| ] τὸ μαγειρεῖον . μυσπολεῖ : καταδύεται , ὡς μῦς φοιτᾷ : οὕτως ⌈ οἱ Ἀττικοὶ ὑπὸ μίαν λέξιν . | ||
| , σκότος Ἅιδῃ , φάος Ἅιδῃ , σκότος Ζηνὶ , φοιτᾷ καὶ μετακινεῖται κεῖνα ὧδε , καὶ τάδε κεῖσε , |
| ἡμετέροισιν . Ἰητὴρ πάντων , Ἀσκληπιέ , δέσποτα Παιάν , θέλγων ἀνθρώπων πολυαλγέα πήματα νούσων , ἠπιόδωρε , κραταιέ , | ||
| , βεβαρημένην ἐς ὕπνον . ὁ δ ' Ἔρως ἄωρα θέλγων * * * * * προδότιν γάμων γενέσθαι . |
| . Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς | ||
| παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα |
| ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε | ||
| ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες |
| φίλους ὡς πλεῖστα ὠφελεῖν . πρὸς δὲ τούτοις βαρύτατος μὲν ἀνταγωνιστὴς ἦν , κουφότατος δὲ κρατήσας : ἐχθροῖς μὲν δυσεξαπάτητος | ||
| ἀγωνοθήκην μοχθηρῶς ἐκάλεσεν . ἔστι δ ' ἐκ τούτων ἀγωνιστὴς ἀνταγωνιστὴς συναγωνιστής , ἀγωνίσασθαι συναγωνίσασθαι ἀνταγωνίσασθαι ἀνταγωνιστικός ἀναγώνιστος ἀγωνιστικός ἀνανταγώνιστος |
| φέρειν γὰρ χρὴ τὸ δούλιον ζυγόν : νεῶν τ ' ἄπαρχος Ἰλίου τ ' ἀναστάτης οὐκ οἶδεν οἵα γλῶσσα , | ||
| ] ἀλλὰ δυστυχῶς . εὐψυχίαν ] τόλμην , ἀνδρείαν . ἄπαρχος ] ἐξαίρετος : ἀπὸ τοῦ ἀπαρχή γὰρ γίνεται . |
| εἶδος ἔχουσα πετροῦται : στενάχει δ ' ὑψιπαγὴς Σίπυλος . θνατοῖς ἐν γλώσσᾳ δολία νόσος , ἇς ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει | ||
| : ἀνάλγητα γὰρ οὐδ ' ὁ πάντα κραίνων βασιλεὺς ἐπέβαλε θνατοῖς Κρονίδας : ἀλλ ' ἐπὶ πῆμα καὶ χαρὰ πᾶσι |
| ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα . ὤρη γάρ τ ' ὀλίγη πέλεται νεικέων τ ' ἀγορέων τε ᾧτινι μὴ βίος ἔνδον ἐπηετανὸς | ||
| κινήσασα χαλινῷ . Ὃν ἐφ ' ἡμετέρᾳ γῇ Πολυνείκης ἀρθεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων ἤγαγεν ἐχθρόν : ὁ δ ' ὀξέα |
| πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων . κἄνπερ λοχαίας αὐτὸν ἐξ ἕδρας συθεὶς μάρψω , κύκλον γε περιβαλὼν χεροῖν ἐμαῖν , οὐκ | ||
| ὁ ξένος σίδηρος , ὁ πόντιος , ὁ ἐκ πυρὸς συθεὶς καὶ ὁρμηθεὶς , θηκτὸς καὶ ἠκονημένος . πικρὸς δὲ |
| μοίρας , σὺ δὲ ᾄδεις πολὺ πρότερος τῶν ὀρνίθων ἢ τίκτων λόγους ἢ τὸν ἑτέρων τόκον λαμβάνων . ὕπνου δὲ | ||
| ἀκάμας τε χρόνος περί τ ' ἀενάωι ῥεύματι πλήρης φοιτᾶι τίκτων αὐτὸς ἑαυτόν , δίδυμοί τ ' ἄρκτοι ταῖς ὠκυπλάνοις |
| Ἑρμοῦθι ἄνασσα , Ἶσι ἁγνή , ἁγία , μεγάλη , μεγαλώνυμε Δηοῖ , σεμνοτάτη δώτειρ ' ἀγαθῶν μερόπεσσι ἅπασι εὐσεβέσιν | ||
| θεά , πολεμόκλονε , ὀμβριμόθυμε , ἄρρητε , ῥητή , μεγαλώνυμε , ἀντροδίαιτε , ἣ διέπεις ὄχθους ὑψαύχενας ἀκρωρείους ἠδ |
| , ἐπτοημένος ἐξεπτοημένος , συνεσταλμένος , τεθορυβημένος , τεταραγμένος , ἐξεστηκώς . φοβερῶς ἔχων , ἐπιφόβως , ἐπιδεῶς καταδεῶς , | ||
| ἐνθουσιῶν τῷ Ἄρει ἤγουν μαινόμενος . ἔνθεος ] κάτοχος καὶ ἐξεστηκώς . θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . |
| δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν | ||
| ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ] |
| μὲν μυρίων , ἱππέων δὲ τετρακοσίων : ἠκολούθει δ ' ἀγοραῖος αὐτοῖς ὄχλος καὶ τῆς ἁρπαγῆς χάριν οὐκ ἐλάττων τοῦ | ||
| οἰκείως δὲ νῦν διὰ τὸν ἀλλαντοπώλην ἀγοραῖον εἶπεν . ΓΘ ἀγοραῖος ] ὁ ἐν ἀγορᾷ ἱστάμενος . κατάπαστος ] κατάμεστος |
| καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
| ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
| , φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , | ||
| , φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , |
| δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν | ||
| με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου , |
| ἀπὸ τοῦ τόπου Πετραῖον καλεῖσθαι . Πίνδαρος : παῖ Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές | ||
| φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ |
| ἐλάσσας , ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν ἅπασαν , ἔνδοξον βιοτῆς γλυκερὸν τέλος ἐσθλὸν ὀπάζοις . Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα , | ||
| εὐποτμοτάτα μελέων , ἀνέχουσα βίου βραχὺν ἰσθμόν Ἀζειῶται βέβηλος μάσθλης βιοτῆς μὲν γὰρ χρόνος ἐστὶ βραχύς , κρυφθεὶς δ ' |
| παρ ' ἐμοῦ . ἱεροῖσι ] ὕμνοις . , τοῖς μύσταις , τοῖς ἀφιερωμένοις ἀνδράσιν ἡμῖν . . ἡ τοῦ | ||
| ' ἐπίφαυσκον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἄκη : μετὰ δ ' ὅρκια μύσταις : ἀρχαίου μὲν πρῶτα χάους ἀμέγαρτον ἀνάγκην καὶ Κρόνον |
| πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος | ||
| πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος |
| αὖ μεθ ' ὑγίειαν περισπούδαστον ἀνθρώποις χρημάτων κτῆσιν καὶ ταύτην Σάραπις δίδωσιν ἄνευ πολέμων καὶ μάχης καὶ κινδύνων : οὕτω | ||
| καὶ Τελχῖνος ἐπιβουλευθεὶς ἄπαις ἀπέθανε , καὶ νομισθεὶς θεὸς ἐκλήθη Σάραπις : Νιόβης δὲ καὶ Διός παῖς Ἄργος ἐγένετο , |
| τῷ τελειωθέντι ἐξ ἀσκήσεως Ἰακὼβ τὴν ποιμενικὴν ἐπιστήμην περιῆψε : ποιμαίνει γὰρ οὗτος τὰ πρόβατα Λάβαν , τῆς τοῦ ἄφρονος | ||
| ? [ . . . . . . | τέχνη ποιμαίνει καὶ κατευθύνει τὰ θρέμματα πόλεως [ . . . |
| μὴ κατὰ Μειδίαν ὀρτυγοκόπον . Μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . Ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . | ||
| ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ |
| καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ | ||
| περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους , |
| Ὀλύμπου . Πᾶνα τὸν νυμφαγέταν Ναΐδων μέλημ ' ἀείδω , χρυσέων χορῶν ἄγαλμα , κωτίλας ἄνακτα [ μοίσας ] εὐθρόου | ||
| ἀνθ ' ὅπλου , καὶ φωνοῦντα διὰ τῶν ἐν αὐτῷ χρυσέων γραμμάτων , πρήσω τὴν πόλιν . Ἄλλως . ὁ |
| δοθεὶς Λαΐῳ δημώδης : Λάιε Λαβδακίδη καὶ τὰ ἑξῆς . μόρσιμος υἱός : ὁ μεμοιραμένος . ἢ ὁ μόρου αἴτιος | ||
| κ ' ἔπειτα γήμαιθ ' ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι . ” ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν καὶ ἀπὸ |
| σπουδάζουσιν ἀκηλιδώτους ἐσθῆτας ἀμπεχόμενοι , διάνοιαν δὲ κεκηλιδωμένην ἄχρι τῶν ἀδύτων εἰσάγοντες οὐκ αἰδοῦνται . κἂν μέν τι τῶν θρεμμάτων | ||
| καὶ ἀρχιερέως , εἶτ ' εἰς τὸν νεὼν ἄχρι τῶν ἀδύτων εἰσενεγκεῖν : ὁ δὲ τὰ προσταχθέντα ποιήσας ἐκαραδόκει τὸ |
| : πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις . | ||
| γὰρ τιμαὶ μακάρων μυστήριά θ ' ἁγνά . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἔλθοις κεχαρημένη εὔφρονι βουλῆι εὐιέρους ἐπὶ μυστιπόλου |
| ποταμῶν οὔτ ' αἰθέρος ὄμβριον ὕδωρ , ἀλλὰ μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε καὶ ποταμῶν . . . . | ||
| μεγίστη καὶ Διὸς αἰθήρ , ὁ μὲν ἀνθρώπων καὶ θεῶν γενέτωρ , ἡ δ ' ὑγροβόλους σταγόνας νοτίας παραδεξαμένη τίκτει |
| τοῦ Ἅιδου , ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἴληπται ἀπὸ τῶν στεναγμάτων τῶν ἐν αὐτῇ . οὕτως Ἡρωδιανός . . . | ||
| κατὰ χθονὸς νεκρῶν ἀπύσατ ' ἀπύσατ ' ἀντίφων ' ἐμῶν στεναγμάτων κλύουσαι . ὦ παῖδες , ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα |
| χαμαίμηλον , καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν εἰς τὸ πῦρ ἐπιθεὶς ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς μιχθῇ , ἑνωθέντων δ ' | ||
| ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ |
| ἐπὶ μῆκος ἐκτέταται . Λέγει δὲ λόγος τις ταῦτα περὶ ἀλκιβίου , ὡς ἦν Ἀλκίβιος τις καὶ ἐκάθευδεν πλησίον καὶ | ||
| * οἴνης : μετά . περὶ ἀλκιβίου ἐσθλὴν δ ' ἀλκιβίου : ἀντὶ τοῦ θεραπευτικήν . ἀλκίβιος δὲ λέγεται ἡ |
| , τοῖς δ ' ἔχθος εἶναι σωτῆρες εὐσέλμων νεῶν κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ λυπουμένων παρηγόρημα τολμῶ κατειπεῖν , μήποτ | ||
| ἀπ ' ἀλσέων ἐμὰς φρένας δονείτω . Καλλιόπεια σοφά , μουσῶν προκαθαγέτι τερπνῶν , καὶ σοφὲ μυστοδότα , Λατοῦς γόνε |
| κόσμοιο μέρος , στοιχεῖον ἀμεμφές , παμφάγε , πανδαμάτωρ , πανυπέρτατε , παντοδίαιτε , αἰθήρ , ἥλιος , ἄστρα , | ||
| δικαιοσύνης , φιλονάματε , δέσποτα κόσμου , πιστοφύλαξ , αἰεὶ πανυπέρτατε , πᾶσιν ἀρωγέ , ὄμμα δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς |
| δὲ αὐτὸν ἦσαν Ὑάκινθός τε ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ ὁ Θεσπιεὺς Νάρκισσος καὶ Ὕλας καὶ ἄλλοι καλοί . καί μοι ἐδόκει | ||
| τε καὶ διαυγοῦς ὕδατος , εἱστήκει δὲ ἐπ ' αὐτῇ Νάρκισσος ἐκ λίθου πεποιημένος . παῖς ἦν , μᾶλλον δὲ |
| καὶ [ ] νῷν τι σῆμα λαμπρὸν ἐνδεῖξαι βίου τὸν Ἀΐδαν γὰρ οὐδὲ γῆρας οἶδε φιλεῖν ἀφύλλωτον πέτραν ἐξ Ὠλένου | ||
| ' ἔπειτα λαοσεβής . ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀΐδαν βασιλέες ἱεροί ἐντί : μεγαλᾶν δ ' ἀρετᾶν δρόσῳ |
| τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
| . ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
| ἀγέλαστος : ὁ μὴ πρὸς γέλωτα ἐπιτήδειος , καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη . | ||
| ἀγέλαστος : ὁ πρὸς γέλωτα οὐκ ἐπιτήδειος . καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη . |
| ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ | ||
| ὄφρα τοι εὐχομένοιο κλύοι θεός , ἐγγυαλίξω . Κρύσταλλον φαέθοντα διαυγέα λάζεο χερσὶ λᾶαν , ἀπόρροιαν πυριφεγγέος ἀμβρότου αἴγλης : |
| τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη | ||
| διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς |
| , καὶ μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐν τοῖς ποταμοῖς καταδὺς διαιτᾶται , νύκτωρ δὲ ἐπὶ τῆς γῆς ἀλᾶται , οἷς | ||
| καὶ παύσει δείπνων μαγειρικῶν , ἐν ὁποίοις δὲ καὶ αὐτὸς διαιτᾶται τρόποις καταστήσει σε , σωθήσῃ , ὦ δείλαιε . |
| ἀσπαίροντες : πηδῶντες , ψυχοῤῥαγοῦντες , κινούμενοι , ταραττόμενοι . Μόρον : θάνατον . ἠμείψαντο : ἀντήλλαξαν . πολυκμήτων : | ||
| ἡμᾶς ἔρχεται καί φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ |
| δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
| κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
| ἄρα τί μ ' ὀλέκεις ; Ὦ κακάγγελτά μοι προπέμψας ἄχη , τίνα θροεῖς λόγον ; Αἰαῖ , ὀλωλότ ' | ||
| δὲ παρακέλευσμα σῶν ἀέρι φερόμενον οἴχεται . δυοῖν δ ' ἄχη , ματρί τ ' ἔλιπεν , σέ τ ' |
| λόγῳ ποικίλλοντές τε καὶ περιγράφοντες ὡς βάρβαρος βαρβάρῳ | καὶ μύστης μύστῃ παρέχων διαφυγὴν καὶ σωτηρίαν : ὁ δὲ Φράβιθος | ||
| αὐτῆς γεννώμενος ἱεροφάντης ἐγένετο : ἱερὸς γὰρ ὁ δράκων καὶ μύστης [ καὶ πᾶσι μυστηρίοις παρών ] . ἦν δὲ |
| ξύμφωνον χρείαν καὶ ξύμμετρον ἀπενείματο . πλουτοδότι βασίλεια θεῶν , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , παντοκράτειρα , τύχη Ἀγαθή , μεγαλώνυμε Ἶσι | ||
| σοῦ τε τρυφῆς . Σῶν ] δώρων κἀμοὶ μετάδος , Ἑρμοῦθι ἄνασσα , σῶι ἱκέτηι ὄλβον καὶ ἅμα εὐτεκνίην . |
| υἱὸς δίου ] Ἀρητιάδαο : δίδου [ ] δ ' ἀπερείσια [ ἕδνα ] ? , πολλὰ ] μάλ ' | ||
| ὥστε καὶ δαιτυμὼν ὅ τε διδοὺς καὶ ὁ λαμβάνων . ἀπερείσια : τὰ πολλὰ , ἀπειρέσια , ἄπειρα ἀπὸ τοῦ |
| χθονία ἠδ ' οὐρανία πάλιν αὐτή , ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι | ||
| : ἐκπεφεύγασιν γάμοι με . κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν , πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους : νῦν δὲ |
| αὐτὸς βέβαπται βάμμα Κυζικηνικόν : κᾆτα φεύγει πρῶτος ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν τοὺς λόφους σείων : ἐγὼ δ ' ἕστηκα λινοπτώμενος | ||
| [ ] δεκέμβολος † ἀπὸ δ ' αὖτε † ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν στάζει † κηρόθεν τῶν † φαρμάκων πολὺς πόνος σέβας |
| ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
| γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
| Ζεύς , μὴ τὸν αὐτὸν δυστυχῆ καθιστάναι . πολλάκι μοι πραπίδων διῆλθε φροντίς , εἴτε τύχα τις εἴτε δαίμων τὰ | ||
| . . . πόροι ] πυκνοὶ γάρ εἰσιν οἱ τῶν πραπίδων αὐτοῦ τοῦ Διὸς πόροι . πανώλεις ] τοὺς τοῦ |
| πέρι , παρθένε , μορφᾶς καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκαμάτους : τοῖον ἐπὶ φρένα | ||
| . . , εἶτα μετ ' ὀλίγον λέγοντος οὑμὸς δὲ πότμος οὐρανῶι κυρῶν ἄνω ἔραζε πίπτει καί με προσφωνεῖ τάδε |
| δὲ οἱ ἐπεισφερόμενοι οὗτοι : συμβουλευτικοὶ ἐννέα , περὶ παρασκευῆς ἱπποδρόμων , περὶ αὐτονομίας , Σινωπικὸς , νησιωτικὸς , σύμμικτοι | ||
| χιλίων μισθῶσαι ταλάντων . Κατεσκεύασε δὲ καὶ τὸν μέγιστον τῶν ἱπποδρόμων Ταρκύνιος τὸν μεταξὺ τοῦ τε Αὐεντίνου καὶ τοῦ Παλλαντίου |
| δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων | ||
| τῶν ἰχθύων τοῖς παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων |
| τοι παρὰ νηυσὶν ἐϋσσέλμοισιν ἄριστοι . πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος . φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ | ||
| αἰπόλος αἰγῶν : “ ὢ πόποι , οἷον ἔειπε κύων ὀλοφώϊα εἰδώς , τόν ποτ ' ἐγὼν ἐπὶ νηὸς ἐϋσσέλμοιο |
| , καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ μὲν οὖν προσυντετάχθαι τῆς Μᾶτερ Ἀελίου τὴν Θάλλοντος ἀνδρῶν ὑγιές . οὐκ αἰτιατέον δὲ | ||
| πλῆθος ἐν πύλαις δάκρυσι † κατάορα στένει † βοᾶι βοᾶι Μᾶτερ , ὤμοι , μόναν δή μ ' Ἀχαιοὶ κομίζουσι |
| δὲ πρὸς ἄλληλα : ὑπολείπεται δὴ τά , ἐξ ὧν ἁρμόζεται , καὶ ὄντα εἶναι καὶ διάφορα καὶ λόγον πρὸς | ||
| μοι πτέρυγες περὶ νώτωι καὶ τὰ Σειρήνων πτερόεντα πέδιλ ' ἁρμόζεται : βάσομαι δ ' εἰς αἰθέρα πουλὺν ἀερθεὶς Ζηνὶ |
| ἐν κοτύλῃ , ἐποίει ὀπίσω τὰς χεῖρας , καὶ ὁ αἰρόμενος ἐνετίθει τὰ γόνατα , καὶ οὕτως ἐβαστάζετο . Εἰς | ||
| τὰς καλιὰς καί , εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε , μετάρσιος αἰρόμενος ἐκύλιε τὰ ὠὰ καὶ κατέασσε , μέχρις οὗ πανταχόθεν |
| διὰ τοῦ ι , παρὰ τὸ βρίζειν ἐστὶν , ὁ ὁρμητικός : εἰ δὲ διὰ τοῦ η , ἀπὸ ἄκρας | ||
| τραχὺς ] ἀλαζονικὸς ὑπάρχει . τραχὺς ] + ἀναιδής , ὁρμητικός . δῆμος ] τὸ πλῆθος . δῆμος ] ὁ |
| σχημάτων διώκει τὰ κινητικώτατα τῶν ὄχλων : καλλωπίζεται γὰρ καὶ τέθηλε τούτοις , ἃν ἄχρι τοῦ μὴ λυπῆσαι τὰς ἀκοὰς | ||
| ἐμάρανεν , ἀλλ ' ἀνθεῖ τοῦτο παρ ' ἡμῖν καὶ τέθηλε καὶ τὸ περὶ σοῦ τι λέγειν ἐν πανηγύρεως μέρει |
| ' ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα . νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι δεδαϊγμένος , αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος | ||
| δὲ πεσών , ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς : κεῖσαι Ὀτρυντεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ ' ἀνδρῶν : ἐνθάδε τοι θάνατος |
| παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ | ||
| Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο |
| καλῶς , ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ ' ἐξηνάγκασα . ὦ Λοξία μαντεῖε , σῶν θεσπισμάτων οὐ ψευδόμαντις ἦσθ ' ἄρ | ||
| : σπένδομαι δὲ συμφοραῖς , Μενέλαε , καὶ σοῖς , Λοξία , θεσπίσμασιν . ἴτε νυν καθ ' ὁδόν , |
| εὐδαίμων , πᾶσιν περίφαντος αἰεί . ἐγὼ δ ' ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ ' οὗ χρόνος Ἰδαῖα μίμνων λειμώνι ' | ||
| ποτ ' ἦμεν . βέβακ ' ὄλβος , βέβακε Τροία τλάμων . ἐμῶν τ ' εὐγένεια παίδων . φεῦ φεῦ |
| γὰρ ἔχει χάριν : αὐθάδης δὲ τρόπος πολλάκι δὴ βλαβερὰν ἐξέλαμψεν ἄταν . Τὸ μὲν ἰσχυρὸν γενέσθαι τῆς φύσεως ἔργον | ||
| τὴν γένεσιν ἐρεῖς τι καὶ περὶ φύσεως , οἷον ὅτι ἐξέλαμψεν ἐξ ὠδίνων εὐειδὴς τῷ κάλλει καταλάμπων τὸ φαινόμενον ἀστέρι |
| βάτραχον ἐξεδίκησεν . ὁμοίως κἀγώ , ἄνδρες , ἀποθανὼν ὑμῖν μόρος ἔσομαι : καὶ γὰρ Λύδιοι , Βαβυλώνιοι , καὶ | ||
| : καί μοι Γεργίθων τε φόνος μέλει ἀπτολεμίστων πισσήρων τε μόρος καὶ δένδρεον αἰεὶ ἀθαλλές . Κλέαρχος δὲ ἐν τετάρτῳ |
| τε καὶ Εὐνομίης βαθυκόλπου , Ἀγλαΐη Θαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε , χαρμοσύνης γενέτειραι , ἐράσμιαι , εὔφρονες , ἁγναί | ||
| καὶ Ζηνὸς ἄνακτος , Εὐνομίη τε Δίκη τε καὶ Εἰρήνη πολύολβε , εἰαριναί , λειμωνιάδες , πολυάνθεμοι , ἁγναί , |
| ἔχων μνήμην σέο πέμπε , φέριστε . Ἄρρηκτ ' , ὀμβριμόθυμε , μεγασθενές , ἄλκιμε δαῖμον , ὁπλοχαρής , ἀδάμαστε | ||
| ἔκγονε σεμνή , δῖα , μάκαιρα θεά , πολεμόκλονε , ὀμβριμόθυμε , ἄρρητε , ῥητή , μεγαλώνυμε , ἀντροδίαιτε , |
| ἐγὼ ἐν σάκκῳ , καὶ ἐδεόμην τοῦ Θεοῦ , ὅπως ῥύσεταί με ὁ Κύριος ἐκ τῆς Αἰγυπτίας . Ὡς δὲ | ||
| φυλάσσω . τῆνο κατ ' ἆμαρ : καθ ' ὃ ῥύσεταί με δηλονότι ὁ Ἀγεάναξ τῆς ἐρωτικῆς φλογός . ἀνήτινον |
| περὶ προστάξεις καὶ ἀπαγορεύσεις νομοθετική : πάντα γὰρ ταῦτα ὁ πολύφημος ὡς ἀληθῶς καὶ πολυώνυμος σοφὸς κεχώρηκεν , εὐσέβειαν , | ||
| , πολυθεάμων , πολύφωνος , πολυμελής , πολύχειρ , πολύγλωττος πολύφημος , πολύτροπος , πολύπονος , πολυπλάνητος , πολυπόρευτος , |
| ἐμὸν ὁπλίζων καὶ διεγείρων λόγον . ὡς ἐπεὶ σπλάγχνων ὑπὸ ματέρος αὐτίκα : διηγήσομαι , φησίν , ὅπως ἐκ τῆς | ||
| ἐρωτύλα , καί με δίδασκε θνατῶν ἀθανάτων τε πόθως καὶ ματέρος ἔργα . κἠγὼν ἐκλαθόμαν μὲν ὅσων τὸν Ἔρωτα δίδασκον |
| λῆξιν ὀρινομένων ἀνέμων : συνέηκε δὲ Μόψος ἀκταίης ὄρνιθος ἐναίσιμον ὄσσαν ἀκούσας . καὶ τὴν μὲν θεὸς αὖτις ἀπέτραπεν , | ||
| : Ὦτα . Ἀπολλόδωρος μὲν , ἀπὸ τοῦ δέχεσθαι τὴν ὄσσαν . : Μέλασμα : τὸ βάμμα τῆς κεφαλῆς . |
| ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη , σωτὴρ γενοῦ μοι | ||
| μ ' ἁμαρτεῖν ; Αὖθις ἐξ ἀρχῆς λέγε . Ἑρμῆ χθόνιε , πατρῷ ' ἐποπτεύων κράτη . Οὔκουν Ὀρέστης τοῦτ |
| ἀποθανόντων δὲ χρησμὸς ἄλλος ἕτοιμος ἦν παλινῳδῶν : Μηκέτι δίζησθαι νούσοιο λυγρῆς ἐπαρωγήν : πότμος γὰρ προφανὴς οὐδ ' ἐκφυγέειν | ||
| δι ' ἠέρος εὔδιον ἦμαρ , ἔκ τ ' ὀλοῆς νούσοιο πέλει σθένος , ἔκ τε μόθοιο εἰρήνη ; Τὰ |
| ἰδόντες αἰετὸν ἀλκήεντα περικλάζουσι κολοιοί . τοῖσι δὲ τετρηχυῖα καὶ ἄκριτος ἔμπεσε βουλή : οἱ μὲν γὰρ πολέμῳ βαρυπενθέι κεκμηῶτες | ||
| σύ τοι πόλις , σὺ δὲ τὸ δήμιον : πρύτανις ἄκριτος ὤν , κρατύνεις βωμόν , ἑστίαν χθονός , μονοψήφοισι |
| φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
| ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
| . τὸ δὲ ἄρχετε καὶ λήγετε ἐπῳδοῦ τάξιν ἐπέχει . ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα : τὸ ἡδεῖα ἡδέα ποιητικῶς | ||
| λανθάνει δὲ βαρυνομένη ἐπὶ τῷ Δάφνιδι . ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , |
| ματρυλεῖα καὶ κοπίδας καὶ φάρμακα οἵαν ἀδικῶ γυναῖχ ' ὁ δυσδαίμων ἐγώ . οἰκειότητα δ ' ἐμβλέπων ὠλίσθανον . . | ||
| θεμένη καὶ ποιήσασα ἄνδρα αὐτῆς τὸν ἴδιον παῖδα , τουτέστι δυσδαίμων ὅτι ὃν ἔτεκεν ἄνδρα ἔσχεν : λέγει δὲ τὸν |
| σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ τε βίου πλήρωσε γενέθλην . ἔξοχα δ ' οὖν | ||
| καὶ ὠχροῦ καὶ κατ ' Αἰσχύλον ἐξ ὀσφυαλγοῦς καὶ ὀδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος εὐπρεπής , θεοειδής , καλλίμορφος . . . |
| ἥλιος λάμπων φλογὶ αἰγυπτιώσει Κίλιξ δὲ χώρα καὶ Σύρων ἐπιστροφαί ἄτρυτος ἐν πόνοις ὃς τόνδ ' ἔχεις τὸν σηκόν , | ||
| σφαλλόμενον συνεχύθη καὶ συνεταράχθη . Ἀλλ ' ἡ Διὸς πραγματεία ἄτρυτος οὖσα καὶ διηνεκὴς καὶ ἀκοίμητος , καὶ μηδέποτε ἀπαγορεύουσα |
| πρὸ τῆς Ἀγαμέμνονος ἀριστείας οὐκ ὀρθῶς φέρονται . . αἴγλη παμφανόωσα δι ' αἰθέρος οὐρανὸν ἷκεν : ὅτι καθ ' | ||
| Ἐνδυμίωνος πολλὰ μάλ ' ἐσσυμένην ὀλοφύρετο καί οἱ ὕπερθε λαμπρὸν παμφανόωσα μακρὰς ἀνέφαινε κελεύθους . Ἵκετο δ ' ἐμμεμαυῖα δι |
| ! κροτάλων ? ἱέτω ? [ ] ! ˈ τύμπανον ἰάχει ? ? ? [ ˈ [ ⚕ ἐμβαίνει ] | ||
| δ ' ἀργαίνουσαν ἔχει πολιῇ ῥαθάμιγγι : σμερδαλέον δ ' ἰάχει τε καὶ ὑψόθι πάμπαν ὀρούει , αἰὲν ἐπισσείων κεφαλὴν |
| : καὶ Ἰωνικῶς , μεταθέσει τοῦ α εἰς ε , διερός . Διαμπερὲς , παρὰ τῷ περάσαντι δι ' ὅλου | ||
| , ὡς μιαίνω μιαρός καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω |
| μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κˈρηπῖδα σοφῶν ἐπέων : Παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου , ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι | ||
| ? [ Τῷδ ' ἐν ἄματι τερπνῷ ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ ' Αἰακ [ , Νηρεὺς δ ' ὁ |
| ἐπιθαρρεῖν παραινετέον ὡς ἐν ἀκινδύνῳ τυγχάνουσαν , τὴν δὲ ἄπειρον ὠδίνων διδακτέον ἐντόνως μάλιστα τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν | ||
| οὐχ ὅτι χρηστῶν ἀπέλαυσαν τῶν ὡρῶν ἢ τῶν τῆς γῆς ὠδίνων καλῶν , καὶ γὰρ ἐκείνη ἡ πέρυσι διψῶσα οὐκ |
| παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης : ὅτι Ζηνόδοτος διὰ τοῦ χ ἀχέων . . κλῦθί μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην | ||
| δὲ τάφοιο θηρείου λαιμοῖο μυχοὺς πλήσαντο τυχόντες : δειμαίνω τοίων ἀχέων τροφόν : ἀλλά , θάλασσα , χαῖρέ μοι ἐκ |
| βοᾶι βαρβάρωι στενακτὰν ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς δάκρυσι θρηνήσω . σχεδὸν τύχα , πέλας φόνος : κρινεῖ ξίφος τὸ μέλλον . | ||
| μεταρρίπτει θεός . τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα , καλὸς δ ' ὁ πότμος , βωμὸς δ |
| ἐστιν ὅ ἐστι συγγενῶν . * ἔμπεδα : βέβαια * πολύεργος : ὁ πολλὰ ἐργαζόμενος ὁ φίλεργος ὁ ἐργαστικός * | ||
| κακοῦργος καὶ πανοῦργος βαρύνεται , ὁμοίως καὶ τὸ ἑκάεργος περίεργος πολύεργος πάρεργος . τὰ δὲ ὄντα κύρια βαρύνεται : Λυκοῦργος |
| πάσχεις . σήμηνον ὅπη ] εἰπὲ ποῦ . . ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία . . ἂ ἄ , ἔα | ||
| τὰ κῶλα . βαρυδότειρα ] βαρέα καὶ δυστυχῆ διδοῦσα . μογερὰ ] ἀθλία . πότνια ] σεβασμία . πότνια ] |
| τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι | ||
| διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην |
| στρατιὰν διαφεὶς αὐτὸς ἂν ἥκων εἰς πόλιν ἵππων ἁμίλλαις καὶ θεάτρων ἡδοναῖς εἱστίασεν ὀφθαλμούς , ἀνέπαυσε τὴν γνώμην . ἀλλ | ||
| τοσοῦτον τῆς ψυχῆς αὐτῶν ἥψατο , ὅσον ὁ τῶν ἡμετέρων θεάτρων ἦχος ; διὸ δὴ καὶ ἀγελάρχαις ἐκείνοις μέμφομαι , |
| ἤγουν τὸν σκοτεινὸν , ἢ τὸν πλατὺν , ἀνώνυμοι . Θάνατος δὲ κατέσχεν αὐτοὺς μέλας , ἀντὶ τοῦ σκότου ποιητικὸς | ||
| κατὰ τὸν οἰκεῖον ὅρον , κατὰ τὸ δέον : ὁ Θάνατος ὁρᾷ τὸν Ἀπόλλωνα πρὸ θυρῶν καὶ δέδοικε μὴ αὐτὴν |
| ] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν | ||
| σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει |
| . τίς οὖν ἐν οἴκοις παῖς ἐγένετο σῶι πόσει ; Πενθεύς , ἐμῆι τε καὶ πατρὸς κοινωνίαι . τίνος πρόσωπον | ||
| : Ἐγώ τοι , μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ |
| ἀλλήλας διαλεγομένων δωριστὶ καὶ πολλῷ τῷ α χρωμένωνοἷον θᾶσαι , Πραξινόα , θᾶσαι , φίλα καὶ γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν καὶ | ||
| ἀντὶ τοῦ πορρωτέρω . ταῦθ ' ὁ πάραρος : ἡ Πραξινόα ταῦτά φησι περὶ τοῦ ἰδίου ἀνδρός , ὅτι μακρὰν |
| * . Ἀφαυρός : ὁ ἀσθενής , ἤτοι ὁ ἄγαν παῦρος καὶ ὀλίγος κατὰ τὴν δύναμιν . ἢ παρὰ τὸ | ||
| μετ ' ἀμύμονα Πηλείωνα . ἀλλ ' ἀλαπαδνὸς ἔην , παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός . τρισὶ στίχοις παράκεινται διπλαῖ |
| καὶ ὕδατι . ” ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξ ἀνελπίστου χαρᾶς πλησθείς , ἀναστὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἠσπάσατο τὸν Ἕρμιππον καί | ||
| , ἢν τοιοῦτο γένηται , τάμνειν ἢ καίειν . Πλεύμων πλησθείς : ἢν πλησθῇ ὁ πλεύμων , βὴξ ἴσχει καὶ |
| τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
| : σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
| ἔλυσε , λεχέων δ ' ἱμεροέντων ἐπέβας , Λατῶιε κόρε χρυσοκόμα . Σέβομαί σε : ἐν δὲ θυώδει τεμένει τέκετο | ||
| , Δήλι ' ἄναξ , πανδερκὲς ἔχων φαεσίμβροτον ὄμμα , χρυσοκόμα , καθαρὰς φήμας χρησμούς τ ' ἀναφαίνων : κλῦθί |
| ἐμαυτὸν ἐξαίφνης πόθος τὴν καρδίαν ἐπάταξε πῶς οἴει σφόδρα . Πόθος ; πόσος τις ; Σμικρός , ἡλίκος Μόλων . | ||
| Ἔρως δ ' ἀεὶ πλέκει μευ ἐν καρδίηι καλιήν . Πόθος δ ' ὃ μὲν πτεροῦται , ὃ δ ' |