εἰς μαι πάντως εἰς τὸ ι καταλήγει , οἷον τύπτομαι τύπτῃ , τέτυμμαι τέτυψαι , χρυσοῦμαι χρυσοῖ , οὕτως οὗν
πάθος ὅμοιον ὂν , καὶ ὅταν τὴν θάλαττάν τις ῥάβδῳ τύπτῃ : φαίνεται γὰρ τὸ ὕδωρ ἀποστίλβον τῆς νυκτός :
7724111 Δυ
εἴητε , εἴηϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τυφθείην τυφθείηϲ τυφθείη Δυ . τυφθείητον τυφθειήτην Πληθ . τυφθείημεν τυφθείητε τυφθείηϲαν Μέϲου
. τύπτετε τυπτέτωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυφε τετυφέτω Δυ . τετύφετον τετυφέτων Πληθ . τετύφετε τετυφέτωϲαν Μέϲου παρακειμένου
7236847 ἀλασκω
. , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω : οἷον περὶ
γίνονται , οἷον γενειῶ γενειάσκω , γοῶ γοάσκω , ἀλῶ ἀλάσκω καὶ κατὰ παραγωγὴν ἀλασκάζω , † ἠλάσκαζον , βοῶ
7124227 δερω
τοῦ μὲν προτέρου ἐστὶν τὸ γυμνάζω σέβούλομαι γυμνάζειν ἐμαυτόν , δέρω σέβούλομαι δέρειν ἐμαυτόν : τοῦ δὲ δευτέρου ἐστὶ πλουτῶ
τῷ ἐπιφερομένῳ φωνήεντι συνάπτεται , οἷον ἄγω , φέρω , δέρω , χαίρω , Πλάτωνος , Θέωνος , πρόσοδος ,
7070012 στησω
, κἂν τὰ τῆς συντάξεως ἐλάνθανεν , ὡς ἐπὶ τοῦ στήσω καὶ ἔστησαἐὰν στήσω . . Πέμπτον ὅτι τὸ δώσω
ἅπαντα τῶν σοφιστικῶν προπαιδευμάτων . „ τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς Ἰσαάκ „ , ἵν ' ἑκατέρας ἀρετῆς τὸ
7069741 τυφθεις
μετοχῆς τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτις ἐστὶν ὁ τυφθεὶς καὶ κλίνεται τοῦ τυφθέντος τοῦτο παράγει , τρέπον τὸ
. Οὗτος γὰρ ὁ Ἀντισθένης Κυνικὸς ἦν φιλόσοφος ὅς , τυφθεὶς καὶ πληγεὶς τὸ πρόσωπον , λαβὼν χαρτίον καὶ ἐγγράψας
6953895 ἑσταως
ὀξεῖαν συνέρχονται , οἷον ζωός ζώς , Νηρηΐς Νηρῄς , ἑσταώς ἑστώς , βεβαώς βεβώς : οὕτως οὖν καὶ ποός
ἢ τοῦ η εἰς α . κατὰ δὲ τὸ ἕσταα ἑσταώς γίνεται καὶ δεδαώς ἐκ παρακειμένου τοῦ δέδαα , οὕτω
6933223 ἐτυφθη
ἐκποδὼν μεθίστασθαι , μὴ πειθόμενος παρὰ τοῦ ἡνιοχοῦντος τῷ πατρὶ ἐτύφθη : ὀργισθεὶς δὲ καὶ τὸν ἡνίοχον καὶ τὸν Λάϊον
τῷ : ὗς ἐν βορβόρῳ ὑλισπᾶται . Ὑφάντου πταίσματος ὑπήτης ἐτύφθη : ὅτι πολλάκις ἄλλοι μὲν πταίουσιν , ἄλλοι δὲ
6913180 ἀπαρτιζω
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε
6891881 ἀνοιγομενων
καρκίνῳ ἢ ὥστε τὸν μοχλὸν ὑπωθεῖσθαι ἐπικλειομένων τῶν πυλῶν καὶ ἀνοιγομένων : τὸν δὲ καρκίνον ἐσκευάσθαι , ὅπως ὑπὸ τὴν
νυκτὸς φέρειν τὰ λαμβανόμενα . νυκτὸς οὖν αὐτῷ τῶν πυλῶν ἀνοιγομένων , συνθέμενος Ἀννίβᾳ καὶ στρατιώτας λαβών , τοὺς μὲν
6878725 τιτρωσκω
τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιτρώσκω . . . . . τροφαλίς , . .
ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω : τιτρώσκω : τρῶ τρώω τρώσω τρώσκω , καὶ
6876287 τοιχωρυχος
δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν ” . τοιχωρύχος : ἰστέον ὅτι περὶ πολλοῦ ποιοῦνται τὴν ἀσφάλειαν οἱ
, τραπεζίτης . Παταικίων : ὄνομα κύριον , κλέπτης καὶ τοιχωρύχος . Πεδιακά : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Φιλίππου ἐπιτροπῆς
6866678 βλω
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
6864326 τυπτεται
τύπτομαι . παρεπιγραφή : συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ]
οὐ μὰ Δία νηί , οὐ γὰρ ἔτι τοῖς κύμασι τύπτεται , ἀλλὰ ἐν πολλῷ τῷ πεδίῳ λόφῳ τινὶ ἀνεστῶτι
6859212 πιπτω
Πταίω . πέτω , καὶ συγκοπῇ πτῶ , καὶ διπλασιασμὸς πίπτω . τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ
διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην . πίτυλος ὁ θόρυβος ἀπὸ τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων
6839673 βλησω
. . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον
. . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * .
6834798 παλλω
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον
6829832 Σικελικως
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών
6813812 φαυσκω
παράγωγον φαύω , ὁ μέλλων φαύσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φαύσκω καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πιφαύσκω . . , : πολυκαγκέα
μνήσω , μνήσκω : ἀρέσω , ἀρέσκω : φαύσω , φαύσκω , καὶ πιφαύσκω : βρώσω , βρώσκω , καὶ
6793821 πλησσων
κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ πλήσσων . . νῦν δ ' ἂν πολλὰ πάθῃσι φίλου
ὁ ὑπὸ οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων . . οἰστροπλήξ ὁ πλήσσων οἶστρος , οἰστρόπληξ δὲ
6788563 ἁζω
ἄγαν ὠγύγιος ἐγγύς . τὸ μέντοι ἁγνός καὶ ἅγιος τοῦ ἅζω ῥήματος τὴν δασεῖαν ἐφύλαξεν . Τὸ Α πρὸ τοῦ
: . . . ἐπὶ δὲ τοῦ σέβομαι δασύνεται : ἅζω . Τὸ Α πρὸ δασέως ψιλοῦται . σεσημείωται τὸ
6787061 βοα
κἀμπιπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας , κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . λήψει δ ' ἐν Ἅιδου κραπάταλον τριωβόλου καὶ
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας : κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης δ ' ἐν Ἀμφικτύοσι : ὡς καλοὶ
6783034 φασγανου
τὰ φύλλα , νήριον ἢ ῥοδοδάφνη καταπλασσομένη , ξανθίου ἢ φασγάνου ὁ καρπός , ξύρεως ἢ ξυρίδος ἡ ῥίζα καὶ
εἰδότα ξυνουσίας . ψυχαῖσι θερμὸν αἷμα προσράνας βόθρῳ , καὶ φασγάνου πρόβλημα , νερτέροις φόβον , πήλας ἀκούσει κεῖθι πεμφίδων
6781517 ἀναδιπλασιασμος
τέκανον καὶ συγκοπῇ τέκνον , οὕτω καὶ ὠκάνον : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς κάκανον , καὶ πλεονάσαντος τοῦ γ , κάγκανον .
δηλοῦν τὸ κοιλαίνω . κάβη τὸ ῥηματικὸν ὄνομα , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς κακάβη , καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ , κακκάβη ,
6766317 τυψαι
εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ
. τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν τύψαιτε τύψαιεν
6759424 διδημι
ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , οὕτως δίδημι δετὸς καὶ δετή , ἡ ἐκ δεδεμένων δᾴδων λαμπάς
ὀξύτονα ὄντα : οἷον , δετός : ἀπὸ γὰρ τοῦ δίδημι , ὃ δηλοῖ τὸ δεσμεύω : θετὸς ἀπὸ τοῦ
6736205 ἱσταμαι
τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι
; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν
6736110 ἠλασκω
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . ,
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν
6730750 βοαω
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω :
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν
6729296 ἱμαντος
δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος , ἀντλίας , ἱμονιᾶς , ἱμάντος , κάλου , σχοινίου , κάδου , τροχαλίας ,
: κυρίως ἐπὶ τοῦ ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως
6725923 τιλλω
ἀπρὶξ καὶ διόλου μάλα γόεδνα καὶ λίαν λυπηρῶς καὶ γοερῶς τίλλω καὶ κόπτω τὰς τρίχας τοῦ γενείου μου . ἄπριγδα
προηγεῖται κατὰ σύλληψιν ἀλλὰ κατὰ διάστασιν , οἷον πλήσσω , τίλλω , πανσέληνον , ἄλσος , θάλψαι , ἄρξαι ,
6725284 ὁριστικου
ἀορίστου βʹ , γίνεται δὲ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τοῦ ἰδίου ὁριστικοῦ τοῦ ἔτυπον , ἐκβολῇ τοῦ ε καὶ τροπῇ τοῦ
ὤφειλε γίνεσθαι καὶ παθητικὸς παρακείμενος εὐκτικός , πάντως ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ παθητικοῦ παρακειμένου ἔμελλε γενέσθαι : καὶ ἐπεὶ ὁ παθητικὸς
6722081 καλλωπιζω
κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ
. Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε
6718123 ἑτος
. ἄνετος : παρὰ τὸ ἵημι τὸ σημαῖνον τὸ πέμπω ἑτός καὶ ἄφετος καὶ ἄνετος . . . . ἀνέγναμψαν
ἐγένετο οὖν ἡ γενικὴ διὰ καθαροῦ τοῦ τος , οἷον ἑτός , οὐκ ἐφύλαττε τὸν χρόνον τῆς εὐθείας , ὅπερ
6716232 πλησσω
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην :
6710548 τετυφα
στῶτος : τὸ μὲν γὰρ τύπτω δισύλλαβον , τὸ δὲ τέτυφα τρισύλλαβον , ὁ δὲ ὑπερσυντέλικος ἐπεὶ κατὰ πολὺ παρῆλθε
ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφα : τὸ γὰρ τέτυφα τραπέντος τοῦ α εἰς ω καὶ καταβιβασθέντος τοῦ τόνου
6697319 μετοχικον
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν .
6689039 τιταινω
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
6686342 ὀδοντος
, μὴ ὄντα παρώνυμα , μή τε σύνθετα παρὰ τὴν ὀδόντος γενικὴν διὰ τοῦ ντ κλίνεται : ὁ δὲ λόγος
ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου , ὃ οὐχ ὁμοίως ὀξύ ἐστιν : ἔστι
6686200 σωληνος
ἁπλῶς ἐπὶ τοῖς ἐρίοις κατὰ τῆς ὑποτιθεμένης ἕδρας τοῦ ἀνοίκτου σωλῆνος : μάλιστα δὲ οὗτος ὁ τρόπος τῆς ἐπιδέσεως ἁρμόδιος
. καὶ μετὰ τὴν κατούλωσιν δὲ συμφέρει βραδῦναι τὴν τοῦ σωλῆνος ἔνθεσιν πρὸς ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν θεραπείαν . καὶ ἐν
6686054 τρωσῃ
* βρύξῃσιν : δάκῃ τρώσῃ , πλήξῃ τρώσῃ πλήξῃ καὶ τρώσῃ , δάκῃ * ἀεικέλιον : κάκιστον βαρέως , ἀλγεινῶς
κτεῖναί τινα φίλιον , πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησιν , τρώσῃ μέν , ἀποκτεῖναι δὲ ἀδυνατήσῃ , τὸν διανοηθέντα τε
6685191 γαζω
: γάγγαμον : δίκτυόν ἐστιν . ὡς * * * γάζω γάσω γάμος γάγγαμος καὶ γάγγαμον πλεονασμῷ τοῦ γ καὶ
. παρὰ τὸ γῶ ῥῆμα τὸ σημαῖνον τὸ λαμβάνω γίνεται γάζω . καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω σκεδασμός , κλύζω κλυσμὸς
6681402 ἱστημι
Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ
μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι
6681314 ἐνεργητικου
κύνες : ἔραμαι : ἀντὶ τοῦ ἐρῶ , παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ . οἰκείως δὲ τῇ μεσότητι ἐχρήσατο : Θεσσαλὸν ὅρπακ
] τὸν ὠνησάμενον . τὸν ἀγοράσαντα : τὸ παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ καὶ . . . μὲν ] σχῆμα ἀποθετικόν ταῦτα
6677729 ἀλεις
τοι εἰς ἄστυ ἄλεν . τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἡ μετοχὴ ἀλείς ἀλέντος . . . + . ἀλειπής : πηγὴ
τότε * πρέμνον : στέλεχος * ὀξύς : ταχύς * ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ
6672687 ἀγωγιμος
αἰτίαν ἔχοντι . γέγραφεν γὰρ ἐάν τις ἀποκτείνῃ Χαρίδημον , ἀγώγιμος ἔστω , ἐὰν δέ τις ἀφέληται ἢ πόλις ἢ
ἔφη , τὰς χιλίας δραχμάς , ἀπόληται , καὶ αὐτὸς ἀγώγιμος γένωμαι . συλλέξας δ ' , ἔφη , τὸν
6665967 Σχολαστικου
: Κἂν χωρίς σε κεφαλῆς ἐλθόντα ἴδω , εὐφρανθήσομαι . Σχολαστικοῦ υἱὸς ὑπὸ τοῦ πατρὸς εἰς πόλεμον ἐκπεμπόμενος ὑπέσχετο ἑνὸς
ἔλεγεν : Αἰδοῦμαι μικρὸν παιδίον εἰς τοσοῦτον ὄχλον ἐκφέρων . Σχολαστικοῦ παιδίον ἀπέθανεν . ἰδὼν οὖν πλῆθος λαοῦ συνελθὸν ἔλεγεν
6664525 τυψαντος
καὶ προσθέσει τοῦ σ , ἔτυψα τύψας , καὶ κλίνεται τύψαντος ὡς Αἴαντος , τὸ θηλυκὸν ἡ τύψασα , τὸ
ἡ τύψασα , τὸ οὐδέτερον τὸ τύψαν καὶ κλίνεται τοῦ τύψαντος . Ὁ τυπών ὀξύτονος μετοχὴ χρόνου ἀορίστου βʹ ,
6663466 Νυκτιμου
δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν Νυκτίμου τοῦ νεωτέρου . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν λαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος γίνεται κατακλυσμὸς
καὶ ἡ Ἴλιος καὶ ἡ Τροία μία πόλις γεγόνασι . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ κατακλυσμὸς ὡς ληροῦσι ,
6659554 καταπονω
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν
6659214 ἱημι
θητεύειν Εὐρυσθεῖ . Ἧλος . παρὰ τὸ ἥσω μέλλοντα . ἵημι ἥσω , ἧλος . Ἤϊα . τὰ εἰς ὁδὸν
τὰ γόνατα . Ὀϊστός . κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ο . ἵημι γὰρ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ ῥηματικὸν ἱστὸς ,
6656973 ἱμας
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην
6656909 τρω
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω ,
6654465 πετω
, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀμενηνὸς , ὡς τὸ πέτω πετεηνὸς καὶ πετεεινὸς , ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα :
. Ἄλλως ΚΑΙ ΕΠΙΤΝΟΝ ἉΛΩΗΝ . Τὸ πίτνω ἀπὸ τοῦ πέτω , πλεονασμῷ τοῦ νʹ : ἔστι δὲ καὶ πίτνω
6649411 ῥευσω
. . , . : γραῦς : παρὰ τὸ ῥέω ῥεύσω ῥεῦς , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς α ῥαῦς
εἰς τὴν ει δίφθογγον ἐϋρρεῖος . δύναται καὶ παρὰ τὸν ῥεύσω μέλλοντα ῥεὺς ἀποβολῇ τοῦ ω † ἐρρεύς † .
6643262 ῥυμου
οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ
' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε
6639514 προπαροξυτονον
τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν παροξύτονον , τὰ δὲ παθητικὰ τὸν προπαροξύτονον * ἢ τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν ὀξύτονον , τὰ
καὶ τὸ Ὀσίρειον : Ἀνούβειον : Τεχόσειον : Μενδίδειον δὲ προπαροξύτονον : ἐφύλαξεν γὰρ τὸ δ τῆς Μενδίδος γενικῆς :
6638507 Πληθ
αʹ Ἑν . τύψοιμι τύψοιϲ τύψοι Δυ . τύψοιτον τυψοίτην Πληθ . τύψοιμεν τύψοιτε τύψοιεν Μέλλοντοϲ βʹ Ἑν . τυποῖμι
, τὸ τετυπόϲ Δυ . τὼ τετυπότε , τὰ τετυπυία Πληθ . οἱ τετυπότεϲ , αἱ τετυπυῖαι , τὰ τετυπότα
6633388 στημων
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ '
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος :
6627045 γυμναζω
γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , μόνος μονάζω , ἵππος ἱππάζω , οἷον ”
ἀντιπεριποιούμενον τῶν διαθέσεων . ἔστι γοῦν μοναδικὴ μὲν διάθεσις ἡ γυμνάζω σέ , ἀντιπεριποιουμένη δὲ ἐκ τοῦ ἴσου ἡ γυμνάζομαι
6625915 ἐλω
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ ,
6625692 ἀφυκτως
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ
6625352 λελυμενος
Εὐκίνητος δὲ τὸ μετὰ τοῦτο πάντως ἔστω καὶ τὸ σῶμα λελυμένος τε ἅμα καὶ συμπεπηγώς , ὡς λυγίζεσθαί τε ὅπη
ἐκεῖνος ὁ φαλακρὸς καὶ σμικρός , ὁ νεωστὶ τῶν δεσμῶν λελυμένος , ὁ τὸ σεμνὸν ἱμάτιον περι - θέμενος μέλλων
6623685 τυφθησομαι
] ἔαν εἴπω τι τοιοῦτον , εἰ εἴπω σοί τι τυφθήσομαι ὑπὸ σοῦ . ⌈ ἐνδίκως [ ἐν δίκῃ ]
, τύποιντο . Ἑνὶ κανόνι κανονίζονται πάντες οἱ μέλλοντες : τυφθήσομαι τυφθησοίμην , τυπήσομαι τυπησοίμην , τύψομαι τυψοίμην , τυποῦμαι
6622984 λαβη
πολὺ μέρος εἴργαστο καθάπερ ταῖς ἄλλαις φορμορραφίσιν , ἡ δὲ λαβὴ ἦν κοίλη ὥσπερ στυρακίον ἢ . . . .
ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μυκήνη . μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους , καὶ ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους
6621510 πλεκω
νεωστὶ κοπεῖσι , τοῖς νεωστὶ πεπλεγμένοις παρὰ τὸ στέφω τὸ πλέκω . κομῶντα : στεφανούμενον , περιφραστικῶς αὐτοῦ στεφανοφοροῦντος κλανεως
τοῦ εκω δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ
6618503 τερην
ΡΗΝ καθαρὸν τῷ Ε παραλήγοντα παροξύνεται , οἷον : ἔρην τέρην Θέρην πέρην . Τὰ εἰς ΙΝ δικατάληκτα ἁπλᾶ μὲν
η χρῆσις πολλή . Ὁ Ἕλλην τοῦ Ἕλληνος , ὁ τέρην τοῦ τέρενος : τῶν εἰς ην βαρυτόνων καὶ ἑξῆς
6617752 ἑλκω
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν
6607653 ἐκραγῃ
εὐτυχίαις σιωπώμενον μῖσος , ὅταν ἐκ μεταβολῆς ἐν ταῖς ἀτυχίαις ἐκραγῇ , ταῖς ὀργαῖς ἀποθηριοῦται πρὸς τοὺς μισουμένους . διὰ
ἕξιϲ , ὕδρωψ τέ ἐϲτι καὶ καλέεται . κἢν γὰρ ἐκραγῇ κοτε τὸ ὕδωρ αὐτομάτωϲ ἔξω , ἢ ταμών τιϲ
6606690 τεκω
τοιούτου γυνή , κηδεσταὶ δὲ ὑμεῖς . ἢν δὲ καὶ τέκω προϊόντος τοῦ χρόνου , μήτηρ μὲν ἐγὼ δηλαδή ,
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ τοῦ ηκω
6605701 βουπληξ
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλὴξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων : βούπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ βοὸς πλησσόμενος . κλύεις τὰ
6604312 κερω
μέλλων , καὶ τὴν παραλήγουσαν αὐτοῦ ἐκτείνει ὁ ἀόριστος , κερῶ ἔκειρα , τελῶ ἔτειλα . ἔτυψας , ἔτυψε .
ἀκέραιος , ὁ ἀόργητος καὶ ἀβλαβής . ἢ ἐκ τοῦ κερῶ , τὸ μιγνύω , κιρνῶ καὶ ὥσπερ παρὰ τὸ
6603668 ὑποστολῃ
περὶ ] ἐν . τάρβει ] αἰδοῖ , φόβῳ , ὑποστολῇ . σύστημα στίχων γʹ . ἦλθον ] ἐνταῦθα .
τῶν Ἰωνικῶν γίνονται κατὰ συναίρεσιν αἱ Ἀττικαί , οἷον κρέατος ὑποστολῇ τοῦ τ κρέαος καὶ κράσει κρέως : αἱ δὲ
6602126 μετοχικα
τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ
: Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν
6592432 θωρακ
τι τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
πάντα τοῦθ ' ἡγούμενον . ξεναγὸς οὗτος , ὅστις ἂν θώρακ ' ἔχῃ φολιδωτὸν ἢ δράκοντα σεσιδηρωμένον , ἐφάνη Βριάρεως
6591413 δεσμευω
. ξυνεδεδέατο : συνδεδεμένοι ἦσαν : ἀπὸ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω : ὁ παθητικὸς ὑπερσυντελικὸς , ἐδεδέμην : τὸ τρίτον
τοῦ ι , γίνεται δ ' ἐκ τοῦ δέω τὸ δεσμεύω δοὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι δοιὸς , ἡ
6590619 φοινος
κειμένου διὰ τῆς οι διφθόγγου ὀξύνεται : ὁμοίως καὶ τὸ φοινὸς , ἀφ ' οὗ τὸ δαφοινὸς ὁ ἄγαν φόνιος
παρώνυμον . παρὰ τὸ φονὸν , δηλοῦν τὸ πυρόν . φοινὸς , φοῖνιξ . Φάρυγξ . ὁμοίως παρὰ τὸ φέρω
6589059 Νικαρχος
, ἇπερ πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων . Καὶ μὴν ὁδὶ Νίκαρχος ἔρχεται φανῶν . Μικκός γα μᾶκος οὗτος . Ἀλλὰ
: ὥσπερ πίθηκον , ἁμαρτίας καὶ ἀδικίας πεπληρωμένον . Γ Νίκαρχος : ὁ Νίκαρχος κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν
6586236 τυπῃ
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον ,
6585420 ταρασσω
” . εἴρηται παρὰ τὸ δαδύσσω , ὃ σημαίνει τὸ ταράσσω . Σώφρων ἐν Μίμοις : „ ἐν ὅσσῳ δέει
. . . ἀτυζόμενοι : ταρασσόμενοι : ἀτύω , τὸ ταράσσω , ἀτύσω καὶ ἀτύζω Αἰολικῶς . . . .
6582555 ἀναδιπλασιασμῳ
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α .
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ
6579742 πορρις
χρὴ γράφειν : πόρτις γὰρ ἦν . ἐπεὶ γοῦν γέγονε πόρρις , ἀντὶ τοῦ τ ὀφείλει τεθῆναι ρ . οὗτος
οἱ δ ' ὑπ ' αὐτὸν κατῴκησαν εἰς Κύπρον . πόρρις καὶ πόρτις ἡ δάμαλις διὰ δύο ρρ : πόρτις
6579617 τυπητον
Ἑν . ἐὰν τυπῶ τυπῇϲ τυπῇ Δυ . ἐὰν τυπῆτον τυπῆτον Πληθ . ἐὰν τυπῶμεν τυπῆτε τυπῶϲι Μέϲου ἀορίϲτου καὶ
βʹ Ἑν . ἐὰν τυπῶ τυπῇϲ τυπῇ Δυ . ἐὰν τυπῆτον τυπῆτον Πληθ . ἐὰν τυπῶμεν τυπῆτε τυπῶϲι Μέϲου ἀορίϲτου
6578985 τετυμμαι
τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου γίνεται καὶ αὐτός : ἐκ γὰρ τοῦ τέτυμμαι , ἐὰν ἀποβάλῃς τὸ κατ ' ἀρχὰς Τ καὶ
τοῦ φα εἰς μαι καὶ προσλαμβανομένου ἑτέρου μ , τέτυφα τέτυμμαι . Τοῦτο γάρ σοι κοινῶς περὶ τῶν παθητικῶν παρακειμένων
6576617 ἐτυψα
δὴ πάντως ὀφείλει συντετάχθαι τοῦ αὐτοῦ προσώπου ῥῆμα , ἐμαυτοῦ ἔτυψα παῖδα . ἀλλ ' εἰ καὶ ἡ συντασσομένη αἰτιατικὴ
, ὡς εἰ καὶ ἔλεγεν οὕτως , ἐγὼ ἐμὲ αὐτὸν ἔτυψα . τοῦ οὖν ῥήματος συνόντος τῇ πλαγίᾳ πτώσει κατὰ
6576269 ῥηγνυμενον
, καθύπο χεῖρα κινῶν ἕως συγγαμήσωσιν αἱ οὐσίαι , ἔσται ῥηγνύμενον . Ἐπίβαλλε οὖν τοῦ λευκοῦ φαρμάκου τὸ ἥμισυ καὶ
τραχέα τό τε κεκραγὼς ἀντὶ τοῦ βοῶν , καὶ τὸ ῥηγνύμενον ἀντὶ τοῦ φερόμενον , οἵοις πᾶσιν ὁ Θουκυδίδης χρῆται
6574502 πησσω
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . .
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α .
6572778 ὑποχρυσος
ἢ εἰς γεωργούς , καὶ ἂν αὖ ἐκ τούτων τις ὑπόχρυσος ἢ ὑπάργυρος φυῇ , τιμήσαντες ἀνάξουσι τοὺς μὲν εἰς
οὕτω φησίν : ὅταν δὲ ὁ βασιλίσκος δάκῃ , πληγὴ ὑπόχρυσος γίνεται . Τὰ μὲν οὖν ἐν τοῖς πλείστοις τῶν
6572724 θωσω
καὶ θηλή . Θῶκος . παρὰ τὸ θέσω , καὶ θώσω : ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ θῶ . οὗ μέλλων
τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς
6564098 σολος
κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ σόλος . παρὰ τὸ ὅλον σεύεσθαι ὡς στρογγύλον . οὕτω
οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ . . . . , : σόλος :
6561238 ληχω
λείβω καὶ τοῦ λείπω ὁ αὐτὸς μέλλων λείψω , λήγω λήχω λήξω : τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ ἄλλων . Ὁ
ἐνεστῶτος διὰ τοῦ τος κλίνεται , λείβω λέβης λέβητος , λήχω Λάχης Λάχητος : οὕτω κρατῶ Κράτης Κράτητος . Εἰ
6559229 Ὀνυξ
ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις χωρίοις . Ὄνυξ πῶμά ἐστι κογχυλίου ὅμοιον τῷ τῆς πορφύρας , εὑρισκόμενον
κέρδος δηλοῦσιν ἀπροσδόκητον : δούλῳ εὐφρασίαν , παρθένῳ μνηστείαν . Ὄνυξ τοῦ μικροῦ δακτύλου τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἐὰν ἅλληται ἢ
6554018 ἐρετης
καὶ ἐνεργητικὸν σημαίνει καὶ παθητικόν . . . , : ἐρέτης : ἐλῶ ἐλέσσω παράγωγον , καὶ τροπῇ τοῦ λ
νεὼς ἐπιβὰς μὴ ὅτι κυβερνήτης γενέσθαι , ἀλλ ' οὐδὲ ἐρέτης , οὐδέ τις τῶν διαθεόντων καὶ ξυνεπιλαμβανόντων τῇ σωτηρίᾳ
6552574 ἀμυξ
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ
6549440 ὀρουων
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς ,
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον
6548695 τεθνατω
κεν ὑμέων βλήμενος ἠὲ τυπεὶς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ , τεθνάτω . οὕτως καὶ προκαλούμενοι εἰς μονομαχίαν ἀφόβως ὑπακούουσι καὶ
ἄρχῃ καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας , πολέμιος ἔστω Ἀθηναίων καὶ νηποινεὶ τεθνάτω , καὶ τὰ χρήματα αὐτοῦ δημόσια ἔστω , καὶ
6546175 Καταθου
δ ' ἔκλεπτον ἐπ ' ἀγαθῷ γε τῇ πόλει . Κατάθου ταχέως τὸν στέφανον , ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν
μὲν οὖν , ἵνα σοι κατ ' ὀφθαλμοὺς λέγῃ . Κατάθου σὺ τὰ σκεύη ταχέως , χὤπως ἐρεῖς ἐνταῦθα μηδὲν
6542352 βασταζω
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ
6537060 νυσσω
λέγεται ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ ἀπαρχὴ τοῦ δρόμου παρὰ τὸ νύσσω τὸ διεγείρω καὶ τιτρώσκω : ἐν γὰρ τῇ ἀφετηρίᾳ
παρὰ τὸ βρύκω , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίω : ὡς νύσσω νυγμός , οὕτως βρύκω βρυγμός , . , ,
6535863 κολυμβω
διὰ τοῦ η γράφονται : οἷον , νήχω , τὸ κολυμβῶ : σμήχω : τρήχω , ἐξ οὗ τὸ τετρήχει
ἀρθεὶς δηῦτ ' ἀπὸ Λευκάδος πέτρης , εἰς πολιὸν κῦμα κολυμβῶ μεθύων ἔρωτι . Ὥσπερ δὲ ταῦτα εὑρίσκεται , οὕτω
6530765 δειρω
οἷον , σπείρω , σπορά : φθείρω , φθορά : δείρω , δορά : θέρω , Θορὰ δῆμος Ἀττικός :
τὸ ι εἰς ρ προφέρονται , οἷον σπείρω σπέρρω , δείρω δέρρω . . . , : πεποίηται δὲ ἡ

Back