στοιχίσμασιν : ὅσαι . ! λ ! ! ὅσαι δὲ τοκάδες φησὶ ἦσαν τετοκυῖαι τὰ ἐμὰ παιδία λαβοῦσαι ὡς εὐειδῆ
θεώμεναι γυμνόν μ ' ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος . ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν , ἐκπαγλούμεναι τέκν ' ἐν χεροῖν ἔπαλλον ,
6183270 δρακοντες
πόλις : διὸ καὶ οἱ εἰσπηδήσαντες εἰς τὸ τεῖχος τρεῖς δράκοντες οἱ μὲν δύο καταπεσόντες ὀλώλασι δηλοῦντες ὡς τὸ ὑπὸ
οἱ προσβαλοῦντες κατὰ τὰ ἡμέτερα τείχη ἀπολοῦνται καθάπερ οἱ δύο δράκοντες : ὁ δὲ κατὰ τὸ Αἰακοῦ τείχισμα ἐλθὼν δράκων
5994679 λεοντες
γὰρ ἡ τῶν ἀετῶν φύσις μετελεύσεται : εἰς δὲ τετράποδα λέοντες , ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ζῷον καὶ φύσεως ἔτυχεν ἀκοιμήτου
λέουσι μορφὴ καὶ χρόα διάφορος . Πάρθοι τε καὶ Ἀρμένιοι λέοντες τὴν κόμην ξανθοὶ καὶ οὐ λίαν ἄλκιμοι , εὐτραφὴς
5791312 μαζους
δὲ γυναιξίν : αὗται γὰρ ἐν τῷ πένθει καὶ τοὺς μαζοὺς λωβῶνται . τροφῷ δέ , εἰ τέκνον ἔχοι ,
τῶν ἰγνύων ὑπὲρ τῶν γουνάτων , καὶ σικύας ἀείρειν ἐπάρας μαζοὺς ὑπ ' αὐτέους , ἄλλοτε μὲν ἐς τὰ δεξιὰ
5534714 κυνες
ἀπὸ τῶν γονέων ἀρχόμενοι , πάσχουσιν ὅπερ καὶ οἱ νεώνητοι κύνες , οἳ οὐ μόνον τοὺς ἄλλους ὑλακτοῦσιν , ἀλλὰ
Ἐ . ἀπορροὰς ἀπολείπει καί φησιν , ὅτι ἀνιχνεύουσι οἱ κύνες κέρματα θηρείων μελέων . ἀδύνατον δὲ τοῦτό γ '
5505185 μεγαλῃσι
δὲ σάω κατὰ καλὰ ῥέεθρα , κρύπτων ἐν δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο
αἵ τ ' ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσς ' ἀραρυῖαι : ὣς ἄρα τὼ χείρεσσι πεποιθότες
5484999 φυουσαι
συμβαίνει καὶ ἐπὶ τῶν λοβῶν . Διὰ τί αἱ κυψέλαι φύουσαι πικραί , γλυκεῖαι γίνονται ἐπὶ τῶν ἀπολλυμένων ; Ὅτι
. οὐρητικώτεραι δὲ [ αἱ ] μετὰ τὴν κάθαρσιν αἱ φύουσαι πρὸς ταῖς ψήφοις , πιληθεῖσαι καὶ συστραφεῖσαι πάνυ ὀλίγοις
5482461 βοες
ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου ὥσπερ ὄνυξ ἐστίν : οἱ γὰρ βόες χηλὰς ἔχουσιν . μῶλυ φυτὸν ἀλεξιφάρμακον . οἱ μὲν
πρόβατα αὐτῶν ὡς ἄρνες , καὶ οἱ ὄνοι καὶ αἱ βόες σχεδὸν ὅσον κριοί , καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν καὶ
5446030 ὀφεις
τὸ πῦρ κατενεχθείη , θηρία ἐνοχλήσουσιν τὰ κτήνη τε καὶ ὄφεις : ἐπὶ δὲ τεῖχος , πόλεμοι καὶ δόλοι καὶ
ὁ τύμβος τῶν περὶ Ἁρμονίαν καὶ Κάδμον , οἵτινες εἰς ὄφεις μετεβλήθησαν . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Ἀπολλωνίῳ ἐν τῷ
5439970 ἱπποι
σε χωρίτῃς πλόος κομίζων δῶρα πλουσίου Νείλου . Οὐδ ' ἵπποι ὀρθρινὰ κατὰ κλισίας χρεμέθεσκον , ἀλλὰ βόες πλείῃσι παρηυνάζοντο
δ ' ὡς ἐπὶ πολὺ ἔτη τριάκοντα . Αἰλιανοῦ . ἵπποι δ ' εἰς πόλεμον παριόντες ὑπόπτους ἔχουσι τάφρους τε
5439073 ταυροι
οὕτω δὲ ἀναβάντες τοὺς κέλητας ἤλαυνον ἐφ ' οὗ οἱ ταῦροι ἦσαν , καὶ ἐπεισβαλόντες τῇ ἀγέλῃ , ἠκόντιζον :
ὑπ ' ἀμφοτέρων κόνις ὤρνυτο . Τοὶ δ ' ἑκάτερθε ταῦροι ὅπως συνόρουσαν ἀταρβέες , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι
5433662 χλαινας
ἐν ἀρχῇ δείξας δώδεκα πέπλους , δώδεκα δ ' ἁπλοΐδας χλαίνας , τά τε λοιπὰ τῶν κομισθέντων δώρων , ἀλλ
, ἢν δέῃ : καὶ ἐπὶ μὲν τὸν στύλον ἐπιστρῶσαι χλαίνας ἢ ἄλλο τι , ὃ μαλθακὸν μὲν ἔσται ,
5414759 κεφαλαι
, ὡς καὶ τὸ ” τῆς δ ' ἦν τρεῖς κεφαλαί ” . τούτου δὲ τοῦ σχήματός ἐστι καὶ τὸ
, τί κακὸν τόδε πάσχετε ; νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα , οἰμωγὴ δὲ
5413738 ὀδμαι
δ ' ἀπὸ τῶν συμπτωμάτων αὖτε ὑπάρχοντα βορβορώδεις τέ εἰσιν ὀδμαὶ καὶ ἑλώδη ὕδατα , τῶν μὲν λίθους γεννώντων ,
φθινοπώρου , ἤμεσε χολὴν μέλαιναν ἡ Εὐμένεος : καὶ αἱ ὀδμαὶ δὲ πρόδηλοι : καὶ οἱ φρικώδεες πυρετοί : καὶ
5384150 μελαιναι
μὴν κατὰ τὴν Ἰνδίαν παρδάλεις ξανθαί τε καὶ κυαναῖ καὶ μέλαιναι καὶ λευκαί , πάσας δὲ γραμμαί τινες εὔκυκλοί τε
προχέονται δ ' ἐκ τῆς ὄψεως ἀκτῖνες πύριναι , οὐχὶ μέλαιναι καὶ ὁμιχλώδεις : διόπερ ὁρατὸν εἶναι τὸ σκότος .
5311105 χαμαιευναδες
ἀπὸ τῶν φωρῶν , τουτέστι κλεπτῶν , φυλακὴν κατεσκευασμένας . χαμαιευνάδες κ . ξ . . , : χαμαιευνάδες :
τρίψας ' ὁμοῦ σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν . Οὗτοι ἀνιπτόποδες χαμαιευνάδες ἀερίοικοι , ἀνόσιοι λάρυγγες , ἀλλοτρίων κτεάνων παραδειπνίδες ,
5310019 φορεουσι
γὰρ δὴ τὴν Μηδικὴν ἐσθῆτα νομίσαντες τῆς ἑωυτῶν εἶναι καλλίω φορέουσι καὶ ἐς τοὺς πολέμους τοὺς Αἰγυπτίους θώρηκας . Καὶ
οἷον ἐν παλάμαις : ἐν παλάμηισιν , : ἐν παλάμηις φορέουσι δικασπόλοι υἷες Ἀχαιῶν , καὶ πάλιν ἐν βήσσαις :
5300991 χιτωνας
ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής ,
] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ]
5293534 στυγεραι
ἄμπεχεν οὐλομένοιο πυρὸς πνείουσαν ἀυτμήν . Ἀμφὶ δ ' ἄρα στυγεραὶ Στυμφηλίδες , αἳ μὲν ὀιστοῖς βλήμεναι ἐν κονίῃσιν ἀπέπνεον
, ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ : τὰ δὲ παννυχίδων ἤδη στυγεραὶ ξυνίσας ' εὐναὶ μογερῶν οἴκων , ὅσα τὸν δύστηνον
5237885 ἀρρηκτος
ἕξεως ἀσθένειανἡ δ ' ἐστὶ πνευματικὸς τόνος , δεσμὸς οὐκ ἄρρηκτος , ἀλλὰ μόνον δυσδιάλυτοςθρυπτόμενοι καὶ ῥέοντες εἰς λεπτὴν τὸ
, δέκα δὲ στόματ ' εἶεν , γαστὴρ δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ
5225704 λαχνηεντα
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν : οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν ἐξ αὐτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν , οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν . ἐξαυτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
5225162 ἀδην
τουτέστιν ὠμὰ τὰ φύλλα διαμασήσασθαι καὶ τὸν χυλὸν αὐτῶν καταπίνειν ἄδην ] δαψιλῶς κίχορα δὲ καὶ καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων
Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον εἰσαφικέσθαι . ἀλλὰ τὰ μὲν στείχοντος ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη
5224979 ἀσπιδες
δὲ τοῦτο διὰ τὸ περιφερεῖς εἶναι καὶ τούτους ὡς αἱ ἀσπίδες . γοργόνωτον ἀσπίδος κύκλον : περιφραστικῶς τὴν ἀσπίδα .
τροπικῶς , ἀπὸ τοῦ ὅλου τὸ μέρος . βοάγρια αἱ ἀσπίδες . ὁ δὲ Ἀπίων τὰ ἐκ βοῆς ἠγρευμένα ,
5218820 λειμωνες
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
μεταλλεύων ἤτοι ζητῶν . ἵππου δέ : λειμῶνες δέ : λειμῶνές τινες ἐν Τροίᾳ : Κρύμνης : ὁμοίως δὲ Κρύμνη
5212158 φερουσαι
ἣν τριακόσιαι νῆες ἑκατέρων ἰδίᾳ παρεσκευάζοντο , βέλη τε παντοῖα φέρουσαι καὶ πύργους καὶ μηχανάς , ὅσας ἐπενόουν . ἐπενόει
κομίζουσαι , καὶ ἔλουον αὐτοὺς αὗται κτένας εἰς τὰ βαλανεῖα φέρουσαι καὶ μύρων ἀλαβάστρους καὶ κάτοπτρα . τοιαύτῃ διαφθείρων ἀγωγῇ
5196982 σταλαγμους
Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θΞ θαλαμηπόλων ] τῶν γυναικῶν
Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . ἀλγύνει : λυπεῖ τοὺς πολεμίους
5192829 λευκαι
πώγωνας ἔχειν . σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ
καὶ ἀριθμεῖν τὰς ψήφους : καὶ εἰ εὑρεθείησαν πλείους αἱ λευκαὶ , εὐδαιμονίζειν τὸν ἀπογενόμενον . Ὅθεν παροιμιασθῆναι , τὴν
5174638 πωεα
τοι καταλέξω . δώδεκ ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι : τόσα πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια
, τοῖν πωέοιν , ὦ πώεε . Πληθ . Τὰ πώεα , τῶν πωέων , τοῖς πώεσι , τὰ πώεα
5171178 κυνας
: καὶ γὰρ εἰ πάνυ ὠκὺς τύχοι καὶ πολλὰς πολλάκις κύνας διαπεφευγώς , ἀλλά γε ἐξ εὐνῆς ἀνιστάμενον καὶ ξὺν
Ἑκάτης : καὶ γὰρ Σώφρων ἐν τοῖς Μίμοις φησὶν αὐτῇ κύνας θύεσθαι . Ζήρινθον τὸ Θρᾳκικὸν σπήλαιον καταλιπὼν τῆς Ῥέας
5164642 βραχιονας
ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ κλάδον δάφνης ὑπὲρ
οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ † ὤθουν φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας
5158517 αἰγες
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς
5124178 κομαι
χρυσέων ἀναδεσμᾶν δέξεται δύστανος ἄταν : ξανθᾶι δ ' ἀμφὶ κόμαι θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν . πείσει χάρις
τε ἦσαν πολλαί , φυτοῦ διὰ τέλους ἀκμάζοντος ἡδεῖαι προσιδεῖν κόμαι : ἄμπελοι δὲ πάνυ σφόδρα εὐθενούντων βοτρύων πρὸ τοῦ
5114366 δενδρη
μοι ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος
δέ σοι πέτραι τ ' [ ἐρυμναὶ ] μουσικῆι κηλούμεναι δένδρη τε μητρὸς ἐκλιπόνθ ' ἑδώλια , ὥστ ' εὐμάρειαν
5110320 λυκοι
ὑπάρχοντα καὶ πεισθέντα παρέσχον τοὺς κύνας ἐκδότους . οἱ δὲ λύκοι διεσπάραξαν αὐτούς . μετὰ δὲ χρόνον ὑπεβάλοντο οἱ λύκοι
Μίνω , ἐξέβαλλεν εἰς τὴν ὕλην , καὶ αὐτὸν ἐπιφοιτῶντες λύκοι βουλῇ Ἀπόλλωνος ἐφύλαττον καὶ ὤρεγον παρὰ μέρος γάλα .
5100513 ἐθειραν
τὸ ἐξ ἔθους τι ποιεῖν . ὁ δὲ Σωρανὸς φησὶν ἔθειραν παρὰ τὸ ἐξ ἔθους ῥεῖν καὶ ἐκπίπτειν ἐπὶ τῶν
, μίτραισι δὲ καὶ ῥόδων ἀώτοις σοφῶν ἀοιδῶν ἐσκίασαν λιπαρὰν ἔθειραν , οἳ τόνδε τρίποδά σφισι μάρτυρα Βακχίων ἀέθλων ἔθηκαν
5092884 ἀμπελοι
τῇ μέντοι ξηρᾷ γῇ καὶ λεπτογείῳ καὶ ψαμμώδει αἱ τοιαῦται ἄμπελοι οὐχ ἁρμόζουσιν , ἀλλ ' ὅσαι πυκνὰς ἔχουσι τὰς
πεποιημένῳ διαχρέωνται : οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι . Ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς
5087414 ἀρνας
εἰ δὲ ὅσον πήχεος ἡ ῥίζα ληφθῆι , ἕλκει καὶ ἄρνας καὶ ὄρνεα : ταύτηι γὰρ καὶ τὰ πλεῖστα τῶν
προγινώσκειν , ὁποῖον χρῶμα ἔχει τὸ ἔμβρυον . ζʹ . ἄρνας μὴ νοσεῖν . ηʹ . πότε δεῖ καὶ πῶς
5077372 κηφηνας
Σώκρατες . Οὐκοῦν , ὦ Ἀδείμαντε , τοὺς μὲν πτηνοὺς κηφῆνας πάντας ἀκέντρους ὁ θεὸς πεποίηκεν , τοὺς δὲ πεζοὺς
, καὶ πανσπερμίαν ἐπιβαλὼν ἄφες . Εἰ θέλεις ἀνελεῖν τοὺς κηφῆνας , ἀρχομένης ἑσπέρας τὰ πώματα τῶν ἀγγείων ἔνδοθεν κατάῤῥανον
5076411 ἐθρηνουν
. ὡς δὲ καὶ περὶ τῶν ἱππέων ἐπύθοντο , αὖθις ἐθρήνουν ἐπὶ πλεῖστον , ὑπὸ δὲ ἀπορίας αὐτὰ ἐδέχοντο καὶ
Τροίας . ἄτλητα ] ἤγουν ἀτόλμητα τολμήσασα . ἔστενον ] ἐθρήνουν οἱ προφῆται . τόδ ' ] ἤγουν τὸ γεγονός
5076334 ὀρχεις
Τὰ δὲ μηρία δεῖ μὴ σαρκώδη εἶναι , τοὺς δὲ ὄρχεις ἐχέτω μικρούς . τὸ δὲ μεταξὺ τῶν μηριαίων μὴ
τῆς κύστεως τραχήλῳ συνήνωται τὸ αἰδοῖον , ἐκ δὲ τούτου ὄρχεις ἐν ὀσχέῳ κεῖνται . Τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ
5069598 πληρουσιν
ἐπεὶ καὶ ὁ τῶν Εϝ ἐπὶ ζʹ . καὶ οὐ πληροῦσιν ἄλλοι δύο λόγοι τὸν ἐπὶ Ϛʹ , ὧν ὁ
δὲ ἀνέσεως ὄντα τὸν πεντεκαιδέκατον ἅπαξ ἠχήσαντες τὸν ἴσον ἀριθμὸν πληροῦσιν . Ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν ἑκάστῳ τετραχόρδων πέντε τυγχανόντων
5068307 χηνες
τῆς πέτρας προσανέβησαν . τοὺς μὲν οὖν φύλακας ἔλαθον , χῆνες δ ' ἱεροὶ τῆς Ἥρας τρεφόμενοι , καὶ θεωρήσαντες
ἡ γυνή , τὸ τεχθὲν ζήσειν : ἱεροὶ γὰρ οἱ χῆνες οἱ ἐν ναοῖς ἀνατρεφόμενοι : εἰ δὲ μή ,
5056693 δαμασαιο
πέζαις . καί τε σύ γ ' ἢ γερύνων λαιδροὺς δαμάσαιο τοκῆας ἄμμιγα δὲ ῥίζας ἠρυγγίδας , ἢ καὶ ἐπαρκές
τῇ φωνῇ τραχυτέρᾳ λαιδρούς ] θρασεῖς δαμάσαιο τοκῆας : ἑψήσειας δαμάσαιο ] φόνευσον τοκῆας ] τὰ τέκνα ἢ ῥίζας ἠρύγγου
5051405 δρακοντας
ἀγχομένοις δὲ χρόνος : τούτους οὖν , φησί , τοὺς δράκοντας στρεβλουμένους καὶ πνιγομένους αἱ ψυχαὶ ἀπέλιπον , καὶ νεκρὸν
γὰρ ἀπόλλυσιν ἄμφω τὰ θηρία . καὶ κέρδος τοῖς ἑλοῦσι δράκοντας ὀφθαλμοί τε γίγνονται καὶ δορὰ καὶ ὀδόντες . εἰσὶ
5040428 ἀναινονται
δοκεῦσι πικρὰ εἶναι , καὶ ἤν τις πλείονα δῷ , ἀναίνονται λαβεῖν , καὶ σχέτλια δρῶσι : παράφοροι δὲ τῇ
ἐκερτόμουν καὶ τὴν μητέρα , τὸ γῆρας αὐτῶν ἐκφαυλίσαντες . ἀναίνονται οὖν ἐκεῖνοι τὴν σὺν τούτοις διατριβήν , καὶ ᾤχοντο
5038964 ἑλικες
' ὅτε τῷ ῥοφουμένῳ ὕδατι οἰνάνθη ἢ ἐμβρεχέσθωσαν τῷ ὕδατι ἕλικες ἀμπέλου ἢ ῥόας χυλοῦ βραχὺ ἐμβλητέον τῷ ποτῷ :
] λόγῳ . . χθὼν ] ἡ γῆ . . ἕλικες ] συστροφαί . . στεροπῆς ] ἀστραπῆς . ζάπυροι
5034895 τερμασιν
ἀφ ' ἑσπέρου Ὠκεανοῖο : ἔνθα τε καὶ στῆλαι περὶ τέρμασιν Ἡρακλῆος ἑστᾶσιν , μέγα θαῦμα , παρ ' ἐσχατόωντα
Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν Αἰθιοπήων ἱππάγρων πολὺ φῦλον , ἀκαχμένον ἰοφόροισι δοιοῖς χαυλιόδουσι
5034122 εἰσιδεειν
δ ' ὀλοαὶ δίδυμον γένος : αἱ μὲν ἔασι μείζους εἰσιδέειν καὶ πάσσονες εὐρέα νῶτα , αἱ δέ τ '
ὀιζυρῆς κακότητος ἄμμορος , ἐλπωρὴ δὲ πέλει καὶ δούλιον ἦμαρ εἰσιδέειν . Τῶ μή τις ἔτ ' ἀμβολίη πολέμοιο εἴη
5032979 συες
σοὶ ναίους ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι καὶ ἔδμεναι , οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν ἴσως διὰ τὸ φαντασίαν τινὰ παρέχειν
οἰκτίστῳ θανάτῳ : περὶ δ ' ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ
5027984 πλατε
τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες : ἐνθάδε τ ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ ' , ἐπὶ
πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες
5022990 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
5020040 τικτουσιν
λεπτυνόντων , ὥστε μὴ πολλὴν ἀθροίζεσθαι ὕλην παχεῖαν , ἣν τίκτουσιν εἰκότως καὶ ἀθροίζουσιν ἀδδηφαγίαι τε ἄτακτοι καὶ μετὰ τροφὴν
ὁ ὀπωρινὸς καιρός . Καὶ οἱ μὲν ἅπαξ τοῦ ἔτους τίκτουσιν , ὁ δὲ λάβραξ δὶς τίκτει , οἱ δὲ
5018473 πεπλους
εἶδεν ὁ Ξέρξης , αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα διαρρηγνύει τοὺς οἰκείους πέπλους . . ἐσφάδαζε ] ἐταράττετο , ἐστασίαζε . .
ἄνευ ποικιλμάτων ἐσθήματα ἑανοὺς καλεῖσθαι , τὰ δὲ σὺν ποικίλμασι πέπλους . τὸ δὲ ζῶμα ἔστι μὲν ἐπιτήδειον ἐνδῦναι ,
5017868 ὀϊων
ὀΐων ἕπεται σκοπός : . . . ἅ τοι τῶν ὀΐων : ἣ καὶ ἥτις . τὸ δὲ σκοπὸς ἀντὶ
γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων : τὸ δὲ νήπιος οὐκ
5013325 ἀγαλλομεναι
μέλπετε τὸν Διόνυσον βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων , εὔια τὸν εὔιον ἀγαλλόμεναι θεὸν ἐν Φρυγίαισι βοαῖς ἐνοπαῖσί τε , λωτὸς ὅταν
πεντήκοντα κόραι περὶ κύμασι βακχεύουσαι , Τριτώνων ἐπ ' ὄχοισιν ἀγαλλόμεναι περὶ νῶτα θηροτύποις μορφαῖς , ὧν βόσκει σώματα πόντος
5011241 θοαι
' ἐλεαίρει . ἦ μένει εἰς ὅ κε δὴ νῆες θοαὶ ἄγχι θαλάσσης Ἀργείων ἀέκητι πυρὸς δηΐοιο θέρωνται , αὐτοί
περάτων ἐάγησαν ἐπισπέρχοντος ἀήτεω , τῶν δὲ διὰ ξύλα πάντα θοαὶ σκεδάσαντο θύελλαι : αἳ δὲ καὶ ἐς μέγα βένθος
5006829 κυπαρισσοι
ὡς ἀσέμνους καὶ μαχλάδας . Ὅσα μακρά ἐστιν , οἷον κυπάρισσοι καὶ πίτυες καὶ κάμακες καὶ ἄνδρες ἐπιμήκεις καὶ τὰ
τὰν νύκτα διαξεῖς . ἐντὶ δάφναι τηνεί , ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι , ἔστι μέλας κισσός , ἔστ ' ἄμπελος ἁ
5005866 ξανθοι
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη :
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ
5002478 λεοντων
, ὅτε τὰ πάτρια τεύχεα παρεδίδοσαν , ἰὼ μάκαιρα ταυροκτόνων λεόντων ἔφεδρε , τῷ Λαρτίου , σέβας ὑπέρτατον . Ἔχοντες
αὐτὸν οὐχ ἵππων λέγει πατέρα οὐδὲ μὰ Δία κυνῶν ἢ λεόντων ; ὅτι τοῖς μὲν ἄλλοις ἅπασι ζῴοις οὐ μέτεστιν
4999676 προσφατοι
δευτέραν τάξιν , ὥστε ἤδη δῆλον ὅτι καὶ ξηραίνουσι , πρόσφατοι μὲν ὑπάρχοντες ἔτι καὶ ὑγροὶ μετρίως , ξηρανθέντες δὲ
στέατος χηνείου γοδ ἤτοι οὐγ . δ . ἐγκέφαλοι χηνῶν πρόσφατοι δύο : στέατος χηνείου καὶ φασιανοῦ καὶ ὄρνιθος καὶ
4998808 κυανοιο
οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηντο , αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς
οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηνται : αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς
4994753 αὐτοισιν
τοιαῦτα πάσχουσιν : ἀρχομένης τῆς πλησμονῆς ὕπνοι μακροὶ καὶ ἡδέες αὐτοῖσιν ἐπιγίνονται , καί τι τῆς ἡμέρης ἐπικοιμῶνται : ὁ
, εἴκασεν αὐτὰς τοῖς ποταμοῖς λέγων οὕτως ” ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ . ” καὶ
4993688 πασσονα
' ὀλίγος γένετ ' ἀνδρός : ὃ δ ' αἰεὶ πάσσονα γυῖα αὐξομένου φορέεσκε πόνου καὶ χροιῇ ἀμείνω . Πῶς
χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη [ μείζονά τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα : κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ
4990373 βοσκουσι
ἔθνος πολλοὶ καὶ πλείους ἢ οἱ τῶν μελιττῶν ἑσμοί , βόσκουσι δὲ τὰς μὲν λειμῶνες , τοὺς δὲ οἰκίαι καὶ
Ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ . Αἱ δ ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενοὺς βροτῶν . Αὐτὸς πενωθεὶς τοῖς ἔχουσι μὴ
4981095 ἑπτ
ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρεσφόντῃ [ . ] : καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν . ὁμοίως
μυρίαι τὸν αὐτὸν ἐξήντλησαν ὡς ἐγὼ βίον . καὶ δὶς ἕπτ ' αὐτῆς τέκνα Νιόβης θανόντα Λοξίου τοξεύμασιν † ὠνητέραν
4980710 ξυνιοντες
Οἳ δ ' ὅτε δή ῥ ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο , σύν ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν
πρὸς τὴν ὑποδοχήν , ταὐτό μοι πεπονθέναι δοκοῦσιν οἱ πολλοὶ ξυνιόντες ἐπὶ τὸν τοιοῦτον καὶ λέγειν κελεύοντες , ἄγευστοι δῆλον
4976914 ὑποξανθοι
δὲ πλέον τῆς συγγενοῦς φύσεως ἐμμένει . Ὄνυχες πλατεῖς λευκοὶ ὑπόξανθοι εὐφυεῖς ἄνδρας δηλοῦσιν , οἱ δὲ στενοὶ καὶ προμήκεις
τρίχεϲ τῆϲ κεφαλῆϲ βρέφεϲι μὲν οὖϲιν ὑπόπυρροι , παιϲὶ δὲ ὑπόξανθοι , τελειουμένοιϲ δὲ γίνονται ξανθαὶ μεταξύ πωϲ οὖϲαι τῶν
4973573 ἀπεληγον
ἐν νεκύεσσι καὶ αἵματι δηριόωντο υἱῆες μακάρων ἐρικυδέες οὐδ ' ἀπέληγον ἀλλήλοις κοτέοντες . Ἔρις δ ' ἴθυνε τάλαντα ὑσμίνης
ὑπ ' ἀπήνῃ δοιοὶ ὁμηλικίη κρατεροὶ βόες , οὐδ ' ἀπέληγον ὑσμίνης . Τοῖς δ ' αἶψα θεὸς ποτὶ μῦθον
4968161 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
4951537 λεοντας
παρὰ δὲ τὸν ψόφον τοῦ ἀλεκτρυόνος φθεγξαμένου καταπτήξαςφασὶ γὰρ τοὺς λέοντας πτύρεσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀλεκτρυόνων φωνάςεἰς φυγὴν ἐτράπη .
δέ , ἐν Ἀττικῇ , φησί , τίς εἶδε πώποτε λέοντας ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον θηρίον ; οὐδὲ δασύποδ '
4948918 ἐρσενας
ἐλίποντο τῶν ἱρῶν . Τοὺς μέν νυν καθαροὺς βοῦς τοὺς ἔρσενας καὶ τοὺς μόσχους οἱ πάντες Αἰγύπτιοι θύουσι , τὰς
τοὺς συκέων τρόπον θεραπεύουσι τά τε ἄλλα καὶ φοινίκων τοὺς ἔρσενας Ἕλληνες καλέουσι , τούτων τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι
4944444 ὀνοι
τε τὸν πόρον ἐγχυματιστέον ἔλαιον ᾧ ἐναφήψηται γῆς ἔντερα ἢ ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας ἢ ἀράχναι . ἐγχυματιστέον δ
τῇ κυήσει νοσῆς βρέφος : κιλλαγκτὴρ ὁ ὀνελάτης : κίλλοι ὄνοι τὸ ἑρμὸς ἐκ τοῦ εἵρω γεγονὸς τοῦ τάσσω ἐν
4943253 ἐριφους
ἡ πρώτη ἕκτη κούρῃ γε γενέσθαι ἄρμενος , ἀλλ ' ἐρίφους τάμνειν καὶ πώεα μήλων , σηκόν τ ' ἀμφιβαλεῖν
. τὸ δὲ φίλημα κέντρου μελίττης πικρότερον . Πολλάκις ἐφίλησα ἐρίφους , πολλάκις ἐφίλησα σκύλακας ἀρτιγεννήτους καὶ τὸν μόσχον ,
4939779 ἐλαφοι
τούτῳ καὶ ἡ δειλία τῶν φύσει αἱρετῶν ἐστιν , ἐπεὶ ἔλαφοι καὶ λαγῲ καὶ ἄλλα πλείονα ζῷα φυσικῶς ἐπ '
τὸ τῶν ἐλάφων πάσχομεν : ὅτε φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν αἱ ἔλαφοι τὰ πτερά , ποῦ τρέπονται καὶ πρὸς τίνα ἀναχωροῦσιν
4930949 μιλτῳ
κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς , κεχρωσμένος μὲν τῇ μίλτῳ καὶ τῷ κυανῷ , τὸ δ ' ἔνδοθεν πήλινός
ἐξέτινον ζημίαν ” . Γ εἰώθασι δύο ὑπηρέται κεχρισμένον σχοινίον μίλτῳ ἤγουν βάμματι κοκκίνῳ ἐκτείνειν διὰ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸν
4923292 κοραι
ἰαχαῖς τε νύμφαν . ἴτ ' , ὦ καλλίπεπλοι Φρυγῶν κόραι , μέλπετ ' ἐμῶν γάμων τὸν πεπρωμένον εὐνᾶι πόσιν
νυκταλωπικοῦ πάθους , καί τι χαλεπὸν ἐγίνετο . αἱ γὰρ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν ἐμειοῦντο πυκνούμεναι ὑπὸ τῆς ψύξεως , αὐτὸς
4919266 τυτθα
† ) τὸ φαείνω ἐνεστῶτός ἐστιν ἀντὶ τοῦ μέλλοντος . τυτθὰ βαλών . , : τριχθὰ βαλών . . .
πόληα . Ὡς δ ' ὅτε λήιον αὖον ἐπιβρίσασα χάλαζα τυτθὰ διατμήξῃ , στάχυας δ ' ἀπὸ πάντας ἀμέρσῃ ῥιπῇ
4918885 ποικιλ
τυροὺς ποιεῖν καλούς : ἔτι ταῦτα προσετίθην ἀκηκοώς , ἱμάτια ποικίλ ' εἰ λέγοι τις Σικελικά . σκεύη μὲν οὖν
νούσους οὐδὲ κακὸν γῆρας ἐπερχόμενον . Φροντίδες ἀνθρώπων ἔλαχον πτερὰ ποικίλ ' ἔχουσαι , μυρόμεναι ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου .
4915480 ἀγελη
γιγνόμενα λανθάνειν πλὴν αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας , εἰ αὖ ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων ὅτι μάλιστα ἀστασίαστος ἔσται . Ὀρθότατα ,
ἀφέστηκεν , ἀλλ ' ἔστι τῶν ἐν πλάτει θεωρουμένων ὡς ἀγέλη τε καὶ σωρὸς καὶ ἄλλα πολλά . ἀλλὰ γὰρ
4913528 πυσει
εἰσιν αἱ πυθεδόνες . Ὅμηρος : σέο δ ' ὀστέα πύσει ἄρουρα . καὶ Ἐρατοσθένης : αἱ δὲ πελιδναὶ πυθεδόνες
. Τί οὖν ἂν εἴη τὸ σέο δ ' ὀστέα πύσει ἄρουρα : ἦ μή τις σεῦ μῆλα ; ἢ
4910529 ἠδε
, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες , οἵ μ ' εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον
ἔστιν συναθροιζόμενοι ' . . . . Αὔλιον ἄντρον : ἠδὲ καὶ † Αὐλίην ἄντρον ἐπωνυμίην καλέουσιν . ' .
4909990 κωλ
παναίολον Πιερίδων μονόδουπον αὐδάν , θοαῖς ἴς ' αἰόλαις νεβροῖς κῶλ ' ἀλλάσσων , ὀρσιπόδων ἐλάφων τέκεσσι : ταὶ δ
χεροῖν ἡμεῖς τε , πυγμαὶ δ ' ἦσαν ἐγκροτούμεναι καὶ κῶλ ' ἀπ ' ἀμφοῖν τοῖν νεανίαιν ἅμα ἐς πλευρὰ
4903704 ἐλαφων
ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ , ἢ ὁπότε σκαρθμοὺς ἐλάφων ὀχεῇσιν ἀλύξας ἀνδράς ' ἐνισκίμψῃ χολόων γυιοφθόρον ἰόν :
γυναικῶν τῶν εὑρισκομένων , ἐπί τε αἰγῶν καὶ βωῶν καὶ ἐλάφων , καὶ τῶν παραπλησίων ζῴων . σώματα δὲ ἐστὶ
4903451 γενναιαι
ταῖς μορίαις ἀντιτιθείς , ἴσως τὰς κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας . γενναῖαι κύνες Λάκαιναι , Ἀρκάδες , Ἀργολίδες , Λοκρίδες ,
καὶ τοῦτον πρὸς τὸν πατέρα διεξιέναι , ὅτι ἄρα αἱ γενναῖαι τῶν κυνῶν ἐν τῷ μέλλειν θηρᾶν σκυλακεύονται , συμπεῖσαί
4902608 ὀϊς
κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε , οἱ δ ' ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας , ἵρευον δὲ σύας σιάλους
οἶς μόνον , ὃ καὶ γέγονεν κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὄϊς , δηλοῖ δὲ τὸ πρόβατον : ταχύς : βραδύς
4898080 τερενα
Τῷ Ἕλληνι , τῷ τέρενι : τὸν Ἕλληνα , τὸν τέρενα : ὦ Ἕλλην , ὦ τέρεν . Κανονίζεται ἐπὶ
μὲν σάκεος , ὁ δὲ φασγάνου ἀργυροήλου τώ οἱ ῥυσάσθην τέρενα χρόα . χώσατο δ ' Ἕκτωρ . ὅτι καὶ
4897498 μηλα
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα ,
4896928 Βλεμυων
' ἔπι ἀπηλοίησε ] ? σιδήρῳ ? [ ] [ Βλεμύων ] ἡγήτορες ? [ ] [ ] ς ?
ἐν δὲ θέρει πυμάτοισι παρ ' Αἰθιόπεσσι νομεύοις πέτρᾳ ὕπο Βλεμύων , ὅθεν οὐκέτι Νεῖλος ὁρατός . ὔμμες δ '
4891107 ἐσσυμενοιο
ταρφέα κινυμένοιο πέλει κτύπος , ἀμφὶ δὲ χαῖται ῥώοντ ' ἐσσυμένοιο , κάρη δ ' εἰς ὕψος ἀείρει φυσιόων μάλα
Βοῇ δ ' ἀμφίαχεν ἄστυ καί τινος αἰζηοῖο διὰ φλογὸς ἐσσυμένοιο φθεγγομένου : τοὺς δ ' ἔνδον ἀμείλιχος Αἶσα δάμασσεν
4889238 ἀποκταμενων
μὲν γήθησε , τὸ δὲ πλέον εἰσέτι παίδων ἄχνυτ ' ἀποκταμένων . Ἄγε δ ' εἰς ἑὰ δώματ ' ἄνασσαν
, ὅτ ' ἄνακτα πελώριον ὕστατον ἄλλων ἤνυσε πῦρ ἀίδηλον ἀποκταμένων περὶ νεκρῷ ἵππων τ ' αἰζηῶν τε καὶ ἄλλ
4881605 ἀμφιγυοισι
δὴ πελέκεσσι καὶ ἀξίνῃσι μάχοντο καὶ ξίφεσιν μεγάλοισι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι . πολλὰ δὲ φάσγανα καλὰ μελάνδετα κωπήεντα ἄλλα μὲν
ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ , βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι : καί σφεας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι , οὐδέ τι
4876671 θηρων
' ἀΐξαντε πετέσθην . Ἴδην δ ' ἵκανον πολυπίδακα μητέρα θηρῶν , εὗρον δ ' εὐρύοπα Κρονίδην ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ
ὀπτεύω , σῴζω δ ' εὐθαλεῖς καρποὺς κτείνων παμφύλων γένναν θηρῶν , ἃ πάντ ' ἐν γαίᾳ ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον
4876071 αὐταισιν
Βάκχαις [ ] αὐταῖσιν ἐλάταις καὶ ἐν Ἱππολύτῳ [ ] αὐταῖσιν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδα . καὶ ἔστιν Ἀττικὴ ἡ συνήθεια
. δεύτεραι αὖτε τράπεζαι ἐφωπλίζοντο γέμουσαι : ἐν δ ' αὐταῖσιν ἐπῆν ἄπιοι καὶ πίονα μῆλα , ῥοιαί τε σταφυλαί
4875655 χυντο
δεῖ , ἐχρῆν ἔδει . χολάδες μὲν τὰ ἔντερα : χύντο χαμαὶ χολάδες : χόλικες δὲ αἱ τῶν βοῶν κοιλίαι
ἀμηχανέων , χολάδες [ δέ οἱ αὐτίκα πᾶσαι ] [ χύντο ] χαμαί , τὰς δ ' αὖτε ? [
4871952 πλοκαμους
ἁμίλλας χαρίτων ἁβροπλούτοιο χαίτας εἰς ἔριν ὀρνυμένα πολυποίκιλα φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλομένα γένυσιν ἐσκίαζον † . ποῦ ' σθ '
τυγχάνοντας κομήτας ἐπικοίνως . οὗτος ἡνίκα τοὺς λαμπροὺς καὶ ἀργυροῦς πλοκάμους ἐπὶ τὸ μέρος τῆς ἑῶ ὅλως προσακοντίσαι προσὼν Καρκίνῳ
4863256 ζωους
ἐς ἀφνειὸν καὶ πλούσιον ἐξικόμεσθα Μακροβίων , οἳ δὴ πολέας ζώους ' ἐνιαυτούς , δώδεκα χιλιάδας μηνῶν ἑκατονταετήρων πληθούσης μήνης
' θαλάσσης . τοῖς ἡμιθνήτοις : καὶ Ὅμηρος ἄλλοτε μὲν ζώους ' : ἑτερήμεροι γὰρ ἦσαν . Λαπερσίοις δὲ τοῖς
4859293 δακρυουσαι
, ἀνηλωκυῖαι παιδίοις ἄρτον αἰτοῦσιν οὐχ οἷαί τε οὖσαι δοῦναι δακρύουσαι πεινῶντα κατέθαπτον , εἶτα ἐκ τῶν αὐτῶν ἐπαπέθνησκον .
ἐχόντων χρήματα : παρόσον αἱ τοῦ Φαέθοντος ἀδελφαὶ ἀποδενδρωθεῖσαι καὶ δακρύουσαι ἀπέσταζον τὸ ἤλεκτρον . Ἠλιθιώτερος Λευκολόφου : οὗτος ἀποδόμενος
4857690 περικειμεναι
εἴσοδον , ὡς ὅμοιαι μὲν τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὖσαι , περικείμεναι δὲ νέφους τινὰ φύσιν . ἵνα γυναῖκας εἰσαγάγῃ τὰς
⌋ ⌊ ⌋ ⌊ ⌋ δὲ πασσάλοις κρύπτοισιν ⌊ ⌋ περικείμεναι ⌊ ⌋ λάμπραι κνάμιδες ⌊ , ἄρκος ⌋ ἰσχύρω
4852812 ἡμιονοι
σοφίης πέρι δηρισάντοιν , γνοίης χ ' ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι . τῆμος δ ' ἠέλιος μὲν ἐν αἰθέρι μώνυχας
, ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι , ὑπὸ δ ' ἡμίονοι ταλαεργοὶ ἀδμῆτες : τῶν κέν τιν ' ἐλασσάμενος δαμασαίμην
4850768 διαπυροι
τὸ γάλα ἢ καὶ ποταμίους ἐμβαλεῖν κόχλακας : γινέσθωσαν δὲ διάπυροι , ὥστε τὸ ὀρρῶδες τοῦ γάλακτος διὰ τούτων ἀναλυθῆναι
' ἐκ τούτων ἕλικες παρὰ σοφῶν καλοῦνται , τῶν κεραυνῶν διάπυροι σκηπτοί τε καὶ πρηστῆρες , οἱ δὲ μηδ '
4840581 οἰων
: πίνουσι γὰρ αὐτό , ὥσπερ οὖν ἡμεῖς τὸ τῶν οἰῶν τε καὶ τῶν αἰγῶν . , : οἱ δὲ
οἱ ἐκ τῶν δένδρων τῶν ἄλλων . Τῶν δ ' οἰῶν δύο γένη ποιοῦσι , τὸ μὲν δὴ καρποφόρον θῆλυ

Back