εἰμὶ ἄνθρωπος , σὺ δὲ εὐσεβὴς ὁ τῶν ὁμοσπόνδων καὶ συσσίτων κατήγορος ; Ὠνείδισας δέ μοι καὶ πολιτείας ἐμπληξίαν , | ||
' ἑκάστην ἡμέραν θεασαμένους καὶ ἰδόντας τὴν διαγωγὴν τὴν τῶν συσσίτων , μετὰ δὲ ταῦτα σπείσαντας τόν τε ἄρχοντα καὶ |
πάνυ δημηγοριῶν . ὁρῶ δὲ καὶ τὰ περὶ τὴν λέξιν ἐλαττώματα , περὶ ὧν ἤδη προείρηκα , πλεῖστα καὶ μέγιστα | ||
ἀπὸ τῶν Μηδικῶν . οὐ τοίνυν μόνον τὰ τῶν πολέμων ἐλαττώματα κάλλιον ἤνεγκεν ἢ τὰς εὐπραξίας ἕτεροι , ἀλλὰ καὶ |
καὶ τὸ τῶν ἰχθύων πᾶν γένος καρχαρόδουν . ταῦτα δὲ σαρκοφάγα συμβέβηκεν εἶναι . ἀμφόδοντα δέ ἐστιν ἄνθρωπος ἵππος ὄνος | ||
τὰ πολυγονώτερα θερμότερα οὐδὲ ἀνάπαλιν ψυχρότερα τὰ ὀλιγογονώτερα καθάπερ τὰ σαρκοφάγα καὶ λαίμαργα . μόνα γὰρ τῶν θερμῶν δοκεῖ κύων |
ψυχροῖς δ ' ἐχρῆτο , οὐκ ἄν γε ἀπέθανεν ὁ μακαρίτης . Ὑπολαβὼν δέ τις τῶν ἐκεῖ παρόντων : Ὦ | ||
οἰκίαν , μήδ ' ὧν Πυθαγόρας ἐκεῖνος ἤσθιεν ὁ τρὶς μακαρίτης , εἰσφέρειν ἔξω θύμου . Ὅτι Ἄρτος βασιλεὺς ἦν |
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
: ἀλλὰ μὴν ὁ σοφὸς οὐ τοιοῦτος : οὐκ ἄρα πολυπράγμων ὁ σοφός ἐστι . ἔστι δὲ καὶ καλῶς καὶ | ||
: τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ Σαγχουνιάθων , ἀνὴρ πολυμαθὴς καὶ πολυπράγμων γενόμενος καὶ τὰ ἐξ ἀρχῆς , ἀφ ' οὗ |
ἀπὸ διανοίας ἀρρεποῦς . πρὸς οὐδενὸς οὖν ἀναγκάζεται , ἅτε καταπεφρονηκὼς μὲν ἀλγηδόνων , καταπεφρονηκὼς δὲ θανάτου , νόμῳ δὲ | ||
πρὸς οὐδενὸς οὖν ἀναγκάζεται , ἅτε καταπεφρονηκὼς μὲν ἀλγηδόνων , καταπεφρονηκὼς δὲ θανάτου , νόμῳ δὲ φύσεως ὑπηκόους ἔχων ἅπαντας |
ἂν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀλλήλους ἐπὶ κακίᾳ γινωσκόντων . Ὄνῳ τὶς ἔλεγε μῦθον : ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐκίνει | ||
περιπεσόντων . Ὄνος λύρας ἀκούων : ἐπὶ τῶν ἀξυνέτων . Ὄνῳ τις ἔλεγε μῦθον , ὁ δὲ τὰ ὦτα ἐπέσειεν |
τῆς ἐλάτης καὶ τὰ τῆς πτερίδος : τρόπον δέ τινα σχιστὰ καὶ τὰ τῆς ἀμπέλου , καὶ τὰ τῆς συκῆς | ||
ἤδη ἐχορηγεῖτο τοῖς ποιηταῖς . ἢ οὕτως . κατηρτίσω καὶ σχιστὰ ὑποδήματα φορέσαι ἐποίησας . . καὶ τὸ ῥάκος : |
ἐναντιοφανῆ δὲ λέγεται τὰ ῥητὰ τὰ μὴ τῇ κειμένῃ φράσει συναρμοζόμενα , νοήματι δὲ ἢ συντάξει θεραπευόμενα . σκόπει γὰρ | ||
σὺ ] ὦ Ἠλέκτρα . ἀρτίκολλα ] σύμφωνα καὶ ὑγιῶς συναρμοζόμενα ταῖς νεωστὶ συνθήκαις ἡμῶν . τὰ καίρια ] τὰ |
εἶναι . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερος ἐν Τιτᾶσι : | ||
βούλεται . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος ὁ νέος : Κόρυδον τὸν χαλκοτύπον πεφύλαξο |
, ὅς ' ἂν τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσι μ ' οἱ νεώτεροι | ||
ὅς ' ἂν μόνον τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσί μ ' οἱ νεώτεροι |
τὸ μέσον ἔστω δηλαδή . τοῦθ ' ἕτερος οὐδεὶς τῶν ὁμοτέχνων μου ποιεῖ . οὐκ οἴομ ' , οὐδ ' | ||
, ἰσχὺς ἀσεβημάτων . ἐπεὶ καὶ τῶν θηρίων τουτωνὶ τῶν ὁμοτέχνων ὑμῖν , ὦ γύναι , τὰ πολλὰ κολάζομεν οὐδὲν |
ἀποτρέχει . μέμνηται δ ' Ἄρχιππος ἰχθυοπώλου Ἑρμαίου . Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος Ἑρμαῖος . Ἄλεξις δὲ Μικίωνος : | ||
. Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι μνημονεύων τῶν λαβράκων φησίν : Αἰγύπτιος μιαρώτατος τῶν ἰχθύων κάπηλος , Ἕρμαιος , ὃς βίᾳ δέρων |
τὴν γεῦσιν . τὰ τῶν πάνυ νέων ζῴων κρέα ῥᾷον ὑπέρχεται κατὰ γαστέρα ὁμοίως . τῶν σελαχίων νάρκη τε καὶ | ||
καὶ φυϲωδεϲτέρα τῶν κριθίνων ἄρτων ἐϲτίν , μέλιτοϲ δὲ προϲλαβοῦϲα ὑπέρχεται . ὁ δὲ βρόμοϲ θερμόϲ τε καὶ ὀλιγότροφοϲ . |
πολεμιστήριον . ἐλᾷ ] ἐλαύνουσι . τὰ πολεμιστήρια ] τὰ ἁμιλλητήρια . τὰ πολεμιστήρια ] ὤφειλεν εἰπεῖν : τὰ ἁμιλλητήρια | ||
ἐν τοῖς ἀγῶσι . πολεμιστήρια . . . ] τὰ ἁμιλλητήρια ὤφειλεν εἰπεῖν , καὶ εἶπε τὰ πολεμιστήρια , παραφορούσης |
, θέοντα περιθέοντα , στρεφόμενα , περιστρεφόμενα , κυκλούμενα , εἱλούμενα περιειλούμενα , περιαγόμενα . καὶ τὰ ἀπ ' αὐτῶν | ||
τὸ δὲ ναρκίσσῳ : τὰ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν ἔνδον εἱλούμενα γελᾷ . τοιαῦτα Λευκίππης ἦν τὰ δάκρυα , αὐτὴν |
ἐφεστῶτα δὲ ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς τερατώδη τε τὰ περὶ αὐτὸν ἐσθήματα , οὐκ ἄφοβοι ἦσαν τοῦ σχήματος , ἐπεὶ δὲ | ||
ἱμάτια . ἐσθήματα ] ἐσθήσεις . ἐσθήματα ] ἐνδύματα . ἐσθήματα ] τὰ ὅπλα . ἐσθήματα ] τὰς πανοπλίας . |
τῷ ὀξυγλυκεῖ . Ἢν δὲ μὴ μέλλῃ παλιγκοταίνειν , τὰ ἐκχυμώματα καὶ τὰ μελάσματα καὶ τὰ περιέχοντα ὑπόχλωρα γίνεται καὶ | ||
μετ ' ὀλίγων ἁλῶν , ἐπιτήδειον ποιήσει φάρμακον πρὸς τὰ ἐκχυμώματα . Τοῦ ψυλλίου τὸ σπέρμα οὔτε ἀλεῖν δυνατὸν οὔτε |
Λύκος παρῄει θριγκόν , ἔνθεν ἐκκύψας ἀρνειὸς αὐτὸν ἔλεγε πολλὰ βλασφήμως . κἀκεῖνος εἶπε τὰς σιαγόνας πρίων : “ ὁ | ||
, ῥᾴδιος , ὀλισθηρός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα κακηγόρως , βλασφήμως , φαυλορρημόνως . φιλολοιδόρως φιλογέλως κακορρημόνως αἰσχρορρημόνως : τὸ |
' ἐνοικοῦντες λύκοι . ᾠῶν δ ' ἐν αὐτῇ διέτρεχεν νεόττια . μόνος γὰρ ἦν λέγων ἄκουσμα κἀκρόαμα . καὶ | ||
καὶ ἐκ τούτων δὲ ὑποθετέον ταῖς ὄρνισι . Τὰ δὲ νεόττια ταῖς πρώταις ἡμέραις ἔσω μένειν χρή . εὐδίας δὲ |
προορᾶν ὥσπερ οἰκίας μιᾶς τῆς τοσαύτης ἀρχῆς , τί μὲν πρόσεισιν ἑκάστου ἔτους , τί δὲ ἀναλοῦται , καὶ τί | ||
τοῦτο γὰρ ὁσημέραι ποιεῖν ἔθος αὐτῇ : μᾶλλον δὲ ἤδη πρόσεισιν . ὁρᾷς τὴν κόσμιον , τὴν ἀπὸ τοῦ σχήματος |
ἔσται : κίνδυνος δὲ ἢ θανεῖν ἢ ἄφορον γενέσθαι . Σημήϊα δὲ ταῦτα γίνεται ἢν ἕλκεα ἐνῇ : ἐπὴν χωρέῃ | ||
, τὸ εὔφορον , ἢ μὴ , οἷα δεῖ . Σημήϊα ταῦτα , ὀδμαὶ χρωτὸς , στόματος , ὠτὸς , |
ἡδονῇ ἡττώμενος σιτίον προσφέρῃ μιαίνει σε . πλήθει ἀρέσκειν μὴ ἐπιτήδευε . παντὸς οὗ καλῶς πράττεις αἴτιον ἡγοῦ τὸν θεόν | ||
, λόγῳ μὴ χρῶ . ἐν συλλόγῳ πρῶτος λέγειν μὴ ἐπιτήδευε . ἡ αὐτὴ ἐπιστήμη ἐστὶ τοῦ λέγειν καὶ τοῦ |
λέγει γὰρ ὅτι τοῖς παιδίοις , νήπια γὰρ καλεῖ τὰ ὑποτίτθια , τούτοις εἰ γένηται βὴξ καὶ διάῤῥοια καὶ πυρετὸς | ||
, οἷον γάλα , πτισάνη , οἶνος . τὰ γοῦν ὑποτίτθια γάλακτι διαρκεῖται . καὶ πολλὰ δὲ ἔθνη γαλακτοποτοῦντα ζῇ |
: ἐπὴν μὲν τὰ ἐκχυμώματα τῶν φλεβῶν , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ ἐγγὺς ἐκείνων ὑπέρυθρα γίνηται καὶ ὑπόσκληρα | ||
Σημεῖα τῶν παλιγκοτησάντων : ἢν τὰ ἐκχυμώματα , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὑπόσκληρα καὶ ὑπέρυθρα ᾖ |
ἡμῶν γενομένων ἠνέῳκτό τε καὶ καταβέβλητο μνήματα καὶ τὰ τούτοις ἐναποκείμενα λείψανα κατὰ γῆς ἀπερρίφησαν . Ἐν αὐτοῖς γάρ , | ||
παραγομένους . ταῦτα γὰρ προκαλύμματα ὄντα ἑτέρων ἀναστείλαντες , τὰ ἐναποκείμενα ἔνδον , ὁποῖα ἄττα τὴν φύσιν ἐστίν , ἐθεάσαντο |
τῆς πορνείας , τοῦ καιροῦ , τοῦ τόπου ἐν ᾧ ἀσελγαίνων ἡλίσκετο , τὰ τῆς καταδρομῆς περαινόμενος ἐπὶ τὸ κοινότερον | ||
ῥηθείη , λαγνίστατος , λαγνεύων , εἰς Ἀφροδίτην νοσῶν , ἀσελγαίνων , ἀκολασταίνων , πορνοκοπῶν , πορνοβοσκοῖς συνών , ἑταιριζόμενος |
τὸ παιπάλημα καὶ τὸ κίναδος , ὥσπερ τινὰ αἰνίγματα καὶ γρίφους ἀκούσας : ἄγνωστα γάρ σοι τῶν σῶν ἔργων τὰ | ||
λύπης καὶ φροντίδος προσίεσθαι . τῷ δὲ Θεοδέκτῃ παραπλησίως ἔπαιζε γρίφους καὶ Δρομέας ὁ Κῷος , ὥς φησι Κλέαρχος , |
χεῖρας τῶν κυνηγῶν ἀκερδεῖς καταλίποιεν . Ἀλλ ' ὅ γε εὔστοχος θηρατὴς βορέου μὲν ἐπιπνέοντος ἐς νότον ἱστάτω τὰ θήρατρα | ||
, ἢ τάφρῳ ; τίς δὲ οὕτω κυβερνήτης ἀγαθὸς καὶ εὔστοχος , ὡς ἀπείρατος διελθεῖν κλύδωνος , καὶ ζάλης , |
παρὰ τὸ † βέλος βέλεμος , ὡς ἔχω Ἔχεμος καὶ Τήλεμος , τὸ οὐδέτερον βέλεμον , πλεονασμῷ τοῦ ν βέλεμνα | ||
ἦν δὲ Κύπριος ὁ Τήλεμος . αὐτὰρ ὁ μάντις ὁ Τήλεμος : ὁ μάντις , ὅς μοι εἴρηκε τυφλωθῆναι , |
ἐγὼ μὲν δεικνύω ἐσπουδακώς , οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν . σφάττει με , λεπτὸς γίνομ ' εὐωχούμενος : τὰ σκώμμαθ | ||
. μηχανήματι ] τῶι ἀτρήτωι ἱματίωι . τύπτει ] ἤγουν σφάττει . πιτνεῖ ] πίπτει ὁ Ἀγαμέμνων ἐν τῶι λέβητι |
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς | ||
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς |
προσθετέον δὲ τῷ μαγείρῳ καὶ ξύλα καύσιμα καὶ κληματίδας καὶ ἐκκαύματα , εἰπόντος Σοφοκλέους ἐν Ἡρακλεῖ σατυρικῷ συνέλεγον τὰ ξύλ | ||
' ἣν πρόσθεν αἰτίαν εἶπον , οὕτως οὐδὲ τὰ πυρὸς ἐκκαύματα συλλέγειν . Τοῖς μάρτυρα καλοῦσιν ἐπὶ μὴ ἀληθεῖ θεὸν |
ἄλλα πώλει πάντα πλὴν τῶν μυρτίνων . ΦΙΛΥΡΙΝΟΣ . Ξέναρχος Στρατιώτῃ : φιλύρας εἶχε γὰρ ὁ παῖς ἀφύλλου στέφανον ἀμφικείμενον | ||
ἡ τυραννὶς ἐδεῖτο . Ἀντιφάνης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Στρατιώτῃ τὰ ὅμοια λέγει περὶ τῆς τῶν ἐν Κύπρῳ βασιλέων |
προσέλθωσι , φυσῶνται κοιλίην , οἷον Δαμναγόρας . Αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι : ὀλιγοσιτίη , ἄκοπον , ἄδιψον . Πᾶς λεπτυσμὸς | ||
ἢ μᾶλλον ὡς πρόγραμμα τοῦτο ἀναγνωστέον , ὅτι αἱ μεταβολαὶ φυλακτέαι , αἱ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα , κατὰ τὰ ἤθη |
σε αἰτοῦνται καὶ δέονται δοῦναι σφίσι τὼ ἄνδρε καὶ μὴ κατακαίνειν : πολλὰ γὰρ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ περὶ τὴν | ||
στρατόπεδον , καὶ εἴ τινας σὺν ὅπλοις ἴδοιεν ἐξιόντας , κατακαίνειν : τοῖς δ ' ὑπομένουσιν ἐκήρυξεν , ὁπόσοι τῶν |
κατ ' ἴξιν : ἢ καὶ τὰ κάτω ἥπατος ἄνωθεν διαδιδόντα , οἷον τὰ ἐς ὄρχιας καὶ κιρσούς ; σκεπτέα | ||
διῆλθεν . Ἰδὼν δὲ τὸν σωματοφύλακα τοῦ τυράννου τὰ ἐπιτήδεια διαδιδόντα τοῖς στρατηγοῖς , ὑπολαβὼν αὐτὸν τὸν Πορσίναν εἶναι , |
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων , Ἀμφοτερὸς ἢ Στιλβίδης ; Γ πιέζει Γ : ἀντὶ τοῦ “ λυπεῖ | ||
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων ἀμφοτέρων ; ἢ Στιλβίδης ; Ἱερόκλεες βέλτιστε χρησμῳδῶν ἄναξ καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα |
καὶ ἔλλειψιν κακίαι τινές : τίς οὖν ἡ περὶ τὰ ὁράματα ἀρετὴ καὶ τίνες αἱ κακίαι εἰπεῖν οὐ ῥᾴδιον . | ||
σημήνῃ , θυμοειδῆ ἵππον ὥσπερ ἄνθρωπον ταράττει τὰ ἐξαπίναια καὶ ὁράματα καὶ ἀκούσματα καὶ παθήματα . εἰδέναι δὲ χρὴ ὅτι |
[ ἐπίνικος ] γέγραπται [ ] [ ] | τὸν Νεμεακὸν ἀγῶνα δηλοῖ . . . ὄφρα κε ? ? | ||
Ὀλυμπικὸν εἶναι τοῦτον , ἁμαρτάνων : ὁ γὰρ Πίνδαρος ἄντικρυς Νεμεακὸν εἶναί φησιν . : θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων ] |
δόξεις πολλοῖς εἶναι , καὶ ἐὰν μὲν ἀποφύγῃ σε , ἐπιωρκηκέναι , ἐὰν δὲ ἕλῃς , φθονήσει . ἀλλ ' | ||
' αὐτὸν Ὑπερείδης καὶ Ἄρδηττον ἐπικληθῆναι διὰ τὸ πολλάκις αὐτόθι ἐπιωρκηκέναι . ἐπεβίωσε μέντοι ὁ Ἀριστοφῶν ρʹ ἔτη παρὰ μῆνας |
πεσόντες αἱμάξουσι τὰ σώματα . πέσεα οὖν ἀντὶ τοῦ πεσήματα πτώματα : πολέμια : τάλανες ὅτι ποτέ : διότι . | ||
ἦν φειδὼ ἡλικίας , οὐδὲ μέχρι νηπίων . τὰ δὲ πτώματα συρόμενα μεθ ' ὕβρεως πάσης ἁμάξαις ἐπιτεθέντα καὶ ἔξω |
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν | ||
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε |
μικρὸν παραλλάττειν φήσας παρὰ τὴν ἀλήθειαν . , τούτοις δὲ συνῳδά πώς ἐστι καὶ τὰ ὑπὸ Ἱππάρχου λεγόμενα : φησὶ | ||
. . πλέον ἂν εἴη τὸ λοιπόν . Τούτοις δὲ συνῳδά πώς ἐστι καὶ τὰ ὑπὸ Ἱππάρχου λεγόμενα : φησὶ |
Αἰσχίνης , Θεογένης , Κλεομήδης , Ἐρασίστρατος , Φείδων , Δρακοντίδης , Εὐμάθης , Ἀριστοτέλης , Ἱππόμαχος , Μνησιθείδης . | ||
τριάκοντα ἀνδράσιν ἐπιτρέψαι τὴν πόλιν καὶ τῇ πολιτείᾳ χρῆσθαι ἣν Δρακοντίδης ἀπέφαινεν . ὑμεῖς δ ' ὅμως καὶ οὕτω διακείμενοι |
τοῦτον οὖν πειρῶ μεταπείθειν μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ τὰ μορμολύκεια . Ἀλλὰ χρή , ἔφη ὁ Σωκράτης , ἐπᾴδειν | ||
: εἰς κατάπληξιν τοῦτο ἔταττον , ὅθεν καὶ τὰ προσωπεῖα μορμολύκεια ἔλεγον . [ ἵππος ] Μορμώ : Λάμια βασίλισσα |
οὔτε γνωρίζεσθαι , κλέπτει δ ' αὑτὸν πλανῶν τε καὶ παρατρέπων τὴν τῶν ὁρώντων ὄψιν : εἰ γὰρ περιτύχοις μέλαν | ||
συνταράττων , μεθιστάς , παρακινῶν , μεταβάλλων , μετατιθείς , παρατρέπων , νεωτερίζων , ἐκνεωτερίζων , παρανεωτερίζων , νεωτεριστής νεωτεριστικός |
ἔχοι ; Καί μοι ἔδοξεν ἤδη ἐνταῦθα κινητέος εἶναι ὁ φιλογυμναστής , ἵνα μοι βοηθήσῃ διὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς γυμναστικῆς | ||
ἔργων τῶν τε πολεμικῶν καὶ τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , |
οὕτως καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τὰ ἄδικα τὴν φύσιν καὶ κακοποιὰ πρός τε τὸ βλάπτειν ὡρμημένα τῇ φύσει τοὺς ἐμπελάζοντας | ||
τοῦ Κρόνου πρεσβυτικά , στιβαρά , πανοῦργα , ἐνδόμυχα , κακοποιὰ μηνύει , ὁ δὲ τοῦ Διὸς ἀστεῖα , ἀξιωματικά |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
. παροιμία ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἀναμένει , ἐπὶ τῶν φύσει ῥᾳθύμων καὶ ἀμελῶν , ἤτοι ἐπὶ τῶν μὴ προσιεμένων τοὺς | ||
: εἰ φάγοις ὠμοὺς οὐδέποτε ἐπιλάθοιο : ἐπὶ τῶν πάνυ ῥᾳθύμων . Ὃ κἀργύρου ᾖ πάντα θεῖ κἀλαύνεται : ὅ |
τὴν αὐτὴν δ ' αἰτίαν καὶ τὰ ἐν τοῖς ὄρεσι ποτιμώτερα τῶν ἐν τοῖς πεδίοις : ἧττον γὰρ μέμικται τῷ | ||
δὲ τῆς μελέτης κατὰ τὸν Πολέμωνα ἐρρωμένα καί που καὶ ποτιμώτερα , τὰ δὲ τῆς εὐροίας οἷα τοῖς ἀλύπως ἀναγιγνώσκουσι |
. καὶ τὰ μὲν ἰσημερινὰ ἱεροῖς καὶ ταῖς περὶ θεὸν θρησκείαις ἐπισημαίνει , τὰ δὲ τροπικὰ ταῖς τῶν ἀέρων καὶ | ||
σχῆμα , παντοίοις δὲ ἔθεσι καὶ νομίμοις καὶ θεῶν παντοίων θρησκείαις χρώμενοι καὶ ἐν μὲν ταῖς ὑποταγαῖς ταπεινοὶ καὶ δειλοὶ |
τῆς αἴσης , τουτέστιν ἁμαρτωλά . αἰσυητῆρι νεανίᾳ : “ αἰσυητῆρι ἐοικὼς πρῶτον ὑπηνήτην , οὗπερ χαριεστάτη ἥβη . ” | ||
Ἀπίων ἐτυμολογῶν τὰ σεσυλημένα τῆς αἴσης , τουτέστιν ἁμαρτωλά . αἰσυητῆρι νεανίᾳ : “ αἰσυητῆρι ἐοικὼς πρῶτον ὑπηνήτην , οὗπερ |
ὄρη , ὃ ἐστὶν αἰπόλος : ἢ περὶ τὰς αἶγας ἀναστρεφόμενος , οἷον αἰπόλος . Ἄτη , ὥς τινες κατὰ | ||
παραστῆσαι . ἐπεὶ πῶς ἂν ἀγαθὸς γένοιτο κριτὴς μετὰ δέους ἀναστρεφόμενος ἐν τῷ πολέμῳ ; οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεός |
ἐστι τοιοῦτος οὔτε ποιητὴς οὔτε ἄλλος οὐδείς , ὃς ὑμῖν ὀνειδιεῖ μετ ' εὐνοίας καὶ φανερὰ ποιήσει τὰ τῆς πόλεως | ||
ὀνομάσασα ἐγὼ μὲν ἕξω παραμύθιον τοῦ ἔρωτος , σοὶ δὲ ὀνειδιεῖ ποτε ἐκεῖνος , ὡς ἄπιστος γεγένησαι περὶ τὴν ἀθλίαν |
εἰ δὲ ϲφοδρὸϲ μὲν εἴη , οὐ μέγαϲ δὲ καὶ ϲκληρότεροϲ ἑαυτοῦ γένοιτο καὶ ἀνώμαλοϲ καὶ εἰϲ ϲυϲτολὴν μᾶλλον ἐπείγοιτο | ||
εἰρημένοιϲ ϲημείοιϲ καὶ πελιδνότεροϲ ὁ ὄγκοϲ : ϲαρκόϲ τε ὑποτραφείϲηϲ ϲκληρότεροϲ καὶ ἀντίτυποϲ ὁ ὄγκοϲ ἔϲται καὶ μένων ἐπὶ τοῦ |
ἀρχιλόχειον , δίμετρον ὂν βραχυκατάληκτον . ἔστι δὲ καὶ ταῦτα πολυσχημάτιστα κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον . ἐπὶ τῷ τέλει δύο | ||
δʹ , τὸν δὲ βʹ βακχεῖον : καλεῖται δὲ ταῦτα πολυσχημάτιστα διὰ τὸ διάφορα δέχεσθαι μέτρα , ὧν τελευταῖον “ |
ἰδίους ὁτὲ μὲν ἐξοτρύνοντος καὶ παρακαλοῦντος τὸ λείψανον τῆς νίκης ἐκπονῆσαι , ὁτὲ δ ' ἐπιπλήσσοντός τε καὶ ὀνειδίζοντος , | ||
οὗ δ ' ἐς κράνος βλέψαντα καὶ λόγχης ἀκμὴν χρῆν ἐκπονῆσαι δειλὸς ὢν ἐφηυρέθης . μὴ δῆτ ' ἐμός γ |
ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήιος * * * ὃς ἀλαζονεύεται μὲν ἁλιτήριος περὶ τῶν μετεώρων , τὰ δὲ χαμᾶθεν ἐσθίει . | ||
, ὅν γ ' ἔστιν λέγειν ; ὁ Βουζύγης ἄριστος ἁλιτήριος . τί κέκραγας ὥσπερ Βουζύγης ἀδικούμενος ; ὁ νόθος |
ἐπὴν ἡ ἀρχὴ τοῦ νοσήματος μηκέτι ᾖ , ἀλλ ' ἐκτρέπηται ὁ ῥόος , ἐπανάχρεμψιν ποιέεσθαι , καὶ βῆχα ποιέειν | ||
δ ' ἂν τὰ τῆς ἐξουσίας εἰς ὠμότητα καὶ παρανομίαν ἐκτρέπηται , τοσούτῳ μᾶλλον καὶ τὰ τῶν ὑποτεταγμένων ἤθη πρὸς |
τὸ φῶς ἄγει ἀλλ ' οὐ γὰρ ἂν τὰ θεῖα κρυπτόντων θεῶν μάθοις ἄν , οὐδ ' εἰ πάντ ' | ||
καί : Ἀστέρας ἀριθμεῖς . Ἄϊδος κυνῆ : ἐπὶ τῶν κρυπτόντων ἑαυτοὺς διά τινων μηχανημάτων : τοιαύτη γὰρ ἡ τοῦ |
ἐνέδρας , οὐ θαρρῶν ἄντικρυς ἐπιχειρεῖν , βουλεύῃ καὶ μηχανᾶται δολερῶς τὸν φόνον : ἐναγὴς γὰρ καὶ οὗτος εἰ καὶ | ||
με δηλονότι ἀπατᾶι , σημεῖον ἀληθέστατον ἔχω . δολώσαντος ] δολερῶς ἀπατήσαντος . θεοῦ ] τινός . πότερα ] ποῖόν |
εἰ ἐπιστήμην μὴ ἔχων , ὅτι τόδε κακόν ἐστι , παρασφάλλει καὶ πταίει ὁ ἀκρατής . ἐπεὶ γὰρ ἡ ἐπιστήμη | ||
, καὶ διὰ τοῦτο εἰ ἀγνοῶν τις τὴν μερικὴν πρότασιν παρασφάλλει , οὐδὲν ἄτοπον . θαυμαστὸν δέ ἐστι καὶ παράξενον |
εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ κλᾷ αὐτόν . Θέλει δὲ συμψυγῆναι εἰς τὸ καμίνιον , καὶ οὕτως ἐπαρθῆναι | ||
ὅτι σωματοποιεῖ ταύτας , ὡς Ὅμηρος Ἔριν καὶ Δεῖμον . Θέλει δ ' ἐμφανίσαι ὅτι καὶ αἱ νόσοι λεληθότως ἐπιφέρονται |
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε | ||
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε |
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |
! ] ταύτηι τῆι διαστολῆι [ ὁ Σεσόγγωσις - ] ἐξαγγέλλει ? ? [ τὰς ] αὑτοῦ ἁμαρτίας [ ] | ||
μὲν τὸ Σωκράτης , χωρὶς δὲ τὸ βαδίζει , καὶ ἐξαγγέλλει χωρὶς τὰ μὴ χωρίς : χωρίσας μέντοι γε αὖθις |
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' : | ||
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν |
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν | ||
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι |
τὰ ἐν μέσῳ ἔχοντα τὸ Ω , οἷον ἐρωτικός , ἐρωτομανής , ἐρωτόεις καὶ ἐρώεις . Τὰ παρὰ τὸ λεώς | ||
τὰ ἐν μέσῳ ἔχοντα τὸ Ω , οἷον ἐρωτικός , ἐρωτομανής , ἐρωτόεις καὶ ἐρώεις . Τὰ παρὰ τὸ λεώς |
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο | ||
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν |
, ζωμήρυσιν . Συνεχῶς γὰρ ἐμπιπλάμενος ἀμελὴς γίγνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . Συναγαγών τρεῖς ὄντας εἰς τρίκλινον | ||
λύπας μακράς . συνεχῶς γὰρ ἐμπιμπλάμενος ἀμελὴς γίνεται ἄνθρωπος , ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικός . στεφάνους ἐνεγκεῖν δεῦρο τῶν χρηστῶν |
, πλήκτης . , πλήττειν δυνάμενος , οἱονεὶ διὰ κέντρου πλήττων . . μιαρός ] κακός , φθονούμενος , χαλεπός | ||
ὄρη ῥήξειν ἔμελλε , δεινὸς ἄν που ἐγράφετο καὶ οἷον πλήττων , ξένον δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ |
ὡϲ ὁ δαῦκοϲ καὶ ξηραίνει καὶ διουρεῖται καὶ ταριχεύεται εἰϲ ἀπόθεϲιν . Κέγχροϲ ψύχει μὲν κατὰ τὴν πρώτην ἀπόϲταϲιν , | ||
γ ἡμέραϲ , ὥϲπερ τὰ κρίνα . καὶ εἰϲ τὴν ἀπόθεϲιν δὲ ὀλίγα ἐμβάλλουϲιν ἀκριβῶϲ ξηρά . Τοῦτο γίνεται τῶν |
δὲ ΜΕΛΙΚΗΡΙΔΩΝ μνημονεύει Φερεκράτης ἐν Αὐτομόλοις οὕτως : ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . λεχθέντων καὶ τούτων | ||
γὰρ κἂν ἀκαλήφαις τὸν ἴσον χρόνον ἐστεφανῶσθαι . ὥσπερ τῶν αἰγιδίων ὄζειν ἐκ τοῦ στόματος μελικήρας . ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας |
ἀκούων ὅτι ὄνος ὢν ἠμπέσχετο λεοντῆν . ταύτῃ τοι ξυνελθόντα παιδάρια ξαίνει τε αὐτὸν τοῖς ῥοπάλοις καὶ ἀφαιρεῖται τῆς δορᾶς | ||
, ὁπότ ' ἔδει τοῦτόν τε καὶ αὑτὴν τρέφειν καὶ παιδάρια τρία , ἃ ἦλθεν ἔχουσα ὡς αὐτόν , καὶ |
τὴν ἔκφυϲιν τῶν ὀδόντων . μηδὲν δὲ ϲκληρὸν αὐτοῖϲ διδόναι διαμαϲᾶϲθαι , ἵνα μὴ τυλωδέϲτερα τὰ οὖλα γενόμενα παρεμποδὼν γένηται | ||
λιπαρῶν ἐκγιγαρτιϲμένων ὅϲον ἐξαρκεῖ εἰϲ ἀνάληψιν . ἐκ τούτου δίδου διαμαϲᾶϲθαι κατὰ μέροϲ ὅϲον # γ καὶ ἀποπτύειν . Ἄλλο |
πόλιν ἅπαντες κτλ► . Ἀθῆναι φιλόλογος πολύλογος Λακεδαίμων βραχύλογος Κρήτη πολύνους μᾶλλον ἢ πολύλογος◄ . ὡς ἐμοὶ φαίνεται . γρ | ||
. : Συνᾴδει δὲ τούτοις καὶ ὁ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος , πολύνους ὢν καὶ πολυμαθὴς ἀνὴρ , τοῖς τε μὴ πάρεργον |
ξυμφέρει , οὐδὲ πρὸς τὰ ἀκάθαρτα , οὐδὲ πρὸς τὰ σηπόμενα : ἀλλὰ πρὸς μὲν τὰ φλεγμαίνοντα ξυμφέρει τὰ ψυχρὰ | ||
δὴ στοματικά ἐστι , τὰ δὲ πρὸς οὖλα αἱμασσόμενα , σηπόμενα , βεβρωμένα καὶ ὀδόντας καὶ ὅσα πρὸς ἄφθας καὶ |
] . ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει | ||
. ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς δοκεῖ κρείσσονα ἐσχηκέναι περίστασιν ἧς σὺ ἔσχηκας , ἂν θέλῃς ὡς ἀθλητὴς νεανίσκῳ χρῆσθαι . καὶ |
ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , χλωρός , ψεύστης , κρυψίνους , σκολιόφρων , δασύς , στυγνοπρόσωπος , ὀζόχρωτος . | ||
παλίμβολος , ἐγκρυφίας , ἐπίσκιος , πολλαπλοῦς τὸ Πλάτωνος , κρυψίνους , γοητευτικός , κακοῦργος , πανοῦργος , ψεύστης , |
πυξίδα μολυβδίνην φύλαττε . Ὀριβαϲίου πρὸϲ τὰ ἐν μυκτῆρϲιν ἕλκη ἁπλούϲτερα . λιθαργύρου ψιμμυθίου ἀνὰ ⋖ Ϛ μολύβδου κεκαυμένου πεπέρεωϲ | ||
κίνηϲιϲ ἐν χρόνῳ . τοὺϲ δέ γε δυϲιατοῦνταϲ καὶ τὰ ἁπλούϲτερα τῶν λεχθέντων ἰάϲατο ϲυγχριϲμῶν : ἐξαίρετα δὲ τούτοιϲ ηὑρέθη |
τῶν ὑποβαλλομένων παιδίων καὶ χαμαιῤῥιφῶν , ἅπερ ἑαυτῶν ἀποβάλλουσιν ἢ ὑποβάλλουσιν αἱ γυναῖκες . Ὑπερβερεταῖος : ἐπὶ τῶν ὑπερχρονίων : | ||
κατασκευαζόντων . ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι εἰς τὰ πρόθυρα κίονας μεγάλας ὑποβάλλουσιν , οὕτω καὶ οὗτος ὡσπερεὶ μέγαρον κατασκευάζων τὸν ὅλον |
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
ἀνδριάντας ἑστιᾷς ; . . . αὑτὸν οὐ τρέφων κύνας τρέφεις ; ἐπικάρσια δῆτα προσπεσοῦμαι . ἔχων μὲν ἐν τῇ | ||
ἔοικεν , ἡμῖν ἕτερον ἀντ ' αὐτοῦ τὸν θεράποντα σεαυτῷ τρέφεις , ὥσθ ' ὁμοῦ τοὔνομα τοῦ πάππου καὶ τὴν |
τὸ λείπω λείψω λείψανον . λείψανα γάρ εἰσι τὰ λεγόμενα ἐγκαταλείμματα . ἢ παρὰ τὸ λείβω λείψω λείψανον . καὶ | ||
αἰσθητῶν ἔνεισιν αἰσθήσεις καὶ φαντασίαι , τὰ τῶν αἰσθητῶν δηλαδὴ ἐγκαταλείμματα , ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις . ἀποστήσαντες γὰρ τοῦ ἡλίου |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
; τίς γὰρ δύναται θερίσαι γεωργός , ἐὰν μὴ πρῶτον πιστεύσῃ τὸ σπέρμα τῇ γῇ ; ἢ τίς δύναται διαπερᾶσαι | ||
διόπερ ἠξίου τὸν δῆμον δύο ἄνδρας προχειρισάμενον οἷς ἂν μάλιστα πιστεύσῃ , τούτοις ἐπιτρέπειν περὶ τοῦ πράγματος . πεισθέντος δὲ |
[ ] . Ἀξίοχε , σύ γε οὐκ ἔτυμά μοι μαρτυρεῖς , οἴει δὲ καθάπερ Ἀθηναίων ἡ πληθύς , ἐπειδὴ | ||
ἐξηγούμενος : ὁπότε καὶ ἡμᾶς ἑώρας , ὡς καὶ αὐτὸς μαρτυρεῖς , τό τε νεαρὸν τοῦ πένθους ἔχοντας καὶ τὰ |
Τοῦτο περὶ τῆς ἀμφιβολίας εἴρηκε : σύνηθες γὰρ τὸ τὰ σιγώμενα σιγῶντα λέγειν ὥσπερ καὶ τὸν σιγῶντα ἄνθρωπον , ὁμοίως | ||
ἆρ ἔστι σιγῶντα λέγειν ; ναί : δυνατὸν γὰρ τὰ σιγώμενα λέγειν ἡμᾶς . φανερὸν ὅτι οὐδενὶ προσήκει τῶν ὁμωνύμων |
βλέπειν . βλοσυρῆς : ἀγρίας . δυσδερκέα : δυσθέατα , δυσθεώρητα . δείματα : φοβήματα . λίμνης : θαλάσσης : | ||
] εἰς τὴν ἀκοὴν ἐμήν . ὧδε δυσθέατα ] οὕτως δυσθεώρητα . . δύσοιστα ] δυσυπομόνητα . . ἀφόρητα . |
ἀμφιβάλλου σφυροῖς : οὐ καθήσεις , τάλαν , μηδ ' ἀγροίκως ἄνω γόνατος ἀμφέξει ; Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον τὸν | ||
βουκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι , τάλαν ; οὐ μεμάθηκα ἀγροίκως φιλέειν , ἀλλ ' ἀστικὰ χείλεα θλίβειν . μὴ |
σχήματι φοβήσας λαβεῖν ταῖς χερσὶ τὴν Χλόην . Χρόνος ὀλίγος διαγίνεται καὶ Χλόη κατήλαυνε τὰς ἀγέλας εἰς τὴν πηγήν , | ||
μέρη τὰ ἑαυτῆς ἐπισκοπεῖ καὶ περὶ τὴν διαίρεσιν καὶ τεχνολογίαν διαγίνεται , θεωρεῖν αὐτὴν λέγουσιν : ἡνίκα δ ' ἂν |
. ὅτι εἰδύλλια , ἀλλ ' οὐ διαλόγους καλοῦσι τὰ βουκολικὰ ποιήματα : καίτοι διαλέγεται ἐνταῦθα πρόσωπα , ὥσπερ κἀν | ||
βοῶν εἴληφεν ἐπιγραφὴν ὡς κρατιστεύοντος τοῦ ζῴου : διὸ καὶ βουκολικὰ λέγονται πάντα . εἴρηται δὲ βουκόλος παρὰ τὸ τὰς |
Πεισίροδος δὲ ἐν παισίν , ὃν ἡ μήτηρ ἀνδρὸς ἐπιθεμένη γυμναστοῦ σχῆμα ἐπὶ τῶν Ὀλυμπίων αὐτὴ τὸν ἀγῶνα ἤγαγεν : | ||
τὴν ἅμιλλαν πρὸς ἀγενείους τε καὶ ἄνδρας τὴν μὲν ἐκ γυμναστοῦ παρακλήσεώς φασι , τὴν δὲ ἐξ ἀνδρὸς παγκρατιαστοῦ λοιδορίας |
τὸν αὐχένα ταῖς συμφοραῖς πιεζόμενος , οὐδ ' ὅσον ἀνακύψαι σθένων ἢ μὴ τολμῶν διὰ τοὺς συναντῶντας καὶ τοὺς ἐπὶ | ||
σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα , ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων : τὰ δ ' οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι |
ψυχικὴ τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος , ὡς δηλοῖ τὸ ἐν τῷ ὑπνώττειν ἡμᾶς συγγινώσκειν πολλάκις τὰ γινόμενα καὶ τὰ λεγόμενα ἀκούομεν | ||
νύκτας νομίζειν . Θ ἠγρύπνει δὲ ὁ Στρεψιάδης μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ὑπὸ τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος . ὦ Ζεῦ Θ |
ἁρπακτικάς . βδελύκτροποι ] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ | ||
ἁρπακτικάς . Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ |
ἐκμελής , ἄγροικος , ἄμικτος , εἴρων , ἀλαζών , ὑπεροπτικός , ὑπέρφρων , βαρύς , φορτικός , ἐπαχθής , | ||
' ἂν ἐκ τούτων ὑποψία καὶ ὑπεροψία καὶ ὑπερόψεσθαι , ὑπεροπτικός , ὑπεροπτικῶς , ὑπόπτως , ὑπερόπτης , αὐτόπτης , |