ὅταν γαμῇ . . . . . . νῦν δὲ σωθείην , ἵνα διδάγματ ' ᾖ μοι ταῦτα τοῦ λοιποῦ
ἡττηθήσονται οἱ Θηβαῖοι . ἐγὼ οὖν , ὁ χορὸς , σωθείην , διαφύγοιμι : ἄλλως : καλὸν τὸ νικᾶν ἐστιν
7733667 Βαλανευς
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς
7674907 προὐκαλουμην
παρέχεται Ἀπολλόδωρος . Λέγε δὴ αὐτὴν τὴν πρόκλησιν , ἣν προὐκαλούμην ἐγὼ Στέφανον τουτονί . Τάδε προὐκαλεῖτο Ἀπολλόδωρος Στέφανον περὶ
αὐτάς , εἰ ταῦτ ' ἀληθῆ ἐστι , καὶ ὡς προὐκαλούμην , λαβέ μοι τὴν μαρτυρίαν . Μαρτυροῦσι παρεῖναι ὅτε
7622591 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
7553297 σφιγξις
στέγνωσιν πίλησιν καὶ σφίγξιν τῶν σωμάτων εἶναι . ἔστι τοίνυν σφίγξις καὶ πίλησις τῶν σωμάτων ἡ στέγνωσις . ἡ δὲ
τοῦ αὐτοῦ τάγματος , ὅταν κατὰ πλευρὰν καὶ οὐρὰν ἡ σφίγξις γίνηται . Εʹ . Περὶ γυμνασίας τάγματος . Πῶς
7547608 ἐληφθην
' αὐτοῦ μάρτυρος . . . περιείλημμαι : Κατὰ κύκλον ἐλήφθην . . κεκράτημαι . Θ . . οἴμοι μάλ
καὶ ἄλλο ἐκ τοῦ ἐναντίου εἰ δὲ μὴ κατώρθωσα ἀλλὰ ἐλήφθην , τί ἂν ἔπαθον ; καὶ εἰ Δημοσθένην αἰτοίη
7543031 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
7541831 δειλινη
, δωδεκάωρος διαδρομή , ἀρχὴ καθημερινή , ὑπόμνησις βιωτική , δειλινὴ ἀπότασις , ζωτικὴ ἔντευξις , αἰώνιον ἀρίθμημα , φυσικὸν
, . . β . * ? Βουλυτός : ἡ δειλινὴ ὀψία , ὅτε οἱ βόες ἀπολύονται τῶν ἔργων ,
7541562 καταστροφαι
τὰ μέγιστα . προωιδὸς κώλων ηʹ . ἡμέτερον + νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προωιδικά ,
. τὰ μέγιστα . . . ἡμέτερον : † νῦν καταστροφαί : τὰ τοιαῦτα εἴδη τῶν χορῶν καλεῖται προῳδικά ,
7534952 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
7534020 ἀνῃρητο
δεύτερον ψευδῶς διεβέβλητο ὑπὸ ἄννωνος καὶ τότε πρὸς Καρχηδονίων οὕτως ἀνῄρητο καὶ οὕτως ἀποθανὼν ὑβρίζετο : Καρχηδόνιοι δὲ ἐπέστελλον Ἀννίβᾳ
αὐτῷ σκυτοτόμου μαχαίριον ἐμπεπηγμένον . Οὕτω μὲν δὴ καὶ Δροῦσος ἀνῄρητο δημαρχῶν . καὶ οἱ ἱππεῖς ἐπίβασιν ἐς συκοφαντίαν τῶν
7529843 Οὐηρου
ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου
ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται
7524083 καταβαλῃς
οὐδενός . θάρρει οὖν , ὦ Ξανθίππη , καὶ μηδὲν καταβάλῃς τῶν Σωκράτους καλῶν , εἰδυῖα ὡς μέγα τι ἡμῖν
οὐκ ἀποπίπτουσιν , εἰ περὶ τὴν ῥίζαν κόψας ἁλὸς χοίνικα καταβάλῃς , καὶ τῇ γῇ καταχώσῃς . Τὰ σῦκα οὐ
7523250 Ἀρκεσινην
δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις , Μινώιαν , Αἰγιαλόν , Ἀρκεσίνην . γέγονε δὲ μετὰ υϚ ἔτη τῶν Τρωικῶν ,
ἦσαν γὰρ Μελανία Μίνωα Ἀρκεσίνη . Πολύβιος δὲ ἀρσενικῶς τὸν Ἀρκεσίνην φησί . τὸ ἐθνικὸν Ἀρκεσινεύς . Ἀνδροτίων ἕκτῃ Ἀτθίδος
7521686 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
7517494 Ῥαδαμανθυ
πάρεισι καὶ περιστάντες ἄγχουσιν αὐτόν . οὗτοι πάντες , ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ ἀλιτηρίου τεθνᾶσιν , οἱ μὲν γυναικῶν
δέ , ὦ Ἑρμῆ , κήρυττε καὶ προσκάλει . Ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ πατρὸς ἐμὲ πρῶτον ἐπίσκεψαι παραγαγών .
7513729 ἀντιβολια
κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν
' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι
7489796 ἐδεθην
καθαρμὸς καὶ τέθνηκα ἤδη δεύτερον : διὰ σὲ πέπραμαι καὶ ἐδέθην σιδήρῳ καὶ δίκελλαν ἐβάστασα καὶ ἔσκαψα γῆν καὶ ἐμαστιγώθην
ἀνθρώπων αἴτιος ἔσεσθαι δούλῳ καὶ μετὰ ταῦτα δεσμώτῃ γενομένῳκαὶ γὰρ ἐδέθην ποτὲ συκοφαντηθείς , ἀλλ ' ὁ τὰς ἐσχάτας συμφοράς
7485456 Ποσοι
ἀμφοτέρους , εἰ λάβοι μέ ποτε μετ ' αὐτοῦ . Πόσοι δὲ καὶ ἄλλοι ταῦτα ἀπειλοῦσιν ; οὐκοῦν ἀνέραστος σὺ
σιωπὴ λόγου ἐπιφερομένου , ἢ διάστημα δύο λόγων βραχύτατον . Πόσοι τρόποι τῆς ἀναγνώσεως ; πέντε : ἀναλογία , ἐτυμολογία
7484734 ἀτιζω
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , .
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ
7483683 Πυκνον
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις :
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς :
7475089 ἀναγγελω
καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ
καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος
7465423 μυμυ
ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν
ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν
7465210 πριωμαι
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις :
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε
7463608 βυρσοπωλης
. λέπαδνα : οἱ στηθιαῖοι λῶροι : τοῦτο δὲ ὡς βυρσοπώλης εἶπεν . ΓΘ ἄλλως : λεπτότατα καὶ εἰς πολλὰ
διὰ τὸ δύσοσμον . καὶ γὰρ αἱ βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ
7462435 ἐβοησας
ἐγχωριαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν . . ? . ἀνίαχεν . ἐβόησας * μετὰ τῶν στηθῶν καὶ τὴν κεφαλὴν ἐκτύπησεν :
γάρ , ὡς ἐπίστασαι καλῶς , ἐμέ τε καὶ Θαλάσσιον ἐβόησας , ἀπείχοντ ' ἂν ἡμῶν οἱ νῦν βάλλοντες :
7446613 βουλευσησθε
, μὴ παρὰ τὸ τῶν συμβουλευόντων οὐκ ἐθέλειν ἀκούειν χεῖρον βουλεύσησθε . πρῶτον μὲν γὰρ ἡ τύχη , καλῶς ποιοῦσα
καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας , ἵνα βουλεύσησθε περὶ τῆς εἰρήνης , ἐνταῦθ ' ἤδη παντάπασιν ἔκφρων
7446543 τεκνω
δ ' ἄρ ' ἐνὶ μεγάροις ] διδυμάονε ? γείνατο τέκνω [ Ἄκτορι κυσαμένη ] καὶ ἐρικτύπωι ? ? ?
ἄκουε δή νυν καὶ τὰ πρὸς τούτοις κακά . ἐπεὶ τέκνω πεσόντ ' ἐλειπέτην βίον , ἐν τῶιδε μήτηρ ἡ
7446481 παντοθ
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
7445040 Ὁμολογω
ἐξουσία ᾖ πάντα ταῦτα ποιεῖν ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον ; Ὁμολογῶ . Καὶ ὅς , εἰρωνικῶς πάνυ ἐπισχὼν ὥς τι
οὓς σὺ πέπεικας σοὶ πείθεσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς γειναμένοις . Ὁμολογῶ , φάναι τὸν Σωκράτην , περί γε παιδείας :
7442475 ἐμβαρος
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος
7442186 Ἀζωτος
. . . . . . ξε ∠ ʹιβʹ λβ Ἄζωτος . . . . . . . . .
ἀρσενικῶς καὶ [ θηλυκῶς ] . ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Ἄζωτος Ἀχαΐας . ὁ πολίτης Ἀζώτιος , ὡς Βηρύτιος Ἁλιάρτιος
7441879 χελυνη
τοῦ ω εἰς υ . ὡς παρὰ Σαπφοῖ , χελώνη χελύνη . Ἅρπυια , παρὰ τὸ ἅρπω , οὗ παράγωγον
: παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ παρὰ τὸ μυγμή γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων
7440700 κατηκοντες
κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες , ὀλίγον ἔθνος , κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης ; νόμοισι
ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη . Ἐν μέσῃ Ἀσίῃ Πέρσαι οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ τὴν νοτίην θάλασσαν τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην : τούτων
7432206 Σκυλλητιον
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ '
7428141 κρεᾳδιον
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , εἰσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , ἐσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
7426047 δραις
ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε
μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ
7423112 σκεψαισθε
αὐτὸν ἔχει λόγον . μάθοιτε δ ' ἂν μάλιστα εἰ σκέψαισθε ἐκείνως . εἰ μὴ ἐπὶ τοὺς Θηβαίους , ἀλλ
, εὐθὺς δὲ εἰσβάλλει εἰς τὴν προκατασκευὴν ἀπὸ τοῦ εἰ σκέψαισθε παρ ' ὑμῖν . ὡς . . . ἂν
7422823 Ποιειν
οὖν : Λίαν χρὴ τοῦτο ποιῆσαι . . δρᾶν : Ποιεῖν . χρὴ : Πρέπει . . κάλει : ἀντὶ
ἔστι , παρέχειν τοὺς θεσμοθέτας καὶ τὰς ἄλλας ἀρχάς . Ποιεῖν δὲ ταῦτα τριῶν ἡμερῶν , ἐπειδὰν δόξῃ τῷ δήμῳ
7419820 ἐπειγετον
, ὡς ἐπὶ τοῦ [ ἢ κεμάδ ' ἠὲ λαγωὸν ἐπείγετον ἀντὶ τοῦ ἤπειγον ] . . „ : λαὸν
ἀντὶ τοῦ ἐπείγητον συνεσταλμένως . : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐπείγετον ὁριστικῷ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐπείγητον . . , .
7416418 κεκληκα
: πόσους κέκληκας μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; λέγει : ἐγὼ κέκληκα μέροπας ἐπὶ δεῖπνον ; χολᾷς . οὐδεὶς παρέσται .
οὐδὲ εἷς ; σφόδρα ἠγανάκτησεν ὥσπερ ἠδικημένος , εἰ μὴ κέκληκα Δαιτυμόνας . οὐδ ' ἄρα θύεις ἐρυσίχθονα ; οὔκ
7415509 οἰμωγματων
πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος . ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων μαντευσόμεσθα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος ; σάφ ' εἰδότας χρὴ
ὁ Πολυνείκης , ἐντέλλεται μήτε διὰ θυσιῶν μήτε δι ' οἰμωγμάτων τιμηθῆναι αὐτόν . ὀξυμόλποις ] ὀξυτάτοις θρήνοις . ὀξυμόλποις
7415480 δηϊος
ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον ἄνδρα κραταιὸν δήϊος ἀμφιβάλῃ στεφάνη μαλεροῖο μόθοιο , αὐτὰρ ὅ γε πνείων
ἕλεν νόμος αἰόλος ἄγρης . οὔτε γὰρ ὀρνίθων σφε δαμάσσατο δήϊος ἰξός , οὔτε διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν . ἀλλ
7406439 Ἀτλαντικης
. : ἀλλὰ καὶ Δικαίαρχος ἐν Περιόδῳ γῆς ἐκ τῆς Ἀτλαντικῆς θαλάττης τὸν Νεῖλον ἀναχεῖσθαι βούλεται . . , :
. ὁρῶ δὲ πρὸς τὰ παρθένου θοινάματα κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός . πᾶς δὲ ποιμένων ἔρρει λεώς , ὃ
7405466 χρονιζεται
ἤδη ἃ ἀκούεις γενήσεται . θ ὄκνῳ ] ἀναβολῇ . χρονίζεται ] βραδύνεται . χρονίζεται ] ἀργεῖ . κληρουμένους δ
ὄκνῳ χρονίζεται ] οὐ βραδύνει χάριν ὄκνου . οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται ] οὐχὶ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου . οὐκ
7404615 ὡμολογεις
φῄς . Μὰ Δί ' οὐδέ γε σὺ ἐξ ὧν ὡμολόγεις . πάλιν δὲ λέγε μοι περὶ Κίμωνος : οὐκ
ἀγαθῶν γε καὶ κακῶν οὐχ ἅμα παύεται , ὡς σὺ ὡμολόγεις : νῦν δὲ οὐχ ὁμολογεῖς ; Ἔγωγε : τί
7403573 Ὀπιου
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . .
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ
7399671 σεμιδαλιτης
μὲν πρῶτος αὐτῶν ὀνομάζεται σιλιγνίτης : ὁ δὲ ἐφεξῆς αὐτῷ σεμιδαλίτης . τρίτος δὲ ὁ αὐτόπυρος , ὃς καὶ συγκόμιστος
καὶ ἐπιμονώτατος καὶ δυναμώτατος , δεύτερος δὲ κατὰ πάντα ὁ σεμιδαλίτης . ἥττων δὲ τούτων ὁ μέσος καὶ συγκόμιστος .
7397306 ἀθρειτε
ὑμῖν φαίνηται ἀναγκαῖος , φυλάττειν τε καὶ πρόχειρον ἔχειν . ἀθρεῖτε δὲ ὧδε . εἰσί που ὑμῶν ἐν ταῖς οἰκίαις
' ἢ μαχομένους κρατεῖν ἢ δουλεύειν σιωπῇ . πρὸς ταῦτα ἀθρεῖτε καὶ σκοπεῖτε : ὡς , εἰ μὴ δικάσετε καλῶς
7395750 προσωιδια
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
7393314 Ποικιλωτερος
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ ,
7393159 εἰσελθε
τότε διὰ ἀλειμμάτων , διὰ ἀρωμάτων παραμυθοῦ αὐτὴν , καὶ εἴσελθε κρατῶν εὐώδεις βοτάνας , καὶ μάλιστα εἰ χαίρει ὁ
λεγόμενον καὶ παραχαραττόμενον , ὡς τὸ παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Μισουμένῳ εἴσελθε κἂν νῦν , ὦ μακάριε . οὐχ ἥκιστα ]
7391813 συκοφαντρια
γυναιξὶ πονηρὰ εἶ ; ὥσπερ δὲ πανδοκεύτρια , οὕτω καὶ συκοφάντρια . ἦπου : Ὄντως ἄρα . συκοφάντρια : Ἤγουν
. Τί δ ' ἐστίν ; ἦ που καὶ σὺ συκοφάντρια ἐν ταῖς γυναιξὶν ἦσθα ; Μὰ Δί ' ἐγὼ
7390867 ΟΥΔ
αὐτὸν εἰς τὸ δικαιοπραγεῖν . Διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν , ΟΥΔ ' ΕΠΙ ΝΗΩΝ ΝΙΣΣΟΝΤΑΙ , ὑπόνοιαν δίδωσιν , ὅτι
ἤχησε τὰ ὅπλα αὐτοῦ τὰ κεκαλλωπισμένα ἐν χαλκῷ . . ΟΥΔ ' ΕΡΡΗΞΕΝ ΧΑΛΚΟΝ . Σέλευκος γράφει ΧΑΛΚΟΣ ἵν '
7389676 Αἰγισθωι
μακάρεσσι θεοῖσιν : ὣς δὲ Κλυταιμήστρη προλιποῦς ' Ἀγαμέμνονα δῖον Αἰγίσθωι παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον ' ἀκοίτην : ὣς δ
, χάριτα τιθεμένη πόσει : τεκοῦσα δ ' ἄλλους παῖδας Αἰγίσθωι πάρα πάρεργ ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί
7386195 πολυγομφον
. ἄγριον ὑποβλέπει με : ἀγριφὴς δίκελλα : σκεῦος γεωργικὸν πολύγομφον . ἀγραδίκη : ὠφληκότων τῷ δημοσίῳ γράφουσι τὰ ὀνόματα
πολύγομφον ὅδισμα ] ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων
7385577 ἐσιγηθη
πόθεν τοσαύτην ῥώμην λαβών ; ἢ πῶς ἂν τὸ πρᾶγμα ἐσιγήθη ; εἰ δ ' ἄρα ἐγὼ ἐτόλμων τοῦτο ποιεῖν
οὔτοι σιωπῶς ' εἶτα μέμψομαί ποτε τὴν νῦν σιωπὴν ὡς ἐσιγήθη κακῶς , οὐδ ' ὡς ἀχρεῖον τὰς γυναῖκας εὖ
7385394 Γλαυκια
ἀπόπλου ἐφρόντιζον . τὰ ὀνόματα τῶν Πλειάδων : Κοκκυμώ , Γλαυκία , Πρῶτις , Παρθενία , Μαῖα , Στονυχία ,
ἔστι καὶ Ἰταλίας τρίτος ποταμὸς περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν . Γλαυκία , πολίχνιον Ἰωνίας . τὸ ἐθνικὸν Γλαυκιεύς καὶ Γλαυκιώτης
7384652 προσμεινον
καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι
χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι .
7382654 Ἐσθ
, τὸν ἐκ Κοθωκιδῶν ; Τὸν δεῖνα ; ποῖον ; Ἔσθ ' ὁ δεῖν ' , ὃς καί ποτε τὸν
μόνον , πλείω δὲ διὰ τὴν ἀμαθίαν μὴ προσλάβῃς . Ἔσθ ' ὑποχέασθαι πλείονας , πιεῖν γέ τι ἁδρότερον ἢ
7382119 Σωκρατιδιον
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ '
7380881 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
7379966 θρανιτης
ἀντὶ δὲ θράνους : Θράνος , ὑποπόδιον , ἔνθεν καὶ θρανίτης . 〚 ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ θορεῖν ἄνω ,
. Τοισδὶ δύο δραχμὰς τοῖς ἀπεψωλημένοις ; Ὑποστένοι μέντἂν ὁ θρανίτης λεώς , ὁ σωσίπολις . Οἴμοι τάλας ἀπόλλυμαι ,
7379900 ἁλεκτρυων
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα
7376869 Πυλαδη
σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα . Πυλάδη , τί δράσω ; μητέρ ' αἰδεσθῶ κτανεῖν ;
τ ' , ὦ φίλων μοι τῶν ἐμῶν σαφέστατε , Πυλάδη , κάταιθε γεῖσα τειχέων τάδε . ὦ γαῖα Δαναῶν
7375652 Ἀκηκοας
εὐπρεπῶς ἀποθανεῖν ἢ ζῆν ὑποκείμενον δημοτικῷ καὶ φιλοκερδεῖ πρεσβύτῃ . Ἀκήκοας ἀκουσμάτων βαρύτατον , ὦ Σκόπελε ; στόλον Ἀθηναῖοι διανοοῦνται
ποιῆσαι . Οὔκουν φαίνεταί γε δὴ ἐκ τοῦ λόγου . Ἀκήκοας οὖν ὅτι Θεμιστοκλεῖ Κλεόφαντος ὑὸς ἐγένετο ; Ἀκήκοα .
7370334 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
7370080 Σαλα
Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν ἐτῶν ρλʹ , τούτου δὲ υἱὸς Ἕβερ
ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν
7370016 ἀποκτεινειεν
, καὶ ἐλείφθη : οὐ γὰρ ἄν τις τοὺς φίλους ἀποκτείνειεν ἀλλὰ τοὺς ἐχθρούς . τρόπον οὖν τινα ἔλεγεν αὐτῷ
Κλεομήδην φασὶν Ἀστυπαλαιέα ὡς Ἴκκῳ πυκτεύων ἀνδρὶ Ἐπιδαυρίῳ τὸν Ἴκκον ἀποκτείνειεν ἐν τῇ μάχῃ , καταγνωσθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Ἑλλανοδικῶν
7369717 μυξινοι
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
7366765 ὡρμει
ὁπηνίκ ' ἂν δοκῇ αὐτῷ . καὶ τὸ μὲν πλοῖον ὥρμει ἐνταῦθα πλείους ἢ πέντε καὶ εἴκοσιν ἡμέρας , οὗτοι
κατασχεῖν εἰς τῆς Μηθυμναίας τι χωρίον , οὗ τὸ πλοῖον ὥρμει τοῦτο εἰς ὃ μετεκβάντα φασὶν ἀποθανεῖν οὗτοι τὸν Ἡρῴδην
7362622 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
7361411 Ἀγαν
ἂν τάδ ' ἔστη τῇδε , μὴ θεῶν μέτα . Ἄγαν ὑπερβριθὲς τόδ ' ἄχθος ἤνυσαν . Τοιόνδε μέντοι Ζηνὸς
σοῦ τέκνου καὶ θεῶν ἱκνοῦμαι μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ . Ἄγαν γε λυπεῖς . Οὐ κάτοισθ ' ἐγὼ θεοῖς ὡς
7358953 ἐχεσκον
, οἰσόμενος : τό νυ γὰρ κατεάξαμεν , ὃ πρὶν ἔχεσκον : ἡ διπλῆ ὅτι πληθυντικῶς κατεάξαμεν , καὶ ἑνικῶς
. Ὡς δὲ δείπνου γίνοιτο ὥρη , οἱ μὲν δεκόμενοι ἔχεσκον πόνον , οἱ δὲ , ὅκως πλησθέντες νύκτα αὐτοῦ
7358944 σημιαν
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα
7358780 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
7357795 Βουλεσθε
κρίνεται , ὅτι ταῦτα πράξας παρὰ τοὺς νόμους ἐδημηγόρει . Βούλεσθε οὖν τὸ ὅλον πρᾶγμα ἀφῶμεν καὶ μὴ ζητῶμεν ;
ἡμῶν ; Πάνυ μὲν οὖν , ἔφη ὁ Πρωταγόρας . Βούλεσθε οὖν , ὁ Καλλίας ἔφη , συνέδριον κατασκευάσωμεν ,
7355440 ἀπολελογημαι
μή τι διαφερόντως ἠδίκητο ; Ταῦτα μὲν οὖν ὑπὲρ ἐμαυτοῦ ἀπολελόγημαι ὑμῖν , ἀληθῆ καὶ δίκαια καὶ ἐπαίνου μᾶλλον ,
ἐγὼ πρὸς ἕκαστον τῶν κατηγορημένων εἰς μνήμην εἶναι τὴν ἐμὴν ἀπολελόγημαι , καὶ δέομαι σῶσαί με καὶ μὴ τῷ λογογράφῳ
7351970 ὀλωλ
ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς
δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' ,
7351540 κεκευθεν
. . ἄλλ ' ἀποδάσσεσθαι , ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι , δίχα
. ἦ φίλος ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς
7351091 Οἰμωζε
εἰ τουτονὶ κεχειροτονήκας ' οἱ θεοί ; Ἕξεις ἀτρέμας ; Οἴμωζε : πολὺ γὰρ δή ς ' ἐγὼ ἑόρακα πάντων
ὁ Ζεὺς ποεῖ ; Ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννέφει ; Οἴμωζε μεγάλ ' . Οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι . Ὦ φίλε
7350747 Βλαισος
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ
7349362 κξ
ἄρα ὁ ζθ τῷ κξ ἐστιν ἴσος . ὁ δὲ κξ ἀπεδείχθη τῷ ε ἴσος : καὶ ὁ ζθ ἄρα
δγ ἑκάτερος τῶν λμ , μν : ὅλος ἄρα ὁ κξ ἴσος ἐστὶ τῷ ε . καὶ ἐπεὶ ὁ βδ
7347911 πιστευσωσιν
φησί τις προφητεία δυστυχήσειν τὰ τῇδε πράγματα , ὅταν ἀνδριᾶσι πιστεύσωσιν . λέγει δὲ καὶ ἕτερος προφήτης : συνάξει πᾶσαν
συγγραφάς , τούτου ἕνεκα σημηνάμενοι τίθενται παρ ' οἷς ἂν πιστεύσωσιν , ἵνα , ἐάν τι ἀντιλέγωσιν , ᾖ αὐτοῖς
7344088 Φημ
, τὰ τριώβολα . Ἅπαντα τἄρ ' αὐτῷ ταμιεύει ; Φήμ ' ἐγώ . Ἥν γ ' ἢν σὺ παρ
ἀνειληφόσι . φυσικῶς δέ πως ἐν τῷ διαλέγεσθαι ἐχρῆτο τῷ Φήμ ' ἐγώ , καί , Οὐ συγκαταθήσεται τούτοις ὁ
7342656 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7342155 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
7341882 Κορυδεως
σκιά : ἐπὶ τῶν φοβουμένων , ἔνθα οὐ δεῖ . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κεκύλισται ὁ
ἠλιθιώτερος : οὗτος γὰρ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἠρίθμει . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ τῶν δυσμόρφων . Οὗτος γὰρ ἐπὶ
7341365 μασθλητινης
μὲν οὖν καλῶς διεπηνίκισας λόγον . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Δασὺν ἔχων τὸν πρωκτὸν ἅτε κυρήβι ' ἐσθίων
προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Τὸ χαλκίον θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη
7340726 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
7340696 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
7335877 διαζευκτικοι
μὲν διὰ πέντε καὶ τοῦ διὰ πασῶν οἱ τονιαῖοι καὶ διαζευκτικοί , τοῦ δὲ διὰ τεσσάρων οἱ τῶν ἡγουμένων δύο
μὲν γὰρ αὐτῶν ? εἰσιν συμπλεκτικοί ? , οἱ δὲ διαζευκτικοί , οἱ δὲ συναπτικοί , οἱ δὲ παρασυναπτικοί ,
7335288 μεμνησῃ
οὐ χείρω τοῦ νοῦ κεκτημένον . σύ τε οὖν ἀεὶ μεμνήσῃ τῆς Ἱερωνύμου τέχνης οὗτός τε τῆς Κληματίου περὶ τὴν
' Αἰθιοπίαν στέλλεται ” ἡμῶν δὲ ” ἔφη „ οὐ μεμνήσῃ ; „ ” νὴ Δί ' , ” εἶπεν
7334887 σανδαρακην
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου
7334409 οὐριζει
πέριξ τὴν Τριτωνίδα λίμνην οἰκέουσι , τὸ μέσον δέ σφι οὐρίζει ὁ Τρίτων . Καὶ οἱ μὲν Μάχλυες τὰ ὀπίσω
ἀνέμου ὁρμᾶται , ἄρχεται δὲ ῥέων ἐκ λίμνης μεγάλης ἣ οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν : ἐπὶ
7333748 ὑπουργησω
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη .
7332639 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
7332452 οἰχησει
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς
7330183 προτερη
μέγα θαῦμα , μέγ ' ἀνθρώποισιν ὄνειαρ , αὐτὸς καὶ προτέρη γενεή . Χαίροιτε δὲ Μοῦσαι μειλίχιαι μάλα πᾶσαι .
ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ δὲ πολὺ προτέρη κεφαλὴ στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντ ' ἤ
7330096 λαβρωνιοι
καὶ ποικίλη . ἔμβαρος ἤδη δ ' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . οὐ
ᾖ καὶ ποικίλη . Ἤδη δ ' ἐπίχυσις , διάλιθοι λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ὥστ
7328334 συναντησῃ
ἀνάρσιος : μή τις αὐτοῖς τοῖς ὀρνέοις τοῖς ἀτελέσιν ἐχθρῶδες συναντήσῃ . ἀνάρσιον : ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός ,
ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός , πολέμιος . ἀντιβολήσῃ : συναντήσῃ , ὑπέλθῃ ἀπὸ τοῦ βάλλειν , ἐναντιωθῇ . Κομέει

Back