μὲν γὰρ ἡ μικρότης τῶν πόρων ὑπὸ τῆς στύψεως τυφλοῦσθαι φθάνουσα πρὶν ἐκκαθαρθῆναι καλῶς οὔτε παραδέχεται τοὐντεῦθεν ἔτι τὴν ῥυπτικὴν
ὑπάτης : βραδὺ γὰρ τὸν ἀέρα κινεῖ καὶ σχολαιότερον ἀποκαθίσταται φθάνουσα τὴν εὐθύτητα . καὶ ἐπὶ τῶν τόξων δὲ τὰ
6707252 χαιρησει
βοηθήσεθ ' ὑμεῖς , οὐδ ' , ἂν ἐπιχειρῇ , χαιρήσει , εἰ μή τις τέχνη προσγενήσεται . πῶς οὖν
δὲ Καῖσαρ ἐπισχὼν ὀλίγον εἶπεν : “ ἀλλ ' οὐ χαιρήσει Πομπήιος , κακὸς κακῶς καὶ νῦν ἐκ Θουρίων ἐξελαθείς
6682989 εἰληφοσιν
συντελεῖται , τοῖς μὲν ἀγνοοῦσιν ἄπιστα , τοῖς δὲ πεῖραν εἰληφόσιν ἀνυπομόνητα . περὶ δὲ τὰς ἐσχατιὰς τῆς Αἰγύπτου καὶ
ἐδόκει μηδ ' ὁτιοῦν τὴν ἀρχὴν εἰληφέναι ἢ οὕτω λαμπρῶς εἰληφόσιν ἔπειθ ' ὑπ ' οὐδεμιᾶς ἀξιολόγου προφάσεως τοῦτ '
6591235 βεβρεγμενῃ
αἱ μῆτραι , φησίν , προπέσωσιν , ἀριστολοχίᾳ ἐν ὕδατι βεβρεγμένῃ καταντλείσθωσαν πλείονας ἡμέρας . Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς
κολλύριον χρὴ ϲκευάζειν τοιοῦτον : κίϲϲηριν λειοτάτην ποιήϲαντεϲ ἀναλαμβάνομεν τραγακάνθῃ βεβρεγμένῃ ἢ κόμμι καὶ ἀναπλάττομεν μικρὰ κολλύρια : εἶτα ἐκϲτρέφοντεϲ
6571876 κατασκηψαι
: ὦ δέσποτ ' αἴας τί ποτε δρασείειν δοκεῖς : κατασκῆψαι . βλάψαι * ποίῳ τρόπῳ ἐμαυτὴν ἀνέλω : .
πέλαγος , τὸ δ ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς μετεωρισμὸν λαβὸν κατασκῆψαι πάλιν τυφωνοειδῶς εἰς τὴν νῆσον , καὶ ἐπὶ τρεῖς
6537708 τρωσεσι
, χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , χαλεπαῖς κρυπταῖς
μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι : ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις ,
6494936 Δεινη
πολυπνείων . Λαιψηρότεροι : κουφότεροι . Ἔργμοσι : ἔργμασιν . Δεινή : σοφή . Ἅμματα : δέσματα . Ἐνθάδε πάντων
. Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι νέον κρατεῖ ; Δεινή περ οὖσα , φείδεται γὰρ οὐδενός . Σωτήρ ,
6475318 μολυνεται
δεινοτέραν τῆς ἐκ τῶν τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται .
Γ ὁ γὰρ πρωκτὸς πλυνόμενος περιγίνεται τῆς καθάρσεως καὶ ἔτι μολύνεται καὶ μᾶλλον ἐν τῇ ῥύσει τῆς γαστρός . εἴρηται
6473330 θαλπων
ἐν ταῖϲ εἰϲβολαῖϲ καὶ καταψυχομένουϲ τὰ κῶλα τρίβων ἰϲχυρῶϲ καὶ θάλπων καὶ διαδεϲμῶν ϲκέλη καὶ χεῖραϲ ἐγρηγορέναι τε κελεύων καὶ
. Εὐρύμαχος δ ' ἤδη τόξον μετὰ χερσὶν ἐνώμα , θάλπων ἔνθα καὶ ἔνθα σέλᾳ πυρός : ἀλλά μιν οὐδ
6470752 ἐπιθῃς
ὁ γέρων ἔφη : ” ἵνα τὸν φόρτον τοῦτον ἄρας ἐπιθῇς μοι . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς
βουλοίμην ἂν μὴ καταλῦσαι τὴν προθυμίαν , πρὶν ἂν τέλος ἐπιθῇς τοῖς ἐν χερσὶ τούτοις ἄξιον τοῦ μακροῦ χρόνου .
6468923 σφαλερωτατον
ἐς κλοπὴν μοιχείας . λαʹ . Ὁ μοιχὸς καὶ πείσας σφαλερώτατον ἀνάλωμα καὶ ὀδυνηρὸν μὴ τυγχάνων , τῆς μὲν γὰρ
οὕτως εἴπωμεν . μεταβολὴν γὰρ δὴ πάντων πλὴν κακῶν πολὺ σφαλερώτατον εὑρήσομεν ἐν ὥραις πάσαις , ἐν πνεύμασιν , ἐν
6451586 ἡβαιος
ἐστι ἐπ ' ὀλίγον βῆναι . ἢ παρὰ τὴν ἥβην ἡβαιός , ἥτις ταχέως ἄρχεται καὶ ταχέως λήγει , .
, τὸ ἐπικλίνω : ἐὰν δὲ παρὰ τὴν ἥβην , ἡβαιός , ἐξ οὗ καὶ τὸ βαιός κατὰ ἀποβολὴν τοῦ
6426005 παρελειπεν
κατὰ Ῥωμαίων ὁδὸν ἐς ἐπιχείρησιν , οὐδ ' ἡττώμενος , παρέλειπεν , ὃς καὶ Σαυνίταις καὶ Κελτοῖς συνετίθετο καὶ ἐς
σχεδὸν ἀχρόνως αἰσθανόμεθα . διὰ δὲ τὸ ἐναργῆ αὐτὰ εἶναι παρέλειπεν . ἑξῆς δὲ ὅταν λέγῃ “ τὰ δὲ γεννώμενα
6425401 ἐπειγομενην
καὶ ὑπεξαιρεῖται τὸ λυποῦν καὶ καθέλκον τὴν πρὸς τὸν θεὸν ἐπειγομένην ψυχήν . δεῖ γὰρ αὐτὴν ἀνιοῦσαν πρὸς νοῦν γαλήνην
ὧν τε Ποσειδάων εὐεργέα νῆ ' ἐνὶ πόντῳ ῥαίσῃ , ἐπειγομένην ἀνέμῳ καὶ κύματι πηγῷ : παῦροι δ ' ἐξέφυγον
6422958 ἀνακινει
χαμαίμηλον , καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν εἰς τὸ πῦρ ἐπιθεὶς ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς μιχθῇ , ἑνωθέντων δ '
ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ
6419872 παμπονηρα
ἐπιτρίτου βʹ καὶ βακχείου : τὸ ιϘʹ “ κἂν λέγῃ παμπόνηρα ” ὅμοιον δίμετρον ἐξ ἐπιτρίτου βʹ καὶ ἀμφιβράχεος ἢ
νοῦν : ἔχεις γὰρ οἰκίαν . Καὶ μὴν ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα φαίνεται . Δειπνεῖν με δίδασκε . Περὶ ἐμοῦ δ
6419490 πεισθειη
τῆς Πολυκρίτης ἀδελφὸς , ἐν πολλῇ φροντίδι ἐγίνετο , εἴτε πεισθείη τοῖς ἐπεσταλμένοις , εἴτε μή : τέλος δὲ ,
τὸν ἀκροατὴν προσδέξασθαι τὴν παραίνεσιν . οὐ γὰρ ἂν ἄλλως πεισθείη κατακοῦσαι τῆς γνώμης , μὴ διατεθεὶς ὅτι μεγάλη ἐστὶν
6397689 πλημμυρα
ἢ χειμῶνα σημαίνει . Ἡ ἄμπωτις βόρειον πνεῦμα σημαίνει , πλημμύρα δὲ νότιον . Ἐὰν μὲν γὰρ ἐκ βορείων πλημμύρα
οὐ πήχους . πλείω καὶ πλέω : ἄμφω Ἑλληνικά . πλημμύρα : οὐ πλήμη λεκτέον : καὶ πλημμυρίδα . πόρκος
6379906 διαβαιεν
μὲν ἡθροίσθησαν , ἔπειτα δὲ ἀνέστρεφον διὰ τὸ ἀπορεῖν ὅπῃ διαβαῖεν . οἱ μὲν οὖν πελτασταὶ ὀλίγοι ὄντες οἱ πρῶτοι
ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἔπραττε περὶ πλοίων , ὅπως ὅτι τάχιστα διαβαῖεν . ἐν δὲ τούτῳ ἀφικόμενος Ἀρίσταρχος ὁ ἐκ Βυζαντίου
6376871 ἐκκρεμαμενων
τῶν γαστρὸς καὶ τῶν ὑπ ' αὐτήν , ὥστε πολλῶν ἐκκρεμαμένων ἐγγόνων βαρύτατον ἄχθος φέρουσα παρίεται καὶ χεῖρας ὑπ '
μάθησις . Πάντων οὖν τῶν Πλάτωνος δογμάτων ἀτεχνῶς ἐξηρτημένων καὶ ἐκκρεμαμένων τῆς κατὰ τὴν ψυχὴν θειότητός τε καὶ ἀθανασίας ,
6371786 ἐλεεινην
αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν .
νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν
6363755 ἐκτραπειη
Βδελύτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων
Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων
6359014 ἐπλαζοντο
τραπεζᾶν ὤθεον , αὐτόματοι δ ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο . Ξενοφῶν Ἀναβάσεως ζʹ : κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον
ἧι πολλαὶ μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν , γυμνοὶ δ ' ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων , ὄμματά τ ' οἷα ἐπλανᾶτο
6356459 κοτωι
. χειμῶνα ] κλύδωνα . ἐλθεῖν ] ἐνταῦθα τὸ δαιμόνων κότωι . τελευτῆσαι ] λῆξαι . δαιμόνων ] τῶν θεῶν
ἔδωκαν ἀθάνατοι ἀνθρώποισι φωναῖς λιγυραῖς ἀεῖσαι : Φοῖβος δέ σε κότωι ἀναιρεῖ , Μοῦσαι δέ σε θρηνέουσιν . † ἐκκορὶ
6350256 κατεθεον
μέχρι καμπτῆρος ἀνῄεσαν κἀκ τοῦ καμπτῆρος πάλιν εἰς τὴν ἀφετηρίαν κατέθεον . οἱ δολιχοδρομοῦντες δὲ ψιλῶς ἑπτάδρομον ἐποιοῦντο τὸν δρόμον
' , Ἰλλυριῶν ἕτερον γένος , Ἰλλυριοὺς τοὺς ὑπὸ Ῥωμαίοις κατέθεον καὶ πρέσβεις ἀφικομένους περὶ τοῦδε Ῥωμαίων οὐ προσίεντο .
6339131 πικροκαρπον
διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ
γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά
6336279 ὁσηνπερ
φιλονικίας ἐπὶ τοῖς πράγμασι πάντ ' ἄνδρα παρασχέσθαι δεῖ , ὅσηνπερ ἐκ τῶν ἄνωθεν χρόνων ἀμελείας : μόλις γὰρ οὕτως
δύναμιν τοσαύτην εἰς τὸν λόγον παρὰ τῶν Μουσῶν λαβεῖν , ὅσηνπερ αὐτὸς ἔσχηκας εἰς τὸ περισῶσαι τὴν πόλιν . ὁ
6335805 μυκτηροκομποις
τῶν Ἑλλήνων , ὥσπερ καὶ ὁ Ἐτεοκλῆς οὗτος . . μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ἡ δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς . . τοῖς
πνεύμασι ] τοῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομένοις . θΞ μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ταῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομέναις πνοαῖς
6335541 ἀραιωθεντων
τί ἐν τοῖς καύμασιν οἱ περιοδικῶς νοσοῦντες φρικιῶσιν ; ὅτι ἀραιωθέντων τῶν πόρων , ἔξω τὸ θερμὸν διαπνεῖ : πυκνωθέντων
ἁμάρτοις προσφέρων βοήθημα : χαλάσεως γὰρ γενομένης καὶ τῶν πόρων ἀραιωθέντων ἔτι μᾶλλον τὰ προσφερόμενα βοηθήματα τὸ ἴδιον ἐπιδείξονται ἔργον
6332111 ἐκβαλλετε
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν εἶπεν τοῖς ἀγγέλοις : ἰδοὺ ἐκβάλλετέ με : δέομαι ὑμῶν , ἄφετέ με ἆραι εὐωδίας
ἀποκριθεὶς δὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν εἶπεν τοῖς ἀγγέλοις : ἰδοὺ ἐκβάλλετέ με : δέομαι ὑμῶν , ἄφετέ με ἆραι εὐωδίας
6322831 προσεγγισας
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος
6316327 ἰασαιτο
ταύτας τῶν τροφῶν ὀρέξεις , τάχ ' ἄν τις καὶ ἰάσαιτο προσαγωγαῖς φαρμάκων ἁρμαζόντων . τὰς δ ' ἀποστροφὰς πάντων
οὐδ ' αὐτὸς ὁ τῆς τέχνης ἡγεμὼν Ἀσκληπιὸς μετὰ πάντων ἰάσαιτο τῶν θεῶν . σώματος μὲν γὰρ ἀρρωστίαν θεραπεύει τέχνη
6313265 ἀντροπαιᾳ
κατ ' ἀλλήλων ἄμφω τὼ ἀδελφὼ ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα
. Ξ ἀντροπαίᾳ ] ἀλλοιώσει . ἀντροπαίᾳ ] ἀνατροπῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ . ἀντροπαίᾳ ] μεταλλαγῇ , ἀνατροπῇ .
6304806 ἑωθινας
Τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ χρὴ τὰς ἀναδενδράδας κλαδεύειν , φυλαττομένους τὰς ἑωθινὰς καὶ δείλης ὀψίας ὥρας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ χρὴ
, οὐδὲν ἐμποδὼν μὴ καθαρθῆναι μετρίως . τὰς δ ' ἑωθινὰς καθάρσεις μετ ' ὀξυμέλιτος ποιῆσαι , τῶν ἁλῶν προσμίσγων
6301883 εἰσηρρησεν
φθορᾶς παρεγένετο . Γ εἰσήρρησεν ] μετὰ φθορᾶς εἰσῆλθε . εἰσήρρησεν ] μετὰ φθορᾶς παρεγένετο , ὡς ἀναιδῶς ἐλθόντος .
εἰσελθεῖν . ΓΘ ἄλλως : μετὰ φθορᾶς παρεγένετο . Γ εἰσήρρησεν ] μετὰ φθορᾶς εἰσῆλθε . εἰσήρρησεν ] μετὰ φθορᾶς
6301791 ἐπηινες
. [ ὡς μήποτ ' ἄνδρα τόνδε νυμφίον καλῶν . ἐπήινες ' ἀλόχωι πιστὸς οὕνεκ ' εἶ φίλος . ]
τιμὰς πατρώιους καὶ δόμους ἔχειν ἄφες . στρατὸς δ ' ἐπήινες ' ἔς τ ' ἀπαλλαγὰς πόνων καλῶς λελέχθαι μῦθον
6296057 ἀμηχανοις
γυναικῶν . ὁ μὲν οὖν Πετρώνιος τὰ ἐπισταλέντα διαναγνοὺς ἐν ἀμηχάνοις ἦν , οὔτε ἐναντιοῦσθαι δυνάμενος διὰ φόβονᾔδει γὰρ ἀφόρητον
θαυμάσῃς , εἰ πάλαι διδάσκων ἡμᾶς , ὡς κἀν τοῖς ἀμηχάνοις ἰσχύεις , ἀπαιτῇ παρὰ τῶν ἐκεῖνα ὁρώντων ἕτερα ἐκείνοις
6292476 σωσασαν
ἡμετέρων ἐχθρῶν γενόμενοι τὴν χώραν ἡμῶν ἔτεμον τὴν πολλάκις τούτους σώσασαν καὶ τὴν πόλιν ἕτοιμοι κατασκάπτειν ἦσαν , ἣν πολλάκις
δωρεᾶς ἄξιος ἦν οὔτε τιμωρίας ὑπεύθυνος . ἄτοπον οὖν τὴν σώσασαν ὑμᾶς ῥητορείαν μηδὲν πλέον κερδᾶναι τῆς ἡσυχίας . τίς
6290368 μελετηθῃ
καθεστήκῃ ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄρθροισιν : ἢν δὲ μὴ οὕτω μελετηθῇ , τὸ λοιπὸν τηκόμενος θνήσκει : ἡ γὰρ νοῦσος
ἑξάμηνος : ἢν δὲ ἀμελείη τις ἐγγένηται καὶ μὴ παραχρῆμα μελετηθῇ , ἐν τάχει ἀποθνήσκει . Καὶ τὸν καταλεπτυνόμενον τοῖσιν
6286411 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
6284877 δυστυχουντες
τῶν Ἀχαιῶν καὶ τὰ καθόλου συμβαίνοντα αὐτῷ . οἱ γὰρ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι πολλάκις εἰώθασι μεμνῆσθαι τῶν συμφορῶν καὶ τοῖς εἰδόσιν
ζῷα δειλότερα . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ δυστυχοῦντες ἐξ ἑτέρων χείρονα πασχόντων παραμυθοῦνται . λάρος ἰχθὺν καταπιὼν
6282547 καταπιπτει
. ἦσαν δὲ πληγαί , καιρίαν δ ' εἰληφέναι δόξας καταπίπτει καὶ λιποψυχεῖν δοκῶν ἔκειτο μετὰ τῶν ἰχθύων . βοᾷ
ἐπιτείνει τὸ κέρας , ἡ κεραία , καὶ ὑποχαλᾶται καὶ καταπίπτει . τέμνει : ἢ διαπερᾷ , διέρχεται ἡ ναῦς
6279266 προσειλοις
δὲ μᾶλλον τοὺς παλισκίους . πεύκη μὲν γὰρ ἐν τοῖς προσείλοις καλλίστη καὶ μεγίστη , ἐν δὲ τοῖς παλισκίοις ὅλως
ἐνταῦθα αἱ ἄγριαί τε τῶν ἡμέρων εὐοσμότεραι καὶ αἱ ἐν προσείλοις τῶν ἐν παλισκίοις καὶ μάλισθ ' αἱ πρὸς μεσημβρίαν
6278823 ὀπωριζειν
τὴν γενναίαν νῦν λεγομένην σταφυλὴν ἢ τὰ γενναῖα σῦκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται , ἐὰν μὲν ἐκ τῶν οἰκείων λαμβάνῃ ,
ὠστρακίσθησαν καὶ Ξάνθιππος καὶ Ἀριστείδης . Ἐφιάλτης τοὺς ἰδίους ἀγροὺς ὀπωρίζειν παρεῖχε τοῖς βουλομένοις , ἐξ ὧν πολλοὺς ἐδείπνιζε .
6278250 μανοι
ἱδρὼς καὶ ὅλως ὁ ἐκ τῶν κοίλων κακωδέστατος : καίτοι μανοί γε οἱ τόποι , ἀλλ ' ἡ κατάπνιξις καὶ
οἶμαι , καὶ ἡ ἐπωνυμία αὐτοῖς ἥκει , οἱ δὲ μανοί τέ εἰσι καὶ ἀνειμένοι μᾶλλον , καὶ ὑγροὶ ἅμα
6268889 πυρφορει
ἤγουν ἄλλα τῆς πόλεως μέρη . πυρφορεῖ ] καυθήσεται . πυρφορεῖ ] πυρὶ καίεται . πυρφορεῖ ] καίει . πυρφορεῖ
ἀνάπτεται . πυρφορεῖ ] καίει ἢ πῦρ φέρουσι . θ πυρφορεῖ ] + πῦρ φέρει ἤγουν καίεται πυρὸς ἐμβληθέντος αὐτοῖς
6266228 φωνηεντες
πήχει αἰθέρος : ὀφθαλμῶν δ ' ἐξέθορον πυκινοὶ παῖδες , φωνήεντες ὅταν πέσῃ ἄλλος ἐπ ' ἄλλῳ , πρὶν δὲ
' οὐδὲ φωνὴν ἔτι ἀφιᾶσιν . ἐὰν δὲ ἀφεθῶσι , φωνήεντες πάλιν γίγνονται . μνημονεύει αὐτῶν Ἱππῶναξ οὕτως οὐδ '
6262439 ἀπωσῃ
: καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει , μὴ φιλότητ ' ἀπώσῃ . Οἴμοι μοι , καί που πολιᾶς πόντου θινὸς
κἀκεῖ ὄψει ὄχλον νοσημάτων τῇ ψυχῇ ἐπιχεόμενον : ἐὰν λύπην ἀπώσῃ , φόβος ὑπορρεῖ : ἂν ἀπέλθῃ φόβος , ὀργὴ
6259167 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
6258079 οἰκτιστα
, καὶ φεύγομεν οὐδένα οὐδαμοῦ αἰτιασόμενοι , καὶ εἰ τὰ οἴκτιστα πεισόμεθα . Ταῦτ ' ἔστιν , ὦ Πολύγνωτε ,
ἀδελφοὶ δὲ ἦσαν τρεῖς , οἳ μυρίοις ἀρρωστήμασι περιπλακέντες ἀπέθανον οἴκτιστα . ὅ γε μὴν Ἐπίκουρος ἔτι νέος ὢν αὐτὸς
6250338 κουφιζεται
τῶν τῆς ὀδύνης αἰτίων , μηδαμῶς προσφέρειν τὰ ναρκωτικά : κουφίζεται μὲν γὰρ ἐπὶ τῇ τούτων χρήσει , ναρκουμένης δηλονότι
δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς . Ψυχῆς πόνος γὰρ ὑπὸ λόγου κουφίζεται . Πλοῦτον μεταλήψεθ ' ἕτερον οὐχὶ τὸν τρόπον .
6248739 ταλαιπωρουντες
: ἔπειτα μεταστραφεὶς εἰχόμην . ἐκείνην οὖν τὴν νύκτα οὕτω ταλαιπωροῦντες ἠνεσχόμεθα . Ἐπειδή σοι τὰς ἰδέας ὑπεδείξαμεν τοῦ πολιτικοῦ
πάντα χρόνον πονητέον ἀνθρώποις . ταῦτά τοι παρὰ τὴν ὡραίαν ταλαιπωροῦντες χειμῶνος ἤδη προσβάλλοντος ἦγον ἐκεχειρίαν ἄτοπον ἴσως ὑπολαμβάνοντες εἶναι
6247228 ἐρημωθηναι
ἀναστήσας εἰς Βαβυλῶνα μετῴκισεν . Συνέβη δὲ καὶ τὴν πόλιν ἐρημωθῆναι χρόνον ἐτῶν ἑβδομήκοντα μέχρι Κύρου τοῦ Περσῶν βασιλέως .
σφισιν , εἰ καταλαμβάνοι τὸ χρεὼν ἤδη καὶ τὰς Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν
6244107 ἑκουσιοις
ἐννοεῖσθαι διὰ ταύτην δεδυνημένον τοῖς τῶν σωφρονούντων μὲν ἁμαρτήμασι δὲ ἑκουσίοις περιπιπτόντων ὑπάγεσθαι ἐγκλήμασιν : ὁ δὲ πατὴρ ἐπὶ τὸν
' ἔστι κερδᾶναι ἢ ζημιωθῆναι . τὸ γὰρ ἐν τοῖς ἑκουσίοις συναλλάγμασι κέρδος οὔτε ἄδικόν ἐστιν οὔτε εὐθύνεται : τούτων
6234981 εὐπραγησαντων
συκίνη ναῦς : ἐπὶ τῶν παρ ' ἐλπίδα καὶ ἀναξίως εὐπραγησάντων , εἶτα θρυπτομένων ἐπὶ τοῖς παροῦσι . Ναύαρχος γὰρ
. Ὁ διὸς κόρινθος . παροιμία ἐπὶ τῶν πάλαι μὲν εὐπραγησάντων , ὕστερον δ ' οὐ καλῶς ἀπαλλαξάντων . Ὀθνεῖος
6233642 ἐκπληττει
ἅς τε λέων ἐφόβησε μολὼν ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ . καὶ ἐκπλήττει μὲν ὑπὸ τῆς ἀλκῆς πάσας , μίαν δὲ ἐξαρπάσας
πᾶσι τοῖς κήρυξιν ἐν ἀγορᾷ φράσαι ; μάλιστα δ ' ἐκπλήττει με τῶν συνειδότων ὁ χρόνος , ὃν ἀεὶ λανθάνειν
6230212 ἐκλαυσεν
συλλαβὴ λύει τὴν αἰτίαν , ἵνα ᾖ : τῆνον ἂν ἔκλαυσεν , εἰ ἐν Σικελίᾳ λέων ἦν . πολλαί οἱ
καὶ αὐτὸς σφόδρα : καὶ Μιχαὴλ ἰδὼν αὐτοὺς κλαίοντας , ἔκλαυσεν καὶ αὐτός : καὶ ἔπεσαν τὰ δάκρυα Μιχαὴλ ἐπὶ
6230103 διψωσα
τοὺς προδήλως τὸ ψεῦδος ἀντὶ ἀληθείας προσφέροντας . ἔλαφός τις διψῶσα κατῆλθεν ἐπί τινα πηγὴν τοῦ ὕδωρ πιεῖν . ἰδοῦσα
γείτων ἐστί τις κάπηλος : οὗτος εὐθὺς ὅταν ἔλθω ποτὲ διψῶσα , μόνος οἶδ ' ὥς γ ' ἐμοὶ κεράννυται
6227423 ὠφεληθειη
πεῖσαι δύναιτό τις μηδένα τῶν παρόντων , μήτ ' ἂν ὠφεληθείη μηδὲν ἀπ ' αὐτῶντίς γὰρ ἂν ἀνθρώπων ποτὲ πεισθείη
Μενοικεὺς ὠφεληθῆναι , ὅτ ' ἀπέθνῃσκεν ; Τοιαῦτά τις εἰπὼν ὠφεληθείη [ ἢ ] οἷα ἐκεῖνος ὠφελήθη . Ἔα ,
6226944 λεπτυνθεισα
. ἥτε γὰρ ὕλη παχυτέρα οὖσα καὶ πολλὴ καὶ οὔπω λεπτυνθεῖσα , μὴ δυναμένη δὲ διὰ τοῦτο διαφορηθῆναι , σφηνωθήσεται
ἄγαν χρειῶδες , σφόδρα * θλιφθεῖσα : θλιβεῖσα συνωθεῖσα συναχθεῖσα λεπτυνθεῖσα . * ζαχραὲς θλιβεῖσα : ζαχρηὲς θλιφθεῖσα . κατομφάλιος
6226724 Ἀστραπη
ἀρσενικῶς αὐτοὺς ὀνομάσαι . τέσσαρες γάρ εἰσι , Χρόνος Αἶθοψ Ἀστραπὴ Βροντή . ἔθος δὲ τοῖς ποιηταῖς θηλυκῶς λέγειν τοὺς
Ἄστροις σημαίνεσθαι : ἐπὶ τῶν ἐκ μακροῦ τι ὑπονοούντων . Ἀστραπὴ ἐκ πυελίου : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ εὐτελῶν :
6225858 ἰσορροπως
ἀντιτείνοντας εὐπαιδεύτους χρὴ εἶναι , ὅπως ὁμαλῶς καὶ καλῶς καὶ ἰσορρόπως καὶ ἐξαπιναίως ἀφήσωσι καὶ μήτε ἡ κλῖμαξ ἑτερορρεπῇ ἐπὶ
λαβὼν σῶμα δήσειε πανταχόθεν ἐξ ἑκατέρου σχοινίοις καὶ δοίη τισὶν ἰσορρόπως ἕλκειν ἐπ ' ἀκριβείας , συμβήσεται πανταχόθεν ἐπίσης περιελκόμενον
6223163 παμβασιλει
, ἀρτίως δὲ ἀντὶ τοῦ ” πρὸ ὀλίγου “ . παμβασίλει ' Ἀπαιόλη : πέπλακεν ὄνομα δαίμονος , σωματοποιήσας αὐτήν
. εὖ γ ' ] καλῶς ἔχει τὰ ἐμά . παμβασίλει ' ] πάντων βασιλεύουσα ἰσχύουσα , βασίλισσα τοῦ παντός
6219137 εὐρειαις
ταῖς στεναῖς ἀρτηρίαις ὀξυτέραν τὴν φωνήν , ἐπὶ δὲ ταῖς εὐρείαις βαρυτέραν γίνεσθαι συμβαίνει : κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον
τῷ τρήματι κοιλίαν ἔνδον οὐ σμικράν . ἐπειδὰν μὲν οὖν εὐρείαις ὁδοῖς ὁ ἀὴρ χρώμενος εἰσίῃ τε εἰς ζῷον ἐξίῃ
6214896 περιειμι
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ;
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ]
6213996 ἐπειγοιτο
, εἰ ὁ ϲφυγμὸϲ ϲφοδρὸϲ εἴη καὶ πρὸϲ ϲυϲτολὴν μᾶλλον ἐπείγοιτο καὶ ϲκληρότατοϲ ὑπάρχοι καὶ ἀνώμαλοϲ : καρδιωγμόϲ τε καὶ
ϲὺν τούτῳ δὲ καὶ μέγαϲ εἴη καὶ πρὸϲ διαϲτολὴν μᾶλλον ἐπείγοιτο ἤπερ πρὸϲ ϲυϲτολήν , τῆϲ ἔξω κινήϲεωϲ μᾶλλον ϲημεῖόν
6213819 Γναθος
ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἀσωπός νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ὄνου Γνάθος ἄκρα ναʹ λεʹ Βοιαί ναʹ ιβʹʹ λεʹ ιβʹʹ Μαλέα
: ὠφέλειαν σημαίνει . Σιαγὼν εὐώνυμος : εὐτυχίαν σημαίνει . Γνάθος εὐώνυμος : ἀλλότριον κάματον σημαίνει . Σιαγὼν δεξιά :
6211907 ῥαον
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα
6211219 ἀσμενη
ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά
ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ
6207274 ἀθηρια
οἰκίας τῶν Μαυρουσίων οἱ λέοντες φοιτῶσιν , ὅταν αὐτοῖς ἀπαντήσῃ ἀθηρία καὶ λιμὸς αὐτοὺς ἰσχυρῶς περιλάβῃ . καὶ ἐὰν μὲν
τοὺς τιθασούς , οἵπερ οὖν ἐοίκασι ταῖς παλευτρίαις πελειάσιν , ἀθηρία τε αὐτοῖς ἐστι καὶ ἐκεχειρία . οὐδ ' ἂν
6207050 αὐστηροις
ὁ εὐώδης , ἀλλὰ πλήττει κεφαλήν . τοῖς δ ' αὐστηροῖς οἴνοις ἕνεκα τοῦ στῆσαι τὴν γαστέρα ῥεομένην χρώμεθα ,
, μέρεσιν ἑαυτοῦ τοῖς δριμέσι θερμαίνων , μέρεσι δὲ τοῖς αὐστηροῖς ψύχων , ὥστε κατ ' ἄμφω ξηραίνειν . Ἀσπάραγος
6203557 ΜΛΒ
μείζονα γωνίαν ὑποτείνει . καὶ ἐπεὶ ἡ ΜΒ τὴν ὑπὸ ΜΛΒ γωνίαν ὑποτείνει , ἡ δὲ ΜΛ τὴν ὑπὸ ΜΒΛ
δὲ ΜΛ τὴν ὑπὸ ΜΒΛ , μείζων δὲ ἡ ὑπὸ ΜΛΒ τῆς ὑπὸ ΜΒΛ , μείζων ἄρα καὶ ἡ ΜΒ
6201497 Οὐδενι
ἥκιστα προσήκουσαν ἔχον διαίρεσιν εἰς διαφορὰν τῶν κρειττόνων γενῶν . Οὐδενὶ γὰρ αὐτῶν ἡ τοῦ δρᾶν καὶ πάσχειν ἔνεστιν ἐναντίωσις
βαίνετε χώρας . Ἃ δ ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις ; Οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν : ἀπάτα
6195339 φονευθεντων
συγκαλέσας τὸν δῆμον εἰς ἐκκλησίαν καὶ πολλὴν κατηγορίαν διαθέμενος τῶν φονευθέντων ὑπ ' αὐτοῦ πολιτῶν , ἐκείνους μὲν ἔφη τετιμωρῆσθαι
πλὴν ὀλίγων ἅπαντας ἀνεῖλον . τοσοῦτο δὲ πλῆθος ἦν τῶν φονευθέντων ὥστε τὸ φερόμενον ῥεῦμα κραθὲν αἵματι τὴν χρόαν ἐφ
6194119 ἠπιωτερα
' πιοῦσα μητρυιὰ τέκνοις τοῖς πρόσθ ' , ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα . καὶ παῖς μὲν ἄρσην πατέρ ' ἔχει πύργον
Ὄσιριν ἐν τῷ πέμπτῳ τῶν Περὶ ζῴων . μόνη γυνὴ ἠπιωτέρα καὶ πραοτέρα μετὰ τὸ τεκεῖν , τὰ δὲ ἄλλα
6193840 θαυμασιωτατην
, πρὸς ἣν ἀφομοιωθέντα ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ αὐτὸν ἀπειργάσθαι κατὰ θαυμασιωτάτην πρόνοιαν καὶ δίαιταν ἐλθόντος ἐπὶ τὸ δημιουργεῖν τὸν κόσμον
, τὴν μὲν ἔνδον ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου
6185184 ἀνιαρως
ἐξ ὑστέρου δὲ σφαλέντες τῶν προσδοκωμένων καὶ μετανοοῦντες ἐπισφαλῶς καὶ ἀνιαρῶς οὐ μόνον ψόγον κατὰ τῶν ψευσαμένων ἐπεισφέρουριν , ἀλλὰ
γὰρ ἀλγοῦμεν οὐχὶ στένοντες : ὅταν δ ' ἐπιστένωμεν , ἀνιαρῶς καὶ πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῖς λύπαις . τὸ δὲ
6184803 περιτυγχανουσι
ὁδόν , εἰς Αἰγόσθενα τῆς Μεγαρικῆς ἀφικνοῦνται . ἐκεῖ δὲ περιτυγχάνουσι τῷ μετὰ Ἀρχιδάμου στρατεύματι . ἔνθα δὴ ἀναμείνας ,
ἐκ τῆς πόλεως Ἠλεῖοι πρῶτον μὲν ἰόντες ἐπὶ τὴν Πύλον περιτυγχάνουσι τοῖς Πυλίοις ἀποκεκρουμένοις ἐκ τῶν Θαλαμῶν . καὶ προσελαύνοντες
6183305 διεκορκορυγησεν
ἠχῆσαι ἐποίησεν . διεκορκορύγησεν ] κορκορυγὴ κυρίως ἐπὶ ἵππου , διεκορκορύγησεν : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἵππων : ἡ κοινῶς γοργορική
ἐμπλησθεὶς εἶτ ' ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος ἐξαίφνης αὐτὴν διεκορκορύγησεν ; νὴ τὸν Ἀπόλλω , καὶ δεινὰ ποεῖ γ
6182086 διαπυροις
ἐκτομήν : μετὰ δὲ τὴν ἐκτομὴν καίειν τὰ χείλη καυτηρίοις διαπύροις , διά τε τὴν ὑποπτευομένην αἱμορραγίαν καὶ διὰ τὴν
αἰτίοις ἐπιστήσαντες καθέσει δακτύλων , καὶ τὰς ὑποπεσούσας ἐξάγουσι καὶ διαπύροις δὲ λίθοις ἢ τοῖς παρὰ τοὺς αἰγιαλοὺς ψηφίοις ὑφ
6179958 ἀστοχιαν
προσοῦσα , αὔξησιν νόει τῶν κακῶν , τῶν δὲ καλῶν ἀστοχίαν . Ἂν δ ' ἐν δεσμοῖς εἰσί τινες ,
αὐτοῦ τοῖς νεωτέροις , καὶ κόπον τοῖς ἵπποις , καὶ ἀστοχίαν . Ἐκ τῆς ἑῴας καὶ οὗτος ἀποστατεῖ κατ '
6178086 ἀδευκης
. δεῦκος γὰρ τὸ γλυκὺ παρ ' Αἰτωλοῖς , ὅθεν ἀδευκὴς ὁ πικρός . ἄνθην δέ : θηλυκῶς εἶπε τὸ
. δεῦκος γὰρ τὸ γλυκὺ παρ ' Αἰτωλοῖς , ὅθεν ἀδευκὴς ὁ πικρός . ἄνθην δέ : θηλυκῶς εἶπε τὸ
6176523 περιπεσοντων
ἄνεμος , οὔτ ' ἐκπλεῖν ἐᾷ : ἐπὶ τῶν δυσχρήστοις περιπεσόντων . Ἔῤῥει τὰ καλά : ἐπὶ τῶν κακόν τι
ἀνάρμοστα ποιούντων . Ὄνος ἐν μελίτταις : ἐπὶ τῶν κακοῖς περιπεσόντων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ
6176270 κεχρησθωσαν
εἶεν , ἀλειφέσθωσάν τε καὶ εἰς ὑδρέλαιον ἐμβιβαζέσθωσαν μυρακόποις τε κεχρήσθωσαν καὶ δρωπακιζέσθωσαν τόν τε νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν .
ἐμπεπτωκότων εἰς τὸ βάθος ἔτι μᾶλλον ὠφελήσεις . Διαίτῃ δὲ κεχρήσθωσαν πρῶτον ἁπάντων ὑδαρεῖ μελικράτῳ δυναμένῳ ἅπαντα ποιῆσαι καὶ λεπτῦναι
6174326 ἐκκρινονται
ὅπερ παγκάκιστόν ἐστι . χρόνιον δέ , ὅτι καὶ θερμὰ ἐκκρίνονται καὶ ψυχρά , καὶ τῇ ψύξει χρονίαν ἐνδείκνυται τὴν
ἐστιν , ἐπειδὴ καὶ ταῦτα ἐπὶ ἐκτήξει τῶν στερεῶν μορίων ἐκκρίνονται κατ ' ἐπίτασιν μεγίστην τῆς φλογώδους καὶ πυρώδους θερμότητος
6172521 διωκεσθαι
. οἱ δὲ ἐπὶ τοὺς βωμοὺς ἱκέται καταφυγόντες ἠξίουν μὴ διώκεσθαι ἢ μετὰ τῶν ὅπλων ἐκπέμπεσθαι . Θεοκλῆς μετὰ τῶν
ὅτε τὴν ἀμνηστίαν ἐκύρου τῶν γεγονότων ; ἢ ὅτε μηδένα διώκεσθαι φόνου ; ἢ ὅτε ζήτησιν εἶναι τῶν κοινῶν χρημάτων
6171808 μετανοησωσιν
ἑαυτοὺς ἀπὸ πάσης ἐπιθυμίας τοῦ αἰῶνος τούτου . ὅταν οὖν μετανοήσωσιν καὶ καθαρισθῶσιν , τότε ἀποστήσεται ὁ ἄγγελος τῆς τιμωρίας
, ἐὰν μετανοήσωσιν . οἱ οὖν μέλλοντες μετανοεῖν , ἐὰν μετανοήσωσιν , ἰσχυροὶ ἔσονται ἐν τῇ πίστει , ἐὰν νῦν
6170222 οἰμωξει
. ὄξος ἡ φακῆ οὐκ εἶχε . πάλιν ᾔτησας , οἰμώξει μακρὰ πρῶτος μαγείρων , φησίν . ἕτερα μυρία τοιαῦτα
. ὄξος ἡ φακῆ οὐκ εἶχε . πάλιν ᾔτησας , οἰμώξει μακρά πρῶτος μαγείρων , φησίν . ἕτερα μυρία τοιαῦτα
6169364 ἐπεσιτισαντο
τοῦ Μάσκα κύκλῳ . ἐνταῦθ ' ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς καὶ ἐπεσιτίσαντο . ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σταθμοὺς ἐρήμους τρισκαίδεκα παρασάγγας ἐνενή -
ἀεὶ φαίνεσθαι . πολλοὶ γοῦν ἐς κόρον ἀπὸ τοῦ τοιούτου ἐπεσιτίσαντο , οἷς ἵλεως καὶ φορὸς ὁ κύβος ἐπινεύσει :
6168052 ἑζετ
ἐκ Κολοφῶνος ἑταίραν , ἇς καὶ ἐπὶ ῥυτίδων ὁ γλυκὺς ἕζετ ' Ἔρως . ἆ νέον ἥβης ἄνθος ἀποδρέψαντες ἐρασταὶ
πήματα πάσχω . ” ὣς εἰπὼν κατ ' ἄρ ' ἕζετ ' ἐπ ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι πὰρ πυρί :
6167753 χαραδραις
σέλας πέμπουσιν ὀπωπαῖς ὀξύτατον : καί πού τιν ' ὑποπτήσσοντα χαράδραις καί τιν ' ὑπὸ ψαμάθοις εἰλυμένον ἔδρακον ἰχθύν .
κλειτῆς πολυαρκέος ἄγρης , ἄρμενα καὶ θήρεσσι καὶ ἔθνεσιν ἠδὲ χαράδραις , μυρία : τίς κεν ἅπαντα μιῇ φρενὶ χωρήσειεν
6165960 θρηνωδη
τί τῶν σῶν καλῶν ἄξιον φθέγξομαι ; ποίαν δὲ ἁρμονίαν θρηνώδη καὶ τραγικὴν ἁρμοσάμενος στενάξω τοσοῦτον , ὁπόσον βούλομαι ;
καὶ αἰθρίας πολλῆς ἦχον ἀκουσθῆναι σάλπιγγος , ὀξὺν ἀποτεινούσης καὶ θρηνώδη φθόγγον . καὶ τοὺς μὲν ἀκούσαντας ἅπαντας ἔκφρονας ὑπὸ
6163487 σωματοειδης
. καὶ ἀδίκους . καὶ ὑπερηφάνους . Ὕπνος : ὁ σωματοειδὴς θεός . καὶ ἡ ἐνέργεια . καὶ μεταφορικῶς ὁ
καὶ ἀνέστιος ὁ ἄοικος . παρ ' Ἡσιόδῳ καὶ ἡ σωματοειδὴς θεὸς Ἑστίην καὶ Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον . ὣς
6163168 σωφρο
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι ,
6161743 παλινορμητον
. ἄψ πάλιν , ὅπερ ἀντὶ τοῦ ὀπίσω . ἄψορον παλινόρμητον εἰς τοὐπίσω . ἁψάσθην ἐπελάβοντο . ἀψορρόου ἀνάπαλιν ῥέοντος
τελεσιουργεῖται , φαίνεται ποιῶν : ἐν μὲν ζῴοις καὶ φυτοῖς παλινόρμητον τὸ φυσικὸν καὶ ζῳογόνον θερμόν , ὡς στομωθείη τε
6159086 σαθρων
Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει . Κεραμέως πλοῦτος : ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβεβαίων καὶ εὐθραύστων . Κεραμεὺς ἄνθρωπος : ἐπὶ
παλαιότητος εἰς νέαν κατάστασιν εἰδοποιῶ , καὶ ἐπισκευαστὴς ὁ τῶν σαθρῶν οἰκοδόμος . ʃ ἐκ σαθρότητος νέας ποιήσαντες . εἰρηναῖον
6155170 λιμωττουσα
μάλιστα καταλαζονεύονται , ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσι . ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους , ἠβουλήθη
στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας οὐ μάχεται , προσπαλαίει
6154321 ὑγροτεραν
τὴν γυναῖκα μὴ κυΐσκειν , πρόδηλον ὅτι τὴν δίαιταν πᾶσαν ὑγροτέραν χρὴ ποιεῖσθαι , ὑγραινομένου γὰρ τοῦ παντὸς σώματος ἀποκαθίσταται
ἢ ἐν κεραμίοις ἀχρήστοις βάλε γῆν σεσησμένην κόπρῳ μεμιγμένην , ὑγροτέραν ποιήσας : προλαβὼν τὸν συνήθη καιρόν , οἷον ἀρχομένου
6154163 ἀραιωσις
καὶ ἀπόκρισιν τῶν ὑπομονῆς δεομένων . ὅτι μὲν οὖν ἄμετρος ἀραίωσις ἐξ αὑτῆς οὐ καταλαμβάνεται , δέδεικται . τὰ δὲ
τὸν ἐπιδεσμὸν τοῦτον μελίγαλα . εἰ δὲ πολλή ἐστιν ἡ ἀραίωσις διὰ καύσεως . Ἐντεροκήλη ἐστὶν , ὅταν ἐπὶ πολὺ
6154033 ἐχενηϊς
καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἐδέξατο , τοῖς τε πελάγεσσί φησιν ἡ ἐχενηῒς ἑταῖρα , ὅτι καὶ αὐτὴ ἐν τοῖς πελάγεσσι διατρίβει
λα . ὁρμῇ : κινήσει . Ἰστέον , ὅτι ἡ ἐχενηῒς ἀπείργει τὴν ναῦν ὑπὸ βιαίων ἀνέμων ἐλαυνομένην , ὅθεν
6151994 χαιρομεν
ἡμεῖς δὲ διά τε τὴν συγγένειαν τὴν πρὸς τοὺς Ἴωνας χαίρομεν καὶ ὅτι σὲ εἰκὸς ὁδῷ χωροῦντα αὐτῶν τε ἐκείνων
' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . Οὔτ ' ἀλφίτοισι χαίρομεν : πλήρης γὰρ ἄρτων ἡ πόλις . Μέλη πάραυλα

Back