. . Πάμφιλος : Κλέπτης . κλαύσεται : Κλαύσει καὶ τιμωρηθήσεται . . ὁ Πάμφιλος δημαγωγὸς ἦν ἐν Ἀθήναις ,
, οὗτος δὲ προδοὺς ὅλην τὴν πόλιν οὐχ ὅπως μὴ τιμωρηθήσεται ἀλλὰ καὶ ὅπως τιμήσεται παρασκευάζεται . καίτοι δικαίως γ
6252627 πολεμησωσιν
. ἐκπίπτει δὴ λόγιον , ἔνθα ἂν αὐτοῖς οἱ γηγενεῖς πολεμήσωσιν , ἐνταῦθα καταμεῖναι καὶ ἀναστῆσαι πόλιν . οὐκοῦν ἥκουσι
αὐτοῖς , εὐλαβηθῶμεν ὅπως μὴ διὰ τὴν αὐτὴν πρόφασιν ἡμῖν πολεμήσωσιν , εἰ παρακαλούμενοι μὴ βουλησόμεθα συμπολεμεῖν μετὰ Πελοποννησίων :
6218933 πιθηκισμοις
δόξαν ἀπηνέγκατο ὁ Θεμιστοκλῆς , περὶ οὗ ἄνω ἐγράφη . πιθηκισμοῖς : ἀπάταις καὶ κολακεύμασιν . ΓΘ ἄλλως : μιμήμασιν
σὺ οὖν , ὦ Ἱέρων , μὴ πείθου διαβολαῖς μηδὲ πιθηκισμοῖς , ὅ ἐστιν ἀπάταις . ἄλλως : ὁ λόγος
6195126 σωφρο
, σὺ δὲ ἀγροίκως ἐποίησας μόνη κοιμηθεῖσα ἐν ῥόδοις καὶ σωφρο - νήσασα ἐν οὐ σώφροσιν . ἢ γὰρ τῶν
καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια , ἐπεὶ ἀγαθαί εἰσι ,
6192906 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
6192731 εὐεπιχειρητος
ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος
, ἐς μέρη πολλὰ διασπώμενος ὑπὸ τῆς δυσχωρίας , ὡς εὐεπιχείρητος ἄν , εἴ τις ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ
6170614 ΔΕΥτερα
σφαγὴ τῶν πρώτων συνήθειαν πεποίηκε , καὶ τὰ τοιαῦτα . ΔΕΥτέρα ἀντίθεσις : ἀλλ ' ἐξῆν πατρὶ ὄντι καὶ τοὺς
σοι θανάτου πέπρακται ἄξιον . ἫΝ λύσεις ὡς ἔθος . ΔΕΥτέρα μεταστατικὴ , ὁ λιμὸς αἴτιος . ΤΡίτη , ἀπὸ
6159729 βλεπους
: ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ φάρος εἶναι τοῦ βλέπους , ἤτοι τοῦ ὀφθαλμοῦ : βλὲψ γὰρ ὁ ὀφθαλμός
πατήρ ; ἔξειπ ' : ἐπεί νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα βλέπους ' , ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη . Τί
6133180 ἐπεμβολης
τοῦ ζῆν ἀσφαλῶς ᾑρημένος . τὸ δὲ κατὰ παρένθεσιν ἐξ ἐπεμβολῆς γίνεται , οἷον τοῦ τ ' ἐκεῖνον , ὅπερ
κατ ' ὀρθότητα ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ τὰ χωρὶς ἐπεμβολῆς , κῶλα δὲ τὰ ὀλίγῳ τῶν κομματικῶν μείζονα ἢ
6120911 ὑβριζομενος
ἔλεγεν , οὐδενὸς ἀκούοντος ἑτέρου , φυγεῖν μὲν ἐς Πομπήιον ὑβριζόμενος ὑπὸ τοῦ τότε ναυάρχου Καλουισίου , τὴν δὲ ναυαρχίαν
τις ὑπὸ τῶν νόμων ὁλοσχερεῖ ἀτιμίᾳ , ἀτιμάζεται δὲ ὁ ὑβριζόμενος ἔν τινι πράγματι . ἄττα ψιλούμενον καὶ δασυνόμενον διαφέρει
6115115 Ἀνθρωπε
τοὺς χρησμοὺς ἐξηγοῦνται . ὦ μεγάλης ἀναισχυντίας καὶ γοητείας . Ἄνθρωπε , τί ποιεῖς ; αὐτὸς σεαυτὸν ἐξελέγχεις καθ '
καθίζου μαλακῶς , ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι . Ἄνθρωπε , τίς εἶ ; Μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου
6112516 ἀναμαρτητους
ἰητρὸς ἀγαθὸς ἀκμάζοι ὁμότεχνος καλεόμενος : ὁ δὲ τὰς ἀκέσιας ἀναμαρτήτους ῥηϊδίως ἐπιτελέων οὐθὲν ἂν τουτέων παραβαίη , οὐ πάντη
. Τὸ μὲν μὴ ἐγχειρεῖν , οἷς οὐκ ἴσμεν , ἀναμαρτήτους ἡμᾶς διαφυλάττει μόνον , τὸ δὲ διδάσκεσθαι τὰ πρὸς
6101192 ὑπεικων
παχὺς οὔτε γεώδης , ἀλλὰ χαῦνός τε καὶ μαλακὸς , ὑπείκων ταχέως ἁπτομένων ἡμῶν τοῖς δακτύλοις ὑπονοοῦμεν φυσῶδες πνεῦμα ἐπιρρεῖν
ὀλίγου ϲώματοϲ ὑποπίπτων κατὰ τὴν ἐπέρειϲιν τῶν δακτύλων , ῥᾳδίωϲ ὑπείκων καὶ ἀντιμεθιϲτάμενοϲ : τοῖϲ δὲ μεταξὺ περικρανίου καὶ ὀϲτέου
6075070 Κεἰ
, ληφθείς γ ' ὑπὸ λῃστῶν ἐσθίοι κριθὰς μόνας . Κεἴ τις στρατηγεῖν βουλόμενος μὴ ξυλλάβοι ἢ δοῦλος αὐτομολεῖν παρεσκευασμένος
οὖν ἡμῖν δοκεῖ ἐξισῶσαι τοὺς πολίτας κἀφελεῖν τὰ δείματα . Κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν , ἐγγενέσθαι φημὶ
6063487 μας
καὶ ] τοῖς μεθ ? [ ' ἡ ] - μᾶς ἐσομένοις βοηθῆσαι % , % πρὸς δὲ δὴ φιλάνθρωπον
. εήνα ? ? ? σημεῖον ἐθέμην τοῦτο καὶ ἡ μᾶς νικῆσαι . δαναϊδῶν . ἀργείων * λέξω . τὸ
6056877 ὀλοιτο
οὐ τὰς φρένας ἔχεις ὁμοίας ἀλλὰ διαφόρους πολύ . κακῶς ὄλοιτο μηδ ' ἐπ ' Εὐρώτα ῥοὰς ἔλθοι : σὺ
. λιπὼν δὲ ναὸς ποῦ πάρεστιν ἔκβολα ; ὅπου κακῶς ὄλοιτο , Μενέλεως δὲ μή . ὄλωλ ' ἐκεῖνος .
6056451 διαρραγησομαι
αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες
ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ”
6037334 προδῳς
τῆς ψυχῆς [ καὶ ] τῆς ἐμῆς δέσποτα , μὴ προδῷς ἑαυτὸν μηδὲ εἰς ὀργὴν ἐμβάλῃς βαρβαρικήν , συγκατάθου δὲ
] συνάθροισμα . ξυντέλεια ] τὸ πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους
6024377 πρασσοις
λόγῳ . Αἴγυπτος . εἰδὼς δ ' ἁμὸν ἀρχαῖον γένος πράσσοις ἄν , ὡς Ἀργεῖον ἀντήσας στόλον . δοκεῖτε δή
τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν . εἴης φορητὸς οὐκ ἄν , εἰ πράσσοις καλῶς . ὤμοι . ὤμοι : τόδε Ζεὺς τοὔπος
6016342 σωζομενον
ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον : ὅταν ὑπὸ τοῦ σώζοντος τὸ σωζόμενον ἀπατηθῇ . Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκει : ἐπὶ τῶν
τὰ βράχη καὶ καθίζειν , σπάνιον δ ' εἶναι τὸ σωζόμενον σκάφος . διόπερ πόρρωθεν τὸν παράπλουν ποιοῦνται φυλαττόμενοι μὴ
6015448 νικωμενη
εὐπραξίαν καὶ τοῦθ ' ὑπάρχειν , θεῶν ἀμεινόνων τυχεῖν : νικωμένη γὰρ Παλλὰς οὐκ ἀνέξεται . εἰ σὺ μέγ '
: ὡς καὶ ἂν ἑτέρα μαρτυρία χρηματίσῃ , οὐκ εὐτονήσει νικωμένη ὑπὸ τῆς πρώτης , καὶ μάλιστα ὅταν κατὰ διάμετρον
6013868 τεθεαται
ἐλιπάρει τὸν ζωγρήσαντα : ὡς δὲ δακρύοντα οὗτος τὸν ἄνδρα τεθέαται , τὴν ἐσθῆτα ἀποδυσάμενος καὶ γυμνὸν ὑπὸ τὴν λόχμην
, ὠφέλημα : κερδαίνεις γὰρ οὐδὲν ταῦτα λέγων ὦπται ] τεθέαται πάλαι ] ἐξ ἀρχῆς τάδε ] ὅτι οὐδὲν ὠφελοῦμαι
6010442 ἀπαγομενος
' οὐδὲν λογισθῆναι , εἰς εἱρκτὴν αὐτὸν ἀπαχθῆναι κελεύει . ἀπαγόμενος τοίνυν ὁ Αἴσωπος ἔκραξεν : „ ὁρᾷς , ὦ
ἠλέησαν , ἀλλ ' εἷλκον αὐτὸν μετ ' ὀργῆς . ἀπαγόμενος δὲ ὁ Αἴσωπος ἔφη “ ἀκούσατε , ὦ Δελφοί
6007097 ὑποδραμων
οὕτω τούτων ἐχόντων , οὐκ , ἐάν τις ὑμᾶς θωπείαις ὑποδραμὼν ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντας παρὰ τὸ βέλτιστον διατίθεσθαι
ᾔδει . ὃ δὲ οὐδέν τι πρὸς ταῦτα θωπεύσας οὐδὲ ὑποδραμὼν ἀφικόμην εἶπεν ὡσπερανεὶ πρὸς πανδοκέα ἀγαθόν , παρ '
5972159 καμνε
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
5963700 ἐγλειπει
ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ ἡ σελήνη ἐγλείπει ; τὸ διάστημα τοῦ κώνου ὅτ ' ἀπὸ τῆς
] [ ] μείζους ὠιοειδεῖς . Ὁ ἥλιος οὐδέποτε ὅλος ἐγλείπει , ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ
5954621 ἀνυσον
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . .
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως
5948062 δεδοικας
: πέλας γὰρ δεινὸν ἀνταυγεῖ φόνον . μὴ πέτρος γένηι δέδοικας ὥστε Γοργόν ' εἰσιδών ; μὴ μὲν οὖν νεκρός
οἷς εἴρηκας , οἳ φράσους ' ἐμοί . Κεἰ μὲν δέδοικας , οὐ καλῶς ταρβεῖς , ἐπεὶ τὸ μὴ πυθέσθαι
5946892 αἰνεσει
. εἴ ς ' ὄψεταί τις θῆλυν ὄντ ' οὐκ αἰνέσει . ζῶ σοι ταπεινός ; ἀλλὰ πρόσθεν οὐ δοκῶ
ὅτ ' οὐδὲν ἔσται μῆχος ὠφελεῖν πάτραν , τὴν φοιβόληπτον αἰνέσει χελιδόνα . Τόσς ' ἠγόρευε καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν
5943481 Ἀντλειν
πυγὴν ὁρᾶν : ἐπὶ τῶν πρὸς ἔνια μὴ χρησίμων . Ἀντλεῖν ἀμφοτέραις : λείπει τὸ χερσίν . Ἐπὶ τῶν σπουδῇ
ἀναγκαίως ἔχον : ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης τι ποιούντων . Ἀντλεῖν ἀμφοτέραις : ὁμοία τῇ : Πάντα κάλων σείειν .
5943371 ὁμιλησεις
οὐκ ἔμοιγε ἐπ ' ὀλέθρῳ πρόσει οὐδὲ ἐπὶ βλάβῃ τινὶ ὁμιλήσεις , ἀλλ ' ἐπὶ παντὶ ἀγαθῷ . καὶ ὠφελοῦνται
τῇ ἀπαιδευσίᾳ ἔλεγχον ὑπομείνας καὶ μὴ αἰδεσθεὶς μεταμανθάνων , θαρρῶν ὁμιλήσεις τοῖς πλήθεσι καὶ οὐ καταγελασθήσῃ ὥσπερ νῦν οὐδὲ διὰ
5942661 χαιρησεις
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς
5934592 αὐταυτα
, λέγω δὴ τὰ σώματος ἀγαθά , αὐτὰ δι ' αὔταυτα αἱρεόμεθα , κρέσσον δὲ ψυχὰ σώματος , φανερὸν ὅτι
καὶ ἀπελάσαντα τὰ συγγενέα ἱδρύεται κακοῦντα τὰ σώματα καὶ ἐς αὔταυτα ἀναλύοντα . καὶ σώματος μὲν πάθεα τάδε τε καὶ
5925693 χὠταν
προφέρει , παρὰ τυραννίδι , χὠπόταν ὁ λάβˈρος στρατός , χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι . χρὴ δὲ πρὸς θεὸν
σφηκιὰν ἐκθύψομεν . σιγᾶτέ νυν : δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι : χὤταν κελεύω , τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν πείθεσθ ' . ἐγὼ γὰρ
5919872 μαινῃ
φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα
τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα
5908717 ἀγανακτεις
μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ ,
ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ;
5892534 Ποτιδαιατας
τῆς Ἀττικῆς , Αἴγιναν αὐτόνομον σκυτάλην φέρων κελεύουσαν , καὶ Ποτιδαιάτας ὑπεξαιρούμενος , καὶ τοῖς καταράτοις Μεγαρεῦσι τὰς Ἀθήνας ταυτασὶ
Ἀττικὴν τὰς κτήσεις κατέφθειραν . Στρατεία Ἀθηναίων δευτέρα ἐπὶ τοὺς Ποτιδαιάτας . Στρατεία Λακεδαιμονίων εἰς Ἀκαρνανίαν καὶ ναυμαχία πρὸς Ἀθηναίους
5891096 οἰκειοτερας
δὲ πείσαντας οὕτως αὐτῶν τὰς ψυχὰς διαφθείρειν , ὥστ ' οἰκειοτέρας αὑτοῖς ποιεῖν τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας ἢ τοῖς ἀνδράσι ,
ἡδίους τὰς ἀναπαύσεις ποιοῦσιν , οὕτως αἱ διαφοραὶ τῶν φίλων οἰκειοτέρας τὰς διαλλαγὰς φέρουσι . σὺ δὲ καὶ τὰ βουλεύματα
5879202 ΖΕΒ
ὑπὸ ΕΖΗ γωνία δοθεῖσα : ὥστε καὶ λοιπὴ ἡ ὑπὸ ΖΕΒ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . εἰ δὲ οὔ , συμπιπτέτωσαν
ὑπὸ ΔΖΚ ἴση τῇ ὑπὸ ΖΕΒ , αἱ δὲ ὑπὸ ΖΕΒ , ΘΕΒ δύο ὀρθαῖς ἴσαι , καὶ αἱ ὑπὸ
5879021 κινδυνευσῃ
. ὁ μὲν γὰρ ὅπως μὴ δι ' αὑτοῦ ποτε κινδυνεύσῃ προεωρᾶτο , καὶ διὰ τοῦτο πόρρωθεν ἔτριβε τὰ πράγματα
ὁ πατὴρ οὐκ ἐβούλετο μισθωθῆναι τὸν οἶκον , ἵνα μὴ κινδυνεύσῃ . καὶ τὴν μὲν πρόφασιν ποιεῖται ταύτην , ὡς
5877994 ὑβρισῃς
) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ
καὶ μὴ δείκνυε συκοφάντην , ἵνα μὴ τὴν Ἀθηναίων ψῆφον ὑβρίσῃς . οὐ μικρόν σοι γυμνάσιον τὸν Μαραθῶνα κατέλιπον .
5865851 καταλυεσθαι
. ἀλλ ' ὑπὲρ μὲν πολέμων λέγουσιν ὡς οὐ χρὴ καταλύεσθαι , ὑπὲρ στάσεως δ ' οὐδεὶς πώποτε ἐκ τοῦ
αὐτὴν ἀγρυπνίας τε γίνεσθαι καὶ πυρετοὺς ἐπιγίνεσθαι καὶ τὴν δύναμιν καταλύεσθαι . παρηγορεῖν οὖν τηνικαῦτα μᾶλλον , οὐ συμπράττειν τῇ
5860747 κινεον
ἄμπαυσιν διακοσμάσιος . εἰ δέ γε κάμνοι καὶ ἀμπαύοιτο τὸ κινέον , φθαρτὸν καὶ γενητὸν ὑπάρχον , καὶ αὐτὸ πέρας
σελήνας μέχρι τᾶς γᾶς . ἐπεὶ δέ γε καὶ τὸ κινέον ἐξ αἰῶνος ἐς αἰῶνα περιπολεῖ , τὸ δὲ κινεόμενον
5859788 ἀπληστων
κατακαίριον εἶπεν . Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ
οἱ γεννήτορες . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Πύθια καὶ Δήλια : ἐπὶ τῶν ταχέως ἀπολλυμένων
5855718 εἰσιτω
εἶπεν . μάθε ἔφην , Πενία ἐνθάδε κατοικεῖ , μηδὲν εἰσίτω κακόν . εὐφήμει εἶκεν , ἄνθρωπε , ἀλλ '
μὲν εἰκός τι νομίζοντες ἡμᾶς ἀπολαύειν ὧν εἰκὸς ἦν : εἰσίτω δὲ αὐτοὺς ἃ περὶ προσδοκιῶν Εὐριπίδης φιλοσοφεῖ , καὶ
5855589 ἐπερωτησεως
ἦν ὧν ἐλογισάμην αὐτοῖς . ταυτὶ μὲν διαλελυμένα καὶ ἐξ ἐπερωτήσεως . οἷς ὁ Λυσίας μὲν ἥκιστα κέχρηται , Δημοσθένης
τὰ προειρημένα σχήματα διαλογισμοῦ λαβόντες ἢ ἀπολογισμοῦ ἢ προαιρέσεως ἢ ἐπερωτήσεως ἢ εἰρωνείας . Ἐὰν δὲ ἐπὶ τὸ βοηθεῖν τισι
5851223 πατρῳ
βαίνει , οἱονεὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ τιμᾷ . τὸ δὲ πάτρῳ , τῷ πρὸς πατρὸς θείῳ Θήρωνι . ἐπερχόμενος οὖν
πρεσβύτερος τῶν παίδων τῷ Κίμωνι Στησαγόρης ἦν τηνικαῦτα παρὰ τῷ πάτρῳ Μιλτιάδῃ τρεφόμενος ἐν τῇ Χερσονήσῳ , ὁ δὲ νεώτερος
5847979 παραφρονει
τὸ “ Σαβαζίου ” . ἐκεῖνος δέδὲ ⌈ , ἐπεὶ παραφρονεῖ , [ ἐπὶ τοῦ παραφρονεῖν * ] συμβουλεύει ⌈
ἐὰν δὲ κυρίως ἀκούηται , ἀπεμφαίνει : ὁ γὰρ ἑκατονταετὴς παραφρονεῖ . δεῖ οὖν μεταλαμβάνειν εἰς τὸ πολυετής . ὡς
5840509 ἁθροαις
. τὴν περικύκλωσιν : τὸ περικυκλωθῆναι ὑπὸ τῶν Πελοποννησίων . ἁθρόαις μέν : ταῖς ἐναντίαις ναυσί . γνόντες δέ :
τῷ αὐτῷ θέρει μετὰ τοῦτο εὐθὺς οἱ Πελοποννήσιοι , ἐπειδὴ ἁθρόαις ταῖς ναυσὶν οὐκ ἀξιόμαχοι νομίσαντες εἶναι οὐκ ἀντανήγοντο ,
5825704 σκιρρωδης
ἐφ ' ὧν οὖν καὶ ἔμφραξίς ἐστι μεγίστη καὶ φλεγμονὴ σκιρρώδης καὶ ἡ δύναμις ἔρρωται , ἐπὶ τούτων παραλάμβανε κένωσιν
ἐπὶ μὲν τοῖς δι ' ὄξους ἐπιχρίσμασιν ἀξιολόγως καθαιρούμενος ὁ σκιρρώδης ὄγκος , ἐπὶ δὲ τοῖς χαλαστικοῖς μαλακυνόμενος μέν ,
5824152 πλευσαντι
ἐπὶ τὰ πρὸς ἕω μέρη ναύσταθμον : εἶτα λιμὴν Σχοινοῦς πλεύσαντι τετταράκοντα καὶ πέντε σταδίους : ἀπὸ δὲ Μαλεῶν τοὺς
. Μετὰ δὲ Δαφνοῦντα Κνημῖδες χωρίον ἐρυμνὸν ὅσον σταδίους εἴκοσι πλεύσαντι : καθ ' ὃ τὸ Κήναιον ἐκ τῆς Εὐβοίας
5814900 στενεις
ς ' ἀνέμνησεν κακῶν ; ἢ τὰς Ὀρέστου τλήμονας φυγὰς στένεις καὶ πατέρα τὸν ἐμόν , ὅν ποτ ' ἐν
θεοὺς ἐγὼ πυθέσθαι βούλομαι τί τὸ πρᾶγμα τουτί . Τί στένεις ; Τί δυσφορεῖς ; Οὐ χρῆν σε κρύπτειν ὄντα
5813035 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
5812428 φυγε
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι
5810819 ἐξαμαρτανοι
τὰς νούσους μὴ προσπελάζειν , εἰ μή τις μεγάλα πάνυ ἐξαμαρτάνοι καὶ πολλάκις : ταῦτα δὲ φαρμάκων δέεται ἤδη ,
θ ' ὕβριν δούλην ἔχηι ἐζημιοῦτο δ ' εἴ τις ἐξαμαρτάνοι . ἔπειτ ' ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον
5809548 κἀκειν
καταψηφίσασθαι συμφέρει . Ἄξιον τοίνυν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , κἀκεῖν ' ἐξετάσαι , πῶς ποθ ' οἱ πάλαι τὰς
ἀποδέξαιτο . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , κἀκεῖν ' ἂν πάντες ὁμολογήσαιτε , ὅτι τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων
5802137 Μορσων
κέλομαι τὸν ποιμένα . τὶν δέ , Κομᾶτα , δωρεῖται Μόρσων τὰν ἀμνίδα : καὶ τὺ δὲ θύσας ταῖς Νύμφαις
μέλλει λέξαι καὶ ἴσως ἂν ἐκ τῆς ἀηδίας καὶ ὁ Μόρσων ἡμιθνὴς γενήσεται ἢ καὶ τέλος θάνῃ . ἢ ζῶντ
5793376 Θρασυμαχε
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον ,
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου
5792825 φανερωτατος
δούλων , ἐξ ὧνπερ καὶ εἴ τίς τι ἠδίκηκε , φανερώτατος ἂν εἴη , καὶ εἴ τις μὴ ἀδικοῦντα αἰτιῷτο
ὑπὸ στέρνοις ἀνδρὸς ἔδειξε νόον . ὤφελεν ὡς ἀφανὴς οὕτω φανερώτατος εἶναι καιρός : ὃς αὐξάνεται πλεῖστον ἀπ ' εὐλαβίης
5788008 ἐπειγ
' σίδοιμι μνῆμα . πολεμία γὰρ ἦν . ἀλλ ' ἔπειγ ' , ὡς μή σε πρόσθε ψῆφος Ἀργείων ἕληι
ἐξωπτημένη , ὥστ ' ἐπεὶ βούλει τῶν λελειμμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν
5787772 τλησομαι
αἰνὸν ἱκάνει : δύντα δ ' ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης . Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας ,
' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης : ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι : ἀλλὰ μίνυνθα ἡμέων ἔσσεται ἦδος , ἐπεὶ νεφεληγερέτα
5787214 Πραξαγορα
εὐδαιμονοῦντες τὸν βίον διάξετε . εὖ γ ' ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα καὶ δεξιῶς . πόθεν , ὦ τάλαινα , ταῦτ
ἤν τί μοι δόξῃ λέγειν . δεῦρ ' ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα , σκέψαι τάλαν ὡς καὶ καταγέλαστον τὸ πρᾶγμα φαίνεται
5785238 δυαις
ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ '
τελέσαι πέπρωται ] μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ]
5781710 Ἀπολεις
ἔτι : εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός . Ἀπολεῖς μ ' . Ἰδού σοι . Φροῦδά μοι τὰ
γὰρ εἰπάτω . Ζεύς , ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο Ἀπολεῖς : ἐρεῖ γὰρ ληκύθιον ἀπώλεσεν . Τὸ ληκύθιον γὰρ
5780927 Χωρει
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες ,
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς
5780623 ἀπελθῃς
] εἴπερ , ἐπεί . ἐς κόρακας ] ἀπελεύσῃ , ἀπέλθῃς , εἰς τὴν ἀπώλειαν . , φθαρῇ . ἰδοὺ
καὶ ἠφανισμένος . εἰ ] ἐπειδή . ἐς κόρακας ] ἀπέλθῃς . ὡς ] ὄντως . ἠλίθιον ] μωρόν .
5776457 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
5772635 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
5764528 λυπρας
οὗτος ἄχρι κόρου φενακίζει . Ἀχνυμένη σκυτάλη : ἐπὶ τῶν λυπρὰς ἀγγελίας ἀγγελλόντων . ἔθος γὰρ ἐπὶ ξύλου εἱλίσσειν τὸ
οὗτος ἄχρι κόρου φενακίζει . Ἀχνυμένη σκυτάλη : ἐπὶ τῶν λυπρὰς ἀγγελίας ἀγγελλόντων . ἔθος γὰρ ἐπὶ ξύλου εἱλίσσειν τὸ
5763172 λυγρωι
γαίηι μὲν γάρ , φησί , γαῖαν . . . λυγρῶι . γαίηι μὲν γὰρ γαῖαν ὀπώπαμεν , ὕδατι δ
ἀίδηλον , στοργὴν δὲ στοργῆι , νεῖκος δέ τε νείκεϊ λυγρῶι . . . δοκῆι δὲ ἐκεῖ φαίνεσθαι : οὐ
5762560 πεπεισαι
οὗ μάλιστα παρίσταται τὸ εἶναι πρόνοιαν . εἰ δὲ μηδέπω πέπεισαι , τὸν ἔθ ' ὑποικουροῦντα ἐνδοιασμὸν εἰπὲ θαρρῶν :
καὶ πείσειεν ἄν : νῦν δ ' οὖν , εἴτε πέπεισαι εἴτε ὁπωσδὴ ἔχεις , σύμφῃς γοῦν ἡμῖν πάντα τὰ
5760024 κολασθεις
κολάζεθ ' οὗτος ὑπὸ συνειδότος θεοῦ . } Ὁ μὴ κολασθεὶς τῷ νόμῳ πράξας κακῶς , αὐτὸς ὑφ ' ἑαυτοῦ
ἀναγγεῖλαι πᾶσι , καὶ σπεύδει ἵνα κριθῇ περὶ αὐτῆς καὶ κολασθεὶς ἀποθάνῃ . Ἐὰν δὲ ᾖ δοῦλος , συμβάλλει αὐτὸν
5759849 ἀμφιμακρου
: τὸ αʹ χοριαμβικὸν δίμετρον ἐκ χοριάμβου , σπονδείου καὶ ἀμφιμάκρου : τὸ βʹ δακτυλικὸν μονόμετρον : τὸ γʹ χοριαμβικὸν
τὸ ζʹ “ πράγμασι χρωτίζεται ” ὅμοιον ἐκ χοριάμβου καὶ ἀμφιμάκρου δίμετρον ἀκατάληκτον : τὸ ηʹ “ καὶ σοφίαν ἐπασκεῖ
5759421 Ἐρχεται
μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ
μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ
5754570 τλαιη
καλύψω τῷδε παμπήδην , ἐπεὶ οὐδεὶς ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας
μὲν ἱέμενοι : τίς δ ' ἂν τόσον οἶδμα περῆσαι τλαίη ἑκὼν ὀθνεῖον ἐπὶ κτέρας ; ἀλλά με δαίμων καὶ
5745342 ἐκτραπειη
Βδελύτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων
Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ τῶν ὀμμάτων
5744895 εὐτυχουσα
σκότιον Ἀγαμέμνων λέχος . ἀλλ ' , ὦ ποτ ' εὐτυχοῦσα , χαῖρέ μοι , πόλις ξεστόν τε πύργωμ '
ὅδ ' οἶδ ' , ἐγὼ δ ' ἄπειρος , εὐτυχοῦσα πρίν . ὦ ξένε , λόγων μὲν κληδόν '
5744194 διατελεσεις
καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων , ὀνήσῃ δὲ οὐδ
γυμνάσιον ἐλέγετο ὁ τόπος , ἔνθα ἠγωνίζοντο . διατρίψεις ] διατελέσεις . στωμύλλων ] πολυλογῶν , ποικιλολογῶν . , ὑθλῶν
5742492 διωκομαι
ἐξ ἀθυμίας : καὶ παραλύεταί μου τὰ μέλη ἐλαύνομαι ] διώκομαι κλύεις ] † ἤγουν ἤκουσας πραχθέντ ' ] ἃ
' , εὐλάβει , βέλτιϲτε : πρὸϲ θεῶμ πάρεϲ . διώκομαι ] γάρ , κατὰ κράτοϲ διώκομαι ὑπὸ ] τοῦ
5740067 εὐλαβου
οὖν τὴν τιμίαν θεὸν οὐ προσαγορεύεις : τίν ' : εὐλαβοῦ γάρ : ἀντὶ τοῦ : σιώπα μὴ κατά τι
μὴ καταπιπτέτω : πάντα σοι κατὰ νοῦν χωρεῖ , μεταβολὴν εὐλαβοῦ : πταίεις πολλάκις , χρηστὰ ἔλπιζε : πρὸς γὰρ
5738542 Ἀγγελος
αὐτὸ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἀνέφελος : πολυνέφελος . Ἄγγελος τὸ γε ψιλόν : ὡς γὰρ παρὰ τὸ εἴκω
βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον . Ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει , Κύρν ' , ἀπὸ
5738349 ἀγαθοεργια
φῶς ἐκχεόμενον ἀκήρατον ἐξ ἀκηράτου λαμπτῆρος ἡ τῆς σῆς γνώμης ἀγαθοεργία ἅπαντας μὲν καταυγάζει καὶ τοὺς πόρρω καὶ τοὺς πλησίον
] τοῖς μὲν θεοῖς , φησὶν , ἄρτι καταπεφρονήμεθα . ἀγαθοεργία δέ τις ἀφ ' ἡμῶν θαυμάζεται , ὀλομένων ,
5737981 ἀτυχων
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι .
5737559 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
5737209 παριεται
γυῖα φέρειν δύνατ ' , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἦκα μαραινομένοιο παρίεται ἄφρονι νάρκῃ . ἡ δ ' εὖ γινώσκουσα θεοῦ
ἐπιθέματα καὶ ϲιναπιϲμούϲ . Περὶ τῆϲ τοῦ φωνητικοῦ παρέϲεωϲ . παρίεται δὲ καὶ τὸ φωνητικὸν ὄργανον ἔνδοθεν , λέγω δὴ
5736744 ἰϲχνοϲ
καὶ μολιβδόχρουϲ , καὶ ϲτενὰϲ δὲ ἔχουϲι τὰϲ φλέβαϲ : ἰϲχνὸϲ δὲ ὑπάρχων οὐδὲ οὗτοϲ ἐξ ἀνάγκηϲ τοιοῦτοϲ , ἀλλὰ
καὶ ἐπὶ τῆϲ ἄλληϲ ὑϲτέρηϲ . ἢν δὲ ὁ ἀϲθενέων ἰϲχνὸϲ καὶ λείφαιμοϲ ἔῃ , μὴ τάμνειν φλέβα . τάδε
5734338 ὀδυνα
εὐσεβίας εἰς ἀνθρώπους ἐπόνησα . αἰαῖ αἰαῖ : καὶ νῦν ὀδύνα μ ' ὀδύνα βαίνει : μέθετέ με τάλανα ,
, φεῦ . τίς μ ' ὑποδύεται πλευράς , τίς ὀδύνα θυμόν ; ἄιε , μᾶτερ Νύξ : ἀπὸ γὰρ
5733261 δεδουλωνται
, ἔφη , καὶ τὴν Ἰταλίαν καὶ τὴν πατρίδα αὐτὴν δεδούλωνται . καὶ τὰς γενομένας οἱ τελευταίας συνθήκας ἐπέφερεν ὡς
ποήσει καὶ ποεῖ , ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς παράστασις . τίνι δεδούλωνται ποτέ ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς
5732176 ἡβων
τοῦ γήρως , ἀλλ ' ἄρτιος καταβιῶναι καὶ τὰς αἰσθήσεις ἡβῶν . ιʹ . Πρωταγόρας δὲ ὁ Ἀβδηρίτης σοφιστὴς καὶ
' οὔ κέν τις ζωὸς βροτός , οὐδὲ μάλ ' ἡβῶν , ῥεῖα μετοχλίσσειεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται ἐν
5731196 Πλεον
ἐκ τοῦ πρωκτοῦ τὰ σκύβαλα ἀπορρίπτειν . . πλεῖν : Πλέον . . . ἢ : Παρό . χίλιοι :
ἄξια εἶναι , ταῦτα πειρώμεθα ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαι . Πλέον δ ' ἔχειν , ὦ πάτερ , πολεμίων πῶς
5729782 ἐρημοτερος
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ
5725381 ἀκρατειας
ἁπλῶς ἀνεῖλεν ἐκεῖνον , ὁ τρόπος δὲ μᾶλλον αὐτοῦ γέμων ἀκρατείας ἐσχάτης . εἰ γὰρ ἕκαστος ἐρωμένης διαμαρτὼν αὐτόχειρ ἐγίνετο
τοὺς ἐκγόνους γίγνεσθαι , ἀλλ ' ὑπὸ σκότου μετὰ δεινῆς ἀκρατείας γεγονώς . Ὀρθῶς , ἔφη . Ὁ αὐτὸς δέ
5723916 φευξομαι
: ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ
βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ ,
5721899 ἀγρυπνων
, φυλακῆς . ⌈ φρουρᾶς [ φρουρὰς ] ᾄδων ] ἀγρυπνῶν , καθὰ φύλαξ καθήμενος . ᾄδων ] μανθάνων ἐντός
. ἐπὶ ἔργων . καὶ ὁ Στρεψιάδης οὖν ἐνταῦθα ὡς ἀγρυπνῶν ὑπὸ φροντίδος τινὸς μεγάλην οἴεται τὴν νύκτα καὶ σχεδὸν
5721488 ἐξηρτυεν
ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη , πρῶτα μὲν τὸν κατὰ θάλατταν στόλον ἐξήρτυεν ἐς ἀναγωγήν : ἦσαν δὲ τριακόσιαι μάλιστά που τῶν
δὲ καὶ τὸν ἐκ Χίου στόλον . . . . ἐξήρτυεν : ἀνέβη δὲ καὶ πρὸς Κῦρον τὸν Δαρείου τοῦ
5721134 πραξειεν
ἑαυτὸν ἕτερον , πολὺ ἐλαφρότερον καὶ εὐκοπώτερον πάντ ' ἂν πράξειεν τὰ ἔργα . φιλαγάθῳ δ ' ἀνδρὶ καὶ θέλοντι
μητρογαμήσας δι ' ἄγνοιάν τινα ἐτύφλωσεν μέν , ὅτι τοῦτο πράξειεν , ἑαυτόν , ἐλαύνεται δὲ διὰ τὴν ἀθεμιτουργίαν ἐκ
5720115 Ἐρωτᾳς
ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης ; Ἐρωτᾷς εἰ δεόμεθα ; τίνος μὲν οὖν ἕνεκα κἄν τις
προσγενόμενον , ἕως ἔτι ἐν φιλίᾳ ἐσμέν , λέγε . Ἐρωτᾷς , ἔφη , ὦ παῖ , ποῦ ἂν ἀπὸ
5714620 ἑκατονταρχων
βάνδου ἡγούμενος . Ἰλάρχης δὲ προσαγορεύεται ὁ πρῶτος μὲν τῶν ἑκατονταρχῶν , δευτερεύων δὲ τῷ κόμητι ἤτοι τριβούνῳ , ἑκατοντάρχης
βάνδου ἡγούμενος . Ἰλάρχης δὲ προσαγορεύεται ὁ πρῶτος μὲν τῶν ἑκατονταρχῶν , δευτερεύων δὲ τῷ κόμητι ἤτοι τριβούνῳ , ἑκατοντάρχης
5713935 θρασυτερος
εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί
. Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ
5713362 γεγωνισκειν
μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος . τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν ; φθόνος μὲν οὐδείς , σὰς δ
: ἐκ τῶν δυνατῶν . ὡς ἐπιπλῆστον γεγωνίσκων ὠφελεῖν : γεγωνίσκειν , τὸ ἐκτεταμένως καὶ ἐξακούστως βοᾶν . ἔτι καὶ
5711434 Κρατυλε
μοι οὕτω . Ἔστιν ἄρα , ὡς ἔοικεν , ὦ Κρατύλε , δυνατὸν μαθεῖν ἄνευ ὀνομάτων τὰ ὄντα , εἴπερ
τὰ πολλὰ ἐκείνως ἐσήμαινεν . Τί οὖν τοῦτο , ὦ Κρατύλε ; ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα , καὶ ἐν

Back