συνιστάντα τοὺς μύθους . Θ ἀσύστατον : ἀδιάθετον , ἀπιθάνως συντιθέντα τοὺς μύθους , κομπώδη . . , παρὰ τὸ
ἐπινίκιον ᾆσμα ἐξάρχειν τελείων καὶ ἡγεμονικῶν δυνάμεων ἐφιέμενοι τὸν γὰρ συντιθέντα τὸ κεφάλαιον καὶ πλεῖστον ἀριθμὸν τῶν κατ ' ἀνδρείαν
6272902 εἰληφοτα
καλουμένῳ καὶ τῷ κατὰ φύσιν συμβαίνοντι . Τά γε μὴν εἰληφότα τῶν οὔρων πάχος ἤτοι τὸν πλεονάζοντα χυμὸν ὑποδείκνυσιν ,
Ἀεθλίου τοῦ Διὸς καὶ Καλίκης παῖδα λέγει , παρὰ Διὸς εἰληφότα δῶρον , αὐτὸν ταμίαν εἶναι θανάτου , ὅτε θέλοι
5922652 ἀποκρυφα
ἐπειδήπερ ἐξελέγης εἰς τὴν ἀλήθειαν . ταῦτα δὲ πάντα τὰ ἀπόκρυφα γράψον ἐπὶ πτύχας χαλκᾶς καὶ ἀπόθου ἐν τῇ γῆι
τῇ : Κυνῆ Ἄϊδος . ἐπὶ τῶν ἀφανῆ τινα καὶ ἀπόκρυφα ποιούντων . Πλάτων ὁ φιλόσοφος ἐν ταῖς πολιτείαις εἰσφέρει
5695761 προσανελαβε
δυνάμει διαδοὺς ἱερεῖα καὶ τἄλλα τὰ πρὸς τὴν εὐωχίαν ἀνήκοντα προσανέλαβε τὸ στρατόπεδον . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησι
διαβάσεως καὶ τῶν Μακεδόνων μόγις διασωθέντων τὴν μὲν ἡμέραν ταύτην προσανέλαβε τὴν δύναμιν , τῇ δ ' ὑστεραίᾳ συντεταγμένην ἔχων
5684311 ἀναγκαζοντα
ἅμα τῇ κατατάσει ἐκ τοῦ ἔξω μέρους ἐς τὸ ἔσω ἀναγκάζοντα , κατ ' αὐτόν τε τὸν γλουτὸν τιθέμενον τὸν
τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ ἧτταν συναιχμαλωτισθεὶς καὶ εἰπὼν πρὸς τὸν Φίλιππον ἀναγκάζοντα εὐωχεῖσθαι : . . . . . . τίς
5675288 ἐαρινα
τίνα στερεὰ καὶ τίνα δίσωμα καὶ ποῖα ἰσημερινὰ καὶ ποῖα ἐαρινά , τίνα τε θερινά , καὶ ποῖα μετοπωρινά ,
δύο θεριστικὰ καρποῦνται , τὰ μὲν θερινὰ τὰ δ ' ἐαρινά : ἔστι δὲ ἡ καλάμη πεντάπηχυς τὸ ὕψος ,
5651446 παραδοξοτατα
πράξεις καὶ τὰ διανοήματα καὶ τῶν ἔργων τὰ σπανιώτατα καὶ παραδοξότατα , οἷον τὸ τὸν Ξέρξην ἐπινοῆσαι τὸν Ἑλλήσποντον ζεῦξαι
καὶ θεραπόντων ὑπὲρ φύσιν ἐς δεσπότας . καὶ τῶνδε ὅσα παραδοξότατα , ἀναγράψω . Παῦλος , ὁ ἀδελφὸς Λεπίδου ,
5643118 σμηγματα
, ἡμέρᾳ εʹ , ἄνευ τοῦ χρίσματος καὶ αὐτά : σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου . Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους
δὲ τέταρτον ὀδόντας λευκαίνει , παραλαμβάνεται δὲ καὶ πρὸς ἄλλα σμήγματα καὶ ψίλωθρα μισγόμενον . καῦσαι δὲ βουλόμενός τι τούτων
5635458 περιεπειν
! ! ἐκεῖνο ] τὸ καθ ' αὑτὸν μέρος μόνον περιέπειν | , ἀλλὰ πᾶσαν τὴν γῆν οἰκεῖν ὡς πάντων
ἐδέδοτο . . Ὃς ἀμφέπει ] ἀντὶ τοῦ διέπει . περιέπειν γάρ ἐστι τὸ φίλον τινὰ κυβερνᾶν καὶ θάλπειν ,
5631419 κιμωλιᾳ
λαπάθου ῥίζης ἡψημένης ἐν οἴνῳ , ἢ θείῳ ἀπύρῳ καὶ κιμωλίᾳ μετ ' ὄξους , ἢ σύκων ἐν ἅλμῃ ἡψημένων
οὐδὲ οὐλὴ φαίνεται καὶ τριχοφυεῖ ὁ τόπος . . σὺν κιμωλίᾳ δὲ καὶ ἀλόῃ ἴσοις λειώσας τὸν χυλὸν καὶ ἐπιχρίσας
5629034 σαπροις
ἐλλογιμώτατοι τῶν συγγραφέων εἶδος αὐτὰ σκωλήκων ἱστοροῦσι τῶν ἐπὶ τοῖς σαπροῖς ὕδασιν εὑρισκομένων . ἀπαρτί : ἀντὶ τοῦ ἀπηρτισμένως καὶ
φησι κναφεῖ τελεῖν μισθόν , ἐνῆφθαι δὲ τὰ ὑποδήματα σπαρτίοις σαπροῖς . Ἱππόνικον δὲ τὸν Καλλίου κοάλεμον προσαγορεύει , τὰς
5624115 μελῳδον
τὸν φιλόπονον μύρμηκα τῶν θησαυρῶν μετασχεῖν , ὁ δὲ τὸν μελῳδὸν τῶν ἑαυτοῦ θυρῶν ἀπεπέμπετο πολὺν αὐτῷ τῆς ἀργίας καταχέων
Μνασέα , οἱ δὲ Ἀρχιέπην , ἕτεροι δὲ Στησίχορον τὸν μελῳδὸν ἐξεδέξαντο . . ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ .
5613934 ἀπαγορευοντα
ἀκούοντι εἰσφέρειν : οὕτω καὶ Αἰσχύλος ἐνταῦθα εἰσάγει τὸν Ἐτεοκλέα ἀπαγορεύοντα μὴ ἐπάγειν τὸν ὄχλον εἰς δειλίαν καὶ διὰ τὸν
ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον μάλα καλῶς ἔχοντα , τὸν διαῤῥήδην ἀπαγορεύοντα , τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν : ἐὰν δὲ μὴ
5609104 ἀνειμενα
ὡμοιώθη . ἔχε κλᾷδα : εἶχε κλεῖδα ὡς ἱέρεια . ἀνειμένα : ἀνακείμενα . πολύθεστε : πολυπόθητε . προχάνα :
εἰσιν . ὀφθαλμοὶ μειδιῶντες ἅμα ὑγρό - τητι , βλέφαρα ἀνειμένα , μέτωπον μαλακόν , τὰ ἀμφὶ τὰ βλέφαρα λαγαρὰ
5603672 κρεμωσι
παῖδες τὰ προκατειλεγμένα ἀκρόδρυα , καὶ ταῦτα πρὸ τῶν θυρῶν κρεμῶσι . κατά τι δὲ χρηστήριον πρὸς ἀποτροπὴν λιμοῦ ταῦτα
πίσσα μιγνυμένη καὶ ἐπιχριομένη . τινὲς ἰχθὺν τὸν καλούμενον κορακῖνον κρεμῶσι τοῦ δένδρου , καὶ διαφθείρουσι τοὺς μύρμηκας . Κώνωπας
5591656 γεγραφοτα
μὴ ἐνεγέγραπτο , πάντως ἂν εὗρον ἐκ τῶν ἐπεσταλμένων τὸν γεγραφότα . σύ τε γὰρ ὑβριστὴς ἥ τε ἐπιστολὴ πολὺ
χρυσόχροόν που φέρειν τὴν ἐρέαν , Ῥηγῖνος τὸν Ἰσίγονον εἰσφέρει γεγραφότα . Περὶ κρην . κ . λιμν . .
5575530 μισγοντα
, τῆς κυκλαμίνου χρὴ τρίψαντα καὶ ἁλὸς καὶ σύκου ὠμοῦ μίσγοντα καὶ ἀναποιοῦντα μέλιτι προστιθέναι , καὶ πυριήσαντα κλύσαι τοῖσι
οἴνῳ διιέναι γλυκεῖ , ὅσον δύο κοτύλας , καὶ κλύζειν μίσγοντα . Ἢν καθάρσιος δέηται , πράσα δεῖ ἑψεῖν ,
5541560 φθειροντα
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
5533638 ἀστεια
τομάς . ὁ μὲν οὖν ἀστεῖος ἐλάλει τῇ διανοίᾳ τὰ ἀστεῖα ὄντως , ὁ δὲ φαῦλος ἑρμηνεύει ἔστιν ὅτε παγκάλως
, ὅπως ἄν τις ἐθέλῃ , τοῦτο διέξιμεν πάλιν . ἀστεῖα μὲν οὖν λέγειν ἐκ τούτου τοῦ τόπου ἔστιν ,
5531728 αὐτοφυη
τῶν πρὸς διατροφὴν χρησίμων : καὶ τούτων τὰ πολλὰ ὑπάρχει αὐτοφυῆ . οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ ἄλλους ἐδωδίμους καρποὺς φέρει
ἅπαξ : τοσαύτην δ ' ὀπώραν ἐκδίδωσιν ἡ παρόρειος τὴν αὐτοφυῆ καὶ ἀγρίαν σταφυλῆς τε καὶ ὄχνης καὶ μήλου καὶ
5519560 συντριψαντες
δόρασι , καὶ διὰ τὴν πυκνότητα τῶν πληγῶν τὰ πλεῖστα συντρίψαντες , εἰς τὸν ἀπὸ τῆς μαχαίρας ἀγῶνα κατήντησαν .
μεγάλων κατέδυσαν πεντήκοντα , τῶν δὲ μακρῶν ἐβύθισαν ἑπτακαίδεκα , συντρίψαντες δὲ τρισκαίδεκα ἀχρήστους ἐποίησαν . μετὰ δὲ ταῦτα οἱ
5488977 στιβαδες
πτέρις εἶδος βοτάνης ὁμοίας πτερῷ στρουθοκαμήλου , ἀφ ' ἧς στιβάδες ἐπὶ κλίνης τῶν ἀγροίκων γίνονται διὰ τὴν μαλακότητα καὶ
μαλακωτέρας ἀνθρώποις εὐγενέσι καὶ ἀστείοις καὶ φιλοσοφίας ἀσκηταῖς εὐτρεπίσθαι ; στιβάδες γάρ εἰσιν εἰκαιοτέρας ὕλης , ἐφ ' ὧν εὐτελῆ
5484384 ἐξεπονησεν
ἐπεὶ τοῖς πυρριχισταῖς ἔν τινι τραγῳδίᾳ ἐπιτήδεια μέλη καὶ πολεμικὰ ἐξεπόνησεν , οὕτως ἄρα κατεκτήσατο τὸ θέατρον καὶ ἐκράτησε τῶν
καθά φησιν Ἱππόβοτος : παρ ' ᾧ καὶ τὰ διαλεκτικὰ ἐξεπόνησεν . ἤδη δὲ προκόπτων εἰσῄει καὶ πρὸς Πολέμωνα ὑπ
5476254 Μνευιν
, τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν βοῦν τὸν Μνεῦιν ἐν σηκῷ τινι τρεφόμενον , ὃς παρ ' αὐτοῖς
τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει [ ποικίλον ] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν
5465884 ἁλουργεσι
περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις : ἦσαν δὲ καὶ οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι . καὶ δώδεκα τρίκλινα διαστρώσασα
. χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ σιδήρου καὶ ἄλλων
5462549 πολυσυλλαβα
καὶ μῦς καὶ σῦς περισπῶνται . ] Τὰ εἰς ΑΙΣ πολυσύλλαβα αἰολικῶς ὀξύνεται : Ἀτρείδαις ἀντὶ τοῦ Ἀτρείδης Ὀρέσταις ,
εἰς ΗΣ Περσικὰ πάντα : Ἰνταφέρνης . Τὰ εἰς ΣΤΗΣ πολυσύλλαβα ὀξύνεται : τευχηστής ὀρχηστής ἀλφηστής Ἔτι τὰ εἰς ΑΡΗΣ
5460736 βραχεσι
τυγχάνουσιν οἱ καθ ' ἡμᾶς τρισκατάρατοι τοκισταί : ἐπὶ γὰρ βραχέσι νομίσμασι καὶ ἐπ ' ὀλίγῳ χρόνῳ πολυαρίθμους ἀπαιτοῦσι τοὺς
γὰρ αἱ φωναὶ διέστησαν εἰς μείζονα χρόνον ἐν τοῖς συνοῦσιν βραχέσι φωνήεσιν κατὰ τὰς ὁριστικὰς ἐγκλίσεις , τῶν ὑπολοίπων συλλαβῶν
5455181 κυλικεια
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα
5421610 δηλουντα
γραμμάτιον πέμψαι παρὰ τὸν Ἀπολλόδωρον ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Ἐκβάτανα , δηλοῦντα μηδέν τι δεδιέναι Ἡφαιστίωνα : ἔσεσθαι γὰρ αὐτοῖς ὀλίγου
τοῖα εἰς τὸ τοιαῦτα ἐπεκτεινόμενον . Τὰ ἐν ἁπλοῖς πλείονα δηλοῦντα οὐκ ἔχει ἐγκειμένας τὰς φωνὰς τῶν δηλουμένων . τὸ
5402250 ληφθεντα
ἀντέστρεφεν , εἰ καὶ ἐν τῷ τί ἐστιν ἦν τὰ ληφθέντα : τὸ γὰρ οὐσία ἔμψυχος αἰσθητικὴ ἐκ τῶν ἐν
τε ταχέωϲ ὑπέρχεται , κἀκείνοιϲ ποδηγεῖ : τὰ δὲ ὕϲτατα ληφθέντα ϲυνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Μηλέα ἀρμενιακή . Ταύτηϲ
5396362 δωριστι
τῷ προσιόντι καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ
τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα , ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ ' οὐκ ἰαστί , οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ
5395872 ἐργαλεια
Λαγγαρίας ἤτοι ἐν τῇ Λαγγαρίᾳ πόλει , τὰ δ ' ἐργαλεῖα καθιερώσει τῷ ναῷ τῆς Μυνδίας ἤτοι τῆς Ἀθηνᾶςποῖα ἐργαλεῖα
Γ [ τὰ ] ἐν τῷ μαγειρείῳ ⌈ τυγχάνει Γ ἐργαλεῖα Γ , τοῦ γελοίου χάριν ἄξαι φησὶ ταῦτα εἰς
5389395 ἐπαϊοντα
κατάλυσις ὅλην πολλάκις ἀνέτρεψε πολιτείαν , αὐτὸν ὑμῖν δείξω μηδὲν ἐπαΐοντα τῆς διανοίας τῶν γεγραμμένων , τοὺς δὲ παῖδας ἐκεῖνον
ἢ φαγόντα , καταθέμενον οἴκαδε ἔξεστιν συμβουλεύσασθαι , παρακαλέσαντα τὸν ἐπαΐοντα , ὅτι τε ἐδεστέον ἢ ποτέον καὶ ὅτι μή
5388170 πολυειδη
τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν ἐπὶ κόπον .
κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι κύεις καρπὸν πολυειδῆ , ἀιδία , πολύσεπτε , βαθύστερν ' , ὀλβιόμοιρε
5386654 θαναϲιμα
τῆϲ ἐπιϲημαϲίαϲ διδομένη , ποιεῖ καχεκτικοῖϲ ἀτροφοῦϲι , πρὸϲ τὰ θανάϲιμα τῶν φαρμάκων καὶ τὰϲ τῶν ἰοβόλων πληγάϲ . ἔχει
. Ἐπιτακτίϲ , οἱ δὲ ἐλλεβορίνην , πίνεται πρὸϲ τὰ θανάϲιμα καὶ τὰ καθ ' ἧπαρ νοϲήματα . Ἐρέβινθοϲ .
5386297 ἀκρατοις
ἐπειρῶντο καὶ τὰς τῆς ψυχῆς κινήσεις ἃς ἐνίοτε ποιεῖται ἐπιθυμίαις ἀκράτοις ἐνεχομένη καταστέλλειν ἁμωσγέπως , ἐς τὴν δι ' ἀκοῆς
ἀκόλουθον : ὁ γὰρ θεὸς ταῖς δυνάμεσι πρὸς μὲν ἑαυτὸν ἀκράτοις χρῆται , κεκραμέναις δὲ πρὸς γένεσιν : τὰς γὰρ
5385833 καταπιμελα
ὀρνιθείου , λάχανα δὲ μαλάχην , ἐγκέφαλον , καὶ τὰ καταπίμελα τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἰχθύων , καὶ τὰ τὴν
οἴνου ὑγρᾶς καταχριστέον , ἢ αὐτῇ τρυγί . τὰ δὲ καταπίμελα σώματα μέλιτι καταχριστέον ὅλα , συμπεπλεγμένων ἁλῶν αὐτῷ :
5383958 γηθυλλιδας
γήθυα τοῖς λεγομένοις ἀμπελοπράσοις , τὰ δ ' αὐτὰ καὶ γηθυλλίδας λέγεσθαι . μνημονεύει τῶν γηθυλλίδων καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Φιλοκτήτῃ
: παρὰ Γναθαινίῳ γὰρ ἄρτι κατέφαγον , ἕψουσαν αὐτὴν καταλαβὼν γηθυλλίδας . οἳ δὲ τὸ γήθυον καλούμενον τοῦτό φασιν εἶναι
5383035 ταλαιπωρως
ζήσεις , ἀνεκτῶς δὲ ἀποθανῇ : ἐκεῖνα δὲ ζηλῶν ζήσεις ταλαιπώρως . ταῦτά μου διεξιόντος αὐτῷ τόν τε φοίνικα εἰς
πρὸ ἀκμῆς . καὶ ἐπὶ τῶν ἀνορέκτων δὲ φύσει καὶ ταλαιπώρως προσφερομένων , καὶ μάλιστα εἰ καὶ ξηρότης εἴη περὶ
5373309 ἀργειφοντης
παρὰ τὴν ἔραν . λέγεται καὶ δι ' ἄλλων κρατὺς ἀργειφόντης διὰ τὴν ἰσχὺν τὴν ἐν τῷ ἀπαγγέλλειν . σῶκον
. . . λέγεται καὶ δι ' ἄλλων ” κρατὺς ἀργειφόντης ” διὰ τὴν ἰσχὺν τὴν ἐν τῷ ἀπαγγέλλειν .
5362232 χυδην
ἐπιχαιρέκακος εἶ καὶ φθονεῖς τοῖς πλησίον . στεφάνων τε τούτων χύδην πεπλεγμένων τούτῳ πρόπιθ ' , ἵνα καὐτὸς ἄλλῳ .
τὸν ποταμὸν ἀριστοποιουμένους καὶ τὰ τυχόντα προσφερομένους ἐπὶ τῆς ἄμμου χύδην ἐῤῥιμμένους , εἶπεν : ὦ τάλας ἐγώ , τὸ
5361599 κολοφωνα
πρὸς τὰ πράγματα : οὐδέτερον γὰρ τὸ πρᾶγμα . τὸν κολοφῶνα κτλ . παροιμία . δώδεκα πόλεις τῆς Ἰωνίας συνῄεσαν
Δίωνα , φάσκων οὐ πωλήσειν ἄνευ τοῦ πείθειν , τὸν κολοφῶνα , ὦ θαυμάσιε , ταῖς ὑποσχέσεσιν ἁπάσαις νεανικώτατον ἐπέθηκας
5358193 παχυνειν
οὐ δύναται κατὰ μικρὸν ἐξάγειν τὸ ὑγρὸν οὐδὲ συνιστάναι καὶ παχύνειν , ἀλλὰ διὰ τὴν ξηρότητα πυκνοὺς τοὺς ἔξω πόρους
ἀποφράττειν τε καὶ καθαίρειν , ἢ τῷ συνιστᾶν τε καὶ παχύνειν τοὺς ἐν ἡμῖν χυμούς : οὕτω γὰρ ἀποδοθέντος τοῦ
5351577 εὐτελη
ἅμα τῷ βίῳ καὶ τὴν ἀρχὴν καταλῦσαι , μικρὰν καὶ εὐτελῆ πρόφασιν τοῖς στρατιώταις ἐς ἃ ἐβούλοντο τῆς τύχης παρασχούσης
μέτιθι τοίνυν ἐπ ' αὐτὰ τὰ ὑποκείμενα ὡς ὀλιγοχρόνια καὶ εὐτελῆ καὶ δυνάμενα ἐν κτήσει κιναίδου ἢ πόρνης ἢ λῃστοῦ
5351242 ἀνατρεφειν
δὲ καὶ οὐρηθῆναι ἀγαθὸν καὶ εἰϲ διαχώρηϲιν . Ὅϲουϲ δὲ ἀνατρέφειν βουλόμεθα καταλελεπτυϲμένουϲ , οἶνον μὲν δώϲομεν τὸν παχύν ,
εὐώδεα προστιθέναι , καὶ πίνειν τὰ εὐώδεα , καὶ σιτίοισιν ἀνατρέφειν . Καὶ πρῶτον τοῦ προσώπου ἡ ῥὶς ἔνσημος γίνεται
5340293 εὐτελεστατα
ὁλοκλήρου . * οὐδ ' ὅσον ἐν μαλάχῃ : τὰ εὐτελέστατα τῶν βροτῶν παρέλαβεν ἀφ ' ὧν τρέφεσθαι δυνατόν ,
τῇ Ἀττικῇ , σπανίζειν δὲ τὴν Μακεδονίαν , ὅθεν ἔξεστιν εὐτελέστατα τοῖς βουλομένοις ὠνεῖσθαι . εἶθ ' ὅτι ἐφ '
5336828 δασυποδα
τῆς Μανίας ἄριστα παιζούσης σφόδρα ἀνισταμένης τε πολλάκις , εἰς δασύποδα αὐτὴν ἐπικροῦσαι βουλόμενος πρὸς τῶν θεῶν , μειράκια ,
κυκᾷς , πρὶν τοὺς ἰχθύας ἕλῃς ; Πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Προβάτων οὐδὲν ὄφελος ,
5335506 φορησεως
ῥυπαρότητι βίου κωμῳδεῖ , τὸν δὲ Τηλαύγην αὐτὸν ἱματίου μὲν φορήσεως καθ ' ἡμέραν ἡμιωβέλιον κναφεῖ τε - λοῦντα μισθόν
στεφανηφόροις , ὑπὸ δὲ Ῥωμαίων φλάμοσιν , οὓς ἐπὶ τῆς φορήσεως τῶν πίλων τε καὶ στεμμάτων , ἃ καὶ νῦν
5334033 σχαλιδας
, ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα δεσμά , αἰχμὴν τριγλώχινα ,
φημὶ δὴ ἄρκυς , λίνους , πάναγρον , δίκτυα , σχαλίδας , βρόχους , προσέτι καὶ τὰ ἐκ σιδήρου ταυτὶ
5332820 αἰνιγμασι
συμβολικὴ ἦν ἡ σύμπασα Πυθαγόρειος ἀγωγή , [ ἐν ] αἰνίγμασί τισι καὶ γρίφοις ἔκ γε τῶν ἀποφθεγμάτων ἐοικυῖα διὰ
συμβολικὴ ἦν ἡ σύμπασα Πυθαγόρειος ἀγωγή , [ ἐν ] αἰνίγμασί τισι καὶ γρίφοις ἔκ γε τῶν ἀποφθεγμάτων ἐοικυῖα διὰ
5329791 ξυσσιτον
ἀμοιβαίας εἰσθέσεως ἑβδομήκοντα κώλοις , ὧν τελευταῖον καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν
' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι , καὶ μινθῶσαι τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ
5326912 τορευτα
καὶ ὅσα σύνθετα , χειρόπλαστα οἷον τροχίσκοι , θυμιάματα ἢ τορευτά τινα ἀπώλοντο , Σελήνης ἐν Σκορπίῳ χρυσός , ἄργυρος
καὶ ὅσα σύνθετα , χειρόπλαστα οἷον τροχίσκοι , θυμιάματα ἢ τορευτά τινα ἀπώλοντο , Σελήνης ἐν Σκορπίῳ χρυσός , ἄργυρος
5326161 κανθηλια
αὐτοῖσι ] ⌈ λείπει ἡ σύν . τὰ ἐπιτιθέμενα αὐτῷ κανθήλια . κανθηλίοις : ὄνοις μεγάλοις . Ξενοφῶν : ὅτι
τὰ παρὰ τοὺς ὦπας τῶν ἵππων προβλήματα , ἅ τινες κανθήλια καλοῦσιν . καὶ ὀπή , δι ' ἧς ἔστιν
5323946 ἐνσημηνασθαι
εὖ φρονεῖ : εἰ βούλει πρός τινα μὴ ὀρθῶς εἰπόντα ἐνσημήνασθαι , ἀνεπαχθὴς ἔσῃ . οὐδὲ πάτταλον ἂν δοίης :
εἴποι δ ' ἄν τις καὶ ἀπογράψασθαι καὶ ἀντιγράψασθαι καὶ ἐνσημήνασθαι . ὀνόματα δὲ τῶν ἐκ δικαστηρίου καὶ τὸ μεσεγγυῆσαι
5316282 ἐπιβεβλησθαι
μὲν ὁ ἐπίνικος Ἱέρωνι , λέγεται δὲ ὁ Πίνδαρος οὕτως ἐπιβεβλῆσθαι κατὰ Ἀρτέμονα τὸν ἱστορικὸν , ὅτι δὴ αὐτῷ ὁ
ὡς χοίρων τούτων τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔργα . τῷ ἐπιβεβλῆσθαι ἐμφρονέστερον . εἰ δὲ τὸ κάτω χεῖλος προέχει ,
5298206 εἰκαζουσι
οἰκοῦντες ὡς κροκοδείλων πολεμίους λυπεῖν προῃρημένοι πολλάκις ἀνασταυροῦσιν ἱέρακας . εἰκάζουσι δὲ τὸν μὲν κροκόδειλον ἐκεῖνοι ὕδατι , ἔνθεν τοι
τὸ σὸν ὁμοίως ἁμάρτημα σώζεται . εἰ γὰρ καὶ γυναιξὶν εἰκάζουσι τὰς θεάς , οὐ τῇ Φρύνῃ παρομοίαις τὸν βίον
5297667 Κτησιαν
ὀρῶν ἐρυθραινομένων ἐκ τῆς ἀποκαύσεως : ἀμφοτέρως γὰρ εἰκάζειν : Κτησίαν δὲ τὸν Κνίδιον πηγὴν ἱστορεῖν ἐκδιδοῦσαν εἰς τὴν θάλατταν
, διότι γίγνεται τὸ ποτὸν εὔκρατον . Περὶ δὲ λιμνῶν Κτησίαν μὲν ἱστορεῖν λέγει , τῶν ἐν Ἰνδοῖς λιμνῶν τὴν
5291331 ἡσθεντα
τῇ δευτέρᾳ ὁ αὐτὸς Πολύβιος ἱστορεῖ Ἄγρωνα τὸν Ἰλλυριῶν βασιλέα ἡσθέντα ἐπὶ τῷ νενικηκέναι τοὺς μέγα φρονοῦντας Αἰτωλοὺς πολυπότην ὄντα
Σωκράτει ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν . ὁ δὲ καταμαθὼν αὐτὸν ἡσθέντα τῷ ἐπαίνῳ τούτῳ , Τί δὲ δὴ βουλόμενος ἀγαθὸς
5285303 κλεψαντα
ἡμιόλιον . ἐπὶ τῷ τέλει πάντων κορωνίς . 〛 τὸν κλέψαντα τὸν κύνα τὸν Κέρβερον . ἥκει τῳ κακόν :
δὲ πρὸς αὐτάς : ” κάκιστα ζῷα , τὸν μὲν κλέψαντα ὑμῶν τὰ κηρία ἀθῷον ἀφήκατε , ἐμὲ δὲ τὸν
5283120 ἀποματτεσθαι
κακά : κατὰ τῶν ὑπερβαλλόντων κακίᾳ . ἀποψᾶσθαι : τὸ ἀπομάττεσθαι τὴν ἕδραν μετὰ τὸ ἀποπατῆσαι . ἀπόρρησις : ἡ
, εὐεπείας , τὸ ζηλοῦν δύνασθαι καὶ ἀκριβῶς ἀπομιμεῖσθαι καὶ ἀπομάττεσθαι τοὺς τύπους τῶν λόγων , οὓς ἄν τις ἐπιδείξειε
5282810 στεφανουμενον
ὕβρεως δὲ καὶ στάσεως φιλονεικίᾳ , καὶ τὸν μᾶλλον πλήκτην στεφανούμενον . καὶ ταῦτα μέν ἐστι τῶν κακῶν τὰ ἐλάττονα
δὲ ἐκεῖνο τί ἐρεῖτε ; τὸν γὰρ χθὲς ἄρχοντα καὶ στεφανούμενον μὲν ὑπὸ τῶν πόλεων ἐν τοῖς δεῦρο ἱεροῖς ,
5276801 στημονα
που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή , καὶ καίρωσιν τὴν σύνδεσιν .
διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ ' ἐπινοῶ . Ὁ Ζεὺς δίδωμι Παλλάς ,
5275453 ὀστρακοδερμων
μαλάκια δύσπεπτα καὶ φυσώδη καὶ κακόχυμα ἡγητέον . Τῶν δὲ ὀστρακοδέρμων καρὶς ἀβλαβεστάτη , καρκίνος δὲ ταρακτικός , ἀστακοῦ δὲ
ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σὰρξ καὶ ἡ τῶν ὀστρακοδέρμων καὶ τῶν μαλακοσάρκων , μῆλα τὰ μήπω πέπειρα .
5273902 σπαρτιοις
- λοῦντα μισθόν , κωδίῳ δὲ ἐζωσμένον καὶ τὰ ὑποδήματα σπαρτίοις ἐνημμένον σαπροῖς , καὶ τελέσαντα τὸν ῥήτορα οὐ μετρίως
ἡμιωβόλιόν φησι κναφεῖ τελεῖν μισθόν , ἐνῆφθαι δὲ τὰ ὑποδήματα σπαρτίοις σαπροῖς . Ἱππόνικον δὲ τὸν Καλλίου κοάλεμον προσαγορεύει ,
5272421 γυναικωδη
: αἱ λαπίναι . Τοῦτο δ ' εἶπε σκώπτων τὸν γυναικώδη . Φυκίδας εἶπεν ἐνταῦθα ὁ ποιητὴς , θέλων λοιδορῆσαί
τὸν Σαρδανάπαλλον , καὶ τήν τε τρυφὴν αὐτοῦ καὶ τὸν γυναικώδη τῶν ἐπιτηδευμάτων ζῆλον ἀκριβῶς κατανοήσας , κατεφρόνησε μὲν τοῦ
5267781 παρεθηναι
ἐπιτίθεται . Ποιεῖ πρὸς νεῦρα κεχαλασμένα ἢ πεπαχυσμένα καὶ κινδυνεύοντα παρεθῆναι , καὶ πρὸς τὰ ῥευματιζόμενα καὶ οἰδισκόμενα καὶ φλεγμαίνοντα
ἆρ ' ἄν , ἔφη , οἴει ὑπὸ τοῦ φρουράρχου παρεθῆναι τὸν εὐνοῦχον ἐλθόντα σὺν δυνάμει ; Σαφῶς γ '
5266184 ὀλυρων
δὲ τῶν κριθαμίνων ἀλεύρων χίλια ἀρτάβαι . χόνδρου δὲ ἐξ ὀλυρῶν πεποιημένου διακόσιαι ἀρτάβαι . παιπάλης ἐξ ἀλφίτων πεποιημένης ὡς
ἀρτάβας . σεμιδάλεως πεντακοσίας ἀρτάβας : χόνδρου τοῦ ἐκ τῶν ὀλυρῶν πεντακοσίας μάριας : κριθὰς τοῖς κτήνεσι δισμυρίας ἀρτάβας :
5263952 Ἀτακτοις
ἐν Ἀτάκτοις . . ἀμόραι . τὰ μελιτώματα Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις ἀμόρας φησὶν καλεῖσθαι . μελιτώματα δ ' ἐστὶν πεπεμμένα
. στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλήτας ἐν Ἀτάκτοις Γλώσσαις ἀπέδωκε ὄμπνιον στάχυν τὸν εὔχυλον καὶ τρόφιμον .
5259848 ἐπαικλα
' ὀρθραγορίσκοι , ἐπεὶ πρὸς τὸν ὄρθρον πιπράσκονται . ὅτι ἐπάικλα ἐλέγετο τὰ ἐπὶ τοῖς φειδιτίοις ἐπιχορηγήματα ἢ γοῦν μετὰ
φάτταν . εἶτ ' ὀξέως ἤδη δεδειπνηκόσιν ὕστερα περιφέρεται τὰ ἐπάικλα καλούμενα . ἱστορεῖ Δικαίαρχος : συμφέρει δ ' ἕκαστος
5257489 ἀγανακτουντα
οὖν Διομήδη πεισθέντα μετασχεῖν τῆς στρατείας , τὸν δὲ Ἀλκμέωνα ἀγανακτοῦντα μὴ φροντίσαι : διὰ δὲ τοῦτο μηδὲ κοινωνῆσαι τῆς
ὥς φασιν αἱ γυναῖκες . Ἐπικράτης δ ' ἐν Δυσπράτῳ ἀγανακτοῦντα ποιεῖ τινα τῶν οἰκετῶν καὶ λέγοντα : τί γὰρ
5247227 τεσσαρακοστηι
καὶ Ἀρβαξανοί . . . : Θεόπομπος δὲ ἐν τῆι τεσσαρακοστῆι τρίτηι τῶν Ἱστοριῶν καὶ νόμον εἶναί φησιν παρὰ τοῖς
αὐτὸν πᾶσι κιρνᾶσι . . : Θεόπομπος δ ' ἐν τεσσαρακοστῆι ἕκτηι τῶν Ἱστοριῶν Γέται φησί κιθάρας ἔχοντες καὶ κιθαρίζοντες
5245454 σεσημασμενα
ἐξαγόμενον , ὁμοίου τοῦ ἰδίου ὄντος αὐτῷ ; ἀνδράποδα δὲ σεσημασμένα τῷ δημοσίῳ σημάντρῳ καὶ προκειμένης ζημίας τῷ τε πωλοῦντι
, τοὺς ἀστυνόμους παραλαβὼν οὕτω φωράτω , λύων καὶ τὰ σεσημασμένα , πάλιν δὲ μετὰ τῶν οἰκείων καὶ τῶν ἀστυνόμων
5243988 ϲηπιαι
, ἀλλὰ μαλακόν . ἐϲτὶ δὲ τοιαῦτα πολύποδέϲ τε καὶ ϲηπίαι καὶ τευθίδεϲ , ὅϲα τε τούτοιϲ ἔοικε . ϲκληρόϲαρκα
ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν
5243152 Μεσσηνιον
τὸν Εὐκλήτου Μεσσήνιον ἀνελόμενον πεντάθλου νίκην καὶ Δαμάρετον καὶ τοῦτον Μεσσήνιον κρατήσαντα πυγμῇ παῖδας , τὸν μὲν αὐτῶν Βοιώτιος Θήρων
Ῥέμον . [ . . . . ] Ὅτι Πολυχάρη Μεσσήνιον πλούτῳ καὶ γένει διαφέροντα συνθέσθαι ἀγελῶν κοινωνίαν πρὸς Εὔαιφνον
5242848 λαμπηνας
τέκμαρ εἴληφα τῶν δώδεκα ζῳδίων οἴκους τε καὶ ὑψώματα , λαμπηνὰς , βασιλείας , ἡμερινὰ , νυκτερινὰ , ἄρρενά τε
ἀνατολὰς , ἐπιτολὰς , δυνάμεις , βασιλείας , ὑψώματα καὶ λαμπηνὰς , ταπεινώσεις καὶ οἴκους καὶ τὸ μεγαλοδύναμον , ὅρια
5239844 ἐξαιρετα
οὐ λογιζόμενος τοὺς προγόνους τοὺς ἄνωθεν , τὰ τῆς πόλεως ἐξαίρετα : ἀλλ ' ἐπὶ τούτοις οὐ πείθων τὸν νέον
: καὶ τοῖς μὲν μυριάρχοις καὶ τοῖς περὶ αὑτὸν ὑπηρέταις ἐξαίρετα ἐδίδου πρὸς τὴν ἀξίαν ἑκάστῳ , τὰ δ '
5239743 Ἀρκαδικα
λέγεται δὲ ταῦτα ἄλλοις τε καὶ Ἀριαίθῳ τῷ γράψαντι τὰ Ἀρκαδικά . εἰσὶ δὲ καὶ οἳ δεῦρο μὲν ἀφικέσθαι τὸν
πεντεκαίδεκα . δοκεῖ δὲ παλαιότατα ἔθνη τῶν Ἑλλήνων εἶναι τὰ Ἀρκαδικά , Ἀζᾶνές τε καὶ Παρράσιοι καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι .
5236249 Ἀπολλωνιοϲ
ἕξειϲ δὲ καὶ τούτου τὴν πεῖραν διδάϲκαλον . ὁ δὲ Ἀπολλώνιόϲ φηϲι : φαρμάκοιϲ χρηϲτέον ἐπὶ τῶν τετραχυϲμένων βλεφάρων ,
ἕξειϲ δὲ καὶ τούτου τὴν πεῖραν διδάϲκαλον . ὁ δὲ Ἀπολλώνιόϲ φηϲι : φαρμάκοιϲ χρηϲτέον ἐπὶ τῶν τετραχυϲμένων βλεφάρων ,
5235310 ἐπιδεικνυμενον
θεασάμεναι πόλεις αὐτὸν μέγα πνέοντα καὶ τὸν ὄγκον τῆς εὐτυχίας ἐπιδεικνύμενον πάλιν θεάσωνται μεστὸν ἀτιμίας . ὁ δὲ δακτυλοδεικτούμενος καὶ
, ἀλλὰ μὴν καὶ τοὐνύπνιον ἔτι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἕστηκεν ἐπιδεικνύμενον τὸ χρυσίον , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῷ καταράτῳ Σίμωνι
5234162 Φιλαμμωνα
ποιῆσαι τῆς Ἀθηνᾶς . καταστήσασθαι δὲ τῶν Λερναίων τὴν τελετὴν Φιλάμμωνά φασι . τὰ μὲν οὖν λεγόμενα ἐπὶ τοῖς δρωμένοις
ὁ πατὴρ λέγεται Καρμάνωρ καθῆραι Ἀπόλλωνα . Χρυσοθέμιδος δὲ ὕστερον Φιλάμμωνά τε ᾠδῇ μνημονεύουσι νικῆσαι καὶ ἐπ ' ἐκείνῳ Θάμυριν
5229893 ἀθροισαι
χρησίμων καταδεῖξαι : τάς τε γὰρ ποίμνας τῶν προβάτων τούτους ἀθροῖσαι πρώτους καὶ τὰ γένη τῶν ἄλλων βοσκημάτων ἐξημερῶσαι καὶ
τοὺς μὲν συλλαβεῖν , ἐκείνους δ ' εἰς τὸ παρὸν ἀθροῖσαι συνέδριον , ὡς γνώμας ἀκούσειε καὶ ὅπως χρηστέον εἴη
5227330 ἐξεκρουσε
τὸν δ ' ἔφευγ ' ἅμα , τοῦ δ ' ἐξέκρουσε , τὸν δ ' ἀνέστησεν πάλιν , κλαγκταῖσι φωναῖς
δὲ αὐτῷ τὰ πρότερα , καὶ ἡ συνήθεια τὴν φύσιν ἐξέκρουσε . τοιοῦτόν τί φημι καὶ τοὺς ἐκείνου στρατιώτας ὑπ
5219166 ἀμειβου
, ὅτε ἐπῄνεις Μόδεστον , οἷς ἔλεγες περιέθηκε δόξαν . ἀμείβου δὴ τὸν ἄνδρα εὐφημίαις καὶ δίδασκε τὴν φιλτάτην Ἄγκυραν
μέν ἐσμεν , λέξομεν δὲ συντόμως . ἔπος δ ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιθείς . τὴν μητέρ '
5217628 διαχρυσοις
προειρήκαμεν δαπάνης , ἵππον τε κατεσκευασμένον σὺν ἱπποκόμῳ καὶ φαλάροις διαχρύσοις ἐδώκαμεν καὶ παρεκαλέσαμεν ἕκαστον ἐπὶ αὐτοῦ καθεσθέντα οἴκαδ '
, περιεργότερον ἐξωρχεῖτο , σχήμασί τε ἐσθῆτος πολυτελεστάτοις χρώμενος , διαχρύσοις τε πόρφυρας ὑφάσμασι περιδεραίοις τε καὶ ψελίοις κοσμούμενος ,
5216395 Ἀνακρεοντα
τὸ δὲ τόξον Ἀφροδίτης ἄφες ὡς θεοὺς ἐνίκα . τὸν Ἀνακρέοντα μιμοῦ , τὸν ἀοίδιμον μελιστήν . φιάλην πρόπινε παισίν
αὐτῷ πρὸς | τὸν τῆς μουσικῆς ἔρωτα , ὁ δὲ Ἀνακρέοντα τὸν μελοποιὸν μεταπεμψάμενος ] δίδωσι τῷ παιδὶ τοῦτον τῆς
5213901 ῥευματιζομενα
τε μελαγχολίας καὶ λαγνείας καὶ λαβρότατας ἄγοισαι ἀμέ . καὶ ῥευματιζόμενά τινα μέρεα ὀδαξασμὼς ποιέντι καὶ μορφὰς φλεγμαινόντων σωμάτων μᾶλλον
τε μελαγχολίας καὶ λαγνείας καὶ λαβρότατας ἄγοισαι ἀμέ . καὶ ῥευματιζόμενά τινα μέρεα ὀδαξασμὼς ποιέντι καὶ μορφὰς φλεγμαινόντων σωμάτων μᾶλλον
5208837 Ἀριστοξενῳ
καὶ Πυθιάδι , γνησίοις δὲ μαθηταῖς Θεοφράστῳ Φανίᾳ Εὐδήμῳ Κλυτῷ Ἀριστοξένῳ Δικαιάρχῳ : συντάγμασι δὲ χιλίοις τὸν ἀριθμόν , πολλὰ
καὶ αὐτὸς ἀπολύω τὸ φιλήκοον καὶ φιλοθέαμον . οὐ μὴν Ἀριστοξένῳ γε συμφέρομαι παντάπασι , ταύταις μόναις φάσκοντι ταῖς ἡδοναῖς
5203581 Ἠθεα
Ἔπιπλα . ἡ μὴ ἔγγαιος κτῆσις ἀλλ ' ἐπιπόλαιος . Ἤθεα . τόποι ἐν οἷς ἀναστρέφονται . Πρόχυσις . τὸ
Σύεσσι : χοίροις . τετύχθαι : κατεσκευάσθαι , κατασκευάσαι . Ἤθεα : διατριβάς . φυρομένοισιν : μολυνομένοις , κινουμένοις ,
5197143 γηινα
τῶν ὅπλων τὸ πολὺ καὶ τείχη πάντα θ ' ὅσα γήινα περιβλήματα καὶ λίθινα , καὶ μυρία ἕτερα ; προβολῆς
μορφαῖς ποιεῖσθαι , οἷον τὰ μὲν οὐράνια , τὰ δὲ γήινα . Καὶ περὶ μὲν τῆς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς οὐσίας
5196151 εἰρηκοτα
παρεμβολὴν ὀνομάσαι , παρεχόμενόν τινα τῶν νεωτέρων Θεόφιλον ἐν Παγκρατιαστῇ εἰρηκότα εἶτ ' ἐν χάρακι μὲν ταῦτα καὶ παρεμβολῇ :
ἀξιώματί φησι καὶ ἐγὼ πείθομαι , ἢ ἐπαίνῳ συστήσει τὸν εἰρηκότα ὡς Δημοσθένης ὡς δὲ ἐγὼ τῶν ἐν αὐτῇ τῇ
5194393 διθυραμβοι
, ὃν ἀνατίθησι τῷ Διονύσῳ . λέγονται δ ' οἱ διθύραμβοι χοροὶ κύκλιοι καὶ χορὸς κύκλιος . . . .
ἀρωγήν , ἀνῆκε τοῖς ἐκγόνοις . περιφράσεις πάλιν ἐνταῦθα καὶ διθύραμβοι . καὶ τί δεῖ τὰ πλείω λέγειν ; δι
5193844 ἐγκαταμιξας
οἱ κακοῦργοι . ὅθεν καὶ μυθικώτερος ἐνίοις ὑπελήφθη τοῖς συγγράμμασιν ἐγκαταμίξας τὰς τοιαύτας διηγήσεις , ὅπως διὰ † τοῦ ἀδήλου
διὰ πλειόνων μὲν καὶ ὑπὲρ πλειόνων , θαυμάσιον δὲ ἦθος ἐγκαταμίξας τοῖς γράμμασιν ἐπέστειλε πρὸς τὸν Ἡρώδην , ὧν ἐγὼ
5193548 καμπων
καὶ παρὰ λακεδαίμωσιν , ἐπὶ τῆς βακτηρίας τάσσεται καὶ σκυταλύδες κάμπων εἶδος : ὅ ἐστι ζῶον τί : καὶ σκεῦος
καὶ παρὰ λακεδαίμωσιν , ἐπὶ τῆς βακτηρίας τάσσεται καὶ σκυταλύδες κάμπων εἶδος : ὅ ἐστι ζῶον τί : καὶ σκεῦος
5192169 ϲκευαζομενα
τούτοιϲ ἁρμόϲει καὶ τὰ διὰ καϲτορίου τε καὶ τῶν ὁμοίων ϲκευαζόμενα βοηθήματα . πλατικωτέραν δὲ τὴν ἴαϲιν εὑρήϲειϲ τούτων ἐν
ἐκ τῆϲ χρόαϲ προϲαγορευόμενα καὶ μάλιϲτα τὰ διὰ χυλοῦ τήλεωϲ ϲκευαζόμενα . εἰ δὲ ῥυπαρὸν εἴη τὸ ἕλκοϲ , μετὰ
5191721 λειουσιν
ὀνυχοποιήσαντες μίγμα , καὶ λοιπὸν βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ
βάλλοντες , τὸν μὲν μόλυβδον λειοῦσιν καὶ τὸν κασσίτερον ὁμοίως λειοῦσιν , καὶ μίσγουσιν καὶ πλύνουσιν , καθὼς λειοῦται ἔμπροσθεν
5187851 τηρουμενα
μῆκος καὶ πλάτος ἀκριβῶς κατανοεῖν δυναμένης διὰ τῆς πρὸς τὰ τηρούμενα παραφορᾶς τοῦ τε κατὰ τὸν ζῳδιακὸν ἐν τῷ ἀστρολάβῳ
. καὶ τὰ μὲν κατὰ μέρος τῆς τελετῆς ἐν ἀπορρήτοις τηρούμενα μόνοις παραδίδοται τοῖς μυηθεῖσι : διαβεβόηται δ ' ἡ
5181120 σκιλλῃ
καθαρμοῦ τοῖς μὴ ἐν περιστάσει τινὶ οὖσιν . Ἀσφόδελος τῇ σκίλλῃ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἀποβαίνει , μόνους δὲ
διευρύνεται μᾶλλον . Ὅσα δ ' ἐν σχίνῳ φυτεύουσιν ἢ σκίλλῃ πάντα τῆς εὐβλαστίας ἕνεκα καὶ εὐτροφίας φυτεύουσιν : ἔχει
5174481 αἰλουρον
τῶν ζώιων ἑκὼν διαφθείρηι , θανάτωι περιπίπτει , πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνηι : ταῦτα δὲ ἐάν τε
τῶν ζῴων ἑκὼν διαφθείρῃ , θανάτῳ περιπίπτει , πλὴν ἐὰν αἴλουρον ἢ τὴν ἶβιν ἀποκτείνῃ : ταῦτα δὲ ἐάν τε
5170803 ἐπιτελουντα
φθόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ ἀπολέσθαι . ἔνιοι δὲ τελετὰς Ἑλληνικὰς ἐπιτελοῦντα διαχρησθῆναι . Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτόν : ἐς
βίον , καὶ τὸν ἐν τούτοις ψευσάμενον ἢ πόρον ἄδικον ἐπιτελοῦντα θανάτωι περιπίπτειν ἦν ἀναγκαῖον . λέγεται δὲ τοῦτον τὸν
5167623 ἑφθοις
. ἄπυρον δὲ εἶπε τὸν οὐχ ἡψημένον : ἐχρῶντο γὰρ ἑφθοῖς οἴνοις . Πολύβιος δὲ διάφορον οἶνον ἐν Καπύῃ φησὶ
' ἡμέραν μὴ γεύεσθαι : ὄψῳ τε τὰ πολλὰ λαχάνοις ἑφθοῖς τε καὶ ὠμοῖς , τοῖς δὲ θαλαττίοις σπανίως .
5166460 ἀγωνοθετην
πόλεις , ἀμφικτύονα ποιήσας τὸν Φίλιππον , καὶ τῶν Πυθίων ἀγωνοθέτην ἐπιδείξας , ὥσπερ ἐν δράματι κατηγόρουν , ἐγραφόμην ,
δὲ ἀναγορεύσεως τοῦ στεφάνου ἐπιμεληθῆναι τὴν πρυτανεύουσαν φυλὴν καὶ τὸν ἀγωνοθέτην . εἶπεν Ἀριστόνικος Φρεάρριος . ] Ἔστιν οὖν ὅστις

Back