| ἥψατο δὲ καὶ τῶν Ἀθήνησι ῥητόρων ἡ ποιητική τε καὶ τροπικὴ φράσις , ὡς μὲν Τίμαιός φησι , Γοργίου ἄρξαντος | ||
| τουτέστι μεγάλη φαίνουσα καὶ συγκοπῇ αἰολικῇ λοφνίς . δομήσατο : τροπικὴ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν τεκτόνων καὶ δομητόρων , ἀντὶ |
| κῶλα αὐτὰ καθ ' ἑαυτά , ὁ δὲ λόγος ἔστω ἀφελής , ὡς κατὰ κῶλα μὲν ἀπαρτιζόμενος , κατὰ δὲ | ||
| τὰ πολλὰ ὁμοειδεῖ , καὶ περὶ τὰς ἐξεργασίας τῶν ἐπιχειρημάτων ἀφελής τις καὶ ἀπερίεργός ἐστιν : οὔτε γὰρ προκατασκευαῖς οὔτ |
| πρὸς Λεπτίνην μικτῶς : καὶ συμβουλευτικῶς τὸ συμβουλευτικόν : καὶ δικανικὸς μὲν χαρακτήρ ἐστιν ὁ λεπτὸς καὶ πυκνὸς καὶ συλλογιστικὸς | ||
| , καὶ τοτὲ μὲν πανηγυρικός , τοτὲ δὲ συμβουλευτικὸς ἢ δικανικὸς ἢ ὅλως τοιόσδε ἢ τοιόσδε ὁ λόγος γίνεται . |
| μεγάλ ' ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν , καὶ ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε . Οὐκ ἦν τοῦ | ||
| δέδεικται ἄρα , ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ δοξαστικοῦ δύο εἴδη δεινότης καὶ φρόνησις : ἡ μὲν δεινότης ὡς φυσικὴ ἀρετή |
| διασκευὴν κατασκευάζει . τρόποι δὲ διηγήσεως τρεῖς , ἁπλοῦς , ἐγκατάσκευος , ἐνδιάσκευος . ὅταν μὲν οὖν ᾖ τὰ πράγματα | ||
| - ναμιν . ἡ μὲν οὖν ἐξηλλαγμένη καὶ περιττὴ καὶ ἐγκατάσκευος καὶ τοῖς ἐπιθέτοις κόσμοις ἅπασι συμπεπληρωμένη λέξις , ἧς |
| τῶν ἄλλων ἀρχόντων παράπτωμα ἢ ἀστοχία γένηται , ἔστιν ἐλπὶς σύντομος ἐπανορθώσεως : εἰ δὲ ὁ πρῶτος τοῦ στρατοῦ πταίσει | ||
| ἐπιστολὴν γράφει . φιλοφρόνησις γάρ τις βούλεται εἶναι ἡ ἐπιστολὴ σύντομος , καὶ περὶ ἁπλοῦ πράγματος ἔκθεσις καὶ ἐν ὀνόμασιν |
| πρακτικοῦ : λέγουσι γάρ , ὅτι ἐμπειρία ἐστὶν ἡ ἄλογος τριβὴ καὶ ἡ λογικὴ γνῶσις , ἀγνοοῦντες , ὅτι τὸ | ||
| ἢ ἀπὸ τοῦ πρὸς τὰ μέλη γίνεσθαι . Ἐμπειρία . τριβὴ ἐκ πείρας . Ἐμποδών . Πλάτων δὲ ἀντὶ τοῦ |
| κρείττω τὰ ἄλογα ἀναφαίνεσθαι , ἀλλ ' εἰ μὲν ὡς ποιητικὴ καὶ γενητικὴ τῆς ἐπιστήμης αἰτία ταύτης ἐλέγετο , εἶχεν | ||
| τὸ λ διὰ τοῦ ω κλίνεται : τὸ δὲ μήστωρος ποιητικὴ ἔκτασις : τὸ δὲ πέλωρ οὐδέτερον ὁμοφωνοῦν τῷ ἀρσενικῷ |
| πάλιν τῆς τούτων ὀνομασίας ἔτυχεν , ὡς ἔχει ἅπαντα τὰ ὀνοματικὰ ἐπιρρήματα , πυκνά , κάλλιστα , ἥδιστα , ἰδίᾳ | ||
| καθὼς προαπεδείξαμεν . . Κἀκεῖνο δὲ προσθετέον , ὡς τὰ ὀνοματικὰ ἐπιρρηματικῶς νοούμενα τῇ ἐξ αὐτῶν παραθέσει εἰς τὴν ὀνοματικὴν |
| τὰ μὴ οὕτως ἔχοντα . Τῆς ποιήσεως ἡ μὲν ἀμίμητος ἱστορική παιδευτική ὑφηγητική θεωρητική ἡ δὲ μιμητική τὸ μὲν ἀπαγγελτικόν | ||
| δρᾶσαι τὰ εἰρημένα . Τρία δὲ γένη περιόδων ἐστίν , ἱστορική , διαλογική , ῥητορική . ἱστορικὴ μὲν ἡ μήτε |
| ἢ ἀντῳδή : τὸ ἕβδομον ἀντεπίρρημα . σκολιὰ λέγεται τὰ παροίνια μέλη τὰ ἐπὶ τοῖς συμποσίοις ᾀδόμενα , καί , | ||
| ὃν τὸ σκόλιον . Γ ⌈ σκόλια δὲ λέγεται τὰ παροίνια μέλη τὰ ἐπὶ συμποσίοις ᾀδόμενα . καὶ ὡς μὲν |
| τρεῖς δ ' εἰσὶ τῆς σκηνικῆς ποιήσεως ὀρχήσεις , τραγικὴ κωμικὴ σατυρική . ὁμοίως δὲ καὶ τῆς λυρικῆς ποιήσεως τρεῖς | ||
| δέ γε τὸ μισεῖν κοινότερον ἐπὶ τοῦ ἐχθραίνειν τεθὲν ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν |
| πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
| . : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
| τίς ὁ ἁπλῶς πανηγυρικός , ἀλλ ' οὐχ ὁ κάλλιστος πανηγυρικὸς ἢ Πλατωνικὸς ἢ Ὁμηρικός , οὕτω καὶ περὶ τῶν | ||
| ἢ ὅσα τοιαῦταὡς ἐν τοιούτοις ζητήμασιν οὐκέθ ' ὁμοίως ὁ πανηγυρικὸς ἀλλὰ πολιτικώτερος γίνεται καὶ σχεδὸν δι ' ὧνπερ καὶ |
| φάσις , προσλήψει τοῦ ρ γίνεται φράζω , ὅθεν ἡ φράσις . ἄλλως δὲ μεταληφθὲν Μακεδόνων , φησί , διαλέκτῳ | ||
| ἀπέρχῃ , οὐκ ἀπέρχῃ . ἀλλ ' ὡμολογημένως λείπεται ἡ φράσις τοῦ ἤ . . . . . . . |
| ἀπόρους ἀσωτία καὶ πολυτέλεια , πολλοὺς δὲ ἀδόξους αἰσχροκέρδεια καὶ μικροπρέπεια . μετά γε μὴν τὴν κακίαν δευτέρα τῶν τοιούτων | ||
| . ἔστι δὲ περὶ χρημάτων δαπάνας ὑπερβολή , ἔλλειψις δὲ μικροπρέπεια , ὧν μεγαλοπρέπεια μεσότης ἐστί . οὐ τὸ μὴ |
| εὐβουλίαν τινά . ἀλλὰ μὴν οὐκ ἔστιν εὐβουλία τις ἡ ἀγχίνοια , οὐκ ἄρα ταὐτὸν εὐβουλία καὶ εὐστοχία . ὅτι | ||
| τοίνυν ἡγεμονικὰς ἐνεργείας τὰς ὑπὸ τῆς ἀρχῆς μόνης γινομένας . ἀγχίνοια μὲν οὖν λεπτομεροῦς οὐσίας γνώρισμα , βραδυτὴς δὲ διανοίας |
| μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ | ||
| : πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία , οὐ σοφία φαίνεται . ὧν ἕνεκα πρῶτον καὶ |
| οὐ δεῖ προσθεῖναι τὸ φίλῳ . ἐκ δὲ τούτων ἐστὶ φιλέταιρος , πολυέταιρος , φιλία καὶ ἑταιρεία , ἐπιτηδειότης , | ||
| ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει . τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη , μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ |
| , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη , διαδικασία ἐπιδικασία , | ||
| ς ' ἔβλαψεν , ὅτι καὶ κακὰ κακῶς . Ἡ δημαγωγία γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ ἔτ ' ἐστὶν ἀνδρὸς οὐδὲ |
| ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία , | ||
| εὐπαιδία , εὐγαμία , εὐτεκνία , εὐγένεια , εὐλάβεια , εὐγλωττία , εὐφημία , εὐσέβεια , εὐμένεια , εὐμουσία , |
| φίλην αὐτῷ συντομίαν συνόψει συντομωτάτῃ περιβάλωμεν : σύνοψις γὰρ καὶ συντομία φίλαι τῷ Ἀριστοτέλει , Πυθαγορείῳ κατ ' ἀλήθειαν γεγονότι | ||
| ἐντελῆ συναγόμενόν τε ἐκ τῶν κατὰ μέρος , ἵνα μὴ συντομία μόνον , ἀλλὰ καὶ σαφήνεια τοῖς ἐντευξομένοις ὑπάρχῃ . |
| ἐπιτρέψαι , τῶν δὲ μειζόνων ἀναγκαίως αὐτὸς ἂν γένοιτο ἐξεταστὴς ἀκριβέστατος . μεγάλας δ ' ὑποληπτέον ὑποθέσεις οὐχ ἃς οἴονταί | ||
| λόγων τῶν τὰ ζῷα ποιούντων : ὡς γὰρ ἂν ὁ ἀκριβέστατος λογισμὸς λογίσαιτο ὡς ἄριστα , οὕτως ἔχει πάντα ἐν |
| , ταχύς ταχύ , ἥμισυς ἥμισυ , μέγας μέγα , εὔχαρις εὔχαρι : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ τίΑἱ . ἀντωνυμίαι | ||
| μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις . Τὰ εἰς ΙΣ ὀξύτονα πὴ μὲν ἐν τῇ |
| ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς . εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφˈρῳ : τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις | ||
| γίγαντι γηγενέται προσόμοιος , ἀστερωπὸς ὥσπερ ἐν γραφαῖσιν , οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίωι γένναι . τὸν δ ' ἐξαμείβοντ ' οὐχ |
| γοητείας καὶ ἀπάτης καὶ ψευδολογίας , ἢ ὅστις ἀκούων τέρπεται κρουμάτων τε καὶ τερετισμάτων καὶ διεφθορότων ᾀσμάτων , τοῖς δὴ | ||
| Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε . Ἀλλ ' ὅταν περὶ κρουμάτων ἐν λύρᾳ ; Οὐδαμῶς . Οὐδὲ μὴν οὐδὲ περὶ |
| προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
| . ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
| τοῦ θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ „ , παρελθὼν ὁ δοκησίσοφος Ἰοθόρ , τῶν μὲν θείων ἀμύητος ἀγαθῶν , τοῖς | ||
| , Ἀντιφῶν δὲ καὶ εἴσοπτοι . . . . . δοκησίσοφος , ὡς Ἀ . ἔφη . . . δυσάνιος |
| ἵππῳ τὴν τετάρτην καὶ πεντηκοστὴν ὀλυμπιάδα . τίλλεται : Τὸ τίλλεται ἀπὸ τῶν ὀρνέων . νῦν δὲ ἴσον τῷ πλούσιος | ||
| πρὸς τὰ ἄνω . δι ' ὃ πολλὰ τῶν ὀρόβων τίλλεται τὰ μὲν κάτω κατερρυηκότα τὰ δ ' ἄνω χλωρὰ |
| . Γεγόνασι δὲ καὶ ἄλλοι Ξενοκράτεις πέντε : ὅ τε τακτικὸς ἀρχαῖος σφόδρα καὶ ὁ συγγενὴς ἅμα καὶ πολίτης τῷ | ||
| κεδνὸς κἀν πορθμῷ πρὸς ἄκραισι Πελωριάδος προβολαῖσι . τίς οὕτως τακτικὸς ἀκριβὴς ἢ τίς οὕτως κριτὴς ὄψων ὡς ὁ ἐκ |
| ὅσαι εἰκόνες αὐτῆς εἰσινἡ δ ' ἀσθενὴς ἡμῖν τὴν τῶν γελοίων εἴληχε τάξιν τε καὶ φύσιν . Ὀρθότατα λέγεις . | ||
| ποιεῖν εἴωθε Γρυλλίων ἀεί . Ἀριστόδημος δ ' ἐν βʹ γελοίων ἀπομνημονευμάτων παρασίτους ἀναγράφει Ἀντιόχου μὲν τοῦ βασιλέως Σώστρατον , |
| δὲ ὁ τόπος , ὡς τό : ἀσφοδελὸν λειμῶνα . ἁπλότης μωρίας διαφέρει . ἁπλότης μὲν γάρ ἐστιν ἡ φρόνησις | ||
| . ἀφάδιον : τὸ ἐχθρὸν καὶ ἀπαρέσκον . ἀφέλεια : ἁπλότης ἢ μεγαλεῖόν τι καὶ ἐνδοξότης . ἀφ ' ἑστίας |
| οὔτε γὰρ πάντων τῶν παρὰ ποιηταῖς λεγομένων δύναται εἶναι τέχνη γραμματικὴ οὔτε τινῶν . καὶ πάντων μὲν αὐτόθεν ἀδύνατον , | ||
| καὶ ὅλως ἐπιστήμη πρὸς τινὰ ἐπιστήμην ; Οὐ γὰρ ἡ γραμματικὴ ὕστερον τῆς τινος γραμματικῆς , ἀλλὰ μᾶλλον οὔσης γραμματικῆς |
| Ὅτι ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλὸς καὶ ἀγαθὸς σύνθετον ὄνομα γίνεται καλοκαγαθία , καὶ ἀπὸ τοῦ θεὸς καὶ τοῦ ἐχθρὸς θεοεχθρία | ||
| Ἀνημιοβολαία : ἀπὸ συντάξεως ὄνομα γίνεται : καλὸς καὶ ἀγαθὸς καλοκαγαθία , θεοῖς ἐχθρός θεοεχθρία . οὕτως οὖν ἀνημιοβόλιον ἀνημιοβολαία |
| ἀγχίνους εὐπορήσει τῶν νοημάτων ἄλλως δὲ ὁ βραδύς τε καὶ ἁπλούστερος . εἰκότως οὖν καὶ τὸν περὶ τῶν ἰδεῶν λόγον | ||
| καρδιακῶν σφυγμός ἐστιν ὁποῖος εἴρηται , ὁ δὲ τῶν στομαχικῶν ἁπλούστερος καὶ βραδύτερος καὶ ἀραιότερος συγκρινόμενος πρὸς τὸν τῶν καρδιακῶν |
| ἀνδρῶν δ ' ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι , οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι . ᾧ δὴ καὶ μείζων ἡ τοῦ | ||
| ὁ ψιλός , εἰ τύχοι , τοῦ α ι υ χαρακτὴρ ἐμφανιστικός ἐστι τῆς διχρόνου φύσεως , ἢ τὸ [ |
| πέμπτος ποιητὴς ἐπιγραμμάτων σαφὴς καὶ ἀνθηρός , ἕκτος Περγαμηνὸς ἀπὸ ῥητορικῶν λόγων εὐδοκιμήσας . Πρωταγόρας Ἀρτέμωνος ἤ , ὡς Ἀπολλόδωρος | ||
| [ συνπαθεῖς ] εἰσόδους , % καὶ ? ? τῶν ῥητορικῶν ἀποκάμψεις λόγων ὅπως ἀκούσῃς τι τῶν ἡμεῖν ἀρεσκόντων . |
| αἱ τῶν Ἑλλήνων ἀποικίαι παρεσχήκασι λόγον : ἧττον μὲν ἡ Ἰωνική , ἡ δὲ τῶν Αἰολέων παντάπασι : καθ ' | ||
| καὶ στόμα τιθεμένη : ἡ δὲ τοιαύτη θέσις τῶν φιαλῶν Ἰωνική ἐστι καὶ ἀρχαία . καὶ Μασσαλιῶται ἔτι τιθέασι τὰς |
| χρόνος γὰρ ὑπηκόων εὔνοιαν οὐ ποιεῖ , ἀλλὰ προμήθεια καὶ φιλοπονία καὶ τὸ μηδὲν τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος προὔργου ποιεῖσθαι , | ||
| , ; , ; , ; , . . στοιχεῖα φιλοπονία ἔρως ἀγχίνοια ἄτρυτος ) τρία τὰ ὁμολογούμενα στοιχεῖα πρῶτα |
| διηγήμασι μετὰ πολλῶν ἑτέρων καὶ ἡ κατ ' εὐθεῖαν πτῶσιν ἀπαγγελία : εὔγνωστον γὰρ [ ἐν ] ταῖς συνεχέσιν ἀναπαύσεσι | ||
| μὲν γάρ ἐστι σύντομος ἀπόκρισις , πεῦσις δὲ μακρᾶς πράξεως ἀπαγγελία , ἀνάκρισις δὲ δευτέρων ἐξέτασις . ἔσται τοῦ γενήσεται |
| εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , εὐδικία , | ||
| , ἀηδόνων , τῶν ἄλλων ὅσα φύσις μεμούσωκε , λογικῶν εὐφωνία , κιθαρῳδῶν κωμῳδίαν τραγῳδίαν τὴν ἄλλην ὑποκριτικὴν ἐπιδεικνυμένων . |
| δὲ προμηθής : τὸ μέλλειν καὶ ἀναβάλλεσθαι μετὰ προμηθείας . μέλλησις δέ . . . : τὴν δ ' εὐλάβειαν | ||
| σπουδή , τάχος : τοῦ δὲ σχολή , σχολαιότης , μέλλησις , μελλησμός , βραδυτής , ἀναβολή , νώθεια , |
| δ ' οἴεσθαι ὅτι μόνοις ποτὲ τοῖς κατὰ διάνοιαν ἐπανέξουσιν εὐήθεια πολλή . οὗ χάριν ἀμφότερα τιθέασι , διὰ μὲν | ||
| ἀποτίκτειν πολλάκις ὠδῖσιν αὐταῖς ἐναποθνῄσκουσιν . ὅλως τοῦτ ' οὐκ εὐήθεια δεινὴ μήτραν ὑπολαμβάνειν γῆν ἐγκεκολπίσθαι πρὸς ἀνθρώπων σποράν ; |
| γάρ ἐστι κατὰ φύσιν ἀμφότερα : καὶ γὰρ ἀρετὴ λόγου σαφήνεια : κεράσας δὲ τὸν ἀγῶνα τοῖς ἀγωνικοῖς καὶ ἀνθηροῖς | ||
| εὐγλωττία , εὐφωνία , ἀφθονία , βραχυλογία , συντομία , σαφήνεια , σφοδρότης , ἰσχύς , δύναμις , βία , |
| ἥρμοστο τῷ Πινδάρῳ ἡ λύρα . ἁρμονίαι δὲ πλείονες : Δώριος , Φρύγιος , Λύδιος . τὸ δὲ ἀπὸ δύναται | ||
| Περὶ κωμῳδίας . εὐλάχα : τὸ ἄροτρον παρὰ Θουκυδίδῃ . Δώριος δὲ ἡ λέξις . εὐνάς : ἰδίως Θουκυδίδης τὰ |
| ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας , βραχυλογία τις Λακωνική : καὶ δὴ καὶ τοῦ Πιττακοῦ ἰδίᾳ | ||
| ταῖς βραχυτέραις τῶν ἐπιστολῶν ξυγχωρῶ , ἵνα τούτῳ γοῦν ἡ βραχυλογία ὡραίζοιτο ἐς ἄλλην ἠχὼ πᾶσα στενὴ οὖσα , τῶν |
| τῶν Περὶ αἱρέσεων καὶ Ἀσκληπιάδης κατὰ τοὺς πλείστους καὶ ὁ φιλαλήθης Ἀλέξανδρος Θεμίσων τε καὶ θεσσαλὸς καὶ οἱ ἀπ ' | ||
| . πρὸς ἄκμονι δὲ ἀψευδεῖ χάλκευε , ὅ ἐστι , φιλαλήθης ἔσο . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ἀλήθευε . ἴσως |
| εὐώδης μετά τινος δριμύτητος : τοιαύτη δ ' ἐστὶν ἡ Κιλίκιος καὶ Συριακὴ καὶ ἡ ἀπὸ τῶν Κυκλάδων νήσων . | ||
| τὴν ἰλὺν ταλαιπωρῶν , ὡς φησὶν Ἀριστοτέλης περὶ ζώων . Κιλίκιος ὄλεθρος : ὁ πονηρός : πονηροὶ γὰρ οἱ Κίλικες |
| νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν | ||
| . ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος . |
| , κακοήθεια , πικρία , πειθώ , φενακισμός , ἀπάτη ἐξαπάτη , παροξυσμός , δεινολογία , οἰκτρολογία , ταπεινολογία . | ||
| βούλεται καταγωνίσασθαι ὑμᾶς . . . πάλαισμα δὲ καταγωνισμὸς καὶ ἐξαπάτη ἢ τέχνη , σχῆμα . . ἐμβαλεῖν ] ἐνέμεινε |
| ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν . ἀστεῖος καὶ ἀστικός , διττῶς . Μένανδρος „ προποιήσεις ἀστικὸν σαυτὸν πάλιν | ||
| ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν . ἀστεῖος καὶ ἀστικός , διττῶς . Μένανδρος „ προποιήσεις ἀστικὸν σαυτὸν πάλιν |
| . συνομαρτοῦσι δὲ αὐτῇ τῶν συνηθεστάτων πανουργία προπέτεια ἀπιστία κολακεία φενακισμὸς ἀπάτη ψευδολογία ψευδορκία ἀσέβεια ἀδικία ἀκολασία , ὧν ἐν | ||
| , καὶ σκέπη . Ἄλλως . φενακίσας , ἀπατήσας : φενακισμὸς γὰρ ἡ ἀπάτη . . ἄλλως δὲ κεφαλῆς τριχῶν |
| , πάσαις ἀποδέδειχα . Δεδηλωκότες οὖν ἑκάτερον , ἠρεμίαν τε ἀστείου καὶ ἄφρονος σάλον , τὸ ἑπόμενον τῷ λόγῳ συνεπισκεψώμεθα | ||
| , καὶ μιαρούς , καὶ ἀνεορτάστους . Τὸ γὰρ ἑορτάζειν ἀστείου φασὶν εἶναι , τῆς ἑορτῆς οὔσης χρόνου τινὸς ἐν |
| μόνον τὰ περιττὰ καὶ ἴδια τῶν δένδρων ἀλλὰ καὶ τὰ κοινότερα γινόμενα : τὰ μὲν γὰρ φιλεῖ ξηροὺς τὰ δὲ | ||
| διὰ τοῦ παραδείγματος . Ἔξω γένη ἢ τὰ ἀνωτέρω καὶ κοινότερα αὐτοῦ τοῦ ζῴου , οὗ ἐμνημόνευσεν , ἢ ἔξω |
| καὶ φωνὴ καὶ λόγος , ὀνόματα δὲ ἀπὸ μὲν γλώττης εὔγλωττος καὶ εὐγλωττία , θρασυγλωττία καὶ γλωσσαλγία , καὶ δίγλωττος | ||
| εἶναι ] . λέγειν ] τὸ εὐστομεῖν , τὸ εἶναι εὔγλωττος , ῥητορεύειν . . ἐν τῇ φύσει ] ἐκ |
| ἄλογος ἀνθρωπίνη τῶν πολλάκις καὶ ὡσαύτως ὀφθέντων : ὁ γὰρ ἐμπειρικὸς ἰατρὸς μνημονεύων καὶ τηρῶν τὰ πολλάκις καὶ ὡσαύτως ὀφθέντα | ||
| καθ ' ἕκαστα , τῶν δὲ τούτων ἐχόντων θάτερον ὁ ἐμπειρικὸς αἱρετώτερος . εἶτα φέρει καὶ παράδειγμα , οὐκέτι πολιτικὸν |
| . . Θρασύμαχος Χαλκηδόνιος σοφιστὴς τῆς ἐν Βιθυνίαι Χαλκηδόνος ἔγραψε συμβουλευτικούς , τέχνην ῥητορικήν , παίγνια , ἀφορμὰς ῥητορικάς . | ||
| οὕτω πεισθεὶς ἀπελθὼν ἐδίδασκεν . ἔγραφε δὲ λόγους πανηγυρικοὺς καὶ συμβουλευτικούς : τῶν γὰρ δικανικῶν ἀπείχετο πλεονάκις διὰ τὸ δύο |
| κερκίδι καλῶς χρήσεται , καλῶς δ ' ἐστὶν ὑφαντικῶς : διδασκαλικὸς δὲ ὀνόματι , καλῶς δ ' ἐστὶ διδασκαλικῶς . | ||
| καλεῖ , ᾧ τρόπῳ πρώην εἰρήκειν : ὁ προφορικὸς καὶ διδασκαλικὸς καὶ ἐφερμηνευτικὸς λόγος Ἑρμῆς εἰς τοὺς ἐπιμηθεστέρους καὶ ὑστερογνώμονας |
| ὀνείρων : ἐπὶ τῶν ἀδήλων . Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : Θεμιστίου περὶ γήρως : καίτοι περί γε | ||
| δόλοισιν ; ἢ νόσου ξυναλλαγῇ ; Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . Νόσοις ὁ τλήμων , ὡς ἔοικεν , |
| ἑλληνισμός , σαφήνεια , συντομία , πρέπον , κατασκευή . ἑλληνισμὸς μὲν οὖν ἐστι φράσις ἀδιάπτωτος ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ | ||
| τε καὶ αὐτὴν τὴν μεγαλοπρέπειαν . ὁ γὰρ τῶν ὀνομάτων ἑλληνισμὸς καὶ τῶν λέξεων ἐργάτης τῆς σαφηνείας ἐστίν . περὶ |
| φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ | ||
| Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς |
| οἷα πρότερον ἦν πρὸ τῆς πόλεως , οἷον ὑγίεια , εὐεξία , καὶ ὁποῖα τὰ νῦν . Τὸ δὲ κεφάλαιον | ||
| , ὀρεξία : ἔχω , ἕξω , ἔξια , καὶ εὐεξία : πέψω , πεψία , καὶ ἀπεψία . Τὰ |
| τὸ ἔλαιον . στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ : λιτὸς γὰρ καὶ ἀπερίεργος ὁ τοιοῦτος στέφανος . ἦν δὲ τοῦτο Διοσκούρων ἴδιον | ||
| : ” ἔχω ἅπαξ . “ καί πως ἐφαίνετο [ ἀπερίεργος ] . εἶτα ἰχθύων λοπὰς παρετέθη . ὁ Ξάνθος |
| ὁ τὸν κανόνα καὶ τὸν ὅρον ἀποδιδούς . Τί ἔστιν ἐμπειρία ; ἡ πολλάκις τοῦ αὐτοῦ πράγματος δοκιμασία καὶ γνῶσις | ||
| βουλεύεσθαί ἐστι . πεῖρα γὰρ γνῶσις πράγματος ἑνὸς ἄλογος , ἐμπειρία δὲ γνῶσις πλειόνων ἄνευ τῆς αἰτίας ἢ μνήμη καὶ |
| πάνυ σφοδρός τε καὶ τραχύς ἐστι : διὸ καὶ ἧττον ἐπιμελὴς ὁ λόγος αὐτῷ , γοργὸς μέντοι καὶ δεινὸς οὐ | ||
| : καὶ ἔδοξεν ἀπὸ τοῦ λόγου εἰκάζοντί μοι τὴν πρώτην ἐπιμελὴς μὲν εἶναι σφόδρα , τὴν δὲ φύσιν ἀγεννέστερος . |
| τὴν θεόν . . . . βρόδον : ἔστι † διάλεκτος : παρὰ τὸ ῥόδον πλεονασμῷ τοῦ β βρόδον . | ||
| τις , τῇ Ἀττικῇ διαλέκτῳ χρῆται . ἡ δὲ κοινὴ διάλεκτος μόνου τοῦ βούλει , καὶ ὄψει , καὶ οἴει |
| τὴν ψυχήν . , ; , . . κοσμιότης τάττουσα κοσμιότης καὶ σωφροσύνη οὐ μόνον εἰσὶν ἀπαλλαγαὶ καὶ ἀφαιρέσεις τῶν | ||
| ἀλήθεια θέμις ἁγιστεία εὐορκία δικαιοσύνη ἰσότης εὐσυνθεσία κοινωνία ἐχεθυμία σωφροσύνη κοσμιότης ἐγκράτεια πρᾳότης ὀλιγοδεΐα εὐκολία αἰδὼς ἀπραγμοσύνη ἀνδρεία γενναιότης εὐβουλία |
| ὑποδεχόμενον ἀγγεῖον , καὶ γλωττοποιὸς ὁ τεχνίτης , καὶ αὐλὸς ἄγλωττος : Ἀριστοφάνης δὲ ἄγλωττον τὸν εἰπεῖν ἀδύνατον ἔφη , | ||
| . σὺ δὲ ληρεῖς ἔχων . οὗτος γὰρ αὑτός ἐστιν ἄγλωττος λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτὸς ἄτρωτος , |
| δ ' ὤφελον ῥῆμα . αἰκίαι καὶ ὕβρεις διαφέρουσιν . αἰκίαι μὲν γάρ εἰσιν αἱ ἄνευ προπηλακισμοῦ πληγαί : καθὰ | ||
| : σῦλα γὰρ καὶ ἁρπαγαὶ καὶ χρεωκοπίαι συκοφαντίαι τε καὶ αἰκίαι καὶ προσέτι φθοραὶ καὶ μοιχεῖαι καὶ ἀνδροφονίαι καὶ πάνθ |
| εἴδη ὀρχήσεως , ὡς καὶ Ἡσύχιος ὁ Ἰλούστριός φησιν : ἐμμέλεια μὲν τραγική , σίκιννις σατυρική , κόρδαξ δὲ κωμική | ||
| ἀπόσκημμα : ἀπέρεισμα . Αἰσχύλος Ἀργείαις . , . : ἐμμέλεια : εἶδος ὀρχήσεως . . . τραγικὴ δὲ ἡ |
| τὸ γὰρ καταδήλως καὶ δήλως εὐτελῆ , προφανῶς δὲ καὶ ἐκφανῶς καὶ καταφανῶς καὶ περιφανῶς , γνωρίμως , σαφῶς , | ||
| . Θεμιστοκλῆς δὲ οὔπω Ἀθηναίων μεθυσκομένων οὐδ ' ἑταίραις χρωμένων ἐκφανῶς τέθριππον ζεύξας ἑταιρίδων διὰ τοῦ Κεραμείκου πληθύοντος ἑωθινὸς ἤλαυνεν |
| ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
| ' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |
| παράγραφος , τῆς δ ' ἀντιστροφῆς κορωνίς . 〛 ταῦτα ἐξήγησίς ἐστι τῶν ἀνωτέρω . γένος δέ ἐστι περὶ τὸν | ||
| κολαζόμενον . ἡ οὖν διάνοια τοῦ νομοθέτου τούτου τοῦ προςδιωρισμένου ἐξήγησίς ἐστιν , ὅτι περιττὸν ἡγεῖτο ὁ νομοθέτης τὰ σαφῆ |
| ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων , | ||
| ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν |
| τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
| δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
| πονηρία , μοχθηρία , φαυλότηςφλαυρότης δὲ σκληρόν , σκαιότης , ἀπαιδευσία , πανουργία , ἀμαθία , μισολογία , ἄνοια , | ||
| τῦφος καὶ μαλακία καὶ ἡδυπάθεια καὶ ἀσέλγεια καὶ ὕβρις καὶ ἀπαιδευσία . δεῖται δή σου ἐπ ' ἐκεῖνα μὲν οὐδαμῶς |
| νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται | ||
| ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν |
| αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
| συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
| ' ἂν κατὰ Πλάτωνα καὶ δευτερουργοὺς τέχνας χειροτεχνία χειρουργία , βαναυσία βαναυσουργία . χειροτεχνεῖν χειρουργεῖν , βαναυσουργεῖν . χειροτέχνης χειρουργός | ||
| ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ θεάματα , ἀχρεῖα δὲ |
| μέν ἐστιν ἐπὶ προαιρέσεις ἢ λόγους ἢ πράξεις παράκλησις , ἀποτροπὴ δὲ ἀπὸ προαιρέσεων ἢ λόγων ἢ πράξεων διακώλυσις . | ||
| νόημα καὶ πρᾶξαι . οὐ γὰρ δύναμιν λέγει , ἐπεὶ ἀποτροπὴ τὸ τοιοῦτόν ἐστιν ἐπιτελέσαι : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ὀξεῖς |
| λῶρος , ὁ ὀλισθηρὸς καὶ διαβατικός . μάσθλης οὖν ὁ πολυγνώμων , ὁ ἄλλο μὲν νοῶν , ἄλλο δὲ ποιῶν | ||
| ] τρυπάνη , δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν |
| οὔτε τῶν ἀπείρων οὔτε τῶν ἄλλοτε ἄλλως γινομένων ἔστι τις τεχνικὴ γνῶσις . αἱ δέ γε κατὰ μέρος ἱστορίαι ἄπειροί | ||
| τῆς εὑρέσεως : ἢ γὰρ ἐθνική ἐστιν ἡ λέξις ἢ τεχνικὴ ἢ νομική . ὁ γοῦν παρασάγγης οὐκ οἶδα τίς |
| ὑπάρχων , ὅτε ἐν αὐτῷ μόνῳ συνίσταται τῷ δέρματι , κακοήθης δέ , ὅταν ἐκ πλείονος ἀνίσχῃ βάθους . διαγνώσῃ | ||
| ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων τῶν πρότερον , καὶ νυνὶ παράσχεσθε . κακοήθης δ ' ὤν , Αἰσχίνη , τοῦτο παντελῶς εὔηθες |
| τὰ Ἀρχιλόχου καὶ τῶν Ὁμήρου Ἐπικιχλίδων τὰ πολλὰ διὰ τῆς ἐμμέτρου ποιήσεως τούτων ἔχεταί τινος τῶν παθῶν , ἀλλὰ καὶ | ||
| . ἀμφότερα δὲ τὰ προειρημένα πολλοὶ τῶν ποιητῶν δι ' ἐμμέτρου ποιήματος μεμαρτυρήκασι : τὴν μὲν καχομιλίαν ἐν τοῖσδε , |
| κτημάτων πολυτελῶν καὶ βίου τραγῳδουμένου , καὶ . . . εὐτελὴς εἶναι τὴν ψυχὴν ὑπολαμβανέσθω . ὁ γὰρ μεγαλόψυχος προδιανοεῖται | ||
| οὐκ ἄλλως ἐρῶ . ὁ σηματουργὸς δ ' οὔ τις εὐτελὴς ἄρ ' ἦν ὅστις τόδ ' ἔργον ὤπασεν πρὸς |
| τῶν τοῖς ἰσχυροῖς ἀντιβαινόντων . : προστρίβεται ] Προσκολλᾶται : μεταφορικὴ ἡ λέξις . . : Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν | ||
| βάσεις ἡ δακτυλική βάσις καλεῖται ἡ κατάληξις τῶν κώλων , μεταφορικὴ δέ ἐστιν ἡ λέξις ἀπὸ τῶν χορευτῶν : τὴν |
| ἀνθρώπων ἴδιον ὥρισται , διάνοια μέν ἐστιν ὁ λόγος ὁ ἐνδιάθετος διέξοδός τις οὖσα καὶ ἀναπόλησις καὶ διάκρισις τῶν μνημονευθέντων | ||
| τὸ ἐνάρθρου . Ἔστι δὲ καὶ πρῶτος τῇ φύσει ὁ ἐνδιάθετος τοῦ προφορικοῦ , ἐπεὶ καὶ συναναιρεῖ μὲν αὐτόν , |
| ' οὖν οὐ κατὰ τὴν λέξιν : οὐδεμία μὲν γὰρ λέξις αὐτὴ καθ ' ἑαυτὴν ἔχει περιβολήν , τῇ δὲ | ||
| οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος καὶ τὸ μέρος τῆς λέξεως οὐκ ἔστι λέξις , οὕτω τὸ μέρος τῆς τοῦ ἑνὸς ἰδέας οὐκ |
| Ἀντιφάνης φησίν : πόθεν οἰκήτωρ εἶ τις Ἰώνων τρυφεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαθὴς ὄχλος ὥρμηται . περὶ δὲ Βυζαντίων φησὶ Θεόπομπος ὅτι | ||
| ὅλως αὐτὴν ὁρᾶν τὴν Ἀκαδημίαν δοκῶ . ὅτι Πολύαρχος ὁ ἡδυπαθὴς ἐπικαλούμενος , ἐμπεσούσης ποτὲ ἀπορίας καὶ σκέψεως περί τε |
| , ἀλλὰ ὁ ἐριστικός . ἔχει δὲ χώραν πρὸς τὰ γεωμετρικὰ διὰ τὸ μιμεῖσθαι τὴν διαλεκτικὴν περὶ παντὸς τοῦ προτεθέντος | ||
| Θεόδωρε , φήσομεν ἀκηκοότες εἶναι τοῦ περὶ λογισμοὺς καὶ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστου ; Πῶς , ὦ Σώκρατες ; Τῶν ἀνδρῶν |
| κἀνάρμοστος ] ἀηδής . ※ . καταπύγων ] πόρνος . βωμολόχος ] ἀσεβής , φλύαρος . οἱ ἐν τοῖς βωμοῖς | ||
| κωμάζων , πᾶσαν ἀκολασίαν ὑπομένων . ἦν δὲ καὶ φύσει βωμολόχος καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μεθυσκόμενος καὶ χαίρων τῶν |
| ἔχοι μετρίαν αἴσθησιν περὶ λόγους καὶ μήτε βάσκανος εἴη μήτε δύσερίς τις , τοσούτῳ διαφέρειν τὴν ἀρτίως παρα - τεθεῖσαν | ||
| ὠφελείας κόλαξ , ὁ δὲ ἐλλείπων καὶ ἄχαρις ἐν πᾶσι δύσερίς τις καὶ δύσκολος . οὐ μόνον δὲ ἐν τοῖς |
| καὶ δεῦρο σχηματίσαντας . καὶ Τέλεσις δὲ ἢ Τελέστης ὁ ὀρχηστοδιδάσκαλος πολλὰ ἐξεύρηκε σχήματα , ἄκρως ταῖς χερσὶ τὰ λεγόμενα | ||
| κάρδοπον καὶ ληνὸν κέκληκεν . φαρμακοτρίβας δὲ εἶπε Δημοσθένης . ὀρχηστοδιδάσκαλος , ὀρχηστής ὀρχηστρίς , ὄρχησις , ὀρχήματα ὑπορχήματα . |
| τὰς παλλακίδας συνουσίας , καὶ ἔτι ἡ διὰ τῆς μουσικῆς ἐπανόρθωσις , δι ' ἧς καὶ τὸ οἰστρημένον μειράκιον ὑπὸ | ||
| μᾶλλον ἢ ἀναγκαῖον . ἴσως μὲν οὖν καὶ καλὸν ἡ ἐπανόρθωσις , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖον : κωλύει γὰρ |
| δὲ τοῦ τίς ποῖος πόσος , ἐκλελοίπασιν , ἐπειδὴ τὰ πυσματικὰ περὶ ἀπόντων καὶ ἀγνοουμένων γίνονται προσώπων , αἱ δὲ | ||
| τοῦ τί ποῖος πόσος πηλίκος , ἐκλελοίπασιν , ἐπειδὴ τὰ πυσματικὰ περὶ ἀπόντων καὶ ἀγνοουμένων γίνονται προσώπων , αἱ δὲ |
| τὸν ἴδιόν τε καὶ οἰκεῖον εἰπεῖν λόγον . ὅτι δὲ εὐήθης ὁ λόγος οὗτος , δείκνυσιν ἐκ τοῦ λέγειν ἕκαστον | ||
| τῆς φύσεως τέχνη , καθάπερ ἀρχαία τις οὖσα καὶ σφόδρα εὐήθης , ἀχρεῖα καὶ περιττὰ προσθεῖσα τῷ σώματι . τί |
| ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ μὴ ἐπὶ δικαστηρίου ἀγωνιζόμενος , οἷος ἦν καὶ | ||
| , οἷος ἦν Αἰσχίνης καὶ Δημοσθένης , σοφιστὴς δὲ ὁ πλασματογράφος καὶ μὴ ἐπὶ δικαστηρίου ἀγωνιζόμενος . ὁ τοίνυν Ἀφθόνιος |
| φόβοις ἤ τισιν ἄλλοις κακοῖς πιεσθέντας εὐμένεια καὶ συνήθεια καὶ δεξιότης φίλων πολλάκις ἐθεράπευσεν , οὕτως οὐ πολλάκις ἀλλ ' | ||
| γλώσσης ἀποπέμψομεν εἰς μέγαν αἶνον τοῦδ ' ἐπὶ συμποσίου : δεξιότης τε λόγου Φαίακος Μουσῶν ἐρέτας ἐπὶ σέλματα πέμπει . |
| λέγω ἴσως ἢ ἀντεῖπεν ἢ οὐκ ἐπείσθη , ἡ δὲ ἀποσιώπησις μείζονα τὴν ὑπόνοιαν πεποίηκεν , ὡς ἐπιβουλεύων τῷ πατρί | ||
| Ἀθήνας , τῇ ὑποσιωπήσει καὶ πάλιν χρησάμενος . τὸ σχῆμα ἀποσιώπησις . τὰς Ἀθήνας ἐμφαίνει διὰ τῆς τοιαύτης ἀποσιωπήσεως . |
| μαθήσεως ἢ ἐξ ἑτέρων τινῶν , ἐξ ὧν συνέστηκεν ἡ ἐμπειρική . ἐπεὶ δὲ ἄῤῥητα πάντα ταῦτα καθ ' ἡμᾶς | ||
| μαθήσεως ἢ ἐξ ἑτέρων τινῶν , ἐξ ὧν συνέστηκεν ἡ ἐμπειρική . ἐπεὶ δὲ ἄῤῥητα πάντα ταῦτα καθ ' ἡμᾶς |
| : κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου : πρόποσις χωρεῖ : λέπεται κόρδαξ : ἀκολασταίνει νοῦς μειρακίων : πάντ ' ἐστ ' | ||
| ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος ὀρχησμοῦ ὁ κόρδαξ , Ἀριστόξενος ἐν τῷ περὶ τραγικῆς ὀρχήσεως δηλοῖ οὕτως |