βασιλεύς , ἐπεὶ ἡσυχία μυστηρίων ἁπάντων ἐγένετο σταθερωτέρα , βαρὺ φθεγξάμενος ἐς μέσον , “ τοῦτον , εἶπεν , ὁ
ὡς ἀναβὰς ἐπὶ τὰ βασιλήϊα κατασχεθείη θεῷ ὅτεῳ δὴ , φθεγξάμενος δὲ εἶπεν , Οὗτος ἐγὼ Ναβουκοδρόσορος , ὦ Βαβυλώνιοι
6762578 ἡκε
δὲ γοργὸν ποιεῖ , οἷον ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν , ἧκε δ ' ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυτάνεις καὶ πάλιν
ἀειφυγίαν αὐτοῦ καταγνοὺς ἐδήμευσε τὴν οὐσίαν καὶ ὅτι πρὸς Ἀρταξέρξην ἧκε φεύγων , σαφὲς ποιεῖ Ἰδομενεὺς διὰ τοῦ βʹ τὸν
6553748 στας
ς ' ἐς Ἑλλάδα πέμπει : ἐλεφαντοδέτων πάροιθεν θρόνων ὃς στὰς Ἑλένας ἐν ἀντωποῖς βλεφάροις ἔρωτά τ ' ἔδωκας ἔρωτί
οὔ : ἀλλ ' ἄν τίς σε δέρῃ , κραύγαζε στὰς ἐν τῷ μέσῳ ὦ Καῖσαρ , ἐν τῇ σῇ
6439384 εἰσηλθε
ὁ μὲν οὖν δῆμος μετέωρος καθῆστο , Χαιρέας δὲ πρῶτος εἰσῆλθε μελανείμων , ὠχρός , αὐχμῶν , οἷος ἐπὶ τὸν
ἔμεινεν Ἰωσὴφ τὴν ἡμέραν ἐκείνην παρὰ τῷ Πεντεφρῇ καὶ οὐκ εἰσῆλθε πρὸς Ἀσενέθ , διότι ἔλεγεν : οὐ προσήκει ἀνδρὶ
6353671 εἱστηκει
καὶ πρόφασιν ἐκεῖθεν ληψόμεθα τὸν ἱερέα κοσμοῦσαν . πάλαι γὰρ εἱστήκει σαλεῦον οὔπω μὲν πεπτωκός , ἀεὶ δὲ τοῦτο παθεῖν
ἦρεν εἰς ὕψος . ] Ἐν ὁδῷ τις Ἑρμῆς τετράγωνος εἱστήκει , λίθων δ ' ὑπ ' αὐτῷ σωρὸς ἦν
6253970 παρεστως
τέ εἰσιν ἵπποι καὶ ἡνίοχοι δύο , ἑκατέρῳ τῶν ἵππων παρεστὼς ἀνὴρ ἡνίοχος : ὁ μὲν δὴ πρότερος τῶν ἵππων
. Ἐπειδὴ δὲ τὸν βίον μεταλλάττειν ἤμελλεν ὁ διδάσκαλος , παρεστὼς ὁ τυφλὸς ἐδεῖτο βοηθεῖν αὐτῷ ὅ τι ἔχοι .
6221891 μολων
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν
6191022 εἰχ
' ἐν δόμοις ἔμεινεν Ἠλέκτρα πατρός , ταύτην ἐπειδὴ θαλερὸς εἶχ ' ἥβης χρόνος μνηστῆρες ἤιτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός .
τίς ἐστιν . . . . οὗτος οὖν πυγὴν μεγάλην εἶχ ' , ὦ Χαριάδη , καὶ καλήν . τοῦτον
6142689 κομιζων
πάντων ὑβριζομένων , πάντων ἀνατρεπομένων . καὶ γὰρ νῦν ξύλα κομίζων γυναῖκα εἰς ἀγρὸν ἀπιοῦσαν ἰδὼν τὰ μὲν ξύλα πάντα
μοι βαθείας ἤδη ἑσπέρας ἧκες ὑποβεβρεγμένος τοὺς πέντε κυάμους ἐκείνους κομίζων , οὐ πάνυ δαψιλὲς τὸ δεῖπνον ἀλεκτρυόνι ἀθλητῇ ποτε
6136511 ανος
σφεας [ ] ς ἐξαπίνης ] ? γὰρ [ ] ανος [ ] α ? γυναικῶν [ ] [ ]
ἐξ οὗ φόνος καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ διὰ τοῦ ανος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ὀξύτονα μὴ ἔχοντα ἀπὸ πρωτοτύπου φωνῆς
6126760 Ἀτρεος
ἆρχε ] Πλεισθενίδας [ ] βασιλεὺς [ ] ἀγὸς ἀνδρῶν Ἀτρέος ἐσθλοῦ [ ] πάις ἐκ πατρός ? [ ]
[ πυθόμενος ] δίοις τ ' Ἀχαιοῖς παιδί τ ' Ἀτρέος φίλωι [ ἂψ ἀπαγγεῖλαι ] τὰ τηνεῖ καὐτὸς ἀσκηθὴς
6120117 Ἑκτορ
, λῦσον βλεφάρων γοργωπὸν ἕδραν , λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους , Ἕκτορ : καιρὸς γὰρ ἀκοῦσαι . τίς ὅδἦ ' φίλιος
. . δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς : Ἕκτορ , ἀεὶ μὲν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν . ἡ
6111280 ἐκαθευδεν
κατὰ τρεῖς : ἦσαν γὰρ ἐφ ' ὧν ὁ Κύκλωψ ἐκάθευδεν , ἔμελλε δὲ ὁ μέσος ἄρα ἄνδρα οἴσειν τῶν
ἔδοξεν ὑπὸ τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη
6108314 ἀνεβαλλετο
ἐν τοῖς θεραπεύουσιν , ἀλλὰ καὶ δεομένου ξυνεῖναί οἱ θαμὰ ἀνεβάλλετο , ἕως ἠνάγκασε τὸν βασιλέα ἐπὶ θύρας ἀφικέσθαι ἀπάγοντα
σήματα οἱ μνηστῆρες ἐκεῖ ἐθάπτοντο , οὓς ἀποκτείνων ὁ Οἰνόμαος ἀνεβάλλετο τὸν τῆς θυγατρὸς γάμον ἐπὶ τρισκαίδεκα ἤδη νέοις .
6060901 ἐβοα
δὲ νοῦς : τοῦ δὲ Μεσσηνίου γέροντος ταραχθεῖσα ἡ φρὴν ἐβόα τὸν παῖδα . ἄλλως : καὶ Πίνδαρος τὸν Νέστορα
κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς ἐξ αὐτῆς , ὅνπερ συναγαγὼν ὁ ἄνθρωπος ἐβόα : ” στρεβλὸς τυγχάνεις , ὡς οἶμαι , καὶ
6041604 θαρσησας
” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα , θαρσήσας : αὐτὴ γὰρ ἐνὶ φρεσὶ θάρσος Ἀθήνη θῆχ '
. ” ὡς δὲ συνῆκεν ὃ λέγω καὶ ἐμειδίασε , θαρσήσας εἶπον : “ Οἴμοι , φιλτάτη , πάλιν τέτρωμαι
6035852 ἀνεστη
. α . . . . Ἀνόρουσεν : ἀνώρμησεν , ἀνέστη . ἔστιν ὄρω , τὸ διεγείρομαι , ἐξ οὗ
ὄψ ' : ἦμος δ ' ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν , τῆμος δὴ τά
6018999 οὑμος
μὲν πατρὸς μομφαῖσιν ἠλαστρημένος Κυχρεῖος ἄντρων Βωκάρου τε ναμάτων , οὑμὸς ξύναιμος , ὡς ὀπατρίου φονεὺς πώλου , νόθον φίτυμα
τοῦτό μοι ἤδη πεπράξεται . ὁ μὲν οὖν ἀνόσιος οὗτος οὑμὸς μάγειρος ἐμοῦ πλησίον ἑστὼς τῇ γυναικὶ ταῦτα συνεβουλεύετο .
6018626 λαθων
Λοξίου μαντεύματα γάμων ἀπείχεθ ' : ὅμως δέ γε τίκτει λαθών , πρὸς τοῦ παρόντος ἱμέρου νικώμενος . Δανάην δέ
διελέχθην καὶ πείθω μετὰ τῆς καλλίονος μοίρας γενέσθαι τὴν ἐναντίαν λαθών . τότε μόνον ἠπάτησα , Ξάνθιππε , τῆς ἀπάτης
5998779 ἐσιδων
δέ τοι ἠπείρου μυθήσομαι εἶδος ἁπάσης , ὄφρα καὶ οὐκ ἐσιδών περ ἔχοις εὔφραστον ὀπωπήν : ἐκ τοῦ δ '
σὺν ὅπλοισιν λαμπόμενος χρυσέοις , Ἀσκλαπιέ : παῖς δ ' ἐσιδών σε λίσσετο χεῖρ ' ὀρέγων ἱκέτηι μύθωι σε προσαντῶν
5996569 εὐχομενος
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος
5992597 ὀιστους
' ἔφευγον : ὡς δ ' οὐκέτ ' εἶχ ' ὀιστούς , ἤσχαλλεν , εἶτ ' ἑαυτόν ἀφῆκεν εἰς βέλεμνον
ἐπιστύφουσι ποθεῖσαι . Ἄρτεμις εὐρίνων ἑσμὸν ἄγει σκυλάκων . ἐπιλίζοντας ὀιστούς Τευθρανίδης , ὦ κλῆρον ἀεὶ πατρώιον ἴσχων , κέκλυθι
5976298 ἰδων
τοῦ ψελλίζεσθαι . Σὲ δ ' οἰωνίσατ ' ἄν τις ἰδών : ἐπὶ τῶν εἰδεχθῶν : παρόσον οἱ παλαιοὶ οἰωνίζοντο
ἡδονήν . ὁ μὲν οὖν κατέχων τὰ τοιαῦτα τὴν ὥραν ἰδών τούτων ἑκάστοις ὡς προσῆκε χρήσεται : ὁ δ '
5973831 δεξαμενος
] [ ὁ ] δὲ γέγαθ ' , ὅτι νόῳ δεξάμενος ἀμβρόταν Διὸς ? [ ἐπέγνω φρέν ] ' :
φύσει παραχωρήσωσιν : ὁ μὲν γὰρ τὴν Ἀσίαν ὅλην ἐπιφερομένην δεξάμενος καὶ ζῶν ἐμάχετο , καὶ τελευτήσας οὐκ ἔπεσεν ,
5948122 σευεν
λᾶαν ὅτις κ ' ἀκέοιτο βαλὼν ἔπι φάρμακα μηρῷ , σεῦεν ἐπὶ Τρώεσσιν Ἀλεξάνδροιο φονῆα : τόν ῥα μεθ '
ἅπαξ ἐφύγομεν τὰς πέτρας , μηκέτι εὐλαβοῦ τὸν θάνατον . σεῦεν : ἀντὶ τοῦ : καὶ εὐθέως παρὰ τὴν Βιθυνίαν
5939647 ῥιψας
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ
5923065 ἐπεπονθει
μὲνἐπὶ δυσμαῖς γὰρ ἦν ὁ ἥλιοςἀπήλασαν τὰς ἀγέλας οἴκαδε καὶ ἐπεπόνθει Χλόη περιττὸν οὐδέν , ὅτι μὴ Δάφνιν ἐπεθύμει λουόμενον
ἀνιηροῖο χόλοιο , ἔκπαγλον τὸ πάροιθε χολούμενος , ὅσς ' ἐπεπόνθει . Οἳ δέ μιν αἶψ ' ἐπὶ νῆα καὶ
5909465 περιμενων
οὕτω τύχῃ , Εὔθυνος * * ἀπολοπίζων αὐτόθι χρηστόν τι περιμένων κέλευσόν μοι τεμεῖν . Ὁ μὲν ἀγρῷ τρεφόμενος θαλάττιον
βασιλεῖ ὥσπερ ἀετῶν νεοττός , ὀξὺ μὲν ὁρῶν ἤδη , περιμένων δὲ τὰ ὠκύπτερα . καὶ οὐκ ἐφ ' ἡμῖν
5905151 εἰδε
τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα καὶ σύνεσιν ἔσχεν ἑτέρου πάθους
αὐτῷ μένειν παρ ' ἑαυτόν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς εἶδε πολλοὺς ἱππέας ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι ,
5896196 σφαλεις
ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ χρῆναι τοῖς ὀλισθοῦσιν
, μητρὸς οὐ φράσας θεᾶς μνήμων ἐφετμάς , ἀλλὰ ληθάργῳ σφαλείς , πρηνὴς θανεῖται στέρνον οὐτασθεὶς ξίφει . Καὶ δὴ
5885525 ἀνειλετο
καὶ ἐκ θεοῦ , τίς λύσις εἴη , ἀνερωτῶντι αὐτῷ ἀνείλετο οὕτω : Βάττ ' , ἐπὶ φωνὴν ἦλθες :
ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν δαλὸν ἀνείλετο Ἀλθαία καὶ κατέθετο εἰς λάρνακα . Μελέαγρος δὲ ἀνὴρ
5875723 ἀκουσας
καὶ ἀκαίρως : Δημοσθένης : τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου . ἀκούσας ἥκειν . τόν δέ οὐδέ οὐχ ἥκιστα , οὐδ
εἶναι τοὺς λέγοντας : Ἀρτέμιδι ἰκέλη . τοῦθ ' ἥσθην ἀκούσας καὶ ὅτι τῷ κάλλει τῆς ψυχῆς ἁμιλλᾶται τὸ τοῦ
5866274 ἐφιλει
Λακύδῃ τῷ περιπατητικῷ κτῆμα ἦν χηνός τι χρῆμα θαυμάσιον . ἐφίλει γοῦν τὸν τροφέα ἰσχυρῶς , καὶ βαδίζοντι μὲν συνεβάδιζε
. . . ἄη : ὥσπερ παρὰ τὸ φιλῶ γίνεται ἐφίλει καὶ κατὰ Αἰολεῖς ἄη : μῆνα δὲ πάντ '
5862918 ἐκειμην
' ἐκείνης ἐν τῇ κλίνῃ , ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης ἐκείμην . ὄζων ] πνέων , μυρίζων . , ὀσμὴν
δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην . συγγνόντες οὖν τῇ αὐτῶν ἐκστάσει ἐπιτιμήσαντες μὴ πλείονος
5862270 παραστας
τὸ θέρος ἐπὶ ναμάτων ἐκόμιζε χρείαν . ἀφικόμενος δὲ καὶ παραστὰς ἑαυτὸν ἐθεᾶτο τοῖς νάμασι καὶ τὸ μὲν κέρας τῆς
, εἰ μὴ ἄρ ' Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι εἶπε παραστὰς Πριαμίδης Ἕλενος οἰωνοπόλων ὄχ ' ἄριστος : Αἰνεία τε
5853532 ἐπειτ
, κακῆι δέ σφ ' ἔμβαλε φήμηι . Τιμάνδρη μὲν ἔπειτ ' Ἔχεμον προλιποῦς ' ἐβεβήκει , ἵκετο δ '
γέγονα , καὶ συνήρεσκε ταῦτά μοι καὶ συνέπραττον αὐτῷ , ἔπειτ ' ἐξαίφνης μεταβέβλημαι καὶ κατηγορῶ . ἔστι δ '
5852916 Δαφνις
Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν
' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι ,
5851568 καθηστο
οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων
καθῆσθαι καὶ καθιεῖ καὶ καθίζειν , οὐ καθιζάνειν . καὶ καθῆστο , καθοίμην , καθήμην , καθῆντο . καθηγεῖσθαι ἀντὶ
5839474 ἀναπηδησας
λαβόντας , ἀβίωτον ἡγησάμενος εἶναι εἴ τινος ἀπολειφθήσεται δωροδοκίας , ἀναπηδήσας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ , οὐδενὸς ἀνθρώπων λέγοντος οὔθ '
ἄλλοθεν : Χαιρεφῶν δέ , ἅτε καὶ μανικὸς ὤν , ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με , καί μου λαβόμενος
5823765 ἐκαθεζετο
. κατ ' ἄρ ' ἕζετο : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐκαθέζετο . οὐκ ἐᾷ δὲ ἑλληνίζειν τὸν Ὅμηρον : ὥσπερ
Φιλόχορος ἐπὶ Γλαυκίππου καὶ ἡ βουλὴ κατὰ γράμμα τότε πρῶτον ἐκαθέζετο : καὶ ἔτι νῦν ὀμνῦσιν ἀπ ' ἐκείνου καθεδεῖσθαι
5822614 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
5818760 φυλασσων
ἔστησεν ὅλην φύσιν ἅρπαγι ῥυθμῶι ἐν ξυνοχῆι σοφίης ἐσπαρμένα πάντα φυλάσσων , ξυνὸν ἐπιρρώσας πεφυλαγμένον αὐχένα κόσμου . καὶ τότε
εἶπον , ὃ καὶ βέλτιον . ὅτι Δελφύνης ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον , Λεάνδριος καὶ Καλλίμαχος εἶπον
5808521 Ἀχιλευς
τοῦ Ἑρκείου Διὸς ναῷ καταφυγὼν ὑπὸ Νεοπτολέμου ἀνῃρέθη ὅτι καὶ Ἀχιλεὺς ὑπ ' Ἀλεξάνδρου ἐν τῷ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος ναῷ
μελάγχρουν ἐπίσταμαι . οὐκ οἶδα δέ , εἰ ὁ Θετταλὸς Ἀχιλεὺς οὕτως ἐρωτικὸς ἦν ὡς καὶ βαθυγενείων καὶ γεραιτέρων πολὺ
5797227 Ἑκτορος
τῆς Ἀχιλλέως ὠμότητος ἔργα , ταῦτα συγκρύψει , τάς τε Ἕκτορος ὕβρεις περὶ τὸ μνῆμα Πατρόκλου καὶ τὰς τῶν ζωγρηθέντων
καὶ τὰς σκηνὰς κατακαύσαντες καὶ τὸ ναύσταθμον ἁφθὲν ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος καὶ τὸ τεῖχος αὐτῶν ἑαλωκός , καὶ ἀνάθημα ἀναθέντες
5787904 Πολυξενην
παρὸ ἠγόρευσας καὶ ἐδημηγόρησας πρὶν ὅτι καλόν ἐστι σφαγιάσαι τὴν Πολυξένην , ἕτερόν τι νῦν λέξον καὶ εἰπὲ ὅτι μέμψις
πρὸς Ἀσκληπιάδην ἐπιστολῇ [ . ] . τὰ περὶ τὴν Πολυξένην ἔστι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ εὑρεῖν : γράφεται καὶ σκότους
5783458 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
5780896 Τυδειδης
νεοζυγέεσσιν ἀγαλλόμενος φαλάροισιν ἔφθασε καὶ μάστιγα καὶ ἡνιοχῆος ἀπειλήν . Τυδείδης δ ' ἐπόρουσε Νεοπτολέμῳ Διομήδης θαυμάζων , ὅτι τοῖος
ῥινόν καὶ τὸ γνῶναι εἴσομαι αἴ κέ μ ' ὁ Τυδείδης . καὶ ὅτι κατὰ ἀριστερὰ τοῦ ναυστάθμου ἡ πύλη
5775975 ἐειπεν
ἔγειρεν , ἕζετο δ ' ὀρθωθεὶς καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπεν : Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἀριστῆες Παναχαιῶν , πρῶτον
λοισθήϊον ἔκφερ ' ἄεθλον μειδιόων , καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν : εἰδόσιν ὔμμ ' ἐρέω πᾶσιν φίλοι , ὡς
5772825 ἀμειψατο
κατὰ νόον τοι , βασιλεῦ . Ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἀμείψατο , Ξέρξης δὲ ἐς γέλωτά τε ἔτρεψε καὶ οὐκ
ἀπῆλθον εἰς Σπάρτην ἔποικοι . [ Καλλίστην ἐπὶ νῆσον ] ἀμείψατο δ ' οὔνομα : ἤλλαξε δὲ τὸ ὄνομα ἡ
5763798 Κἀγω
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός
5759352 ἐφθεγξατο
ὃς οὐκέτι ἐπεπήρωτο τὴν φωνὴν , ἐξ ὅτου τὸ πρῶτον ἐφθέγξατο : ἦν δὲ καὶ τἄλλα ἔμφρων . Καὶ ὁ
οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι προσίεντο . ἐπεὶ δέ ποτε ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο , τηνικαῦτα τὴν αὐτοῦ γνοῦσαι φύσιν ἐξήλασαν παίουσαι .
5749878 ἀνεκραγεν
ἐπιτονωτάτην ἐπίτασιν τῆς βασάνου προσποιηθεὶς ἐνδιδόναι τὴν ψυχὴν ταῖς ἀλγηδόσιν ἀνέκραγεν : ἄνετε : ἐρῶ γὰρ πᾶσαν ἀλήθειαν . ὡς
ποιῶν ψωμοὺς ὡς πλίνθους καταπίνειν . ὁ Ξάνθος γευσάμενος πάλιν ἀνέκραγεν “ τὸν πλακουντάριόν τις καλείτω . ” εἰσῆλθεν .
5745785 ἰων
καὶ ὁ θρασύτητι ἐς τοὺς [ μὴ ] προσήκοντας κινδύνους ἰὼν , [ παρὸν ] βίον σὺν ἀσφαλείᾳ σώζεσθαι .
δὲ πάλιν οὔτε ἀπὸ τῶν νοτίων ὡς ἐπὶ τὰ βόρεια ἰὼν τὸν θερινὸν τροπικὸν ὑπερβαίνει , οὔτε ἀπὸ τούτου ὡς
5740838 ἠλθε
Κωνστάντιος ὁ καῖσαρ , ἐν Γάλλοις πολλὰς νικήσας μάχας , ἦλθε παρὰ μικρὸν κινδύνου . Κυκλωσάντων γὰρ αὐτὸν τῶν πολεμίων
' Εὐβοίης λοπάδες τόσαι ἐστιχόωντο . Ἶρις δ ' ἄγγελος ἦλθε ποδήνεμος , ὠκέα τευθίς , πέρκη τ ' ἀνθεσίχρως
5737136 ἀπηλθε
Ἑλλήνων ἦλθε πρέσβεις ἔχων ὡς ἀδικοῦσαν δείξων τὴν πόλιν , ἀπῆλθε δὲ τἀναντία τούτων παθών , μόνου τῶν τότε ῥητόρων
καιρὸν εὕρασθαι μεταβολῆς . ἐπεὶ δὲ Σύβαριν ἐχειρώσαντο , κἀκεῖνος ἀπῆλθε , καὶ τὴν δορίκτητον διῳκήσαντο μὴ κατακληρουχηθῆναι κατὰ τὴν
5736573 τρεσας
οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο , ὄνειδός τε εἶχε ὁ τρέσας Ἀριστόδημος καλεόμενος . Ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν τῇ
, ἵν ' ἀρχὰς τῶν λόγων ταύτας λάβω . μῶν τρέσας οὐκ ἀνακαλύψω βλέφαρον , Ἀτρέως γεγώς ; τήνδ '
5734911 ἐλλαβε
' ἐξήνυσε βουλάς , ἥ οἱ γούνατ ' ἔκυσσε καὶ ἔλλαβε χειρὶ γενείου , λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον . ἀθετοῦνται
' ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι : τὸν δὲ κατ ' ὄσσε ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή . Πηνέλεως δὲ Λύκων
5732594 ἐνοησεν
ἐν νιφοέσσῃ ἐξοχῇ * κιχών : εὑρών * ἐφράσσατο : ἐνόησεν ἀμαρακόεσσα : παραπλησία τῷ ἀμαράκῳ , φησί , κατὰ
Διὸς λάθον , ἀλλά οἱ Ἶρις πέφραδεν , εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν ἄνωγε δοκευέμεν
5728827 ἀπωλετο
δυστυχίαν ἐλεήσας : περιπαθεῖς ἄγαν αἱ Φοίνισσαι τῇ τραγῳδίᾳ . ἀπώλετο γὰρ ὁ Κρέοντος υἱὸς ἀπὸ τοῦ τείχους ὑπὲρ τῆς
ὄναρ ] ἐν Ἰσθμῷ γινόμενος τὸν ἴδιον υἱὸν ζητεῖν . ἀπώλετο ὁ υἱὸς αὐτοῦ διὰ τὸν μῦθον τὸν Μελικέρτειον .
5725444 ᾀδων
ἐπιστήμην . οὐκ εἰκότως οὖν Μωυσῆς ἐπὶ τῇ τῶν ἀναβατῶν ᾄδων ἀπωλείᾳ τοῖς ἱππεῦσιν εὔχεται σωτηρίαν παντελῆ ; δύνανται γὰρ
σὺ ὁ δύστηνος ἐν Δελφοῖς καθέζῃ τὰ κενὰ καὶ μάταια ᾄδων ; τί δέ σου ὄφελος ἡμῖν ; τί δὲ
5721930 βοησας
. ἀλλ ' ὅτε τόσσον ἀπῆν , ὅσσον τε γέγωνε βοήσας , καὶ τότ ' ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι :
. ἀλλ ' ὅτε τόσσον ἀπῆν , ὅσσον τε γέγωνε βοήσας . † ) τὸ ἐγεγώνει ἀντὶ τοῦ εἰς ἀκοὰς
5721573 ἐλαλει
ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐπυνθάνετο , τί ἂν πρὸς τὸ οὖς ἐλάλει αὐτῷ ἡ ἄρκτος . ὁ δὲ εἶπεν : ”
βούλοιτο [ διαλέγεσθαι - ] · ὡς δὲ οὐδὲν [ ἐλάλει , ] ἀλλὰ ὁμοίοις ἡ παρθένος [ κατείχετο -
5721144 λιπων
μὲν Θράσων ' , ἀπεκτάγκασι δ ' οὔ . Ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν , ὦ Στράτων .
. Ἤλυθε δ ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν , σὺν δ ' ἤλυθεν Ἴδας Λυγκεύς θ '
5718905 Ὀιλεος
τάχα πάντες ὄλοντο δυσμενέων παλάμῃσι περιστρεφθέντες ὁμίλῳ , εἰ μὴ Ὀιλέος υἱὸς ἐύφρονα Πουλυδάμαντα ἔγχεϊ τύψε παρ ' ὦμον ἀριστερὸν
ἔην , ἐπεὶ ἦ νύ οἱ ἔνδοθι νηοῦ Κασσάνδρην ᾔσχυνεν Ὀιλέος ὄβριμος υἱός , θυμοῦ τ ' ἠδὲ νόοιο βεβλαμμένος
5713640 φερων
αὐτῷ λόγον ἐπιχειρῶμεν κομίζειν , οἷον κύων παρὰ ποταμόν τινα φέρων κρέας , καὶ κατὰ τοῦ ὕδατος τὴν αὐτοῦ σκιὰν
' ἕκαστον δὲ τῶν ἱππέων τῶνδε ὑπηρέτης ἦν πολλὰ ἀκόντια φέρων , οἷς ἐπενόει τὰ θηρία ἀμύνεσθαι . οὕτω μὲν
5713012 ἐλθων
εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἐλθὼν σὺν πλεόνεσσι : τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται .
τε καὶ συγκλείεσθαι μήτρας συμβέβηκεν . ἔστι δὲ ὅτε κενὸς ἐλθὼν πλήρης ἐξαίφνης ἐγενόμην ἐπινιφομένων καὶ σπειρομένων ἄνωθεν ἀφανῶς τῶν
5712681 προσηυδα
ὅτι ἰδίως ἀγγελέουσα προσηύδα : ἐχρῆν γὰρ ἀγγελέουσα ἧκε καὶ προσηύδα . . , . . . . . πότε
: Ἥρῃ δ ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον , ἀλλὰ προσηύδα : αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : πῶς
5710857 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
5708491 ἀποσεισαμενος
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἤτοι ἀφείς , καταλείψας ) , ἀποσεισάμενος . τὸ σχάζειν κυρίως ἐπὶ τῶν κωπηλατούντων λέγεται ,
ὦ Κρόνου καὶ Ῥέας υἱέ , τὸν βαθὺν τοῦτον ὕπνον ἀποσεισάμενος καὶ νήδυμονὑπὲρ τὸν Ἐπιμενίδην γὰρ κεκοίμησαικαὶ ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν
5708476 ὠρεξε
καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε τῷ Κύκλωπι . οὐκ ἔστι δὲ μικρὸν τὸ διδόμενον
: οὐκ ἔχω εἰπεῖν , τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε . Θεαρίων , τὶν δ ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου
5704480 ἀπαγγειλαι
, † μετάθεσιν εἰς τὰ ἔτη † εἰς Ἅιδου κατιόντα ἀπαγγεῖλαί μοι , ὅτι ἡ σὴ διάθεσις καὶ τοῦ ἐρωμένου
κέλευέ τε πάντας ἑταίρους , πρὶν ἐμὲ οἴκαδ ' ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι . εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ
5703318 δευρ
ἀδικίαν , ὡς καὶ Ὅμηρος ἱστορεῖ λέγων : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος : τὸ δὲ
τῶν ἐπῶν , ἐν οἷς ταῦτά φησιν : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος ἓξ οἴῃς σὺν
5684162 λεξατο
πάντων Παφλαγόνων ἐκέκαστο μάχῃ ἔνι τλῆναι ὅμιλον , τοὺς ἅμα λέξατο πάντας ἐπισταμένους πονέεσθαι , ὅππως δυσμενέεσσιν ἐνὶ πρώτοισι μάχωνται
' ἐπεὶ κάμε χεῖρας ἐναίρων , ζωοὺς ἐκ ποταμοῖο δυώδεκα λέξατο κούρους ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος : τοὺς ἐξῆγε θύραζε
5683906 ἐδεξαμην
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ?
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος
5683276 πρῳην
μὴ ὑπῆρχε γραμματικός , καὶ νῦν φαμεν ὅτι γέγονε γραμματικὸς πρῴην μὴ ὤν . ὥστε φαίνεται τὸ συμβεβηκὸς ἐγγὺς τοῦ
ὀρνίθειον οἰκίσκον φέρεις ; παῖδες ἀγένειοι Κλεισθένης τε καὶ Στράτων πρῴην ἐρανιστὰς ἑστιῶν ἥψησα ἔτνος . δάπτοντα , μιστύλλοντα ,
5672231 εὑρ
νιφόεις γὰρ λέγεται . . . . τοὺς δ ' εὗρ ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ ' ἀνολέθρους , ἀλλ
χεῖρα κύκλῳ θιάσου . . . [ ἄγγεα Λυδὴ χεὶρ εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι
5666351 ἐστη
Πάτροκλος ἀνθιστάμενος Τηλέφῳ . ὥστ ' ἔμφρονι δεῖξαι : οὗτος ἔστη μόνος ἅμα τῷ Ἀχιλλεῖ . ὥστε δυνατὸν εἶναι δεῖξαι
μακάριος βίος καὶ τὸ κακὸν οὐδαμοῦ ἐνταῦθα καὶ εἰ ἐνταῦθα ἔστη , κακὸν οὐδὲν ἂν ἦν , ἀλλὰ πρῶτον καὶ
5660133 ἐνεγκων
εἰθισμένου . οἷα δὲ παῖς ἐκ τρυφῆς τὸν πόνον οὐκ ἐνεγκὼν ἐς τὴν ἁμαξιτὸν αὐταῖς χοινικίσι διέδρα καὶ παροδεύουσι λοχαγοῖς
ἴλιγγος καὶ παρῄνει Δαμάλιος πίνειν φάρμακον . ἐγὼ δὲ οὐκ ἐνεγκὼν αὐξῆσαι ἐν τῷ θέρει τὸ κακὸν τοῦ φθινοπώρου πίνω
5650716 ἀελπτον
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ
5650709 φυτευσας
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον
5649804 ἠλασεν
εὗρε τῆς κακῆς συνωρίδος φέρτερον ἡνίοχον : χανδὸν πιὼν γὰρ ἤλασεν . προσεσκώφθη δὲ ὑπὸ Σωφίλου τοῦ κωμικοῦ ἐν δράματι
ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν . Ἦ ῥα καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος σμερδαλέῳ : μέγα δ ' ἀμφὶ σάκος
5643053 παθουσα
τοὺς τύπους , οὐκ ἄν ποτε προεῖτο , τί μὴ παθοῦσα . καὶ νῦν μὲν ἐξεταζομένη ἐκ τοῦ προχείρου δίδωσιν
ἀπηλευθερωμένης καὶ προῖκα ἐς γάμον ἐπιλαβούσης , ἡ τοσάδε εὖ παθοῦσα προύδωκε ζηλοτυπίᾳ τῆς μεθ ' ἑαυτὴν τῷ Φουλβίῳ γεγαμημένης
5640172 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
5639560 ξεινε
. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ὅμοιον : Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε , ὅττι μάλιστ ' ἐθέλεις : ὣς ἄρ '
, κούρην Διὸς αἰγιόχοιο : “ εὔχεο νῦν , ὦ ξεῖνε , Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε
5638457 ὠλεσε
Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος .
ὥς τις ἔφη : πολλοὺς δὲ βροντῆς τραῦμ ' ἄναιμον ὤλεσε . καὶ μὴν εἴ τις οὕτως βαρὺς εἴη φθόγγος
5632653 χὠ
' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον .
: κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ ,
5628881 θεωμενος
σαυτόν . ἐτελεύτησεν δὲ μονήρης , γηραιός , γυμνικὸν ἀγῶνα θεώμενος , ὑπὸ καύματος ἐκλυθείς . Ἀναχάρσιος Ἀνάχαρσις Γνούρου υἱὸς
τόπος : ἐπ ' ἐρημίας , ἔνθα παρῆν οὐδεὶς ὁ θεώμενος , ὁ καταμαρτυρήσων , ὁ κρίνων : ὅθεν ἐπὶ
5622591 καθισας
: τὴν εὐρυθμίαν φέναξ : ἀπατεών πρόσχημα : μόνον σχήματι καθίσας , μηδὲν δὲ φθεγγόμενον θρίνακες : λικμητῆρες τριαινοῦν :
συρίσαντι χαρίσασθαι χιτῶνα καὶ χλαῖναν καὶ ὑποδήματα . Ὁ δὲ καθίσας αὐτοὺς ὥσπερ θέατρον , στὰς ὑπὸ τῇ φηγῷ καὶ
5621468 Μενοιτιαδαο
δησάσκετο δίφρου ὄπισθεν , τρὶς δ ' ἐρύσας περὶ σῆμα Μενοιτιάδαο θανόντος αὖτις ἐνὶ κλισίῃ παυέσκετο , τὸν δέ τ
καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα : ἦ δὴ μὰν ὀλίγον γε Μενοιτιάδαο θανόντος κῆρ ἄχεος μεθέηκα χερείονά περ καταπέφνων . Ὣς
5618713 ἐσσομαι
σέο πύργου ἐκ περάτης ἀνάφαινε κατὰ κνέφας , ὄφρα νοήσας ἔσσομαι ὁλκὰς Ἔρωτος ἔχων σέθεν ἀστέρα λύχνον . καί μιν
] μέγαν ὄρκον ἀπώμοσε [ ] λαν : ἄϊ πάρθενος ἔσσομαι [ ] ! ων ὀρέων κορύφαις ? ? '
5618179 καταβαλων
, οἱ Γίγαντες ἐβασίλευον : ἐλθὼν δὲ ὁ Ζεὺς καὶ καταβαλὼν τούτους , ἐβασίλευσεν . : πελώρια ] Ἔθη τὰ
ἐγὼ δ ' ἔφη ἄνδρες Τρίτωνες , ὑπὸ τοῦ δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην
5614872 Ὀδυσσευς
ἄνδρα , ὅτι οὐδὲν αὐτῶι ἐμέλησεν ὅπως πιθανὸς ἔσται ὁ Ὀδυσσεὺς οὐ γιγνωσκόμενος ὑπὸ τοῦ Φιλοκτήτου . ἔχοι δ '
Ὀδυσσέα , ὁ δὲ χρόνος πάντας τοὺς καλούς . εἶτα Ὀδυσσεὺς μὲν ἀναλήψεται καὶ σάρκας καὶ κόμην καὶ χρῶμα :
5611372 προπεμπει
τιμὴν ταύτην ἁπανταχοῦ : ὑποδέχεται γὰρ ἁπάσας εἰς ἑαυτὴν καὶ προπέμπει πάλιν ἐξ αὑτῆς , καὶ κοινὴ πάντων ἐστὶ καταφυγή
. οὔνομα : πομπίλος , τὸ πομπίλον . πομπίλος , προπέμπει τὰς νο . Ἔξοχα : λίαν , ὑπερβαλλόντως .
5609954 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
5603464 κινησας
τρίβον , σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας , ὁποῖς κοῦρος δῶμα κινήσας καπνῷ : οἱ δ ' αὖ προγεννήτειραν οὐλαμωνύμου βύκταισι
: † θοίναν ἀγρίων θηρῶν : ποῦ , φησὶ , κινήσας τὸν πόδα κατάσχω ταύτας , δηλονότι τὰς μετὰ τῆς
5603136 δευτ
συνέθυσαν . διόπερ ἔφη : ὦ Κύπρου δέσποινα , τεὸν δεῦτ ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον Ξενοφῶν τελέαις
βαίνειν ὀρχηστικῶς , οὓς καὶ βητάρμονας λέγει ὁ ποιητής „ δεῦτ ' ἄγε Φαιήκων βητάρμονες , ὅσσοι ἄριστοι . „
5601378 ἀκουων
διὰ . τῆς κολακεύσεως σου . * γινώσκω . * ἀκούων . λάβῃ * ἄνεσιν τῶν κακῶν καὶ τῆς λύπης
βλάβην καὶ συμφοράν . ἄελπτον ] ἀνέλπιστον . κλύων ] ἀκούων . Πέρσαι ] ὦ . φράσαιμ ' ἂν ]
5600597 παριων
. Δημοκράτης ὁ παλαιστὴς καὶ αὐτὸς νοσήσας τοὺς πόδας , παριὼν ἐς τοὺς ἀγῶνας καὶ στὰς ἐν τῷ σταδίῳ ,
εἷς δυνήσεται ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί : ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν ἑστήξετ ' ἀχανής ,
5592275 αἰδεσθεις
οἰκτείρων αὐτόν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε
. πάλον ] κλῆρον . Ξ Τυδεὺς μὲν ἤδη : αἰδεσθεὶς τὰ Ὁμηρικὰ ἐγκώμια πρῶτον αὐτὸν καταλέγει ὁ Αἰσχύλος .
5590061 Πουλυδαμαντα
μάλιστα μάχη καὶ φύλοπις ἦεν ἀμφί τε κεβριόνην καὶ ἀμύμονα Πουλυδάμαντα Φάλκην Ὀρθαῖόν τε καὶ ἀντίθεον Πολυφήτην Πάλμύν τ '
αὐτὸν ὑπὸ νόσου καὶ οἰδοῦντα καὶ ὕπουλον , μακαρίζοιεν ὡς Πουλυδάμαντα τὸν Θετταλὸν καὶ Γλαῦκον τὸν Καρύστιον ἡγούμενοι διαφέρειν εὐεξίᾳ
5588564 εἰπας
ζήσονται τῷ θεῷ . Διατί , φημί , κύριε , εἶπας περὶ τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ : Ζήσονται τῷ
χοαὶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν : οἷον : εἰς τί τοῦτο εἶπας : ἐνέχυρον τῆς σωτηρίας ἡμῖν : λείπει τὸ ἕνεκεν

Back