τὰς δ ' ἐν Πύλαις παρόδους εὑρὼν ὑπ ' Αἰτωλῶν φυλαττομένας μόγις τούτους βιασάμενος παρῆλθεν εἰς τὴν Βοιωτίαν . μετα
οἱ ἐκ τῆς πόλεως τάς τε φυλακὰς χεῖρον ἢ πρόσθεν φυλαττομένας ἐσπαρμένους τε κατὰ τὴν χώραν τοὺς ἀνθρώπους , ἐπεκδραμόντες
7518290 φθανοντας
οὐ πτηνὸν φέρεσθαι διὰ σπουδὴν ἀνυπέρθετον ; ἐπειδὴ τὰ λυσιτελῆ φθάνοντας εὐαγγελίζεσθαι προσήκει , καθάπερ τὰ παλίμφημα μέλλοντας , εἰ
ὑπόνοια : τοὺς δὲ αὐτῶν καὶ καταφυγεῖν ἔνθα Ὀρέστης ᾤκει φθάνοντας ὅμως καὶ ἐντεῦθεν ἐβιάζοντο ἕλκειν . Ὀρέστης δὲ καὶ
6687190 ταφρους
μὴ πρῖε τοὺς ὀδόντας . ἀλλ ' ἢ Σκαμάνδρους ἢ τάφρους ἢ ' π ' ἀσπίδων ἐπόντας γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ
πόλεσιν . οὔτε γὰρ ἐν τοῖς ὀθνείοις πολέμοις τὰς βαθείας τάφρους καὶ τὰ ὑψηλὰ ἐρύματα ἱκανὰ εἶναι τοῖς ἔνδον ἀπράγμονα
6639078 ἐπαλξεις
φρουροὶ λείπουσιν οἱ μὲν τὰς φυλακὰς , οἱ δὲ τὰς ἐπάλξεις . Καῖσαρ δὲ παρήγγειλεν ὁπλίσασθαι τότε καὶ παραχρῆμα τοῖς
Προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος . Ἀντὶ τοῦ προδέδοται . Τὰς ἐπάλξεις ἃς κονιῶμεν . Τὸ ἀσβεστοῦν καὶ χρίειν . Τί
6566146 περιβολας
ὁμοῦ καὶ ἀβλαβὴς ἡ πρίσις ἔσται διὰ τὰς τῶν τελαμώνων περιβολὰς καὶ τὴν τῆς σπάθης ἢ τὴν τοῦ μηνιγγοφύλακος ὑποβολήν
ἐνιστάμενοι τὴν ἀγωγήν , σαρκώσεως προνοείτωσαν , ὡς εἰ κτήσοιντο περιβολὰς τοῖς νεύροις , ἅμα μὲν ἀσφαλὲς ἕξοντες ἔρυμα πρὸς
6399647 ἀσχημοσυνας
οὔτε πένητι ἀγαθὸν τοῦτο τετήρηται : μεγάλας γὰρ καὶ περιβοήτους ἀσχημοσύνας ποιοῦνται . ὅπως δ ' ἂν ὀρχήσηται δοῦλος καὶ
, εἶπεν : Εἰ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοι τὰς τῶν μεθυόντων ἀσχημοσύνας . Θαυμάζειν φησί , πῶς Ἕλληνες ἀρχόμενοι μὲν ἐν
6389639 ἀξινας
τοὺς εὐρώστους καὶ ἀκμάζοντας ἐπιλεξάμενος ἐξήγαγε δρέπανα καὶ πελέκεις καὶ ἀξίνας ἔχοντας ὡς τεμοῦντας ὕλην εἰς πυρκαϊὰν νεκρῶν τοσούτων .
τῶν σαγιττῶν . Χρὴ τένδαν κατὰ κοντουβέρνιν καὶ δρέπανα καὶ ἀξίνας ἔχειν αὐτοὺς διὰ τὸ ἀναγκαῖον τῆς χρείας : καλὸν
6288506 διοδους
δίπηχυ , ἵνα μὴ οἱ ἐκπορευόμενοι τιτρώσκωνται μηδὲ κατὰ τὰς διόδους τὰ βέλη φερόμενα τὰς πυλίδας ἐκκόπτῃ . ἀπεχέτω δὲ
Τέμπεα , ἤτοι τὰ μεγάλα στενώματα . Κυρίως γὰρ τὰς διόδους καὶ τὰ στενώματα λέγει τῶν ὀρῶν . Δάφνην δὲ
6248570 ἐνεδρευοντας
. . . . . . . . . τοὺς ἐνεδρεύοντας εἰκάσας , ὁ δὲ ἐπελαύνει ? ? εἰς τ̤ὰ̤ς̤
ἐκβιβάσας εἰς ἐνέδραν ἀπέκρυψεν , ἀρχούσης δὲ ἡμέρας κατὰ τοὺς ἐνεδρεύοντας ταῖς ναυσὶν ἀνεκώχευεν , παραγγείλας τοῖς μὲν ἐπὶ τῶν
6243843 βαυνους
ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας
ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον
6231288 δυσχωριας
περιγενέσθαι τῆς τοῦ πλήθους ὁρμῆς , τὰς δὲ περὶ Σαλαμῖνα δυσχωρίας δύνασθαι πολλὰ συμβαλέσθαι πρὸς τὴν νίκην , ἐμηχανήσατό τι
γενόμενος πλησίον αὐτῶν ἀγνοούντων τὴν παρουσίαν ἔφθασεν ἀκρολοφίας τινὰς καὶ δυσχωρίας προκαταλαβόμενος . οἱ δὲ περὶ τὸν Ἀλκέταν πυθόμενοι τὴν
6198260 σημαιαις
οὔτε γὰρ εἰκὸς ἀπὸ στρατοπέδου θυσίας ἕνεκα τοὺς ὑπὸ ταῖς σημαίαις τοσούτους ἄνδρας εἰς τὴν πόλιν ἀναστρέφειν ἄνευ ψηφίσματος βουλῆς
, καὶ προῄεσαν οὔτε διερευνώμενοι τὰς ὁδοὺς οὔθ ' ὑπὸ σημαίαις τεταγμένοι κατὰ λόχους , ῥᾳθύμως δὲ καὶ ἀφυλάκτως ὡς
6194714 κροσσας
. . . . , . , . . : κρόσσας κλίμακας , καὶ προκρόσσας ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις .
τοῖς ἐπὶ τοῦ τείχους . ἔστιν οὖν οὕτως : τὰς κρόσσας ἐπὶ τοῦ τείχους ἔρυον καὶ κατέβαλλον τὰς ἐπάλξεις :
6187040 ἀγομενας
τὸν ὄγκον κατ ' ἐπιρροάν , οἷον δι ' ὀχετῶν ἀγομένας καὶ ἀρδομένας ὑπὸ τῶ πνεύματος , ὃ διαχεῖ αὐτὰν
ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν , τειχῶν κατασκαφάς , ἐμπρήσεις οἰκιῶν , ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς δουλείαν , πρεσβύτας ἀνθρώπους ,
6176006 ὠσασθαι
, οὔτέ ποτ ' αἰχμηταὶ Δαναοὶ Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι , ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν . ἀλλ ' ὥς
Οὐαλέριον ἐπαρθέντα νυκτὸς ἔτι πολλῆς ἐπὶ τὸν χάρακα τῶν Τυρρηνῶν ὤσασθαι καὶ πολλοὺς μὲν ἀποκτείναντα ἐξ αὐτῶν , τοὺς δὲ
6174218 Οὐθ
τὰ γὰρ πάρος πρὸς αὐτὸν πάντ ' ἐφεύρημαι κακός . Οὔθ ' ὡς γελαστής , Οἰδίπους , ἐλήλυθα , οὔθ
ἀλλ ' ἡ τοῦ μάντεως φωνὴ φθάνει τὸ ἔργον . Οὔθ ' ὁ Λεόντιος ἔδωκε τὴν ἐπιστολήν , ἀλλ '
6162137 κεφαλιδας
, ἢν δοκῇ , σαπέρδην τινὰ ἢ μαινίδας ἢ κρομμύων κεφαλίδας ὀλίγας πριάμενος εὐφραίνεις σεαυτὸν ᾄδων τὰ πολλὰ καὶ τῇ
θεωρίαν ἀποτελοῦν τοῖς θεωροῦσι . Τοὺς δὲ πόδας ἐποίησαν τὰς κεφαλίδας ἔχοντας κρινωτάς , ἀνάκλασιν κρίνων ὑπὸ τὴν τράπεζαν λαμβανόντων
6143200 ἀποκλεισθηναι
τοὺς καρποὺς αὐτῶν ὑπ ' ἄλλων τρυγηθῆναι καὶ τὰς ὁδοὺς ἀποκλεισθῆναι . Ἐν δὲ τοῖς Ἰχθύσιν ἐκλείποντος τοῦ Ἡλίου ὅλου
ὀχυρὸν τόπον , καὶ μὴ μέγαν . Μετὰ δὲ τὸ ἀποκλεισθῆναι αὐτὸν κατὰ τὸν λεχθέντα τρόπον , εἰ μὲν ὁρμήσωσιν
6117812 εἰθισμενας
πρὸς δὲ τὴν κακοπάθειαν ταύτην συνεργοὺς ἔχουσι τὰς γυναῖκας , εἰθισμένας ἐπ ' ἴσης τοῖς ἀνδράσιν ἐργάζεσθαι . κυνηγίας δὲ
οὕτω πολλὰς εὐφημίας πυρὸς ἀγγείοις ἐγράψαμεν . ταῦτα γυναῖκας οἰκουρεῖν εἰθισμένας προιέναι παρασκευάζει καὶ τὰς παρὰ τῶν ἀνδρῶν οὐ δεδοίκασι
6086798 αἱμοῤῥαγιας
εἰδότες , μηδὲ τετηρηκότες , τοῖς πρὸς τὰς ἐκ διαιρέσεως αἱμοῤῥαγίας ποιοῦσι χρώμεθα . κατὰ τοιοῦτον δή τινα λόγον οἱ
αἵματος μικρὸν ὕστερον εἴρηται . [ Περὶ τῆς ἐκ τραυμάτων αἱμοῤῥαγίας . ] Εἰ δὲ ἐπὶ τραύματος αἱμοῤῥαγία γένηται ,
6078424 διεκοπτε
ὡς ἐχθρὸν ἐδεδοίκει . τάς τε οὖν γεφύρας τοῦ ποταμοῦ διέκοπτε πρὸ ἡμέρας καὶ κελητίῳ τινὰς ἐς τὸν Καίσαρα ἀποστέλλων
, καὶ τοῖς Βιθυνοῖς τὰ δρεπανηφόρα ἅρματα ἐμπίπτοντα μετὰ ῥύμης διέκοπτε καὶ διέτεμνε τοὺς μὲν ἀθρόως ἐς δύο , τοὺς
6068016 διατορους
τιτρωσκούσας : ἤτοι τοὺς δεσμοὺς τοὺς σιδηροῦς . . : διατόρους ] Διατιτρωσκούσας : ἢ διατετορνευμένας . : Καὶ διαπεπερασμένας
τῷ βάθει τοὺς κρίκους ἐνέβαλες , νῦν τύπτε ἰσχυρῶς τὰς διατόρους πέδας , τὰς διαπειρούσας καὶ τιτρωσκούσας : ἤτοι τοὺς
6067481 προνομας
δὲ καὶ τῆς ἐκείνων δυνάμεως , ἐσκεδασμένης ἔτι κατὰ τὰς προνομὰς , τῇ παρ ' ἐλπίδας ἐφόδῳ , καθάπερ καὶ
ἀποθανεῖν . καὶ ἐγίνετο ταῦτα : οἱ μὲν γὰρ ἐπὶ προνομὰς ἀποστελλόμενοι ὑπ ' αὐτῶν , οἱ δ ' ἀγορὰν
6044136 κενωσεις
οἷς καὶ ψυχρὸς πολλάκις ἀὴρ ἐπήρκεσεν . ἔτι πρὸς τὰς κενώσεις ἢ πληρώσεις καὶ τὰς ἐφέσεις ἔχομεν : οἱ μὲν
ἐφ ' ὧν αἷμα πλεονάζειν λέγεται . τούτους γοῦν ἅπαντας κενώσεις , ὥσπερ καὶ τοὺς ποδαλγικούς τε καὶ ἀρθριτικοὺς ἐν
6043071 ἀναχθεντας
τὴν θάλασσαν ἐρρίπτουν . καὶ τάδε μὲν ἦν ἀμφὶ τοὺς ἀναχθέντας , ἕτερα δ ' ἐν τῇ γῇ , νυκτὸς
ὁποίᾳ μηχανῇ τοῦ Θεαγένους τὴν εἰκόνα ἀνασώσωνται , φασὶν ἁλιέας ἀναχθέντας ἐς τὸ πέλαγος ἐπὶ ἰχθύων θήραν περισχεῖν τῷ δικτύῳ
6041806 Νεφελοκοκκυγιας
τῆς καμήλου Χαιρεφῶν ἡ νυκτερίς . Τὸ μὲν πόλισμα τῆς Νεφελοκοκκυγίας ὁρᾶν τοδὶ πάρεστιν , οἷ πρεσβεύομεν . Οὗτος ,
φέρε : ὡς ἔστι Βάκιδος χρησμὸς ἄντικρυς λέγων εἰς τὰς Νεφελοκοκκυγίας . Κἄπειτα πῶς ταῦτ ' οὐκ ἐχρησμολόγεις σὺ πρὶν
6038692 ὑπερπηδαν
εὖρος καὶ βάθος καὶ σκόλοψι κύκλῳ διαλαμβάνειν , ὡς μήτε ὑπερπηδᾶν τινα διὰ πλάτος μήτε διὰ βάθος κατιέναι δύνασθαι ,
φορὰν οὔτε τούτους οἷός τ ' ἦν παύειν οὔθ ' ὑπερπηδᾶν Ῥουφῖνον . οὕτω δὴ καλῶ καὶ ὑπήκουσε . τοῦ
6036687 μειρακας
. . . . μειρακίων ] παῖδας τοὺς ἀνήβους , μείρακας τοὺς ἀρξαμένους ἡβᾶν , ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων
Ἀττικοί , μάλη Ἕλληνες . μειράκια τοὺς ἄρρενας Ἀττικοί , μείρακας τὰς θηλείας Ἕλληνες . μύλος ἡ τράπεζα τοῦ μύλου
6035479 εἰρεσιωνας
: οἷς ἄμφω περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν
οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον . ἀναθῶμεν νῦν χἠμεῖς τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προσαγήλωμεν ἐπελθόντες . χαίρετε πάντες . δεχόμεσθα .
6032308 ἰγνυας
κάμνουσαν ὑπτίαν ὑψηλότερα ἔχουσαν τὰ ἰσχία , καὶ κάμψασαν τὰς ἰγνύας μετὰ τοῦ διαστῆναι ἀπ ' ἀλλήλων τὰ σκέλη ,
εἰς θερμὸν χαλάσαι μετὰ τοῦ διασφίγγειν : ἀπὸ δ ' ἰγνύας , ἡ μὲν διάσφιγξις ὑπὲρ τοῦ γόνατος ἐν τῷ
6024737 προσευχας
ἄλλοις ἔθος ἐπιφημίζεσθαι θεοῖς . εἶτα καὶ τὴν περὶ τὰς προσευχὰς νεωτεροποιίαν ἀπὸ καθαροῦ τοῦ συνειδότος καὶ τῆς εἰς αὑτὸν
κατὰ τὸ παντελὲς ταῖς εἰς ἡμᾶς ἐπηρείαις τί ποιοῦσι ; προσευχὰς ὅσας μὴ ἐδυνήθησαν ἐμπρήσεσι καὶ κατασκαφαῖς ἀφανίσαι διὰ τὸ
6014097 προσαγωγας
τινος ἀποχάς τινων παρακελεύεται , ἃ τὴν νόσον αὔξει , προσαγωγὰς δὲ τῶνδε , ἃ τῇ νόσῳ ἀντίκειται , ἢ
μήτε ὅπλον μήτε γράμματα . Πρὸς δὲ τὰς τῶν ἐναντίων προσαγωγὰς μηχανήμασιν ἢ σώμασιν ἐναντιοῦσθαι ὧδε . Πρῶτον μὲν εἰς
5989275 θυννιδας
φησὶ Σώφρων . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . θυννίς . τοῦ ἄρρενος ταύτῃ φησὶ διαφέρειν Ἀριστοτέλης
θυννοθήρας ἐστίν . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . ΘΥΝΝΙΣ . τοῦ ἄρρενος ταύτην φησὶ διαφέρειν ὁ
5975035 ἀκινδυνους
τοὺς μὲν οὖν ἐπὶ προσκόμμασι καὶ ἑλκυδρίοις βουβῶνας καὶ πυρετοὺς ἀκινδύνους νομιστέον , κακοὺς δὲ τοὺς ἄλλους , καὶ μάλιστα
γὰρ οἱ ἐν τῷ παρόντι ἰσχύοντες τῶν ἀρετῇ διαφερόντων οὐκ ἀκινδύνους τὰς ἡσυχίας , σὺν τῷ περιδεεῖ τοῦ μήποτε ὑπ
5964371 κωλυοιεν
τινι ἐντυγχάνοιεν τῶν Ἀρμενίων , τοὺς μὲν ἂν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν , οὓς δὲ μὴ δύναιντο λαμβάνειν ,
. . . : ὅπως τὰς ὁλκάδας τῶν Κορινθίων μὴ κωλύοιεν πλεῖν οἱ Ἀθηναῖοι ὁρμώμενοι ἐκ Ναυπάκτου ἧσσον : ἀντὶ
5961352 ἀκροπολεις
ἴσου συμμαχεῖν , βαρβάροις καὶ δούλοις , οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται , δουλεύουσιν . ὀλίγου δὲ δέω λέγειν ,
τοῖς σχήμασι καὶ ὅλως ἀπομιμεῖσθαι τὰ ἐκφραζόμενα πράγματα . Αἱ ἀκροπόλεις δὲ ἄρα ταῖς πόλεσιν εἰς κοινὴν μὲν ἑστᾶσιν ἀσφάλειανπόλεων
5954323 πρημναδας
πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . . πρημνάδας δὲ τὰς θυννίδας ἔλεγον . Πλάτων Εὐρώπῃ : ἁλιευόμενός
τριχίαν ὀνομάζει . Νικοχάρης Λημνίαις : τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . .
5954299 προσβολας
πλησίον ποταμοῦ τινος ῥέοντος παρὰ φρούριον ὀχυρόν . τούτῳ δὲ προσβολὰς ποιησάμενος καὶ μὴ δυνάμενος ἑλεῖν τῆς μὲν πολιορκίας ἀπέστη
καὶ τάφρῳ βαθείᾳ τὴν παρεμβολὴν ὠχύρωσεν : ἔπειτα τοῖς πλησιοχώροις προσβολὰς ποιησάμενος εἷλε κατὰ κράτος Οὐρανίαν καὶ Καρπασίαν , τῶν
5952588 ἐπιστροφας
ἐπανελεύσεως . καὶ οἱ μὲν στηριγμοὶ τὰς ἐπιμονὰς δηλοῦσι καὶ ἐπιστροφὰς ὥσπερ ἡ δύσις θανάτους ἢ πάντῃ ἀπραγίας , αἱ
τῷ ῥεύματι , ἔς τε τὸ ἄνω καμπὰς καὶ αὖθις ἐπιστροφὰς παρεχόμενος πλείστας : δεύτερα δὲ ἑλιγμῶν γε ἕνεκα φέροιτο
5934245 ξυμμαχιδα
ἐν Πλαταιαῖς εὐθὺς περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν ἔξω ξυμμαχίδα στρατιὰν παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι τά τε ἐπιτήδεια οἷα εἰκὸς
πρῶτον ὕπνον ξὺν ὅπλοις ἐς Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας οὖσαν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα . ἐπηγάγοντο δὲ καὶ ἀνέῳξαν τὰς πύλας Πλαταιῶν ἄνδρες
5930691 ὑπολοιπους
τι κακὸν , ἐπὶ τῷ παραδοῦναι μὲν ἡμᾶς αὐτοῖς τὰς ὑπολοίπους ναῦς , κατασκάψαι δὲ αὐτοχειρίᾳ τὰ τείχη . τάχ
πεντακοσίους . Ἐν τούτῳ δὲ καὶ Πῶρος ἀφίκετο τούς τε ὑπολοίπους ἐλέφαντας ἅμα οἷ ἄγων καὶ τῶν Ἰνδῶν ἐς πεντακισχιλίους
5928438 ἐμβολας
ὅσα περὶ γῆν πάθη γίνεται , ἃς καλοῦμεν κακῶν ἀνθρωπίνων ἐμβολάς , ἐνταῦθα ἡγητέον ἀναίτιον καὶ τὴν τέχνην : εἶναι
τοὺς Πέρσας ἐν ἐμβολαῖς πανωλέθροις νῦν ὥσπερ ἑρμηνεύων τὰς πανωλέθρους ἐμβολάς φησιν ὡς οὐκ ἄλλοθεν πόθεν ἐγεγόνεισαν ἀλλ ' ἢ
5921866 καταντεις
τροχοπέδην εἶπε τὸ διαβαλλόμενον ξύλον διὰ τῶν τροχῶν , ὅτε κατάντεις τόπους πορεύοιτο , Σιμάριστος δὲ ἐποχλέα τὸ ξύλον τοῦτο
, ὡς ἂν ὑπὸ λεπτότητος ἐνίοτε λανθανούσας : οἱ δὲ κατάντεις ἐγκεφάλου πόροι διά τε τῆς ὑπερῴας εἰς τὸ στόμα
5898269 σβεννυει
. ηʹ . ἀναλαβὼν χρῶ δὶς τῆς ἡμέρας ἀλλάσσων , σβεννύει γὰρ τὸ γάλα καὶ τὰς φλεγμονὰς παύει : εἰ
βουλόμενοι σημῆναι , σαλαμάνδραν ζωγραφοῦσιν : αὕτη γὰρ πᾶσαν φλόγα σβεννύει . . . . . . . . .
5897618 δοκιδας
τείχους τι γένηται . . . . καὶ αὐτῶν τὰς δοκίδας καὶ τὰς προστιθεμένας κλίμακας ἐκ τοῦ πλαγίου τύπτοντας τοῖς
δὲ ἄνω ἐλάττονα . εἰ δὲ μείζων , ποιεῖ τὰς δοκίδας : οὕτω γὰρ καὶ αἱ δοκοὶ τὰ μὲν κάτω
5893116 ἀναξηραινεσθαι
χρόνον τὸ ὕδωρ , καὶ τὰς ῥαχίας μετὰ τὴν ἀναχώρησιν ἀναξηραίνεσθαι , ὥστε τοὺς πλέοντας , εἰ περιπέσοιέν ποτε τούτῳ
Οἰνοπίδης δὲ ὁ Χῖος λέγει τοῦ μὲν χειμῶνος τῶν ποταμῶν ἀναξηραίνεσθαι τὰς πηγάς , ἐν δὲ τῶι θέρει θερμαινομένας ῥεῖν
5880417 μελλουσας
ἀποτρέπειν , ἢν πάντῃ ἀξύμφοροι ἔωσι , μάλιστα δὲ ταύτας μελλούσας : εἰ δὲ μὴ , ἀρχομένας ἔτι . καʹ
ἂν ἱδρῶτος ἀγγεῖον αὐτὸ γενησόμενον , ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰς μελλούσας ἔσεσθαι τῶν κώλων κινήσεις ἀνθέξοντα . τὸ μὲν οὖν
5869483 παραθαλασσιους
πτερὰ καὶ τοὺς πόδας καὶ τὴν κεφαλήν : ἔπειτα τριβόλους παραθαλασσίους σὺν τῇ ῥίζῃ τρίψας ὅσον κόγχην , καὶ τοῦ
Ἄνδρος ] νῆσος . ὑπὸ τὸ ἴδιον κράτος ἤγαγε . παραθαλασσίους . Λῆμνον ] νῆσος . Ἰκάρου θ ' ἕδος
5868906 νυκτερινας
ποσὸν πάλιν πολλαπλασίασον ἐπὶ τὰς ἀναδοθείσας ὥρας ἤτοι ἡμερινὰς ἢ νυκτερινὰς ἤτοι ὅλας ἢ καὶ μετὰ μοιρῶν , καὶ ἐκκρούσας
πρὸς μὲν τὰς ἡμερησίους καταστάσεις ἀνατέλλοντα , πρὸς δὲ τὰς νυκτερινὰς δύνοντα , πρὸς δὲ τὰς παρατεινούσας κατὰ τοὺς πρὸς
5862500 ποταμιῳ
ἀήρ . γλυκίζονται δὲ οἱ θέρμοι ἀποβρεχόμενοι θαλαττίῳ ὕδατι ἢ ποταμίῳ ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς : ἀρξάμενοι δὲ γλυκεῖς γίνεσθαι ,
, τὸ δὲ δεύτερον οὐκ ἔχει λόγον : οὔτε γὰρ ποταμίῳ ῥεύματι ἔοικεν ἡ τῆς πλημμυρίδος ἐπίβασις , πολὺ δὲ
5859890 φραξαι
ἑξῆς πληρώσας τὸ ἀγγεῖον , καὶ ἐπιθεὶς ἁλῶν δράκα , φράξαι μαράθρων κλωσίν . Ἄλλοι θλάσαντες ἐξαιροῦσι τοὺς πυρῆνας ,
ὥστε νηὸς ] σὺ δ ' ὥσπερ ἀγαθὸς κυβερνήτης νεὼς φράξαι καὶ φρούρησον τὴν πόλιν . . ὡς ] ὥσπερ
5858076 πλημμυριδας
φησιν , εἰσπνοῇ τε καὶ ἐκπνοῇ τὸ συμβαῖνον περὶ τὰς πλημμυρίδας καὶ περὶ τὰς ἀμπώτεις ἔοικεν . Τριχῆ τοίνυν διαιρουμένης
τὰ στόματα τῶν ποταμῶν διά τε τὴν χοῦν καὶ τὰς πλημμυρίδας καὶ τὸ μὴ πνεῖν ἀπογαίους ἀλλ ' ὑπὸ τῶν
5855720 Τοισιν
: καὶ ἐπὶ τούτων τὰ πλεῖστα ἅπερ ἐς θάνατον . Τοῖσιν ἐλαχίστῳ χρόνῳ μέλλουσιν ἀπόλλυσθαι μέγιστα σημεῖα ἀπ ' ἀρχῆς
λύγγες : ἀμφὶ πνεῦμα : ἄφοδοι : οἷσι γινώσκομεν . Τοῖσιν ἐμπύοισι τὰ ὄμματα , καὶ ἐκρηγνύμενα μεγάλα ἕλκεα γίνεται
5848846 ἀγουσας
μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς γενέσεις οἷον ὁδούς τινας εἰς οὐσίαν ἀγούσας θεωρήσαντες ὄντα προσείπομεν , καὶ οὐ τὰς γενέσεις μόνας
μηκέτι παρελθεῖν ἐντὸς τείχους , ἁπάσας τὰς εἰς τὴν πόλιν ἀγούσας ὁδοὺς φρουραῖς ἐπιμελεστέραις διαλαβών , ὥστε ἠναγκάσθησαν οἱ πολιορκούμενοι
5844629 διωρυγας
ἀναμετροῦσι τὴν γῆν ὡς ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ τὰς κλειστὰς διώρυγας , ἀφ ' ὧν εἰς τὰς ὀχετείας ταμιεύεται τὸ
τρισμυρίων καὶ ἑξακισχιλίων σταδίων . τὰ μὲν οὖν περὶ τὰς διώρυγας τοιαῦτα . Ἡ δὲ χώρα φέρει κριθὰς μὲν ὅσας
5832781 ξαντες
, ἡμίονόν τινα τῶν χρυσοφόρων ἐς τὸ σάγμα πατά - ξαντες , προπεσόντος τοῦ χρυσίου , περὶ τόδε γενόμενοι ,
ἠδὲ λόφον ἀμφί τε μηρούς , καὶ οὕτως ἀναψύ - ξαντες ἐς ἀσαμίνθους βάντες ἐυξέστας λούσαντο καὶ ἀλειψάμενοι λίπ '
5829101 ξυνῃρει
διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας , ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα . δεινότατον δὲ παντὸς
τουτέων : ὅ τι δὲ παραγένοιτο τουτέων βιαίως , ταχὺ ξυνῄρει : ἢ πάλιν ἐπὶ τὸ μηδὲν ὠφελέειν . Ἐξανθήματα
5826004 πυλιδας
μὲν καὶ κόσμῳ παραπλήσιον , μικρότερον δ ' ἐπίκειται , πυλίδας ἔχον καὶ θύρας ἀνεῳγυίας . τρίτον τε καὶ τέταρτον
, περιβόλους : καὶ θριγκῶσαι τὸ ῥῆμα . ψαλίδας , πυλίδας , γεῖσα γεισώματα , γεισήποδας γεισηποδίσματα γεισηποδίζειν . στεγάζειν
5824663 εἰλας
Ἀντιγόνου στρατηγὸς καὶ τῶν ὅλων μέτοχος . πρόταγμα δὲ τρεῖς εἴλας ἱππέων ἔταξεν καὶ πλαγιοφυλάκους τὰς ἴσας καὶ χωρὶς ἔξω
, ὄντων ἑκατὸν πεντήκοντα , πρόταγμα δὲ τού - των εἴλας δύο ξυστοφόρων ἐπιλέκτων , βάθος ἐχούσας ἱππέων πεντήκοντα .
5819890 πιεζοντα
, καὶ ὀθονίοισι μαλθακοῖσι , μὴ ὀλίγοισι , μηδὲ ἄγαν πιέζοντα : οὕτω δὲ τὰς περιαγωγὰς ποιέεσθαι τῆς ἐπιδέσιος ,
: εἰ δὲ αὐτόματοϲ ὁ πρῶτοϲ ἀποπτύοιτο μοτόϲ , ἀτρέμα πιέζοντα τῷ δακτύλῳ τὴν ῥίζαν τοῦ ἀγγείου πρὸϲ τὸ μηδὲν
5800862 ἀτονους
εἰς ὕδωρ θερμὸν δίδου καταῤῥοφεῖν . [ βʹ . Πρὸς ἀτόνους καὶ ναυτιῶντας . ] Ἡδυόσμου κλῶνας βʹ . ἢ
πιδακίτιδας παρ ' ἡμῖν καλεομένας , ἃς δὴ ἀσθενέας καὶ ἀτόνους καὶ γλυκυχύλους εἶναι πέπεισμαι . Πάντα δὲ ὁκόσα χυλοί
5799773 ἡλιουται
, Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οὔθ ' ὕεται οὔθ ' ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος καθεστώτων . Οὐδ
τὰς διατριβὰς ποιουμένων λέγεται . Οὔθ ' ὕεται , οὔτε ἡλιοῦται : ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης καθεστώτων φροντίδος . Οὐκ
5799650 ὠγυγιους
καὶ . Μέμφιδος ] πόλεως Αἰγύπτου . τάς τ ' ὠγυγίους ] * τὰς παλαιάς : λέγει δὲ τὰς ἑκατονταπύλους
. πᾶσαι δὲ αἱ τῆς Αἰγύπτου πόλεις ἱεραί . . ὠγυγίους δὲ Θήβας τὰς Αἰγυπτίας φησὶ τὰς ἀρχαίας , αἳ
5796749 ἐπετεινεν
γνάθους ἐπιτελοῖντο , μῦν πλατὺν καὶ λεπτὸν ἡ φύσις ἔξωθεν ἐπέτεινεν , ἕνα καθ ' ἑκάτερον μέρος , εἴς τε
πάλιν ἐπεθερμαίνετο . Περὶ δὲ τὰς δώδεκα καὶ τὰς τεσσαρεσκαίδεκα ἐπέτεινεν ὁ πυρετός : καὶ ὑποχωρήσιες βραχέαι : ῥυφήμασι δὲ
5795942 τεταραγμενοι
στρατιωτῶν διεφύλαττε τὸ χαράκωμα : τέλος δὲ καὶ οὗτοι μάλα τεταραγμένοι ἀναβάντες ἐπὶ τὰς τριήρεις ἀπέπλεον , πολὺν μὲν σῖτον
Καρχηδονίους εἰς ναυμαχίαν . ἐκεῖνοι μὲν οὖν διὰ τὸ παράδοξον τεταραγμένοι τὴν ἡσυχίαν ἔσχον , οἱ δὲ Συρακόσιοι τὰς αἰχμαλώτους
5795197 συνδεσεις
νεῦρα : καὶ διὰ νεύρων μὲν κάμψεις ἐγένοντο καὶ ἄρθρων συνδέσεις , διὰ δὲ σαρκὸς σκέπη αὐτοῖς ὥσπερ ἐπιπλασσομένης πῃ
καὶ τὰς τῶν ἡμιολίων καὶ ἐπιτρίτων καὶ ἐπογδόων μεσότητας καὶ συνδέσεις , ἐπειδὴ παντελῶς λυταὶ οὐκ ἦσαν πλὴν ὑπὸ τοῦ
5793458 ληφθεισας
τοῦ ὀξυμέλιτος ἐπιρροφῆσαι μικρὸν δεῖ , εἰς ὅσον ἀποκλύσαι τὰς ληφθείσας ποιότητας , εἶτα μικρὰ μὲν κατακλιθῆναι , καὶ πόδας
αὐτόν . Τὸ δὲ βοοτρόφον Ἐρύθειαν διὰ τὰς ὑπὸ Ἡρακλέους ληφθείσας τοῦ Γηρύονος βοῦς : καὶ τὸ θεουδέες Αἰθιοπῆες ἢ
5793257 ἐπωτιδας
, κατασχεθήσεσθαι : σχήσεται , ἐπισχεθήσεται στεριφωτέρας : στερεωτέρας τὰς ἐπωτίδας : τὰ [ ἐφ ' ] ἑκατέρωθεν τῆς νηὸς
τείχους τῆς νηός , τὸ δὲ ἄνω ἐγόμφωσαν εἰς τὰς ἐπωτίδας . καὶ ἀντηρίδας : ἀντηρίδες , αἱ σιδηραῖ φασκίαι
5793207 προστιθεμενας
, ὅπως ἂν τούς τε πλησιάζοντας τραυματίζωσι καὶ καταγνύωσι τὰς προστιθεμένας δοκίδας καὶ τὰ μηχανήματα , αὐτοὶ δὲ μηδὲν δεινὸν
. τῷ γʹ ἔτει προσέθηκα τὰς ἐξ ἔθους τῷ βασιλεῖ προστιθεμένας βʹ : γίνονται εʹ : ἐμέρισα εἰς τὸ γʹ
5786680 θρασειαι
καὶ ἀπιστεῖν τοῖς ἴχνεσιν ἢ πιστεύειν , καὶ ὅταν εἴπῃ θρασεῖαι δὲ αἱ οὐκ ἐῶσαι τῶν συνεργῶν τὰς σοφὰς εἰς
: τολμηροὶ ἐν τῷ δάκνειν δελφῖνας , ἄτακτοι , καὶ θρασεῖαι , ἀπότολμοι , σύντομοι εἰς τὸ δάκνειν . Ἐκ
5781749 σκυταλας
ὅπλα περιθέντες περὶ τὰ σεσιμωμένα τοῦ ἄξονος , καὶ ἐμβαλόντες σκυτάλας εἰς τὰ ἐν τῷ περιτροχίῳ τρήματα , ἐπιστρέφομεν τὸ
τὸν ὀπὸν ἀφίκηται τοῖς Ἄραψιν ὥρα , ξύλων δύο ἕκαστος σκυτάλας ἐπὶ τοὺς ἔχεις ἐσφέρει , κροτοῦντες δὲ τὰ ξύλα
5774985 παροδους
: μετὰ δὲ ταῦτα πυθόμενος τοὺς περὶ Κάσανδρον προκατειλῆφθαι τὰς παρόδους , πεζῇ μὲν ἀπέγνω τὴν εἰς Θετταλίαν ποιεῖσθαι πορείαν
τε καὶ ἀνωμαλίας τὰς φαινομένας ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀστέρων θέλωμεν παρόδους ἐπιγιγνώσκειν , ποιησόμεθα τὸν τῆς ψηφοφορίας ἐπιλογισμὸν ἕνα καὶ
5774235 ἐλαττωσεις
τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν μήτε τὰς μικρὰς ὀλιγωρίας μήτε τὰς ἐλαττώσεις : εἶναι δὲ κολαστικὸν καὶ τιμωρητικὸν καὶ εὐκίνητον πρὸς
λόγους , ὡς εἰώθασι , δοκιμάζειν . ἔτι δὲ τὰς ἐλαττώσεις οἰστέον λέγοντας , ὡς οὐ δεινότητι πιστεύων ἀνέστην ,
5769251 ἐπαγωγας
δόξαιμι καλλωπίζεσθαι : συνελαύνουσι δὲ οἱ κατήγοροι τὰς ἀληθινάς με ἐπαγωγάς , αἷς χρῶμαι ἐπὶ τοὺς νέους , εἰς τὸ
δι ' ὀλίγου χωρίου ἔσεσθαι ἐκ μυχοῦ : ἔντοσθεν . ἐπαγωγάς : ἐπαγωγός , ἐφελκυστικός : ἐπαγωγή , συμφορά ,
5763815 ψυκτηρας
' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους ἔλαβεν ἕξ , εἶτα τοὺς δύο ψυκτῆρας . τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ
θαυμάσας ἠπείλησε τῷ καταθύσαντι ταῶν ἀπειλὰς βαρυτάτας . Ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν , ἀνανεῦσαι καὶ ἀνελθεῖν οὐ
5762256 ὑπεροριους
. . : τοὺς Ἀθηναίους , διὰ τὸ ἀεὶ πρὸς ὑπερορίους πολεμίους πολέμους εἶναι καὶ τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀποδημεῖν ,
ἀνθρωπείου βίου πηγήν , ἄμεινον καταστήσασθαι , τὰς μὲν κακίας ὑπερορίους φυγαδεύσαντα αὐτοῦ , τὰς δὲ ἀρετὰς εἰσοικίσαντα . παλλακὰς
5748838 δινειν
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
, ὑποτρέχοντος αἵματος ἀπὸ τοῦ σμῶξαι , ἢ ἀπὸ τοῦ δίνειν καὶ τιτρώσκειν τὸ αἷμα , ἢ ἀνάτασις καὶ οἴδημα
5743657 ἀδικηθησεται
ἐκ τούτου τοῦ ὕδατος ἔξωθεν τὸν σπόριμον καταρρανεῖς , οὐκ ἀδικηθήσεται τὰ σπέρματα , οὐδὲ τὰ φυτὰ ὑπὸ πτηνῶν .
τοῦτο περιβάλληται καὶ παρέλθῃ διά τινων ἐχθρῶν , οὐ μὴ ἀδικηθήσεται ὑπό τινος , ἀλλὰ παρέρχεται ἀφόβως . Ἄνθρωπον σιανθέντα
5743078 κατοχας
δὲ πλεῖν προῃρημένον ἢ βίᾳ πρός τινων κατέχεσθαι ἐμπόδια καὶ κατοχὰς τῶν ἐγχειρήσεων σημαίνει , ὁμοίως δὲ καὶ τὸ διὰ
συμπέρασμα ἑκάστης χρείας προαγορεύει . καὶ τοῖς κινεῖσθαι προῃρημένοις μικρὰς κατοχὰς προαγορεύσας τὸ λοιπὸν ἐπιτρέπει κινεῖσθαι καὶ πάσῃ ἀποδημίᾳ χρῆσθαι
5741662 ὑψηλοτερας
ναῦς καταρράκτας ἐρρίπτουν ἐς τὸ ἐπιέναι δι ' αὐτῶν . ὑψηλοτέρας δ ' οὔσης τῆς Μηνοδώρου νεώς , οἵ τε
ἀρχῶν ὁρμῶνται ἀποδεικτῶν , αἳ συλλογισμῷ δείκνυνται , ἄλλης ἐπιστήμης ὑψηλοτέρας , οἵα ἐστὶν ἡ ὀπτική , καθάπερ ἀρχαῖς χρωμένη
5739348 ψυλλας
γῆν , χερσαῖαι γίνονται . ὅτι ἡ χελώνη ἐσθίει τὰς ψύλλας . ὅτι ἐάν τις ῥίψῃ αὐτὴν εἰς νῶτα ,
μικροῖς ἔτι οὖσι τούτοις παραπήξῃς . τάς τε γὰρ οὔσας ψύλλας φθείρει , καὶ ἄλλας οὐκ ἐᾷ γενέσθαι . Ἐὰν
5738262 πομφολυγας
παχύτητος τοῦτο τεκμήριον , διορισθήσεται δὲ ἐκ τοῦ τὰς ἐπιγινομένας πομφόλυγας ἐπιμένειν ἄχρι πλείονος , ὡς ἂν τοῦ πνεύματος κωλυομένου
. πέμφιγας : λέγει τὰς ἐν ὕδατι βρασσομένας ἢ ταρασσομένας πομφόλυγας . * πέριξ : περὶ τὴν πλευράν * πλάζονται
5736491 κρατας
. Κρᾶθ ' ἑκατόν : τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο .
. Κρᾶθ ' ἑκατόν : τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο .
5732348 ἐμπολησαντες
εἶθ ' ὅπως λιταργιοῦμεν οἴκαδ ' εἰς τὰ χωρία , ἐμπολήσαντές τι χρηστὸν εἰς ἀγρὸν ταρίχιον . Ὦ Πόσειδον ,
δραμούμεθα ” . Γ παρὰ τὸ λίαν ἀργόν . Γ ἐμπολήσαντές ] ἀγοράσαντες . χρηστὸν ] χρήσιμον . Γ ὦ
5730736 ὠπτησε
παῖς , σφάξας αὐτὸν καὶ κατὰ μέλεα διελὼν τὰ μὲν ὤπτησε , τὰ δὲ ἥψησε τῶν κρεῶν , εὔτυκα δὲ
ἡ μαγειρικὴ τράπεζα . Ὅμηρος : αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔθηκε . ὅθεν καὶ Πολυκράτων ὁ
5727274 συνδρομας
μεταφέρει , ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς . ὡς γὰρ τὰς συνδρομὰς καταδιαιρεῖ , οὕτω καὶ τὰς θεραπείας . καὶ οἶδε
τέχνας ταύτας : τοῖς δὲ λοιποῖς περιβοησίας σημαίνει καὶ ὄχλων συνδρομὰς διὰ τὸ τὰ ἔργα ταῦτα πολλοῖς ἐπιδείκνυσθαι . χαλκεύειν
5726941 ἰξυας
ὄσχη , καὶ ὀδύνη λάζεται τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας καὶ τοὺς βουβῶνας : καὶ ὁκόταν ἐπιγένηται χρόνος ,
ὄσχη , καὶ ὀδύνη λαμβάνει τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας , καὶ ὁκόταν ὁ χρόνος ἐγγένηται , οὐ θέλουσιν
5725372 συμποδιζουσα
. . τρέω ] φοβοῦμαι . . καμψίπους ] ἡ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν οὓς τιμωρεῖται . . θαρσεῖτε
ἡ καμψίπους , ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας καὶ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . ἢ τοὺς ἑαυτῆς πόδας
5719374 φανους
καιρὸς καὶ βραχεῖα ῥοπὴ τύχης ταπεινοῖ πολλάκις τοὺς ὑπερη - φάνους . εἰ δ ' , ὅπερ εἰκός ἐστι ,
. ἐπεὶ δέξαντο : ἀντὶ τοῦ ἐπεδείξαντο τοὺς στε - φάνους οὓς ἔλαβον πᾶσιν . ἐπειδὴ καὶ αὐταὶ αἱ ἡμίονοι
5718190 πολυηχοις
τοῦτο εἰς ἰχθύας . ἀκταῖσι : αἰγιαλοῖς . πολυραθάγγοισι : πολυήχοις , ἐν οἷς ῥήγνυνται τὰ κύματα , πολυήχοις ,
πολυραθάγγοισι : πολυήχοις , ἐν οἷς ῥήγνυνται τὰ κύματα , πολυήχοις , πολυῤῥήγοις , κατὰ πολὺ ῥεομένοις : γράφεται πολυῤῥογάθοισιν
5718183 ξυνθηκας
βουλόμενος τοὺς Πελοποννησίους πάλιν τε κομίσαι ἐς τὴν Μίλητον καὶ ξυνθήκας ἔτι ἄλλας ποιησάμενος , ἃς ἂν δύνηται , τροφήν
Καλλιουπόλεως καὶ ἡγεμόνι τοῦ στόλου παντὸς καὶ μετ ' αὐτοῦ ξυνθήκας ποιεῖται μὴ ἐπιπλευσεῖσθαι ταῖς νήσοις μηδὲ κακόν τι μηθὲν
5716451 ἐκβιβασας
? τόπον τῆς Ἐφεσίας [ καταλαβεῖν . ] ˈ ⌊ ἐκβιβάσας ⌋ ? ? ⌊ ⌋ δὲ πᾶσαν τὴν ⌊
[ καὶ φυλάσσων τὴν Δῆλον ] φυλάξας ἀσέληνον νύκτα καὶ ἐκβιβάσας τοὺς ἑαυτοῦ στρατιώτας , κοιμωμένοις καὶ μεθύουσιν ἐπιπεσὼν κατέκοψε
5716106 διαπνοας
περιουσίας τοῦ κατὰ τὴν φλεγμονὴν αἵματος , τοῦτο δὲ καὶ διαπνοὰς ἐργαζόμενοι , καὶ προσέτι τὴν τάσιν ἐκλύοντες τῆς φλεγμονῆς
τῶν ἀρτηριῶν ὑπὸ στενοχωρίας διαστέλλεσθαι , τῷ δ ' ὑπολοίπῳ διαπνοὰς παρασχόντων . ἢ τοίνυν φλέβα τέμνοντα κενῶσαι δεῖ τὸ
5715959 ἠλαττουτο
Λεοννάτος λαμπρῶς ἀγωνισάμενος καὶ διακλεισθεὶς εἰς τόπον τελματώδη τοῖς ὅλοις ἠλαττοῦτο , πολλοῖς δὲ τραύμασι περιπεσὼν καὶ τελευτήσας ὑπὸ τῶν
ἐπῄνει τὰ τοῦ βασιλέως , ὁ δὲ Ἀντίοχος , ὅτι ἠλαττοῦτο τὸ Ἀρκαδικόν , οὔτε τὰ δῶρα ἐδέξατο ἀπήγγειλέ τε
5715935 κεχειρωμενας
τὰς δὲ κεχειρωμένας ] οἰκτρὸν ἀπὸ κοινοῦ . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] ἤγουν ἡμᾶς . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] τὰς
. κεχειρωμένας ] κεκρατημένας . θ κεχειρωμένας ] δεδουλωμένας . κεχειρωμένας ] δεδεσμωμένας . Ξ ἄγεσθαι ] φέρεσθαι . ἄγεσθαι
5715476 αὐτανδρους
ὁρῶ διηνοιγμένης ἐπὶ μήκιστον εὐρυνόμενα , πολυανθρώπους ἀπολλυμένας συγγενείας , αὐτάνδρους ὑποσυρομένας καὶ καταπινομένας οἰκίας , ζῶντας ἀνθρώπους εἰς ᾅδου
δ ' αὐτοῖς μίαν μὲν κατέδυσαν , τρεῖς δ ' αὐτάνδρους ἔλαβον . καὶ τὰ μὲν πραχθέντα περὶ τὴν Ἑλλάδα
5713853 περιθυμους
ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς
περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ
5711698 ῥωγας
. ὁ δὲ Φιλόξενος ἀμφίβολον εἶναί φησι , πότερον οὐδετέρως ῥῶγας , ὡς τὸ κῶας , ἵν ' ᾖ τὸ
. . α . . . Ἀνὰ ῥῶγας : ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο : τὰς ἐν τῷ μεγάρῳ διόδους : οἱ
5709828 μεταπεισαι
οὐδὲν ἂν πάθοιτε τοιοῦτον . οὐ γὰρ ἔστιν ὅπως ἂν μεταπεῖσαι δυνηθεῖεν ὑμᾶς μὴ φανερὸν τὸ συμφέρον ποιήσαντες . χωρὶς
σφισι , λέγουσι δὲ ὅμως : οὐ γάρ τι ἕτοιμον μεταπεῖσαι τοὺς πολλοὺς ἐναντία ὧν δοξάζουσιν . ἄλλα δέ ἐστιν
5705474 ταλαιπωρωι
τοῦδ ' , ὃν οὐδὲν αἴτιον μέλλουσι σὺν ἐμοὶ τῆι ταλαιπώρωι κτανεῖν . ἀλλ ' ἀντιάζω ς ' , ὦ
ἐπαμφιέσαι δύναιτο τοῦτο χρήμασιν , ἀλλ ' ἐν ἀκαλύπτωι καὶ ταλαιπώρωι βίωι χειμαζόμενος ζῆι , τῶν μὲν ἀνιαρῶν ἔχων τὸ
5705239 ἐστρεφον
' ᾖ ὥστε στόρνυσθαι . τὸ δὲ δινεύεσκον ἀντὶ τοῦ ἔστρεφον , παρέτριβον : τὰ γὰρ ξύλα παρέτριβον καὶ ἀπ
' ὁ πατὴρ διεκώλυσεν αὐτόν ; πολλὰ τοιαῦτα ἡ ἀθλία ἔστρεφον . ἤδη δὲ περὶ δείλην ὀψίαν ἧκέ μοι Δρόμων

Back