ἀνιηθείς : ἐπεὶ οὐ περὶ πώεσι μήλων οὐδὲ περὶ κτεάτεσσι χαλεψάμενος μενέηνας , ἀλλ ' ἑτάρου περὶ φωτός , ἔολπα
οἷα δὲ καὶ μακάρεσσιν ἐπεψεύσασθε θεοῖσιν . ” Φῆ ῥα χαλεψάμενος : μέγα δὲ φρένες Αἰακίδαο νειόθεν οἰδαίνεσκον , ἐέλδετο
7584513 ἐδυνηθης
ἀγριαίνουσαν θάλατταν . μὴ γὰρ εἴποι τις ὡς βουληθεὶς οὐκ ἐδυνήθης : τὸ γὰρ ὡς οὐκ ἐβουλήθης , οὐκ ἔστιν
γὰρ ἦν καὶ πρέπον ἐρωτικῇ ὁμιλίᾳεἰ καὶ μὴ τῆς παροινίας ἐδυνήθης : ἐβουλόμην οὖν ἀκριβῶς ἕκαστα ἐπιστεῖλαι καὶ προὐτράπην :
7549090 πνεουσας
] ἤγουν ἀνέμῳ . . πρημαινούσας ] ὁρμητικάς , ἰσχυρῶς πνεούσας . τὰς μανικῶς φυσώσας : ἀπὸ τοῦ πρῆσαι τοῦ
κεφαλὴν ἱμάντες τοῦ χαλινοῦ ἄμπυξ καλοῦνται . ἐμβριμωμένας ] θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας . . δινεῖ ] συστρέφει , ἀνακόπτει
7518096 κατοχως
ἡττᾶσθαί τινος , ἐσπουδακέναι περί τινα , ἐνθέως ἔχειν , κατόχως , ἐμπύρως , διαπύρως : φλέγεσθαι τῷ πόθῳ ,
ἐκ πόνου ἀφωνίαι , δυσθάνατοι . Αἱ μετ ' ἐκλύσιος κατόχως ἀφωνίαι , ὀλέθριοι . Αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην
7514985 μεμιγμενοι
οὐχὶ ἤτοι θεῶν παῖδές εἰσιν ἢ ἐξ ἀνθρώπων καὶ θεῶν μεμιγμένοι τινές ; ὁμολογήσαντος δὲ τίς οὖν σοι δοκεῖ δύνασθαι
ἐν ψόφοις μὲν αἱ συμφωνίαι , ἐν χυμοῖς δὲ οἱ μεμιγμένοι , καὶ τῶν χρωμάτων δὲ τὰ κεκραμένα , διὸ
7511938 πυρφορῳ
οὐδαμινὸν λεπτὸν ἄστατον . πυρφόρῳ ἴυγγι τόξων νῦν ἀντὶ τοῦ πυρφόρῳ βέλει : λέγει δὲ τῷ ἔρωτι . ἴυγξ δὲ
. ἐγὼ γὰρ οὐκ ἂν ἀποσταίην τῆς ἀνθρώπου θεῷ μυσταγωγοῦντι πυρφόρῳ καὶ τοξοφόρῳ πειθόμενος . καὶ ἄλλως ἡμῖν τὸ ἐρᾶν
7485303 γραυ
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων ,
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν .
7482404 βακχοι
δὲ οὐχ ὁμοτονοῦντα ταῦτα : πόρνοι πόρνων πόρναι πορνῶν , βάκχοι βάκχων βάκχαι βακχῶν , ὄχθοι ὄχθων ὄχθαι ὀχθῶν ,
δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . .
7466468 παραβαλου
τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ δὲ παραβαλοῦ
. . ἢ παῦε τῆς ὁμιλίας . τῷ δὲ πλοίῳ παραβαλοῦ . πρὸς τὴν γῆν δὲ φθάσας φησὶ ταῦτα .
7456424 ξηροφθαλμια
μυωπίασις , γάγγραινα , σηπεδὼν , ἕλκος , σῦριγξ , ξηροφθαλμία , ψωροφθαλμία , σκληροφθαλμία , πρόπτωσις , ἀτροφία .
ἐρυθρὸς ᾖ , ἀλλὰ καὶ ὅταν πολὺ δάκρυον ἐκκρίνῃ . ξηροφθαλμία δέ ἐστιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδεις καὶ τραχύτεροι
7451938 τευχον
ἀθέων : ταὶ δ ' αὐτίκα οἱ τέμενος βωμόν τε τεῦχον , χραῖνόν τέ μιν αἵματι μήλων καὶ χοροὺς ἵσταν
ῥά οἱ αἷμα κάθηραν ἀφ ' ἕλκεος ἄλλά τε πάντα τεῦχον ὅς ' οὐταμένων ὀλοὰς ἀκέονται ἀνίας . Αἴας δ
7442704 μογεροιο
ἔραζε αἰετοῦ ὠμηστέω κνημοῖς ἔνι Καυκασίοισιν αἱματόεντ ' ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο . τοῦ δ ' ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον πήχυιον
ἥν τε νέον πάτρης ἀπενόσφισεν αἶσα , οὐδέ νύ πω μογεροῖο πεπείρηται καμάτοιο , ἀλλ ' ἔτ ' ἀηθέσσουσα δύης
7437107 ἀδιναων
Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ
μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης
7430564 Στυρακος
τὸν μόσχον , καὶ ἑνώσας ἀνάπλασσε τῷ φυλαχθέντι μόσχῳ . Στύρακος καλαμίτου λίτρ . α . ἀλόης γοστ . ἄμβαρος
, ζαρναβοῦ ἀνὰ # α , καρποβαλσάμου # α . Στύρακος , ἀμώμου , κόστου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , βδελλίου
7429565 διαστροφοι
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι ,
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα
7426850 στυγω
” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή σιγῶ , ῥῖγος ῥιγῶ
καὶ θιγεῖν ἀμήχανος * * καὶ τὸν πετραῖον πλεκτάναις ἀναίμοσι στυγῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός ἀλλ ' ὦ θυρέτρων τῶνδε κωμῆται
7425032 ἐπιδακνεται
κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον φῶτ ' ἐπικαρδιόωντα : δύῃ δ ' ἐπιδάκνεται ἄκρον νειαίρης , ἄκλειστον ἀειρόμενον στόμα γαστρός , τεύχεος
πάθους τὸ τῆς καρδίας ἄκρον ὑποδάκνεται δύη ] ὁ πόνος ἐπιδάκνεται ] δάκνει τὴν καρδίαν ἄκρον ] καὶ τὸ ἔσχατον
7423674 μελομενοι
] δημοσίων . δημίων ] τῶν τοῦ δήμου . Ξ μελόμενοι ] φροντίζοντες . Ξ μελόμενοι ] φροντίδα ἔχοντες .
τί χρέος ; ἦ λόγων πόλεος , ἔνεπέ μοι , μελόμενοι τυχεῖν ; μήτ ' ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν
7418551 ὀτοτοτοτοι
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ ,
7415328 ἀκελευστος
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς .
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων
7413876 ἑδωλιων
δὲ κυρίως ὁ ζυγὸς τῆς νηός . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] ἀπὸ τῶν παρθενικῶν θαλάμων . πωλικῶν ] παρθενικῶν
ʃ παρεξειρεσίαν λέγει τὸ ἄκρον τῆς νηὸς τὸ ἔξωθεν τῶν ἑδωλίων καὶ τῶν καθεδρῶν , ἐφ ' αἷς καθέζονται οἱ
7406860 πατουντι
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς
7406151 γλυκυριζης
, μήκωνος σπέρματος ⋖ δʹ , τραγακάνθης , κρόκου , γλυκυρίζης ἀνὰ ⋖ δʹ , σμύρνης ⋖ βʹ : ἀναλάμβανε
δὲ ἐμπύους ἡ ἔσδρα μεγάλως ὠφελεῖ καὶ ὁ χυλὸς τῆς γλυκυρίζης μετὰ χρυσιατικοῦ . Ἡ καρδία οὔτε φλεγμονὴν , οὔτε
7405980 ΤΦ
γωνία τῇ ἐναλλὰξ ὑπὸ ΡΠΤ ἴση . ἐὰν δὲ ἡ ΤΦ παράλληλος ᾖ τῇ ΡΠ , διὰ τὰς ἴσας ἐναλλὰξ
οὕτως ὁ ἀπὸ τοῦ ΡΦ παραλληλογράμμου κύλινδρος περὶ ἄξονα τὸν ΤΦ πρὸς τὸν ἀπὸ τοῦ ΞΦ παραλληλογράμμου κύλινδρον περὶ τὸν
7401149 θηευντο
καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις
δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας
7393853 ειρα
[ [ ] ! ιος ? [ [ ] ! ειρα [ [ ] ! κὴ ? [ [ ]
εἶδος χιτῶνος , οἱ δὲ ζώνης . Τὰ διὰ τοῦ ειρα δισύλλαβα ὀξύτονα μονογενῆ διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται :
7388126 σκοτιοι
οἰκίαν : νομίμη , γνησίων παίδων τροφός . οἱ γὰρ σκότιοι παῖδες ἐκρίπτονται : γνησίων ἐπὶ σπορᾷ παίδων [ .
, δολεροί , ἐπίβουλοι , κακότεχνοι , παλίμβουλοι . ὀφθαλμοὶ σκότιοι ὑγροὶ κοῖλοι αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστήν , πολυθεάμονα
7386771 πνευμονων
τιθηνὸς , πρὸς πᾶσαν ἐπιβουλὴν ἐνδέδυκε θώρακα . Θαμιναὶ δὲ πνευμόνων σήραγγες ἠέρι διαδύμεναι , φωνῆς αἴτιον πνεῦμα τίκτουσιν .
Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ τὸν πνεύμονα πλεύμονα λέγουσιν , ὡς καὶ
7384822 Σικυου
μυξώδη ἢ αἷμα πρός τε ψώρας κύστεως καὶ ἑλκώσεις . Σικύου σπέρματος λελεπισμένου ⋖ ιβ , σελίνου σπέρματος , ὑοσκυάμου
τὸ διὰ τῶν φρύνων : τῆς ὅλης διαθέσεως ἀπαλλάττει . Σικύου ἀγρίου ῥίζης χλωρᾶς , ἐλαίου γλυκέος ἀνὰ λι Ϛʹ
7373084 ἐλλιπους
ἀναπληρώσεις φύσεως , ἤτοι λίαν [ καὶ ] ἐνδεοῦς ἤτοι ἐλλιποῦς , οἷον ἰατρεῖαι , ἤτοι αἱ ἀναπληρώσεις τῆς γαστρὸς
αἴτιον , καὶ τούτῳ ἐνίστασθαι . ἐὰν μὲν οὖν , ἐλλιποῦς τῆς ἐκκοπῆς γεγενημένης , ὀξεῖα προὔχουσα καὶ νύσσουσα τὴν
7370797 κατεχευατο
μένος . Αἶψα δ ' ἄρ ' αὐτοῖς θάρσος ἀπειρέσιον κατεχεύατο , μαίνετο δέ σφι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι : καὶ
δ ' ἥγε παλίσσυτος ἀθρόα κόλπῳ φάρμακα πάντ ' ἄμυδις κατεχεύατο φωριαμοῖο . κύσσε δ ' ἑόν τε λέχος καὶ
7364173 ἁπαλοσαρκοι
δὲ χλωροὶ ξηροί εἰσι καὶ ἀλιπεῖς . αἱ δὲ χάνναι ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος
, δύσφθαρτος , εὐέκκριτος . κίχλαι , κόττυφοι , φυκίδες ἁπαλόσαρκοι , εὔχυλοι , εὐδιαφόρητοι , ἄτροφοι , πρὸς διαχώρησιν
7362964 ἐποπας
: ὥστε τὰς ἀηδόνας οὐδέν τι δεῖ οἰκτίρειν οὐδὲ τοὺς ἔποπας , ὅτι ὄρνιθες ἐγένοντο ἐξ ἀνθρώπων , ὡς ὑπὸ
διὰ τιμῆς . οἱ αὐτοὶ δὲ Αἰγύπτιοι καὶ χηναλώπεκας καὶ ἔποπας τιμῶσιν , ἐπεὶ οἳ μὲν φιλότεκνοι αὐτῶν , οἳ
7360700 ὀνιδας
ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ ὀνίδας οἴνῳ μέλανι δεύσας , ὑποθυμιῇν . Κλυσμοί : μυρσίνης
κυμίνου λειοτάτου # ε , ὀνίδας ε . καὶ τὰς ὀνίδας ξηρὰς μὲν κόπτε καὶ σῆθε , νεαρὰς δὲ συλλέαινε
7357203 Ὁσια
ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ
ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς
7356329 Αὐσιγδα
πόλις Λιβύης καὶ Κίνυψ ποταμὸς Λιβύης πλησίον Αὐσίγδης . * Αὐσίγδα πόλις Λιβύης ἣν παραρρεῖ ὁ Κίνυφος ποταμός . *
δ ' ἀνεστήλωσαν ; περὶ τὴν Αὐσίγδα πόλιν Λιβύης ἥντινα Αὐσίγδα παραρρεῖ ὁ Κίννυφος ποταμός . Τιταιρώνειον : ὁ Μόψος
7354743 σπασονται
ἰαυθμοὺς ἠθάδας διζήμενοι , καὶ κρίμνα χειρῶν κἀπιδόρπιον τρύφος μάζης σπάσονται προσφιλὲς κνυζούμενοι , τῆς πρὶν διαίτης τλήμονες μεμνημένοι .
] φάγωσι . σπάσονται ] λάβωσι , φάγωσι . θ σπάσονται ] γεύσονται . σπάσονται ] πάσσονται , ἤγουν γεύσονται
7354658 ἐναυλοις
, ἐκτρεπόμενος εἴ πού τις ὑπαντήσειν ἔμελλε , καὶ ταῖς ἐναύλοις μνήμαις τῶν κακοπραγιῶν διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν ,
ἐκ τοῦ ἕλκω ἑλκήσω ὁμηρικῶς . Πέλωρα : μέγιστα . ἐναύλοις : στενοῖς , στενώμασιν . Ὠμοφάγων : θηρίων .
7352273 φιλαισιν
ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον
σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης
7350413 ωντ
το ? ? ! ! ! ! ! ! ! ωντ ? ! ἐ ! ! ! | ! !
[ [ ] ως ! ! ! [ [ ] ωντ ! ! ! [ [ ] λυθροναγ ? ?
7347796 ἀκεσω
μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . . .
λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω , ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν
7344995 βαρβαρικος
ἀκίδα βέλους καὶ τὰ ἐκ χειρὸς ὅπλα . Σισύρα . βαρβαρικὸς χιτών . Εὐμάρεια . ἡσυχία καὶ ἀπόπατος . Ὑβρίζοντες
ὁ ἔρως ἐπαινετός , ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος
7342713 κρυψον
διοίξηις σφάγια καὶ τρώσηις φόνον ὀξύστομον μάχαιραν ἐς γαίας μυχοὺς κρύψον παρ ' αὐτὰς ἑπτὰ πυρκαιὰς νεκρῶν . φόβον γὰρ
. κεκαρτέρηται τἄμ ' : ὄλωλα γάρ , πάτερ . κρύψον δέ μου πρόσωπον ὡς τάχος πέπλοις . ὦ κλείν
7339923 Γυναικος
μετάνοιαν ἔρχεται . Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον . Γυναικὸς [ ] ἅπτου καὶ οὐκ ἀνεξ ! ! !
κακῶς μὴ λέγε , μηδὲ τὸν ἐχθρὸν φίλον ἡγοῦ . Γυναικὸς ἄρχε . Ἅπερ αὐτὸς τοῖς γονεῦσι δράσεις , τὰ
7338555 ψιττα
. ψιλοδάπιδας τὰς ψιλὰς καὶ μὴ μαλλωτὰς δάπιδας λέγουσιν . ψίττα : ποιμενικὸν ἐπίφθεγμα καὶ ψιττάζειν : τὸ ποιμενικῶς ἐπιφθέγγεσθαι
σκανθαρίζειν , ῥαθαπυγίζειν , πεντάλιθα , ψίττα Μαλιάδες ψίττα Ῥοιαί ψίττα Μελίαι , πλαταγώνιον , τηλέφιλον , κρίνα , σπέρμα
7334372 ἀκεστρια
ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν ἀκεστρίς καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστος , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος
ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον : ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος
7333919 κοιτου
καμάτου ἐπιδεύεται , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος
δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργειφόντῃ , ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον , ὅτε μνησαίατο κοίτου . * ) ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἔθος .
7332578 βουπληγες
ἅρπαι . Ἅρπαι : δρεπάναι . βαρύστομοι : βαρυστένακτοι . βουπλῆγες : ἀξίναι , πελέκυς . Δυσκελάδοις : δυσήχοις ,
ι . Τοὺς μύρμηκας τοὺς βουπλῆγας : ὦ μύρμηκες ὦ βουπλῆγες . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ιξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ ὑπὲρ
7327940 ῥυπτεται
οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * *
καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ
7324023 ἐκδοτεον
ὡς ἀσυλίαν εὑρησόμενοι , κωλυτέον : κἂν ὀφθῶσι παρεισδύντες , ἐκδοτέον ἐπ ' ἀναιρέσει τοιαῦτα ἐπιλέγοντας , ἀσυλίαν ἀνιέροις τὸ
καὶ πότερ ' ἄκων ἢ ἑκών , πάνδεινον γράφειν ὡς ἐκδοτέον τοῖς ἐγκαλοῦσιν . Ἔτι τοίνυν ἔσθ ' ἕκτη τιμωρία
7322325 συγκρουουσιν
ἐπειδὰν γὰρ ὑπὸ σφοδροτέρων ἀνέμων ταραχθῇ τὰ κύματα , ἀλλήλοις συγκρούουσιν . ΓΘ θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις : ἄμφω μεγαλορρημοσύνης δείγματα
ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας συγκρούουσιν . Γεράνδρυον μεταφυτεύειν : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου . Παρεγγυᾷ
7321140 μωριαις
πρὸς τοὺς ἀνθρώπους . γόναι : γεννήματα . ἀφραδίῃσι : μωρίαις , ἀβουλίαις . Ὅσον : σχῆμα ἀποστροφή . λαιμάργοις
τὸ δίκαιον . ἀλλ ' ὦ Κρονικαῖς λήμαις : ἀρχαίαις μωρίαις ἐσκοτισμένοι τὸ φρονεῖν . παροιμία δ ' ἐστὶν ἀπὸ
7318694 Λυσια
Ἄτεγκτος ὁ Λυσίας ἐστίν . Ἀμέλει καὶ ἔλεγον , ὦ Λυσία . Φέρειν οὖν ἐθέλεις , ὦ Πυθιάς , Ἰόεσσαν
μοι χαλέπαινε . πλὴν τὸ δεῖνα , ὅρα , ὦ Λυσία , μή τινι εἴπῃς τὸ περὶ τῆς κόμης .
7318656 ὀργιζοιτο
εἴδους ἰδιότητα . γίνεσθαι δέ που τοῦτο , ὅτε μὴ ὀργίζοιτο , ὅτε δὲ φλεχθείη ὑπὸ τοῦ πάθους τούτου ,
τοῦ εἴδους ἰδιότητα . γίνεσθαι δὲ τοῦτο , ὅτε μὴ ὀργίζοιτο . ὅτε δὲ ληφθείη ὑπὸ τοῦ πάθους τούτου ,
7314804 Πειθου
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα ,
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε ,
7313895 Λιγεια
ἀρσενικοῦ εἰς οὐδέτερον . Τέρινατινὲςνῆσον αὐτήν , εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ σειρήν . × . * Τέρεινα πόλις Ἰταλίας
εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ Σειρήν , ὡς Λυκόφρων ” Λίγεια δ ' εἰς Τέριναν ἐκναυσθλώσεται ” . ὁ πολίτης
7312142 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
7308127 συγχριομενον
. αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ
καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν
7302238 ἰσομηκες
ἕτερα . Ἴσον , ἰσάριθμον , ἰσοπληθές , ἰσοτελές , ἰσόμηκες , ἰσομέγεθες , ἰσομέτρητον , ἰσοστάσιον , ἰσόσταθμον ,
σκαληνόν , ὀρθογώνιον ἀμβλυγώνιον ὀξυγώνιον . στερεομετρία , πλευραί , ἰσόμηκες τετράγωνον , πρόμηκες ἑτερόμηκες , βάθος ἔχον , ἀβαθές
7301480 εἰσοπισω
κήκιεν ἱδρὼς ψυχρὸς ἀπὸ μελέων . Καί μιν στρεφθέντα φέρεσθαι εἰσοπίσω κατέμαρψε μέγα σθένος Εὐρυπύλοιο , κόψε δέ οἱ θοὰ
θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν ἀνθρώπων ἀπέρυκον ἐὺν πάτον , οὕνεκα πολλοὶ εἰσοπίσω χάζοντο τεθηπότες αἰπὰ κέλευθα , παῦροι δ ' ἱερὸν
7296589 Ἐκπαγλως
πνεούσης . ἔξοχα : πλέον . δαιτός : εὐωχίας . Ἐκπάγλως : λίαν , ἐξόχως . ἐπιτέρπεται : ἐπιχαίρει .
, χαριέστατον . ὕδωρ : καὶ ἡ θάλασσα ἐκείνη . Ἐκπάγλως : ἐξόχως , ἔξω πάσης γλώττης , λίαν ,
7296172 ἐνεχυρασασθαι
αὐτοῦ τοῦ πατρός . ἢ λαβεῖν ἐμὲ ὡς ἐνέχυρον . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν . τί δυσκολαίνεις : δυσφορεῖς ,
, ἠνεχυράσω , ἠνεχυράσατο , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἐνεχυράσασθαι . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν παρ ' ἐμοῦ ἐξ ἐμοῦ :
7294677 διαμιξας
κατὰ φύσιν ἐπανῆλθον οὕτως . κηκίδας καύσας ἢ τρίψας καὶ διαμίξας σὺν φλοιῷ λιβάνου καὶ ὠοῦ λευκῷ κατάπλασσε . ἄλλο
⋖ βʹ . ἐλαίου ἰρίνου κυάθους δʹ . τρίψας καὶ διαμίξας ἐλαίῳ καὶ προπυριάσας ἐπίχριε . ἄλλο . ὄφεος γῆρας
7290869 ταλαιναι
στειχέτω δ ' ἄχθη νεκρῶν . ἴτ ' , ὦ τάλαιναι μητέρες , τέκνων πέλας . ἥκιστ ' , Ἄδραστε
τὰς ἀνδροφόνους μάρψαι χρήιζων Ἰλιάδας , αἵ με διώλεσαν ; τάλαιναι κόραι τάλαιναι Φρυγῶν , ὦ κατάρατοι , ποῖ καί
7290450 ὑπερφιαλοις
δ ' ἄρ ' ἐτώσιον ἥρως καί μιν ἄφαρ προσέειπεν ὑπερφιάλοις ἐπέεσσι : Νῦν ς ' ὀίω μόρον αἰνὸν ἀναπλήσειν
: ἐπεὶ ἦ μάλα τοίγ ' ἐπὶ δηρόν ἀντιβίην Βέβρυξιν ὑπερφιάλοις πολέμιζον . καὶ δὴ πασσυδίῃ μεγάρων ἔντοσθε Λύκοιο κεῖν
7283329 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
7282614 λαμπρε
. Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐδέετο βοῶσα : Ὦ θεὲ λαμπρὲ καὶ κτίστα τῆς μελίσσης , ἐπίδος κέντρον τῇ σῇ
. ταλαιπώρων : Ἐν εἰρωνείᾳ . ὦ Στιλβωνίδη : Ὦ λαμπρὲ καὶ ἀπὸ βαλανείων κεκαλλωπισμένε . ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν
7281255 ὀξυκαρδιοι
] ὀξύθυμοι καὶ πρὸς μάχην καὶ φόνον θερμότατοι . θ ὀξυκάρδιοι ] τολμηροὶ καὶ ἀκάθεκτοι , ὀξέως καὶ ἀσκέπτως κινούμενοι
ἐκεῖνος δὲ τούτου , καθάπερ καὶ πρόσθεν ἐγένετο . θ ὀξυκάρδιοι : ὀξύθυμοι ὄντες ἐμοιρήσαντο καὶ διενείμαντο τὰ κτήματα ὥστε
7280447 ἡμερις
μέμηλεν . ἡ δ ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο ἡμερὶς ἡβώωσα , τεθήλει δὲ σταφυλῇσι . κρῆναι δ '
] ? ἀλεγο [ [ ] ε διψαλέωι Κυνὶ κάρφεται ἡμερὶς [ ὕλη ] [ [ ] ων καὶ γούνατ
7278435 ἀγαυη
πρηΰτατος δὲ πέλει κάματος βροτῷ αὐδήεντι , εἴ κεν συμφορέηται ἀγαυὴ Θειαντίνη Καρκίνῳ αἰγλήεντι , θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν .
κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο ; ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ ' ἀγαυὴ Περσεφόνεια ὤτρυν ' , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος
7276696 ἀλδησκοντος
θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , καὶ ἀναλδήσκοντες ἀπὸ χθονός , ἀντὶ τοῦ ἀναδιδόμενοι
δὲ θυμὸς ἰάνθη ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι : ὣς ἄρα σοὶ Μενέλαε
7274670 περιμηκεας
καὶ ὁκοίων τέων : τοῦτο δὲ κολοσσοὺς μεγάλους καὶ ἀνδρόσφιγγας περιμήκεας ἀνέθηκε , λίθους τε ἄλλους ἐς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ
ἀνακωχεύῃ τὸν τόνον τῶν ὅπλων . Συνθέντες δὲ ἀγκύρας κατῆκαν περιμήκεας , τὰς μὲν πρὸς τοῦ Πόντου τῆς ἑτέρης τῶν
7274427 πλαδοωσιν
πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν :
ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν
7272886 Χαρισιος
πρῶτον μὲν Θουκριτίδην καὶ Χαρισιάδην : ὁ γὰρ τούτων πατὴρ Χαρίσιος ἀδελφὸς ἦν τοῦ πάππου τοῦ ἐμοῦ Θουκριτίδου καὶ Λυσαρέτης
ἡ τοῦ Αἰήτου θυγάτηρ . Θριδακίνη : τὸ μαρούλιον . Χαρίσιος : ὄνομα κύριον , ἐξ οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα
7272667 ἰλλυρικης
δʹ , κενταυρείου τοῦ μικροῦ χυλοῦ ⋖ δʹ , ἴρεως ἰλλυρικῆς , πηγάνου ἀγρίου σπέρματος , πεπέρεως μακροῦ , ἀνήθου
. Ἐλαίου ὀμφακίνου ξστκ ἤτοι ξέστ . κ . ἴρεως ἰλλυρικῆς λίτ . α . ἀμώμου γοστ ἤτοι οὐγ .
7272647 ἐνεπε
παθημάτων . τίνα θροεῖς αὐδάν ; τίνα βοᾶις λόγον ; ἔνεπε , τίς φοβεῖ σε φήμα , γύναι , φρένας
. ὦ φίλταται γυναῖκες . † Ἑκάβη , σὰς † ἔνεπε : τίνα θροεῖς αὐδάν ; † οὐκ ἦν ἄρ
7272386 ψολοεντος
” μετὰ ἀρσενικοῦ ἐπιθέτου θηλυκόν ἐστιν , ὡς τὸ ” ψολόεντος ἐχίδνης „ παρὰ Νικάνδρῳ . τινὲς δὲ Λειμήρην αὐτήν
ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς ἀμὺξ
7270444 μανικη
τέκνον . . θυμοπληθὴς ] πλήρης θυμοῦ . δορίμαργος ] μανικὴ πρὸς πόλεμον . . κακοῦ ] τοῦ πολέμου .
, Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα λέγει . Φοιταλέη : μανικὴ , ὁρμητική . διέσσυται : ὁρμᾷ , διέρχεται ,
7266276 ουδε
[ ] ερμαπαφ [ [ ] σιπυλιονει [ [ ] ουδε ? διαπ ! [ . . . . .
την ευοδουσαν ου ] ? παντοτε μεσεμ [ βρια αποκαιει ουδε ] το διηνεκες αι ακτι [ νες του ηλιου
7265574 βαθυπλουτε
τούτων τῶν κακῶν , ὦ παῖ , γλίχει ; Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ
ἦν ἂν μικρὸν εἰ μὴ μισόδημον ἦν σφόδρα . Εἰρήνη βαθύπλουτε καὶ ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ
7264908 παριστανει
ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ κατὰ τὸν μερισμὸν τοῦ λόγου , παριστάνει ἐκ τοῦ δηλουμένου πληθυντικὴν ἔννοιαν . ἀλλὰ καὶ ὅτε
περιφερόμενον μήτε μοι Λυδῶν καρύκας μήτε μαστίγων ψόφους τρυφηλοὺς αὐτοὺς παριστάνει . καὶ ὁ Λυδοφοίτης δὲ μυροπώλης τὴν τρυφὴν ταύτην
7262902 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
7259717 Κηρι
ὑπ ' ὀλέθρῳ . Δάμνατο δ ' ἄλλοθεν ἄλλον ἀνηλέι Κηρὶ ἐοικώς : οἳ δέ μιν αἶψ ' ὑπόεικον ἐφ
καὶ χεῖμα παλύνῃ : ὣς οἵ γ ' ἀμφοτέρωθεν ἀνηλέι Κηρὶ δαμέντες ἀθρόοι ἀλλήλοισι δεδουπότες ἀμφεχέοντο . Αἰνὰ δ '
7258870 σια
ὑπὸ τοῦ θερμοῦ νεῦρα καὶ σίαλον ἐγένετο : τὸ δὲ σία - λον , ὁκόσον τοῦ κολλώδεος ὑγρότατον ἦν ,
κοινῇ : τοῖς δ ' εἰρημένοις ἐφεξῆς ἐστιν εὔζωμα , σία , σέλινα , πετροσέλινα , ὤκιμα , ῥαφανίδες ,
7253040 πλατιν
: γινώσκεις ὅτι ἡρπάγη ὑπὸ Θησέως καὶ Ἀλεξάνδρου * . πλᾶτιν ἀπὸ τοῦ πλησιάζειν . φάσμα πτηνὸν : τινές φασιν
ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . πλᾶτιν καὶ πλατανας , πλατῖδας καὶ λῖνας δαγῖλας τὰς νύμφας
7252363 Τελους
ταύτην ἔχει τὴν ἀνα - φοράν . κἀν τῷ περὶ Τέλους δὲ πάλιν φησίν : τιμητέον τὸ καλὸν καὶ τὰς
τοὺς γαργαλισμοὺς καὶ τὰ νύγματα , ἃ ἐν τῷ περὶ Τέλους εἴρηκεν , τούτων μνηθήσομαι . φησὶν γάρ : οὐ
7252093 Μηδενα
' ἱεροῖσιν , ὄφρα μὴ ἀμπλακίης αἰσχρὸν ὄνειδος ἔχω . Μηδένα πω κακότητι βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης
σε νικάτω κέρδος , ὅ τ ' αἰσχρὸν ἔηι . Μηδένα τῶνδ ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ ' ἡμῖν ,
7250911 ἐφερομην
τὴν ἑπτακότυλον , τὴν χυτραίαν , τὴν καλήν , ἣν ἐφερόμην , ἵν ' ἔχοιμι συνθεάτριαν . Χρῶμαι γὰρ αὐτοῦ
πρὸς μακάρων λιτάς . . ἀλλ ' ] οὐ μάτην ἐφερόμην πρὸς τὴν πόλιν . ἀρχαῖα βρέτη ] τὰ ἐξ
7250706 βουγλωσσοι
' ἀπ ' αἰγιαλῶν σκληρόσαρκοι καὶ κακόχυλοι , ἄστομοι . βούγλωσσοι , ψῆσσαι σκληρόσαρκοι , δύσφθαρτοι , εὔχυλοι , εὐέκκριτοι
τράγος οὐκ εὔχυλος , ἄπεπτος , βρωμώδης . ψῆττα , βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος
7250522 καταρραφηϲ
παραπτόμενοϲ τοῦ φαρμάκου ἀνακόλλα τὰϲ τρίχαϲ . Περὶ ἀναρραφῆϲ καὶ καταρραφῆϲ βλεφάρων Λεωνίδου . πρὸϲ τὴν ἀναρραφὴν καθέδριοϲ ὁ πάϲχων
καύϲεωϲ . ιʹ . Περὶ λαγοφθάλμων . ιαʹ . Περὶ καταρραφῆϲ καὶ φαρμάκου καύϲεωϲ . ιβʹ . Περὶ ἐκτροπίων .
7250093 ἀσκητοιο
δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος
κεκράαντο . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς
7249891 κορειν
καὶ γὰρ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἡ κόρη . ἀπὸ τοῦ κορεῖν . ὅ ἐστι καλλωπίζειν , τὸν ὀφθαλμόν . καὶ
Νεωκόρος : ὁ τοῦ ναοῦ παῖς : ἤγουν ἀπὸ τοῦ κορεῖν κοσμεῖν τὸ κοῦρος . Νερόν : διὰ τὸ νεωστὶ
7249645 προεληλυθεσαν
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν
7247897 δολοιο
. γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : εὐθύς . τιταινόμενοι
καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι
7247413 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
7247387 ληιης
τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι . Ζώουσι δὲ ἀπὸ ληίης τε καὶ πολέμου . Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ
κὠ τάπης ἦμιν , τὸ τοῦ λόγου δὴ τοῦτο , ληίης κύρσηι . ἐπὴν δ ' ἐλεύθερός τις αἰκίσηι δούλην
7244018 αἰνοτατῳ
καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ , ὅτε τε χρόα Σείριος ἄζει , τῆμος δὴ
πάμπαν ἤδη τεθνειῶτα , τέρεν δέ οἱ ἀμφὶ παρειάς δάκρυον αἰνοτάτῳ ἐλέῳ ῥέε κηδοσύνῃ τε . ἦκα δὲ μυρομένη ,
7243457 ΑΥΤΕ
ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν
καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα
7243251 κεφαλαλγικοι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
7241095 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
7240065 ταρβοσυνῳ
. πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς
τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι .

Back