Θέτιδι ἐν τῇ Σηπιάδι καὶ ἕτεροι σὺν αὐτῷ . * φεψάλῳ πυρκαϊᾷ , ἣν φεύγει τις ψαύειν καὶ προσεγγίζειν σποδουμένων
, Πελασγικὸν Τυφῶνα γεννᾶται πατήρ , ἀφ ' ἑπτὰ παίδων φεψάλῳ σποδουμένων μοῦνον φλέγουσαν ἐξαλύξαντα σποδόν . χὡ μὲν παλιμπόρευτον
6862982 ἀκμᾳ
: ἀλλ ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι , συμπεσεῖν δ ' ἀκμᾷ βαρύς . καί τοί ποτ ' Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν
κενὰ αὐτοῖς εἶναι τὰ τῆς διαίτης . ἐν χερὸς δὲ ἀκμᾷ , τῷ καρπῷ τῷ ἀπὸ τῆς χειρός . ἢ
6753387 λαιμῳ
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει :
6677696 τυλος
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ
6676060 αὐχεν
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ ,
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι
6650744 λοφιης
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν :
6647784 ἡμιονου
οὐ καλῶς φασι τὰς ἰδέας ἀριθμούς . † ἐκ γὰρ ἡμιόνου καὶ ἵππου οὐκ ἄν ποτε γένοιτό τι εἶδος ἕτερον
δὲ ὁ Ἀντιπάτρου ἐκόμισεν : οἱ δὲ καὶ ὅτι ἐν ἡμιόνου ὁπλῇ ἐκόμισε καὶ τοῦτο ἀνέγραψαν . δοῦναι δὲ αὐτὸ
6647595 φερετ
ἢ ἐν ποδὸς ἴχνεϊ τύψῃ , χρωτὸς ἄπο πνιγόεσσα κεδαιομένη φέρετ ' ὀδμή : τοῦ δ ' ἤτοι περὶ τύμμα
κάββαλ ' ἀπ ' ἠπείροιο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ , ὣς φέρετ ' ἂμ πέλαγος πουλὺν χρόνον , ἀμφὶ δὲ λευκὸς
6623060 ἐπαυρῃ
καὶ ἄλλος . λυγρὸς ἐὼν μή πού τι καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ . καί τι ὡσαύτως ἐδώδιμον : ἀργυρόπεζα Θέτις ,
ἔγχνοα , τοῖα κονίης ἢ καὶ ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ
6614473 ῥοοϲ
ἐπίθημα φοίνικεϲ ἐν οἴνῳ δευθέντεϲ ξὺν ῥοιῇ ἢ χυλῷ τοῦ ῥοόϲ . ἢν δὲ ἐκτρέπηται καὶ τῶν ἐπιθημάτων τὰ βάρεα
: ὀπίου , κρόκου , λυκίου Ἰνδικοῦ , ἀκακίαϲ , ῥοόϲ , λιβάνου , κηκῖδοϲ , ὑποκιϲτίδοϲ , ϲιδίων ,
6596944 διπλοον
ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου : ἐπανέπνει ἔστι δ ' ὅτε διπλόον : γλῶσσα λευκὴ , ἔχουσα ἐκ δεξιοῦ οἷον θέρμου
ὦν τότε ὁ Μιλτιάδης ἥκων ἐκ τῆς Χερσονήσου καὶ ἐκπεφευγὼς διπλόον θάνατον ἐστρατήγεε Ἀθηναίων : ἅμα μὲν γὰρ οἱ Φοίνικες
6581148 οὐραχος
διὰ τὸ ὀρούειν πρὸς τοὺς ἀνάντεις τόπους . οὐρίαχοι ὁ οὔραχος τοῦ δόρατος . οὖρος ὁ φύλαξ , καθὸ συνήθως
? , ὧδ ? ' . . . . . οὔραχος ? ? [ ] ? ἐγ ? λοφιῆς ?
6568140 χαδειν
, ὁ δραχμαῖος τροχίσκος δύο κοτύλους καὶ πινέσθω . * χαδεῖν : φαγεῖν φαγεῖν , δέξασθαι καί κεν Ὁμηρείοιο :
πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας , οἴνης δ ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας . Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο
6561010 πρωρης
μάχην . πανυπείροχοι : πολυμεγάλαι . Ἀντίβολον : ἔμπροσθεν . πρώρης : τῆς . μετωπαδόν : ἐξ ἐναντίας . ἐγχρίμπτονται
σφιν ἄρ ' ἐρήτυεν μεμαῶτας , δὴ τόθ ' ὑπὲρ πρώρης ὀλοὸν περιέζεεν ὕδωρ νειόθεν , ἐκ μυχάτου δὲ βυθοῦ
6552008 φαρυγος
παχὺν αὐχένα , κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ : φάρυγος δ ' ἐξέσσυτο οἶνος ψωμοί τ ' ἀνδρόμεοι :
: τῶι δ ' ὕπνωι παρειμένος τάχ ' ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα . δαλὸς δ ' ἔσωθεν αὐλίων †
6532028 ἀλειφαρ
ἠκονημένην . τιταίνει : κινεί . Φρουρεῖ : φυλάσσει . ἄλειφαρ : ἔλαιον . Ὕπερ πρώρης ἄνω τῆς . Ὁρμαίνων
ἐς ἀπιστίην πολλὴν ἀπῖκται . Χρέωνται δὲ οὐδὲν ἐλαίῳ , ἄλειφαρ ἐκ τῶν σησάμων ποιεῦντες . Εἰσὶ δέ σφι φοίνικες
6527336 σκυπφον
πέπειρα γίνομαι σὴν διὰ μαργοσύνην . ἐγὼ δ ' ἔχων σκύπφον Ἐρξίωνι τῶι λευκολόφωι μεστὸν ἐξέπινον , στεφάνους δ '
ἄγγελος ἦλθε δι ' οἴκου , πλήσας δ ' ἀργύρεον σκύπφον φέρε , δῶκε δ ' ἄνακτι καὶ τότε μάντις
6522657 καρηατι
γε κορσήεντα λίθον κλύεν , οὕνεκα μιχθεὶς δριμέϊ σὺν σκορόδοιο καρήατι , τοξευτῆρα ἠπεδανῶν ὤκιστα βελέμνων σκορπίον εἴργει . Τὸν
δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας , ἄνθεα ποίης , ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη : ] ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην
6520768 προσφυς
σοῦ . Ὁποίᾳ ἂν πέτρᾳ προσελθὼν ἁρμόσῃ τὰς κοτύλας καὶ προσφὺς ἔχηται κατὰ τὰς πλεκτάνας , ἐκείνῃ ὅμοιον ἐργάζεται ἑαυτὸν
ὦμον ἔρεισεν εὖ διαβάς : πεδόθεν δὲ βαθύρριζόν περ ἐοῦσαν προσφὺς ἐξήειρε σὺν αὐτοῖς ἔχμασι γαίης . ὡς δ '
6487394 αἰνυτο
. καὶ πάλιν : καὶ τότε Μάντης μὲν δεσμὸν βοὸς αἴνυτο χερσίν , Ἴφικλος δ ' ἐπὶ νῶτ ' ἐπεμαίετο
τετάνυστο . ἔνθα δ ' ὁ μὲν χρύσειον ἀπὸ δρυὸς αἴνυτο κῶας , κούρης κεκλομένης , ἡ δ ' ἔμπεδον
6479744 ὀδοντι
σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς
] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ .
6475092 ὀξεϊ
σὺ τέτυξαι . εἰ καὶ ἐγώ σε βάλοιμι τυχὼν μέσον ὀξέϊ χαλκῷ , αἶψά κε καὶ κρατερός περ ἐὼν καὶ
ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ . στῆ δ ' ἄρ ' ἐπ '
6471227 παγη
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς
6469006 σπλαγχνοισιν
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν
6458141 πυξιδι
⋖ δ , πρασίου σπέρματος ⋖ α . ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ . χρῶ πρῶτον ξηρῷ , ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
τοῦ χυλοῦ μέλιτοϲ κοτύλαιϲ δ ϲκεύαζε καὶ ἀνελόμενοϲ ἐν χαλκῇ πυξίδι χρῶ : πρὸ δὲ τοῦ ἐγχρίειν ἀποπυριάτω τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ
6457955 ῥο
ἀρχόμενα ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων : βρόμος γόμος τρόμος δρόμος ῥό - μος τόμος . Τὰ εἰς ΥΜΟΣ ἔχοντα τὸ
προστιθέσθω σμύρναν τρίψασα καὶ νετώπου τὸ ἴσον , ἢ μύρον ῥό - δινον ἐν ῥάκει , καὶ μολύβδου προστίθεσθαι ποιήσαντα
6457390 κοκκιων
Οἴνου Ἀσκαλωνίτου # κα , μέλιτος # ζ , χαμαιμήλων κοκκίων # Ϛ : βρέχε τὰ κοκκία σὺν τῷ οἴνῳ
καὶ πᾶν ἐπισκοτοῦν τὴν ὅρασιν . ] Δαφνίδας ἐκλελεπισμένας ἀριθμὸν κοκκίων ιʹ . κόμμεως γο . βʹ . ὕδατι ὀμβρίῳ
6455285 καθαρτικαι
: πολλοὶ γὰρ διὰ δειλίαν οὐ βούλονται καθαίρεϲθαι . Ἐλαῖαι καθαρτικαί . Πεπέρεωϲ ⋖ α ἐπιθύμου ⋖ β ϲιλφίου ⋖
. τῆς Αἴτνης . ἀναδίδονται . ἀπροσεγγίστου . λαμπρόταται ἢ καθαρτικαί : τοιοῦτον γὰρ τὸ πῦρ . * * ἐκ
6450428 θυειας
] [ ἕτερον ] ? κατεσκεύασαν στέφανον καὶ ἀντὶ τῆς θυείας [ ] ἔθηκαν , ἀποπεσόντα ? δ ' αὐτὸν
κατημαξευμένης 〛 , ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κώνειον διὰ θυείας τρίβεσθαι . ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον : 〚 πήγνυσι
6448573 νηχυτον
ὄλεθρον ἐμήδετο . κὰδ δέ οἱ ὤμους ἕλκεσι ποιητοῖσι κατέρρεε νήχυτον αἷμα . ἡ δὲ περὶ κλισίῃσιν ἐμαίνετο παννυχίη φλὸξ
δάε τεχνήσασθαι φάρμαχ ' ὅς ' ἤπειρός τε φύει καὶ νήχυτον ὕδωρ : τοῖσι καὶ ἀκαμάτοιο πυρὸς μειλίσσετ ' ἀυτμήν
6444455 πληξ
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ
6439649 χαμαζε
αὐτῶι τάδ ' ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται : δώματ ' ἔρρηξεν χαμᾶζε , συντεθράνωται δ ' ἅπαν πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς
? [ δ ' ἐκ σκληρῆς ] πέτρης ἔξαλτο [ χαμᾶζε ] δριμὺ βέλος . πικρὸν [ δ ' ἄχος
6436974 ῥηξε
? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [
Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα
6435828 ὀστε
ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν : μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ ' , Ἀχιλλεῦ , ἀλλ ' ἵνα περ σε
ἐφήσομαι αἴ κε πίθηαι : μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ ' Ἀχιλλεῦ , ἀλλ ' ὁμοῦ ὡς ἐτράφημεν ἐν
6433154 οἰνης
ἔνθεν : ἐκ ταύτης * ἀπορρώξ : μέρος τι κιρράδος οἴνης : ἀντὶ τοῦ μετὰ κιρραίου οἴνου μισγομένη ἀριστολόχεια ὠφελεῖ
δάχματ ' ἐπαλθήσαιο φάλαγγος , τριπλόον ἐνθρύπτων ὀδελοῦ βάρος ἔνδοθεν οἴνης . Φράζεο δ ' αἰγλήεντα χαμαίλεον ἠδὲ καὶ ὀρφνόν
6423706 ὀπταται
πυρεκτικά , ὀξυμέλιτι . ἢ σκίλλης ὀπτῆς ὁμοίως τριώβολον : ὀπτᾶται δ ' ἡ σκίλλα ἐν καμίνῳ , ἕως ἀνθρακωθῇ
, ξηρὸν φύραμ ' , ἄρτοι ξηροί : σπλάγχν ' ὀπτᾶται , χναῦμ ' ἥρπασται , κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται
6423429 κωπη
στροφεὺς τῆς θύρας ἐβλάστησε , καὶ εἰς κυλίκιον πλίνθινον τεθεῖσα κώπη ἐν πήλῳ . Περὶ μὲν οὖν δένδρων καὶ θάμνων
. δώσω οἱ τόδ ' ἄορ παγχάλκεον , ᾧ ἔπι κώπη ἀργυρέη , κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται : πολέος
6422570 σκυφῳ
ἐν πυέλῳ : κελεύει δὲ αὐτὸν ἐν πυέλῳ ἤγουν ἐν σκύφῳ θερμοῦ ὕδατος καθεῖναι καὶ καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ
ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκεραννήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν ,
6421952 τοξικου
μανίας καὶ πλά - νης καὶ κακοπαθείας τῆς ἐκ τοῦ τοξικοῦ τοῦτον δυνήσεται τὸν ἄνθρωπον . Ἐπαλείφουσι δὲ τούτῳ μὲν
ἀποδέων τριπήχεος , οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸς Ἰνδοῦ ἀνδρὸς τοξικοῦ , οὔτε ἀσπὶς οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι τὸ
6414506 καλαμῳ
' ἐκείνων μὲν τοῖς πλείστοις πάμπολυ λεπτομερὲς ὑπάρχει , τῷ καλάμῳ δ ' οὐ πολύ . Καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα
ἐνεργεστέραν τὴν Χρυσίππου ἢ τὴν Ἀντιπάτρου , οἳ δὴ ἐν καλάμῳ καὶ μέλανι τὸν ἅπαντα χρόνον τὴν ἀνδρείαν ἐπεδείξαντο καὶ
6414161 νωροπα
ἀναγκαῖοι πολεμισταί . αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν , ὤϊξάν ῥα θύρας , ἐκ δ '
ἄριστοι λαοὶ ἕποντ ' : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκὸν κυδιόων , πᾶσιν δὲ μετέπρεπεν ἡρώεσσιν οὕνεκ '
6412854 εἰργε
ἀεὶ σύριγγα , δεξιὸν δ ' ἀνεὶς σειραῖον ἵππον , εἶργε τὸν προσκείμενον . Καὶ πρὶν μὲν ὀρθοὶ πάντες ἕστασαν
σύντομον πρὸς τοὺς Πελληνέας ἀφικέσθαι ἡ πρὸ τοῦ τείχους φάραγξ εἶργε . μικρὸν δ ' αὐτοὺς πρὸς τὸ ὄρθιον προπέμψαντες
6397875 ὀμφακα
, κομπώδη . . , παρὰ τὸ στόμα καὶ τὸν ὄμφακα . συνθέτῳ λέξει ἐχρήσατο ἀπὸ τοῦ στόματος καὶ τοῦ
χυλὸν ἢ ἀκακίας ἢ λύκιον Ἰνδικὸν ἢ Σάμιον ἀστέρα ἢ ὄμφακα ξηρόν : πρῶτον δ ' ἄμεινον σήσαμον ὀξυκράτῳ βρεχόμενον
6395950 μεμαως
τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή : ὣς ἐπὶ Κεβριόνῃ Πατρόκλεες ἆλσο μεμαώς . Ἕκτωρ δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀφ '
' ἔσχε καὶ ἀσπίδα πάντος ' ἐΐσην , τὸν κτάμεναι μεμαώς , ὅς τις τοῦ γ ' ἄντιος ἔλθοι ,
6395512 λελιημενος
δόλον οὔτι περίδρομον ἠγνοίησεν , ὕψι δ ' ἀναθρώσκει , λελιημένος ὕδατος ἄκρου , ὀρθὸς ἄνω σπεύδων ὅσσον σθένος ἅλματι
δῆριν , ἀπηνέι δ ' ἔζεε θυμῷ δεύτερον ἁρπακτῆρα γάμου λελιημένος εὑρεῖν . τῷ δ ' ἐπὶ Λοκρὸς ὄρουσεν Ὀιλῆος
6393500 θορων
. Ὡς δ ' ὅτ ' ἀν ' οὔρεα μακρὰ θορὼν εἰς ἄγκεα βήσσης δρυτόμος ἐγκονέων νεοθηλέα δάμναται ὕλην ,
! ! ! ] , ἀφ ? ' ἱμερτοῦ δὲ θορὼν ? γλυκὺς ? ? ἵμερος προσώπου ? [ πέπτωκεν
6387183 γαστερι
δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ : οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο ἔπλετο , ἥ τ ' ἐκέλευσεν ἕο
, ὥς φησιν ὁ ποιητής : μετὰ δ ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν . καὶ ἐπιφέρει :
6385066 λευκῃσιν
δεινὸν ἐρεύγονται : μετὰ τὸν δ ' ἀγχίρροος Ἶρις μειότερος λευκῇσιν ἑλίσσεται εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας
, μὴ πρὶν ἀμαλδύνῃ θερμὸν στίβον ἠδὲ καὶ ὀδμήν θηρείην λευκῇσιν ἐνισκίμψασα βολῇσιν τῆμος ἄρ ' Αἰσονίδης κούρη τ '
6378790 δεξιτερης
φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος
ἠερέθονται μέσσοι νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι : ἐγγύθι δέ σφεων , δεξιτερῆς ἀπὸ χειρὸς ἀγαυοῦ Ὑδροχόοιο , οἵη τις τ '
6373993 στιβαρον
βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην
δὲ γέντο πυράγρην . Ποίει δὲ πρώτιστα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε πάντοσε δαιδάλλων , περὶ δ ' ἄντυγα βάλλε
6367800 ὀλοος
, οὔθ ' ὁράασθαι ἔλπεται , εἰσόκε δή μιν ἐπαΐξας ὀλοὸς θὴρ δαρδάψῃ : τῆς δ ' ἦτορ ὁμοίϊον ,
ὕπερθε μέγα στενάχοντα κάλυψαν : καί ῥά οἱ ἐκ βελέων ὀλοὸς περὶ τύμβος ἐτύχθη πὰρ τέμενος καὶ σῆμα κραταιοῦ Βελλεροφόντου
6367363 παχειῃ
δ ' ἔκχυντο ἅπαντα ἔγκατ ' ἐφελκομένῳ ὑπὸ δούρατι χειρὶ παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν
πότνια μήτηρ ‚ καὶ εἵλετο δὲ κληῖδ ' εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ Πηνελόπη . οἷς προσέχων ὁ Δημήτριος οὐδὲ τοῖς ὑπολαβοῦσι
6367187 λιβαδεσσι
οἱ Δαιμονίη βῶλαξ ἐπιμάστιος ᾧ ἐν ἀγοστῷ Ἄρδεσθαι λευκῇσιν ὑπαὶ λιβάδεσσι γάλακτος , Ἐκ δὲ γυνὴ βώλοιο πέλειν ὀλίγης περ
δευόμενον δὲ κάρηνον εὐγλήνου κεφάλοιο ἁλμυροῦ ἐν χύτρῃ κεραμηίδι καὶ λιβάδεσσι κιρνάμενον μέλιτος Λυκαβηττίου εὔκυκλον ἕδρην ἀλθαίνει συκῇσι περίδριον ὀφρυοέσσαις
6360935 εἰσοκε
: τὸν δ ' ἐνὶ λέκτροις Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον , εἰσόκε Λῆμνον παισὶν ἐπανδρώσῃ , μεγάλη τέ ἑ βάξις ἔχῃσιν
νέμονται . θαῦμα δὲ Καππαδόκεσσι μέγ ' ἔδρακον ὠκυπόδεσσι : εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας
6357873 μαγματος
. . . . . . οὐγγ . βʹ ἡδυχρόου μάγματος . . . . οὐγγ . αʹ ʹʹ ἀμμωνιακοῦ
ἶσα δ ' ὀποῦ μήκωνος ἕλοις καὶ μάγματος αὕτως , μάγματος ἡδυχρόου τόσσον ἐφελκομένου . δώδεκα δὲ ξηροῖο ῥόδου δραχμαῖσιν
6356794 ξυστος
αὐτῶν ὁ ὀρυκτὸς σκώληξ , ἐχόμενος δ ' ἐστὶν ὁ ξυστός , εἶθ ' ὁ σκευαστός , δηκτικώτερος μέντοι καὶ
τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ
6353073 χυτης
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα
6347201 πεπαρμενος
ὠκυπόδων πέσον ἵππων : καί ῥ ' ὃ μὲν ἀσπαίρεσκε πεπαρμένος ἔγχεϊ μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ
τις ὥσπερ ὁ παρὰ τῶι Θεοδέκτηι Φιλοκτήτης ὑπὸ τῆς ἔχεως πεπαρμένος κρύπτειν βουλόμενος τοὺς περὶ τὸν Νεοπτόλεμον μέχρι μέν τινος
6346244 αὐτοιο
ἑκὼν Βούνῳ παρέδωκε φυλάσσειν εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος , ἢ παῖς ἢ υἱωνός : ὁ
Βούνωι παρέδωκε φυλάσσειν , εἰσόκεν αὐτὸς ἵκοιτ ' ἢ ἐξ αὐτοῖό τις ἄλλος , ἢ πάις ἢ υἱωνός : ὃ
6345394 νυον
ἀρτηρίας . τὸ δὲ περιέχον αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις δέρμα † νυὸν † ὄσχεον ὠνομάσθη † εἰς † τοὺς ὄρχεις καὶ
δ ' ἥγε καὶ ἐκ θυμοῦ στενάχουσα μύθοισιν πυκινοῖσι φίλην νυὸν ὧδε μετηύδα : δαιμονίη παίδων , τί νύ τοι
6344303 κυκεωνος
δὲ τὸ ἀπόσταγμα τοῦ κυκεῶνος ὡς καὶ Καλλίμαχος καὶ κρῖμνον κυκεῶνος ἀποστάξαντος ἔραζε . . × ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν
δέ μιν ἀρκεύθοιο νέον τετμηότι θαλλῷ , βάπτους ' ἐκ κυκεῶνος , ἀκήρατα φάρμακ ' ἀοιδαῖς ῥαῖνε κατ ' ὀφθαλμῶν
6343663 βληθεντι
ἡ δὲ στρεπτίνδα , ὄστρακον ὀστράκῳ ἢ νόμισμα νομίσματι τῷ βληθέντι τὸ κείμενον ἔστρεφον . ἡ δὲ πλειστοβολίνδα , οὐ
γένειον καὶ αἵματος : ἐρρύη γὰρ αὐτῷ ἐκ τῆς ῥινὸς βληθέντι . ἐπεὶ δὲ προσῆλθεν , ἤρετο αὐτὸν εἰ βληθείη
6332952 ἡρπασται
ξηρὸν φύραμ ' , ἄρτοι ξηροί , σπλάχνα ὀπτᾶται , ἥρπασται , κρέα ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος ,
τοῖς Ἕλλησι πόλεμος ἐγένετο , καὶ νῦν τοῦ πορνοβοσκοῦ θυγάτηρ ἥρπασται . τότε δέ , φησί , προοιμίου τάξιν ἔχει
6327993 βορης
ἀλλ ' ὑπένερθεν ἔχει κρηπῖδα θαλάσσης βριθοσύνῃ , μαιμᾷ δὲ βορῆς ἀζηχέϊ λύσσῃ αἰεὶ πεινώοντα καὶ οὔποτε νηδύος αἰνῆς μαργοσύνην
ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν σθένος , αὐτὰρ ἔπειτα τυτθὰ βορῆς ὤρεξε νοσήλια , μέχρις ἅπασαν ἄτην γυιοβόρους τε δύας
6327203 λεκανη
χύτρα , λοπάδιον , ὀξίς , χοῦς , ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος .
παροξυτόνως δὲ τὸ πλυνόμενον . πλυνόν : Ἐφύβριστον : πλυνὸς λεκάνη . . ἄτιμον : πλυνὸς γὰρ ἡ λεκάνη ἐν
6325585 ἱεμενη
. * ἀπὸ . . . ἀλέξεται : ἀποθεραπεύεται * ἱεμένη : ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε ,
: πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι , εἰσόκεν οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός
6323268 παπταινων
ἀκούσας , βῆ δ ' ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων παπταίνων ἥρωα Μαχάονα : τὸν δὲ νόησεν ἑσταότ ' :
ῥεέθροις . ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην γείτονα παπταίνων ἐρατὴν θηεῖτο Θεράπνην . οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος
6321295 ἠνυστρου
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ
, κρέας ἐξ ἅλμης ἐξῄρηται , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖθ ' ὑπὸ
6318934 ἑλκεϊ
καταντίον ἀίσσοντα Νέστορος ὄβριμος υἱὸς ὑπὲρ γόνυ δούρατι τύψεν , ἕλκεϊ δ ' οὐλομένῳ στυγερὰς ὑπεδύσετ ' ἀνίας : χάσσατο
τοῦ ἄλγεοϲ θι - γεῖν , ἢ φάρμακον αὐτῷ τῷ ἕλκεϊ προϲβάλλειν . καίτοι καὶ εἰ ἐπίϲχοιτο ἡ αἱμορραγίη φαρμάκῳ
6317496 λαγωος
τίς τε Διὸς γαμψώνυχα φεύγων αἰετὸν ἐν πυκινοῖσι λάθῃ θάμνοισι λαγωός , τῷ ἴκελος μήλοισι μιγεὶς ὀλοοῦ ἀπὸ θηρὸς ἐκρύφθην
νοῦν ἔχων : οὐδὲ γὰρ συνέστηκεν ἐκ τῶν ἰχνῶν ὁ λαγωός : οὕτω καὶ τὰ φαινόμενα ἀρχὴν τῆς εὑρέσεως τῶν
6316181 βριθος
ταὐτὸν ἐσβήτω σκάφος . τί δ ' ἔστι ; μεῖζον βρῖθος ἢ πάροιθ ' ἔχει ; οὐκ ἔστ ' ἐραστὴς
ἐπιμήνια , ἥ τε γαστήρ οἱ μεγάλη ἔσται , καὶ βρῖθος ἐνέσται ὡς τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ , καὶ δοκέει
6309687 ἐπιβαλοι
νοῦς ἀποστερητικός κἀπαιόλημ ' . οἴμοι τίς ἂν δῆτ ' ἐπιβάλοι ἐξ ἀρνακίδων γνώμην ἀποστερητρίδα ; φέρε νυν ἀθρήσω πρῶτον
μηδ ' ἠλλοίωται , οἷον εἴ τις τῷ ἐν ἀμφορεῖ ἐπιβάλοι ὕδατι καὶ αὐξήσειεν : οὐδὲ τῷ εἰς πλεῖον τὸ
6306698 καρχαλεοι
. κάρψω ξηρανῶ : “ κάρψομεν χρόα καλόν . ” καρχαλέοι κατάξηροι : “ δίψῃ καρχαλέοι . ” κάρη .
ἑτάροισιν ἔθηκεν ἄνδρα βαλών . . . , . δίψῃ καρχαλέοι : ἡ διπλῆ ὅτι πτῶσις ἤλλακται , καὶ ὅτι
6306611 πεταλοισι
ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ σμερδαλέον νεύει κάρη αἰὲν ὑποδράξ ἐσκληκός
Ἀετύλου φησὶν οὕτως : Τίς δὴ τῶν νῦν , τοσάδε πετάλοισι μύρτων ἢ στεφάνοισι ῥόδων ἀνεδήσατο νίκας ἐν ἀγῶνι περικτιόνων
6301611 γναθμοιο
: ἡ δ ' ἀντίη ἵστατο παιδός καί μιν ἄφαρ γναθμοῖο κατασχομένη προσέειπεν : “ Τίπτ ' ἐπιμειδιάᾳς , ἄφατον
δ ' ἐπὶ Νῖρον ὄλεσσε βαλὼν ἀνὰ δηιοτῆτα δουρὶ διὰ γναθμοῖο , πέρησε δ ' ἀνὰ στόμα χαλκὸς γλῶσσαν ἔτ
6301475 ὁλμου
ἀροῖ : ἐπὶ τῶν εὖ καὶ καλῶς γεωργούντων . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων ἔκ τινων ἐνυπνίων
μυλοειδεῖ . * μυλόεντι : ἢ λιθώδει * θυείης : ὅλμου λίθου τοῦ ἰγδίου ἰγδίου * ἐν : σὺν οἷς
6298340 χητεϊ
δ ' ἵκελοι θήρεσσιν , ἀΐδριες ἠδ ' ἀδίδακτοι , χήτεϊ δαιμονίοιο νοήματος , οὔθ ' ὑπ ' ἀρωγὴν θεσπεσίην
οἳ δ ' ἴκελοι θήρεσσιν , ἀΐδριες ἠδ ' ἀδίδακτοι χήτεϊ δαιμονίοιο νοήματος , οὔθ ' ὑπ ' ἀρωγὴν θεσπεσίην
6294700 μοροεντα
καὶ μορόεντος ἀντὶ τοῦ μοροέσσης : καὶ Ὅμηρος : τρίγληνα μορόεντα μορόεντος ] τῆς μοροέσσης , ἤγουν μετὰ κόπου ἐργασθείσης
. . . . . . ο . ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα
6292295 στυπος
τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς καὶ ἐπιπλήσει καὶ πληρώσει τὸν θυμὸν αὐτῆς γέμοντα
' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος τὸ πρέμνον καὶ στέλεχος , ἐξ οὗ καὶ Ἀρχίλοχος
6286262 ταμε
ἄρ ' ὀδόντας ὦσε δόρυ πρυμνόν , διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην . ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , κατὰ
βόθρον ὀρύξας , νήησεν σχίζας , ἐπὶ δ ' ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν αὐτόν τ ' εὖ καθύπερθε τανύσσατο : δαῖε
6284141 ἐγχεϊ
ἄνελκε . τὼ δ ' ἄρ ' ὁμαρτήδην ὃ μὲν ἔγχεϊ ὀξυόεντι ἵετ ' ἀκοντίσσαι , ὃ δ ' ἀπὸ
: ὥς κέ τις αὖτ ' Ἀχιλῆα μετὰ πρώτοισιν ἴδηται ἔγχεϊ χαλκείῳ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας . ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος
6283925 νεην
Ἰκαρίοιο , περίφρων Πηνελόπεια . ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς ἐρχόμενοι πόλεμόνδε : πάϊς δέ οἱ ἦν
, ἀλλ ' ἔτι καὶ νῦν ] [ ἱστοβοῆι γέροντι νέην περίβαλλε κορώνην ] : ὁ δὲ Πίνδαρος | [
6283264 ἀρτιοπεριττος
. . , ὁ γὰρ ἕξ ἀριθμὸς γεννητικώτατός ἐστιν ὡς ἀρτιοπέριττος , μετέχων καὶ τῆς δραστικῆς οὐσίας κατὰ τὸν περιττὸν
εἶναι πέφυκεν , . . § : ἑξὰς μὲν γὰρ ἀρτιοπέριττος ἀριθμός , ἐκ τοῦ δὶς τρία παγείς , ἔχων
6282868 ἐθορεν
ἀλλ ' ὅτε δὴ λόχμῃσι λαγωείῃσι πελάσσῃ , ῥίμφ ' ἔθορεν , τόξῳ ἐναλίγκιος ἠὲ δράκοντι συρικτῇ , τὸν ὄρινεν
λευγαλέῳ ζήλῳ περὶ μητέρι μαινόμενος θήρ : ἐκ δ ' ἔθορεν μεμαὼς παιδὸς γενύεσσι ταμέσθαι μήδεα , μὴ μετόπισθε νέον
6279513 τιναξας
: κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι τοῦ πόντου :
λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ πίσυνος
6278667 βουπληγα
κόγχῳ Ἑλλήνων ἡ πᾶς ' ἀπερισσοτρύφητος ὀϊζύς . ἠὲ βαρὺν βουπλῆγα τομώτερον ἢ Λυκόοργος , ὅς ῥα Διωνύσου ἀρρυθμοπότας ἐπέκοπτεν
καὶ ἠνέσχετο ὁ Ζεύς . λαβὼν οὖν ὁ Ἥφαιστος τὸν βουπλῆγα , τέμνει τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός . καὶ ἐξέρχεται
6278413 σκιεραν
καῦμα , τὴν δὲ παρουσίαν τοῦ ἐρωμένου φηγῷ κατασκιαζούσῃ . σκιερὰν δ ' ὑπὸ φαγόν : ὡς ἄν τις ,
ἔαρ χειμῶνος διαφέρει , τοσοῦτον εἶ καὶ σὺ γλυκύτερος . σκιερὰν ὑπὸ φαγόν : ἐπαινέσειεν ἄν τις ἐκ τῆς παραβολῆς
6278044 ἐληλατο
ἵπποις δέξατο Φλεγραίῃ κεκμηότα δηιοτῆτι . ἔνθα δὲ καὶ μέσσαυλος ἐλήλατο , τῇ δ ' ἐπὶ πολλαί δικλίδες εὐπηγεῖς θάλαμοί
τῶν λαγόνων . . . . διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ
6275125 κυρτου
ὑλάκεσιν . Ἰάνθη : εὐφράνθη . Ἰχθυβόλοι : ἀσπαλιῆες . κύρτου : τοῦ δικτύου . ἐστήσαντο : ἐποίησαν . Σαλαμίνιδι
σάλπαι δ ' ἀγρόμεναι κεῖνον πόρον ἀμφινέμωνται , τῆμος ἐπεντύνει κύρτου δόλον : ἐν δέ οἱ εἴσω φύκεσιν εἰλομένους λᾶας
6269976 ἐπαϊξας
προτιβάλλεται , οὔθ ' ὁράασθαι ἔλπεται , εἰσόκε δή μιν ἐπαΐξας ὀλοὸς θὴρ δαρδάψῃ : τῆς δ ' ἦτορ ὁμοίϊον
χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν . Ἀντίλοχος δ ' ἄρ ' ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσθμαίνων
6269227 ξιφεϊ
τόν ἐπὶ μὲν τοῦ ἄρθρου “ τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ πλῆξεν , ” ἐπὶ δὲ τοῦ τοῦτον ,
τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε . Δηΐπυρον δ ' Ἕλενος ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ , ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν
6267789 κλειδιον
ἠλέκτρου τροχίσκος καὶ ὁ διὰ τῆς Αἰγυπτίας ἀκάνθης καὶ τὸ κλειδίον καλούμενον καὶ τὸ διὰ σπερμάτων . ὧν τοιγαροῦν τὰς
, φέρνιον : Ἀττικοὶ δὲ [ οὕτω ] παραπλήσιον τῷ κλειδίον λέγουσιν . πρινὴ ἀκράτιστον : πρινὴ ἀκρατισμοῦ ξηρὸν ποιήσει
6266253 μιγεν
οὐσίας , ἀφεύκτους τὰς βαφάς : τὸ γὰρ θεῖον θείῳ μιγὲν θείας ποιεῖ τὰς οὐσίας , πολλὴν ἔχοντα τὴν πρὸς
κνήκου κοπτόμενον καὶ χυλιζόμενον σὺν ὑδρομέλιτι ἢ ζωμῷ ὄρνιθος ἢ μιγὲν ἀμυγδάλοις καὶ νίτρῳ καὶ ἀνήσῳ καὶ μέλιτι καὶ ἰσχάσιν
6266186 κασιγνητος
, πρὶν τελευτηθῆι φόνος , [ ἢ ξύμμαχός τις ἢ κασίγνητος πατρός , ] ἐλθὼν ἐς οἴκους φθῆι , γέγωνέ
Ἕκτορ ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ ἠδὲ κασίγνητος , σὺ δέ μοι θαλερὸς παρακοίτης : ἀλλ '
6265878 ψαφαρος
ὁ αὐχήν . τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ ἀναπίμπλαται . * ψαφαρός : λευκός , ξηρός * ἀναπίμπραται : ἀνίσταται ,
εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ ἀρχῇ : χαλαρός λιπαρός χλιαρός ψαφαρός λαγαρός . τὸ μέντοι φλύαρος προπαροξύνεται οὐκ ἔχον θηλυκὸν
6264902 ἀλουτος
† διὰ μακρῶν λόγων † ἀνέδραμον ; καὶ μήτ ' ἄλουτος γαυρία σύ , μήτ ' ὕδωρ θαύμαζε , μηδὲ
τριβώνιον , πινῶν ῥύπ ' , ἀπαράτιλτος , ἓξ ἐτῶν ἄλουτος . Οὕτως ἐπολιόρκης ' ἐγὼ τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον
6262981 ἐβραχε
Πήδασον οὔτασεν ἵππον ἔγχεϊ δεξιὸν ὦμον : ὃ δ ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων , κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν
οἱ ποιηταὶ τὸ χνοιαί . παρὰ τὸ μέγα δ ' ἔβραχε φήγινος ἄξων . χνόαι δὲ τὰ ἀκραξόνια , περὶ
6260117 κραναν
καὶ πῖθ ' ἆσσον ἰὼν πίδακος ἁμετέρας : μνᾶσαι δὲ κράναν καὶ ἀπόπροθι , ἃν ἐπὶ Γίλλῳ Σῖμος ἀποφθιμένῳ παιδὶ
ἀεὶ δαίνυντο τράπεζαν , χάλκεον ἄγγος ἔχων . τάχα δὲ κράναν ἐνόησεν ἡμένῳ ἐν χώρῳ : περὶ δὲ θρύα πολλὰ
6255948 ἐγρεο
ποδὶ κινήσας , καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν : “ ἔγρεο , Νεστορίδη Πεισίστρατε : μώνυχας ἵππους ζεῦξον ὑφ '
αἶψα ] εὐθύς , θᾶττον ἑκάτερθε ] ἀμφοτέρωθεν διὰ ῥέθος ἔγρεο : κατὰ τὸ πρόσωπον τύπτων καὶ πλήσσων διέγειρε ἐμβοόων
6255573 ἐγχεσπαλος
' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . Σοὶ μὲν εὔιππος εὔπωλος ἐγχέσπαλος δῶκεν αἰχμὰν Ἐνυάλιος εὔσκοπον ἔχειν . Σέ ποτε δρί
Φαέθων , αἰγίοχος , Κρονίδης , εὐφεγγής . Ἄρης : ἐγχέσπαλος , κορυθαίολος , οὐλαμόεργος , ὀλοφώιος , βροτολοιγός ,
6254517 ἀορι
τὸν ἄριστον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ χέρς ' ὕπο Πηλεΐδαο καὶ ἄορι ἶφι δαμέντα . ἔνθ ' ἕλε Θερσίλοχόν τε Μύδωνά
. . τὸν μὲν δουρὶ βαλών , τὸν δὲ σχεδὸν ἄορι τύψας : ἡ διπλῆ ὅτι πάλιν ἀντιδιέστειλεν . .

Back