ἐπιστήμην ἐνέτεκεν εὖ πεφυκότος εὖ πεφυκότι : κακῶς δὲ ἂν φυῇ , ὡς ἡ τῶν πολλῶν ἕξις τῆς ψυχῆς εἴς
ἀκανθώδεας , τὸ δὲ φύλλον τέρεν καὶ χλωρόν , τῇ φυῇ περιφερές . καρποφορεῖ δὲ δὶς τοῦ ἔτεος , ἦρός
6493869 μελαινομενη
ὡς τέφρα γιγνομένη , καὶ αὖθις μηλινοειδής , καὶ ἄλλοτε μελαινομένη , καὶ ἄλλοτε εἰς † ὄψιν † ἄγει τοὺς
ἐϲτὶν ἡ θειόχρουϲ λεῖα ὁμαλὴ καθαρὰ καὶ ἐν τῇ θίξει μελαινομένη ταχέωϲ . Πομφόλυξ ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ Κυπρία , ἐν
6422842 νεατῃ
, κυανέου πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ
, ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . Τότε δ ' αὐτὸν
6407050 ἀμμος
: γράφω γραμμός τρίβω τριμμός θλίβω θλιμμός . τὸ δὲ ἄμμος καὶ ψάμμος θηλυκά . ἔτι καὶ τὸ μνάμμος βαρύνεται
“ χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ” ψάμαθος ἡ παραθαλάσσιος ἄμμος . ψεδνή ἀραιά , μαδαρά , οἷον ἀπεψιλωμένη .
6303021 Ἀραβιῃ
δὴ λέγεται , ῥηθῆναι . Ποταμός ἐστι μέγας ἐν τῇ Ἀραβίῃ τῷ οὔνομα Κόρυς , ἐκδιδοῖ δὲ οὗτος ἐς τὴν
τόδε μὲν οὐκ ὄπωπεν , ὄπωπεν δὲ φοινικοβατέοντας ἢ ἐν Ἀραβίῃ ἢ ἐν Αἰγύπτῳ ἢ ἄλλοθί κου , οἶδε τὸ
6293194 σφιγγομενος
. Ἔστι δ ' ὥσπερ χερρονήσου μεγάλης ἰσθμὸς οὗτος , σφιγγόμενος θαλάτταις δυσὶ τῇ τε τοῦ Ἰσσικοῦ κόλπου μέχρι τῆς
ἐπιστάντος ῥᾳδίως ἄπεισιν , ὡς ἂν οὐκέτι βίᾳ κρατούμενος οὐδὲ σφιγγόμενος . ἐκ τούτων ἐνίοτε οἱ θεοί τινας καὶ παρέδρους
6145746 ἁλυκος
' ὥστε μὴ ἐπιδέχεσθαι ῥᾳδίως τοὺς ἄλλους ὥσπερ ὁ Ἐρυθραῖας ἁλυκός τις ὢν καὶ μαλακός . Τὴν αἰτίαν πειρατέον ἐκ
ἐστι καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀλυκτοπέδη . . . . ἁλυκός : παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς
6141433 κυανεη
παναμειδήτοισι προσώποις : κάρχαρον , οὐλόμενον , ταναὸν στόμα , κυανέη ῥίς , ὄμμα θοόν , σφυρὸν ὠκύ , τορὸν
τὸ νόσημα ὑπήντησεν . Ὅμηρος : νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη , τὸ μὲν οὔποτε : ὡς πρὸς τὸ νέφος
6131963 ἐνερευθηϲ
δὲ ἐκ πληγῆϲ ἢ θλάϲματοϲ , κατ ' ἀρχὰϲ μὲν ἐνερευθὴϲ καὶ ἐπώδυνοϲ γίνεται ὁ ὄγκοϲ , ὕϲτερον δὲ ἀργευομένου
θαλάϲϲηϲ . Τοῖϲ ὑπὸ φαλαγγίων δεδηγμένοιϲ αὐτὸϲ μὲν ὁ τόποϲ ἐνερευθὴϲ φαίνεται καὶ ὅμοιοϲ κεντήμαϲιν , οὔτε ᾠδηκὼϲ οὔτε περίθερμοϲ
6130739 συνερχεται
κολλώδους κατηγορήσει οὐσίαν , δι ' ἣν καὶ πρὸς ἑαυτὰ συνέρχεται πυκνούμενα , ὅτε τοῦτο τύχῃ , τὰ παρυφιστάμενα ὥσπερ
τὸν Κυδαντίδην τοῦ δήμου προστάξαντος ζητῆσαι τὴν βουλήν , εἰ συνέρχεται τοῖς φυγάσιν εἰς Μέγαρα , καὶ ζητήσασαν ἀποφῆναι πρὸς
6130340 ψυχρῃ
μὲν οὕτω ῥηΐσῃ : ἢν δὲ μὴ , κεραμικῇ γῇ ψυχρῇ καταπλάσσειν , καὶ ἐν τῇ αἰθρίῃ κοιμάσθω . Οὕτω
ξυνίϲταται ἡ νοῦϲοϲ , ἀτὰρ καὶ ἡλικίῃ καὶ ὥρῃ . ψυχρῇ ἐπιφοιτῇ χώρῃ , καὶ χείματι καρτερῷ . Περὶ δυϲεντερίηϲ
6129106 ναυλοχοι
τοιαύτην οἵαν φησὶν ὁ ποιητής „ λιμένες δ ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι . ” ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος μένειν καὶ
οἷά ποτε Θήβᾳ [ ] τε καὶ ἁνίκα [ ] ναύλοχοι [ ] ήλασαν [ ἐννύχιον ] κρυφα [ [
6125721 ὀγμους
ἐγχαράξεις τῆς γῆς . γράφεται ἀγμοὺς ἀντὶ τοῦ αἰγιαλούς * ὄγμους : ῥήξεις . περὶ ἀμφισβαίνης τὸν δὲ μετ '
εἶναι . ὄγκους τοὺς πώγωνας τῶν βελῶν τῶν τοξικῶν . ὄγμους τοὺς τῶν θεριζόντων στίχους καὶ τοὺς αὔλακας . ὄγχναι
6118973 ἑπτακλινος
τὴν ἐπιφάνειαν . Παρέκειτο δὲ τῷ συμποσίῳ τούτῳ καὶ κοιτὼν ἑπτάκλινος : ᾧ συνῆπτο στενὴ σῦριγξ , κατὰ πλάτος τοῦ
ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Θὲς ἑπτάκλινον . ἑπτάκλινος οὑτοσί . καὶ πέντε κλίνας Σικελικάς . λέγ '
6056864 οἰκοδομηται
ἐστι δυνάμει , ποτὲ μὲν ἐνεργεῖν ὡς οἰκοδομητόν , ὅταν οἰκοδομῆται , ποτὲ δ ' οὔ , οἷον εἰ κέοιντο
πάσαις ταῖς πυργοποιίαις , ἵνα κατὰ μηθὲν τὸ τεῖχος ἀμφίβολον οἰκοδομῆται . δεῖ δὲ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν τοὺς τάφους
6041019 ῥεεθρον
. Οἱ δὲ καὶ τὸ παράπαν λέγουσι καὶ τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι : ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι : κῶς
τὸν ] πρὸς μεσαμβρίης , ἀγκῶνα προσχώσαντα τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρῆναι , τὸν δὲ ποταμὸν ὀχετεῦσαι τὸ μέσον τῶν
6009793 ἀλωαι
ἐγγύθεν ἄλλο πῆμ ' ἀίδηλον ἔην . πέρθοντο γὰρ ἠμὲν ἀλωαί ἠδ ' οἶαι τῆμος δῄῳ ὑπὸ δουρὶ Λύκοιο καὶ
κόνυζαν : δριμὺς γὰρ μάλιστα ὁ ταύτης καπνός . ἠμὲν ἀλωαί : αἱ ἀμπελόφυτοι χῶραι . οἶαι δὲ αἱ κῶμαι
6007029 σχισθηναι
Ἰνδῷ . ἔνθεν δὴ ὁ Ἰνδὸς πρὶν ἐς τὸ Δέλτα σχισθῆναι οὐκ ἀπιστῶ ὅτι καὶ ἐς ἑκατὸν σταδίους ἔρχεται καὶ
καὶ οὐ γὰρ κατετίθεντο οὐδ ' οὕτω τοὺς γονέας διχῇ σχισθῆναι λέγεται τὸν ῥύακα , καὶ αὐτούς τε τοὺς νεανίσκους
6005489 Στυραξ
δὲ χρὴ τοιάδε : Ψυχή , Θυμός , Πόρπαξ , Στύραξ , Λογχή , Λόχος , Φρουρά , Φύλαξ ,
. φύεται ἐν ὀρεινοῖς χωρίοις καὶ προσηνέμοις καὶ πλατανώδεσιν . Στύραξ δάκρυόν ἐστι δένδρου ὁμοίου κυδωνίᾳ : διαφέρει δ '
6004884 γαλακτωδης
βρεχομένοις . περιτρέφεται : γίνεται , αὐξάνεται . γλαγόεσσα : γαλακτώδης , ἀφρώδης , λευκή . Μύξα : ἀφρὸς ,
δ ' ὑπόχλωρος , ἰασπίζων , ἐν δὲ τῷ διίεσθαι γαλακτώδης φαινόμενος , ἀναδάκνων σφοδρῶς . Ὁ δὲ Ἰουδαϊκὸς γεννᾶται
6001953 ἐρσην
δὲ ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα καὶ ἐν αὐτῇ ᾖ ὁ ἔρσην τῇ ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα
: ὁ κακοποιός , ἤγουν ὁ μόρον ἄγων καὶ λιχμώμενος ἔρσην : ἀντὶ τοῦ ζητῶν ἢ λείχων τὴν δρόσον τῶν
6001100 θερεϊ
γάρ θ ' ὕδατι λιαρῷ ῥέει ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ἐικυῖα χαλάζῃ : ἡ διπλῆ ὅτι ἐκ τῆς
γίγνεται ἐξ αὐτῆς ὡσεὶ πυρός . ἡ δ ' ἑτέρη θέρεϊ προρέει ” εἰκυῖα χαλάζῃ ἢ χιόνι ψυχρῇ . ”
5999019 ἀμικτος
ὁ δ ' ἐναντίος σκαιός , ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων ,
πᾶσα ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν , καὶ ὅταν ἀκριβῶς ᾖ πυρώδους ἄμικτος οὐσίας , ἀδηκτότατα ξηραίνει : συντελεῖ δ ' εἰς
5990770 δηναιον
περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ
περιπλεκόμεναι . σπείρῃσιν : πλοκάμοις . Παρθενικαί : παρθένοι . δηναιόν : μετὰ χρόνον , μακροχρόνιον . Ἀπήμονα : ὑγιῆ
5980025 κλειστος
δ ' ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἐστ ' ἐν αὐτῇ καὶ λιμήν κλειστός . Καλεῖται Δρυοπὶς ἡ χώρα δ ' ὅλη .
πρώτη πόλις πρὸς ἥλιον δυόμενον ἡ προειρημένη Φαλασάρνα καὶ λιμὴν κλειστός : Πολυρρηνία , καὶ διήκει ἀπὸ βορέου πρὸς νότον
5974951 ἀλγεον
μετακοσμηθείη . οὐδὲ ἀλγεῖ : οὐ γὰρ ἂν πᾶν εἴη ἀλγέον : οὐ γὰρ ἂν δύναιτο ἀεὶ εἶναι χρῆμα ἀλγέον
καὶ ἀπερεύγεται τὸ πόμα θερμὸν , καὶ ἐπὶ μὲν τὸ ἀλγέον οὐκ ἀνέχεται κατακείμενος , ἐπὶ δὲ τὸ ὑγιές :
5958311 ἐρευγεται
πολὺς ὠκεανός : τρεῖς γὰρ κόλπους μεγάλα κύματα ἔχοντας συστρέφων ἐρεύγεται ἢ ἀποτίκτει ἐξ ἑαυτοῦ ἔσωθεν βάλλων εἰς τὴν ἤπειρον
' ἀμφαδὸν ἄμμιγα παύροις Πόντον ἐς Ἄξεινον κυρτὴν ὑπ ' ἐρεύγεται ἄκρην . καί νύ κε δηθύνοντες Ἀμαζονίδεσσιν ἔμειξαν ὑσμίνην
5945479 Ἁλιμουσιος
ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι πύλαις καλουμέναις ἐστὶν ἐν
Λεοντίδος φυλῆς . Καλλίμαχος δὲ πόλιν ἡγεῖται . ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα ,
5938511 ἀμιγης
διὰ τῆς θαλάσσης συνεστὼς καὶ γλυκὺ φυλάττων τὸ ῥεῖθρον , ἀμιγὴς ἔτι καὶ καθαρὸς ἐπείγῃ οὐκ οἶδ ' ὅπου βύθιος
ἐπανέπλει τὸ ποτὸν καὶ ἐπανῄει . καὶ ἄκρατος οἶνος , ἀμιγὴς πρὸς ὕδωρ , ἄμικτος . ἄκρατον σπάσαι . κεκραμένος
5937475 πρωτευει
, τὴν δὲ ⌊ δευτέρως ⌋ : δηλονότι ἡ μὲν πρωτεύει , ἡ δὲ ἕπεται . εἰ δέ τις εἴποι
γένος καὶ ἡ διαφορὰ καὶ τὸ εἶδος , καὶ ὅτι πρωτεύει μὲν τὸ γένος , δευτέραν δὲ τάξιν ἔχει τὸ
5926859 φλομῳ
ὃ καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ παλαιὰ ἕλκη θεραπεύει . Ἄρκτιον φλόμῳ παραπλήϲιόν ἐϲτι , τὴν δὲ ῥίζαν ἁπαλὴν καὶ λευκὴν
λίγνυϲ κατὰ τὸ λ ῥηθήϲεται . Αἰθιοπὶϲ παραπλήϲια μὲν ἔχει φλόμῳ τὰ φύλλα , τῆϲ δὲ ῥίζηϲ αὐτῆϲ τὸ ἀφέψημα
5923619 σφαιρηδον
προϊδὼν ὀλοφώϊον ἑρπυστῆρα , φραξάμενος πυκινῇσιν ὑπὸ προβλῆσιν ἀκάνθαις εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων
φυσῶντος . ἐνιχρίμψειεν : βάλοιεν . Αἶψα : ταχέως . σφαιρηδόν : σφαίρασα παρὰ τὸ αἴραν , οἱονεὶ εἰς ὕψος
5919749 Ῥησῳ
, καὶ μαχόμενος ἐπὶ ποταμῷ τῷ νῦν ἀπ ' ἐκείνου Ῥήσῳ καλουμένῳ , πληγεὶς ὑπὸ Διομήδους ἀποθνήσκει . Ἡ δὲ
Ἐκ ταύτης γὰρ ὁ Σαρπηδὼν , ὡς ἱστορεῖ Εὐριπίδης ἐν Ῥήσῳ . Ὁ δὲ Ἡρόδοτος συγκατατίθεται αὐτὴν ἀπὸ γυναικὸς εἰρῆσθαι
5906434 συρρει
ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀφαιρουμένης καὶ θολοειδῶς ἐκθρομβιαζομένης εἰς κοιλότητα : συρρεῖ γὰρ ὁ ὀπὸς εἰς αὐτὴν καὶ οὕτως ἀναλαμβάνεται εἰς
καὶ ἀδυναμία παρέπεται καὶ συντήκεται τὰ σώματα κατὰ βραχύ : συρρεῖ γὰρ πρὸς τὴν μήτραν κατ ' ὀλίγον ἡ ἀπὸ
5901796 δυσπαιπαλος
οὐ κάρτος ἔχει : τοῖός μιν ἀθέσφατος ὄχλος αἰόλος ἀμφιέπει δυσπαίπαλος ἑρπηστήρων . δὴ τότε δὴ βαρύθων ἔστη κρατερῆς ὑπ
ἁπαλή τε : τάχ ' αἰγὸς ἂν ἀντιφερίζοι τρηχυτάτῃ χαίτῃ δυσπαίπαλος , οὐκ ὀΐεσσι . Τοίην που καὶ σοῦβος ἔχει
5898939 ἀνδροπαις
. ὀρνιθόπαιδος ὀρνιθοφυοῦς . τὸ δὲ ὀρνιθόπαις καὶ καλλίπαις καὶ ἀνδρόπαις καὶ τὰ ὅμοια διπλῶς νοοῦνται , ἡ δὲ ἔννοια
εὐειδές , ἐπεὶ ἡ πρῷρα ὡς ὄψις ἐστὶ νεώς . ἀνδρόπαις δὲ ἀνὴρ ὁ νεωστὶ εἰς ἄνδρας ἐλθὼν ἢ ὁ
5894359 λιχμαζουσι
καὶ ἄμοχθον ἐδωδήν . ὄστρεα μὲν κληῗδας ἀναπτύξαντα θυρέτρων ἰλὺν λιχμάζουσι καὶ ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι :
θαλάσσης , γηθόσυνοι , κεραὸν δὲ περισαίνουσιν ὅμιλον ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἀθρόοι ἀμφιχέονται , πυκνὰ κατασκαίροντες : ἔχει δ
5893844 Ἀλκη
τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ ' ἐνταῦθα τὸ ἔλυτρον . Ἀλκή : δύναμις , πόλεμος , μάχη . μέγα νεῖκος
, ἅτινα , ἤως ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀγλαΐα . Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες :
5889339 Ἡι
- κοῦν , ἀλλὰ προσεπισφραγιζόμενος τὸ τῆς ἐξουσίας προσέθηκεν , Ἧι λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν , τῇ νηὶ δὴ λέγων
δέ που ταὐτὸν πεπονθὸς ὅμοιον : οὐχί ; Ναί . Ἧι δὴ τὸ ἓν ἕτερον τῶν ἄλλων πέπονθεν εἶναι ,
5883158 διαφεις
καταβὰς διέπλευσεν ἐς τὴν Ἰταλίαν καὶ ἐς Ῥώμην ἠπείγετο , διαφεὶς ἐν Βρεντεσίῳ τὸν στρατὸν ἐς τὰ οἰκεῖα : ἐφ
ἐς Βρεντέσιον ἐπέρα καὶ τὴν λοιπὴν στρατιὰν ἐς τὰ οἰκεῖα διαφεὶς ἐπανῆλθεν εἰς Ῥώμην . Ῥόδιοι δὲ καὶ Εὐμένης ,
5882091 θηρειον
Ἐρχθέντας : κλεισθέντας , ζωγρηθέντας , κρατηθέντας , κυκλωθέντας . θήρειον : θηρευτικὸν , τὴν τοῦ θηρὸς , οἰκίαν .
, οὕς φησιν ὁ Πλάτων δαίμονας . Ὅταν δὲ συνέπηταιτὴν θήρειον φύσιν ἑλομένηψυχὴ ἡ συνηρτημένη τῇ ὅτε ἄνθρωπος ἦν ,
5874824 σπινθηρ
. . ἐφεψαλώθη ] κατεκάη , φέψαλος γὰρ ὁ μικρὸς σπινθήρ . ἐξεβροντήθη ] παρετράπη , ἐξησθένησε , ὥσπερ οἱ
παρὰ τὸ σπεῖραι οὖν , καὶ παρὰ τὸ θέρω , σπινθήρ . Συνάορος . παρὰ τὸ συναρηρέναι : συνηαρός τις
5871931 ἀολλεις
ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ '
κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας
5871449 νιφετος
παραφέρων , συγκλύζων , πηγάς τινας ἀφιείς , ὄμβρος , νιφετός , ποταμός , πυκνός , συνεχής , ἄπταιστος ,
μὴ καθέλῃ , οὐ σεισμός , οὐκ ἄνεμος , οὐ νιφετός , οὐκ ὄμβρος , οὐ φθόνος , οὐκ ἐχθρός
5862930 ψαφαρᾳ
ὧδ ' ὠγυγίαν Ἀίδᾳ προϊάψαι , δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν περθομέναν ἀτίμως ,
] λεπτότητι εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρᾷ καὶ ψαμμώδει . ψαφαρᾷ ] εἰς χοῦν λεπτυνθείσῃ ἢ ξηρανθείσῃ , ψαμμώδει :
5857728 ἀδρανεες
θοοὶ ξανθοί τ ' ἐρυθῖνοι καὶ κίθαροι καὶ τρίγλα καὶ ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι
ἐρυθῖνοι : λιθρινάρια , ῥούσια . Κιθάρη : κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ
5852106 ΣΟΣ
τὸ μέντοι Θυεσσός δύο ΣΣ ἔχον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα ὀξύνεται : εἰ δέ τι
τὸ μέντοι Σῶσος ἀπὸ τοῦ σώσω βαρύνεται . Τὰ εἰς ΣΟΣ δισύλλαβα ἀρσενικὰ μονογενῆ παραληγόμενα διχρόνῳ ἐκτεταμένῳ βαρύνεται : Ἶσος
5850844 συντριβουσι
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν ,
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον
5850594 ἀναρθρον
ἦι , κινουμένου τοῦ ἀέρος ἦχον εἶναι καὶ τὸν ψόφον ἄναρθρον διὰ τὸ μὴ προσπίπτειν πρὸς ἠρεμοῦν . ὁρᾶν δ
πλατεῖα , γεμίζουσα τὸ στόμα , ἀργὴν τὴν ὁμιλίαν καὶ ἄναρθρον ποιεῖ : ἡ δὲ στενὴ καὶ μικρά , ἐπερείδεσθαι
5848988 πραϲιῳ
καὶ καϲτόριον τῷ ϲικυωνίῳ παραμικτέον : ἐπὶ ποδαγρικῶν τε καταιονοῦμεν πραϲίῳ ἐν ὕδατι ἢ οἴνῳ ἡψημένῳ . Περὶ ἐγκαθιϲμάτων .
ληφθεὶϲ αἷμα δι ' οὔρων ἄγει . Ὅρμινον παραπλήϲιόν ἐϲτι πραϲίῳ τὴν ἰδέαν θερμόν τε καὶ μετρίωϲ ξηρὸν καὶ ῥυπτικόν
5842507 χελλων
φεραῖος τῇ ἀφ ' αὑτοῦ γενομένῃ μύξῃ , ὁ δὲ χελλὼν ἄμμῳ καὶ ἰλύι . λέγεται δὲ καὶ ὅτι τὸν
δὲ χελλών , ὃ δὲ φεραῖος . καὶ ὁ μὲν χελλὼν πρὸς τῇ γῇ νέμεται , ὁ δὲ φεραῖος οὔ
5842181 καλυπτρᾳ
[ ] πασιφανὴς Ἀρετὰ [ ] κρυφθεῖς ' ἀμαυροῦται [ καλύπτρᾳ , ] ἀλλ ' ἔμπεδον ἀκαμάτᾳ [ ] βρύουσα
σκότῳ τὸ πρὶν ἀμυδρὸν ὄνομαΠοδάρκης γὰρ πρότερον ἐκαλεῖτο τῇ δὲ καλύπτρᾳ ἐξωνηθεὶς Πρίαμος μετεκλήθηοὗτος ἀμφὶ τύμβῳ καὶ ναῷ τοῦ Ἀγαμέμνονος
5830579 κρυοεσσα
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ ,
5829037 σπειρῃ
χρῆσθαι ἐκλεξάμενον , ἐάν τε πολὺ ἐάν τε ὀλίγον σπέρμα σπείρῃ τις , ἢ ἀρξάμενον ἀπὸ τοῦ πρωιμωτάτου μέχρι τοῦ
: οὐρὴ δὲ κρέμαται ὑπὲρ αὐτοῦ Κενταύροιο . Μέσσῃ δὲ σπείρῃ Κρητήρ , πυμάτῃ δ ' ἐπίκειται εἴδωλον Κόρακος σπείρην
5828321 χροιῃ
, ἄθυμοι , μελαγχολώδεεϲ . ἐπὶ δὲ τὸ λευκότερον , χροιῇ μὲν λευκόχλωροι , γνώμῃ δὲ φαιδρότεροι : ϲιτίων ἄρξαϲθαι
, πολέες δέ τε χάρμ ' Ἀφροδίτης : ἤρισε γὰρ χροιῇ . τὸ δέ που ἐπὶ μέσσον ὄνειδος ὅπλον βρωμήταο
5826667 ἐργαϲηται
ὅταν δ ' ἐπιπεϲόντα τὰ νοϲήματα ϲτάϲιν τινὰ καὶ ἀναρχίαν ἐργάϲηται , ἐφ ' ὅϲον ἂν ἰϲχύϲῃ τὰ πάθη ,
αὐτοῖϲ ἐπικρατείαϲ ἴϲωϲ ἄν τιϲ καὶ τὸ ἐπιδιδόμενον ποικίλον ϲτοχαζόμενοϲ ἐργάϲηται ποτὲ μὲν ἐξ ἴϲου , ποτὲ δὲ κατ '
5826644 ἀποληγει
ἀλλ ' Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος , οὐδ ' ἀπολήγει χαλκῷ δηϊόων : τῷ γὰρ Ζεὺς κῦδος ὀπάζει .
ἠὲ βάλῃσιν , ἀλλά τε καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς , πρίν γ ' ἠὲ ξυμβλήμεναι ἠὲ δαμῆναι
5822574 μεταλλαγῃ
αἱρήσομαι . Ἦ πολλά γ ' ἐν μακρῷ χρόνῳ γίγνεται μεταλλαγῇ πραγμάτων : μένει δὲ χρῆμ ' οὐδὲν ἐν ταὐτῷ
ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταβολῇ . θ ἀντροπαίᾳ
5817532 εὐστροφος
τὴν ἴτυν καὶ τὴν περιφέρειαν τὴν φοβεράν . Δινωτή : εὔστροφος , πολύστροφος , συστρεφομένη . ἅλυσις : δεσμοῦ .
, αὐθάδης , ἀνδρεῖος . , ἀλαζών . εὔγλωττος ] εὔστροφος κατὰ γλῶτταν , στωμύλος . , εὐκόλως στρέφων ἤγουν
5816575 ζαπλουτος
ζα ἐπιτατικόν , ὡς καὶ τὸ ζάθεον , ζαχρηής , ζάπλουτος . τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν : τὸ φέγγος καὶ
ἰσχυρός , τοῦ ζα κατ ' ἐπίτασιν ὄντος , ὡς ζάπλουτος ζάθεος . ὅγε : ὁ Κύζικος δηλονότι . ὑπὲρ
5810607 ἐμπεφυκε
οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν δάκοιμι : τοιόνδ ' ἐμπέφυκέ σοι θράσος ; ἔρρ ' , αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων
ἄλλως δὲ γινώσκει τὸ θεῖον , ὡς τοῖς ἤθεσιν αὐτῶν ἐμπέφυκέ τι τῆς ἀδίκου τῶν γεννησάντων προαιρέσεως κἂν ἡμᾶς λανθάνωσι
5809448 ἐκπορευεται
Φαραώ : λέγεται γὰρ τῷ προφήτῃ : „ ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ , καὶ στήσῃ συναντῶν αὐτῷ παρὰ
ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ . ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον : ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς
5804964 ἀνθραξ
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ
5802640 συλλογῃ
συλλέγεται . συλλογῇ ] συναθροίσει . συλλογῇ ] συνάξει . συλλογῇ ] + τῇ κατὰ μικρὸν ἐκφύσει : οὐ γὰρ
ἀλλὰ κατ ' ὀλίγον συλλέγεται . συλλογῇ ] συναθροίσει . συλλογῇ ] συνάξει . συλλογῇ ] + τῇ κατὰ μικρὸν
5800745 δεδμητο
πρέμνον ἀκήρατον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ σμερδαλέος δέδμητο δράκων : ταὶ δ ' ἄλλοθεν ἄλλαι πτώσσουσαι θρασὺν
Τηλέμαχος δ ' , ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς ὑψηλὸς δέδμητο , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ , ἔνθ ' ἔβη εἰς
5799877 ἀνθρακος
, ἔτι δὲ βορβορίζουσαν τῇ γεύσει : κἂν ἐπ ' ἄνθρακος διαπύρου ἐπιτεθῇ ἡ ἄδολος , ἐπιάζει ἀερόχρους γινομένη .
ξ , τὰ μὲν εἰς κος , ὡς τὸ ἄνθραξ ἄνθρακος , τὰ δὲ εἰς γος , ὡς τὸ ἅρπαξ
5798626 βοτανωδη
: βοτάναις . ἐπίχλοοι : βοτανώδεις , ἐσκεπασμέναι οὖσαι , βοτανώδη ὑπάρχουσι . ὑγρά : κατὰ , περίφρασις , κατὰ
. ἀλωπεκία : τὸ πάθος ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τόπον βοτανώδη ἄκαρπον ποιεῖ οὐ συγχωρεῖ . . . . ἁλωρήτας
5796713 καταφερη
οὐ σμικρὸν ὀφθαλμοῖς τὸ βλάβος . κεφαλὴν ἔχει μικρὰν ἐλαφρὰν καταφερῆ , εἰς στενὸν καταλήγουσαν , ὦτα ὑψηλά , τράχηλον
αὐξηθέντας ἐπὶ πήχεις καὶ δώδεκα , ἔπειτα τὴν λοιπὴν αὔξησιν καταφερῆ λαμβάνειν ὡς ἂν κατακαμπτομένους , ἕως ἂν ἅψωνται τῆς
5788205 διανοητικῃ
ἡ ἐν ἑαυτῷ ὑφ ' αὑτοῦ ἀρίστη κίνησιςμάλιστα γὰρ τῇ διανοητικῇ καὶ τῇ τοῦ παντὸς κινήσει συγγενήςἡ δὲ ὑπ '
τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τὸ λυπηρὸν τοῦ κακοῦ . τῇ δὲ διανοητικῇ ψυχῇ τὰ μὲν φαντάσματα πρόκειται ὥσπερ καὶ τὰ αἰσθήματα
5782918 βλαστη
ῥινὶ τρίχες μύσταξ καὶ ὑπορρίνιον , καὶ προπωγώνιον ἡ πρώτη βλάστη : αἱ δὲ πρὸς τῷ κάτω χείλει πάππος ,
: γράφεται καλχαίνεται βλάστη δ ' ὡς ἔχιος : ἡ βλάστη δὲ τὸ στέλεχος : ἔχις δὲ εἶδος βοτάνης .
5779464 εὐμαλακτον
Ποντικός . Λάδανον κράτιστόν ἐστι τὸ εὐῶδες , ὑπόχλωρον , εὐμάλακτον , λιπαρόν , ἀμέτοχον ἄμμου ἢ ψαφαρίας , ῥητινῶδες
τῇ γεύσει πικρόν , ταυροκολλῶδες , λιπαρὸν διὰ βάθους καὶ εὐμάλακτον , ἀμιγὲς ξύλων καὶ ῥυπαρίας , εὐῶδες ἐν τῇ
5776548 ὁμοιουται
κεφαλὴν καὶ τὴν οὐρὰν κατακόρως μέλαιναν . * ὁμώσεται : ὁμοιοῦται ὁμοιωθήσεται * παυροτέρη : μικροτέρα * θοώτερος : ταχύτερος
ἂν κρεῖττον ἢ τῷ πρώτῳ ἴσον , ἀλλὰ μένον τρίτον ὁμοιοῦται τῷ πρώτῳ γένει ὑποτεταγμένον τῷ μέσῳ . ἡ γὰρ
5776326 ιϚῃ
εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Δημοκρίτῳ ζέφυρος πνεῖν ἄρχεται ἡμέραις γ καὶ μ ἀπὸ
Καλλίππῳ Αἰγόκερως ἄρχεται ἀνατέλλειν : νότος . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Εὐκτήμονι νότος χειμέριος κατὰ θάλασσαν . Ἐν δὲ τῇ
5775053 εὐαφηϲ
ἀλέῃ μᾶλλον : ψῦξιϲ γὰρ ἔμφυτοϲ ἡ αἰτίη . κοίτη εὐαφήϲ , ϲτρώματα , τοιχογραφίη , ποικίλα πάντα , ὁκόϲα
ἀλλὰ ϲηπτικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐκδαπανᾶν τὸ ἐγκατάλειμμα . Τὸ ἀνεύρυϲμα ὄγκοϲ εὐαφήϲ ἐϲτι καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ὑπείκων ἐξ αἵματόϲ τε καὶ
5774394 ἀνιδρυτος
οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ
Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ
5770951 ἀσχετος
ἔῃ λυγρὸν ᾧ ἔνι κεῖνος κάτθανε : λευγαλέη δὲ καὶ ἄσχετος ἔσσυται ὀδμὴ ἐξ ὕδατος : φαίης κεν ἔθ '
πεποίηται παρὰ τὸ σχέθω : ἐλέγετο γὰρ ἂν σχέτος καὶ ἄσχετος . ἀλλὰ παρὰ τὸ σχῆμι , ἀφ ' οὗ
5770926 ἐγκειμενη
σοῦν , ὅταν ἢ ὄξυνος γένηται , ἢ ἀποῤῥυῇ ἡ ἐγκειμένη πίσσα . Τὴν πίσσαν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῖν παραδεδώκασι καλλίστην
σαφὲς ὅτι ἕνεκα τούτου οὐδὲ ἐπιδέξεται αἰτιατικήν : ἦν γὰρ ἐγκειμένη ἡ αὐτὴ διάθεσις ἐκ τοῦ ἑτέρου προσώπου , τὸ
5767757 ὀρθοφυης
τε εἶναι καὶ λεπτοφυλλοτέρα καὶ τὸ μέγεθος ἐλάττων καὶ ἧττον ὀρθοφυής : ἔτι δὲ τὸν κῶνον ἐλάττω φέρειν καὶ πεφρικότα
: ἄκανθα δ ' ἐστὶ δενδρώδης , θαμνοειδής , οὐκ ὀρθοφυής , ἄνθος ἔχουσα λευκόν , καρπὸν δ ' ὥσπερ
5766391 δασεια
ἡ χώρη ἐκείνη ἑλώδης ἐστὶ καὶ θερμὴ καὶ ὑδατεινὴ καὶ δασεῖα : ὄμβροι τε αὐτόθι γίγνονται πᾶσαν ὥρην πολλοί τε
τῇ νήσῳ Λευκή , περίπλους δὲ αὐτῇ σταδίων εἴκοσι , δασεῖα δὲ ὕλῃ πᾶσα καὶ πλήρης ζῴων ἀγρίων καὶ ἡμέρων
5766390 φεραιος
ὁ δὲ φεραῖος οὔ , καὶ τροφῇ χρῆται ὁ μὲν φεραῖος τῇ ἀφ ' αὑτοῦ γενομένῃ μύξῃ , ὁ δὲ
ὁ μὲν χελλὼν πρὸς τῇ γῇ νέμεται , ὁ δὲ φεραῖος οὔ , καὶ τροφῇ χρῆται ὁ μὲν φεραῖος τῇ
5766006 λεπτοκαρπος
ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα καὶ εὐώδης
ἐν παραθαλασσίοις τόποις : πόα δ ' ἐστὶ λευκή , λεπτόκαρπος , πικρά , ἄφυλλος , θυλάκιον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
5763782 διατριψει
θεωρεῖ , ἐπίσης ἑαυτὴν ἀπονέμει τοῖς πᾶσιν , ἀλλὰ μᾶλλον διατρίψει περὶ τὰ πρώτως ὄντα οἷον καὶ περὶ τὰς οὐσίας
μὲν οὖν Ἀχιλεὺς φησὶ , εʹ ἔτη εἰς Σκυθίαν θρηνῶν διατρίψει ἱμείρων τοῦ λέχους τῆς Ἰφιγενείας : οἱδ ' ἀμφὶ
5763518 μεταβαλλοι
τὸ ἓν δή , εἴπερ ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται , μεταβάλλοι ἂν ἐφ ' ἑκάτεραμόνως γὰρ ἂν οὕτως ἀμφότερα ποιοῖμεταβάλλον
γένεσιν , τὸ δὲ ἀδύνατον οὐδέποτε ἂν εἰς τὸ δυνατὸν μεταβάλλοι . δεήσει οὖν τῇ μὲν ἀναγκαῖον εἶναι ὕπαρξιν ἀίδιον
5762957 διαιροιτο
καθ ' αὑτὸ ἕκαστον εἴδη ποιεῖ ; Οἷον τὸ ὂν διαιροῖτο ἂν ἤδη ἐφ ' ἑαυτοῦ ἄνευ τῶν ἄλλων ;
χοριαμβικοῦ συγκείμενον ] . τὸ τοίνυν ἀναπαιστικὸν εἴ τις οὕτω διαιροῖτο , εὑρήσει τῷ προσοδιακῷ ἐφαρμόζον . ἐὰν μὲν γὰρ
5756076 καλεομενῃ
Ἑλένης ἱρόν : τὸ δ ' ἐστὶ ἐν τῇ Θεράπνῃ καλεομένῃ , ὕπερθε τοῦ Φοιβηίου ἱροῦ : ὅκως δὲ ἐνείκειε
ἐς τοὺς συγγενέας . Ἦσαν δὲ ἐν τῇ νῦν Θήρῃ καλεομένῃ νήσῳ , πρότερον δὲ Καλλίστῃ τῇ αὐτῇ ταύτῃ ,
5755485 Πρωτευ
ἑαυτῆς ἔχουσα τὸν τόνον περισπᾶται : καλοῦ , σοφοῦ , Πρωτεῦ , Πηλεῦ , ναῦ , ῥοῦ , νοοῦ ,
τότε μοι πρόσεστιν . Οὐκ ἀσφαλὴς ἡ πεῖρα , ὦ Πρωτεῦ . Σὺ δέ μοι , ὦ Μενέλαε , δοκεῖς
5752393 Δαρδανους
ὕστερον κληθεῖσαν Τροίαν συστήσασθαι καὶ τοὺς λαοὺς ἀφ ' ἑαυτοῦ Δαρδάνους ὀνομάσαι . ἐπάρξαι δ ' αὐτόν φασι καὶ πολλῶν
ὑλώδης δέ ἐστιν ἡ Παιόνων καὶ ἐπιμήκης ἐξ Ἰαπόδων ἐπὶ Δαρδάνους . καὶ οὐ πόλεις ᾤκουν οἱ Παίονες οἵδε ,
5751262 διαγνῳς
ἀπορήσῃς , ποίας ἐστὶν ἐγκλίσεως ἢ ποίας συζυγίας , ἀλλὰ διαγνῷς ἄν , ὅτι ὁριστικῆς , οὔτε ποίας διαθέσεώς ἐστιν
γὰρ ἐν οὐρανῷ τὰ πράγματα . ἵνα γνῷς : ἵνα διαγνῷς καὶ διακρίνῃς ἐκ τοῦ ἱλαροὺς εἶναι ἢ κατηφεῖς ,
5745193 σερφῳ
“ οὐδὲ μύρμηκι ὁδός ἐστιν ” . οὐδ ' εἰ σέρφῳ : ὅτι ἐν Ὄρνισι τινὲς τὸ μέμνηται τοῦ σέρφου
Ὡς καταφρονῶν αὐτοῦ φησι . καὶ δωρίζειν πολλάκις ἐπιτηδεύουσιν . σέρφῳ : Σέρφος μύρμηξ πτερωτός . . ἀντὶ τοῦ εὐτελεῖς
5743069 ῥινοκερως
διαφέρουσι τῶν ἄλλων , ὅσον ἄγριον ἡμέρου . Ὅτι ὁ ῥινόκερως ἐλέφαντος μὲν οὐ λείπεται , τῷ δὲ ὕψει καταδεέστερος
. Φέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων ἐλέφας καὶ χελώνη καὶ ῥινόκερως . Τὰ δὲ πλεῖστα ἐκ τῆς Αἰγύπτου φέρεται εἰς
5738044 ἀπαυστος
μακρό - τερα τῆς Ἰλιάδος λαλῶν , Ἀλκίνου ἀπόλογος , ἄπαυστος γλῶττα , ἀνερμάτιστος . μάτην αὐτοῦ τῇ γλώττῃ περίκειται
τοῦτ ' ἔστι μόνον ὅπερ ἐστίν . ἔστι δὲ ἐνέργεια ἄπαυστος καὶ ἀκάματος καὶ ἀθάνατος καὶ ἀίδιος , νοῦς τε
5737197 γεγωνεμεν
μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ , ἥ ῥ ' ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε , ἠμὲν ἐπ ' Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο ἠδ
τὴν τάξιν τῆς νεωλκίας ἡ παρατήρησις , καὶ πρὸς τὸ γεγωνέμεν , ὅτι οὐ ψιλῶς ἐστὶ φωνεῖν ἀλλ ' ἀκουστὸν
5736063 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
5735866 ἐπιδεδρομεν
ἀλλὰ μάλ ' αἴθρη πέπταται ἀννέφελος , λευκὴ δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη : μηδενὸς ἐνοχλοῦντος τὴν θέαν πάθους σαρκίνου ,
βριαρῶν βρύχημα λεόντων , οὐκέτι λαχνήεις , ὀλίγη δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη : σμερδαλέος δὲ πρόσωπα καὶ αὐχένα : πᾶσι
5733939 εὐχαριστιᾳ
ἑορτὴν ὀργάνου πολεμικοῦ σάλπιγγος ἀπέφηνεν ὁ νόμος , ἐπ ' εὐχαριστίᾳ τοῦ εἰρηνοποιοῦ θεοῦ καὶ εἰρηνοφύλακος , ὃς καὶ τὰς
γεννήματα , ἃ τῷ δόντι προσηκόντως κατὰ τὸν ἐπ ' εὐχαριστίᾳ τεθέντα νόμον ἀποδίδοται : „ τὰ γὰρ δῶρά μου
5733398 ἀσθμασι
Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν
ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου .
5733359 συρφετωδης
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος
5733092 πλεονασασα
θερμότης δὲ καὶ ψυχρότης τὰ μάλιστα , καὶ ὑγρότης μὲν πλεονάσασα ἀμβλύνειεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν χροιὰν τοῦ οὔρου ,
θέσιν : οἶσθα γὰρ ἀνθρώπων παρακοπῆς ὡς αἰτίη ἐπιτοπολὺ αὕτη πλεονάσασα , ἐπεὶ πᾶσι μὲν φύσει ἐνυπάρχει , ἀλλὰ παρ
5732116 δροσωδη
ἀληθινόν . οὔνομα σωλήν : ὄνομα σωλῆνι . Ἐρσήεντα : δροσώδη , ἁπαλὰ , ὑγιῆ . τερσήεντα : τὰ σκληρά
' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ ' αὔραν
5731642 διανοηται
ἀντιδρῶν ὑπέρριπται πάντα πεισόμενος , ὅσα ἂν ὁ διατιθεὶς ἐργάσασθαι διανοῆται . τοῦτο μὲν οὖν τὸ πάθος μήτε σώματι μήτε
ἵνα μηδὲν ἄλλο ἢ περὶ θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτοῦ διανοῆται , τὸν δὲ λόγον , ἵν ' ἀχαλίνῳ στόματι
5728689 Κεινη
μέμβλεται ὡς ὑμέων , ὁπότε κταμένους ἐσίδωμαι ἐν πολέμῳ . Κείνη δ ' ἀλαπαδνοτάτῳ σὺν ἀκοίτῃ ἐρρέτω : ἐκ γάρ
τοῦ ἀεὶ φανεροῦ κύκλου φησὶν αὐτὴν φέρεσθαι λέγων οὕτως : Κείνη που κεφαλὴ τῇ νίσσεται , ἧχί περ ἄκραι μίσγονται

Back