τοῦ ἀληθῶς χρῆται τῇ λέξει . ἀλλοφάσσοντες : ἀπορρύμενοι καὶ τεθορυβημένοι , ὥς φησι Βακχεῖος . Ξενόκριτος δὲ ὁ Κῷός
, διαλύεται μὲν τὸ συμπόσιον ἀτάκτως καὶ διὰ θυρῶν ἐχώρουν τεθορυβημένοι καὶ παρακεκινηκότες : ὁ δὲ Φράβιθος δι ' ἀρετῆς
6667724 ἀσπαστον
παθητικὸς ἤσπασμαι ἤσπασται καὶ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός , τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν ' . . . . Ἀσπληδών : φασὶ γὰρ
, ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ οὐδέτερον ἀσπαστόν . ὁ μέλλων ἀσπάσω , ἀφ ' οὗς ἀσπάσιος
6578361 ὑποσαθρον
οἱ διαβάλλοντες ὅ τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ ὑπόσαθρον καὶ εὐεπίβατον , τούτῳ προσβάλλουσι καὶ προσάγουσι τὰς μηχανάς
, φθονεροί , δεινοὶ εἰς βλάβην ἄλλων . σφοδρὸν καὶ ὑπόσαθρον φθέγγεσθαι ὀργίλον , βίαιον , ἄνομον καὶ μισάνθρωπον δηλοῖ
6509222 ξυνεχομενοι
ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα , τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι : καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον
οὐχ οἱ τοξόται , ἀλλ ' οἱ ὁπλῖται τῷ αὐτῷ ξυνεχόμενοι : ἀντὶ τοῦ διώκοντες καὶ ὑποχωροῦντες κατὰ πόδας :
6472427 ἐριαυχενας
μόριον λέγουσιν ἀντὶ τοῦ μεγάλου , ὡς καὶ Ὅμηρος : ἐριαύχενας ἵππους . τὸ δὲ σαφὲς οὕτως ἔχει : εἰ
καὶ ἀλείφατος ἀμφιφορῆας πρὸς λέχεα κλίνων : πίσυρας δ ' ἐριαύχενας ἵππους ἐσσυμένως ἐνέβαλλε πυρῇ μεγάλα στεναχίζων . ἐννέα τῷ
6465192 προσελθον
δὴ τὸ ἀπὸ τοῦ πυρετοῦ θερμὸν τὸ ἀπὸ τοῦ φαρμάκου προσελθὸν μανίην ποιέει . Θανάσιμα τρώματα : ἐφ ' ᾧ
ἐστι τὸ μήτε ὑπάρχον μήτε μὴ ὑπάρχον τῷ μὲν ὑπάρχοντι προσελθὸν ἀνυπαρξίαν ποιεῖν , τῷ δὲ ἀνυπάρκτῳ ὕπαρξιν . τὰ
6458142 στρομβος
γαστέρα λαμβανόμενα πάντα τὰ ὀστρακόδερμα , οἷον πορφύρα κῆρυξ ὄστρεον στρόμβος ἐχῖνος μῦς πελωρὶς χήμη κτένες [ καρκινάδες ] καὶ
+ . * + . . . Βέμβιξ : ὁ στρόμβος , ὃν οἱ παῖδες περιστρέφοντες καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι
6431689 τεταμεναι
οὐ μεγάλοι οὐδὲ ἀνεῳγμένοι οὐδὲ πάλιν ἐσφαλισμένοι , ὀφρύες οὐ τεταμέναι , μέτωπον τέλειον οὐ μήν γε ὀλίγον , φωνὴ
αἳ καὶ αὐταὶ κατὰ τὴν κορυφὴν καὶ τὸν ἐγκέφαλόν εἰσι τεταμέναι τῶν γε ἄλλων ἀνωτάτω καὶ γειτνιῶσαι δι ' οἰκειότητα
6398339 πλεονασαν
δὲ καὶ παρὰ τὸ Σαπφικὸν , συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον , πλεονάσαν μιᾷ συλλαβῇ . τὸ δʹ ὅμοιον τῷ βʹ .
. τὸ εʹ προσοδιακόν . τὸ Ϛʹ Πινδαρικὸν ἐκ Σαπφικοῦ πλεονάσαν χοριάμβῳ καὶ συστεῖλαν τὴν παρατέλευτον . τὸ ζʹ Εὐριπίδειον
6380802 εὐοσμον
' ἐν ὀσμαῖς : οὐδὲν γὰρ πλὴν τό τ ' εὔοσμον καὶ τὸ κάκοσμον . Οὐδ ' ἐν ἁπτοῖς :
γεῦσιν καὶ τὴν πρόσφοραν ἡ δὲ γλυκύτης σπανίως καὶ ἥκιστα εὔοσμον ὡς οὐ μιγνυμένων ἅμα τοῦ γλυκέος καὶ εὐόσμου :
6380421 ματαιοτητα
δολερὸν ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες ἀσωτείαν κατηγοροῦσι καὶ ματαιότητα καὶ μανίαν . προπήδησις ὀφθαλμῶν αἱματωδῶν οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων
τὸ ληφθὲν ἔλαττον οὗ λήψεται . ὃς τὴν μὲν ἀνδραγαθίαν ματαιότητα , τὴν δὲ ἀπραγμοσύνην ἀργίαν , τὴν δὲ φιλοτιμίαν
6365073 συφαρ
κτῆσίν τε θοίναις Πρωνίων λαφυστίαν πρὸς τῆς Λακαίνης αἰνοβακχεύτου κιχὼν σῦφαρ θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις
. . . τί μὰν ξύσιλος ; τί γάρ ; σῦφαρ ἀντ ' ἀνδρός . καθαιρημένος θην καὶ τῆνος ὑπὸ
6341247 βλεπος
⌈ ὁ Ἀριστοφάνης . . . θρασεῖς . τὸ δὲ βλέπος ἀντὶ τοῦ βλέμμα καὶ ὅρασις . τὴν ἕνην .
. θρασεῖς καὶ ἑτοίμους προδήλως εἰς τὸ ἀδικεῖν . ἀττικὸν βλέπος : ἀττικόν . . . βλέπος ⌈ ἤτοι τὸ
6328556 σιελον
ταύτῃ μόνον , ἀλλὰ καὶ τῷ στόματι παντὶ παροχετεύει τὸ σίελον . οὔτε δ ' ἐκ τῶν ἀντιάδων οὔτε ἐκ
καταῤῥέον , καὶ βῆχά τε παρέχει λεπτὴν , καὶ τὸ σίελον πικρότερον ὀλίγῳ τοῦ ἐωθότος , καὶ ἄλλοτε θέρμη λεπτή
6328310 προσισταται
ζῆν οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν : οὔτε γὰρ αὐτῷ προσίσταται τὸ ζῆν οὔτε δοξάζεται κακόν εἶναί τι τὸ μὴ
φησὶν οὖν : ὁ δέ , ἤτοι ὁ Παρθενοπαῖος , προσίσταται ταῖς πύλαις , οὔτι καὶ οὐδαμῶς φρόνημα ἔχων παρθένων
6324456 παρρησιαστικωτερον
ὤν . ὁμάδησαν : ὡμοφώνησαν . ἐπιρρήδην : φανερώτερον , παρρησιαστικώτερον , οἱονεὶ ἀναφανδόν . ἐπιρρήδην : διαρρήδην . βερέθρων
φώτων αὐξήσεσιν ἐπὶ τὸ εὐφυέστερον καὶ προφανέστερον καὶ βεβαιότερον καὶ παρρησιαστικώτερον , ἐν δὲ ταῖς μειώσεσι τῶν φώτων ἢ ταῖς
6320836 παραφρονειν
ἡνίκα ἔλθῃ ἐν τῷ ἐσχάτῳ γήρᾳ καὶ ἄρξηται ληρεῖν καὶ παραφρονεῖν . πάλιν διαλύεται τὸ συμπόσιον , ἡνίκα οἱ ἑστιώμενοι
ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον προςενεγκαμένοις : τό τε παραφρονεῖν οὐ μόνον ὑοςκύαμος ἐπιφέρει , ἀλλὰ καὶ τὰ τοξικὰ
6319137 ἀχαλινωτον
ὄνου καταπεσὼν , ἐν τοῖς Νόμοις : Καὶ μὴ καθάπερ ἀχαλίνωτον στόμα βίᾳ ὑπὸ τοῦ λόγου φερόμενον . Ἄπληστος πίθος
βιαστικῶς καὶ συναρπάζει αὐτὸν τὸν δίφρον ἄνευ χαλινῶν , ἤτοι ἀχαλίνωτον γενόμενον , καὶ τὸν ζυγὸν συνθλᾷ . πίπτει δὲ
6298017 τριηραρχηματος
τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τριηραρχήματος . Σῖτος : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀφόβου
εἰς τὴν τριηραρχίαν ἀνάλωμα : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ τριηραρχήματος . ἐπιτριηράρχημα δὲ τὸ ἀναλισκόμενον μετὰ τὸν τῆς τριηραρχίας
6294260 Διονυσιακον
ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ
τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν
6294202 ὀσφραινομενοι
. πανταχόθεν συνθέουσιν κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες , οὐκ οἶδα ὅθεν ὀσφραινόμενοι τοῦ χρυσίου . πότερον οὖν ἐπὶ τὸν πάγον τοῦτον
βλέποντες , ὠσὶ μὴ ἀκούοντες , μυκτῆρσι μήτε ἀναπνέοντες μήτε ὀσφραινόμενοι , στόματι μὴ φωνοῦντες μηδὲ γευόμενοι , χερσὶ μήτε
6287206 φυσημα
Ὑπερίδης εἰπών : οὐ σιωπήσῃ μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φύσημα ; Βίων δὲ ὁ Βορυσθενίτης φιλόσοφος ἑταίρας ἦν υἱὸς
ἐλάττους : καὶ οἱ μὲν ὀλιγοχρόνιον ἔχουσι καὶ ὠκύμορον τὸ φύσημα , οἱ δὲ ἅμα τῷ συστῆναι ἐπαύσαντο : πᾶσι
6266873 ὀξειῃ
στράπτε δ ' ἀπειρέσιον δαΐδων σέλας : ἀμφὶ δὲ τήνγε ὀξείῃ ὑλακῇ χθόνιοι κύνες ἐφθέγγοντο . πίσεα δ ' ἔτρεμε
. οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ
6260609 ἠχητικος
δὲ θηρίον ἁλίσκεται . μήδεα : αἰδοῖα . Ἠχήεις : ἠχητικός . ὀρυμαγδός : ἦχος , βοὴ , φωνή .
καὶ βυθός , . , . , . Βύκτης : ἠχητικός , ὁ μεγάλως ἠχῶν : Ὅμηρος : ἔνθα δὲ
6248410 καλυπτειν
ὥστε ἐνταῦθα μὴ συνάπτειν τὴν εἴσω θάλατταν τῇ ἐκτὸς καὶ καλύπτειν τὸν ἰσθμὸν μετεωροτέραν οὖσαν , τοῦ δ ' ἐκρήγματος
ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν μέχρι τοῦ καλύπτειν τὰ χείλη τὰς παραγναθίδας . ταὐτὰ δ ' ἐν
6224315 πηξει
. τὰς δὲ τῶν ἀνθράκων φύσεις φωτὸς δύναμιν ἐμπιληθεῖσαν τῇ πήξει φασὶν ἀποτελεῖν τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον τὰς ἐν αὐτοῖς
κοτὲ ἱδρῶταϲ καὶ ϲπογγίη ψυχροῦ ἐϲ τὰ πρόϲωπα προβληθεῖϲα , πήξει μὲν τῶν διαρρεόντων ὑγρῶν , πυκνότητι δὲ τῆϲ ἀραιώϲιοϲ
6214324 σαρκωδεστερον
τὸ μέτωπον αὐτοῦ χθαμαλὸν λεῖον σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς
ἄκρου σκιάδειον πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει .
6205688 γογγυζειν
καὶ κύκνους ᾄδειν , καὶ τρυγόνας τρύζειν , καὶ περιστερὰς γογγύζειν , καὶ κορώνας κρώζειν , καὶ κολοιοὺς κλώζειν ἢ
τονθορύζειν καὶ τονθρύζειν : τετρασυλλάβως καὶ τρισυλλάβως . σημαίνει τὸ γογγύζειν . ὑπόξυλος ποιητής , ῥήτωρ , φίλος καὶ τὰ
6198421 γυμνουσθαι
. εὐθὺς : ἐν ἀρχῇ . ἐντετυλίχθαι ] τὸ ἐναντίον γυμνοῦσθαι , ἐκκεκαλύφθαι . ὅταν ὀρχεῖσθαι : ὠρχοῦντο γὰρ ἐν
πρῶτον τοίνυν ἀποδύσωμεν αὐτούς : ἀνάγκη γὰρ τοὺς μέλλοντας ὁπλίζεσθαι γυμνοῦσθαι πρότερον . θεῶ δὴ τοὺς ἄνδρας , ὦ γενναῖε
6195390 χελιδονι
καλούμενον καὶ τὸ χελιδόνιον : καὶ γὰρ τοῦτο ἅμα τῇ χελιδόνι ἀνθεῖ . καὶ ἀμβροσίαν δὲ ἄνθος τι ἀναγράφει ὁ
εἶτα ἐργάσηται τραγῳδίαν καινήν . ἦν δὲ ἄρα καὶ τοῦτο χελιδόνι δῶρον ἐκ τῆς φύσεως , ὥς γε ἐμὲ κρίνειν
6184285 πωρον
θέρος αὐχμηρὸν καὶ βόρειον γένηται , τὸ δὲ φθινό - πωρον ἔπομβρον καὶ νότιον , κεφαλαλγίαι ἐς τὸν χειμῶνα γίνονται
ὀψὲ δὲ καὶ τελειοῖ τὸν καρπὸν πρὸς τὸ μετό - πωρον . τὸ δ ' ὅλον ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἅπασα
6184011 ἡσυχιον
δὲ Βουκόλον Μάνδραι καὶ Δρῦς : αἱ μὲν παρὰ τὸ ἡσύχιον τοῦ χωρίου καὶ σκεπανόνθαλάττῃ γὰρ ἀπηνέμῳ προσκλύζεται , Δρῦς
χρησιμώτατοι γεγόνασιν καὶ δεξιώτατοι πρὸς τοὺς ξένους . ἑλόμενοι τὸν ἡσύχιον καὶ ἀπράγμονα βίον ἐλαττοῦσθαι μᾶλλον ᾑροῦντο τὰ οἰκεῖα ἢ
6183085 ὑπισχνεισθε
ἀχαριστία ὑπερδεκατάλαντον τὴν βλάβην . ὁμοίως γὰρ καὶ ταῦτα ἀποδώσειν ὑπισχνεῖσθε καὶ τὰς περὶ ἐκείνων εἰδέναι χάριτας ὡμολογεῖτε . ὥστε
' οὐ δώσετε ; μὴ τοί - νυν μέλλοντες μὲν ὑπισχνεῖσθε , παθόντες δὲ ἀφαιρεῖσθε . καὶ πάλιν πρὸς τὸ
6182365 διακεχυμενον
ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ
διὰ τάδε ἐξονειρώσσουσιν : ἐπὴν τὸ ὑγρὸν ἐν τῷ σώματι διακεχυμένον ἔῃ καὶ διάθερμον , εἴτε ὑπὸ ταλαιπωρίης , εἴτε
6180153 καυματωδες
τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα
συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον ,
6174281 ὀλισθηρον
. , . . , , . ] . Ὅτι ὀλισθηρόν , ὡς ἔοικε , καὶ σφαλερώτερον ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν
λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ : δυσκόλως γὰρ ἀγρεύονται διὰ τὸ ὀλισθηρόν . ἀνιγραί : ἀσθενεῖς . Ἀνιγραὶ ἀντὶ τοῦ ἐπίπονοι
6173143 διεσπασμενως
ἰαμβικὸν ἀκατάληκτον . 〛 Εὐριπίδης ὁμοίως τὰ Αἰσχύλου χορικὰ μέλη διεσπασμένως λέγει ἐξ ἄλλων καὶ ἄλλων δραμάτων . 〚 τοῦτο
καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι ἐπεδήμησαν πολλοί : ἦσαν δὲ
6152764 ΓΞΔ
τὰς τομάς . ἔστω τοῦ μὲν ΕΚ παραλληλογράμμου καὶ τοῦ ΓΞΔ ἐπιπέδου κοινὴ τομὴ ἡ ΓΔ , τοῦ δὲ ΗΛ
παραλλήλῳ ταῖς βάσεσι ποιοῦντι ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ κυλίνδρου τὴν ΓΞΔ γραμμήν . λέγω , ὅτι ἡ ΓΞΔ γραμμὴ κύκλου
6150076 σανδαλιον
τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν , ὑπέδησε δ ' αὐτὸ Φειδίας τὴν
, ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν . τὸ μέντοι σανδάλιον εὑρέθη ὑπὸ τῇ κιβωτῷ καὶ κατεκαύθη ὕστερον . “
6145952 ῥικνοι
καὶ οἷς ἡ φλὲψ ἐν τῷ βραχίονι , καὶ οἱ ῥικνοὶ τὰς κνήμας . Λάλου σημεῖα : οἱ τὰ ἄνω
πίονες εὔσαρκοί τε καὶ εὐεξίᾳ μάλιστα θάλλοντες οὕτως αἰφνίδιον ἐκτακέντες ῥικνοὶ γεγόνασιν ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά , καὶ
6145593 θηρασαι
] λήξεων . . ἵμειρ ' ] ἐπεθύμει . . θηρᾶσαι ] ἰστέον ὅτι διὰ τοῦτο εἶπε τὸ θηρᾶσαι ,
τῶν εἰς τὸν σκοπὸν συμβαλλομένων ἐστίν : ἕνεκα γὰρ τοῦ θηρᾶσαι τὸν σκοπὸν κεχρήμεθα αὐτῇ , καὶ οὐ δεῖ ἐκ
6132982 ἀλθεξιϲ
πουλύϲ , χρόνοϲ δὲ μακρὸϲ ξυντήξιοϲ , καὶ ἀβέβαιοϲ ἡ ἄλθεξιϲ . ἢ γὰρ οὐδ ' ἐξηλάθηϲαν ἐϲ τὸ ξύμπαν
: καὶ γὰρ τὰ ϲημήϊα καὶ τὸ πῦον καὶ ἡ ἄλθεξιϲ τῶν ἑλκέων ἡ ωὐτή . ἢν δὲ ἐκκρίϲιεϲ ϲκληραὶ
6132168 ἀλγουϲιν
. πυκτὸν δὲ καὶ φρικῶδεϲ φαίνεται τούτοιϲ τὸ δέρμα καὶ ἀλγοῦϲιν ὡϲ ἕλκοϲ ἔχοντεϲ , οἱ μὲν τὸ δέρμα μόνον
καθιέμενοί τε εἰϲ θερμὸν ὕδωρ ἄπονοι γίνονται καὶ πάλιν ϲυντόνωϲ ἀλγοῦϲιν . βοηθοῦνται δέ , εἰ ἔξωθεν μὲν αὐτοῖϲ ἐπιθείηϲ
6131657 κατειλησαντες
ᾠὰ , σεμίδαλις . εἰώθασι δὲ καὶ τὸν ἐγκέφαλον ὀπτᾶν κατειλήσαντες τοῖς τῆς συκῆς φύλλοις , ἢ μετὰ τῆς ἄλλης
μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ : οὕτως γὰρ διὰ τὴν τοῦ
6130651 ποσουται
αἰτία , ὅτι ἡ ὕλη ἀνείδεος οὖσα καὶ ἄποιος πρότερον ποσοῦται καὶ εἶθ ' οὕτως ποιοῦται . τρίτη , ὅτι
ἡ ποσότης καὶ πρὸ τῆς ποότητος , ὅτι κατὰ φύσιν ποσοῦται τὸ ὁτιοῦν πρᾶγμα καὶ ὄγκον λαμβάνει καὶ οὕτω περὶ
6129178 ἀποκρουει
. . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . .
. . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη ,
6110498 κεδρεας
γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει κεδρέας τὸ ἔλαιον , κονία : κράμβης οἱ καυλοὶ καυθέντες
τὸ μεῖζον πληρουμένης . Ἀδάρκη , ἀμπελόπρασον , εὐφόρβιον , κεδρέας τὸ ἔλαιον , κληματίδος τὰ φύλλα ἀρχομένης , κόστος
6105280 σισυρνα
σίσυν παχείην . σισυρνοδῦται : διαφέρει σίσυς , σισύρα καὶ σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον ,
ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν ἢ τὸ ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον . σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον
6092240 κονταριον
τὸ τόξον τεταμένον ἐν τῷ θηκίῳ , κρατεῖν δὲ τὸ κοντάριον καὶ συντόμως ἀποτίθεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ νώτῳ , ἐπιλαμβάνεσθαι
εἶδος ἱματίου . ξυστίδ ' ] ἱμάτιον ἢ ἀκόντιον , κοντάριον , ἅρμα . , τὸ λαμπρὸν ἱμάτιον . ἔχων
6089309 Δακρυα
γὰρ εὐχαὶ τὰς κείνης εὔξατ ' ἐπ ' ἠιόνος . Δάκρυα καὶ κῶμοι , τί μ ' ἐγείρετε , πρὶν
μὴ ἐῶσα τραφῆναι , ποιεῖ τοὺς γαλιάγκωνας . ιζʹ . Δάκρυα ἐν τοῖσιν ὀξέσι τῶν φλαύρως ἐχόντων , ἑκόντων μὲν
6086199 εὐθυμου
λαμπρόν , ὑγρὸν δὲ ὁρῶν , ἐρυθήματος ὑπόπλεως . Σημεῖα εὐθύμου : μέτωπον σαρκῶδες λεῖον χθαμαλόν , καὶ τὸ πᾶν
δεδορκότες , κίνησις σχολαία , φωνὴ ἠπία . τοιαῦτα τοῦ εὐθύμου σημεῖα . Σημεῖα ἀνιαροῦ ταῦτα : πρόσωπα ἰσχνά ,
6084365 ὠτι
τὸ ἣν τῷ μεταγνῶναι λύσαιτε . καὶ μὴν καὶ τὸ ὦτί ἂν εἰπὼν μήτε ἁμαρτάνειν δοκοίνη μήτε ψευσαίμην ; λίαν
. ὁ σός , Αἰσχίνη ] ἀποστροφή . εἶτ ' ὦτί ἂν εἰπών σέ τις ὀρθῶς προσείποι ; ] διὰ
6082733 Μετριως
, καὶ πλειόνων λόγων ἢ κατὰ τὴν παροῦσαν ὑπόθεσιν . Μετρίως δὲ βαρυνομένου τοῦ θώρακος τῇ τοῦ ὑγροῦ ἐκεῖσε ῥοπῇ
, ” ἀντιποιουμένους . Μετεωρολέσχαι , περὶ οὐρανοῦ φλυαροῦντες . Μετρίως ὠργασμένος . ἀντὶ τοῦ μεμαλαγμένος ἢ δεδευμένος . Μέτρον
6080751 τρυζειν
ὑπομένειν . ὅθεν καὶ τολμηροὺς τοὺς πάντα ὑπομένοντας λέγομεν . τρύζειν : οἱ δὲ στρύζειν . ἔστι δὲ τὸ μετὰ
καὶ γογγυστικῶς λαλῆτε . ὁ μέντοι Βακχεῖος ἐν βʹ φησὶ τρύζειν εἶναι τὸ μετά τινος στροφώδους περιωδυνίας καὶ προθυμίας διαχωρεῖν
6072951 πρινινοι
δ ' ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ '
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . Γ πρίνινοι : στερεοὶ καὶ σκληροί . ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς
6069684 παρειμενοι
' εὐθὺς οἱ Ῥωμαῖοι ἀπετράποντο , ὑπὸ κόπου τὰ σώματα παρειμένοι καὶ οὐδὲ τὰ ὅπλα ἔτι ὅμοια ἔχοντες . ὀλίγων
τὸ θνητόν , ἵνα μὴ καθάπερ οἱ θηλυδρίαι κεκλασμένοι καὶ παρειμένοι | καὶ προαναπίπτοντες μετ ' ἐκλύσεως ψυχικῶν δυνάμεων ἐξασθενῶμεν
6069376 σκληροτερον
πλεῖστα καὶ τῶν πτηνῶν τι λαμβάνειν ὀπτὸν καὶ οἶνον ὀλίγον σκληρότερον . φεύγειν δὲ καὶ τὰ λοιπὰ ἐρεθιστικὰ τῶν ἀφροδισίων
Νάξον καὶ Μύνδον , ἃς οὐ πολὺ ὕστερον ἀφῃρέθησαν ὡς σκληρότερον ἄρχοντες . Λαοδικέας δὲ καὶ Ταρσέας ἐλευθέρους ἠφίει καὶ
6064664 παλλεται
ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο
καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα μου : περὶ γὰρ τὴν
6064046 φθειρες
ἐντὸς πληρωθείς , βολβίτῳ κατακεχρισμένος ἀπέθανεν . Δημόκριτον δὲ οἱ φθεῖρες , Σωκράτην δὲ ἄλλοι φθεῖρες ἀπέκτειναν . τί ταῦτα
κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ ἡδείη ἀκαλήφη καὶ φθεῖρες σμαρίδες τε καὶ ἀνθήεις βασιλίσκος τρηχαλέη ῥίνη τε καὶ
6063810 καταχεομενον
καταχές : τὸ ἐν τῷ καταφέρεσθαι ἠχοῦν ἢ ὅπερ ὑπάρχει καταχεόμενον . ἢ τὸ καταχές : τὸ καταχεόμενον ἢ τὸ
τοῦτ ' ἄρα καὶ κατὰ ἀκρέων ἐν λειποθυμίαις τὸ ψυχρὸν καταχεόμενον ὠφελέει . Ὅτι δὲ τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν τὸ
6061426 κονδιτῳ
[ Πρὸς ἔμφραξιν νεφρῶν . ] Σελίνου ἀφέψημα πότιζε ἀπυρέτους κονδίτῳ , πυρέσσοντας ὕδατι . ἄλλο . ἐρεβίνθων τῶν καλουμένων
Οἱ δὲ νεφροὶ καὶ δίδυμοι ξηροί , βραχέντες καὶ ἐπιπασθέντες κονδίτῳ , καὶ ἐν ποτῷ διδόμενοι , εἰς πόθον ἐρωτικὸν
6058693 ἱππομαραθον
: τὸ ἄγριον μάραθον , ὃ καλοῦσιν διὰ τὸ μέγεθος ἱππομάραθον . . * κεδρίσιν : τῷ καρπῷ τῆς κέδρου
, σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία ,
6056341 ταρασσομενον
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον
6055620 ἐπερων
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν :
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν
6055239 ἐναυμαχουν
ἐπεὶ καιρὸς ἐδόκει εἶναι , ὥρμησαν ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους καὶ ἐναυμάχουν . καὶ χρόνον ἀντεῖχον πολὺν ἀλλήλοις . καὶ τῶν
, γενομένου μὲν ἡμέραι , καθ ' ἣν οἱ Ἕλληνες ἐναυμάχουν ἐν Σαλαμῖνι πρὸς τὸν Μῆδον , ἀποθανόντος δὲ καθ
6055030 παραπληγες
τυμβογέροντες : πέμπτη ἡλικία γερόντων , ὡς καὶ Θεόφραστος . παραπλῆγες καὶ τῇ διανοίᾳ παρηλλαγμένοι , Ἀριστοφάνης . τύρβη :
αὐτὰρ ὅ γε ζοφόεις ἄραδον κακὸν ὤπασε τύψας ἀνδρί : παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν . ἄλλος δὲ χλοάων τε
6048315 ῥυπῳ
ῥικνοῖς : ῥυσοῖς . πίνῳ τέ οἱ : τῷ δὲ ῥύπῳ ὁ κατεσκληκὼς αὐτοῦ χρὼς ἐρρυπαίνετο . τὸ δέρμα ἐντὸς
λεῖον ἐν πεσσῷ προστεθὲν ἔμμηνα ἄγει . πινόμενον δὲ σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ ὠτίου ἀτόκιόν ἐστιν . σὺν ἀνηθελαίῳ
6046696 ἀπειλητικον
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν
6046550 ἐρασμιωτατον
ὄντος μήτε σχῆμα μήτε μορφὴν ἔχοις λαβεῖν , ποθεινότατον καὶ ἐρασμιώτατον ἂν εἴη , καὶ ὁ ἔρως ἂν ἄμετρος εἴη
μόνον ταύτην ἔσχε μοῖραν , ὥστ ' ἐκφανέστατον εἶναι καὶ ἐρασμιώτατον . ὁ μὲν οὖν μὴ νεοτελὴς ἢ διεφθαρμένος οὐκ
6046163 φωνησαι
μετώπω ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις , οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν , οὐδ ' ὅσσον ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα
τὰ πορνεῖα παρὰ Λυκόφρονι : καὶ βοῆσαι μὲν τὸ τρανῶς φωνῆσαι , βρῶσαι δὲ τὸ εἰς βοῦν μεταποιῆσαι : καὶ
6041452 Λειβηθριων
ἄμυναν . τριαχθῆναι ᾔτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . μὴ νόμισον Λειβηθρίων ἀνοητότεροι ἀνέσπακεν Ἤιτησεν εἰς ὀψώνιον τριώβολον . τί ὦγάθ
εὐεργετηθέντων μὲν , ταχέως δὲ ἐπιλανθανομένων τῆς χάριτος . Ἀμουσότερα Λειβηθρίων : ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων . Λειβήθριον γὰρ ὄρος Πιερικόν
6040187 παρδαλει
κυανόφθαλμον ἵππον ἐπήλασαν , ἄρκτῳ δὲ τὸν γλαυκὸν , καὶ παρδάλει τὸν μέλανα , ἐπὶ δὲ τοὺς σύας τὸν πυρσὸν
, οἱ ὀφθαλμοὶ δὲ αὐτῷ λέοντος , τὸ δὲ στόμα παρδάλει ἴσον , αἰγάγρου δὲ δίκην τῇ κεφαλῇ τὰ κέρατα
6039476 ἀοσμον
ἧττον τὰ ὑδατώδη . καὶ τῶν μεταλλευομένων δὲ χρυσὸς μὲν ἄοσμον , ἄχυμον γάρ , ὀσμώδη δὲ χαλκὸς καὶ σίδηρος
τῆς ἐν [ δὲ ] Ἑλλάδι οὐ γίνεται διὰ τὸ ἄοσμον . ἀπὸ δὲ ῥιζῶν τό τ ' ἴρινον ,
6039062 ὑποστροφωδεες
, ὡς ἔδει . Φρικώδεες , ἀσώδεες , ἀπόσιτοι , ὑποστροφώδεες , χολώδεες , αἱμοῤῥαγικοὶ , ὑπόσπληνοι , ὀδυνώδεα τρόπον
ἑκταῖαι , καὶ ἑβδομαῖαι , ἔτι δὲ καὶ μακρότεραι : ὑποστροφώδεες οἱ πυρετοὶ , καὶ ἔς τι πλανώδεες , καὶ
6036032 ἐμβρωμα
ἅπαξ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ἄριστον . ἔστι δὲ τὸ πρώϊνον ἔμβρωμα : τρὶς γὰρ τροφὰς ἐλάμβανον οἱ ἥρωες . .
ἐπένοντο καὶ ἐντύνοντ ' ἄριστον . λέγει δὲ τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα , ὃ ἡμεῖς ἀκρατισμὸν καλοῦμεν διὰ τὸ ἐν ἀκράτῳ
6035263 πηδωντα
αἰτίαν νέμει . Καί μοί τις ὀπτὴρ αὐτὸν εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει φράζει τε κἀδήλωσεν : εὐθέως
οἱ τὸν Ἀλέξανδρον βαλλόμενόν τε ἐπὶ τῷ τείχει ἰδόντες καὶ πηδῶντα ἔσω ἐς τὴν ἄκραν , ὑπὸ σπουδῆς τε καὶ
6034359 πυκνουσθαι
αὐτῷ τὰ λοιπὰ πείθωνται . Ἐπειδὴ δὲ τὸ σφίγγεσθαι ἤτοι πυκνοῦσθαι πρὸς τὸ ἁρμοῦσθαι καὶ πλατύνεσθαι συντομώτερον καὶ ἀσφαλέστερόν ἐστιν
ἔχειν τὸ ὑποχόνδριον : ὅτι δὲ ῥιγοῖ , διὰ τοῦ πυκνοῦσθαι καὶ συστρέφεσθαι καὶ ἀπεψῦχθαι , ποτὲ δὲ καὶ πεπελιῶσθαι
6033479 εἰρωνικον
αὐτοὺς ἔχῃς διὰ τὴν δωροδοκίαν . Θ . . . εἰρωνικὸν τοῦτο . Θ . . . φίλως : Προσφιλῶς
. Οὐκοῦν τὸν μὲν ἁπλοῦν μιμητήν τινα , τὸν δὲ εἰρωνικὸν μιμητὴν θήσομεν ; Εἰκὸς γοῦν . Τούτου δ '
6031523 λυπουμενοι
, ὅτι καλὰ ἢ ἡδέα πράττομεν . καὶ τινὰ μὲν λυπούμενοι πράττομεν ὅσα ποιοῦμεν ἔξωθεν βιαζόμενοι , τινὰ δὲ μεθ
ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικούς . βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν ἱκετεύοντες τὸν Δία
6030929 ἱπποσελινον
, σατύριον , σέλινον , καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα , ἱπποσέλινον , ὀρεοσέλινον , σέσελι , σησαμοειδοῦς τοῦ λευκοῦ τὸ
, φησίν , ὅμοιόν ἐστι μεγάλῳ σελίνῳ , ὅθεν καὶ ἱπποσέλινον καλεῖται . σμυρνεῖον δέ , ἐπειδὴ ἐμφερές ἐστι σμύρνῃ
6026821 ἀθρησωσι
μαστεύσοντ ' ὀλοῶν πουλύπλανα θηρῶν . ἀλλ ' ὁπότ ' ἀθρήσωσι κύνες σημήϊα ταρσῶν , ἕσπονται στιβέας τε ποδηγετέουσιν ὁμαρτῇ
ἐσιδεῖν τέτληκεν ἀταρμύκτοισιν ὀπωπαῖς . οἱ δ ' ὁπότ ' ἀθρήσωσι λεόντων ἄλκιμον ἦτορ , πάντες ὁμῶς ἱππῆες ἐπέσσυθεν ,
6025598 προσγεγραμμενης
* . γυίας χώρας . τὸ δὲ γυι καὶ μετὰ προσγεγραμμένης καὶ δίχα προσγεγραμμένης οὐ λυμαίνεται τὰ μέτρα τοῦ στίχου
θηλυκῶς λέγεται τοὺς γυίας καὶ τὰς γυίας . καὶ μετὰ προσγεγραμμένης ἄπταιστόν ἐστι τὸ μέτρον : κοινὴ γὰρ συλλαβὴ γίνεται
6018354 αὐλουντες
κέρας . μετὰ δὲ ταῦτα εἰσῆλθον κέρασί τε οἵοις σημαίνουσιν αὐλοῦντες καὶ σάλπιγξιν ὠμοβοείαις ῥυθμούς τε καὶ οἱονεὶ μάγαδιν σαλπίζοντες
αὐλοῦ ἀκολουθοῦσαι ἐχόρευον , ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου μέρους νέοι αὐλοῦντες ἤρχοντο : οἱ μὲν ὀρχούμενοι , οἱ δὲ παίζοντες
6015286 ὀφθεν
γενόμενον . Τάχα δὲ οὐδὲ ὄψεται λεκτέον , τὸ δὲ ὀφθέν , εἴπερ δεῖ δύο ταῦτα λέγειν , τό τε
καί τι ἕτερον εἴη συνεργὸν αἴτιον , ἀλλὰ τοιοῦτο μὲν ὀφθέν , τάχ ' ἂν καὶ ἀρχή τις εἴη νοσήματος
6013408 ἀναϊξας
ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών : ἂψ δ ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος κίον
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ ' ἱκάνει ; οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται , οὐδ ' ὑπέμεινε γνώμεναι : οὐ
6010941 ὠθεει
καὶ ὀδύνη τὸ στῆθος καὶ τὸ μετάφρενον ἴσχει , καὶ ὠθέει προσκείμενος , καὶ δοκέει τι ἐγκέεσθαι βαρὺ ἐν τοῖσι
ὁ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον , ὁ δὲ ἔξω ὠθέει . Ποιέεται δὲ καὶ κάρτα μεγάλα ταῦτα τὰ πλοῖα
6008947 ἐπετρεχον
ἀντὶ τοῦ μάρτυρα , οἷον συνθηκοφύλακα . . ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : ὅτι τὰ ἅρματα ἐπέτρεχον καὶ οὐκ ἐπέτρεχεν .
ἔτι ὑπήκοον ἐσβαλόντες Αὐλωνίαν τε εἷλον καὶ τὴν Βρυττίων γῆν ἐπέτρεχον καὶ Τάραντα , φρουρουμένην ὑπὸ Καρθάλωνος , ἐκ γῆς
6008654 ναυτιαν
. . . . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . . . . ἀνάπιπτ ' . ἀνδριάντας ἑστιᾷς
” τὰ τοιαῦτα . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . καὶ τοίνυν καὶ πρώην τις τὸ αὐτὸ πρόβλημα
6006119 Πικρον
. Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν
οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν
6005194 αἰθεσθαι
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
6003948 λεβηριδος
ἐπὶ τῶν δι ' ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων .
Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος .
6002632 λαγος
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι
6000311 ἐπελασαντες
φεύγοντας οὐκ ἐπεδίωξαν , ἐπὶ δὲ τὴν φάλαγγα τῶν ἀντιτεταγμένων ἐπελάσαντες ἐφιλοτιμοῦντο παραλλάξαι τοὺς πεζούς . ἰσχυρᾶς δὲ μάχης γενομένης
ὕπατος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ῥωμαίων ἱππεῖς ἐπίλεκτοι , ἀχαλινώτοις ἐπελάσαντες τοῖς ἵπποις κατὰ τὸ καρτερώτατόν τε καὶ ἄριστα μαχόμενον
5998471 περιστελλουσα
τοῖς κρείττοσι τοῦ παρισταμένου τὴν κακίαν ὅσον ἐφ ' ἑαυτῇ περιστέλλουσα , οἷον ὅταν πτωχὸν πλούσιον καλῶμεν καὶ τὴν χολὴν
περιηγόμην : καὶ κλεινὸν αὐτὸν καὶ ἀοίδιμον ἐποίουν κατακοσμοῦσα καὶ περιστέλλουσα . καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς
5997594 Λεγειν
μικροὺς τρέφουσα κροκοδείλους , οἳ καλοῦνται ζαρήτιοι . . . Λέγειν δὲ τὸν Εὔδοξον καὶ περὶ τῶν ἐν τῇ Πυθοπόλει
Λείβηθρα καλουμένου , ἐν ᾧ κατῴκουν , οὕτω παρωνομαζόμενον . Λέγειν μὲν τὰ ἄριστα , πράττειν δὲ τὰ κάλλιστα :
5997481 χεζει
χαρίτων μὲν ὄζει , καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας
Εὔπολις ἐν Κόλαξιν : καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει . θερμαυστρίς , ἑκατερίδες , σκοπός , χεὶρ καταπρηνής
5996379 Ποτημα
αἵ τε ἀντίδοτοι , καὶ πάντων μᾶλλον ἡ θηριακή . Πότημα πρὸς κοιλιακούς . Ῥοιῶν γ συμμέτρων ἕψεται σίδια ,
καὶ καταπεσεῖται εἴπερ ἑάλῳ τῷ πάθει . [ ηʹ . Πότημα πρὸς τὸ γνῶναι εἰ ἀθεράπευτοί εἰσιν οἱ ἐπιληπτικοί .
5996296 φρυαγμα
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα ,
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ
5995618 συγκρουουσιν
ἐπειδὰν γὰρ ὑπὸ σφοδροτέρων ἀνέμων ταραχθῇ τὰ κύματα , ἀλλήλοις συγκρούουσιν . ΓΘ θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις : ἄμφω μεγαλορρημοσύνης δείγματα
ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας συγκρούουσιν . Γεράνδρυον μεταφυτεύειν : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου . Παρεγγυᾷ
5995051 κοππατιαν
“ ἐκ τοῦ δανείου ἐκείνου τί ἠγόρασα ; ” τὸν κοππατίαν : κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον
ἔχοντα κ εἰς τὸν μηρόν , τὸν ἵππον τὸν καλούμενον κοππατίαν . τάλας ] ἄθλιος ὑπάρχω , ὁ ἄθλιος .
5994819 ἐπηρμενοι
τῆι τ ' ἐκεῖ στρατηγίαι , μόχθοισιν ἄλλων καὶ πόνοις ἐπηρμένοι . δείξω δ ' ἐγώ σοι μὴ τὸν Ἰδαῖον
χρόνον τοῦτον . Οἷσι μὴ οὕτως ἦν , σπλῆνες δὲ ἐπηρμένοι , αἱμοῤῥαγίη ἐξ ἀριστεροῦ . Ἥλιος ἐτράπετο , τὰ

Back