσειν εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος , ἢ παῖς ἢ υἱωνός : ὁ | ||
Βούνωι παρέδωκε φυλάσσειν , εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος , ἢ πάις ἢ υἱωνός : ὃ |
τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς ω ῥώξ , | ||
ἀλλήλων . ἀπὸ τοῦ ῥήσσω ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ , καὶ τροπῇ ῥώξ ὡς ἀρηγός ἀρωγός , καὶ |
δῖον ἐμμεμαυῖα θεά : μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ : δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ ' ἄριστον | ||
' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ πύλαι μύκον , οὐδ |
ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο ἔπλετο , ἥ τ ' ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ καὶ πάλιν ἡ δὲ μάλ ' αἰεὶ | ||
κωμικοὶ καὶ τραγικοί . ὁ μέντοι Ζηνόδοτος καὶ τὸ ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ διὰ τῆς ου ἔγραφεν . ὅπερ παραπεμπτέον |
, κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι , ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς | ||
ἔχων , οὐχ ὡς Φιλητᾶς ὄμματα . . καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι Χρύσεαι : νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος |
ἀκωκὴν δεινὰ μάλα στενάχων , γαίῃ δ ' ἐνέρεισεν ὀδόντας βεβρυχώς : ψυχὴ δὲ καὶ ἄλγεα κάλλιπον ἄνδρα . Ἀργεῖοι | ||
ἰαμβικοῦ πεπλεγμένον : τοιοῦτον γάρ ἐστι τὸ αἱματοέσσης κόνιος δεδραγμένος βεβρυχώς , κἀκεῖνο δὲ ὅπερ ὁ Διονύσιος ἐν τῷ περὶ |
γήραϊ γὰρ καθύπερθε πολυτλήτῳ βεβάρητο . Ὣς δ ' αὕτως ἀπόρουσεν ἐυμμελίης Θρασυμήδης Φηρεύς τ ' ὀβριμόθυμος ἰδ ' ἄλλοι | ||
Ἀχιλλῆα , Τρώεσσι δὲ λοιγὸν ἀλάλκοι . Πηλεΐδης δ ' ἀπόρουσεν ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωή , αἰετοῦ οἴματ |
οἱ ὄσσε πὰρ ποσὶν αἱματόεντα χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν , ἰδνώθη δὲ πεσών : ὃ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων | ||
ἰξαλῆ : τελείας αἰγὸς δέρμα , ἣν μηλωτὴν καλοῦσι . ἰδνώθη : συνεκάμφθη , ὡς καὶ Ὅμηρος : πλῆξεν . |
ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν : ἀτεκμάρτοιο δὲ ῥείθρου πηδάλιον κούφιζε παρήορον | ||
Ἄβυδος ἐναντίον ὅρμον ἔθεντο . Εὐρώπης δ ' αἱ μὲν λαιῆς ὑπὸ νεύματι χειρὸς Ῥώονθ ' ἑξείης , Ἀσίης δ |
αὐτὴν ταύτην πανοπλίαν ἀνειληφέναι τὴν Ἀθηνᾶν . καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν . | ||
κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , γέντο δ ' ἱμάσθλην χρυσείην εὔτυκτον , ἑοῦ δ ' |
δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν | ||
ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν |
περιφέρεια ἄντυξ , οἷον : ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω , τὸ κατασκευάζω | ||
Σώκοιο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος ἔξω τε χροὸς ἕλκε καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης : αἷμα δέ οἱ σπασθέντος ἀνέσσυτο , κῆδε δὲ |
κῦδος ὄπασσον . Ὣς ἄρ ' ἔφαν , Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροῒ | ||
ἑτερόρροπον ξύλον . ὁ δὲ Ἀπίων κολλοβόρου τι γένος . κορύσσετο . ἀφ ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , |
τῶν παρεόντων ἀπέπλεε ἐς τὰς Ἀθήνας : καί , ὥσπερ ὁρμήθη ἐκ Καρδίης πόλιος , ἔπλεε διὰ τοῦ Μέλανος κόλπου | ||
πτῶκα λαγωόν : ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ . ὁρμήθη δ ' Ἀχιλεύς , μένεος δ ' ἐμπλήσατο θυμὸν |
ἀλλ ' ἤτοι Περσεὺς μὲν ἄτερ γουνός τε ποδός τε δεξιτεροῦ δύεται , πρύμνης δ ' ὅσον ἐς περιαγήν : | ||
Δηιοφόντῃ λαιὸν ἐς ὀφθαλμόν , διὰ δ ' οὔατος ἐξεπέρησε δεξιτεροῦ , γλήνην δὲ διέτμαγεν , οὕνεκα Μοῖραι ἀργαλέον βέλος |
καὶ ἀθάνατοι καλέονται . ἣ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν : καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος | ||
ἕρκεϊ θρύψεν ὀδόντων θηλάζων , τὸ δὲ πέσκος ἑῷ περὶ κάββαλεν ἕλκει . Ἦ μὴν καὶ πρασίοιο χλοανθέος ἔρνος ὀλόψας |
Πήδασον οὔτασεν ἵππον ἔγχεϊ δεξιὸν ὦμον : ὃ δ ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων , κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν | ||
οἱ ποιηταὶ τὸ χνοιαί . παρὰ τὸ μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων . χνόαι δὲ τὰ ἀκραξόνια , περὶ |
βήμεναι ἄντην μαινομένου , μὴ δή σε καταπλέξῃ καὶ ἀνάγχῃ πάντοθι μαστίζων οὐρῇ δέμας , ἐν δὲ καὶ αἷμα λαιφάξῃ | ||
τις ἄρηγεν , Ἔρως δ ' οὐκ ἤρκεσε Μοίρας . πάντοθι δ ' ἀγρομένοιο δυσάντεϊ κύματος ὁλκῷ τυπτόμενος πεφόρητο . |
ὑπ ' ἐκείνου . Ῥηϊτέρη : εὐκολωτέρα , ἐλαφροτέρα . ῥινοῖο : ὀστράκου , δέρματος . ῥηϊτέρη ῥινοῖο : ἵν | ||
, ἐλαφροτέρα . ῥινοῖο : ὀστράκου , δέρματος . ῥηϊτέρη ῥινοῖο : ἵν ' εὐχερῶς γένηται . διάκρισις : ἔκδυσις |
Φιλόξενος . θηλὴ καὶ θῆλυς , ὡς κάρη κάρυς καὶ κόρυς . εἴρηται δὲ καὶ κάρη , φησὶν ὁ Καλλίμαχος | ||
δέδεντο δὲ δαίδαλα πάντα . Τῇ δ ' ἄρα παρκατέκειτο κόρυς μέγα βεβριθυῖα : Ζεὺς δέ οἱ ἀμφετέτυκτο μέγ ' |
τῇ τῶν ἀρχῶν ἐναλλαγῇ ὡς ὑπὸ τοπικοῦ ἅμματος κρατηθῇ ὁ τελαμών . τούτων δὲ τῶν ἀρχῶν καθειλκυσμένων , τοῦ πλατυτέρου | ||
, ταλαμών , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε , τελαμών . Τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει . παρὰ τὸ θέρω |
τοῦ συνῆκται , ἔσφιγκται , πέπλεκται . πεδανὴ δέ οἱ οὐρή : καὶ γὰρ πεδανὴ λέγεται ἡ λεπτὴ οὐρὰ καὶ | ||
κύνεσσι πανείκελον ὠπήσαιο μείζοσι ποιμενικοῖς , λασίη δ ' ἐπιέσπεται οὐρή : ἡ δέ τε κυρτοῦται μεσάτην ῥάχιν , ἀμφὶ |
δόρατος ἀπέθανεν ” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ | ||
ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν , ἀντικρὺ δ ' ἀπάραξε : τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ ' αὔτως ἐν |
' ἂν καὶ Πόντον ἴδοις διθάλασσον ἐόντα , τόρνῳ ἐειδόμενον περιηγέος ἅμματι τόξου : ἀλλ ' εἴη νευρῆς σημήϊα δεξιὰ | ||
ὀξὺ δέ οἱ κεφαλῆς στόμα νέρθε νένευκε καμπύλον , ἀγκίστρου περιηγέος εἴκελον αἰχμῇ . θαῦμα δ ' ὀλισθηρῆς ἐχενηΐδος ἐφράσσαντο |
πυκταλεύω ” . . . . . . ἐντροπαλιζόμενος : ἐντροπαλιζόμενος : . . . ἐκ τοῦ τρέπω τροπῶ τροπίζω | ||
ἐπήγαγεν ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους : καὶ πάλιν εἰπὼν ἐντροπαλιζόμενος ἔφη γόνυ γουνὸς ἀμείβων . οὕτω καὶ ὁ ῥήτωρ |
δὲ ψήχῃ , ἄρχεσθαι μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς χαίτης : μὴ γὰρ καθαρῶν τῶν ἄνω ὄντων μάταιον τὰ | ||
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι χυθὲν ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους . κἀθαύμας ' , ὦ παῖ , |
αἰτιατικῆς , Δεξιάδην ἀντὶ τοῦ Δεξιάδου : . . . λύντο δὲ γυῖα : . . . Ἴλιον εἰς ἱερήν | ||
ὦμον : ὁ δ ' ἐξ ἵππων χαμάδις πέσε , λύντο δὲ γυῖα . . . : ἡ διπλῆ , |
οὐ μακρὰν δὲ διέστηκεν ἡ νῆσος αὕτη τῆς Τυρσηνίας . ἔλλοπος δὲ τοῦ ἰχθύος τουτέστι τῆς τρυγόνος : τῷ γὰρ | ||
. Ὁ δεύτερος δέ , τοῦ πεφασμένου κέλωρ ἐν ἀμφιβλήστροις ἔλλοπος μυνδοῦ δίκην , καταιθαλώσει γαῖαν ὀθνείαν , μολὼν χρησμοῖς |
. . . . Αἰγόκερω δ # βο λ γʹ ἐλς τῶν ἐν τῷ ἀριστερῷ ὤμῳ β ὁ προηγούμενος . | ||
. . . Καρκίνου κα Ϛʹ νο ε # δʹ ἐλς τῶν ἑπομένων ὑπὲρ τὸ νεφέλιον β ὁ προηγούμενος . |
λίνων ἢ σχοίνων . στέψαντες : στεφανώσαντες , περικυκλώσαντες . δρίος : δάσος , ὄρος . Θοά : ταχύτατα . | ||
ἀϋτεῖ : ἡ δὲ μάλ ' ἰάνθη , διά τε δρίος ἰθὺς ὀρούει . ὡς δ ' ὁπότ ' ἰχθυβόλοι |
' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος , οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι . ἀραττομένων | ||
ὑπὸ μητέρα δύσκεν εἰς Αἴανθ ' : ὃ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ . Ἔνθα τίνα πρῶτον Τρώων ἕλε Τεῦκρος |
κρατήσας , Πᾶις Ἀριστομάχειος ἀνείλετο χάλκεον λέβητα . Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ | ||
ὄγδοος τοῦ πάσχειν . τὸ πάσχειν διαιρεῖται εἰς ψυχὴν καὶ σᾶμα καὶ τούτων ἕκαστον εἰς τὰ ἐξ ἐνεργείας ἑτέρου πάθη |
παράμειβον : ὑπὸ πνοιῇ δὲ κάλωες ὅπλα τε νήια πάντα τινάσσετο νισσομένοισιν . ἠῶθεν δ ' , ἀνέμοιο διὰ κνέφας | ||
βλοσυρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσιν , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κροτάφοισι τινάσσετο μαρναμένοιο Ἕκτορος : αὐτὸς γάρ οἱ ἀπ ' αἰθέρος |
. Ὣς εἰπὼν ὑπ ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ' ἵππω ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε | ||
αὐτῷ καὶ τὸ ἅρμα ζεύγνυται , καὶ οἱ ἵπποι θέουσιν ὠκυπέτα χρυσέῃς ' ἐθείρησιν κομόωντες . Ζεύγνυται δὲ καὶ Ποσειδῶνι |
, νηὸς ἀποπροθορών , ἄμυδις δ ' ἔχε παμφανόωσαν χαλκείην πήληκα , θοῶν ἔμπλειον ὀδόντων , καὶ ξίφος ἀμφ ' | ||
γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη , ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε , τοῖος ἐὼν οἷόν |
Ὄφις γε δύο στρέφεται μετὰ χερσίν , δεξιτερῇ ὀλίγος , σκαιῇ γε μὲν ὑψόθι πολλός . Καὶ δή οἱ Στεφάνῳ | ||
. Πάτροκλος δ ' ἑτέρωθεν ἀφ ' ἵππων ἆλτο χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα |
μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ ἔσχετο ταρβήσας : φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο νήπιος , οὐδ ' | ||
' ἔσχετο μείλινον ἔγχος . Δεύτερος αὖτ ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος , καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ ' ἀσπίδα πάντος |
εἱλίσσονται . τοὺς πάντας καλέουσιν Ὕδωρ . Αὐτὰρ ὑπ ' αἰθομένῳ κέντρῳ τέραος μεγάλοιο Σκορπίου , ἄγχι νότοιο , Θυτήριον | ||
κατὰ βασμὸν ἔασι [ ] ι ἀκρήτοιο θερείης [ ] αἰθομένῳ πυρὶ γείτων [ ] [ ] α πολυσπερέων [ |
οὐδ ' ἔβαλ ' αὐτόν : ὃ δ ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης : τοῦ δ ' οὐχ ἅλιον βέλος | ||
μὲν ἀφ ' ἵπποιιν , ὃ δ ' ἀπὸ χθονὸς ὄρνυτο πεζός . οἳ δ ' ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν |
' ἐπ ' αὐτῷ . Τρωγλοδύτης δὲ μετ ' αὐτὸν ἀκόντισε Πηλείωνος , πῆξεν δ ' ἐν στέρνῳ στιβαρὸν δόρυ | ||
μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι . Ἕκτωρ δ ' αὖτ ' Αἴαντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν |
καὶ θαλεροὺς γύμνωσε βραχίονας : ἁλλομένη δὲ δεξιτερῆι φαέθουσαν ἀνηέρταζεν ἱμάσθλην , καὶ δρόμον Ὡράων ἑξάζυγον ἡνιοχεύει πρωτοφανεῖς ἐλάουσα συνήθεας | ||
ἱερείας προπολούσας . γέντο ἔλαβεν : “ γέντο δ ' ἱμάσθλην . ” τίθεται δὲ ἡ λέξις κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ |
ἄρ ' ἔτι προτέρω , ἔτι δ ' ἐν προμολῇσι νότοιο Ἰχθύες . Ἀλλ ' αἰεὶ ἕτερος προφερέστερος ἄλλου , | ||
γναμπτῇσι γένυσι ” καὶ “ ἀργιόδοντος ὑός . ” ἀργεστᾶο νότοιο . τινὲς τοῦ λεγομένου λευκονότου . ἔστι δὲ ταχέος |
δὲ εὔκυκλος , ἡ δὲ κυκλικὴ ἐπίδεσις , ἄλλη δὲ σκέπαρνος . στεφανιαία μὲν οὖν ἐστιν ἡ κατὰ τοῦ βρέγματος | ||
: σοφίην παιδεύεται . σκέπαρνος : εἶδός ἐστι δεσμοῦ ὁ σκέπαρνος , ὅταν ὁ ἐπίδεσμος πλάγιος δεθῇ . μαρτυρεῖ δὲ |
στιβαρὸν δ ' ἔχεν ὄζον ἐλαίης τόξα τε , τοῖσι πέλωρ τόδ ' ἀπέφθισεν ἰοβολήσας . ἤλυθεν οὖν καὶ κεῖνος | ||
ὅπλά τε πάντα . Ἦ , καὶ ἀπ ' ἀκμοθέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη χωλεύων : ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί |
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος | ||
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν |
, ὡς κόπτω κοπή , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ ἔκτασιν ὀπωπή . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ῥωμαίων διαλέκτου | ||
' ὑδρηλὴν νοῦσον ἐπεσσυμένην , καὶ φαέων ἀμβλεῖα ἄφαρ λάμψειεν ὀπωπή τῷ καὶ ἀρχομένης οὐκ ἀλέγοι φθίσιος . οἴη καὶ |
γίνεται , δῆλον : καὶ Ὅμηρος γὰρ λέγει δίδει μόσχοισι λύγοισι καὶ πάλιν δεῦρο νῦν τρίποδα περιδώμεθα . ἐς κόρακας | ||
πλέξαιο περίδρομον ὅττι μέγιστον , τεύχων ἢ σπάρτοισιν Ἰβηρίσιν ἠὲ λύγοισι , ῥάβδους ἀμφιβαλών : λευρὴ δέ οἱ εἴσοδος ἔστω |
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα | ||
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν |
τὸν λέοντά φασι θῆρα , ὡς καὶ Καλλίμαχος : θηρὸς ἀερτάζων δέρμα κατωμάδιον . αἰθόμενος : καιόμενος τῷ λιμῷ . | ||
αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους σπινθῆρας ἀερτάζων ἐπὶ κόρσηι , κρᾶτα παρακλίνων καὶ ἐς ἠέρα χεῖρας |
, ὑψικάρηνον , πιαλέον νώτοις καὶ λεπταλέον κώλοισιν : οὐτιδανὴ δειρὴ καὶ βαιοτάτη πάλιν οὐρή : τετράδυμοι ῥῖνες , πίσυρες | ||
βαιὰ δ ' ὕπερθεν οὔατα λεπταλέοισι περιστέλλοιθ ' ὑμένεσσι : δειρὴ μηκεδανή , καὶ στήθεα νέρθε κραταιά , εὐρέα : |
προτιβάλλεται , οὔθ ' ὁράασθαι ἔλπεται , εἰσόκε δή μιν ἐπαΐξας ὀλοὸς θὴρ δαρδάψῃ : τῆς δ ' ἦτορ ὁμοίϊον | ||
χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν . Ἀντίλοχος δ ' ἄρ ' ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσθμαίνων |
ἠιθέοισιν εἶδός τ ' ἠδὲ βίην , χαμάδις δέ οἱ ἤλας ' ὀδόντας . αὐτὰρ ὁμοῦ Μυσοῖσιν ἐμῷ ὑπὸ πατρὶ | ||
τε καὶ ἀσπίδος ἔγχεϊ μακρῷ αὐχένα γυμνωθέντα θοῶς ὑπένερθε γενείου ἤλας ' ἐπικρατέως , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε |
ὠκυπόδων πέσον ἵππων : καί ῥ ' ὃ μὲν ἀσπαίρεσκε πεπαρμένος ἔγχεϊ μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ | ||
τις ὥσπερ ὁ παρὰ τῶι Θεοδέκτηι Φιλοκτήτης ὑπὸ τῆς ἔχεως πεπαρμένος κρύπτειν βουλόμενος τοὺς περὶ τὸν Νεοπτόλεμον μέχρι μέν τινος |
θωῦμα μὲν καὶ ὁ πρόνηος μέγα παρέχεται θύρῃσί τε ἤσκηται χρυσέῃσιν : ἔνδοθεν δὲ ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται | ||
, καὶ “ ὠκέα Ἶρις , ” καὶ “ ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε . ” ὠλέναι πήχεις : ἀφ ' |
ποταμοῖο , ψυχόμενος λαγόνας τε καὶ ἄσπετον ἰλύι νηδύν , κάπριος ἀργιόδων , ὀλοὸν τέρας , ὅν ῥα καὶ αὐταί | ||
' ὅτ ' ἂν ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται σθένεϊ βλεμεαίνων : οἳ δέ τε |
ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω πλησίοι ἀλλήλοισι , μιάνθησαν δὲ κονίῃ . καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντ ' | ||
κάρη πολιόν τε γένειον , θυμὸν ἀποπνείοντ ' ἄλκιμον ἐν κονίῃ , αἱματόεντ ' αἰδοῖα φίλῃς ' ἐν χερσὶν ἔχοντα |
, τυπείητε , τυπείησαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ἀπὸ τῆς τυπείς μετοχῆς . Ἑνικά . Τυψαίμην : εἴπομεν ὡς ὅσα | ||
: δαφνήεις κητώεις . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τυφθείς τυπείς . [ τὸ δὲ κτείς ὀξύτονον , ὡς μονοσύλλαβον |
κάτω τετύχθαι καὶ μὴ ἔχειν λόφον : φησὶ γὰρ “ ταυρείην ἄφαλόν τε καὶ ἄλοφον , ἥτε καταῖτυξ κέκληται , | ||
ξὺν τοίσδεσι μίσγειν σμύρναν , ἅλας , κύμινον , χολὴν ταυρείην , μέλι , ἐν εἰρίῳ προστιθέναι : καὶ κυμίνου |
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ | ||
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον |
λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |