' ἄνεμος χαμάδις χέει , ἄλλα δέ θ ' ὕλη τηλεθόωσα φύει , ἔαρος δ ' ἐπιγίγνεται ὥρη τὸν αὐτὸν
, ἧς ὕπερ Ἴδη , Ἴδη , καλλικόμοισιν ὑπαὶ δρυσὶ τηλεθόωσα : καὶ τῆς τοι μέγεθος περιώσιον . ἄντα δὲ
7303353 φυει
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ
6974047 χεει
παραμένειν ἀεί , Φύλλα τὰ μέν τ ' ἄνεμος χαμάδις χέει , ἄλλα δέ θ ' ὕλη τηλεθόωσα φύει ὧς
ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα : κοιμήσας δ ' ἀνέμους χέει ἔμπεδον , ὄφρα καλύψῃ ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας
6724726 λειμων
καὶ ἐπὶ γενικῆς : δαφνών : παρθενών : ἀνδρών : λειμών : χειμών : ἀγών : αἰών : σεσημείωται τὸ
] ! [ . . . θελουσ ! [ ! λειμών ? ? ? [ ! ] ! ! !
6685889 βαθεια
καὶ ἡσυχίας : περιγράφει δ ' αὐτοῦ τὸ μέγεθος ᾐὼν βαθεῖα καὶ μαλθακή . Τὰ δ ' ὑπὲρ τῆς θαλάσσης
, καὶ ἡ στρωμνὴ μήτε ὀλίγη μήτε σκληρά μήτε οὖν βαθεῖα πάλιν ἢ ὑπὲρ τὸ δέον μαλακή : πρὸς γὰρ
6635662 μακρα
Μετάστηθι . ὁ Ἐπίκουρος ὑπὲρ τῆς Ἡδονῆς λέγε . Οὐ μακρά , ὦ ἄνδρες δικασταί , πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ :
, ἐστὶ τὸ μέγεθος ἡλίκη τρυγών , σκέλη δὲ αὐτῇ μακρά , δυσθαλὴς δὲ καὶ δειλή . ὅτι οἱ ὄρτυγες
6601342 δενδρεα
ἀντιτορήσας . ” ἀνεμοτρεφές . τὰ ἐν τοῖς εὐηνέμοις τρεφόμενα δένδρεα εὔτονα καὶ χρήσιμά φασι γίγνεσθαι : ὅταν οὖν λέγῃ
ἔχοντες καὶ πεδία καὶ οὔρεα : ἐν δὲ τοῖσιν οὔρεσι δένδρεα ἔνι ἄγρια , ἄκανθα κυνάρα , ἰτέα , μυρίκη
6571039 περιδρομος
ἐπιστέγην ἕως τῶν ἐπ ' αὐτῷ δοκῶν , ὅπως ᾖ περίδρομος ἔγκυκλος . Ἐξῇρε δ ' ἐκ μέσης τῆς στέγης
εἶναι τὴν γῆν . . διαπρὸ ] διόλου . . περίδρομος ] στρογγύλη . . διαπρὸ περίδρομος : οὐ περὶ
6552477 κονις
ἔστι γὰρ τοῦτο σεσηπὸς αἷμα . ταὶ δ ' αἶψα κόνις καὶ γαῖα [ ἐσσυμένως ἐγένοντο ] : διὰ τούτου
Κύπριον πῦρ : ὀστὰ δ ' ἔχει Σαλαμίς , ὧν κόνις ἀστάχυες . ψυχὴν δ ' ἄξονες εὐθὺς ἐς οὐρανὸν
6461025 αὐαινηται
μέν γε ὕλην , ἔφην ἐγώ , καταβάλλειν , ὡς αὐαίνηται , ἐπιπολῆς , τὴν δὲ γῆν στρέφειν , ὡς
ἤδη σφίσι τὰ σπέρματα ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ δένδρα αὐαίνηται , τηνικαῦτα ὁ ἱερεὺς τοῦ Λυκαίου Διὸς προσευξάμενος ἐς
6427897 ναματιαιοις
πολλάς . καθόλου δ ' ἡ νῆσος αὕτη κατάρρυτός ἐστι ναματιαίοις καὶ γλυκέσι ὕδασι , δι ' ὧν οὐ μόνον
πολλάς . καθόλου δ ' ἡ νῆσος αὕτη κατάρρυτός ἐστι ναματιαίοις καὶ γλυκέσιν ὕδασι , δι ' ὧν οὐ μόνον
6393626 ἀμφιλαφης
, ὁμοῦ δὲ καὶ δαψίλειά τις δυναμέως . τὸ δὲ ἀμφιλαφής κατὰ ἀντιστοιχίαν εἴρηται κατὰ ἔθος τῶν Μακεδόνων μεταθέσει τοῦ
φυλλορροεῖ ἡ μέλαινα ἢ ἡ ἄμπελος ἢ ἡ πλάτανος ἡ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή , ἀλλὰ διὰ τί δένδρον φυλλορροεῖ
6353962 βορεης
ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί : εἴλει γὰρ βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι ,
γαῖαν , ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν καὶ βορέης ἀπέωσε , παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων . ἔνθεν δ '
6338316 ἀποθραυεται
Ἀλέξανδρος ἐς τὴν κνήμην τοξεύεται διαμπὰξ καὶ τῆς περόνης τι ἀποθραύεται αὐτῷ ἐκ τοῦ τοξεύματος . ἀλλὰ καὶ ὣς ἔλαβέ
ἡ μεσότης μὲν διαιρεῖται καὶ ἐμπιεζεῖται , τὸ δὲ ἄκρον ἀποθραύεται . τὴν μὲν οὖν ῥῆξιν σημειωτέον διὰ τῆς πρὸς
6319281 αἰθριου
' ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι . ὅταν πάγου φανέντος αἰθρίου χεροῖν κρύσταλλον ἁρπάσωσι παῖδες εὐπαγῆ , τὰ πρῶτ '
ὁ ἥλιος τάδε ποιέει . Ἅτε διὰ παντὸς τοῦ χρόνου αἰθρίου τε ἐόντος τοῦ ἠέρος τοῦ κατὰ ταῦτα τὰ χωρία
6298658 θυον
δὲ καὶ λεαινόμενον καὶ πριόμενον τὸ ξύλον . Τὸ δὲ θύον , οἱ δὲ θύαν καλοῦσι , παρ ' Ἄμμωνι
λεύκη , δάφνη , πίτυς , κυπάριττος , κέδρος , θύον , ἰτέα , μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ
6271444 φηγος
. φέρτρῳ φορείῳ : “ κείμενον ἐν φέρτρῳ . ” φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “
λάχανον , . . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς ,
6256284 πηγυλις
μῆκος . τὰ γὰρ συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ υ ὀξύνεται , πηγυλίς „ νὺξ γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ”
ὀξύνεται , πηγυλίς „ νὺξ γὰρ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος πηγυλίς ” , Θηγυλίς , ἐπίθετον Ἀθηνᾶς , γογγυλίς .
6214911 ὑψηλη
Ἀλφειοῦ ἀπιέναι . ἐν δὲ τῇ Λευκάδι ἄκρα μέν ἐστιν ὑψηλή , νεὼς δὲ Ἀπόλλωνι ἵδρυται , καὶ Ἄκτιόν γε
ἑξῆς οὕτως : ἔστι δέ τις ἐν τῇ Προποντίδι νῆσος ὑψηλή , ἀπέχουσα βραχὺ τῆς Φρυγίας κατὰ τὸ ῥεῦμα τοῦ
6206216 αὐα
τραφερὴν ἀνανίσσεται , ἐκ δὲ βολάων ἠελίου φολίδας περιδαίεται , αὖα δὲ γυῖα ἐς πόντον φορέει , τὴν δ '
ἀλγῇ : καὶ γὰρ τὰ δένδρα , ὅταν κεραυνωθῇ , αὖα γίνεται καὶ τοὺς βλαστοὺς ἀπόλλυσιν . [ ὥσπερ δὲ
6173742 ἐκπεφυκε
λεῖα , οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ ῥαγοειδοῦς ἔστιν ἰδεῖν . ἐκπέφυκε δὲ οὗτος ἐκ τῆς λεπτῆς προσαγορευομένης μήνιγγος ἐξιούσης διὰ
ἐπ ' ἄκρῳ : τὰ δὲ καυλία ἀφ ' ὧν ἐκπέφυκε μέλανα ἰσχυρῶς , σπιθαμιαῖα : οὔτε ἄνθος οὔτε καρπὸν
6150958 ἠλεκτρος
ἀεὶ περίδρομον ἀνάγκην . Ἠλέκτωρ δὲ δυοῖν θάτερον : ἢ ἤλεκτρος ὁ θεὸς ὀνομάζεται μηδέποτε κοίτης ἐπιψαύων , ἢ τάχα
Κρονίου ὠκεανοῦ , τῆς νεκρᾶς οὕτω καλουμένης θαλάσσης , ὁ ἤλεκτρος αὔξεται ὁ ἡδεῖαν καὶ καλὴν τὴν λαμπηδόνα ἔχων ,
6091729 θαλασσα
μὴ πίωσιν ἄνθρωποι . % % ἡ μέντοι καλουμένη νεκρὰ θάλασσα , καὶ ἀληθῶς οὖσα νεκράπλεῖται γὰρ οὐδέποτε , καὶ
καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ καὶ ποταμοὶ πλήθωσι , περικλύζῃ δὲ θάλασσα , ἠέλιος δ ' ἀνιὼν φαίνῃ λαμπρά τε σελήνη
6071895 λευκα
γὰρ πᾶσι φαίνεται τὰ αὐτὰ ἡδέα τε καὶ λυπηρὰ καθάπερ λευκά τε καὶ μέλανα . Χρύσιππος τὸ μὲν γενικὸν ἡδὺ
τις ῥοφῶν . χηνείων δ ' ᾠῶν Ἔριφος : ᾠὰ λευκά γε καὶ μεγάλα : χήνει ' ἐστίν , ὥς
6068955 κατασκιος
δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων ἐστί
τὸ πολλὰς ἐξοχὰς ἔχειν ὀρῶν οἱ κατοικοῦντες ἄνδρες καλοῦσι : κατάσκιος δὲ καὶ πολύϋλος ὑπάρχει τοσοῦτον , ὅσον οὐδεμία τῶν
6059526 λεπτη
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος ,
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν
6049115 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
6034062 πεδια
εὐερκής ἐστιν , ὥσπερ τείχους ἀνεστηκότος . ἐὰν δὲ τὰ πεδία προβαλλομένη ἐν τοῖς σκληροῖς φαίνηται ἱδρυμένη , ὅτι ἥμερός
ὑπὸ τῆς δασύτητος τῶν χωρῶν : πολλὰ δὲ κατὰ τὰ πεδία χαλεπώτερα τῶν ἰοβόλων ζώων ἡ Αἴγυπτος φέρει : ἐπειδὰν
6032408 οἱη
ἀγκλίνασα μένει δέμας ἐν ψαμάθοισι : κεῖται δ ' ἀστεμφὴς οἵη νέκυς : ὃς δέ κεν ἰχθὺς ἐγχρίμψῃ λαγόνεσσιν ,
τὸ κάτοπτρον , ἐπεὶ τοίη μὲν ὁρᾶσθαι οὐκ ἐθέλω , οἵη δ ' ἦν πάρος , οὐ δύναμαι . Τὸν
6024777 ἀκρη
βάλ ' ὑπὸ κληῗδα μέσην : διὰ δ ' ἀμπερὲς ἄκρη αἰχμὴ χαλκείη παρὰ νείατον ὦμον ἀνέσχε : δούπησεν δὲ
τραπεζίῳ εἶδος ὁμοίη , ἀρξαμένη πρώτιστα Γαδειρόθεν , ἧχί περ ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα τιταίνεται Ὠκεανοῖο : οὖρον δ '
6007543 ποντος
θηρῶν ἀνόητα γένη , σοὶ δὲ καὶ χθὼν πᾶσα καὶ πόντος καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . καίτοι γε πόσῳ κρεῖττόν
παρεῖχ ' ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα
6000747 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
5997805 εὐρεια
Βυζαντίῳ ταῦτα . . παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών . . λείπει εὖ ἂν ἔχοι . εἰ
ὁκόϲαι πρὸ ἑβδόμηϲ ἀπαιτέουϲι ϲικύην . ἔϲτω δὲ μεγάλη , εὐρεῖα πάντῃ , ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ
5981618 ἀμφιβιος
ταμίης νεφελώδεος Οὐλύμποιο , Αἰγόκερως , γαίης τε καὶ ὕδατος ἀμφίβιος θήρ , Κριὸς ὅ τ ' οὐρανίου κορυφῆς ὅρος
ἐστι ξανθὸν καὶ λεῖον : φιλεῖται δὲ ὑπὸ τῶν ἰχθύων ἀμφίβιος ὤν , καὶ νηχόμενος αὐτοὺς κατεσθίει περὶ αὐτὸν συναγομένους
5974083 ἠχει
: Ἑσπέρα , φησίν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ : τὸ δὲ
. . . δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη
5972518 ἀποφθινει
φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾶς : ἐν χρόνῳ δ ' ἀποφθίνει τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν . οὐκ ἄλλων πάρα μαθοῦς '
μυστήρια τούτων ἀλλήλοις ἐκφαίνουσιν . δ ' ] γάρ . ἀποφθίνει ] φθείρεται . τάρβος ] ὁ φόβος . δύσφορον
5966867 κοιλη
καλεῖ Πύλον ὁμωνύμως τῇ πόλει . ὅτι δὲ διώριστο ἡ κοίλη Ἦλις ἀπὸ τῶν ὑπὸ τῷ Νέστορι τόπων , ὁ
. Νυμφῶν ἄντρον ἦν , πέτρα μεγάλη , τὰ ἔνδοθεν κοίλη , τὰ ἔξωθεν περιφερής . Τὰ ἀγάλματα τῶν Νυμφῶν
5945409 ἀκτη
τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο , Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ
δ ' αἶψα ταμόντες , ὅθ ' ἀκροτάτη πρόεχ ' ἀκτή , θάπτομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες .
5945040 πνεει
εἰς ξένους τόπους , ὅπου τροπή , κίνδυνος ἐστομωμένος , πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον
τῷ καί μιν δελέασσιν ἀποπνείουσιν ἀϋτμὴν ῥηϊδίως ἕλκουσιν , ὅσα πνέει ἐχθρὸν ἄημα . εἴκελα δὲ τρίγλῃσιν ὕεσσί τε ,
5944408 καυλεια
. * σκυρόωσι : ἀπὸ τῆς σκύρας ὠνοματοποιήθη . * καυλεῖα : ἤγους τοὺς βλαστούς * φαγοῦσαι : φυσοῦσαι .
, ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς περὶ τὰ πρόποδα τῶν ὀρῶν τὰ καυλεῖα αὐτῆς , τουτέστι τῆς βουπρήστιδος , φάγωσιν ὁππότε θῆρα
5934127 μελαινα
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν
5933579 νοτος
ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία . κθʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ
ʹ : ὁ λαμπρὸς τοῦ Ὕδρου ἑῷος δύνει . Ἱππάρχῳ νότος ἢ βορέας , χειμάζει . κʹ . Αἰγυπτίοις χειμῶνος
5920733 λευκη
θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον ,
εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας
5916598 χθων
ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ
” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος
5915540 κυματα
αὐτό . . ὡς κύματα : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει φὴ κύματα . οὐδέποτε δὲ Ὅμηρος τὸ φή ἀντὶ τοῦ ὡς
εἶναι τοὺς ναύτας τὰ κύματα δέχεσθαι , Κυμὼ διὰ τὰ κύματα , Ἠϊόνη διὰ τοὺς αἰγιαλούς , Ἁλιμήδη διὰ τὸ
5911271 περικηλα
: περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν , αὖα πάλαι , περίκηλα , νέον κεκεασμένα χαλκῷ , καὶ δαΐδας μετέμισγον :
. ἀμφ ' αὖον : δύο μέρη πληθυντικόν : αὖα περίκηλα . . . . ἄμφηκες : ἀπὸ τοῦ ἥκω
5898762 εἰαρος
Ἀλκμὰν δὲ διὰ τοῦ σ τὴν εὐθεῖαν ἐκφέρει : ἁλιπόρφυρος εἴαρος ὄρνις . καὶ τὴν γενικήν : οἶδα δ '
' ὥς τ ' ἢ ἀνέμων ἰαχὴ πέλε λάβρον ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει
5894606 ψαμμος
ἐπέχουσι τοῦ πρόσω τὸ ὕδωρ . ὁπότε οὖν ἀμφοτέρωθεν ἡ ψάμμος ὑπό τε τῆς θαλάσσης καὶ τὰ ἐντὸς ὑπὸ τοῦ
καλοῖς . καὶ ἡ ἀντίστροφος δὲ οὕτως ἀπαιτεῖ . ἐπεὶ ψάμμος : ἐπεὶ δὲ μετρεῖν ψάμμον ἀδύνατον , καὶ τὰς
5888057 φαινετο
χρόνον , οὐδέ πῃ εἶχεν θαρσαλέως ὑποδέχθαι , ἐπεὶ μέγα φαίνετο ἔργον . ὀψὲ δ ' ἀμειβόμενος προσελέξατο κερδαλέοισι :
πᾶσα περαίη Θρηικίης ἐνὶ χερσὶν ἑαῖς προυφαίνετ ' ἰδέσθαι : φαίνετο δ ' ἠερόεν στόμα Βοσπόρου ἠδὲ κολῶναι Μύσιαι :
5878647 φοινιξ
τὰ φύλλα τὰ ἁπαλώτατα χυλὸς γίνεται : ἐν τούτῳ διαχεῖται φοίνιξ ὁ πατητός . τοῦτο ὀφθαλμῶν ὀδυνωμένων ἐπίπλασμά ἐστιν .
μῆλον , ἄπιον , μέσπιλον , βράβυλον , οὖον , φοίνιξ , πέπων , μηλοπέπων : τοῖς δ ' ἐπὶ
5871055 καλαμος
λύρας καὶ ? [ ] Φρύγιος ? ? [ ] κάλαμος , τὰ δὲ ταύρεα ? ? ? ? τύμπανα
περὶ τὸν Στρυμόνα : σχεδὸν δὲ ἐν τοσούτῳ καὶ ὁ κάλαμος καὶ τὰ ἄλλα . ὑπερέχει δὲ οὐθὲν αὐτοῦ πλὴν
5859529 νειοθι
οὖν βορέω καὶ ἀλήσιος ἠελίοιο μεσσηγὺς κέχυται : τὰ δὲ νειόθι τέλλεται ἄλλα πολλὰ μεταξὺ νότοιο καὶ ἠελίοιο κελεύθου .
τι εἶδος οὔτε τὰ τεύχεα καλά , τά που μάλα νειόθι λίμνης κείσεθ ' ὑπ ' ἰλύος κεκαλυμμένα : κὰδ
5856188 χαμαδις
δῖαν ἠρέμα νευστάζουσι κάτω : μετέπειτα δὲ πάσας κῶμα βιησάμενον χαμάδις βάλεν ἄλλυδις ἄλλην . ὡς δ ' ὁπότ '
τὸ ποιητικὸν εὖ εἴρηται φύλλα τὰ μέν τ ' ἄνεμος χαμάδις χέει , ἄλλα δέ θ ' ὕλη τηλεθόωσα φύει
5852500 οὐρος
τοὺς ἀνάντεις τόπους . οὐρίαχοι ὁ οὔραχος τοῦ δόρατος . οὖρος ὁ φύλαξ , καθὸ συνήθως : “ οὖρος Ἀχαιῶν
, ἀλλὰ προσεπισφραγιζόμενος τὸ τῆς ἐξουσίας προσέθηκεν , Ἧι λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν , τῇ νηὶ δὴ λέγων τῇ πλεούσῃ
5836700 ἀλσεα
' ἐν ἁρμάτεσσι διφρούχοις ἐγυμνάζοντ ' ἀν ' εὔδι ' ἄλσεα πολλάκι θήραισιν φρένα τερπόμεναι , ἱερόδακρυν λίβανον εὐώδεις τε
νοήσω . ταῦροι , καλὰ νέμεσθ ' , ἵνα παρθένῳ ἄλσεα δείξω . τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ
5835597 κληθρη
δὲ κληῖδα τὸν μοχλόν . κλήθρη δένδρου γένος : “ κλήθρη τ ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος . ”
' ὕφαινεν . ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα , κλήθρη τ ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος . ἔνθα
5833599 εὐρυς
ἔμελλεν ἐκτελέειν : τῶ καί μιν ἐυφρονέοντ ' ἀνὰ θυμὸν εὐρὺς ἀγάσσατο λαός : ὃ δ ' ἐν μέσσοισιν ἔειπεν
πάντες Ἀχαιοὶ ἄλλοι ὁμῶς ἄλλῃσιν ἐπάλξεσιν : ἔβραχε δ ' εὐρὺς αἰγιαλὸς καὶ νῆες , ἐπεστενάχοντο δὲ μακρὰ τείχεα βαλλομένων
5831716 πορος
ὀφθαλμὸν , ὅταν ὁ διατείνων ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ μήνιγγος πόρος ἐπὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἀποῤῥαγῇ , ὡς ἀβλεψίαν τελείαν γενέσθαι
πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή , ἔρανος , συλλογή , σύστασις :
5830443 αἰα
μιν ἄλλυδις ἄλλῃ ἐσκέδασεν διὰ τυτθά : περίαχε δ ' αἶα καὶ αἰθήρ , ἐκλύσθη δ ' ἄρα πᾶσα περίδρομος
* ἵξεται : εἰσίξεται ἡ αἶσα ἐλεύσεται * αἶσα : αἶα . * ἤτοι : δηλονότι ἀλλ ' ἤτοι θέρεος
5821827 ἀνθεα
σφιν οἶμον λιγύν , αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων . λέγοντι μάν χθόνα μὲν
γαμετὴν ἡρπασμένην τὴν στρατείαν πεποιημένῳ . παλαιὸν μὲν οἶνον , ἄνθεα δ ' ὕμνων νεωτέρων Πίνδαρος ἐπαινεῖ . Εὔβουλος δέ
5819562 ἐπιτρεχει
κνησμονὴ αὐτῷ ἐπιγίνεται , καὶ τὸ σῶμα ἐρυθραίνεται καὶ σμῶδιξ ἐπιτρέχει , ὡς καὶ ἀπὸ τῆς κνίδος τῆς βοτάνης :
γίγνεται , καὶ μώλωπας ἔχει , καὶ ζοφώδης αὖθις αὐτοῖς ἐπιτρέχει χροιά . Ναὶ μὴν ἀλλὰ σὺ τούτῳ μὲν φέρων
5817525 διαμφις
, ἐστεφάνωται , οὐ μὲν πᾶσα διαπρὸ περίδρομος , ἀλλὰ διαμφὶς ὀξυτέρη βεβαυῖα πρὸς ἠελίοιο κελεύθους , σφενδόνῃ εἰοικυῖα :
. Οἱ δὲ γράφουσιν εὐρυτέρη , ἵν ' ᾖ τὸ διαμφὶς εὐρυτέρη ἀντὶ τοῦ εἰς νότια καὶ βόρεια . Πρὸς
5814657 ἀκραης
δεομένοις οὐδὲ ῥιπιδίων , ἀλλὰ φυσικῆς εὐπνοίας , οἷος ὁ ἀκραὴς Ζέφυρος , καθαρὸς ὢν [ Ζέφυρος ] : τὰ
δ ' ἑβδομάτῳ Δρεπάνην λίπον : ἤλυθε δ ' οὖρος ἀκραὴς ἠῶθεν ὑπεύδιος , οἱ δ ' ἀνέμοιο πνοιῇ ἐπειγόμενοι
5809896 αἰθεριοι
, τοὺς δὲ χθονίους , τοὺς δὲ πέριξ τούτων . αἰθέριοι μὲν οὖν λέγοιντο ἂν εἰκότως Ζεὺς καὶ Ἥρα καὶ
δ ' ἐγώ , Εἰ ἀληθῆ εἰσι ταῦτα , ὦ αἰθέριοι , οὐκ ἄν ποτε ἀσφαλῶς τὰ μέλλοντα ἐξιχνεύσαιτε ,
5806371 ῥοος
ἐς Λιβύην ὁρόωσα . τὸν δὲ μετ ' ἐκδέχεται Γαλάτης ῥόος , ἔνθα τε γαῖα Μασσαλίη τετάνυσται , ἐπίστροφον ὅρμον
καὶ χωλαὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου γίνονται . Ὁκόταν δὲ ῥόος λευκὸς ἐγγένηται , οἷον ὄνου οὖρον φαίνεται , καὶ
5798695 πελει
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα :
5785546 πυθεται
' ὀρφανικοί : ὃ δέ θ ' αἵματι γαῖαν ἐρεύθων πύθεται , οἰωνοὶ δὲ περὶ πλέες ἠὲ γυναῖκες . Ὣς
ἔδουσιν , ἀνέρος , οὗ δή που λεύκ ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ κείμεν ' ἐπ ' ἠπείρου , ἢ εἰν
5785205 ἐλαια
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο .
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί .
5782072 χιων
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι ,
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι
5777110 ἀραχνια
φασι τὰ ὠὰ ἐσθιόμενα εἰς ἀφροδίσια παρορμῶσι . τὰ δὲ ἀράχνια ὠὰ ὑποθυμιώμενα ἢ περιαπτόμενα ὠκυτόκια γίνεται . Τέλος τῶν
ποιήσεις γεννήματα , ὥστε μὴ εὑρεθῆναι ἐν τοῖς ἀγγείοις σου ἀράχνια , ὅλα γὰρ πληρώσειας : τὰ γὰρ ἀράχνια ἐν
5774479 κελαδοντες
. . . . . . . . . . κελάδοντες χείμαρροί τ ' ἀλεγεινὸν ἀεξόμενοι Διὸς ὄμβρῳ , τοὺς
φαίνονται ἄρουραι ἠελίου τὰ πρῶτα συνερχομένοιο Λέοντι . Τῆμος καὶ κελάδοντες ἐτησίαι εὐρέϊ πόντῳ ἀθρόοι ἐμπίπτουσιν , ὁ δὲ πλόος
5773665 πελεται
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ
5765646 αὐραι
μὲν ἐξ ἡλίου τοῖς σώμασιν περιχεόμενον συμμέτρως αὐτὰ παρεμυθεῖτο , αὖραι δὲ ἐκ ποταμῶν ὥρᾳ θέρους ἐπιπνέουσαι ἀνέψυχον αὐτοῖς τὰ
εἰς τὴν θάλατταν καὶ τοῦ πελάγους ἐγγὺς ὄντος ἀναδιδόμεναι συνεχεῖς αὖραι , λεπταὶ μὲν αἱ ἐκ τοῦ πελάγους , παχεῖαι
5761939 κομη
τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ
Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ
5760649 δολιχος
σημαίνων ἐξ ὑπερθέσεως ἕκαστα ποιεῖν εἴωθεν , ὡς καὶ ὁ δόλιχος ἐκ πολλῶν ὑπερθέσεων . ἐξαιρέτως δὲ ὁ δόλιχος γυναιξὶ
τοίνυν ἀγωνίας ξυμπάσης τὰ μὲν κοῦφα ταῦτα : στάδιον , δόλιχος , ὁπλῖται , δίαυλος , ἅλμα , , τὰ
5760401 ἠελιος
οὐ κατὰ διάνοιαν ἐφάνη αὐτοῖς μέγας κτλ . εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης : ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ἡρωικοῦ
γειοτόμον δαμάλῃσιν ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν ὅτ ' ἠέλιος ζυγὰ κλίνει , ὁππότε σημαίνουσιν ἑαῖς ἀγέλῃσι νομῆες ,
5748753 καλαμοι
ἡλιοτρόπιον , βούτομον , βάτοι , ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος ἣ καὶ ἀδίαντος ,
ἐπειδὰν ἐπὶ τῆς ἠιόνος κτύπος συμφωνίας γένηται , πάντες οἱ κάλαμοι χορεύουσι καὶ ὁ βασιλεὺς σὺν αὐτοῖς χορεύων παραγίνεται ἐπὶ
5739959 ἀγχοθεν
παρακολουθεῖ , ὡς πρόκειται ἐπὶ τοῦ χαμᾶθεν , τηλόθεν , ἀγχόθεν : τὸ γὰρ ἐκεῖθεν οὐ τῇδε ἔχει . Τὰ
νῆα θοήν : Παιὰν δ ' ἄρ ' ἑκηβόλος † ἀγχόθεν αἰέν , † Δήλου ἀπὸ κραναῆς ἧκεν βέλος ,
5737495 ζεφυρος
ἢ ἔπομβρος καὶ ἀνέμων ἀκρασία . Δοσιθέῳ εὐδία , ἐνίοτε ζέφυρος πνεῖ . ιβʹ . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς
καὶ τὸ λοιπὸν τῶν Πλειάδων ἀνίσχει , καὶ τὴν ὀγδόην ζέφυρος ὄρθρου ἄρχεται πνέειν , καὶ τὴν ἐννάτην ζάλη γὰρ
5727237 ὑδατα
ἀποδημίαϲ αὐτῇ χρῶνται , ὅταν ὑπονοῶϲι μοχθηρούϲ τιναϲ ἀέραϲ ἢ ὕδατα , ἔνθα πορεύονται . Λαβὼν ἐχίδναϲ νεοθηράτουϲ δ ,
δεξιὰν ἤπειρον ἐκπίπτει κατὰ πολλοὺς τόπους ἐκ πέτρας εἰς θάλατταν ὕδατα πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ
5726272 φυλλορροει
τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ λευκὸν
ὑπέρυθρα δὲ τὰ φύλλα ἐπιεικῶς καὶ χαῦνα καὶ σαρκώδη : φυλλορροεῖ δὲ τοῦτο ὅλον , διόπερ φύλλον ἄν τις εἴποι
5712325 εἰαρι
ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ .
Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον
5706550 πλατανος
οἱ φλοιοὶ πλὴν τῶν γλυκέων , περσικῆς ὁ καρπός , πλάτανος , κιτρίου ἡ σάρξ , τὸ ἀπὸ τοῦ σίτου
σημεῖόν τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ
5704945 Ἐρυθραιου
Εὐξείνου πόντου . Ὑψηλότερον γάρ ἐστι τὸ Περσικὸν πέλαγος τοῦ Ἐρυθραίου , ὥσπερ κατὰ διάμετρον κείμενον . Εἴπομεν γὰρ τὴν
γὰρ κέγχρος ἀέξεται , ἄλλοθι δ ' αὖτε ὗλαι τηλεθόωσιν Ἐρυθραίου καλάμοιο . φράζεο δ ' ὥς τοι σχῆμα καὶ
5700171 καυλος
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς
5699927 ποντου
πόρον , ἤγουν πρὸς τὰ ἀριστερὰ μέρη , τοῦ Εὐξείνου πόντου ἐξ ἐναντίας τοῦ Βορυσθένους ποταμοῦ μεγαλώνυμος καὶ ἔνδοξός τις
τυρὸν καὶ σίλφιον . ἅττα τε σάρκα μὴ πίειραν ἔχῃ πόντου τέκνα , τῷδε τρόπῳ χρὴ σκευάζειν . ἤδη σοι
5693367 χαλκος
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ
' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ
5693254 χαλαζα
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι .
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε
5685914 ἠμος
μινύθοντας ἡρῶσσαι Λιβύης τιμήοροι , αἵ ποτ ' Ἀθήνην , ἦμος ὅτ ' ἐκ πατρὸς κεφαλῆς θόρε παμφαίνουσα , ἀντόμεναι
ὄψ ' ἀρόσῃς , τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη : ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον , τέρπει
5682477 βλυζει
. Δεξιτερῆς μὲν γὰρ λαγόνος περὶ χήραμα χόνδρων πολλὴ ἅδην βλύζει ψυχῆς λιβὰς ἀρχιγενέθλου ἄρδην ἐμψυχοῦσα φάος πῦρ αἰθέρα κόσμους
, οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη τε μένει ψαμάθοισί τε δύνει : ἔνθεν
5678396 χιονος
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη
5676449 πιτυς
. ἢ ὥς τις εἶπεν , ὅτι : λεπταῖς ὑπεσύριζε πίτυς αὔραις : περὶ μὲν δὴ τὴν λέξιν οὕτως .
κυπάρισσος , δάφνη , μηλέα , σφένδαμνος , ἐλάτη , πίτυς . ταῦτα δὲ μεταφυτευόμενα βελτίονα ἔσται . Ἀπὸ δὲ
5665876 ἁδρα
τραχύτηταϲ ἴϲχει κεγχραμίϲιν ὁμοίαϲ : δεῖ οὖν θρύπτειν αὐτὴν εἰϲ ἁδρὰ καὶ ἕψειν ἐν ὄξει μὴ κινοῦντα , ἕωϲ μηκέτι
κατελείφθη , καί ποτε καὶ ἕλμινς δι ' αὐτοῦ διῆλθεν ἁδρὰ , καὶ ἔφη , ὅτε πυρέξειε , χολώδεα ὅτι
5652997 πορφυρα
σοι φωνήν ποθεν λαβὸν ἐγώ εἰμι τοιοῦτον οἷον ἐν ἱματίῳ πορφύρα : μή μ ' ἀξίου ὅμοιον εἶναι τοῖς ἄλλοις
ἰαμβεῖα : τὰ δ ' ἀργυρώματ ' ἐστὶν ἥ τε πορφύρα εἰς τοὺς τραγῳδοὺς χρήσιμ ' , οὐκ εἰς τὸν
5650492 δρυος
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς
5648132 δροσος
τούτου χάριν ἐριναζομένων : ἐὰν γὰρ συμμύωσιν οὔθ ' ἡ δρόσος οὔτε τὰ ψακάδια δύναται διαφθείρειν ὑφ ' ὧν ἀποπίπτουσι
, καὶ πλεονασμῷ τοῦ , καὶ συγκοπῇ τοῦ ι , δρόσος . Δυάς . παρὰ τὸ συνδεδέσθαι ἄλλῳ ἀριθμῷ ,
5646580 ἀρκτος
παρούσης ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν ἀδήλων ⋮ Ἡ γὰρ ἄρκτος χειμῶνος μὲν ἀποτίκτει , καὶ φωλεύει τεκοῦσα , καὶ
ὁ χερσαῖος πόδας μὲν ἔχει πενταδακτύλους , καθάπερ καὶ ἡ ἄρκτος , ῥύγχος ὑός , ὀδόντας οὓς μὲν προβάτου ,
5645577 ἠως
ἀναπλώεσκεν : ἔπλεεν . ἀΰσας : βοήσας . Κεῖνο : ἤως ὠκύαλον . τό : ὅπερ . φήμιξεν : δωρικόν
ἀπέπεσε ] χαυνωθεὶς καὶ ἐξ ἀσελγείας [ θνήσκει ] , ἤως ἀπὸ τοῦ τῆς θηλυμανίας [ ἔρωτος ] : οὕτως
5644293 βορεω
ἠερόεις ἐπάγει νότος : ἀντία δ ' αὐτὸς Κηφεὺς ἐκ βορέω μεγάλῃ ἀνὰ χειρὶ κελεύει . Καὶ τὸ μὲν ἐς
ἀνατέλλοντα , ἔνθεν μὲν ἡ Ἐρυθρὴ παρήκει θάλασσα , πρὸς βορέω δὲ ἡ Κασπίη τε θάλασσα καὶ ὁ Ἀράξης ποταμός
5641730 μυρικη
καρύα διοσβάλανος πρῖνος . τὰ δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακάρη
ἐν στρογγυλότητι τὸ σαρκῶδες . καὶ τῶν θαμνωδῶν δὲ ἡ μυρίκη σαρκῶδες τὸ φύλλον ἔχει . ἔνια δὲ καὶ καλαμόφυλλα
5631811 ἀνθη
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ

Back