δὲ σπείρης μεγάλας ἐπιμαίεο Χηλάς : ἀλλ ' αἱ μὲν φαέων ἐπιμεμφέες οὐδὲν ἀγαυαί . Ἐξόπιθεν δ ' Ἑλίκης φέρεται
σώμασιν ὦχρον , ῥύσαι ' ὑδρηλὴν νοῦσον ἐπεσσυμένην , καὶ φαέων ἀμβλεῖα ἄφαρ λάμψειεν ὀπωπή τῷ καὶ ἀρχομένης οὐκ ἀλέγοι
8538485 νοτεων
χολόεντας ἀπήρυγε νηδύος ὄγκους ὠχραίνων δέμας ἀμφίς : ὁ δὲ νοτέων περὶ γυίοις ψυχρότερος νιφετοῖο βολῆς περιχεύεται ἱδρώς . χροιὴν
δόσις αἰεί ] ἀεί φαέων ] τῶν ὀμμάτων ἐκ φαέων νοτέων ] ἐκ βλεφάρων νοτερῶν καὶ καθύγρων γινομένων τὸ νοτέων
7403375 εἱλειται
' ἔχει κεράων σκαιὸς πόρος , ὅστ ' ἐπὶ δισσὴν εἱλεῖται στροφάλιγγα , βιοῦ κεράεσσιν ἐοικώς . τοῦ καὶ πρὸς
τῇ ἀστραπῇ τῶν ὅπλων : κατόπιν δὲ αὐτοῦ ζάλη ἀνέμου εἱλεῖται πομπὸς τοῦ εἰδώλου . ἐπιλείψει με ἡ φωνή ,
7369035 ὀπωπαι
οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι
, δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν
7356536 λεπταλεοι
παρασταίης τετληόσιν , οἳ δ ' ἐνὶ σηκῷ ἀμφί σε λεπταλέοι γοερὸν περιμηκήσωνται ; Τῶν μὲν ἀκηχεμένας ἐπιτέλλεο μητέρας αἶψα
κεραῖαι : ἄρκιον , ὡς ἐλάφοιο , τέρεν στόμα , λεπταλέοι τε ἐντὸς ἐρηρέδαται γαλακόχροες ἀμφὶς ὀδόντες : αἴγλην παμφανόωσαν
7347874 ἀμοιβηδις
: παρὰ τὸ † ἀμορμεύειν πορεύεσθαι . . . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει
. . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει δὲ τὸ ἐνηλλαγμένως , τὸ δὲ ἐπαμοιβός
7326865 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
7284054 χιμετλα
σύρεται εἰς Σκυθίην τε καὶ ἐς Μαιώτιδα λίμνην . ? χίμετλα τὰ ἀποκαύματα τὰ γινόμενα ἐν τοῖς ποσίν , ὃ
ἥν φασι τοσοῦτον εἶναι ψυχρὰν ὡς τοὺς περὶ αὐτὴν οἰκοῦντας χίμετλα ποιεῖν ἐν τοῖς ποσίν , ἅπερ εἰσὶ τὰ λεγόμενα
7276553 μετωπων
φάτο : τοὶ δ ' ἔσχοντο πονεύμενοι . Ἐκ δὲ μετώπων χερσὶν ἄδην μόρξαντο κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα : κύσσαν δ
κεράτων : ἦν δ ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες , ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν . Ἁ δ '
7272808 ἀναδρομαι
τι ἐπεπόνθει καὶ ὁ Νουμηνίου υἱός . Ἐξ ὀσφύος ἀλγήματος ἀναδρομαὶ ἐς καρδίην , πυρετώδεες , φρικώδεες , ἀνεμέουσαι ὑδατώδεα
ἔτι τε ληθάργους καὶ δυσαισθησίας , ποιαί τινες συστάσεις καὶ ἀναδρομαὶ τῆς φλεγματώδους οὐσίας . συνεπιμίγνυνταί γε μὴν τὸ πλέον
7248296 ζυγια
πυκνότητα ἔχει . πυκνὸν δὲ καὶ ἡ σφένδαμνος καὶ ἡ ζυγία καὶ ὅλως πάντα τὰ οὖλα : καὶ ἡ ἐλάα
μετὰ τρυγητὸν καὶ Ἀρκτοῦρον , οἷον ἀρία πτελέα σφένδαμνος μελία ζυγία ὀξύα φίλυρα φηγός τε καὶ ὅλως ὅσα κατορύττεται :
7247930 ὑποχολα
δύσιας νότια καὶ ὑέτια ἦν . Μειράκιον , μυξώδεα , ὑπόχολα , πέπονα , γλίσχρα , συχνὰ διαχωρήματα : πῦρ
καὶ βὴξ , καὶ ὑποχωρήματα πουλλὰ , ὑδατώδεα , καὶ ὑπόχολα . Ὁ πυρετὸς ἐδόκει λῆξαι περὶ ἑβδόμην : ἡ
7240505 βαλοις
μαστάζειν γενύεσσιν , ἀμελγόμενος δ ' ἀπὸ χυλόν τύμμασιν ἡμίβρωτα βάλοις ἔπι λύματα δαιτός ὄφρα δύην καὶ κῆρα κατασπέρχουσαν ἀλύξῃς
τερεβινθίνης # δ . εἰ δὲ # δ τοῦ κηροῦ βάλοις καὶ ῥητίνης # α , ἔσται πρὸς τὰ μὴ
7229826 ἐβραχεν
ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
. ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε .
7217356 δειρη
, ὑψικάρηνον , πιαλέον νώτοις καὶ λεπταλέον κώλοισιν : οὐτιδανὴ δειρὴ καὶ βαιοτάτη πάλιν οὐρή : τετράδυμοι ῥῖνες , πίσυρες
βαιὰ δ ' ὕπερθεν οὔατα λεπταλέοισι περιστέλλοιθ ' ὑμένεσσι : δειρὴ μηκεδανή , καὶ στήθεα νέρθε κραταιά , εὐρέα :
7216628 βρυχη
βιάζων , κατεπείγων , σπεύδων . Βρύχει : βοᾷ . βρυχή : βοή ἀπὸ τοῦ βρύχω : λείπει τοῦ βοός
ὀξὺ κελεύων βουτύπος , ὀτρηρῇσιν ἐπισπέρχων ὀδύνῃσι : πάντῃ δὲ βρυχή , πάντῃ δέ οἱ ἅλματα χηλῆς εἱλεῖται : τοίη
7212762 ἐμπελασειε
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ
7211681 ἠλιθα
ἤδη : ἀλλ ' Ὕδρη , κέχυται γὰρ ἐν οὐρανῷ ἤλιθα πολλή , οὐρῆς ἂν δεύοιτο . Μόνην δ '
ὑπὸ κόπρῳ , ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ ' ἤλιθα πολλή : αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλέσθαι ἄνωγον ,
7198092 πλευριτιδες
καὶ πάνυ εὐθεράπευτος οὐ γίνεται . Εἰσὶ δὲ καὶ ξηραὶ πλευρίτιδες ἄπτυστοι , χαλεπαὶ δὲ αὗται : αἱ δὲ κρίσιες
μανικὰ , καὶ τὰ μελαγχολικά . Τοῦ δὲ χειμῶνος , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι , κόρυζαι , βράγχοι , βῆχες ,
7169070 οὐρανι
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν
7167670 ἀλεγοι
Βουκαῖος : † Μένανδρος , οἷον : βουκαῖός τ ' ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος : καὶ Θεόκριτος : ἐργατίνα βουκαῖε .
: σὲ δ ' ἂν πολύεργος ἀροτρεύς βουκαῖός τ ' ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος , εὖτε καθ ' ὕλην ἢ καὶ
7164654 πυκιναι
αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ ' αἰζηῶν : ὣς ὑπὸ Τυδεΐδῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες Τρώων , οὐδ ' ἄρα μιν μίμνον
' ὅτ ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον , πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται . ὣς τὴν ἂμ πέλαγος
7144222 μιγδην
παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω
] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ ποτόν μίγδην ] μεμιγμένως ῥεῖα ] εὐκόλως γλυκύν ] οἶνον γλυκύν
7128681 οἰνωπα
ξανθά , ἐφεξῆς δὲ ὑπέρυθρά τε καὶ ἐρυθρά , εἶτα οἰνωπά τε καὶ κυανά , χλωρά τε ἐπὶ τούτοις καὶ
φασὶ τῶν πυρετῶν τὰς ἀφορμὰς λαμβάνειν . τά γε μὴν οἰνωπά τε καὶ κυανὰ καὶ χλωρά , ἢδη μὲν ἐπ
7125469 ὀφελλεται
. ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται
. θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται ] αὐξάνεται . θ
7125382 πυκινοι
οἰδέει πνεύματοϲ πρήϲει : ὑποχόνδρια ἀνεϲπαϲμένα : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκινοί , πιεζεύμενοι : ἰϲχνὰ ϲκέλεα : κἢν ὑπερταθῇ τάδε
. ϲφυγμοὶ ὡϲ ἐπίπαν ϲμικροί , νωθροί , ἀδρανέεϲ , πυκινοί , ἴκελοι τῷ ψύχεϊ . λόγοϲ ὅτι τῶν τοιῶνδέ
7122819 ἀνιαι
ἐρατὸν σθένος ἐν κονίῃσι : τοὔνεκά οἱ κραδίην ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος .
καὶ εὐκομόωντα κάρηνα τύμματ ' ἀπαλθαίνοντο , κατηπιόωντο δ ' ἀνῖαι . Ἀμφὶ δὲ τοξοσύνης Τεῦκρος καὶ Ὀιλέος υἱὸς ἕστασαν
7120389 θρισσαι
λεγόμεναι χαλκίδες καὶ οἱ τράγοι καὶ αἱ ῥαφίδες καὶ αἱ θρίσσαι ἀχυρώδεις καὶ ἀλιπεῖς καὶ ἄχυλοι . Ἐπίχαρμος δ '
ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , ῥίνης τεμάχη , σχαδόνες , βότρυες
7119145 βληστρισμος
. Τρίτῃ , δυσφόρως : διψώδης : ἀσώδης : πουλὺς βληστρισμός : ἀπορίη : παρέκρουσεν : ἄκρεα πελιδνὰ , καὶ
Ἑβδόμῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : δίψα πουλλή : βληστρισμός : περὶ δείλην , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ
7115462 μαλθασσει
ὅστις ἐστὶ δυσχερής , ἁλοὺς δὲ τοῖς ] ? κακοῖσι μαλθάσσει φρένας ? . ἐγὼ δέ γ ' ὅστις ]
κατασπᾷ , ἢν μὴ πολυχρόνια ᾖ , καὶ τὸ στόμα μαλθάσσει : μύρον ναρκίσσινον , κύμινον ὃ ἐσθίομεν , σμύρναν
7115364 σμαραγει
, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο
δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον
7109324 ἁψεα
. Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς
δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν :
7100734 ξυλωδη
γὰρ δὴ καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κορίαννον ὄντα μονόρριζα ξυλώδη τε τὴν ῥίζαν καὶ οὐ μακρὰν οὐδὲ τὰς λεπτὰς
ἐν τῇ τῶν περιεχόντων ἰσχύϊ : φαίνεται γὰρ τὰ μὲν ξυλώδη καθάπερ τὰ ἀνθικὰ τὰ δὲ πολυχίτωνα τὰ δ '
7096219 δινῃσιν
χλοεραῖς βοτάνῃσιν . Ὄφρα δ ' ὅ γ ' ἐν δίνῃσιν ἀναψύχεσκε θαλάσσης , στείχων ἔκ τ ' ὀλοοῖο πόνου
μεταπαύεται ἅλμης , πολλή τε πρόχυσις συμβάλλεται ἰλυόεσσα , ἑλκομένη δίνῃσιν ἀπὸ χθονός : ἔνθα νέμονται φορβὴν ἱμερτὴν γλυκερῇ θ
7094262 νιφετοιο
πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα
, καὶ παλάμην ἐδίηνε χυτὸς ῥόος ἐκ νεφελάων δίψιον ἐκ νιφετοῖο διάβροχον ἄνθος ἀέξων . Καὶ χθονίου γυάλοιο θεμείλια νέρθεν
7092485 βρομος
βαρβαρικόν . βριμοῦσθαι : τὸ μετά τινος ἀπειλῆς ἐκφοβεῖν . βρόμος : κυρίως ἦχος ἐπὶ ἀνέμου καὶ ἐπὶ πυρός :
μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων
7092186 στεινην
εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν
τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν
7080869 σπιλαδων
πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι
σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ ,
7077308 περιδεδρομεν
ὀλίγαις μηκωνίσι ῥάμνον ἐίσην ἐρσομένην , ἀργῆτι δ ' ἀεὶ περιδέδρομεν ἄνθῃ : τὴν ἤτοι φιλέταιριν ἐπίκλησιν καλέουσιν ἀνέρες οἳ
θαμινὰς καὶ νείκεα πυκνὰ ἑκόντες ἴσχουσιν , φήμη δὲ κακὴ περιδέδρομεν αὐτοὺς καί τε δικῶν μέγα πλῆθος , ὃ δὴ
7074150 τιδ
ἀνωμαλίας μὲν μοίρας τι η ιε , πλάτους δὲ μοίρας τιδ β κα . ἐπεῖχεν δὲ καὶ ἐν τῇ τῆς
διάστασις δοθεῖσά ἐστιν ἐκ τῶν κανόνων , ἔστιν γὰρ μοιρῶν τιδ κη : ἡ δὲ τῆς ἀκριβοῦς τῶν ἐκ τῆς
7072961 θολερα
ἐγγύθεν λαμβανομένης , ἂν δ ' ἄπωθεν , τὰ μὲν θολερὰ καὶ γεώδη περιρρεῖ καὶ ὑποπίπτει , τὸ δ '
. Οὖρα δὲ λευκὰ καὶ λεπτὰ , ἢ παχέα καὶ θολερὰ , ἢ ἐρυθρὰ , ὡς ἐπὶ τὸ πολύ .
7072011 Κοκκοϲ
τῶν θερμαινόντων , εἴ τιϲ ἔξωθεν αὐτῷ χρῆϲθαι βούλοιτο . Κόκκοϲ Κνίδιοϲ . Καθαίρει μὲν καὶ αὐτόϲ : δριμείαϲ δέ
Ὑποκυϲτίϲ σδ Κιϲθὸϲ ἢ λήδων σε Κιϲϲόϲ σϚ Κνῆκοϲ σζ Κόκκοϲ κνίδιοϲ ση Κόκκοϲ βαφική σθ Κοκκυμηλέαϲ ὁ καρπόϲ Κοκκύμηλον
7070573 λαγονες
ἰδεῖν καὶ ἀποστάζοντα λιβάδας Ἀττικοῦ μέλιτος , οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι . καὶ νῦν μὲν ταῦτα πέμπομεν , [
γλαύκου προτομή , γόγγρου κεφαλή , βατράχου γαστήρ , θύννου λαγόνες , βατίδος νῶτον , κέστρας ὀσφύς , ψήττας κίσχος
7068793 ἐρυσιμου
, γεντιανῆς ἡ ῥίζα πάνυ , ἑλενίου ἡ ῥίζα , ἐρυσίμου σπέρμα , ἐρέβινθοι , ἐρέβινθος ἄγριος , εὐπατόριος ἡ
, νάρδου στάχυος Γρʹ γʹ , φύλλου Γρʹ γʹ , ἐρυσίμου Γρʹ Ϛʹ , πεπέρεως Γρʹ ιβʹ , μέλιτος #
7062144 χειμεριοι
, σκόπελοι , σπιλάδες , βράχη , χοιράδες , ἄκραι χειμέριοι , κατήνεμοι , ὀξεῖαι , σκληραί , περιπετεῖς ,
τῆι δ ἡμέραι Δημοκρίτωι Πλειάδες δύνουσιν ἅμα ἠοῖ : ἄνεμοι χειμέριοι ὡς τὰ πολλὰ καὶ ψύχη ἤδη καὶ πάχνη ἐπιπνεῖν
7054255 Ἀποφλεγματισμος
αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου
εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ
7048080 ὁμιχλη
τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου
θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς
7047325 Δευτερῃ
ἔτεκε θυγατέρα , καὶ τἄλλα πάντα κατὰ λόγον ἦλθεν . Δευτέρῃ μετὰ τόκον , ἔλαβε πυρετὸς ὀξύς : καρδίης πόνος
ἐκρίθη . Μέτωνα πῦρ ἔλαβεν : ὀσφύος βάρος ἐπώδυνον . Δευτέρῃ ὕδωρ πιόντι ὑπόσυχνον , ἀπὸ κοιλίης καλῶς διῆλθεν .
7044265 κληροισιν
. πρῶτα μὲν Ὠδονίηθε Μίδης ἅπερ Ἀσίδος ἀρχὴν λείπων ἐν κλήροισιν ἀνέτρεφεν Ἠμαθίοισιν , αἰὲν ἐς ἑξήκοντα πέριξ κομόωντα πετήλοις
τ ' Ἰωνιάδες Νύμφαι στέφος ἁγνὸν Ἴωνι Πισαίοις ποθέσασαι ἐνὶ κλήροισιν ὄρεξαν . ἤνυσε γὰρ χλούνηνδε μετεσσύμενος σκυλάκεσσιν , Ἀλφειῷ
7042751 ἀκηματα
. θεραπεύειν , θεραπεία . ἀκέσασθαι ἐξακέσασθαι , ἀκεστής , ἀκήματα ὡς Ὅμηρος καὶ πανακῆ φάρμακα , καὶ ἐξακούμενος .
χεῖρας ἀνασχεῖν . ” ἀκήματα ἰάματα : “ φάρμακ ' ἀκήματα ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων . ” καὶ μεταφορικῶς “ ἀκεσταί
7042426 κρανεια
φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας
φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου δείπνου γὰρ ὅστις ὑστερεῖ , τοῦτον
7040660 ὑδατεσσιν
φησὶ δὲ καὶ ὅτι συκέης ὁπότε στέλεχος βαθὺ κόπρῳ κακκρύψας ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ
μέν τ ' ἐρύγῃσι τὰ δ ' ἑψητοῖσι δαμασθείς ἀλθήσῃ ὑδάτεσσιν ὅτ ' ἰκμήνῃ δέμας ἱδρώς . καί κεν ὅγ
7037834 περιηγεες
τῷ Ἑρμῇ ταύτῃ διηκρίβωσεν εἰπών : Πέντε δέ οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηνται : αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο ,
, ἐν αἷς καὶ τὸ θύνον , σκοπεῖον λεγόμενον . περιηγέες : κυκλοτερεῖς . σαγῆναι : δίκτυα . Πέζας :
7032824 Ὑπνε
ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ . Ὕπν ' ὀδύνας ἀδαής , Ὕπνε δ ' ἀλγέων , εὐαὴς ἡμῖν ἔλθοις , εὐαίων
. Τὸν δ ' αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη : Ὕπνε τί ἢ δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς
7032792 δονει
τὴν εὐφρόνην ὅπως ἔσει . πάνυ γάρ τις ἔρως με δονεῖ τῶνδε τῶν σῶν βοστρύχων . ἄτοπος δ ' ἔγκειταί
κούραν κασίας ἀπὸ γᾶς ἁγίας ἁλίας Συρίας ὀσμὴ σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου , μάρου , σμύρνης , καλάμου , στύρακος
7026254 νωτοιο
καὶ οὐδετέρως ποτὲ καλεῖ σφαῖρον ἔην . οὐ γὰρ ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀίσσονται , οὐ πόδες , οὐ θοὰ
ὑπένερθε νηδύν , αἱ δ ' ἄρ ' ὕπερθεν ὑπὲρ νώτοιο νέμονται , ἄλλαι δ ' ἐκ λοφιῆς , αἱ
7024671 κεκαυμεναι
κυνόγλωσσον , κρέας βοός , αἰγός , κριθαί , ὄλυραι κεκαυμέναι , φώκης ἔλαιον , ἔριον πιναρὸν κεκαυμένον , ὄξος
ἐν χώραις ὅσαι νιφετώδεις | καὶ ψυχραὶ καὶ ὅσαι αὖ κεκαυμέναι ὑπὸ ἡλίου κατασκήπτουσιν , οἱ κατασκήψαντες ἐν θαύμασι ἀναφέρονται
7022841 ἰσχανοων
ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * ἰσχανόων : ἐπιθυμῶν ἐπὶ κτίλα δὲ μῆλα τὰ ἥμερα καὶ
ἠελίοιο θερειτάτη ἵσταται ἀκτίς , οὔρεα μαιμώσσων ἐπινίσσεται ὀκριόεντα αἵματος ἰσχανόων καὶ ἐπὶ κτίλα μῆλα δοκεύων , ἢ Σάου ἠὲ
7022619 τευχουσιν
βιότου τεύχουσι πρὸς οἴκους . ταῦτα δὲ καὶ δοιοῖς ἑτέροις τεύχουσιν ἐόντες ἀστέρες ἐν κέντροισιν , ὅς ' αὐτίκα δὴ
ποθεῖσαι , δηγμὸν ἐμποιοῦσιν πλαδόωντι ] καθύγρῳ δηγμόν ] δῆξιν τεύχουσιν τότε ] ποιοῦσιν ποτέ περὶ στόμα νείατα ] παρὰ
7022278 περδικιον
εἰς ἕψημα σαμψύχου ἐγ - κάθιζε . ἄλλο . βοτάνην περδίκιον καθεψήσας δι ' ἐλαίου κατάπλασσε τὰ περὶ τὴν κύστιν
καρπὸϲ ἀψινθίου ὁ χυλὸϲ βολβὸϲ καταπλαϲϲόμενοϲ ἐλλέβοροϲ ἑκάτεροϲ ἑλξίνη ἢ περδίκιον ἰτέαϲ ὁ ὀπὸϲ καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα κρίνου τὰ
7021519 Ἀδην
ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς βοήθειαν ἐν καιρῷ περιστάσεως . Ἄδην : τὸ ἅλις : Πλάτων πολλαχοῦ κέχρηται : ἢ
: ὣς τῆμος Πριάμοιο πάις περικωκύεσκε δυσμενέων ἐν χερσίν . Ἄδην δέ οἱ ἔκχυτο δάκρυ : ὡς δ ' ὁπότε
7020908 περιβοσκεται
ὅσα κατὰ τοὺς φυκιόεντας ἀγμούς , ὅ ἐστιν αἰγιαλούς , περιβόσκεται κνώδαλα , κωβιοὶ καὶ τὰ τοιαῦτα ὅσσα τε ]
, ὅσσα τε πετρήεντος ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης κνώδαλα φυκιόεντας ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς : ὧν τὰ μὲν ὠμὰ πάσαιτο , τὰ
7020621 ἀπαυστοις
χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . Ἐὰν μὲν
καὶ σιτίων ἀναλόγως τῇ κρατούσῃ κακοχυμίᾳ . δίψεσι δ ' ἀπαύστοις καταληφθέντας . . . ἐξ ὧνπερ καὶ ἀπέθανον .
7019043 συντασις
που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν δ ' ἄλλων ἕνεκα ὕπτιος ῥέγκει :
. πῶς δὲ καὶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα ; ὅτι ἡ σύντασις τῆς ψυχῆς ἀνίεται καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος λύεται
7015397 πλευμονων
' εὑρίσκω φίλα . οὐκ ἀπαλλάξηι , πρὶν εἴσω τόξα πλευμόνων λαβεῖν ; ὡς τί δὴ φεύγεις με σαυτοῦ γνωρίσαι
ζῆν † βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν
7013767 χαλκανθος
λιβανωτός , μίσυ , χαλβάνη , τρύξ , γλήχων , χάλκανθος , ὕδωρ ἀπ ' ἀρωμάτων . πίνεται δὲ πρὸς
τῷ μεγέθει τὰ σμηκτικὰ δαπανᾷ , ὡς χαλκὸς κεκαυμένος ἢ χάλκανθος ἅμα χορείᾳ χολῇ . ἄλλο δραστικώτερον . χαλκάνθου μέρος
7012886 μογεουσιν
κε τοῖσι καὶ Ἠέλιος συνέπηται , ἀσσοτέρω μαλεροῖο πυρὸς τέχνας μογέουσιν , χαλκὸν μαλθάσσοντες ἰδ ' ἠερόεντα μόλυβδον , ἄκμοσί
εἰς . Ναυτιλίης : πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες
7012523 Κραμβη
Κορίανον ἢ κόριον σιη Κορωνοπόδιον σιθ Κόϲτοϲ σκ Κοτυληδών σκα Κράμβη ἐδώδιμοϲ σκβ Κράμβη ἀγρία σκγ Κράμβη θαλαττία σκδ Κρῆθμον
, ὡς ἤδη τι καὶ τῆς καυστικῆς μετέχειν δυνάμεως . Κράμβη ἀγρία ξηροτέρα καὶ θερμοτέρα τῆς ἡμέρου τὴν κρᾶσίν ἐστιν
7011974 σπιλαδες
πάγοι αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν : “ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός
: αἱ κοιλάδες αἱ ὑπὸ τὰς πέτρας . σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος
7011799 οὐασι
τιν ' ἄλλον ὀίσσατο πορφύρουσα ἔμμεναι ἀνέρα τοῖον : ἐν οὔασι δ ' αἰὲν ὀρώρει αὐδή τε μῦθοί τε μελίφρονες
ἐκ κεφαλῆς ἕλκειν ὀδύνην : ἤδη δέ τιν ' ἀνδρῶν οὔασι δηθύνοντα καθήρας ὤπασεν αἶψα καὶ δὴ καὶ λεπτῆς ἐριήκοον
7006472 τυμμα
τὴν παραλήγουσαν τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς ,
τῶν ἀραχνῶν ἄκμητον , ἤτοι μὴ ἔχον κάματον καὶ ὀδύνην τύμμα ἐπιφέρει τῷ ἀνδρί . * ἄκμητον : ἄπρακτον μεταμώνιον
7003400 φασιολοι
καὶ ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , λιγυστικοῦ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα
, ὦχροι , λάθυροι , ἄρακοι . [ Πισσοί , φασίολοι , ] κύαμοι , λάθυροι , φακός , τυρός
7000841 Πολεμωνιον
τκδ Πιτυίδεϲ τκε Πίτυοϲ φλοιόϲ τκϚ Πλάτανοϲ τκζ Πολύγονον τκη Πολεμώνιον τκθ Πόλιον τλ Ποταμογείτων τλα Πολυπόδιον τλβ Πράϲιον τλγ
τινος ἀηδίας ἀρρήτου : διὰ ταῦτα οὐδὲ πολύχρηστόν ἐστιν . Πολεμώνιον λεπτομεροῦς δυνάμεώς ἐστι καὶ ξηραντικῆς . Πόλιον πικρὸν γευομένοις
6998269 βρυκοι
καὶ σταθμοῦ τι βάρος ἔμμορε ] μέριζε ἔμμορε ] τυγχανέτω βρύκοι ] ἐσθίοι φοινώδεα ] κόκκινον φοινώδεα ] φοινικοῦν σίδη
, κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ
6996666 Πεντεκαιδεκατῃ
οὖρον ἴσχετο : πόμα τὸ ἀπὸ τοῦ καλλιφύλλου ξυνήνεγκεν . Πεντεκαιδεκάτῃ , πάλιν τὸ ἄλγημα . Ἑκκαιδεκάτῃ , ἐς νύκτα
κατὰ ῥῖνα καὶ κατὰ φάρυγγα : καὶ οὖς ἀριστερόν . Πεντεκαιδεκάτῃ ἵδρωσε σὺν ῥίγει : οὐκ ἐκρίνετο πρὸ τοῦ ῥίγεος
6995447 κισηρις
μὲν νάρθηξ τὸ δὲ νυκτερὶς τὸ δὲ εὐνοῦχος τὸ δὲ κίσηρις . . . . : Κλεάρχου γρῖφος : αἶνός
' ἔτι ἕλξει δι ' αὑτῆς νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν
6993318 Κιϲθοϲ
λεπτομερέϲτερόν ἐϲτι τοῦ κοινοῦ καὶ διὰ τοῦτο καὶ διαφορητικόν . Κίϲθοϲ ἢ κίϲθαροϲ . Ϲτυπτικὸϲ ὁ θάμνοϲ ἐϲτὶν εἰϲ τοϲοῦτον
ῥώννυϲι καὶ τονοῖ μιγνυμένη τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ ἐπιθέμαϲιν ἢ ἀντιδότοιϲ . Κίϲθοϲ ἢ λήδων . Ἐν τοῖϲ θερμοτέροιϲ χωρίοιϲ οὗτοϲ ὁ
6993263 λοφιης
ὅτε καὶ πελάσειε παρ ' ᾐόσιν , αὐτίκα κοῦρος ἁψάμενος λοφιῆς διερῶν ἐπεβήσατο νώτων : αὐτὰρ ὅ γ ' ἀσπασίως
ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς μοῦνον ἔδειξεν :
6991292 τιφη
ἡ δὲ ὀλύρα μαλακώτερον καὶ ἀσθενέστερον τούτων . ἡ δὲ τίφη πάντων κουφότατον : καὶ γὰρ καὶ μονοκάλαμον καὶ λεπτοκάλαμον
γὰρ δὴ γυμνοσπέρματον ἡ κριθή . πολύλοπον δὲ καὶ ἡ τίφη καὶ ἡ ὀλύρα καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα καὶ μάλιστα
6986647 νιφας
: παρ ' οὗ καὶ νειφάλιος διὰ διφθόγγου , καὶ νιφὰς καὶ νιφετὸς διὰ τοῦ ι , ἀφ ' οὗ
τοῦ ῥήματος . ἰδοὺ γὰρ τὸ εἴρω ἶρις , νείφω νιφὰς , λείβω λιβὰς , καὶ τὰ ὅμοια . Πίδα
6986344 ἁλυσεων
. μετὰ δὲ ταῦτα παραρτήματα ἐκ τροπῶν παχέων συγκείμενα διὰ ἁλύσεων χαλκῶν κρεμάμενα . τριῶν δὲ ἱστῶν ὑπαρχόντων ἐξ ἑκάστου
λίθοι βαρεῖς κατάκεντροι ἀπὸ μαγγάνων ἄφνω χαλώμενοι διὰ σχοινίων ἤτοι ἁλύσεων καὶ πάλιν ἀνασπώμενοι δι ' ἑτέρων ἀντιβαρημάτων . Πρὸς
6982213 νυχμα
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα
6980397 κοπρανα
ἐπώδυνα εἶχεν : ἀπὸ δὲ κοιλίης βάλανον προσθεμένῳ , μέλανα κόπρανα διῆλθεν . Ἑκκαιδεκάτῃ , οὖρα λεπτὰ , εἶχεν ἐναιώρημα
παρέμενεν , οὐκ ἀφίστατο : ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ σμικρῷ κόπρανα λεπτὰ , οἷα ἄπεπτα , πολλὰ διῄει μετὰ πόνου
6980035 φραγμιτου
, ἰτέας ὀπός , καλαμίνθη , κάλαμος ἀρωματικός , καλάμου φραγμίτου φλοιὸς καυθείς , κασία ἱκανῶς , καρύων τὸ ἐδώδιμον
, ἐπίθυμον , μίνθη , καλαμίνθη , θύμα , καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς , κάρω , κασία , κέδροι
6976858 ἁλμη
τῶν ἑλκῶν . γάρος καὶ ἡ ἀπὸ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων ἅλμη πρὸς τὰ σηπεδονώδη τῶν ἑλκῶν ἁρμόττει . κενταύριον τὸ
αὐτοὺς ἀρκουμένους ταῖς τρίψεσιν : ὠφελεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ ἡ ἅλμη τῶν ταριχευτῶν ἰχθύων , ὡς εἴρηται ἐν τῷ αὐτῷ
6976488 τελεθοι
εὖ μίσγοιο βαλὼν κυανωπὸν ἀκάνθης θλάσπι τε σὺν τούτοις ἰσοβαρὲς τελέθοι , τόσσον δ ' ὑπερικοῦ , τόσσον δ '
φέρματι γᾶν πανώρῳ : πρόνομα δὲ βότ ' ἀγροῖς πολύγονα τελέθοι : τὸ πᾶν τ ' ἐκ δαιμόνων λάχοιεν .
6974195 Μαραθρον
δὲ καὶ πρὸς θηριοδήκτους , πινομένη τε καὶ περιαπτομένη . Μάραθρον βοτάνη ἐστι ἐδώδιμος , ξηραντικὴ καὶ θερμὴ ὑπάρχουσα τὴν
τῷ λιβανωτῷ δύναμιν , ὑπανειμένην δὲ καὶ ἠρέμα ϲτύφουϲαν . Μάραθρον θερμαίνει μὲν κατὰ τὴν τρίτην τάξιν , ξηραίνει δὲ
6972863 Μελαν
κυτίσου : παρομοία γὰρ αὕτη δοκεῖ τῇ ἐβένῳ εἶναι . Μέλαν δὲ σφόδρα καὶ πυκνὸν τὸ τῆς τερμίνθου : περὶ
καὶ ταῦτα οὕτως πάντων διακεκριμένων καὶ διακεχυμένων καὶ συμπαθῶν . Μέλαν ἦθος , θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες
6972246 λεκιθωδης
χολῆς ξανθῆς διαφοραὶ ἕξ : χολὴ ἡ στοιχειώδης καὶ ἡ λεκιθώδης καὶ ἰσατώδης καὶ πρασώδης καὶ ἰώδης καὶ ἡ ὠχρὰ
ὧν παρέρχεται . αὕτη δὲ ἡ ξανθὴ χολὴ παχυνομένη ἢ λεκιθώδης γίνεται ἢ ὀρώδης ὑγρότης συναναμίσγει καὶ ἴσχει ἐπιμιξίαν τῇ
6968954 ἐλαφοβοσκον
ἄσφαλτος , ἄνηθον , βάλσαμον , γίγαρτα , γιγγίδιον , ἐλαφόβοσκον , κάλαμος ἀρωματικός , λιβανωτοῦ φλοιὸς καὶ τὸ σπέρμα
, ἀμόργη , ἄνηθον , ἀρτεμισίαι ἀμφότεραι , βάλσαμον , ἐλαφόβοσκον , κρόκος , λιβανωτός , μαστίχη Χία , μέλι
6964613 ἀταλλε
ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι . τὸ μέντοι ἄταλλε δὲ κήτε ' ὑπ ' αὐτοῦ καὶ ὅσα τοιαῦτα
τότ ' ἐρχομένοιο γαληνιάασκε θάλασσα , κήτεα δ ' ἀμφὶς ἄταλλε Διὸς προπάροιθε ποδοῖιν , γηθόσυνος δ ' ὑπὲρ οἶδμα
6964422 δολιχων
Πεύθεο δ ' εἰναλίης χέλυος κρατέουσαν ἀρωγήν δάχματος εἶλαρ ἔμεν δολιχῶν ὅσα φῶτας ἀνιγρούς ἑρπετὰ σίνονται : τὸ δέ τοι
πῶς μὲν γάρ τε μάχαισιν ἀρήϊος ἔκλυεν ἵππος ἦχον ἐγερσίμοθον δολιχῶν πολεμήϊον αὐλῶν ; ἢ πῶς ἄντα δέδορκεν ἀκαρδαμύτοισιν ὀπωπαῖς
6963288 ἐπικεκλιται
ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης .
νῆις ἐὼν ἑτάροις ἅμα νήισινΑἶα δὲ Κολχίς Πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν ; ” Ὧς φάτο : τὸν δ '
6962990 συναγχη
βράγχος καὶ βραγχᾶν καὶ ἕλκωσις καὶ φλεγμονὴ καὶ κυνάγχη καὶ συνάγχη . καὶ μὴν καὶ γλῶττα , τὸ κάλλιστον τῶν
κάτω γένυος ἀπὸ τῆς ἄνω . περὶ δὲ τὸν τράχηλον συνάγχη , κυνάγχη , ἀγχόνη , ἔξωσις σπονδύλων , χοιράδες
6960823 φορβης
: σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς : ὣς τότ ' ἔπειτ ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον
καὶ μεταθέσει τῶν δύο συμφώνων , βρέφος : τὸ δεόμενον φορβῆς . Βράγχος , παρὰ τὴν μίμησιν τῆς γινομένης αὐτῷ
6960687 μυχοισι
ἐφέστια λέκτρα γυναικῶν : τῇσιν ἀεὶ πᾶν ἦμαρ ὑπὸ γλαφυροῖσι μυχοῖσι κίχλαι ναιετάουσιν , ἀλίγκιαι ἀρτιγάμοισι νύμφαις , ἃς οὐκ
, ὧν ὕπο γαῖαν ναίουσιν Γαράμαντες ἀπείριτοι : ἐν δὲ μυχοῖσι βόσκοντ ' ἠπείροιο πανύστατοι Αἰθιοπῆες , αὐτῷ ἐπ '
6960536 ἰχθυβοληες
καὶ βρύα λεπτὰ πολυστίοιο θαλάσσης . τοὺς ἁλὸς ἐξερύουσι δελαστρέες ἰχθυβολῆες , αὐτίκα δ ' ἀγρευθέντες ἐνὶ γρώνῃσιν ἔδυσαν μυοδόκοις
Αἰγαίου κῦμα περὶ Σκίαθον , δύσμορον ὀρθρινοί μιν ἐπεὶ νέκυν ἰχθυβολῆες , ξεῖνε , Τορωναίων εἵλκυσαν ἐς λιμένα . Καλλίστρατός
6958761 βυσσοθεν
ἤμειψε λάλος τρόπις , αὐτίκ ' ἄρ ' αἵ γε βυσσόθεν ἐρριζοῦντο , καὶ ἔμπεδον αἰὲν ἔμιμνον . Οὕτω γὰρ
ἅλα βορρῆς ἠὲ νότος : τὰ δὲ καὶ κεκρυμμένα φαίνει βυσσόθεν : ἐκ δ ' ἀνδρῶν πάντ ' ἐτίναξε νόον
6957107 βασα
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰωὰ ] † θρηνήματα οὐδετέρως ἐστί . κατ
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰή ἰή ] φεῦ . τρισκάλμοισιν ] ἐν
6951700 ὑδνα
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι
κατὰ πάντας τρόπους τῆς χρήσεως , κέγχρος , ἔλυμος , ὕδνα , κολοκύνθη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες
6947743 καιοντο
τις ἀνὰ φρένας : οἳ δ ' ἐνὶ μέσσῃ πυρκαϊῇ καίοντο λελασμένοι ἠριγενείης . Ἀμφὶ δὲ βουκόλοι ἄνδρες ἐθάμβεον ,
: ὃ δ ' ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν . καίοντο πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι , καίετο δὲ

Back