Κἀγώ , ἔφη , αἰσχύνομαι ζημιουμένων ὑμῶν . αὔριον οὖν φέρετε τοὺς στεφάνους : τοῦτον γὰρ ὡς ἂν ἔχῃ ἐξοίσω | ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς αὐτοὺς καὶ φησίν , Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν αὐτῷ |
' οὕτως ὁ ῥήτωρ : θαυμάζω δὲ εἰ μὴ βαρέως φέρετε ὅτι Κι - νησίας ἐστὶν ὁ τοῖς νόμοις βοηθός | πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι ; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν ; φέρετε αὐτὸν πρός με . καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν |
ἐὰν δ ' ἄρα τολμῶσι περὶ αὐτῶν λέγειν , νόμον κελεύετε δεῖξαι καθ ' ὃν γεγένηται ἡ εἰσποίησις Ἀριστάρχῳ , | σώματος θανατοῦτε ζήσεσθε . ὅσοι γὰρ πνεύματι θεοῦ ἄγονται , οὗτοι υἱοὶ θεοῦ εἰσιν . οὐ γὰρ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας |
Ἀπολλόδωρος ἐρεῖ , νομίζετ ' εἶναι λόγον καὶ συκοφαντίας , κελεύετε δ ' αὐτὸν ἐπιδεῖξαι , ἢ ὡς οὐ διέθετο | καὶ Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Ἰοῦστος , οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ , οἵτινες |
; θαῦμ ' ἂν πόρρωθεν ἰδοίμην . Ἒ ἔ , ἐᾶτέ με , – ˘ – , ἐᾶτέ με δύσμορον | , καὶ ἄλλοι γηραλέοι , καὶ ἄλλοι νεώτεροι , καὶ ἄλλοι βρέφη : ἐν τῇ ἀναστάσει ποταποὶ ἀναστήσονται ; καὶ |
Ἒ ἔ , ἐᾶτέ με , – ˘ – , ἐᾶτέ με δύσμορον ὕστατον εὐνάσαι , ἐᾶτέ με δύστανον . | ἔλεγον , Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν ; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν : ἄλλοι ἔλεγον , Οὐχί |
πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ | , οὐκ ἔχεις μέρος μετ ' ἐμοῦ . λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος , Κύριε , μὴ τοὺς πόδας μου μόνον |
Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς | ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ , Ὁ κύριός ἐστιν . Σίμων οὖν Πέτρος , ἀκούσας ὅτι ὁ κύριός ἐστιν , |
δ ' ἐστὶ τί ; κριθαί . τί οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; πηγὸς πάρεστι ; πηγός ; | καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ἀκολούθει μοι . καὶ καταλιπὼν πάντα ἀναστὰς ἠκολούθει αὐτῷ . Καὶ ἐποίησεν δοχὴν μεγάλην Λευὶς αὐτῷ |
ἐστὶ τί ; ” κριθαί . ” τί οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις ; „ πηγὸς πάρεστι ; „ | τελώνιον , καὶ λέγει αὐτῷ , Ἀκολούθει μοι . καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ . Καὶ γίνεται κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ |
οὐ καλὸν νόμον παλαιὸν βοηθοῦντα ῥήτορσιν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς λυθῆναι πεῖθε τῶν πολιτευομένων τοὺς θρασυτέρους ὡς οὐ πάντα αὐτοῖς ἐξέσται | βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν |
τοῖς ἀθυμοτέροις τὰ πένθη , εἰ δὲ ὑπομείναιμι ἁπτόμενον , πεῖθε καὶ Δάμιν ζῆν τέ με καὶ μὴ ἀποβεβληκέναι τὸ | διαμαρτύρηται αὐτοῖς , ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου . λέγει δὲ Ἀβραάμ , Ἔχουσι |
ὑμῖν , πρόσθε δ ' ἄνασσαν , [ λάβετε φέρετε πέμπετ ' ἀείρετέ μου ] γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι : κἀγὼ | ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων , καὶ λέγουσιν , Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης , τελωνῶν φίλος |
ὕμνος . ἀλλὰ κλύοντες , μάκαρες χθόνιοι , τῆσδε κατευχῆς πέμπετ ' ἀρωγὴν παισὶν προφρόνως ἐπὶ νίκῃ . πάτερ , | λαμπρὸς ὁ πρωϊνός . Καὶ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν , Ἔρχου . καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω , Ἔρχου |
ἐμὲ παίζειν μηδ ' ὅτι ἂν τύχῃς παρὰ τὰ δοκοῦντα ἀποκρίνου , μήτ ' αὖ τὰ παρ ' ἐμοῦ οὕτως | λέγοντι αὐτῷ , Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου , καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου ; καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα |
Νεκτεναβὼ ἔφη “ Αἴσωπε , ἥττημαι . ὃ δὲ ἐρωτήσω ἀποκρίνου μοι . ” καί φησι “ μετεπεμψάμην ἵππους ἀπὸ | ] Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσταμαι , ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ ; καὶ ἐφαλόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐπ ' αὐτοὺς |
. . ἄλλ ' ἀποδάσσεσθαι , ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι , δίχα | ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησεν τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ , Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα , ἐγὼ |
. ἦ φίλος ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς | ἐγνώκαμεν αὐτόν , ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν . ὁ λέγων ὅτι Ἔγνωκα αὐτόν , καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ |
ὀπτοῦ ἀλεύρου , ὅθεν καὶ ὠχρός τις ἦν . παίσδεις ὠγάθ ' ἔχων : Ἀττικῶς τὸ ἔχων παρέλκει . ἀντὶ | δὲ εἶπεν ὅτι Προφήτης ἐστίν . Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι ἦν τυφλὸς καὶ ἀνέβλεψεν , ἕως |
τῆνος ; ἐμὶν δοκεῖ , ὀπτῶ ἀλεύρω . παίσδεις , ὠγάθ ' , ἔχων : ἐμὲ δ ' ἁ χαρίεσσα | τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας . ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖα αἰτοῦσιν καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν , ἡμεῖς δὲ |
. ὅσον προσήκει μὴ γένους κοινωνίαν ἔχοντι λύπης τὸν σὸν οἰκτίρω γόνον . ὄλοιτο μὲν Οἰνεΐδας , ὄλοιτο δὲ Λαρτιάδας | δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου . Καὶ ὁ λαλῶν μετ ' ἐμοῦ εἶχεν μέτρον κάλαμον χρυσοῦν , ἵνα |
Κατάρατο , τολμᾷς ἀποτανουμένη λαλεῖς ; Ὦ παρθέν ' , οἰκτίρω σε κρεμαμένην ὁρῶν . Οὐ παρτέν ' ἐστίν , | οἰκία παρὰ θάλασσαν . ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν αὐτῷ , φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ |
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ἡ συκῆ . καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες , Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς |
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω | δαιμόνια . καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς , Πῶς δύναται Σατανᾶς Σατανᾶν ἐκβάλλειν ; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ |
τῆς ΑΚ . καὶ ἔστιν ὁμοῖον τὸ ΑΗΚ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ τριγώνῳ : μείζων ἄρα καὶ ἡ ΘΔ τῆς ΗΚ | τὴν ἑορτήν , ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῷ . λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς : ἦν δὲ |
ὑπὸ ΔΛΘ ἴση , ὅμοιον ἄρα τὸ ΔΗΒ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ . ὡς ἄρα ἡ ΗΔ πρὸς ΔΘ , ἡ | , Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ |
κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων , | . ἀσθενοῦντας θεραπεύετε , νεκροὺς ἐγείρετε , λεπροὺς καθαρίζετε , δαιμόνια ἐκβάλλετε : δωρεὰν ἐλάβετε , δωρεὰν δότε . Μὴ |
Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . | ἐκείνους εἰσελθεῖν : καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς . ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους , καὶ |
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας | αὐτῷ . Εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων , Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα . καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ |
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς | μεταλαμβάνοντες ἀκοῦρευτι τίναῖς οἰσὶν . Ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη , τινὸς αἰ οἰ τρίχαι δἰἀβοῦ τὸν ὀφθαλμῶν , αὐτοῦ ὁκέστην |
προοιμίοις οὐ καλοῖς , οὐκ εὐσχήμοσιν : ὦ τάλας δισσῶς ἀυτῶ : τὸ ὦ τάλας δεύτερον βοῶ διὰ τὸ μεγάλα | μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Ἀπελθόντων δὲ τῶν ἀγγέλων Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε |
ἀρῆξαι διαπεπραγμένῳ : τί γάρ ; ἰοὺ ἰού . κωφοῖς ἀυτῶ καὶ καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω . ποῦ Κλυταιμήστρα ; | μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός . Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν |
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ | , καὶ τὴν δέησιν τοῖς ἐν οὐρανοῖς . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν : Ὁ τιμῶν τὸν ἰἐρέα τὶ μισθὸν ἔχει |
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ | προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ . ἦλθεν γὰρ Ἰωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης , καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε |
μετέχουσιν . ἀλλ ' οὐχ ὑμεῖς , ἀλλ ' ἐκπεπληγμένοι κάθησθε , ἀναπηδᾶτε τῶν ὀρχηστῶν μᾶλλον , συντείνεσθε ὑπὸ τῶν | οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου . Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν . ὁ δὲ Ἰησοῦς |
' ἐμοῦ τήμερον εἰς τὸ θέατρον τῶν Μουσῶν , τί κάθησθε ἐκπεπληγμένοι ; τί δὲ συνέχεσθε ὑπὸ θάμβους ; οὔτι | εἰς πόλεμον οὐχὶ καθίσας πρῶτον βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ ' |
φαυλότατοι πάντων ἀνθρώπων , εἴποιμ ' ἂν αὐτοῖς , ἃ διδάσκετε , οὐ προεμάθετε ; ἢ προκαλεῖσθαι μὲν εἰς ἔλεον | ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες [ αὐτῷ ] οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἔλεγον ὅτι Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος , καὶ ἤδη ὥρα |
' , ἔφη , ὑμεῖς , ὦ Ἡριππίδα , καὶ διδάσκετε αὐτὸν βουληθῆναι ἅπερ ἡμεῖς . οἱ μὲν δὴ ἀναστάντες | ὑπὲρ ὑμῶν κενωθῇ ἐν τῷ μέρει τούτῳ , ἵνα καθὼς ἔλεγον παρεσκευασμένοι ἦτε , μή πως ἐὰν ἔλθωσιν σὺν ἐμοὶ |
ἡ τῇ ὀσφρήσει προΐζουσα . ἀπὸ δὲ τοῦ κνίζω γίνεται κνύζω , ἐξ οὗ καὶ τὸ κνύζα . . . | ἐγὼ κῆρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος . δι ' ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω , ἀλλ ' οὐκ ἐπαισχύνομαι , |
οὗ καὶ τὸ κνύζα . . . ἐκ δὲ τοῦ κνύζω γίνεται κνυζῶ περισπώμενον , ἀφ ' οὗ ” κνυζώσω | αὐτὸν ἐκεῖ . καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην : Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεῦς τῶν |
πανώλεθρον ] παντελῶς ἠφανισμένη . πανώλεθρον ] παντελῶς ὀλεθρευθεῖσαν . ἐκθαμνίσητε : δίκην θάμνου ἐκριζώσητε . θάμνος γάρ ἐστιν εἶδος | καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ῥαπίσματα . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς , Ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω |
πολὺ πῦρ ἐξικμάζον τὴν συνεκτικὴν τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . ἐκθαμνίσητε ] ἐκριζώσητε . Ξ ἐκθαμνίσητε ] ἐκσπάσητε . θ | ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ : καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος . ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν τὸ σῶμα αὐτοῦ . |
εἶτα παράγραφος . στροφὴ ἑτέρα κώλων ιβʹ . ἡμέτερα + ἀνδροκμήτας : στροφὴ ἑτέρα κώλων χοριαμβικῶν ιβʹ . ἐπὶ τῶι | πόλεων . καὶ ἐξελθὼν εἶδεν πολὺν ὄχλον , καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσεν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν . ὀψίας |
αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς , ἧς ἡ ἀρχὴ ” ἀνδροκμήτας “ : κώλων γάρ ἐστι καὶ αὕτη ιβʹ . | , οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων , ἀλλ ' ἐπ ' ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ θεοῦ διδάσκεις : ἔξεστιν |
ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς ; Ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών . Παῦσαι μελῳδῶν , ἀλλ ' ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι | ἐγώ εἰμι : μὴ φοβεῖσθε . ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπεν , Κύριε , εἰ σὺ εἶ , κέλευσόν |
σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : „ Παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' , ἐπεὶ ἦ φίλου ἀνέρος | ἄνθρωπον . καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος ὅτι Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς |
ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν , ἔνθα Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος εἰκόνες . Ὅσια . τὰ ἰδιωτικὰ καὶ μὴ ἱερά . Ὀσταφίδα οὐχ | μνᾶν καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι [ καὶ εἶπαν αὐτῷ , Κύριε , ἔχει δέκα μνᾶς ] . |
ἀλλὰ θαυμάζων αὐτήν . Ὁσία , κλυτὰν χέρα ] * Ὅσια δὲ τὰν χέρα γράφε : οὕτω γὰρ ἔχει πρὸς | , Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν . τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπαν , Οὐκ ἐδύνατο οὗτος ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ |
ὁμοίῳ οὐ φαίνεται , εἰ δὲ ὑακίνθινον , τῷ μέλανι λυπεῖς , εἰ δὲ φοινικοβαφῆ , φοβεῖς , ὡς ῥέοντος | σοῦ καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε , διότι λαός ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ . Ἐκάθισεν |
, εἰπὲ καὶ τὴν ἀδικίαν , ὑπὲρ ἧς ἡμᾶς οὕτω λυπεῖς : εἰ δὲ οὐκ ἔχοι τις αἰτίαν μηδαμόθεν εἰπεῖν | ἄλλην φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν , Ἐξέλθατε , ὁ λαός μου , ἐξ αὐτῆς , ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς |
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου | συνείδησιν ἁμαρτιῶν τοὺς λατρεύοντας ἅπαξ κεκαθαρισμένους ; ἀλλ ' ἐν αὐταῖς ἀνάμνησις ἁμαρτιῶν κατ ' ἐνιαυτόν , ἀδύνατον γὰρ αἷμα |
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς | ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα ταῦτα , καὶ ἠπίστουν αὐταῖς . Ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον |
ἑαυτοῦ πρόβατα τηρήσουσιν , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἁρπάζοντες αὐτῷ οἴσουσιν . οἱ δὲ ὡς τάχιστα ηὐξήθησαν , ἀδείας τυχόντες | νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ , ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ θεῷ |
νων ἀναφορῶν ἢ καταφορῶν ἢ μεσουρανήσεων χρόνοι τοὺς ἑπομένους τόπους οἴσουσιν ἐπὶ τοὺς αὐτοὺς τοῖς προηγουμένοις ἀλλὰ διάφοροι . ὅμοιος | αὐτῷ ἐξουσία ποιῆσαι μῆνας τεσσαράκοντα δύο . καὶ ἤνοιξεν τὸ στόμα αὐτοῦ εἰς βλασφημίας πρὸς τὸν θεόν , βλασφημῆσαι τὸ |
ἐπιμείνῃς , μετανοήσεις : κατὰ σαυτοῦ τὴν ψῆφον οἴσεις . προλέγω σοι , Καλλιρόην ἀπολέσεις . οὐκ ἐμὲ βασιλεὺς ἀλλὰ | ὁ παῖς μου . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ |
τ ' ἀγρίων ναίοιμι τρόπων . τὸ δ ' ἐρᾶν προλέγω τοῖσι νέοισιν μή ποτε φεύγειν , χρῆσθαι δ ' | τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν : οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς |
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ . | ἵνα καταλάβητε . πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται , ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν , ἡμεῖς δὲ |
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων | οὐδ ' οὐ μὴ γένηται ἕως οὗ ἔλθωσιν οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι . τότε ὁ στάχυς τοῦ σίτου ἐκφυεῖ ἡμιχοίνικον , |
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ | νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος , αὐτοῦ ἀκούετε |
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ ' | ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς , καὶ ἐγένετο φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός , ἀκούετε αὐτοῦ |
μὴ ἐθέλοντας εἴκειν τοῖς κρείττοσιν . Ταυτὶ μέν , ὦ Ἑρμότιμε , πάνυ εὔλογα . ἢ τί γὰρ παθὼν Εὐθύδημος | καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα , καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά . Καὶ |
τοιοῦτον ἄνδρα εὑρεῖν . Τί δὴ οὖν πράξομεν , ὦ Ἑρμότιμε ; οὐ γὰρ ἀπαγορευτέον οἶμαι ἐπεὶ μηδενὸς ἡγεμόνος τοιούτου | τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ ' αὐτοῦ , |
σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν | κωμοπόλεις , ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω : εἰς τοῦτο γὰρ ἐξῆλθον . καὶ ἦλθεν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν εἰς |
, ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν | ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος . καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν , καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἐξουσία |
τύχην : κτήνη γὰρ οὔτε ἀγοράσαι οὔτε μισθώσασθαι εὗρον . διέλεσθε οὖν τὰ ἐφόδια σκεύη : αὔριον γὰρ ἀπαίρομεν εἰς | ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν . Ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος . παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας |
σωτηρίαν , κτήνη οὔτε μισθώσασθαι οὔτε ἀγοράσαι εὗρον . τοιγαροῦν διέλεσθε τὰ σκεύη : αὔριον γὰρ περῶμεν εἰς τὴν Ἀσίαν | ᾧ γὰρ μέτρῳ μετρεῖτε ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν . Εἶπεν δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς : Μήτι δύναται τυφλὸς τυφλὸν ὁδηγεῖν ; οὐχὶ |
γὰρ οὐ τοῦ δανείου χάριν , ἀλλὰ τοῦ τόκου ἐνεχυράσασθαι ἀπειλοῦσιν . Θ τοῦτο ἐγερθείς φησιν : οὐ γὰρ ὀνειροπολεῖ | τοῦ πατρός : διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον ἐμὲ λιθάζετε ; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι , Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν |
προσφερόμενον ἀετὸν αἱ γέρανοι θεάσωνται , γενόμεναι κυκλόσε καὶ κολπωσάμεναι ἀπειλοῦσιν ὡς ἀντιταξόμεναι : ὃ δὲ κρούεται τὸ πτερόν . | γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν , καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς . ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτόν , Σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν |
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί | ἐλήλυθεν γὰρ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς μὴ ἐσθίων ἄρτον μήτε πίνων οἶνον , καὶ λέγετε , Δαιμόνιον ἔχει : ἐλήλυθεν ὁ |
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ | κιννάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ |
μακρόν . μῦθον ] λόγον . εἰπέ ] ἐμοί . πέραινε ] πλήρου . πάντα ] ἃ βούλει . τὴν | δὲ ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν : ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν . ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης |
Ἄπολλον , ὡϲ ἄγροικοϲ εἶ : ϲυϲκευαϲάτω [ ] . πέραινε . παύομαι λέγων . νὴ τὴν Ἀθηνᾶγ [ ] | σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ ; ἐραύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται . Πάλιν οὖν αὐτοῖς |
Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ , | Εἶπεν δὲ καὶ ἕτερος , Ἀκολουθήσω σοι , κύριε : πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκόν μου |
Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν . | τῶν ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος : τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες , ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν |
αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' | : ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν , Υἱὲ Δαυίδ , ἐλέησόν με . καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν , Φωνήσατε |
εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ | . καὶ ἐβόησεν λέγων , Ἰησοῦ , υἱὲ Δαυίδ , ἐλέησόν με . καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιγήσῃ |
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν | ἔχει ἐπὶ τὸ ἱμάτιον καὶ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον : Βασιλεὺς βασιλέων καὶ κύριος κυρίων . Καὶ εἶδον |
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν | ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ |
καὶ τὴν Ἰώ φησιν ὁ Προμηθεὺς , ἐπεὶ θέλετε καὶ προθυμεῖσθε μαθεῖν , οὐκ ἀντιστῶ ὑμῖν εἰς τὸ μὴ εἰπεῖν | εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν , ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν , αἰσχρὸν γάρ ἐστιν γυναικὶ λαλεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ |
πάντως , ὦ δήμαρχοι , ψῆφον ἐπενεχθῆναι περὶ τοῦ ἀνδρὸς προθυμεῖσθε , μηθὲν ἔξω τοῦ ἐγκλήματος κατηγορεῖτε : ἀλλ ' | πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους ἑπτακοσίους τρεῖς καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν ξένον οὔτε ἴδιον |
συνέπεσεν : περιφραστικῶς , εἰς τὰ δίκτυα : ἐν καταστάσει γίνεσθε καὶ μὴ θορυβεῖσθε : πάλιν κατάστηθ ' : ἀναδράμετε | ἐν ὑμῖν . ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με : ὁ δὲ ἀγαπῶν |
ἵνα ταῖς ὑμετέραις ὄψεσί τε καὶ διανοίαις τἀκεῖ θεασώμεθα : γίνεσθε δὴ τῶν τοσούτων μυριάδων ὦτα καὶ ὀφθαλμοὶ πρὸς τὴν | γυναικῶν αἳ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν . στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς [ ὁ ] Ἰησοῦς εἶπεν , Θυγατέρες Ἰερουσαλήμ , |
δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι . | ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους , καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ ' ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ . καὶ διεστέλλετο |
τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι | ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον ὃν ἤθελον . εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον [ Ἰησοῦν ] Βαραββᾶν |
, ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | Λέγει αὐτῇ , Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε . ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν αὐτῷ , Οὐκ |
κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν | λέγων , Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν , ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε . αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησεν , καὶ ἔντρομος γενόμενος |
πειρώμενοι παύειν τῆς ἀκολάστου γλώσσης ἐκεῖνον : οὐ καλῶς , ἔφαν , ποιεῖς , ὦ φιλόσοφε , ταῖς σαῖς διδασκαλίαις | εἰμι ὁ Χριστός , καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν . μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων : ὁρᾶτε , μὴ θροεῖσθε |
παρηγορέων : οἱ δ ' ἔστυγον εἰσαΐοντες , οὐ γὰρ ἔφαν τεύξεσθαι ἐνηέος Αἰήταο κῶας ἄγειν κριοῖο μεμαότες : ὧδε | πρὸς αὐτούς , Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ θεοῦ , κρίνατε , οὐ δυνάμεθα |
ἐπιρρήδην . . . . . διαττᾶν , , : διαττᾶν : διασήθειν . ἀπὸ τοῦ σῶ ῥήματος , ἔνθεν | . Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφί - ζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ , |
κνῶ κνήθω καὶ νῶ νήθω . διασσᾶν οὖν ἦν καὶ διαττᾶν Ἀττικῶς . . . . . διαφρῶ : διαφρῶ | ἐστὶν καὶ οὐ ποιητής , οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ : κατενόησεν γὰρ ἑαυτὸν |
. . . καμινεύτριαν καμινοκαύστριαν . κέκλυτέ μευ , μνηστῆρες ἀγήνορες . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἀγήνορες | αὐτήν . πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν : καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι , αὐτός ἐστιν |
τε κυνῶν ὑπέροπλα γένεθλα : ἔξοχα δ ' ὑβρισταὶ καὶ ἀγήνορες , οὐδέ κεν ἄν τι ἀντόμενοι τρέσσειαν , ἀναιδείην | , Τί αἰτήσωμαι ; ἡ δὲ εἶπεν , Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτίζοντος . καὶ εἰσελθοῦσα εὐθὺς μετὰ σπουδῆς πρὸς |
χειρουργοὺς τῶν πράξεων ; τὸ σῶμα ; εὐθὺς ὅρα τί δρᾷς : διαπηδᾷς τὴν τάξιν τῶν ἀρχομένων , ἀπὸ τοῦ | ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ὅπου ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο . καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ , |
τούτῳ μὴ κάλει . Ὦ γλυκύτατον Μυρρινίδιον , τί ταῦτα δρᾷς ; Κατάβηθι δεῦρο . Μὰ Δί ' ἐγὼ μὲν | τῷ κλινιδίῳ εἰς τὸ μέσον ἔμπροσθεν τοῦ Ἰησοῦ . καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν , Ἄνθρωπε , ἀφέωνταί σοι |
, ἢ δήλωσον ὅτι δέδωκας , ἢ ὅτι ὄντως δώσεις ἐπίστειλον . Ἔπραξας , ὦ γενναῖε , σοφίᾳ χρησάμενος ὑπὲρ | βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός . αὐτομάτη ἡ γῆ καρποφορεῖ , πρῶτον χόρτον , εἶτεν στάχυν , εἶτεν |
Σπεκτάτος . ὅπως οὖν λύσαις τὸ ἡμαρτημένον , νῦν γοῦν ἐπίστειλον ἢ γράψομαί σε παρὰ ταῖς Μούσαις ὡς ἀμελοῦντα πατρός | τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ . Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ |
στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί . ἀτεράμονες : λίαν σκληροί , μὴ τειρόμενοι , ἀνένδοτοι . | Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα καὶ μὴ ἀφῇ τέκνον , ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς |
ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες | . ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν : καὶ ὁ πρῶτος λαβὼν γυναῖκα ἀπέθανεν ἄτεκνος : καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος |
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ |
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . | οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις . |
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι , καὶ πράξεις καλῶς . Ξένους ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ . | : ἀνάγκη γὰρ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα , πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ δι ' οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται . Εἰ δὲ |
πράξεις καλῶς . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις ἔθος . Ξένους ξένιζε , μήποτε ξένος γένῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον | ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους , Οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ . οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν |
. Μύες μέντοι καὶ γαλαῖ τρύζοντες χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσι . Δειλὸν δὲ ὁ μῦς , καὶ κτύπον φοβεῖται , καὶ | μέλλοντα οὔτε δυνάμεις οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς |
εἶ αὐτῆς τῆς δειλίας : ἐπὶ τῶν σφόδρα δειλῶν . Δειλὸν ὁ Πλοῦτος : παρόσον οἱ πλούσιοι τὰς οἰκίας ἀσφαλίζονται | . καὶ σώματα ἐπουράνια , καὶ σώματα ἐπίγεια : ἀλλὰ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα , ἑτέρα δὲ ἡ |
καὶ τὸ ἀπόστηθι ἀπόστα , καθὰ δηλαδὴ καὶ τὸ κατάβηθι κατάβα παρὰ Ἀριστοφάνει . Καὶ οἱ ἔμετοι ἐμίαι [ ὡς | . καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον , ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν . καὶ σταυροῦσιν αὐτὸν καὶ διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ |
κατάβα τοῦτο : πολλάκις γὰρ εἰπόντες ⌈ τὸ Γ “ κατάβα ” ἐξηπάτησαν . Γ ἐστί γε τὸ ῥοφεῖν ] | ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι . ὅτε οὖν ἔλαβεν τὸ ὄξος [ ὁ ] Ἰησοῦς εἶπεν , Τετέλεσται |
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ; | ἔκκοψον αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ : καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν κυλλὸν ἢ χωλόν , ἢ δύο |
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ | τὸν λόγον , ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν , ἀλλ ' ἔξω ἐπ ' ἐρήμοις τόποις ἦν |
καὶ φωνὴν τάλαιναν καὶ τληπαθῆ , δυσβάϋκτον καὶ θρηνητικὴν , βοᾶτιν καὶ βοητικήν . . τεῖνε ] εἰς ὕψος αἶρε | ἃ προσέταξεν Μωϋσῆς , εἰς μαρτύριον αὐτοῖς . ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον , ὥστε |
τοῦ οὐρανοῦ βόησον τὰ ἄχη . δυσβάϋκτον ] θρηνητικήν . βοᾶτιν ] βοητικήν . ἀναύδων ] τῶν ἰχθύων . τᾶς | δὲ ἀνίπτοις χερσὶν φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον . Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ |
ἢ πῶς σφῷν βεβούλευται . Ἐπ ' αὐτό γε τοῦτο πάρεσμεν , ὦ Σώκρατες , ὡς ἐπιδείξοντε καὶ διδάξοντε , | νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθεν λυπούμενος , ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά . Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ , |
τὸ Θήβης ἄστυ ναίοντας μάθοις : ἡμεῖς δ ' ὅσοι πάρεσμεν , εἴ τι χρή , πάτερ , πράσσειν , | καὶ ταῖς προσευχαῖς . Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος , πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο . |
καὶ πολίταις θεοῦ . μᾶλλον τοῖς μὴ δυναμένοις σε ἀμείβεσθαι χαρίζου . οὐδεὶς ἂν γένοιτο εὔλογος , ὅπου λογισμὸς τοῦ | τὸν νόμον , μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων Ἰουδαίων , ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέν μοι , Σαοὺλ ἀδελφέ |
. Θεράπευε τὸν δυνάμενον , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυμῷ χαρίζου μηδέν , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς . Θυσία μεγίστη τῷ | αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν : ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ |
κλίνην , ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς τῶν ἐπὶ τῇ κόρῃ δακρύων παύσω . „ καὶ ἅμα ἤρετο , ὅ τι ὄνομα | , σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν . Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον . Φίλιππος |
δ ' ἐμὴ ἐμόν . ἐγὼ οὖν τὸ μὲν ἐμὸν παύσω ἐξ ἅπαντος , ἐπ ' ἐμοὶ γάρ ἐστιν : | , ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν , ὡς ἀνῆκεν ἐν κυρίῳ . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς |
τῶν χαύνων φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ | καθαρισθήσομαι , πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι . καὶ πάλιν εἶπεν : πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται , καὶ πᾶν ὄρος |
εἰ ὠμὰ ἢ πέπειρα . καλῶς οὖν ἐπήνεγκε τὸ “ ἀποσυκάζεις πιέζων ” , ἐπεὶ ἀποθλίβει τοὺς συκοφαντουμένους καὶ πιέζει | ἐπεὶ εἰς προφήτην αὐτὸν εἶχον . Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λέγων , Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία |
καὶ τὸ λαψῇ . ἀποισῇ : κομίσῃ , ὡς τὸ λαψῇ ἀντὶ τοῦ λήψῃ : τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ | εἶπεν ὅτι Προφήτης ἐστίν . Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι ἦν τυφλὸς καὶ ἀνέβλεψεν , ἕως ὅτου |
Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι . ἀποισῇ [ καὶ λαψῇ ] περισπαστέον , ἐπεὶ τοὺς μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν | . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι ; |
; εἰπέ , καίπερ οὐ λέξων φίλα . διπλᾶ με χρήιζεις δάκρυα κερδᾶναι , γύναι , σῆς παιδὸς οἴκτωι : | ἐν τῷ οὐρανῷ , καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ ' ἐμοῦ λέγων , Ἀνάβα |
κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος . ἴθ ' ὅποι χρήιζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . Σπάρτην | κύριε , καὶ οἱ τὸ βάπτισμα λαβόντες τί ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : τότε ἐρωτηθήσεται τὸ γένος τῶν |
κατθανεῖν ἐρᾶν ἔοικας . κτεῖνε : σύγγονον δὲ σὴν οὐ κτενεῖς ἡμῶν ἑκόντων ἀλλ ' ἔμ ' : ὡς πρὸ | καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς , Καθίσατε αὐτοῦ ἕως ἂν ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι . καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο |
σύνεσις . ἀλλὰ βαῖν ' ἔσω δόμων . οὐκ ἄρα κτενεῖς μ ' ; ἀφεῖσαι . καλὸν ἔπος λέγεις τόδε | περὶ τούτου ἀληθῆ ἦν . καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ . Ἦν δέ τις ἀσθενῶν , Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας |
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν | πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ ' αὐτῆς πάντα καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα , ἀκούσασα |
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν . | . πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες : καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς , |
πῆμα αὔριον ἐν πολέμῳ : μάλα γὰρ πολέων μένος ἵππων ὄψεσθ ' ἀμφ ' ὀχέεσσι δαϊζομένων ἑκάτερθεν ἄνδρας τ ' | , καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ , εἶτα τοῖς δώδεκα : ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ , ἐξ ὧν οἱ |
Νηϊάδες , κοῦραι Διός , οὔ ποτ ' ἐγώ γε ὄψεσθ ' ὔμμ ' ἐφάμην : νῦν δ ' εὐχωλῇς | . ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν , ἔπειτα εἰρηνική , ἐπιεικής , εὐπειθής , μεστὴ ἐλέους καὶ |
πραγμάτων ὀρθὸς φανῆναι κριτής , ἐάσας τὸ τέλος τὴν γνώμην ἐξέταζε , καὶ μίαν ὄψει προσοῦσάν μοι πανταχοῦ . ἀνήχθην | σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε εἰς τὴν |
εἰς εὐδοξίαν συμπράττειν σὸν ἂν εἴη τοῦ διδασκάλου κέρδος . ἐξέταζε δὴ τὸν τοῦδε ἐξετασμόν : οὐ γὰρ ἀξιοῦμεν τοὺς | δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη , Ἐπιτρέπεταί σοι περὶ σεαυτοῦ λέγειν . τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο , |
τιμωρηθήσῃ . δῆτα ] νῦν , λοιπόν , ἀληθῶς . κλαύσομαι ] θρηνήσω , τιμωρηθήσομαι . τῶν παχειῶν ] μίαν | με παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά : ἐρωτῶ σε , ἔχε |
δεῦρ ' ἔλθ ' ἵνα κλάῃς . διὰ τί δῆτα κλαύσομαι ; ὅτι τῶν παχειῶν ἐνετίθεις θρυαλλίδων . μετὰ ταῦθ | ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια : ἀλλὰ ταῦτα τί |
Φέρ ' ἴδω , πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς ; Ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Ζεὺς εἴ | εἶπεν , Ἕνεκα τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ , καὶ ἔσονται οἱ |
δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ μορμολύττεσθαι : ἐπὶ τῶν εἰκῆ δεδιττομένων . Ἀτρέως ὄμματα : | , Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς , Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα . ὁ δὲ εἶπεν , Ταῦτα πάντα ἐφύλαξα ἐκ |
εὐπρεπῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑποκείμενον δημοτικῷ καὶ φιλοκερδεῖ πρεσβύτῃ . Ἀκήκοας ἀκουσμάτων βαρύτατον , ὦ Σκόπελε ; στόλον Ἀθηναῖοι διανοοῦνται | : πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν . ὁ δὲ εὐθὺς ἐλάλησεν μετ ' αὐτῶν , καὶ λέγει αὐτοῖς , |
ποιῆσαι . Οὔκουν φαίνεταί γε δὴ ἐκ τοῦ λόγου . Ἀκήκοας οὖν ὅτι Θεμιστοκλεῖ Κλεόφαντος ὑὸς ἐγένετο ; Ἀκήκοα . | ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν . καὶ ἰδὼν αὐτὸν τὸ πνεῦμα εὐθὺς συνεσπάραξεν αὐτόν , καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο |
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ | θεοῦ κεκάθικεν . ἀναλογίσασθε γὰρ τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς ἑαυτὸν ἀντιλογίαν , ἵνα μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς |
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή | ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν . ἐγείρεσθε ἄγωμεν : ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικεν |
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ] | οἶδα αὐτόν , ὅτι παρ ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν . Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι , καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν |
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον . | κακοῦ : εἰ δὲ καλῶς , τί με δέρεις ; ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα |
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν | ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν [ τινα ] καταπιεῖν : ᾧ ἀντίστητε στερεοὶ τῇ πίστει , |
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ | ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ . καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν |
ὅτι δὲ πονηρός ἐστιν ἐκ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων ᾔσθη - σθε ; Ἀλλὰ μὲν δὴ οὐδ ' ἂν ἐξελθὼν ἐκ | ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν ἵνα ἴδῃ αὐτόν , ὅτι ἐκείνης ἤμελλεν διέρχεσθαι . καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον , |
τύπτεσθον ἀπὸ τοῦ δευτέρου τῶν πληθυντικῶν τοῦ τύπτεσθε τροπῇ τῆς σθε εἰς σθον , τὸ δὲ τρίτον τῶν δυϊκῶν τὸ | ] πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι . ἔλεγεν δὲ πρὸς αὐτούς , Ὁ |
τοῦτο μὴ διδάξεις μηδένα . ἰδού . τί ἐστιν ; ὤμοσας νυνὶ Δία . ἔγωγ ' . ὁρᾷς οὖν ὡς | οὕτως καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἀνδράσιν ἐν παντί . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς |
ἵλεως μὲν ὁ Ἀκινάκης καὶ ὁ Ἄνεμος εἶεν , οὓς ὤμοσας : εἰ δ ' οὖν τις ἀπιστοίη αὐτοῖς , | καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ . ἐμφόβων δὲ |
. Οὐκοῦν , ἢν λάχω : Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποήσεις οἶδ ' ὅτι . Ἀπόλωλας , ἐξόλωλας . Εἰς | ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ |
πνεῖ μοι κακόν , ἀντιβολῶ ς ' : εἰ δὲ ποήσεις τοῦτο , κατ ' οἴκους αὐτοῦ μεῖνον τοὺς ἡμετέρους | καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς , εἰς |
ἀσφαλεῖ εἰσι τοῦ μηδὲν παθεῖν , ἐπειδάν τε μηδὲν ποιήσαντες ἀπίωμεν , πάλιν καθορῶντες ἡμῶν τὸ πλῆθος πολὺ ἐνδεέστερον τοῦ | αὐτοῦ εἰπόντος εἷς παρεστηκὼς τῶν ὑπηρετῶν ἔδωκεν ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών , Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ ; ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἰησοῦς |
εἰπεῖν συναγάγοιμι τῇ μνήμῃ ἐπελθών . τὸ δὲ νῦν ἔχον ἀπίωμεν ἐπὶ τούτοις : ἑσπέρα γὰρ ἤδη . Ὦ χαῖρε | δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών , Μὴ μοιχεύσῃς , εἶπεν καί , Μὴ φονεύσῃς |
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ὁμολόγησαν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα : τότε ἀποπέμψω αὐτοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ , καθὼς προεῖπεν ὁ |
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε φανήσεται ὁ ἀρνητὴς καὶ ἐξορισμένος ἐν τῇ σκοτίᾳ , |
. τῇ δὲ τῶν ἐθνῶν τούτων ἀπωλείᾳ πάντες οἱ πλησιόχωροι περίφοβοι γενόμενοι προσεχώρησαν τῷ βασιλεῖ . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος | κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας , Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα |
Οἱ δ ' ὕπατοι τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ συνεκάλουν τὴν βουλὴν περίφοβοι ὄντες ἐπὶ τοῖς καινοτομουμένοις καὶ τὴν τοῦ Βρούτου δημοκοπίαν | φίλε θεοῦ , ἁμαρτωλῶν ἀμετανοήτων θεὸς οὐκ εἰσακούει . Ὁ Ἰάκωβος λέγει πρὸς αὐτόν : Θεολόγε Ἰωάννη , ἀνάγγειλόν μοι |
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | , καὶ ὁ μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα |
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ | πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ , καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι |
κλιτικὴν ἔκτασιν συστείλας τὸ ἴδιον προστακτικὸν ποιεῖ , ἐλαβόμην ἐλάβου λαβοῦ , ἐπραθόμην ἐπράθου πραθοῦ : ταῦτα δὲ παραλόγως Ἀττικοὶ | εἶδες , οὗ ἡ πόρνη κάθηται , λαοὶ καὶ ὄχλοι εἰσὶν καὶ ἔθνη καὶ γλῶσσαι . καὶ τὰ δέκα κέρατα |
. . πυθοὺ ] περισπῶσιν Ἀττικοὶ τοῦτο , καὶ τὸ λαβοῦ καὶ ἐμοῦ καὶ τὰ ὅμοια . ἔστι δὲ δεύτερος | προβάτων . πάντες ὅσοι ἦλθον [ πρὸ ἐμοῦ ] κλέπται εἰσὶν καὶ λῃσταί : ἀλλ ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ |
παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε | . Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός : καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν , ὥστε τὸν κωφὸν λαλεῖν καὶ βλέπειν . |
καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ | διὰ τὸν ὄχλον ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν : πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν , ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον |
οἴκους λαβεῖν . ἀλλ ' οὔτι ταύτηι σὸν φρόνημ ' ἐπούρισας , ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας παίδων τ ' | Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην υἱοὺς Ζεβεδαίου , οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι . καὶ εἶπεν πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς , |
μετετράπη : ἐκφαυλίσαντα : πόλεμον : λείπει τὸ ὥστε : ἐπούρισας : ἔστησας ἐφώρμισας . ἢ ἐστήριξας , ἀπὸ τῶν | καὶ ἐποίησεν τοὺς δώδεκα , ] καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον , καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην |
ἐόντα . ἤδη τοίνυν τὸ ἐνθένδε αὐτοὶ τῶν ἐπέων ἀκούοντες κρινεῖτε . ἱεροποιΐην γὰρ ἢ τὴν κρατίστην ἐξευρὼν ἐποίησεν ἢ | θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν : ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἰερουσαλήμ , |
δ ' οὐδ ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ ' ἔσται , κρινεῖτε δ ' ὃν ἂν βούλησθ ' ὀργισθέντες . ἐγὼ | δὲ ἦσαν θυγατέρες τέσσαρες παρθένοι προφητεύουσαι . ἐπιμενόντων δὲ ἡμέρας πλείους κατῆλθέν τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἅγαβος , |
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ | τὰς ἐπαγγελίας . Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ θεός , ἐπεὶ κατ ' οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι , ὤμοσεν καθ |
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν | καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ : ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν , νῦν δὲ |
ἐν δίκᾳ σε , δαίμων ? ? . ἦ καὶ βεβᾶσι ? τὸν [ νεκρὸν ] πρὸς τῷ κακῷ [ | τῆς ἐπισκοπῆς ἐδέξατο . Ἐὰν μάγος ᾖν καὶ φονεύς , ἰδὲ τὸν Κυπριανὸν ὅτι καὶ αὐτὸς ἐκ γένους δαιμόνων ἐγέννατον |
δ ' ἔστιν , εἰ χρὴ μὴ κελευσθεῖσαν λέγειν ; βεβᾶσι φροῦδοι δίπτυχοι νεανίαι Ἀγαμεμνονείας παιδὸς ἐκ βουλευμάτων φεύγοντες ἐκ | ἐγίνετον διὰ τῆς θερμῆς μετανοίας . Ἐὰν ᾖ πόρνος , ἰδὲ τὴν Μαρίαν τὴν πόρνην ὅτι ἥμαρτεν εἰς ἄνδρας χιλίους |
πάνυ προθυμουμένου . εἰ δὲ ὀρθῶς ἢ μή , κοινωνοὶ γένεσθε τῆς γνώμης . Φαίνεταί μοι αἴσχιστον εἶναι καὶ ἀλλότριον | γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , ἔσονται |
ἐλευθέραν τε πόλιν σχῆτε καὶ κρατήσητε ἐν ζυγοῖς δουλείας , γένεσθε δὲ ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῖν καὶ ἀποσόβημα τῶν κακῶν | , ἀλλ ' οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , καὶ ἔσονται |
ποιοῦνται τὴν φροντίδα . Αὐτοὶ δὲ , ὡς συνετοὶ , κρίνατε , προγεγυμνασμένοι ἐν τούτοις . Ἡμεῖς μὲν γὰρ πάντων | καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός : καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός , καὶ διηκόνει αὐτοῖς . Ὀψίας δὲ |
προσθήκης μέρει . τὸ μὲν τοίνυν ἐκείνοις συγχωρεῖν ἡγεῖσθαι αὐτοὶ κρίνατε ὁποῖόν τί ποτ ' ἐστὶν ὑμῖν , μνημονεύοντες τοῦ | ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ ' ἐμοῦ , ἀλλ ' ἐγὼ τίθημι αὐτὴν |
καὶ Κολοφῶνα καὶ Σμύρνην . πάντως , Κύρνε , καὶ ὔμμ ' ἀπολεῖ . Δόξα μὲν ἀνθρώποισι κακὸν μέγα , | μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις . |
τοῦθ ' ὅσον σθένει μαθεῖν , βουλῇ πιφαύσκω δ ' ὔμμ ' ἐπισπέσθαι πατρός . ὅρκος γὰρ οὔτι Ζηνὸς ἰσχύει | . καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ λέγω τούτῳ , |
οὖν αἱ μέθοδοι πρὸς τὰς ἀλύτους ἀντιθέσεις ; ἐροῦμεν ἃς εὑρήκαμεν . αʹ Ἐὰν ἐμπίπτῃ ἄλυτος ἀντίθεσις , ἢ ἐν | τῶν καρπῶν , ἀπέστειλεν τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ . καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς |
. ἐν δὲ τῷ Λυσίου πρὸς Φίλιππον ἐπιτροπῆς τὰς κλεῖδας εὑρήκαμεν , παρὰ δὲ Ἀριστοφάνει ἐν Αἰολοσίκωνι καὶ κλειδίον , | ἐγγίζουσαν τὴν ἡμέραν . Ἑκουσίως γὰρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετὰ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας , οὐκέτι περὶ ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται |
ῥητορικῶν ἀκροάσασθαι καὶ φιλοσόφων λόγων . ὁ δέ , θεοῦ νεύ - σαντος , ἐπέτρεψεν , περὶ τὰ βιβλία πλανᾶσθαι | ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ πορευομένοις εἰς ἀγρόν : κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς : οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν . Ὕστερον [ |
φέρ ' οὖν καὶ ἡμεῖς , ὥσπερ ἔκ τινος ἄνωθεν νεύ - ματος , εἰς πανήγυριν τὸ πάθος λύσαντες τῷ | ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ , καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς . |
μὲν γὰρ τὸ μέγεθος τῆς περιεστώσης συμφορᾶς ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες περιδεεῖς ἦσαν , οἱ δὲ τοῖς εὐημερήμασιν ἐπηρμένοι σφάττειν παρεκελεύοντο | πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδα . εὗρεν δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα ὀνόματι Αἰνέαν ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ |
μεγάλην ὑπὲρ ἄνθρωπον Πυθαγόρα , χαῖρε . τοὺς δὲ παρόντας περιδεεῖς γενέσθαι . ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ | Ἰουδαίων , καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς . καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ |
ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί | τῇ ὁδῷ τοῦ Βαλαὰμ τοῦ Βοσόρ , ὃς μισθὸν ἀδικίας ἠγάπησεν ἔλεγξιν δὲ ἔσχεν ἰδίας παρανομίας : ὑποζύγιον ἄφωνον ἐν |
ἐλεύθεροι γὰρ κοὐδὲν ἠδικηκότες τῆς σῆς ἕκατι ζημίας [ ] θανούμεθα . [ ] πολλοῖσι δῆλον [ ὡς θεήλατον ] | ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ἕν σε ὑστερεῖ : |
. . . + * . Ἀμπλάκημα : ἁμάρτημα . δώομεν ἀμπλακίην ὡς καὶ πάρος εὐμενέοντες . Ἀπολλώνιος , . | , κυκλόθεν καὶ ἔσωθεν γέμουσιν ὀφθαλμῶν : καὶ ἀνάπαυσιν οὐκ ἔχουσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς λέγοντες , Ἅγιος ἅγιος ἅγιος κύριος |
ἔχουσιν : ἀλλ ' ἵληθ ' , ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ ἠδὲ χρύσεα δῶρα , τετυγμένα : φείδεο δ | τὸν ὄχλον ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσίν μοι καὶ οὐκ ἔχουσιν τί φάγωσιν : καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς |
τόδε ψυχὴν διέφθαρκ ' : οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρήιζω , φίλαι . ἐν ὧι γὰρ ἦν | συνεσταυρώθη , ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας , τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ : ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται |
Ὑφ ' ἡδονῆς τοι , φιλτάτη , διώκομαι τὸ κόσμιον μεθεῖσα σὺν τάχει μολεῖν : φέρω γὰρ ἡδονάς τε κἀνάπαυλαν | ἀγάπῃ . Τοῦτο οὖν λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν κυρίῳ , μηκέτι ὑμᾶς περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ ἔθνη περιπατεῖ ἐν ματαιότητι |
στέρξομεν καὶ οὐκ ἀποδιδόναι μᾶλλον ἢ δωρεῖσθαί σε νομιοῦμεν . πείσομεν δὲ καὶ τὸν ἐωνημένον μὴ βοηθεῖν τοῖς γεωργοῖς , | ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς |
εἴσω τοῦ θαλάμου παραγαγόντες αὐτὸν ἐντυχεῖν τῷ κάλλει τῆς νύμφης πείσομεν . ὦ καλή , ὦ χαρίεσσα : πρέπει γάρ | : ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος , ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα . λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι , ὁ λαλῶν σοι |
ἁπάντων . οὕτω καὶ τοὺς φονέας οἱ τῶν ἀπεσφαγμένων οἰκεῖοι τιμωροῦνται λόγοις μὲν τοῖς παρ ' ἑαυτῶν , ψήφῳ δὲ | πλῆθος . Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσιν μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα , Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσιν τὰ ἀμφότερα . |
τὰς ποικίλας βασάνους καὶ τιμωρίας . βιωτικαί εἰσι βάσανοι : τιμωροῦνται γὰρ οἱ μὲν ζημίαις , οἱ δὲ ὑστερήσεσιν , | αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν . Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , περιβεβλημένον νεφέλην , |
μὴ λέγε , ἀντιλογίαν δέ . Καθέζομαι , καθεδοῦμαι , καθεδοῦνται , καθεδούμενος . Υἱέος , υἱέι . υἱέα δὲ | σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι : ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασιν πορευθεὶς ἐκήρυξεν , ἀπειθήσασίν ποτε ὅτε ἀπεξεδέχετο ἡ |
. ἐὰν δὲ στυπτηρίαν καὶ ὀρίγανον λειώσας χρίσῃς , οὐ καθεδοῦνται . Εἰς τὰς ὁδοὺς κρέμασον φύλλα πλατάνου , καὶ | καὶ περιεβάλομεν ; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενοῦντα ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε ; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς |
κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἱκετεύω “ μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών , ὁ | πάσχα ἔθυον , λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ , Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα ; καὶ ἀποστέλλει |
δοῦσι τίνα λόγον ἐρῶ , Λάχης ; γενοῦ γάρ , ἱκετεύω [ ς ' ] ἐγώ ? ? οἴμοι , | τί ἔτι ὑστερῶ ; ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς , Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι , ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα . εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά |
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις | πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον . μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν , Ἰδοὺ ὁ νυμφίος , ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ . τότε |
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν , Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν , καλῶς ποιεῖτε : εἰ δὲ προσωπολημπτεῖτε , ἁμαρτίαν |
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . | οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραΰτητος , σκοπῶν σεαυτόν , μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς . Ἀλλήλων τὰ βάρη |
ὁδόν . δύναται δὲ πρὸς ἑαυτὴν λέγειν ἀντὶ τοῦ : ἄνεχε καὶ φέρε : ὦ Ὑμὴν Ὑμέναι ' : πρὸς | , καὶ λέγει αὐτοῖς , Γέγραπται , Ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται , ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ποιεῖτε σπήλαιον λῃστῶν |
] ἐκ Τρῳάδων Εὐριπίδου . Γ Κασάνδρα φησίν : “ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω | λέγων αὐτοῖς , Γέγραπται , Καὶ ἔσται ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς , ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν . |
: δυστυχέστερα : ἀνάγετ ' ἀνάγετε : ἀνεγείρετε , ἄνω ἄγετε , ἀναλαμβάνετε , ἀναβάλλεσθε , ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθε : | δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος , πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : |
ἀτυχίαις ἔλυσάς σου τὴν παρθενίαν , δέον ἐν εὐτυχίαις : ἄγετε τὸν ἁβρὸν δήποτ ' : τὸν ἐμὸν πόδα πρῴην | Στέφανον , ἄνδρα πλήρης πίστεως καὶ πνεύματος ἁγίου , καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ |