παρ ' αὐτοῦ : ἴσως δὲ καὶ συζευχθήσεται γυναικὶ ἢ τεχθήσεται αὐτῷ παῖς : πληθύνουσι δὲ αἱ ἔριδες αὐτοῦ καὶ
καὶ λευκόν , πάντως καὶ τεχθήσεται : καὶ ἀντιστρόφως εἰ τεχθήσεται , πάντως ἀληθὴς ὁ λόγος . πάλιν εἰ ψευδὴς
6614688 ἀποβλεπε
πείσει ; πείσομαι , νὴ τὸν Διόνυσον . δεῦρό νυν ἀπόβλεπε . ὁρᾷς τὸ θύριον τοῦτο καὶ τοἰκίδιον ; ὁρῶ
τοῖς βασιλεῦσίν ἐστιν ηὐξημένον τὴν ἔξοχον αὐτοῦ αὔξησιν . μὴ ἀπόβλεπε πόρσιον , ἤγουν περαιτέρω , τὴν βασιλείαν δηλονότι ἔχων
6608653 κοινωνησεις
οὐκ ἀποδημήσεις νῦν β προκόψεις ἐξαπίνης ὅτε οὐκ οἶδας γ κοινωνήσεις ἐπὶ βλαβῇ δ οὐ στρατεύσῃ ἄρτι . τί σπεύδεις
καὶ κερδανεῖς θ οὐ προκόψεις ἄρτι . μὴ ἔλπιζε ι κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ
6594629 Τημενεω
ἴσως ὅτι ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου
ἢν μὴ ἀναξίως τῆς περιβολῆς τῆς νούσου , οἷον τῇ Τημένεω ἀδελφιδῇ ἐκ νούσου ἰσχυρῆς ἐς δάκτυλον ἀπεστήριξεν , οὐχ
6578832 ὑφαντον
ἡμῖν χρήσατε ] ? . πόθεν ; καὶ παραπέτασμα βαρβαρικὸν ὑφαντόν [ ] ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν . εἴθε μοι
οἷον ἐνδυτὸν καὶ ὑφαντόν : σημαίνει γὰρ τοῦτο τὸ ἤδη ὑφαντόν , οὐ τὸ μέλλον καὶ δυνάμει . καὶ ταῦτα
6543038 ἀγωνιζου
διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους . καὶ οὕτως ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι . αὐτὸς δέ
μὴ κοινωνήσῃς τῷ πράγματι ι στρατεύῃ εὐτυχῶς α οὐκ ἀθαρρῶν ἀγωνίζου β ἀπολύεται ὁ συνεχόμενος γ καταλλάσσῃ τῇ γυναικί δ
6534833 ἠλγει
ὑποφαίνει [ καὶ ] κνισμὸν ὀνομάζων . ἢ λυπουμένη : ἤλγει μὲν γὰρ ὡς μήτηρ , στέργουσα τὸ τέκνον :
. ἐν ἀκμῇ δὲ ὢν τῆς τότε ὀδύνης καὶ ὧν ἤλγει , οὐκ ᾔδει τὴν ὁδὸν τὴν πορεύουσαν ἐς αὐτοῦ
6534421 ἐπεχονται
ὅτι αὔξεται . καὶ πόθεν δῆλον ὅτι τρέφεται ; ἐπειδὴ ἐπέχονται τὰ καταμήνια . καὶ πόθεν πάλιν δῆλον εἴτε παρὰ
τοῦτο ἠναγκάσθη μνησθῆναι , ἵνα δείξῃ ὅτι οὐ παρὰ φύσιν ἐπέχονται τὰ καταμήνια ἐπὶ τῶν κυοφορουσῶν , ἐπεὶ ἔμελλον τὰ
6522083 κενεην
, ἀλλὰ πάρελθε . πολλὰ δ ' ἀεργὸς ἀνήρ , κενεὴν ἐπὶ ἐλπίδα μίμνων , ἐλπίζων πάντα αὐτομάτως ἔσεσθαι αὐτῷ
καὶ ἄλλοι Τρῶες ἴσαν φεύγοντες . Ὃ δ ' ἐς κενεὴν δόρυ τύψας ἠέρα Πηλείδαο πάις ποτὶ μῦθον ἔειπεν :
6520309 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
6499002 πιστευσω
ἀξιοῦσι πράττεσθαι ; ἐγὼ μὲν οὖν οὐκ ἔχω ὅπως σοι πιστεύσω : οἶδα γὰρ ἄνδρα ἕνα Πρωταγόραν πλείω χρήματα κτησάμενον
φίλῳ ; ποίῳ τινί ; ὡς πολίτῃ ; τί σοι πιστεύσω ; εἶτα σκευάριον μὲν εἰ ἦς οὕτως σαπρόν ,
6477535 νεμον
οὐδὲ τὰ ἀληθῆ λέγων εἰσακουσθῇ . καὶ παιδίον που πρόβατα νέμον λύκον ἐρχόμενον πρὸς διαφθορὰν ὁρῶν ἐπικαλούμενον τοὺς ἀγρότας ἔλεγε
δὲ φαίνει αὐτὸ τὸ ζητούμενον θαῦμα πλέω τοῦ φωτὸς ἐκλάμψεις νέμον , θησαυρὸς ὥσπερ παμπόθητος , μαργάρων πλήρης , φέρων
6465403 φυγαδευθησῃ
συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α οὐχ ἁμαρτήσεις . πρέσβευσον β οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος
φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ σύνολον . μὴ φοβοῦ ι γενήσῃ βιοπράγος καὶ
6459111 περιμεινον
ὁ ἀπόδημος ὑγιαίνων ι μὴ ἀποδῷς ἄρτι ἃ ὀφείλεις . περίμεινον α * * β ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης σου ἄρτι
μετὰ ὀλίγον α εὐτυχήσεις ἱλαρῶς β μὴ συναλλάξῃς ἄρτι . περίμεινον γ οὐκ ἀποδημήσεις ταχέως : ἐπέχει γάρ δ προκόψεις
6421863 Ὀλιγον
Οὔκουν ἐφ ' ἡμᾶς ξυμβοηθήσειν οἴει τοὺς ἄνδρας εὐθύς ; Ὀλίγον αὐτῶν μοι μέλει . Οὐ γὰρ τοσαύτας οὔτ '
δῆτ ' ἔσει τὴν ἡμίκραιραν τὴν ἑτέραν ψιλὴν ἔχων ; Ὀλίγον μέλει μοι . Μηδαμῶς , πρὸς τῶν θεῶν ,
6399866 κυουσα
ἔπειτα πῖσαι δάφνης φύλλα ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ . Ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται , ὀνίδα ξηρὴν καὶ μίλτον καὶ ὄστρακον σηπίης
διὸ καὶ γηγενὴς καλεῖται . Ἐλάρη μήτηρ Τιτυοῦ , ὃν κύουσα ἐκ Διὸς καὶ ἀδυνατοῦσα γεννῆσαι διὰ τὸ μέγεθος τοῦ
6381846 μισθωσῃ
στρατηγεῖς καὶ μέμψιν αἱρεῖς ι ὄψει θάνατον ἐπικερδῆ α ἐὰν μισθώσῃ , βλάπτῃ β οἰκονομεῖς εὐτυχῶς γ ἐκτιτρώσκει καὶ κινδυνεύει
νικήσεις . σιώπα β κληρονομήσεις ὅτε οὐκ ἐλπίζεις γ μὴ μισθώσῃ ἄρτι . περίμεινον , μὴ σπεῦδε δ οἰκονομήσεις καὶ
6369060 ἀλοχωι
ἔσομαι , λέγε , παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις
κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων , παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾶι προσάγεις ἀλόχωι τε σᾶι στυγερὸν θάνατον . δύστανε , μοίρας ὅσον
6340037 δειπνησας
κόπου , ἢ ἄγρυπνος ἡ νὺξ γένοιτο : ἑσπέρας δὲ δειπνήσας καθευδέτω . Τῶν μὲν οὖν σιτωδῶν ἁρμόδια ἄρτος κλιβανίτης
καὶ παρασκευάσας ἑαυτὸν αὖθις δευτέρῳ στόλῳ ἐπέπλευσε τῇ Σικελίᾳ καὶ δειπνήσας πάλιν ὀλίγας ἡμέρας ὑπὸ ἀμαθίας ἐξέπεσε . καὶ αὕτη
6325647 λυκε
εἱστήκει . λύκον δὲ ἰδὼν ἔφη αὐτῷ : „ ὦ λύκε , ἰδοὺ ἐκ πόνου ἀποθνῄσκω καὶ δεῖ με σοῦ
κατεδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” ὦ λύκε , ἐπεὶ πέπεισμαι , ὅτι σὸν βρῶμα γενήσομαι ,
6314098 ἠμεσεν
δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος .
κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν : ἤμεσεν ἐς νύκτα : αἷμα συχνὸν ἐῤῥύη , κατὰ τὸ
6309099 Γναθος
ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἀσωπός νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ὄνου Γνάθος ἄκρα ναʹ λεʹ Βοιαί ναʹ ιβʹʹ λεʹ ιβʹʹ Μαλέα
: ὠφέλειαν σημαίνει . Σιαγὼν εὐώνυμος : εὐτυχίαν σημαίνει . Γνάθος εὐώνυμος : ἀλλότριον κάματον σημαίνει . Σιαγὼν δεξιά :
6301502 τεθεασαι
ἀλλοτρίας ἐπινοίας αὐτοῖς αὐλοῖς ὁρμᾷ καὶ γλωττοκομείῳ . εἰ μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι
μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι μὴ τεθήρευσαι δ ' , ὄνος , εἰ δ
6300332 κολληθηναι
διαϲπωμένων τινῶν ἰνῶν καὶ παρηγορίαϲ μόνηϲ δεῖται ἄχριϲ ἀνωδυνίαϲ : κολληθῆναι γὰρ αὐτὰϲ οὐ δυνατόν . ἀριϲτολοχία τοίνυν ϲτρογγύλη ῥήγμαϲι
, ἤτοι τὸν ἄρτι γεννηθέντα . ἀρτίκολλον ] ἤγουν εὐθέως κολληθῆναι καὶ ἑνωθῆναι τοῖς λόγοις τούτου ἤγουν ἀκοῦσαι τούτους .
6295618 πωλησον
Ζηνᾷ ” ἰδού , ἀπὸ τοῦ νῦν κεχάρισταί σοι : πώλησον , χάρισον , ἀπόλυσον , ὃ βούλει εἰς αὐτὸν
πρὸς ἑαυτὸν εἵλκυσε καί φησι : ” τὴν ταχίστην με πώλησον , ἐπεὶ δραπετεύσω ” . καὶ ὁ Ξάνθος :
6291016 ἐλπιζε
α οὐκ ἀγορανομήσεις β οὐ κληρονομήσεις τὸν φίλον . μὴ ἔλπιζε γ ἕξεις ἐσχάτην καλήν , ὀλίγην δέ δ οὐχ
, ἄρτι δὲ οὔ ε οὐ πρεσβεύσεις μόνος . μὴ ἔλπιζε Ϛ οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ ζ οὐ γενήσῃ
6289166 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6281171 χωλαινειν
τὸ ὑποπόδιον . σκιμπάζειν δὲ εἴρηται παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ χωλαίνειν : ἰστέον , ὅτι σκιμπάζειν ἐλέγετο παρὰ τοῖς παλαιοῖς
] ἄνισον καὶ ἀνώμαλον ποιεῖται , βραδυτέρας ταύτης οὔσης , χωλαίνειν αὐτὸν ἔφασαν . ῥιφῆναι δ ' ὑπὸ τοῦ Διὸς
6266061 Θασιοις
τοῦ παρόντος γένωμαι , λαβὲ τὰ ψηφίσμαθ ' ἃ τοῖς Θασίοις καὶ Βυζαντίοις ἐγράφη . λέγε . Ἠκούσατε μὲν τῶν
. . . . . . . . . . Θασίοις οἰναρίοις καὶ Λεσβίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέρος
6264190 δειπνησεις
συμβαλὼν χαίρω : σὺ μᾶλλον ἢ γὺψ ἢ κόραξ με δειπνήσεις . χάριν δέ μοι δὸς ἀβλαβῆ τὲ καὶ κούφην
ἄρχειν ; Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν . Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι τοῦ λοιποῦ ' ν πρυτανείῳ , οὐδ '
6263768 ἐπιμονως
μεταξὺ γάρ ἐστιν Εὐρώπης καὶ Ἀσίας . τῇ ἀπουσίᾳ αὐτῶν ἐπιμόνως πενθοῦσαι , ὡς δοκεῖν ἁβρύνεσθαι ἐπὶ τῷ πενθεῖν .
Βοιωτῶν ὡρίζοντο . Ῥανὶς ἐνδελεχοῦσα κοιλαίνει πέτραν : ὅτι οἱ ἐπιμόνως πρός τι σπουδάζοντες αὐτὸ καθορθῶσαι δυνή - σονται .
6259478 ποτιζον
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
6259387 ἐκλαεν
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ
6258956 ἀγορασον
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον ,
6253837 οἰκονομησεις
τὸ διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τὸ μὴ ἀποχειροτονηθῆναι αὐτὸν οἰκονομήσεις : εἶτα ἐρεῖς : ὅτι , ἀλλ ' ἐπειδὴ
Ὅτε χρυσὸν ἔλαβες , ὀφείλεις οἰκονομῆσαι , καὶ εἰ προσεχῶς οἰκονομήσεις , τὸν χρυσὸν ἕξεις . Καὶ μὴ ὑπολάβῃς ,
6244395 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
6229476 ψεδνος
ἤτοι ψεῦδος . ὧδε ] οὕτως . παιδνὸς ] ἤγουν ψεδνός . φρενῶν κεκομμένος ] ἀφαιρέσει τοῦ σ διὰ τὸ
, ψυγῆναι Ἕλληνες . ψαθάλλειν Ἀττικοί , ψηλαφᾶν Ἕλληνες . ψεδνός Ἀττικοί , ἀραιόθριξ Ἕλληνες . ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ .
6229198 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
6227024 βιασῃ
καὶ δῆλα . ἐὰν παιδεραστῇς , ἐὰν μοιχεύῃς , ἐὰν βιάσῃ παῖδα , ἄρρενα μὲν μηδὲ λέγε , ἀλλὰ κἂν
τῶν εἰς τοὺς Ἕλληνας ἀδικημάτων . καὶ ἐκ τοῦ ἀπολογουμένου βιάσῃ λέγων συνήδεσθαι καὶ αὐτὸς ἐν τῷ παρόντι καιρῷ ,
6225359 ἐκφανῃς
οὐκ ἀνεξ ! ! ! [ ὀργῆς ἕκατι κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . φιλῶ τὰ γράμματα μισ [ χάρις ἐπὶ
αὐτὸν ἐχθρὸν γενόμενον . } Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου . † ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν πάλιν γενέσθαι φίλον
6221416 περιπιτνει
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται
6221012 καταπονειν
. καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε
' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν
6218607 μοὐστι
Ἐγὼ δὲ νῷν δὴ τερετιῶ τι πτιστικόν . Ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος * * * * * * * *
ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . . . . . .
6216248 ἀσπουδει
ζῴων λέγεται , καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τῶν νωθεστέρως καὶ ἀσπουδεὶ πορευομένων . καὶ Ὅμηρός φησι : ἥμενος ἢ ἕρπων
, μεγάλα ἔργα καὶ τοῖς ἔπειτα πυθέσθαι ἄξια ἐργασάμενος οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖταιταῦτα γνοὺς καταπηδᾷ ἀπὸ τοῦ τείχους ἐς τὴν ἄκραν
6214129 γαμεις
τὸ κρεῖττον ζ ἔχεις βλαβῆναι , ὀλίγον δέ η οὐ γαμεῖς ἄρτι . περίμεινον δέ θ οὐκ ἀγοράζεις τὸ προκείμενον
τὸ ἀπολόμενον ι οὐ γίνῃ πρεσβύτερος . μὴ ἔλπιζε α γαμεῖς τὴν ? ? ? γυναῖκα ? ? ? ?
6212299 Πονηρον
πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε
, ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ
6207897 προσαναθεσθαι
καὶ ἐνθέσθαι . λέγοιτο δ ' ἂν καὶ πληρώσασθαι καὶ προσαναθέσθαι ἐπὶ τοῦ καταστρώματος , ἐμβαλέσθαι καὶ ἐσβαλέσθαι . ἐκθέσθαι
τινά φασι θεασάμενον ἐκ τῆς κλίνης αὐτοῦ κρέμασθαι ᾠά , προσαναθέσθαι ὀνειροκρίτῃ : τὸν δὲ εἰπεῖν , ὀρύττων θησαυρὸν εὑρήσεις
6206860 διακλυσμα
κενοῦντας διὰ κλυστῆρος ἀνετικοῦ τὴν κοιλίαν : ποτὸν δὲ καὶ διάκλυσμα ὕδωρ θερμὸν ἔστω καὶ ῥόφημα πτισάνης χυλοῦ . Σφοδροτέρας
αὐτῶν : μετὰ τὸ πιεῖν τὸ φάρμακον δώσομεν ψυχρὸν ὕδωρ διάκλυσμα , ἔπειτα ἀποσφραίνοντές τινι τῶν εὐωδῶν , εἰ μὲν
6206295 παιζε
Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „ παῖζε , ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια , „ τοῦ
καὶ ἄλλος δὲ τὰ ὅμοια ληρεῖ τις . πῖνε καὶ παῖζε : θνητὸς ὁ βίος , ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος
6206088 χαριζῃ
. εἰ μὲν γὰρ εὖ πάσχων , ὅπως ὅτι κἀμοὶ χαρίζῃ μάθοι , τοῦτο ἐποίησε , καλῶς ἐποίησεν : εἰ
οὔτε μίμησις γραμμάτων . σὺ δ ' οὐχ ἥττω μοι χαρίζῃ τοῦ θείου μεμνημένος ἢ φιλεῖν ἐμὲ προαιρούμενος , ἐπεὶ
6205477 Συμμαχου
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ
6202569 λυπουμεναι
πόρω πόρις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ πόρτις . ἀσχαλόωσαι : λυπούμεναι . ἀσχαλόωσι : λυποῦνται : γράφεται ἀσχαλόωσαι . Μητέρες
διαβρόχοις . τέγγουσιν ] βρέχουσιν . ἄλγους ] † ἤγουν λυπούμεναι , ἀλγοῦσαι . αἵ δ ' ] ἄλλαι δὲ
6201109 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
6199336 λυζουϲι
προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν
κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ
6195167 ἀλλαξεις
. . . τί φήις ; θανεῖσθαι ; κοὔποτ ' ἀλλάξεις λέχη ; ταὐτῶι ξίφει γε : κείσομαι δὲ σοῦ
τὴν ῥάβδον , τὸ δέκατον ἅγιον τῷ κυρίῳ . οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ : ἐὰν δὲ ἀλλάξῃς , αὐτό τε
6193108 δωῃς
τὸ ἧπαρ ὅλον σὺν τῇ χολῇ ἐὰν λειώσας σὺν οἴνῳ δώῃς πιεῖν λάθρα τινί , οὐδέποτε δυνήσεται πιεῖν οἶνον .
: ὁ πιὼν σωθήσεται . ἐὰν δὲ πρὸ τοῦ μανῆναι δώῃς προπιεῖν , οὐ μανήσεται . Ἐὰν δὲ τῆς μαινίδος
6188360 κερασσε
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ
γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ
6187729 πιει
γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] !
καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ !
6187537 Ἑνδεκατῃ
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν
6184922 παρακρουστικον
Τὰ κατὰ μη - ρὸν ἐν πυρετῷ ἀλγήματα ἔχει τι παρακρουστικὸν , ἄλλως τε καὶ ἢν ἐναιωρηθῇ τι τῷ οὔρῳ
οἷον τοῖσι πνιγομένοισι πρόχειρον , πονηρόν : ἆρά γε καὶ παρακρουστικὸν τὸ τοιοῦτον ; Αἱ ἐπ ' ὀλίγον θρασέες παρακρούσιες
6179197 πρεσβευσεις
κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ πρεσβεύσεις μόνος : οὐ γὰρ συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ
ὁ δρασμὸς πρὸς ὀλίγον ζ γενήσῃ βουλευτὴς καὶ φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ
6177066 Κερδος
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει .
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων
6172165 ἀγενειον
, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην . ἐπεὶ δὲ πλησίον ἐγένοντο καὶ εἶδον
μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ' ἅρματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων , ἀγένειον ἀκριβῶς , οὐδ ' ἐπ ' ὀλίγον τὴν παρειὰν
6164088 ἐκτιτρωσκουσα
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς ,
6162355 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
6161839 πυριασας
τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν ἐπὶ τούτων : εἶτα λύσας καὶ πυριάσας διὰ σπόγγου ὁμοίως ἐπιτίθει : ἐπεκλήθη δὲ ἀνίκητος διὰ
ἀσθενήσῃ , ἐλάσσονας : ἢν δὲ ὑποστρέψῃ ἡ νοῦσος , πυριάσας αὐτὸν ὅλον , ἐς αὔριον δοῦναι ἐλλέβορον πίνειν :
6161700 ἐπιδωσω
εἰ πείσω δέσποιναν ἐμήν : μόχθου δὲ χάριν τήνδ ' ἐπιδώσω . καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης ἀποταυροῦται δμωσίν , ὅταν
χρή . Εἰ μεμηνότι καὶ πρὸς ἰδίαν ἐπειγομένῳ πληγὴν ξίφος ἐπιδώσω φέρων , ἐγὼ τὸν θάνατον εἴργασμαι . εἰ φιλοχρήματον
6160439 ἀπολυσῃς
: ἔπειτα εἴρια πινόεντα οἴνῳ ῥαίνων ἐπιδεῖν , καὶ ἐπὴν ἀπολύσῃς , περισπογγίζειν καὶ μὴ βρέχειν : ἔπειτα κυπάρισσον ἐπιπάσσειν
ἐὰν ἀποκόψῃς τὴν οὐράν , καὶ τὸν τράχουρον αὖθις ἐλεύθερον ἀπολύσῃς ἐς τὴν θάλατταν , τήν γε μὴν προειρημένην οὐρὰν
6153452 βιβωντα
τῶν δυϊκῶν βιβάσθων , ὡς τυπτέτων . βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : ἀπὸ τοῦ βιβάω βιβῶ , δευτέρας συζυγίας ,
, . . . Βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : μακρὰ βιβῶντα , μεγάλα διαβαίνοντα , . , . . .
6153359 χαρησεται
χαρῇ ἐπ ' αὐτῷ καὶ ἐπὶ τοῖς προβάτοις εὐφρανθῇ . χαρήσεται δέ , ἐὰν πάντα ὑγιῆ εὑρεθῇ καὶ μὴ διαπεπτωκότα
Ἰδοὺ γὰρ παραγίνεται πρὸς σὲ σήμερον καὶ ὄψεταί σε καὶ χαρήσεται . Καὶ ὡς ἐτέλεσεν ὁ ἄνθρωπος λαλῶν τῇ Ἀσενέθ
6151662 λελαφας
φησὶν γάρ που ὁ αὐτός : τὸ δ ' αἷμα λέλαφας τοὐμόν , ὦναξ δέσποτα , οἷον ἅθρουν μ '
πικρότατον οἶνον τήμερον πίει τάχα . τὸ δ ' αἷμα λέλαφας τοὐμόν , ὦναξ δέσποτα . ἐκφέρετε πεύκας κατ '
6146358 ὠφειλες
μὴ εἰδότων κατηγορεῖς ; εἰ μὲν γὰρ ᾔδεις , προειπεῖν ὤφειλες : εἰ δὲ οὐκ ᾔδεις , τί τῶν ἄλλων
πρὸς τὴν σφαγὴν , οὐκ ἀνῄρηκας , οὐδὲ νῦν αὐτὸν ὤφειλες ἀνελεῖν , ὅτε καιρὸς , μᾶλλον δὲ σὺ τούτῳ
6143783 σιγως
φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως
φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ .
6143624 πλουτησεις
ζ μετὰ χρόνου εὐτυχήσεις καὶ γηράσεις η ἀνοίξεις ἐργαστήριον καὶ πλουτήσεις θ οὐ σωθήσῃ τῆς ἀρρωστίας σου ι οὐ σοφιστεύσεις
. ἀλλ ' ἀπελθὼν δὸς αὐτὸν τῷ ἀρχιερεῖ καὶ σφόδρα πλουτήσεις . τοῦ δὲ ἀπερχομένου , ἄγγελος κυρίου εἶπε πρὸς
6142985 ἐκαθευδε
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο .
6142296 μαθηις
ποτ ' ἀγκάλαις ; ὁ Βακχίου παῖς , ὡς σαφέστερον μάθηις . ἐν σέλμασιν νεώς ἐστιν ἢ φέρεις σύ νιν
ἔξεστι . τῶν σῶν δ ' οὕνεχ ' , ὡς μάθηις , λόγων δώσω τόδ ' αὐτῆι : τῆσδε δ
6139201 Γυμνοτερος
λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος
ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμβολον τοῖς Ἀθηναίοις ἦν . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἐπὶ τῶν πάνυ πτωχῶν . Ἀντὶ τοῦ
6135815 ψηλαφᾳ
χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ
γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν .
6135402 δωρουμαι
Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν .
Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς
6132885 ὑπερευγε
ὃ δὲ ἔφη προτιμησαίμην ἂν μᾶλλον ἰδεῖν τὴν Ἀχιλλέως . ὑπέρευγε τοῦτο Ἀλέξανδρος : ἐπόθει γὰρ κτῆμα ἀγαθοῦ στρατιώτου ,
ἂν λέγηι προσομολογήσω τοῦ διαμαρτεῖν μηδὲ ἓν προτέρα λέγουσα . ὑπέρευγε νὴ τὸν Ἥλιον . τὰ κοινὰ ταυτὶ δ '
6129231 ἀλυξει
μηχαναῖς . δολόμητιν δ ' ἀπάταν θεοῦ τίς ἀνὴρ θνατὸς ἀλύξει ; τίς ὁ κραιπνῷ ποδὶ πηδήματος εὐπετέος ἀνάσσων ;
πᾶσι μάλ ' , οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει . ” τὸν δ ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια
6128664 πεφαρμακευσαι
τὸ κρεῖττον α οὐ λήψῃ λεγάτον . μὴ προσδόκα β πεφαρμάκευσαι . σεαυτῷ βοήθει γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς γυναικὸς καὶ μεταμεληθήσῃ
δοξασθήσῃ ε οὐ λήψῃ λεγάτον . μὴ ἔλπιζε Ϛ οὐ πεφαρμάκευσαι . μὴ φοβοῦ ζ ἀπαλλαγήσῃ τῆς γυναικὸς ἐπ '
6124681 κολακευτικως
εἰ καὶ οὐδὲν ὁ αὐτοῦ λόγος ἰσχύει , σαίνων καὶ κολακευτικῶς καὶ δολίως ἄγαν ὑπερχόμενος πρὸς πάντας . πάγχυ καὶ
τῶν ἔξω φροντίδος . Ἕπεσθε μητρὶ χοῖροι : ἐπὶ τῶν κολακευτικῶς τισιν ἑπομένων τροφῆς ἕνεκα . Ἐπὶ βύρσης ἐκαθέζετο :
6124502 χαρησῃ
β οὐ γενήσῃ τελείως βιοπράγος γ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ χαρήσῃ δ βραδέως εὑρήσεις πωλῆσαι , καλῶς δέ ε οὐ
. ἄλλο τι πρᾶττε γ εὑρήσεις τὸ ἀπολόμενον ταχέως καὶ χαρήσῃ δ ἀγορανομήσεις καὶ ὠφεληθήσῃ πολύ ε κληρονομήσεις τὸν φίλον
6124039 σφαλῃς
Οἶσθ ' , ὦ ξέν ' , ὡς νῦν μὴ σφαλῇς ; ἐπείπερ εἶ γενναῖος , ὡς ἰδόντι , πλὴν
] ! ι : σι ? [ ! ! ] σφαλῇς [ ] [ ] [ ] υσος ἐῶν :
6121612 κορασιον
ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος . . . § . : Καὶ κοράσιον , ἡ κόρη . . . . . :
] οὔ νιτάριον ] νεόττιον , κοράσιον . νεόττιον καὶ κοράσιον ζηλότυπος ] φθονερός ἐσθίων ] τὰ σὰ ἀγαθά ὄζειν
6120201 χρυσολαβες
Παλαμήδῃ λέγει κώπην χρυσόκολλον , Μένανδρος δὲ ἐν Ἁλιεῦσι καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον , Θεόπομπος δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους
δυσδιάθετον . δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον . παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ '
6119996 χελυνη
τοῦ ω εἰς υ . ὡς παρὰ Σαπφοῖ , χελώνη χελύνη . Ἅρπυια , παρὰ τὸ ἅρπω , οὗ παράγωγον
: παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ παρὰ τὸ μυγμή γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων
6119009 ἐκτιτρωσκει
ἀλλὰ καὶ τὸ ἴχνος ἐὰν πατήσῃ τοῦ λύκου , παραχρῆμα ἐκτιτρώσκει . Ἄνθρωπον ἀπὸ χρησμοῦ ἰατρεύοντα ἑαυτὸν βουλόμενοι σημῆναι ,
δ ἐὰν μισθώσῃ , κερδήσεις ε οὐκ οἰκονομεῖς ἄρτι Ϛ ἐκτιτρώσκει καὶ κινδυνεύσει ζ δάνεισον ἐπὶ ὑποθήκῃ η οὐ πωλεῖς
6118490 ταπεινως
βίῳ . ὡς κρεῖττόν ἐστι δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν ἢ ζῆν ταπεινῶς καὶ κακῶς ἐλεύθερον . τί διὰ κενῆς εἶ χρηστός
λυρικὴ ποίησις ἐπὶ αὐλῶν καὶ κιθαρῶν ᾄδεται . Ὑφειμένως : ταπεινῶς . Ἐμμελῶς : ταύτῃ καλλίστως ἐκλίθη λύρα . Γοερῶς
6117785 ῥηϊδιοι
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην
6113664 μετριη
μὴ μὴν πολλῷ . Κατάτασις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ μετρίη ἀρκέει , τῇ μὲν κατατείνειν τὴν κνήμην , τῇ
, ἐγκεφάλου διαϲφύξιεϲ , ὀφθαλμῶν πρήϲιεϲ , ἤχων ἀκοή . μετρίη ὀξυφωνίη κεφαλῇ ὀνηϊϲτόν . ἔπειτα δὲ καιρὸϲ αἰώρηϲ ἐϲ
6111573 ἐπιμεινον
καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον , ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο , ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός
καὶ μέλλοντα τὸν αὐχένα ὑποβαλεῖν , μακρόθεν Αἴσωπος κέκραγεν ” ἐπίμεινον , δέσποτα . “ ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν
6104363 ἀμφιπολοιο
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί '
6104267 κατασκηψαι
: ὦ δέσποτ ' αἴας τί ποτε δρασείειν δοκεῖς : κατασκῆψαι . βλάψαι * ποίῳ τρόπῳ ἐμαυτὴν ἀνέλω : .
πέλαγος , τὸ δ ' ἐκτεφρωθὲν τῆς γῆς μετεωρισμὸν λαβὸν κατασκῆψαι πάλιν τυφωνοειδῶς εἰς τὴν νῆσον , καὶ ἐπὶ τρεῖς
6103304 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
6102543 πινεις
ὡς διωθεῖτο , εἰπόντος τέ τινος αὐτῷ διὰ τί οὐ πίνεις ; οὐδὲν δέομαι , ἔφη , Ἀλεξάνδρου πιὼν τοῦ
ὕδωρ πίνῃς , ἐκ πάσης ἀφορμῆς λέγε , ὅτι ὕδωρ πίνεις . κἂν ἀσκῆσαί ποτε πρὸς πόνον θέλῃς . σεαυτῷ
6100983 κατεαξαι
Παλαίμονα . . τὸν Λίβυν τὸν Ποσειδῶνος ἑξηκοντάπηχυν ὄντα καὶ κατεάξαι οὗ καὶ τὰ ὀστᾶ πρὸς Ὀλυμπίαν ἠνέχθη , ὡς
Ἀζέα πρὸς τὸν Γλαῦκον τὸν τοῦ Σισύφου † διακομιζόμενον Ὀλύμπια κατεάξαι αὐτοῦ τὸ ἅρμα καὶ ἐπὶ τῇ πράξει ὀνομάσαι τὸν
6100160 πολυαιμοϲ
, ἀτροφίῃ ἡ φύϲιϲ ἐξίϲταται τῆϲ ἕδρηϲ . ἢν δὲ πολύαιμοϲ ᾖ , τὰ πολλὰ μὲν οὐ κάρτα γίγνεται πονηρόν
προϲῆκον . ἐπιτήδειοϲ δὲ πρὸϲ φλεβοτομίαν ἕξιϲ ϲώματοϲ ϲκληρὰ καὶ πολύαιμοϲ καὶ πυκνὴ καὶ δυϲδιαφόρητοϲ , κατάϲταϲιϲ δὲ ἀέροϲ ὑγρὰ
6095527 ἀνεβιω
τρία καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν , καὶ ὅτι τρὶς ἀποθανὼν ἀνεβίω τρίς : ἐμοὶ δὲ οὐ πιστὰ δοκοῦσιν . ὅτι
; σπεύδετε , ὦ τᾶν . ὁ γὰρ Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους
6094608 ἐφθαρμενον
ἐφθαρμένων οὐσία εἴη : φαντασθείη γὰρ ἄν τις καὶ τὸ ἐφθαρμένον . καὶ ἔξεστι κἀκ τούτων συνορᾶν , εἰς ποίας
ξύσομεν : ἐὰν δὲ λελιπασμένον ἢ τετερηδονισμένον ἢ ἄλλως πως ἐφθαρμένον ὑποπίπτοι , μέχρι σήραγγος ἐκκόψομεν . τὴν δ '

Back