| υἱῷ αὐτῆς τῷ Τηλεγόνῳ ἀνελεῖν τοὺς ἀνθρώπους . πολυφάρμακος : φαρμακοῦργος . Αἰχμάζειν : πολεμεῖν , φέρειν , δορατίζειν , | ||
| υἱῷ αὐτῆς τῷ Τηλεγόνῳ ἀνελεῖν τοὺς ἀνθρώπους . πολυφάρμακος : φαρμακοῦργος . Αἰχμάζειν : πολεμεῖν , φέρειν , δορατίζειν , |
| , εἰ μὴ παραβληθείημεν τῇ Ἑλένῃ . ἥ γε μὴν νεολαία ἐστὶ κυρίως ὁ ἐκ νέων λαός . ὅτι δὲ | ||
| στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα γὰρ νεολαία καὶ ἡ τῶν Περσῶν ἡλικία καὶ νεότης ἐξαπόλωλε καὶ |
| . κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς | ||
| . . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη |
| , ἐπεὶ τὸ πλέον διὰ τῶν χειρῶν ἐνεργεῖται . καὶ παλαμήσασθαι τὸ τεχνάσασθαι . παλύνειν ἤτοι τρέφειν ἢ λευκαίνειν , | ||
| , ἀσθενής , ἄχειρος , ἄτεχνος , ὁ μὴ δυνάμενος παλαμήσασθαι , ὅ ἐστι τεχνάσασθαι : ὡς δ ' ὅτ |
| κυανέης ἰδέειν ὑποφαίνεται , ἀλλ ' ἄρα πᾶσα ἀργεννὴ χιόνεσσιν ἐπασσυτέραις κεκάλυπται : ὣς τότ ' ἀπειρεσίῃσι περιπληθὴς ἀγέλῃσι φαίνεται | ||
| κοῦφαι γὰρ ἀφαυροτέροισι κέλευθοι . τοῖσιν δ ' ὁρμιὴ μὲν ἐπασσυτέραις ἀραρυῖα θωμίγγων ξυνοχῇσι πολυστρεφέεσσι τέτυκται , ὅσσος τε πρότονος |
| , ὥστε ἔγνωστο πολεμεῖν Σύφακα μὲν ὁρμώμενον ἐπὶ τοὺς πολιορκοῦντας Ἰτύκην , Ἀσρούβαν δ ' ἐπὶ τὸ Σκι - πίωνος | ||
| τῶν Καρχηδονίων ἑκατέρους , κατέλαβον ἄμφω , Τύνητα πόλιν καὶ Ἰτύκην , ἣ μεγίστη Λιβύης ἐστὶ μετὰ Καρχηδόνα : ὅθεν |
| οι Στάφυλος [ ] τι ? ἀτιμᾶν [ ] ! αμε [ ] ος ᾔτει [ ] ν και [ | ||
| τῆς ] νυκτὸς ? ταύτης [ ] [ ] ! αμε ? ἐξου ! [ ] [ ] ! αασαμεν |
| τὸν Σαυνιτικὸν πόλεμον ὑπὲρ ἁπάσης Καμπανίας ἡ τῶν Ῥωμαίων πόλις ἀραμένη καὶ τρισὶ νικήσασα μάχαις τοὺς ἀντιταχθέντας ἐβούλετο μὲν ἁπάσας | ||
| ᾠκισμένη οὐκ ἀγαπᾷ , ἀλλ ' ἑτέρας ἰσομετρήτους ὑπὲρ αὑτὴν ἀραμένη φέρει ἄλλας ἐπ ' ἄλλαις . ὣς ἄρα ἐπώνυμον |
| τοιῷδ ' ἀπαμείβετο μύθῳ : ποιμὴν εἰροπόκων ὀίων , συρικτὰ Μενάλκα , οὔποκα νικασεῖς μ ' , οὐδ ' εἴ | ||
| νόμιον , ἐν ᾧ ἐστι : μακραὶ δρύες , ὦ Μενάλκα . Ἀριστόξενος δέ φησιν : ᾖδον αἱ ἀρχαῖαι καλύκην |
| δὲ εὑρεθῇ , διώκεται . ἐὰν μὲν οὖν εἰς τὴν ἄρκυν ἐμπίπτῃ , τὸν ἀρκυωρὸν ἀναλαβόντα τὸ προβόλιον προσιέναι καὶ | ||
| : τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν ὀλέθρου . ἄρκυν : ἕρκος , βρόχον , δίκτυον . Τεχνάζει : |
| συμβολὴν τῆς μάχης ὑπευλαβούμενος . Καταλαμβάνει δὲ Κότταν σπουδῇ πολλῇ αὐτόκλητος ὁ Τριάριος , καὶ Μιθριδάτου ὑποχωρήσαντος εἰς τὴν πόλιν | ||
| αἱμάτων ἄγος ἐπαίροντα . προσδρακεῖν ] λείπει ὁ καί . αὐτόκλητος ] αὐτὸς αὑτὸν καλέσας ἐπὶ τῶι μιᾶναι τὸν ναόν |
| τόπον . . . Ἀναία : παροξύνεται , οὐχ ὡς Λίλαια Ἱστίαια Κάρθαια . ἔστι δὲ Καρίας ἀντικρὺ Σάμου . | ||
| Στύμφαλος νʹ γʹʹ λϚʹ γʹʹ Κλείτωρ νʹ γʹʹ ιβʹʹ λϚʹ Λίλαια νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λϚʹ γʹʹ Μεγάλη Πόλις νʹ γοʹʹ |
| εἰς τὸ πηδάλιον καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ καθῆκεν καὶ ἔμεινε συρομένη ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦτο ἐκλήθη Σαρωνικὸν τὸ πέλαγος | ||
| δύσιν κατὰ τοῦ Ἀδριατικοῦ ἐστι πελάγους , ἥ τε Σαρωνικὴ συρομένη ἐστὶ πρὸς ἀνατολάς . Καὶ ταύτην τὴν Κορινθίαν Σαρωνίδα |
| : ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἤθροιστ ' , ἀρωγὴ δ ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν , αὐτοὶ δ ' | ||
| . αἰσχρῶς : τοῦ πατριάρχου . ἀρωγή . γρ . ἀρωγὴ : οὕτως . ἀνελευθέρου ψυχῆς . ἀνελευθερίου ψυχῆς . |
| κατ ' ἴχνιον , ἠύτ ' ἀῆται νήεσιν ἐσσυμένῃς ὑπὸ λαίφεσιν εἰς ἁλὸς οἶδμα ὄβριμον , ἢ θάμνοισι πυρὸς μένος | ||
| ἄλλους ἥρωας Μινύας . ἡ δ ' ἔσσυτο πολλὸν ἐπιπρό λαίφεσιν . ἐς δ ' ἔβαλον μύχατον ῥόον Ἠριδανοῖο , |
| ] ! ! [ ! ! ! ! ! ] δρακοντ ? [ ] [ ! ! ] φιδ ? | ||
| , εἰπών : παῖδες Ἀρίστωνος κλεινοῦ θεῖον γένος ἀνδρός . δρακοντ ? [ ] τηνου [ ] ὀργὴν ! [ |
| αὐτῶν ἐν Κεγχρειᾷ , ἢν ἄρα οἱ Ἀθηναῖοι ἐπὶ τὸν Κρομμυῶνα ἴωσιν , ἐβοήθουν κατὰ τάχος . καὶ Βάττος μὲν | ||
| , καὶ αἱρεῖ προσβαλὼν πρῶτον μὲν Σιδοῦντα , ἔπειτα δὲ Κρομμυῶνα . καὶ ἐν τούτοις τοῖς τείχεσι καταστήσας φρουροὺς τοὔμπαλιν |
| πολύκμητος χάδε γαῖα : τοῖος ἄρ ' ἐν πυρὶ κεῖτο λελασμένος ἰωχμοῖο Αἴας σὺν τεύχεσσι . Πολὺς δ ' ἐστείνετο | ||
| ὑπ ' Ἀχαιοῖς μέμβλεται , ἀλλ ' ἄρα καὶ σὺ λελασμένος υἷος ἑοῖο Δαρδάνου ἀντιθέοιο μέγ ' Ἀργείοισιν ἀρήγεις . |
| Ἰώνων , αὐτὴ δὲ γνωτή , ὀλολυγόνος οἶτον ἔχουσα , Βυβλὶς ἀποπρὸ Πυλῶν Καύνου ὠδύρατο νόστον . Ἡρῷσσαι , Λιβύων | ||
| μήλοις ὅμοιοι Ἔρωτες , τουτέστιν ἐρυθροί . Ὑετὶς δὲ καὶ Βυβλὶς κρῆναι Μιλήτου , ἔνθα καὶ ἱερὸν Ἀφροδίτης . ὁ |
| Ὄλυμπον . . Ἀξίου ] τοῦ Βαρδάρη ποταμοῦ . . Βόλβης θ ' ἕλειον ] Βόλβη ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , | ||
| δὲ τοῦ Ὀλυνθιακοῦ μνημεῖόν ἐστιν Ὀλύνθου , τοῦ Ἡρακλέους καὶ Βόλβης υἱοῦ . Κατὰ δὲ τὸν Ἀνθεστηριῶνα καὶ Ἐλαφηβολιῶνα λέγουσιν |
| . . † τῆς μεταξὺ Ἀταρνέως τε καὶ Περγάμου πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία . . . : ὑπονοεῖ | ||
| , ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος . ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ |
| ὡς Σιδήτης καὶ Πυλήτης , ὡς δειχθήσεται , ἀπὸ τοῦ Σίδη καὶ Πύλη . [ ὡς ] καὶ Ἄλβη , | ||
| δισύλλαβα διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κνίδη : Σίδη : χλίδη : Ἴδη : τὸ ὄρος τὸ Λήδη |
| , ἐπεὶ ἴδον ἄνδρα πεσόντα ἡγεμόν ' ἱππήων , ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος , | ||
| ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει , καὶ δὲ μετ ' Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι . Τὸν δὲ πεσόντ ' ἐλέησεν ἀρήϊος Ἀστεροπαῖος |
| ἔμελλεν : αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι , ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ δουράτεον μέγαν ἵππον , ὅθ ' εἵατο πάντες ἄριστοι Ἀργεῖοι | ||
| σκύφος ἔχαιρον δεχόμενος . Φαίδιμός τε ἐν πρώτῳ Ἡρακλείας : δουράτεον σκύφος εὐρὺ μελιζώροιο ποτοῖο . καὶ παρ ' Ὁμήρῳ |
| εἰ τὸ πᾶν ἔργον ἦν θεῶν . ἄλλως : ὅτι πέπρωτο δορυάλωτον γενομένην τὴν πόλιν ταύτην ἐμπυρισθῆναι , διὰ τοῦτό | ||
| ἠδ ' ἐπίθοντο , καί οἱ πεφραδέτην , ὅσα περ πέπρωτο γενέσθαι ἀμφὶ Κρόνῳ βασιλῆι καὶ υἱέι καρτεροθύμῳ : πέμψαν |
| . καὶ δὴ Παρθενίοιο ῥοὰς ἁλιμυρήεντος , πρηυτάτου ποταμοῦ , παρεμέτρεον , ᾧ ἔνι κούρη Λητωίς , ἄγρηθεν ὅτ ' | ||
| περικλαδέος πέσεν ὕλης φυλλοχόῳ ἐνὶ μηνί ὧς οἱ ἀπειρέσιοι ποταμοῦ παρεμέτρεον ὄχθας , κλαγγῇ μαιμώοντες . ὁ δ ' εὐτύκτῳ |
| ἐρυθρότερα διεσπασμένα περὶ δυσμάς , ἀνομβρίαν δηλοῦσι . καὶ γλαὺξ ᾄδουσα συνεχῶς ἐν νυκτί , καὶ κορώνη πρᾳέως ἐν ἡμέρᾳ | ||
| ματτομένων : Τῶν προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί |
| , καὶ κατασχὼν Κρητινίαν ὠνόμασεν . ἀναβὰς δὲ ἐπὶ τὸ Ἀταβύριον καλούμενον ὄρος ἐθεάσατο τὰς πέριξ νήσους , κατιδὼν δὲ | ||
| , ἐξ οὗ καὶ Ἀταβύριος Ζεύς . ἔστι καὶ Σικελίας Ἀταβύριον , ὡς Τίμαιος . κέκληται δὲ τὰ ὄρη ἀπό |
| ὁπλιτῶν ἓξ φοβούντων δισμυρίους καὶ πάντων μὲν ἐπ ' αὐτὸν ὁπλιζομένων , ἀμαχεὶ δὲ τοῦ πολέμου τεθέντος . ὢ τῶν | ||
| ἄλλων ἄλλο τι βοώντων καὶ περὶ τοῦ προκειμένου βουλευομένων , ὁπλιζομένων τε πάντων ὡς οἷόν τε ἦν , καὶ πρὸς |
| . καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ | ||
| . καὶ ἐκ τούτων δὲ ἐδηλώθη ὅτι [ ὁ ] ποδαγρός : ἀρκετὸν μὲν ἦν ἀπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ |
| τοῦ Μακεδόνος . Πύδνα ] τὸ Κίτρος . Ποτίδαια ] Κασάνδρεια . πολιορκούμενα ] ὑπὸ Φιλίππου . ἑνὶ τῷ πρώτῳ | ||
| ἡ πρότερον μὲν Ποτίδαια , Κορινθίων κτίσμα , ὕστερον δὲ Κασάνδρεια ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Κασάνδρου ἀναλαβόντος αὐτὴν ἀνατετραμμένην : |
| ἐναυβάρει , δέος παρασχὼν τοῖς συμπλέουσι , μὴ τὸ σκάφος ὑπέραντλον γένηται . κἀγὼ διὰ τοῦτο μετανέστην , ὕψει καὶ | ||
| φύσεως , οἶδε καὶ νόσου παῦλαν . ἐὰν δὲ φθάσαν ὑπέραντλον γένηται τὸ σῶμα , δύσεται εἰς τὸ εἱμαρμένον . |
| καὶ ποικίλαις . μετὰ τούτου δὲ Ἑσπερίδες ἐφύλαττον , Αἴγλη Ἐρύθεια Ἑσπερία Ἀρέθουσα . πορευόμενος οὖν ἐπὶ ποταμὸν Ἐχέδωρον ἧκε | ||
| νεώς . τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . † γενεᾷ Καβάρνους θῆκεν ἀβακλέας ὀργειῶνας . εἶπε |
| τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται . ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ | ||
| πλῆθος τῆς πόλεως εἰς πολλὰ μέρη τμηθὲν διεθρυλλεῖτό τε καὶ συνείχετο , οὐκ ἔχον ὅπου περισωθείη ἢ τὴν συμφορὰν διακρούσεται |
| φύλοπιν ὀτρύνουσα . Ὡς δ ' ὅτε κύματα μακρὰ δύω κλονέουσιν ἀῆται σμερδαλέον βρομέοντες ἀνὰ πλατὺ χεῦμα θαλάσσης ἔκποθεν ἀλλήλοισι | ||
| , ἠύτε κίρκοι φῦλα πελειάων ἠὲ μέγα πῶυ λέοντες ἀγρότεροι κλονέουσιν ἐνὶ σταθμοῖσι θορόντες : οὐδ ' ἄρα τις κείνων |
| ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ | ||
| ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ |
| , ἔθνος Σκυθικόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἰσθμός , ἡ Ἁλικαρνασσός , τῆς Καρίας πόλις . ὁ πολίτης Ἴσθμιος . | ||
| Ἅβρων φησί , καὶ Ἐφεσεύς , ὡς Ταρσός Ταρσεύς , Ἁλικαρνασσός Ἁλικαρνασσεύς . Ἐφύρα , πόλις Ἠπείρου , ἀπὸ Ἐφύρου |
| λάθεν ἐγγὺς ἐοῦσα : ἀλλ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀτυζόμενος δεδόνηται ἐς φόβον , οὐδ ' ἄρα μῆχος ἔχει μύραιναν | ||
| ἰοῦσα : πορευομένη . Ἀτυζόμενος : φοβούμενος , ταρασσόμενος . δεδόνηται : κεκίνηται , τετάρακται , φοβεῖται , δειλιᾷ , |
| εὐναῖς , ἐλπίδων δ ' ἡμάρτομεν . στείχωμεν ὡς τάχιστα ναυστάθμων πέλας . σώιζει γὰρ αὐτὸν ὅστις εὐτυχῆ θεῶν τίθησιν | ||
| νεώτερον . πῶς δ ' οὐ δέδρακας ; οὐ κτανόντε ναυστάθμων κατάσκοπον Δόλωνα σώιζομεν τάδε σκυλεύματ ' ; ἢ πᾶν |
| ἐν τῇ Ἰλίῳ τῇ πείρᾳ τοῦ Αἴαντος . ἄλλως : ἄκουσεν ἀντὶ τοῦ ἐπῄσθετο , ὅτι ἡ Σαλαμὶς φέρει ἄνδρας | ||
| καὶ οὐ προσηνῆ : “ ἀμείλικτον δ ' ὄπ ' ἄκουσεν . ” ἀμύμων ἀμώμητος . ὅταν δὲ εἴπῃ “ |
| φρένες ] αἱ . ἐμοῦ διάστροφοι ] διεστραμμέναι , παρηλλαγμέναι κεράστις ] κερασφόρος ὁρᾶτ ' ] βλέπετε ὀξυστόμῳ ] ὀξυτάτῳ | ||
| ἡ ἐμή . διάστροφοι ἦσαν ] διεστραμμέναι ἐγένοντο . . κεράστις ] ἤτοι κέρατα ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , |
| λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Κῶπαι ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ληʹ ιβʹʹ Ἁλίαρτος ναʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Πλαταιαί νβʹ | ||
| λέγουσιν . ἀπὸ δὲ Θεσπίας ἰόντι ἄνω πρὸς ἤπειρον ἔστιν Ἁλίαρτος . ὅστις δὲ Ἁλιάρτου γέγονε καὶ Κορωνείας οἰκιστής , |
| δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ . μὴ θραύσοι : ὁ ἐπιγινόμενος χρόνος τὸν ὄλβον αὐτῶν μὴ θραύοι , τοὐναντίον δὲ | ||
| , λύσις . Ὑπὸ διαῤῥοίης ἐχομένῳ μακρῆς ἀπὸ ταὐτομάτου ἔμετος ἐπιγινόμενος λύει τὴν διάῤῥοιαν . Ὑπὸ πλευρίτιδος , ἢ ὑπὸ |
| χειμῶνος παγείσας χιόνας λύουσα ἡ τοῦ ἔτους ὥρα παμμεγέθη τὸν χειμάρρουν εἰργάζετο . ἄπορος οὖν ἦν ἡ διάβασις τῷ στρατῷ | ||
| οὖν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν , „ τουτέστιν εἰς μέσον τὸν χειμάρρουν ποταμὸν τοῦ βίου , καὶ μὴ ἐπικλυσθεὶς ἐγκαταποθῇς , |
| , ἔμπροσθεν . μυρομένοιο : κλαίοντος , θρηνοῦντος : γράφεται τειρομένοιο : δαμαζομένου . Ἔρχεται : ἀκούεται . ἀμφὶ δέ | ||
| χέρεσσιν ἕλκεος ἐξείρυσσεν ἀναλθέος : ἐκ δέ οἱ αἷμα ἔσσυτο τειρομένοιο , πότμος δέ οἱ ἦτορ ἐδάμνα . Ἀσχαλόων δ |
| ταναὴν ὑπὲρ αἰθέρα Χείρων , σευάμενος πρὸς Ὄλυμπον , ἐπεὶ μάθεν ἄμβροτα δῶρα . ἀλλ ' ἤτοι κείνους μὲν ἀμώμητοι | ||
| μένειν χρειώ , πότε δ ' αὖτις ὀρούειν , καὶ μάθεν εἰσαΐειν κρατερῶν σύνθημα λοχαγῶν ; πολλάκι καὶ δῆριν ἀνδρῶν |
| οἷς ἂν πλησιάζῃ . καὶ τὰ σώματα αὐτῶν εἰς θάλασσαν ῥιφέντα οὐ καταδύουσιν ” . Θίβρος , πόλις [ Καρίας | ||
| δὲ τὴν Ἑκάβην θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν |
| , καὶ ὡς διὰ φιλίας πορευόμενοι δύο ἡμέρας ἀφίκοντο εἰς Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα , Σινωπέων ἄποικον , οὖσαν δ ' | ||
| εἶτ ' ἄλλη ἄκρα Ἰασόνιον καὶ ὁ Γενήτης , εἶτα Κοτύωρα πολίχνη ἐξ ἧς συνῳκίσθη ἡ Φαρνακία , εἶτ ' |
| , διότι θεοὺς ἐν αὐτῷ ἱκέτευον . . . . Ἀντρών : σημαίνει τὴν πόλιν : παρὰ † κοπτομένους λίθου | ||
| ἀντραῖος , ὡς Εὐριπίδης ἐν Αἰγεῖ , καὶ ἀντραία . Ἀντρών , πόλις Θετταλίας . . . . Ζηνόδοτος δὲ |
| . Πάφος , πόλις Κύπρου . οἱ πολῖται Πάφιοι . Πάχυνος , ἀκρωτήριον Σικελίας . τὸ ἐθνικὸν Παχύνιος . Πέδα | ||
| : εἰ δέ τι ὀξυτονηθῇ , ἐθνικὸν εὑρέθη : κίνδυνος Πάχυνος πίσυνος βόθυνος . τὸ μέντοι Βιθυνός καὶ Μαριανδυνός ἐθνικά |
| κοτίνοιο . αὐτίκα δ ' ἐγγύθι χῶρον ἑαδότα παπτήναντες , ἷζον ἑοὺς δίχα πάντας ἐνὶ ψαμάθοισιν ἑταίρους , οὐ δέμας | ||
| , λύον δ ' ὑψηχέας ἵππους , κὰδ δ ' ἷζον παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο μυρίοι : αὐτὰρ ὃ τοῖσι |
| . ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι * | ||
| σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία |
| βίου τέλος . ὕπνου γοῦν δεόμενος μετεωρίσας τὸ σῶμα καὶ ἀναπλεύσας ἐπ ' ἄκρον τὸ ὕδωρ , ὡς ὁρᾶσθαι πᾶς | ||
| τῆς Αἰγύπτου σατράπην συναγωνιζόμενον ἐν Ἰσσῷ τῆς Κιλικίας πεπτωκέναι . ἀναπλεύσας δ ' εἰς Μέμφιν τὸ μὲν πρῶτον πρὸ τῆς |
| : κυνηγὸς , κυνηγῶ : φορτηγὸς , φορτηγῶ : τὸ ἀρήγω οὐχ οὕτως ἔχον , τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν , τὸν | ||
| ἀρηγών : βοηθός : ἔστιν ὄνομα μετοχικόν : ἀπὸ τοῦ ἀρήγω ῥήματος ὄνομα θηλυκὸν ἡ ἀρηγών καὶ κλίνεται ἀρηγῶνος : |
| ] φιλόγελως : γήθω γὰρ τὸ χαίρω . θ οὐ φιλαγαθὴς ] ἀλλὰ μισητός . ἐτύμως ] ἀληθῶς . δακρυχέων | ||
| τὸ δὲ ἐτύμως πρὸς τὸ δαΐφρων καὶ οὐ πρὸς τὸ φιλαγαθὴς συντακτέον : ἀληθῶς γάρ ἐστιν ὁ γόος δαΐφρων . |
| φέρουσι τῷ ἀνθρώπῳ , κἢν αὐανθέωσιν , ἀπέθανεν ὥνθρωπος . Ἀγχοῦ δὲ τῆς ἐκφύσιος τῶν φλεβῶν σώματα τῇσι κοιλίῃσιν ἀμφιβεβήκασι | ||
| Ὀσφῦς : ἡ ζῶσις . Πρωτεῦ : ὄνομα κύριον . Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις |
| , δόρπον τε χαμεύνας τ ' ἀμφεπένοντο , τῇς ἔνι δαισάμενοι νύκτ ' ἄεσαν ὡς τὸ πάροιθεν . Ἦμος δ | ||
| , τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει . νῦν μὲν δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ ' ἰόντες , ἠῶθεν δὲ γέροντας ἐπὶ |
| βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον | ||
| χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ] |
| συνωμοσίαν ἐπήχθησαν ὡς ἀναστήσοντες ἐπὶ Ῥωμαίους τὴν Γαλατίαν . καὶ Λέντλος μὲν αὐτοῖς συνέπεμπεν ἐς Κατιλίναν Βουλτούρκιον , ἄνδρα Κροτωνιάτην | ||
| καὶ συμμάχους τῆς ἡγεμονίας ἀνηγόρευεν ἄκυρον δὲ τὸ δόγμα ἐποίησε Λέντλος ὁ ἐπικαλούμενος Σπινθήρ . οἱ δὲ Κρῆτες ἀπηλλάγησαν . |
| οὐ κακόν , μόνη δὲ καὶ ταύτῃ ἐναντία ἔσται ἡ ἀντιφάσκουσα πρὸς αὐτὴν ἡ λέγουσα τὸ ἀγαθὸν οὐκ ἀγαθόν . | ||
| εἶναι κυρίως οὖσα ἀπόφασις , τῇ δὲ ἀνάγκη μὴ εἶναι ἀντιφάσκουσα μὲν ἡ ἐνδέχεται εἶναι συντρέχουσα δὲ ἡ οὐκ ἐνδέχεται |
| ὀλωλότων . τυχασάμενον : στοχασάμενον . τηλοτέρω : μακροτέρω . τύρσις : Βακχεῖος ἐν αʹ φησὶ σκηνὴ ἢ πύργος ἢ | ||
| τοῖς Κυνηγετικοῖς νέον πέδον Ἡρακλῆος αὐτὴν τὴν Νεάπολιν λέγων . τύρσις δὲ τὸ τεῖχος , διότι παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς πρῶτον |
| πυρώδει καὶ φλογώδει θερμότητι γινομένης τῆς ἐκτήξεως . ἡ δὲ ἔκτηξις γίνεται τῆς νεοπαγοῦς σαρκὸς καὶ αὐτῆς τῆς σαρκός , | ||
| αἵματι κριμνώδη ἐκκρίνονται ἐν τοῖς οὔροις : ἀνώμαλός ἐστιν ἡ ἔκτηξις , ὅτι τὰ μὲν λεπτὰ ἐμφέρονται , τὰ δὲ |
| ' ἔσται σωτηρίας τε καὶ εὐδαιμονίας μεστὰ καὶ πάντων κακῶν ἀποφυγή : εἰ δὲ μή , μήτ ' ἐμὲ μήτ | ||
| καὶ διάνοια . καὶ ἀπάτητον πρᾶγμα . ἀναχώρησις : ἡ ἀποφυγή . Δημοσθένης ἐν τῷ παραπρεσβείας . αὐτομήνυτος : ὁ |
| , ὀφθαλμὸν οἴκων μὴ πανώλεθρον πεσεῖν . ἔμολε μὲν δίκα Πριαμίδαις χρόνῳ , βαρύδικος ποινά : ἔμολε δ ' ἐς | ||
| καὶ γῆ Τρωιάς , ὡς ἔρρεις μάτην . κἀγὼ μετέσχον Πριαμίδαις δυσπραξίας . πόσιν δ ' ἄθαπτον ἔλιπεν ἢ κρύπτει |
| νάκος ; εἰπέ , Κομάτα : οὐδὲ γὰρ Εὐμάρᾳ τῷ δεσπότᾳ ἦς τοι ἐνεύδειν . τὸ Κροκύλος μοι ἔδωκε , | ||
| ἐν μάχαις . τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν . ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ : τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . οἷον τῷ Ἀμφιαράῳ ὑπῆρξεν , |
| νεὼς ἐκπέμπειν , ὅθεν καὶ στόλος λέγεται ὁ πολλῶν νεῶν ἀπόπλους . καταχρηστικῶς δὲ ἀποστέλλειν λέγεται καὶ τὸ δι ' | ||
| προσγίγνεται καὶ ἀνάπαυλα πόνων τῶν παρόντων καὶ ἐς τὰ οἰκεῖα ἀπόπλους καὶ ἐς τὸ μέλλον εὔκλεια . οὕτω παροξύνας τοὺς |
| νύκτα ἐπελθούσης δυνάμεως ἀπὸ τῶν πόλεων , οὕτω τοῖς Μεσσηνίοις περιειστήκει πολιορκία . καὶ ἁλῶναι μὲν κατὰ κράτος τὸ τεῖχος | ||
| εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον , ἀνθρώπων δὲ πολὺ πλέον πλῆθος περιειστήκει βουλομένων προσιέναι , καὶ πολὺ πρότερον ἢ οἱ φίλοι |
| . . . . . . ξϚ μ γʹ : Στρατηγίας Σαργαραυσηνῆς Φίαρα . . . . . . . | ||
| . . . . . . ξη Ϛʹ λη γʹ Στρατηγίας Λαουϊνιανῆς πρὸς μὲν τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ Κόρνη . . |
| , τῆς Ἀλώρου δὲ ἑβδομήκοντα . ἔστι δ ' ἡ Ἄλωρος τὸ μυχαίτατον τοῦ Θερμαίου κόλπου : * λέγεται δὲ | ||
| Μήδειαν ὀνομασθείς . τὸ ἐθνικὸν Διζήριος καὶ Διζηρίτης , ὡς Ἄλωρος Ἀλωρίτης . Δίκαια , πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Δικαίου |
| ἀνεῖλεν ὁ Κάδμος : ὡς καὶ ἀνωτέρω [ ] Παλλάδος φραδαῖσι : κατήνυσας ἐφόνευσας : ἐν περιφράσει τὸν Κάδμον : | ||
| ὠλένας † δικὼν † βολαῖς : δίας ἀμάτορος † Παλλάδος φραδαῖσι † γαπετεῖς δικὼν ὀδόντας ἐς βαθυσπόρους γύας : ἔνθεν |
| σμικρὰν παρ ' ἔμοιγ ' ἔχει , στρέψαι θερμὰν ἀέλιον χρυσωπὸν ἕδραν ἀλλάξαντα δυστυχίαι βροτείωι θνατᾶς ἕνεκεν δίκας . φοβεροὶ | ||
| φάρμακα λυγρά . ταύτην τὴν βοτάνην Διὸς ὀφρύα πᾶς ὀνομάζει χρυσωπὸν στίλβει πανυπεύκυκλος ἀνθεμὶς ἁβρή . τῆς βοτάνης τὴν ῥίζαν |
| τεῖχος , καὶ μὴ κατὰ τὸ τῶν θεῶν . λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν : ἀντὶ τοῦ ἐμπυρισθῆναι . γλαυκοὶ δὲ δράκοντες | ||
| . ἐγειρομένων . ταῖς τὰς πόλεις πορθούσαις . . Λαῦρον ἀμπνεῦσαι καπνὸν ἀντὶ τοῦ ἐμπυρισθῆναι . σφοδρόν . ἀναπνεῦσαι ἐκ |
| εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν | ||
| εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν |
| τῆς Ἰνδικῆς εἰς Μυὸς ὅρμον : εἶθ ' ὑπέρθεσις εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καμήλοις ἐν διώρυγι τοῦ Νείλου κειμένην : | ||
| ἰατρόν , τούτους μὲν ἀνεῖλεν , αὐτὴν δὲ ἐξέπεμψεν εἰς Κοπτὸν τῆς Θηβαΐδος καὶ τὴν οἰκείαν ἀδελφὴν Ἀρσινόην ἔγημε καὶ |
| βασίλεια ἐποιοῦντο . . κένανδρον ] ἀνδρῶν ἔρημον . . ἀντίδουπον ] ἀντηχὲς ἐν τῷ θρήνῳ . ἔσσεται ] ἢ | ||
| μέγ ' ἄστυ Σουσίδος : καὶ τὸ Κισσίων πόλισμ ' ἀντίδουπον ᾄσεται , ὀᾶ , τοῦτ ' ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος |
| δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] κλῖμαξ . Ξ πυργῶτις ] ὑψηλὴ δίκην πύργου . πυργῶτις ] μεγάλη . | ||
| ' ἄστυ , ποτὶ [ πτόλιν ] δ ' ὁρκάνα πυργῶτις , πρὸς ἀνδρὸς δ ' ἀνὴρ δόρει καίνεται : |
| οἱ φίλον ἦτορ . παρὰ δὲ τὸ μῶ μαίω , μαιομένη κευθμῶνα , γίνεται . Μαργαίνειν . καὶ μάργος , | ||
| γένηται . ” ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές , μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' |
| τοῖς νώτοις καλὴ παρθένος ἐπεκάθητο , ἐπὶ Κρήτην τῷ ταύρῳ πλέουσα . ἐκόμα πολλοῖς ἄνθεσιν ὁ λειμών : δένδρων αὐτοῖς | ||
| πολλῶν καὶ ἀνδρῶν , ὅσοι Πυγμαλίωνος τυραννίδα ἔφευγον , ἀφικνεῖται πλέουσα Λιβύης ἔνθα νῦν ἐστιν Καρχηδών . ἐξωθούμενοι δ ' |
| τὸν Ἀκροκόρινθον ναός ἐστιν Ἀφροδίτης : ἀγάλματα δὲ αὐτή τε ὡπλισμένη καὶ Ἥλιος καὶ Ἔρως ἔχων τόξον . τὴν δὲ | ||
| καὶ ὅτι πολλὴ στρατιὰ καὶ αὐτὴ τεταγμένη τε καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένη ἐκβαίνουσιν αὐτοῖς ἐπιθήσεσθαι ἔμελλεν : οἵ τε ἵπποι οὐκ |
| αὐτὸν ὁμῶς Μόψον τε δαήμονα μαντοσυνάων πλαγχθέντας Λιβύης ἐπὶ πείρασι δῃωθῆναι . ὣς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μὴ πιστὸν ἐπαυρεῖν , | ||
| Εὐβοίας . ὑπότροπος : ὑποστρέψας . δῃωθῆναι : καινότερον νῦν δῃωθῆναι τὸ φθαρῆναι . ἑξῆς δὲ ὁ ποιητὴς ὡς δυσφορῶν |
| ” ἄμβατος εὐεπίβατος : “ ἄμβατός ἐστι πόλις . ” ἁμαξιτός ἁμάξαις διαπορευτὴ ὁδός . ἀμφιχυθείς περιχυθείς , περιπλακείς . | ||
| βάρβιτος δήριτος Λήϊτος ἄρκιτος . τὰ δὲ θηλυκὰ ὀξύνεται : ἁμαξιτός ἀτραπιτός Λυχνιτός [ δηριτός ] . Τὰ εἰς ΤΟΣ |
| Α ἢ Υ παραληγόμενα εἰ μὴ κύρια εἴη ὀξύνεται : στοναχή ταραχή ἰαχή ἀμυχή διδαχή . τὸ δὲ μαλάχη βαρύνεται | ||
| Α ἢ Υ παραληγόμενα εἰ μὴ κύρια εἴη ὀξύνεται : στοναχή ταραχή ἰαχή ἀμυχή διδαχή . τὸ δὲ μαλάχη βαρύνεται |
| τοῦ μάσσαι ὠνόμασται . τὸ ἐθνικὸν Μασσαλιώτης καὶ Μασσαλιεύς καὶ Μασσαλία καὶ Μασσαλιῶτις γυνή . Μάσσακα , πόλις Ἰνδῶν . | ||
| οὕτως ἱστορεῖ δὲ τὴν κτίσιν . . . . . Μασσαλία : πόλις τῆς Λιγυστικῆς κατὰ τὴν Κελτικήν , ἄποικος |
| πρότερον Ἀψυνθίδα νῦν δὲ Κορπιλικὴν λεγομένην , ἡ δὲ τῶν Κικόνων ἐφεξῆς πρὸς δύσιν . . Τετραχωρῖται , οἱ Βεσσοί | ||
| τὸ ἔκπωμα , εἰ μέγα ἦν , ἐκ τῆς τῶν Κικόνων λείας . τί οὖν ἔχομεν λέγειν περὶ τοῦ Νέστορος |
| μελλόντων δ ' ἀριστο - ποιεῖσθαι , τὸ μὲν πρῶτον πάταγος ἐξηχεῖτο πολύς , ἅτε τοσούτων ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ ὑποζυγίων | ||
| ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον . πάταγος ] θόρυβος . πάταγος ] |
| [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' | ||
| σφι κιχήμεναι αἴσιμον ἦεν : τῶν δέ θ ' ὑπὸ ἰαχῆς ἐφάνη λὶς ἠϋγένειος εἰς ὁδόν , αἶψα δὲ πάντας |
| τὰ δ ' ἐκ θεῶν του : πανταχῆι δ ' ὀλώλαμεν . τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω | ||
| ὄγκος καὶ δόμων εὐδοξία : ἡμεῖς δ ' ἀβούλως κἀκλεῶς ὀλώλαμεν . ἐπεὶ γὰρ ἡμᾶς ηὔνας ' Ἑκτόρεια χείρ , |
| ” ἀνάρσιοι πολέμιοι , ἀπὸ τοῦ συνηρμόσθαι τοῖς ἤθεσιν . ἄνεῳ ἐκπεπληγμένοι , καὶ οἷον ἀνώϊοι , ἄφωνοι δι ' | ||
| ἀνώϊοι , ἄφωνοι δι ' ἔκπληξιν : “ τίπτ ' ἄνεῳ ἐγένεσθε ; ” ἀνέσαιμι ἀναπείσαιμι , ἐποτρύναιμι , προτρεψαίμην |
| ἀπὸ νόσφιν ἐόντος ἀνηρείψαντο κιόντες . Καί μ ' ἄμοτον μεμαυῖαν ὀιζυρῶς ἀπολέσθαι ἢ βρόχῳ ἀργαλέῳ ἢ καὶ ξίφεϊ στονόεντι | ||
| καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω . ” ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην , βῆ δὲ κατ ' Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα |
| τε αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου ὑψίκομον ποτὶ φηγόν , ἐπεσσύμενον προϊδόντε αἰνὸν ὄφιν , πετάσαντα γένυν πλείην θανάτοιο . | ||
| δυσμενέων οἵ μιν φοβέοντο κιόντα . Ἠύτε κῦμ ' ἀλεγεινὸν ἐπεσσύμενον τρομέουσι ναῦται , ὅ τ ' ἐξ ἀνέμοιο διεγρόμενον |
| τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
| Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
| . ἐγγυᾶται δέ μου τὸν λόγον ἡ προφῆτις καὶ προφητοτόκος Ἄννα , ἧς μεταληφθὲν τοὔνομα καλεῖται χάρις . τὸν γὰρ | ||
| Ἄβολλα Ἀβολλαῖος , καὶ Ἀνθυλλίτης , διὰ τὸν τύπον . Ἄννα , πόλις τῆς Ἰουδαίας ὑπὲρ Ἱεριχοῦντα . τὸ ἐθνικὸν |
| τε Φάληρον Ἀγήνορά τ ' αἰολομήτην : Αἴνιος αὖτε Μίμαντα δαήμονα θηροσυνάων [ Νειλῴης ] προβλῆτος ἰδὼν ἐπιάλμενον ὄχθης [ | ||
| Κήρινθον ὑπότροπος , αἶσα γὰρ ἦεν αὐτὸν ὁμῶς Μόψον τε δαήμονα μαντοσυνάων πλαγχθέντας Λιβύης ἐπὶ πείρασι δῃωθῆναι . ὣς οὐκ |
| “ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ | ||
| ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἰρίον ἀμφὶς ἀνέλκει . ” ἀλῆτις οἷον δικαία παραλαμβάνειν τὸν σταθμὸν καὶ παραδιδόναι . ἀλίφατι |
| μέχρι Κάστρου παράπλουν ἔχον σταδίων ὀκτακοσίων . πόλεις δ ' Ἀγκὼν μὲν Ἑλληνίς , Συρακουσίων κτίσμα τῶν φυγόντων τὴν Διονυσίου | ||
| διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρᾳ α Ϛʹ . Ὁ δὲ Ἀγκὼν ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιε γʹ , καὶ |
| , ὧν Εὔβοια , Ἄνδρος , Τῆνος , Μύκονος , Ἰκαρία , Σάμος , Μυκάλη : ἡ δὲ Εὐρώπη ἀπὸ | ||
| : Κῶ περίμετρος στάδια φνʹ : Σάμου στάδια χλʹ . Ἰκαρία δὲ ἐστὶ μακρὰ , τραχεῖα , μῆκος σταδίων τʹ |
| ὕπο δὴ κεῖσθαι δρέπανον : [ ἡ ] νῆσος ἡ Κέρκυρα : αὕτη πρότερον Σχερία ἐκαλεῖτο . ἀποδίδωσι δὲ τὴν | ||
| τοιαύτη . Ἐπίδαμνος ἦν πόλις Κερκυραίων ἄποικος , ἡ δὲ Κέρκυρα Κορινθίων . πλημμελούμενοι οὖν κατ ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν |
| κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς | ||
| τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε |
| μακάρεσσι θεοῖσιν : ὣς δὲ Κλυταιμήστρη προλιποῦς ' Ἀγαμέμνονα δῖον Αἰγίσθωι παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον ' ἀκοίτην : ὣς δ | ||
| , χάριτα τιθεμένη πόσει : τεκοῦσα δ ' ἄλλους παῖδας Αἰγίσθωι πάρα πάρεργ ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί |
| † , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ | ||
| δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι |
| ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ | ||
| γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ |