| οἱ πολλοὶ δὲ ἀγνοοῦντες ἐκ παραλλήλου φασίν . τηροῦμεν ] φυλάττομεν . ἔξοδος ] ἐκστρατείας ἢ ἄλλου ⌈ του . | ||
| : νουθετούμενος δ ' ἀεὶ μᾶλλον δικάζει . τοῦτον οὖν φυλάττομεν μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες , ὡς ἂν μὴ ' ξίῃ . |
| καὶ ἐάϲαντεϲ ψυγῆναι , μετὰ τὴν τελείαν ψῦξιν τῇ ἑξῆϲ ἀφαιροῦντεϲ τὸ ἄνωθεν ἐποχούμενον ἐμβάλλομεν εἰϲ ἀγγεῖα ὀϲτράκινα τὰ ὀμφακηρὰ | ||
| κριμνῶδεϲ ἐν ὅλμῳ καὶ ϲήθοντεϲ λεπτοτάτῳ κοϲκίνῳ καὶ τὸ λεπτότατον ἀφαιροῦντεϲ , δίδομεν αὐτοῖϲ τὸ ἁδρότερον μετὰ χόνδρου ἄλικοϲ ἢ |
| Ἕκτωρ φησί σὲ δέ ⌊ τ ' ⌋ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται . ταῦτα γὰρ τὴν ἐν τόπῳ σημασίαν δηλοῖ . | ||
| ἱρὴν ὅς κε φύγῃ , πολλοὺς δὲ κύνες καὶ γῦπες ἔδονται Τρώων : αἲ γὰρ δή μοι ἀπ ' οὔατος |
| . ἀγυιεὺς ὁ . . . κινοειδὴς . . . Κραπατάλλοις : “ ὦ δέσποτ ' ἀγυιεῦ . . . | ||
| : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς καὶ Φερεκράτης ἐν Κραπατάλλοις εἴρηκεν . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Προαγῶνι : κάμνοντα |
| δ ' ὕδωρ χλιαρὸν ἐμείτω αὐτομάτως ἢ καθέσει δακτύλων : ἐμέσας δὲ πιέτω ἀψινθίτην ἢ ὀριγανίτην , καὶ βραδὺ διαστήσας | ||
| ἕξ . Ὁ παρὰ τὸν δρόμον οἰκέων τῆς νυκτὸς αἷμα ἐμέσας , τῇ ὑστεραίῃ ἔθανεν , αἷμα ἐμέων πουλὺ , |
| τὴν σανδαράχην , ζέσον ἔλαιον ἡμέραν μίαν : εἰς πρίσματα ζέσον ὁμοίως τῇ ἀσβέστῳ , καὶ τὸ ὕδωρ νυχθήμερον ἓν | ||
| σὺν ἅλμῃ , θαλασσίῳ ὕδατι , καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ , ζέσον ἑπτάκις ; καὶ ἔασον , καὶ εὑρήσεις τὴν ὑδράργυρον |
| κάμψαντεϲ δὲ τὸν καυλὸν διεκβαλοῦμεν τὸ λιθίδιον καὶ λύϲαντεϲ τοὺϲ δεϲμοὺϲ ἐκθρομβώϲομεν τὸ ἕλκοϲ . ὁ μὲν οὖν ὄπιϲθεν ἐπεβέβλητο | ||
| μέχριϲ ἂν ἱκανῶϲ κάμνωϲιν , εἶτ ' ἐξαίφνηϲ λύομεν τοὺϲ δεϲμοὺϲ καὶ τὸν λύχνον αἴρομεν . ἡϲυχίαν δὲ πολλὴν εἶναι |
| τῶν οὖν ἀπὸ ϲκυτάληϲ ἐκπεφυκότων πρῶτον τὴν ϲάρκα κατὰ κύκλον ἐκτέμωμεν μέχριϲ ὀϲτέου αὐτό τε τὸ ὀϲτέον τῷ ἐκκοπεῖ διακόπτοντεϲ | ||
| , τῷ τυφλαγκίϲτρῳ τοῦτο ἀνατείναντεϲ καὶ περιϲτρέψαντεϲ ὑφ ' ἓν ἐκτέμωμεν , ὥϲτε καὶ μέροϲ αὐτοῦ λαβεῖν : εἰ δὲ |
| β ἐν ὕδατι ξέϲτῃ καὶ ἐάϲαντεϲ μεῖναι νυχθήμερον τῇ ἐπιούϲῃ ἕψομεν τὸν ἐλλέβορον ἐν τῷ ὕδατι , ὥϲτε καταλειφθῆναι τὸ | ||
| , ἐν ᾗ προαπεζέϲθη ὕδωρ διὰ τὴν γεώδη ποιότητα , ἕψομεν πυρὶ ἀκάπνῳ , ἀφαιροῦντεϲ ἑκάϲτοτε τὸν ἐφιϲτάμενον ἐν τῇ |
| λεκάνην , τριπόδιον , ποτήριον , χύτραν , θυΐαν , κάκκαβον , ζωμήρυσιν . ὡς δυστυχεῖς , ὅσοισι τοῦ κέρδους | ||
| , εἶτα κηρόν , καὶ ἐπάρας ἐκ τοῦ πυρὸς τὸν κάκκαβον ἔμπασον τὸν λιβανωτόν . Πρὸς τὰ τῶν γυναικῶν καὶ |
| Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ | ||
| καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας |
| ! [ τοῦτο πονηρὸν τοίνυν [ ἀλλὰ ] δίκαιον τοῦτο νομιζ [ ] ? [ ϲκεύη ] ? δ ' | ||
| καὶ πρότερον : . ν ἕνεκα εκ . κεν ὅτι νομιζ [ ] . Περικλέα καὶ αμ . τῷ ἄγει |
| τὸν δὲ αὐχένα μακρὸν ἔχον καὶ περιφερεῖς τὰς πλευρὰς καὶ πτερωτὰς ὑπὸ τῆς φύσεως δεδημιούργηται . καὶ κεφάλιον μὲν ἀσθενὲς | ||
| δὲ ὅλον : εἶδον , φησίν , αὐτὰς ἐν γραφῆι πτερωτὰς , ἀλλ ' οὐχ ἁρπακτικάς . Βδελύτροποι : ἃς |
| σαρξίφαγον κατάπλασσε . Πρὸς θύμους ἐν αἰδοίῳ . Θερμῷ οἴνῳ ἀποπλύνας ἀλόην λείαν ἔμπλασσε , ἄνωθεν σπόγγον ἐπιτίθει . ἄνευ | ||
| τεύτλου καὶ κατάχριε καὶ ἔα , ἕως ἀποξηρανθῇ : εἶτα ἀποπλύνας λεῖον λιβανωτὸν σὺν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ κατάχριε καὶ ἔα |
| χαλκῷ γραφείῳ εἴ τι ἂν βούλει μὴ βαθέως , εἶτα παπύρῳ ἐνειλήσας φύτευσον . ὅπερ γὰρ ἂν ἐπιγράψῃς ἐν τῇ | ||
| ἐξελόντες , ἐμβάλλομεν εἰς τὸ κλῆμα τῆς ἀντιδότου , εἶτα παπύρῳ περιελίξαντες τὸ σχισθὲν μέρος φυτεύομεν . Οἱ δὲ ἐπιμελέστερον |
| ϲίνηπι ἐϲ τὰ ϲτέρνα καὶ ἐϲ τὰ παρὰ γνάθουϲ μέρεα ἐπιθεὶϲ εἵλκυϲε ἔξω καὶ διέπνευϲε . μετεξετέροιϲι δὲ ἐϲ μὲν | ||
| τὰ τοιαῦτα ἄμι λεάναϲ κατάχριε τὸν ὀμφαλὸν καὶ ξυϲμάτια ὀθόνηϲ ἐπιθεὶϲ ἐπίδηϲον ἐπὶ ἡμέραϲ γ καὶ πάλιν λύϲαϲ τὸ αὐτὸ |
| ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς | ||
| ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς |
| ἄκακον νοήσας ταῦτα πρὸς αὐτὸν οὕτως ἐβόα , λέγων : Ἄπελθε , ὦ παῖ , καὶ σῴζου μετ ' εἰρήνης | ||
| τόδε . Μακρὸς τὸ κρῖναι ταῦτα χὠ λοιπὸς χρόνος . Ἄπελθε : σοὶ γὰρ ὠφέλησις οὐκ ἔνι . Ἔνεστιν : |
| Δί ' οὐκ ἄν , εἰ μισθόν γε μὴ ' φερες πολύν . εἰ μὴ κατένειψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὅλην | ||
| Ἰδοὺ μάλ ' αὖθις . Ποῦ γὰρ ἣν νυνδὴ ' φερες ; Οὐ κατέφαγεν ; Μὰ τὸν Δί ' , |
| ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν τὴν φακῆν | ||
| ' ὁ Ἐφέσιός φησιν : ὃν ἡμεῖς ψυγέα καλοῦμεν , ψυκτηρίαν τινὲς ὀνομάζουσιν . τοὺς δ ' Ἀττικοὺς καὶ κωμῳδεῖν |
| σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
| γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
| ' οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ | ||
| , ὦ παιδίον , αὐτοῦ παρ ' ἐμὲ στὰν πρότερον ἀναβαλοῦ ' νθαδί . Νῦν αὖθ ' ὁπλοτέρων ἀνδρῶν ἀρχώμεθα |
| ὑδρωπικοί πίθου ] τοῦ ἀγγείου φλογιῇ ] πυρί θάλψας ] θερμάνας κύτος ] τὸ βάθος , τὸ πλάτος . τὸ | ||
| τῷ δακτυλίῳ . ἄλλο . σκορόδου σκελιδόνιον αʹ . κονίᾳ θερμάνας θὲς εἰς τὸν δακτύλιον καὶ σκύβαλα κατασπάσας ὑγίασται . |
| ἐν δράματι Φιλοσόφοις : εἷς ἄρτος , ὄψον ἰσχάς , ἐπιπιεῖν ὕδωρ . φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ , πεινῆν | ||
| καὶ διαλείπειν , εἶτα πάλιν δοτέον ῥεφανίδαϲ καὶ πράϲα καὶ ἐπιπιεῖν οἶνον κεκραμένον πολὺν ἁθρόωϲ καὶ ἀναγκάζειν ἐμεῖν : μετὰ |
| ἀγορᾷ τὰ τεμμάχη καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον | ||
| ἐστίν , καὶ οὐδὲ αὐτὴ μεγάλη . ἀπὸ Κοτυώρων ἐς Μελάνθιον ποταμὸν στάδιοι μάλιστα ἑξήκοντα . ἐνθένδε εἰς Φαρματηνὸν ἄλλον |
| ἥδιστα τῶν ὀνομάτων ἡμῖν αἴσχιστα γενήσεται ; εἶτα τῇ πόλει τρέφομεν ἕτερον τύραννον καὶ δουλείαν ἀθάνατον αὐτῇ μηχανώμεθα κληρονόμους χορηγοῦντες | ||
| εἰς τὰ κοινὰ χρήματα . τοὐράνου : Τοῦτό φησιν ὅτι τρέφομεν τοὺς πολεμοῦντας . . . εἰσφέρω : Ἀντὶ τοῦ |
| παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ | ||
| εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν |
| πρωκτὸς ἰδίει πάλαι , κᾆτ ' αὐτίκ ' ἐκκύψας ἐρεῖ Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Ἀλλ ' , ὦ φιλῳδὸν γένος | ||
| Δεινότερα δ ' ἔγωγ ' , ἐλαύνων εἰ διαρραγήσομαι . Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Οἰμώζετ ' : οὐ γάρ μοι |
| τῆϲ τρίτηϲ εἶναι τάξεωϲ , ἤδη ϲυμπληρουμένηϲ , ὅταν γε ἰϲχυρὸν ὑπάρχῃ . Περὶ ὀξυϲχοίνου εἴρηται ἐν τῷ περὶ ϲχοίνου | ||
| : κνίκου τὸ ϲπέρμα κόψαντεϲ τούτῳ τὸ γάλα πηγνύουϲι καὶ ἰϲχυρὸν τὸν ὀρρὸν ἀποδεικνύουϲιν , εἶτα διηθήϲαντεϲ ἐπιμιγνύουϲι τῷ ὀρρῷ |
| μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον | ||
| μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι |
| φαίνεται δὲ τετελευτηκὼς ἐκ τούτων . παίζων οὖν ὁ Ἀριστοφάνης Ἀοῖον αὐτόν φησιν ἀστέρα κληθῆναι . περιβόητος δὲ ἐγένετο . | ||
| μελῶν ποιητής . ἐποίησε δὲ ὠιδήν , ἧς ἡ ἀρχὴ Ἀοῖον ἀεροφοίταν ἀστέρα μείνωμεν ἀελίου λευκῆι πτέρυγι πρόδρομον . φαίνεται |
| ' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ | ||
| κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς |
| τὴν οὐσίαν Ἀττικοί . παροψίδα τὴν ποιὰν μᾶζαν Ἀττικοί , παροψίδα τὸ σκεῦος Ἕλληνες . παῖδα τὸν δοῦλον , κἂν | ||
| , κατάχυσις Ἕλληνες . παρουσίαν καὶ τὴν οὐσίαν Ἀττικοί . παροψίδα τὴν ποιὰν μᾶζαν Ἀττικοί , παροψίδα τὸ σκεῦος Ἕλληνες |
| αἰτίαν νέμει . Καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει φράζει τε κἀδήλωσεν : εὐθέως | ||
| οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν , ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ |
| ἀχέων ξύσαντες ἀνάγκην πευκεδανοῦ βιότοιο παραπλώωσι κελεύθους . Καὶ βρέφος Ἕσπερον εἶδον , ὃς ἄγγελός ἐστιν ὁμίχλης ἠελίου δύνοντος ἐπὶ | ||
| γραφέντας ἀνατεθῆναι Πυθαγόραι . δοκεῖ πρῶτος πεφωρακέναι τὸν αὐτὸν εἶναι Ἕσπερον καὶ Φωσφόρον [ § ] . . . , |
| τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . περὶ δὲ ἑψήσεως σηπιδίων Ἄλεξις ἐν Πονήρᾳ παράγει μάγειρον τάδε λέγοντα : σηπίαι τόσους δραχμῆς μιᾶς | ||
| τρίμματι σκευάζεται . ἀκρολιπάρους δέ τινας ἀνθρώπους κέκληκεν Ἄλεξις ἐν Πονήρᾳ οὕτως : ἀκρολίπαροι , τὸ δ ' ἄλλο σῶμ |
| ψῦξαι τε καὶ ὑγρᾶναι : μετὰ γὰρ τὸ λουτρὸν ὕδατος πιέτω πρῶτον , εἶτ ' οἴνου μετρίως ὑδαροῦς , κἄπειτα | ||
| τῇ ζωῇ σου καὶ φαγέτω ἄρτον ζωῆς σου ⌉ καὶ πιέτω ποτήριον εὐλογίας σου , ἣν ἐξελέξω πρὶν γεννηθῆναι , |
| . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων , καθά φησι καὶ Σιμωνίδης | ||
| τρύγα φησίν , ἣν ἡ τοῦ φρυγὸς φλὸξ ἐν τῇ καμίνῳ ἐχώρισεν ἀπὸ τοῦ σιδήρου ἄπο τρύγα ] ἀπὸ τοῦ |
| ' αὐτός φησι καὶ Χειρίσοφον τὸν Διονυσίου κόλακα ἰδόντα Διονύσιον γελῶντα μετά τινων γνωρίμων συγγελᾶν . ἐπεὶ δ ' ὁ | ||
| τε γὰρ τοῖς ὕπνοισιν ἐοῦσιν , εὐθέως ἐπὴν γένωνται , γελῶντα φαίνεται τὰ παιδία καὶ κλαίοντα : ἐγρηγορότα τε αὐτόματα |
| , δικτάτορα ἑλέσθαι , πρὶν ἐντεῦθεν ἐξελθεῖν : ἐὰν γὰρ ὑπερβαλώμεθα τοῦτον τὸν καιρόν , οὐκέτι συνάξουσιν ἡμᾶς οἱ δέκα | ||
| καὶ τοιούτους ἀνθρώπους ἔλεγε κακῶς . μὴ τοίνυν ἡμεῖς ἐκεῖνον ὑπερβαλώμεθα , μηδὲ Τιμοκρέοντος τοῦ σχετλίου πρᾶγμα ποιῶμεν , ἀλλ |
| Εὐριπίδῃ , . τά τ ' ἄστρα καὶ τὸν Ὠρίωνα δέρκομαι : ὁ γὰρ ποιητὴς διὰ τὸ μέτρον ἐξέτεινε τὸ | ||
| θεῶμαί σε , ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν , λεύσσω , δέρκομαι , ὀπτεύω . καὶ δοκεῖ μοι τὰ τῆς συντάξεως |
| δὲ κεστρεύς ἐστι : νῆστις περιπατεῖ . Ἐπὰν δὲ καλέσῃ ψυγέα τὸν ψυκτηρίαν , τὸ τευτλίον δὲ σεῦτλα , φακέαν | ||
| οἰναρίου ἀνατρέπει τὸν ψυκτῆρα . Ἄλεξις ἐν Εἰσοικιζομένῳ φησὶ τρικότυλον ψυγέα . Διώξιππος Φιλαργύρῳ : παρ ' Ὀλυμπίχου δὲ θηρικλείους |
| ἔρχομαι . κἀγὼ δὲ παρακορήσων . σπονδὰς δ ' ἔπειτα παραχέας τὸν κότταβον παροίσω : τῇ παιδὶ τοὺς αὐλοὺς ἐχρῆν | ||
| δὲ πεπαίνει . σμύρνα καὶ ὀρίγανον ἴσα μίξας καὶ ὕδωρ παραχέας χρῶ . Ἄλλο . Ἰσχάδας ἑφθὰς τρίψας καὶ ῥητίνῃ |
| περιόδῳ τὰ φωνήεντα μέν , εἴ τις αὐτὰ βούλοιτο συναλείψας ἐκθλίβειν ὥσπερ τὸ οἴομαι καὶ δέον , οὐκ ἂν εὕροι | ||
| Αἰολικῶς καὶ γίνεται ἀμύσσω . ἢ ἀπὸ τοῦ μύζειν καὶ ἐκθλίβειν τὴν ψυχήν , . , . * . . |
| : ἀποβρέξαντεϲ ἐλλεβόρου λευκοῦ ⋖ β ἐν ὕδατι ξέϲτῃ καὶ ἐάϲαντεϲ μεῖναι νυχθήμερον τῇ ἐπιούϲῃ ἕψομεν τὸν ἐλλέβορον ἐν τῷ | ||
| ὅλον τὸ δέρμα διαιροῦνταϲ πολλαῖϲ καὶ βαθείαιϲ ἀμυχαῖϲ , καὶ ἐάϲαντεϲ ἀπορρυῆναι τὸ αἷμα τῶν πρὸϲ τὰ ϲηπόμενα χρηϲίμων τι |
| , τέκω , τέκανον : ἀποβολῆ τοῦ α τέκνον . τήγανον , παρὰ τὸ τήκω τήκανον : καὶ τροπῆ τοῦ | ||
| : Τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ , τὴν λοπάδα τήγανον προσαγορεύων . : Ἡγήσανδρος δὲ ὁ Δελφὸς , τρίγλην |
| Δάκτυλος γάρ τις ἐγένετο ἀνὴρ Ἀθήνησι μεγίστων τιμῶν λαχών . Δαφνίνην φορῶ βακτηρίαν : ἐπὶ τῶν ὑπό τινων ἐπιβουλευομένων . | ||
| ἐπὶ κακίᾳ . Γέλως βάραθρον καὶ γέρουσι καὶ νέοις . Δαφνίνην φορῶ βακτηρίαν : τοῦτο λέγειν εἰώθασιν οἱ ὑπό τινος |
| ὄρθριον . καὶ τῶν καλουμένων δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος | ||
| ὅπερ ἀγνοήσαντές τινες γράφουσι πασσυδεί . ἔστι δὲ καὶ ἐν Αὐτομόλοις Φερεκράτους . παππίζειν : τὸ πάππαν καλεῖν . πάππος |
| οὐ πάσης , ἀλλὰ τοῦ μέρους . ὅταν δὲ ὅλον ἀναλάβωμεν δηλονότι ἀπολέσαντες , μάθησις : δὶς γὰρ μαθεῖν καὶ | ||
| καλῶς διαρθρωθείη , τὸν περὶ τῶν μορίων τῆς ψυχῆς λόγον ἀναλάβωμεν . τὸ μὲν οὖν θρεπτικὸν ἀναγκαίως ἐν παντὶ ἐμψύχῳ |
| τάχιστα ἱππεύειν μάθῃς , διώξῃ , καὶ τοξεύων καὶ ἀκοντίζων καταβαλεῖς ὥσπερ οἱ μεγάλοι ἄνδρες . καὶ παῖδας δέ σοι | ||
| , ἱκετεύω . φλυαρεῖς πρός μ ' ἔχων . οὐ καταβαλεῖς τὴν σπάθην θᾶττον ; κατάβαλε , Μοσχίων , πρὸς |
| καὶ ἐκ τούτου ὀδυνηθέντα καὶ κακωθέντα ἀπολειφθῆναι . διὰ τὸν χθεσινὸν ἄνθρωπον : στοχάζεται ἑτέραν πρόφασιν καὶ ὡς κρινομένου τινὸς | ||
| ἑαυτοῦ καὶ τῶν ἀδικημάτων κατασκεδάσας . Ἑωλοκρασία : τὸ οἷον χθεσινὸν καὶ ἕωλον κρᾶμα : ἡ δὲ λέξις ταύτην ἔχει |
| καὶ ἐντεῦθεν οὐκ ἐνεργεῖ . Κέχρηται δὲ καὶ αὐτὸ ὁ Ὀστάνης ἐπὶ τέλει τῆς αὐτοῦ πραγματείας λέγων : Ἐμβάπτειν δὲ | ||
| Χαλδαῖοι , ὧν πρῶτος ὁ Ζωροάστρης καὶ μετ ' αὐτὸν Ὀστάνης , ἐπέστησαν τῇ οὐρανίᾳ κινήσει καὶ εἶπον ὡς τῇ |
| περιπατεῖν , τῷ ἀέρι ἐπιβαίνειν . ὁ Σωκράτης ἔφη : ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον , ἵνα μὴ ἕλκῃ τὴν | ||
| κλάσω τὸν τράχηλον . κλασθῶ . ὥσπερ καὶ Σωκράτης ἔφη ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . πρὸς τοὺς λόγους αὐτῶν |
| ἀναπλάττονται γὰρ καὶ ἀνεγείρουσι τὰς ψυχὰς ἡμῶν εἰς ἑαυτούς , ἐγκαθήμενοι ἡμῶν νεύροις καὶ μυελοῖς καὶ φλεψὶ καὶ ἀρτηρίαις καὶ | ||
| γαστρὸς καὶ ἀπεπτεῖν ταύτην παρασκευάζει . Ἄλλον δὲ τρόπον οἱ ἐγκαθήμενοι χυμοὶ τῇ γαστρὶ προσίστανται ταῖς πέψεσι , τῷ μὴ |
| δράττεταί ? ? γε τῶν τριχῶν . ἄνθρωπε [ ] κατακόψεις με : χαῖρε ? ? ? , Κλεινία . | ||
| ! ? ? δράττεταί τε τῶν τριχῶν . ἄνθρωπε , κατακόψεις με . χαῖρε , Κλεινία . πόθεν [ πάρεσθ |
| δέ φησι κορδύλην , σκυτάλης εἶδος . Θεόφραστος δὲ τὴν ἐλάτῃ ἐμφυομένην ἴσως φησὶ καὶ τραχυνομένην . . . [ | ||
| ὅπου , ἐν Φοινίκῃ , κατετάχθην οἰκῆσαι τὸν Παρνασὸν τῇ ἐλάτῃ πλεύσασα : † Ἰόνιον κατὰ πόντον : Ἰνάχου τοῦ |
| μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σπεύσιππος ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων . φασιανὸν δὲ οὗτοι κεκλήκασιν αὐτὸν καὶ οὐ φασιανικόν . Ἀγαθαρχίδης | ||
| ' ὁ Εὐεργέτης ἐν δευτέρῳ ὑπομνημάτων τέταρόν φησιν ὀνομάζεσθαι τὸν φασιανὸν ὄρνιν . τοσαῦτά σοι περὶ τῶν φασιανικῶν ὀρνίθων ἔχων |
| χρῶ , φάρμακον δὲ πίσον ἐλατήριον , καὶ κάτω γάλακτι κλύσον , τὰ δ ' ἄλλα πυρίῃσιν ἰῶ . Ἐπὴν | ||
| κλυσμός : τρύγα οἴνου κατακαύσας τῆξον , καὶ ἐν ὕδατι κλύσον , εἶτα σίδια , μύρτα , σχοῖνον εὐώδεα , |
| , τήρει ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς ἢ καὶ πλείους , καὶ πώμασον αὐτὸ εἰς τὴν τρίτην . τοῦτό ἐστι τὸ καλούμενον | ||
| βρύου κινστέρνης κεκαυμένου καὶ τετριμμένου καλῶς μέρος ὀλίγον . Εἶτα πώμασον αὐτὸ : καὶ ἐπιχρίσας ἀσφαλῶς τὸ ἐν τῷ στόματι |
| , ὁ δὲ Ἀμφιτρύων τῇ ἑξῆς τὸν Ἰφικλέα , καὶ ἐμίχθη τὰ γένη ἀμφοτέρων . οὐχὶ δὲ ὁ Ζεὺς παρεγένετο | ||
| ἴσχειν εἰσορόωντα ἵππους : αὐτὸς δ ' αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Τεῦκρος δ ' ἄλλον ὀϊστὸν ἐφ ' Ἕκτορι |
| ταύτῃ φρυκτοὺς σκευάσω “ Γ ⌈ ἤγουν θαυμαστοὺς ἰχθύας ὑμᾶς σκευάσω ὀπτήσας . φρυκτοὺς σκευάσω ] ⌈ ἀντὶ τοῦ καύσω | ||
| κότταβον παίζειν , ἕως ἂν σφῷν ἐγὼ τὸ δεῖπνον ἔνδον σκευάσω , πάνυ βούλομαι . ἀλλ ' ἃ νόμος ἔστ |
| ἐπάνω καυκίου τίποτας : ἔναι γὰρ κολλημένος εἰς τὸ ἐπάνω καυκίον : καὶ ξύσε τον ὅλον , καὶ ἔπαρέ τον | ||
| : ξύλινον ἔκπωμα κεκοσμημένον γομφίσι πολλαῖς . κισσύβιον : ποιμενικὸν καυκίον ξύλινον , τὸ οἱονεὶ χυσίπιον . κισσύβιον : ἢ |
| ὀλίγον ἐκ τοῦ αἵματος αὐτοῦ . εἶτα ἑτέρου κούκουφος καρδίαν κατάπιε ἔτι σπαίρουσαν ἐπιπιὼν ὑδρόμελι καὶ ἔσῃ τετελεσμένος εἰς τὸν | ||
| ποτε . ] Γλυκυῤῥίζης χυλὸν πότιζε ἢ ἀνδράχνης ὅσον κύαθον κατάπιε . ἄλλο . ἀνίσου γο . αʹ . γλυκυῤῥίζης |
| καὶ θείου ἀπύρου μέρος αʹ , συνλείου καὶ ὄπτα ἐν χώστρᾳ ἢ ἐν ληκυθίῳ ἡμέραν γʹ , καὶ ἔχε . | ||
| εἶτα πῆξον εἰς ληκύνθη , καὶ ἀσφαλισάμενος , θὲς ἐν χώστρᾳ ὥρας Ϛʹ : καὶ πλύνας , βάλε εἰς θυείαν |
| : ῥαφάνου ἀφέψημα καὶ ἰϲχάδων ἀπόβρεγμα ἐν ταὐτῷ μίξαϲ καὶ χλιάναϲ δίδου πίνειν . τὰ μὲν οὖν πλεῖϲτα καὶ περιεργότερα | ||
| ἁρμόδια : χολὴν βοὸϲ ἢ μάλιϲτα χοίρου ἐν ϲιδίῳ ῥόαϲ χλιάναϲ ἔνϲταζε : τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ καὶ αἰγὸϲ χολὴ |
| ᾧ ἐφύρα , οὗτος λέγει . ἐς κόρακάς γε : ἀπόφερε τὴν ἀντλίαν καὶ σεαυτόν . ὑμῶν δέ γ ' | ||
| ἀνθύπατος . τίνι νομίσματι χρῆται ; ἀργυρίῳ . δεῖξον καὶ ἀπόφερε ὃ θέλεις . ἐλήλυθεν μοιχός . τίνι νομίσματι χρῆται |
| καὶ γλυκὺ φυλάττων τὸ ῥεῖθρον , ἀμιγὴς ἔτι καὶ καθαρὸς ἐπείγῃ οὐκ οἶδ ' ὅπου βύθιος ὑποδὺς καθάπερ οἱ λάροι | ||
| ἠδὲ εὐπνόων ϲπερμάτων . φακόϲ , ἢν μὲν ἡ αἱμορραγίη ἐπείγῃ , ξὺν ἀρνογλώϲϲου χυλῷ : ἢν δὲ μή , |
| . “ ἁλσὶ ] ἐν ἅλατι , διὰ ἁλῶν . διασμηχθεὶς : σμήχω τὸ καθαίρω , η : σμίχω δὲ | ||
| τριώβολον . ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς |
| κεφαλίοις . ἔστι δὲ ἧλος τὸ ἐπιδημίως καλούμενον καρφίον . ἥλῳ ἐειδόμενον : σκλήρωμα περὶ τὸ ἔσω τῶν χειρῶν καὶ | ||
| ἀπειροκαλίαν τινὰ μειρακιώδη ἐκπέσῃ μοι τὸ σύγγραμμα καὶ κινδυνεύωμεν ἄλλῳ ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον , ὀλίγα δέ σοι τῆς ἀρχαίας |
| φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του | ||
| αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν |
| βραχέωϲ ἀναγραφεῖϲιν ἐπὶ τῶν διὰ πάχοϲ χυμοῦ ὀδυνωμένων , ἕκαϲτον ἑψῶν ϲὺν ὄξει καὶ μέλιτι προϲπλέκων . ποιεῖ δὲ πρὸϲ | ||
| διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας , ἀποκαθαίρων , ἑψῶν ἐν οἴνῳ ὅσον πέντε ῥίζας , καὶ σέλινα συμμίξας |
| , οὐδ ' ᾗπερ προσήκει τοῖς ὁρῶσι , ἀλλ ' ἐνηλλαγμένως : τὸ γοῦν αὐτὸ καθ ' αὑτὸ πολλαπλοῦν νομίζει | ||
| τὸ ζῶιον : ὅταν δὲ μὴ οὕτως γίνηται , ἀλλ ἐνηλλαγμένως [ ] ἡ γένεσις , νόσους ἐπιφέρει . καὶ |
| δὲ , φησὶν Ἐπαρχίδης , ἡ ἄμπελος ἡ τὸν Ἰκάριον Πράμνιον φέρουσα ὑπὸ τῶν ξένων μὲν ἱερὰ , ὑπὸ δὲ | ||
| τῶν πάνυ παλαιῶν . ἀπὸ τοῦ βασιλεύσαντος Ἀθήνησι Κόδρου . Πράμνιον οἶνον ἔπιες : Ἀρίσταρχος ἐπιμελῶς τὸν ἡδὺν οἶνον πράμνιον |
| γὰρ ἀλεξιφάρμακον εἶναι πρὸς τὰς διοσημείας . Τὰ δὲ ὠὰ φυλάξεις χειμῶνος μὲν ἐν ἀχύροις , θέρους δέ , ἐν | ||
| καρποὺς ἢ τὰ δένδρα ἢ τὰς ἀμπέλους , ἀβλαβῆ πάντα φυλάξεις . Ἐπίγραψον ἐν τῷ ἀρότρῳ φρυήλ , καὶ ἐν |
| τρόπον τοῦτον . Ῥοῦν μαγειρικὸν ἀποβρέχων ὀμβρίῳ ὕδατι , ὥστε διανυκτερεῦσαι , εἶτα ἐπιμελῶς ἀποθλίβων τὸν ῥοῦν , ἐμβάλλω τῷ | ||
| χρείας . Πολλάκις γὰρ τρεπομένων ἐχθρῶν καὶ ὀχυρώματι προστρεχόντων χρεία διανυκτερεῦσαι ἢ προσεδρεῦσαι αὐτοῖς ἢ τὴν συμβολὴν μέχρις ἑσπέρας παρατείνεσθαι |
| [ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
| Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
| ᾠὰ , σεμίδαλις . εἰώθασι δὲ καὶ τὸν ἐγκέφαλον ὀπτᾶν κατειλήσαντες τοῖς τῆς συκῆς φύλλοις , ἢ μετὰ τῆς ἄλλης | ||
| μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ : οὕτως γὰρ διὰ τὴν τοῦ |
| σελήνης τὸ πρὸς γῆν μέρος ἐζόφωται , νουμηνίᾳ δὲ πέφυκεν ἀναλάμπειν . τρίτον δὲ ὅτι τῷ ἐλάττονι καὶ ἀσθενεστέρῳ κατ | ||
| τῶν ῥιπιδίων ῥιπιζομένους οὐ καίεσθαι , ὑπὸ δὲ ὕδατος ῥαινομένους ἀναλάμπειν . οὐδὲν δὲ ἑρπετὸν τὴν ὀσμὴν αὐτῶν ὑπομένειν . |
| ' ἀμφορεαφόρος τις ἀποφορὰν φέρων . οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ ' ἐνδεδυμένην ; ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' | ||
| ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα παρυφές , ξυστίδα , |
| . εἰ δὲ χρεία τις εἴη , καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα | ||
| ἀπὸ τοῦ πυρὸς , καὶ οὕτως ἐπίβαλλε τὸν πρὸ μιᾶς βραχέντα ἄρτον , καὶ ἑνώσας τῇ σπάθῃ καὶ ψύξας καὶ |
| , καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ | ||
| τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον |
| ῥοδίνου χριόμενον κεφαλαλγίας παύει . ἄλλο . γλήχωνα καὶ ἁλὸς πεφρυγμένον μίξας εἰς τὰ αὐτὰ λείοις χρῶ . ἄλλο . | ||
| καὶ μαλθακὸν φανῇ : εἶτα τρίψας λεῖον , ξύμμισγε κύμινον πεφρυγμένον , καὶ λευκὰ σήσαμα , καὶ ἀμυγδάλας νέας τρίψας |
| ἡμιόλιον . ἐπὶ τῷ τέλει πάντων κορωνίς . 〛 τὸν κλέψαντα τὸν κύνα τὸν Κέρβερον . ἥκει τῳ κακόν : | ||
| δὲ πρὸς αὐτάς : ” κάκιστα ζῷα , τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε , ἐμὲ δὲ τὸν |
| τῶν καθ ' ἕκαστα . καὶ γὰρ εἰ τὸ τρίγωνον ᾐσθανόμεθα ὅτι δύο ὀρθαῖς ἴσας ἔχει , οὐκ εἴχομεν ἂν | ||
| τὸν οὐρανόν , πολλάκις δὲ καὶ νήσους : καὶ γὰρ ᾐσθανόμεθα φερομένου αὐτοῦ ὀξέως πρὸς πᾶν μέρος τῆς θαλάττης . |
| καὶ τὴν ἐμαυτοῦ προαίρεσιν κατὰ φύσιν ἔχουσαν τηρῆσαι : οὐ τηρήσω δέ , ἐὰν ἀγανακτῶ πρὸς τὰ γινόμενα . Ταράσσει | ||
| ἅλμα : ὅμως εἰ καὶ κινδυνεύω τελειῶσαι τὸ ποίημα , τηρήσω γε τὴν ὑπόσχεσιν , ὥσπερ καὶ ἡμεῖς λέγομεν : |
| τὸ στόμα μετὰ σκεπάσματος μολυβδίνου καλῶς , καὶ τὸ ῥηθὲν ὑέλινον κλοκίον ἀλείψας μετὰ πηλοῦ πυριμάχου λεπτὸν ἄλειμμα . Εἶθ | ||
| οὕτως : ἐγχέαντα τὸ ὄγδοον μόριον τοῦ γάλακτος εἰς ἀγγεῖον ὑέλινον ἐμβάλλειν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις , |
| σαφέστερον καὶ ἐναρθρότερον παιδίου μεῖζον φθέγμα ἀφιέντες καὶ λέγοντες : Τρὶς τοῖς κακοῖς τὰ κακά . λέγει δὲ ὁ αὐτὸς | ||
| κατὰ δὲ τὸ δέρμα τῆς φλεβὸς ἧλος διήρειστο χαλκοῦς . Τρὶς δὲ ἑκάστης ἡμέρας τὴν νῆσον περιερχόμενος ὁ Τάλως ἐτήρει |
| , ἵν ' ᾖ , μίαν ἡμέραν ἐάσας ἀδίκαστον . ἔνθου : ἐπὶ τοῦ ψωμοῦ καὶ τοῦ ἀκόλου οὕτω λεκτέον | ||
| ἀκρατισμοῦ λέγεται . καὶ Μένανδρος “ παλαιὸν ἐντραγεῖν ” . ἔνθου ] φάγε . Γ ἔνθου ] χαῖρε . ἔνθου |
| τὰ ἐπὶ πλέον ψύχοντα , ὡϲ κώνειον , ϲκληρύνει τοὺϲ ὑμέναϲ : καὶ τὰ ἐμπλάϲϲοντα , καθάπερ ψιμμύθιον , παχύνει | ||
| τῆϲ ὀδύνηϲ ἐϲτίν : ὁ δὲ νυγματώδηϲ ϲυνίϲταται περὶ τοὺϲ ὑμέναϲ . ὁ δὲ διαΐϲϲων πόνοϲ ϲυμβαίνει ταῖϲ ϲφοδροτάταιϲ οὐχ |
| ἐπιδήϲαϲ ἔαϲον ἡμέραϲ Ϛ , τῇ δὲ ζʹ λύϲαϲ κατακέντηϲον βελόνῃ τὸ ϲτίγμα καὶ ἀποϲπογγίϲαϲ τὸ αἷμα μετ ' ὀλίγον | ||
| , ὥστ ' εἰ καθ ' ὁτιοῦν αὐτοῦ μέρος νύξειας βελόνῃ λεπτῇ . πάντως [ ὡς ] τὰ τρία γένη |
| ἐν τοῖϲ ὑπὸ κύνα καύμαϲιν . ἐϲτὶ γὰρ ὥϲπερ ἄνθοϲ ἐφιϲτάμενον τοῖϲ τοιούτοιϲ ὕδαϲιν . Ἁλὸϲ ἄχνη ἀφρῶδέϲ ἐϲτιν ἐπάνθιϲμα | ||
| Ἁλὸϲ ἄχνη ἀφρῶδέϲ ἐϲτιν ἐπάνθιϲμα τῶν ἁλῶν ταῖϲ πληϲίον πέτραιϲ ἐφιϲτάμενον . λεπτομερεϲτέραϲ δὲ πολὺ φύϲεωϲ ὑπάρχει αὐτῶν τῶν ἁλῶν |
| οὐδέπω . τῶν δ ' ἑφθῶν ποδῶν μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Δουλοδιδασκάλῳ : ὡς παρασκευάζεται δεῖπνον πῶς ἂν εἴπαθ ' ἡμῖν | ||
| ὑποκατώρυκται δὲ ἐν κυαθίδι τρικτὺς ἀλεξιφαρμάκων . ΚΥΛΙΞ . Φερεκράτης Δουλοδιδασκάλῳ : νυνὶ δ ' ἀπόνιζε τὴν κύλικα δώσων πιεῖν |
| Διὰ μόρων ἁπλοῦν : τῶν μόρων τοῦ χυλοῦ κοτύλας πέντε προεψήσας ἄχρι γλοιώδους συστάσεως , πρόσβαλλε μέλιτος λίτραν μίαν καὶ | ||
| πολλάκις ἐκρέμασα ἐκ ποδῶν . εἶτα πάλιν οἴνῳ διέβρεξα καὶ προεψήσας μετὰ πολλοῦ πιπέρεως τὰ προειρημένα χναυμάτια ἔβυσα διὰ τοῦ |
| πλυνούς . ἀφ ' οὗ καὶ τὸ λοιδορεῖν πλύνειν καὶ πλυνόν με ποιεῖς ἡ κωμῳδία φησίν , ἤγουν ἐξονειδίζεις καὶ | ||
| . Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς , πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσιν . Ὄναιο μέντἄν , |
| τεκόντα ς ' , ὦ Κύκλωψ , μὰ τὸν μέγαν Τρίτωνα καὶ τὸν Νηρέα , μὰ τὴν Καλυψὼ τάς τε | ||
| . τοῦτον Ἀπολλώνιος ποτὲ μὲν Εὐρύπυλον προσαγορεύει , ποτὲ δὲ Τρίτωνα . Ἀκέσανδρος δέ φησιν ἀδελφὸν εἶναι τὸν Εὐρύπυλον Τρίτωνος |
| ἐξελύθησαν ὥστε τινὲς αὐτῶν οὔτε ἀνατέλλοντα τὸν ἥλιον οὔτε δυόμενον ἑωράκασιν . Θεόπομπος δὲ χιλίους φησὶν αὐτῶν ἄνδρας ἁλουργεῖς φοροῦντας | ||
| τοῦ νῦν ὑπεροχῇ . Οὕτω παραπλησίαν τῇδε πανήγυριν οὔπω πρότερον ἑωράκασιν οὔτ ' ἀνθρώπων οὔτε θεῶν ὀφθαλμοί . Ἐπανήκει μετὰ |
| ἀρχά . Φρύγιον αὔλησε μέλος τὸ Κερβήσιον , ἀάνθα : ἀγίσδεο αὐτὸν † ἀγᾶ , † γέργυρα γέρρον : δοάν | ||
| τοῦ τὸν Ἀλκμᾶνα εἰπεῖν : ἀγίσδεο : ἀντὶ τοῦ ἅζεο ἀγίσδεο εἶπεν , . , + . , + . |
| . θ ἴμεν ] πορευθείημεν . ἴμεν ] πορευόμεθα . συνθάψομεν ] σὺν τῇ Ἀντιγόνῃ . συνθάψομεν ] τὸν Πολυνείκην | ||
| . ἡμεῖς μὲν πορευσόμεθα εἰς τοὺς κλαίοντας τὸν Πολυνείκην καὶ συνθάψομεν . ἡμεῖς ] καλῶς λέγεις . θ ἴμεν ] |
| τοῦτο οὖν τὸ πόλισμα ἐρχόμενος ἐξ Ἡραίας τόν τε Ἀλφειὸν διαβήσῃ καὶ σταδίων μάλιστά που δέκα διελθὼν πεδίον ἐπὶ ὄρος | ||
| δὲ ἔχων τὸν Μαλοῦντα ἐν δεξιᾷ μετὰ σταδίους ὡς τριάκοντα διαβήσῃ τε αὐτὸν καὶ ἀναβήσῃ δι ' ὁδοῦ προσαντεστέρας ἐς |
| φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές | ||
| Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' |
| τάχ ' αὖ ς ' ἐφ ' ὕεσσι κύνες ταχέες κατέδονται οἶον ἀπ ' ἀνθρώπων , οὓς ἔτρεφες , εἴ | ||
| σημαίνει δὲ τὸ ἕλκουσι , δι ' οὗ δηλοῦται τὸ κατέδονται : τοιοῦτοι γὰρ οἱ γῦπες : ἀντιβαίνοντες τοῖς ποσὶ |