κρίθινον ἄλευρον ἢ πύρινον ἢ καὶ ἄρτος μίγνυται αὐτοῖς καὶ συνεργάζεται ὡς μάλιστα , καὶ ἕψεται αὖθις ἄχρι συστάσεως καταπλάσματος
ἄλευρον ἢ πύρινον ἢ καὶ ἄρτος μίγνυται αὐτοῖς , καὶ συνεργάζεται ὡς μάλιστα , καὶ ἑψεῖται αὖθις ἄχρι συστάσεως καταπλάσματος
6228740 ἱρηια
ἀμφιδέας περὶ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας καὶ σιτία ἀποτακτὰ διδόντες καὶ ἱρήια καὶ περιέποντες ὡς κάλλιστα ζώοντας : ἀποθανόντας δὲ θάπτουσι
ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται . Ἐπεὰν ἀποδείρωσι τὰ ἱρήια , γυμνοῦσι τὰ ὀστέα τῶν κρεῶν : ἔπειτα δὲ
6076482 πυα
δὲ κἀν τούτοις τὸ συρραγῆναί τε καὶ ῥᾴδιον ἐξιέναι τὰ πύα . Υπνοι δ ' ἐν φρενίτισι καὶ παρομοίοις πάθεσιν
οὕτως καὶ περὶ τῶν ἰδίων ἑκάστου . Αἵματα οὖν καὶ πύα , ψήγματά τε καὶ λίθοι , διὰ τῶν οὐρητικῶν
6017973 ἀφρωδεα
πτύσματα πτύῃ πυῤῥὰ ἢ πελιὰ , ἢ καὶ λεπτὰ καὶ ἀφρώδεα καὶ ἀνθηρὰ , καὶ εἴ τι ἄλλο διαφέρον ἔχοι
τὸ ἆσθμα εἶχε , παυσαμένου δὲ , ἐπαύσατο : ἔπτυσεν ἀφρώδεα , ἀρχομένη δὲ ἀνθηρὰ , κατασταθὲν δὲ ἐμέσματι χολώδει
6004159 ψυχεα
ἢ φύοντα φύει μόγις . Ἐνθαῦτα μέν νυν διὰ τὰ ψύχεα γίνεται ταῦτα . Θωμάζω δέ ὅ τι ἐν τῇ
δὲ χρέεσθαι τοῖσι περιπάτοισιν : ἡλίους δὲ φυλάσσεσθαι καὶ τὰ ψύχεα τά τε ἐν τῷ πρωῒ καὶ τὰ ἐν τῇ
5972187 ἀναπλει
τοῦ θεοῦ κατολισθαίνει , καὶ αὖθις ἀφυπνισθεὶς τῇ αὐτῇ κρούσει ἀναπλεῖ πάλιν : καὶ πολλάκις δρᾷ τοῦτο , μεταξὺ ἡσυχίας
διαλύει : ῥηγνυμένου γὰρ τοῦ δέρματος ἄνευ τομῆς , ἀλύπως ἀναπλεῖ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν τὰ μόρια τοῦ πώρου .
5944438 κρομυα
διαφορεῖ . Πράϲα δριμεῖαν κέκτηται δύναμιν , ὡϲ καὶ τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει
ἔπειτα καταπλάϲϲειν πράϲου ἢ ἄρτου μεθ ' ἁλῶν τετριμμένων ἢ κρόμυα ἢ ϲκόροδα καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωϲιν τῶν ἐϲχαρῶν ἐπὶ
5942210 κακοηθεα
τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς τὸ πλευρὸν
ἡ μεταβολὴ καὶ μηδὲν ἄγαν : φιλόϲτροφα γὰρ τάδε καὶ κακοήθεα . χρὴ δὲ ϲαρκοῦν ἤδη τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰϲ
5905509 ῥηγνυσιν
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν .
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς
5889213 βοθυνον
δὲ ὀχετὸς τῇ πίττῃ διὰ τῆς συνθέσεως τῆς ἀπορροῆς εἰς βόθυνον ὅσον ἀπέχοντα πεντεκαίδεκα πήχεις : ἡ δ ' ἀπορρέουσα
Ὀρύξαι βόθυνον πρὸς ἑσπέραν τοῦ σήματος : ἔπειτα παρὰ τὸν βόθυνον πρὸς ἑσπέραν βλέπε , ὕδωρ κατάχεε , λέγων τάδε
5860249 νεαρα
οἱ κλάδοι τὰ φύλλα τὰ ξηρά , καὶ ἀναφύουσι πτίλα νεαρὰ καὶ ὡραῖα οἱ ἱέρακες ὡς τὴν ἄνθην τὰ δένδρα
ἀμφικαθίζεσθαι : ἢ φηγὸν τρίβουσα προστιθέσθω : σκόροδά τε τρώγειν νεαρὰ , καὶ μελίκρητον ἐπιπίνουσα ἐμεέτω . Ὅσῃσι δὲ ἐμμένει
5850785 λιθια
καὶ μαλάβαθρον ἐκ τῶν ἔσω τόπων εἰς αὐτὴν , καὶ λιθία διαφανὴς παντοία καὶ ἀδάμας καὶ ὑάκινθος καὶ χελώνη ἥ
' ἂν ἀρχὴν κινηθῆναι τὸν μικρότατον ὑπὸ ζεύγους ἡμιόνων : λιθία δὲ ἐνήρμοσται πάλαι , ὡς μάλιστα αὐτῶν ἕκαστον ἁρμονίαν
5843101 φυτευσομεν
δὲ οὖρον ταῖς ῥίζαις ἐπιχέειν φησί . Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν
ἄλλας φυτείας ; Ἐλαίαν δὲ πῶς , ἔφην ἐγώ , φυτεύσομεν , ὦ Ἰσχόμαχε ; Ἀποπειρᾷ μου καὶ τοῦτο ,
5831781 πτυελα
ἀραιοῦν μὲν τὰ μέρεα μᾶλλον , πολλὸν δὲ ἄγειν τὰ πτύελα . τὸ ξύμπαν δὲ ὀλίγον ἔϲτω ποτόν : πνεύμονι
, ἀποϲιτίη , μήλων ἐρύθημα φαιδρόν , βὴξ ξηρή , πτύελα μόλιϲ ἀναγόμενα , φλέγμα ἢ χολῶδεϲ , ἢ δίαιμον
5814114 ἰκτεριωδης
πυρέτια λεπτὰ καὶ μαστῶν ἐπιδιογκώσεις , ἐνίαις δὲ καὶ ἀνάχυσις ἰκτεριώδης . τῆς πρώτης οὖν συναισθήσεως γενομένης πρὸς μίαν ἡμέραν
ἐν τῷ στήθει , καὶ πρόσωπον κατηφὲς , καὶ ὀφθαλμὸς ἰκτεριώδης καὶ ἀχλυώδης , ἀπόλλυνται . Οἱ ἐκ πλευριτικοῦ ἔμπυοι
5808929 χυματα
τούτου λόγον σκεπτέον . Ἀφαιροῦνται τοίνυν τῶν λεπτῶν συστάσεων τὰ χύματα τῇ φαντασίᾳ , καθ ' ὅσον ἂν τὰ χρώματα
δὲ τοῦ θέρους μείω μὲν τῷ ἐξ ἀναλογίας ποσῷ τὰ χύματα καὶ πρὸς τὸ πυρρὸν ἤδη καὶ ξανθὸν χωρεῖ τοῦ
5775991 τρωξιμα
καὶ οἱ καυλοὶ τῶν θριδάκων καὶ τὰ ἴντυβα καὶ τὰ τρώξιμα . οὕτω μὲν οὖν χρὴ διαιτᾶν ἐκείνους , ἐφ
ἰᾶσθαι , διὰ τῶν ὤτων εἰσχεόμενον . Σέρις , τουτέστι τρώξιμα , ἐν ὄξει βαπτόμενα καὶ ἐσθιόμενα στομάχῳ κατάλληλα .
5772650 χεδροπα
δὲ ψόφον παρέχει , ᾗ τὴν εἰσπνοὴν ποιέεται : καὶ χέδροπα καὶ σῖτος καὶ ἀκρόδρυα θερμαινόμενα πνεῦμα ἴσχει , καὶ
ἀπὸ τοῦ χεδροποῦ . ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τὰ ὄσπρια χέδροπα καλεῖ , εἴτε ἐκ τῶν σιτηρῶν λέγων , εἴτε
5759057 μεταλλικα
ἐμπλάϲτρουϲ ἐμβαλλομένων φαρμάκων τὰ μέν ἐϲτι γεώδη , καθάπερ τὰ μεταλλικὰ τά τε τῶν λίθων καὶ τῆϲ γῆϲ εἴδη τρύγεϲ
καὶ χυλοὶ καὶ ϲπέρματα καὶ καρποὶ καὶ μόρια φυτῶν καὶ μεταλλικὰ τούτοιϲ ἐμβάλλεται . ἐξ ὧν τὰ μὲν τῶν δριμέων
5719975 μενετω
ἐξορμῆσαι βιασθῇ , μὴ πλέον τῆς φύσεως ἀρρενούσθω θρασυνομένη , μενέτω δὲ καὶ ἐν οἷς βοηθεῖ γυνή : πάνδεινον γάρ
ἐξετάζεσθαι πικρῶς καὶ τὸν ἐφ ' ὁτῳοῦν ἁλόντα κολάζεσθαι , μενέτω τὸ μῖσος , καὶ κάλει τὴν πόλιν ἐχθράν :
5718263 προχωρουντα
περιττῆς ἀκριβείας οὐ δεῖται : γυναιξὶ δὲ καὶ καταμήνια μὴ προχωροῦντα καλῶς ἐρεθίζει . τοῖς δὲ κακοχύμοις καὶ διὰ δριμύτητα
ἀκμαιότερον , ἵνα τὰ τῆς τέχνης κατ ' οἰκείαν τάξιν προχωροῦντα δόξαν ἀκμῆς τῷ λέγοντι παράσχῃ ὡς ὑπὸ τῆς ἐν
5691717 θρεπτικα
κεφαλὴ καὶ πνεύμων καὶ ἧπαρ καὶ ὅλως τὰ ἀναπνευστικὰ καὶ θρεπτικά : τὰ δὲ οὐ τοσοῦτόν εἰσιν ἀναγκαῖα , οἷον
ὑμὴν εἰς δύο , διαχωρίζων τά τε ἀναπνευστικὰ καὶ τὰ θρεπτικά . ἐπὰν δὲ παρασπασθῇ τι καὶ μεταπέσῃ , οὗτος
5670786 εὐηθεα
ἀϲινέα , τὰ δὲ ξένεα , λοιμώδεα καὶ κτείνοντα . εὐήθεα μὲν ὁκόϲα καθαρά ἐϲτι καὶ ϲμικρὰ καὶ ἀβαθῆ ,
' εἰ παχύ , λευκόν , οὐ κάκοδμον ἐκδιδοῖ , εὐήθεα τὰ ἀπὸ τῶνδε ἕλκεα : ἢν δὲ ἐπινέμηται ,
5666793 γευστα
δὴ γὰρ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα , ἅπερ εἰσὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . τῆς δὲ λευκότητος . καὶ γάρ
καὶ περὶ τὰ ὀσφραντὰ ἡ ὄσφρησις , καὶ περὶ τὰ γευστὰ ἡ γεῦσις , καὶ περὶ τὸ βαρὺ καὶ τὸ
5660968 ἀνατριψις
. θεραπεία δὲ ἁρμόδιος , ἡ ὑπεναντία τῇ φρενίτιδι , ἀνάτριψις τῶν ἄκρων , διά τινων δριμέων καὶ νυσσόντων ,
ὀνόματος οὐ τωὐτὸ ἀποβαίνει : καὶ γὰρ ἂν δήσειεν ἄρθρον ἀνάτριψις , χαλαρώτερον τοῦ καιροῦ ἐὸν , καὶ λύσειεν ἄρθρον
5648494 νοσσια
τὴν βοτάνην , ἀνοίξει ἅπαντα ταῦτα πάραυτα καὶ αἴρει τὰ νοσσία αὑτοῦ . ἐὰν οὖν τις τὴν βοτάνην ταύτην ἐπιτύχῃ
δηλονότι : πρῶτος γὰρ ὁ ἀετὸς ἠδίκησεν αὐτὸν φαγὼν τὰ νοσσία . τραγικώτερος : πρακτικώτερος ἢ ἀξιοπιστότερος , ἢ ἀτυχέστερος
5646086 νωτοφυλακων
ἅμα δὲ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ τάξει καθιστάμενα μετὰ τῶν νωτοφυλάκων , τοὺς ὡς εἰκὸς κατὰ νῶτον ἐπιφαινομένους ἐχθροὺς εἰς
τοῖς εὐκαίροις χωρίοις τασσόμενα , μέχρι τοῦ γενέσθαι ἄντικρυς τῶν νωτοφυλάκων τὰ ἀργοῦντα χωρία τῆς ὑποδοχῆς εὔκαιρα ποιοῦσιν . Καὶ
5645240 ϲτυπτηριωδη
τε τοῖϲ ἐκ νόϲων καὶ τοῖϲ φλεγματικοῖϲ : τὰ δὲ ϲτυπτηριώδη αἵματόϲ τε ἀναγωγαῖϲ καὶ ἐμετικῷ ϲτομάχῳ καὶ γυναιξὶν ἀτάκτωϲ
λουτρῶν τὰ μέν ἐϲτι νιτρώδη τὰ δὲ ἁλμυρὰ τὰ δὲ ϲτυπτηριώδη τὰ δὲ θειώδη τὰ δὲ ἀϲφαλτώδη τὰ δὲ ϲιδηρίζοντα
5623410 ἀϲινεα
, ῥόοϲ διπλόοϲ , ϲκληρίη , ἕλκεα , τὰ μὲν ἀϲινέα , τὰ δὲ κακοήθεα , πρόπτωϲιϲ ὅληϲ ἢ μέρεοϲ
εἴϲω ϲτάξῃ , ὤκιϲτα μὲν ἑλκοῦται τὰ μέρεα , κἢν ἀϲινέα ᾖ : ὤκιϲτα δὲ ἐϲ τὸ εἴϲω νέμεται καὶ
5618908 σαπρα
τὸ α , οἷον χήρα , θύρα , μοῖρα , σαπρά , μικρά , πονηρά , μυσαρά , καὶ ὅσα
γ ' ἐγὼ παρέξω . Ἐμοὶ σὺ λουτρόν , ὦ σαπρά ; Καὶ ταῦτα νυμφικόν γε . Ἤκουσας αὐτῆς τοῦ
5617155 πυριῃσιν
, ἕως ἂν τεσσαρεσκαίδεκα ἡμέραι γένωνται : ἔπειτα κλυζέσθω χλιαρῇσι πυρίῃσιν : ἄμεινον δὲ θερμῷ , ὡς ἐξ ἡλίου ,
χρόνον ὁκόσον ἂν δοκέῃ καιρὸς εἶναι : καὶ πυριῇν βληχρῇσι πυρίῃσιν , ἀνακαθίζοντα ὑψόθι , ἢν δοκέῃ ἑκάστοτε καιρὸς εἶναι
5614051 αἱμοῤῥοει
ἐς τὴν αὔριον , ἐφιδρώσαντα , κατενεχθέντα , παρακρούσαντα , αἱμοῤῥοεῖ λαύρως , καὶ λύει τὰ πάθεα : τὸ ὑδατῶδες
αἱμοῤῥαγίῃ λάβρῳ πυκνῇ μετὰ μελάνων συχνὴ διαχώρησις , ἐπιστάσης δὲ αἱμοῤῥοεῖ , οὗτοι κοιλίας ὀδυνώδεες , ἅμα δέ τισι φύσῃσιν
5613214 μαγειρικως
' εὖ λέγειν . Τὸ πῦρ ὑποσκάλευε . Ἤκουσας ὡς μαγειρικῶς κομψῶς τε καὶ δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται ; Οἴμοι τάλας
φακῆν ὁ κωμικὸς Δημήτριος . ὅτι ἡ ῥοδουντία ἡ ῥοδωνία μαγειρικῶς καλουμένη λοπὰς τοιαύτη τις ἦν : ῥόδα τὰ εὐοσμότατα
5613139 σιδηρια
κωλῦσαι δυνάμενος . Ὥσπερ οἱ ἰατροὶ ἀεὶ τὰ ὄργανα καὶ σιδήρια πρόχειρα ἔχουσι πρὸς τὰ αἰφνίδια τῶν θεραπευμάτων , οὕτω
γὰρ πόλις ἕλκει πρὸς αὑτὴν ὥσπερ ἡ μαγνῆτις λίθος τὰ σιδήρια καὶ δι ' ἀνάγκης ἐθελουσίου χειροῦται . πέπονθε δὲ
5604427 θειωδη
εὐανθῆ , καθαρὰν καὶ κινναβαρίζουσαν τῇ χρόᾳ , ἔτι δὲ θειώδη ἀποφορὰν ἔχουσαν . Στίμμι κράτιστόν ἐστι τὸ στίλβον καὶ
τι λελαλήκασιν , τὰς οὐσίας αἰνιττόμενοι . Ταριχεύοντες δὲ τὰ θειώδη τινὲς , τοῦ φαρμουθὶ μηνὸς ἐλθόντος , ἕκαστον τῶν
5601340 καλλονη
Ἀλκυόνη : Πληϊόνη : Ἠριγόνη : αὐόνη : πλησμόνη : καλλόνη : ἡδόνη : χαρμόνη : οὕτω δὴ καὶ στρομόνη
Ἀλκυόνη : Πληϊόνη : Ἠριγόνη : αὐόνη : πλησμόνη : καλλόνη : ἡδόνη : χαρμόνη : οὕτω δὴ καὶ στρομόνη
5595541 μυωδη
ἢ οἱ βαρεῖς , εὐμήκης εὐπαγὴς ἀνεστηκώς , ἀπέριττος τὰ μυώδη μὴ κεκολασμένος . ἐχέτω καὶ τοῖν σκελοῖν μακρῶς μᾶλλον
ἐν ταῖς σαρξί . σάρκας δὲ καλεῖ οὐ μόνον τὴν μυώδη οὐσίαν , ἀλλὰ πᾶσαν οὐσίαν ἁπαλὴν , ἀντιδιαιρούμενος χόνδρους
5595147 πινοεντα
τοιαίδε ἐπὶ τοῖϲι ἐμπλάϲτροιϲι : ἢ εἴρια [ τὰ ] πινόεντα ἢ οἱ ϲπόγγοι ἐν βραχέϊ δευθέντεϲ ὄξεϊ . ἢν
καὶ ἐπὴν ἀποῤῥυῇ τὸ αἷμα , ἀνατρῖψαι : ἔπειτα εἴρια πινόεντα οἴνῳ ῥαίνων ἐπιδεῖν , καὶ ἐπὴν ἀπολύσῃς , περισπογγίζειν
5590047 ἐπιγινομενα
: ὁ δὲ καιρὸς καὶ πρὸς αὐτὰ καὶ πρὸς τὰ ἐπιγινόμενα παρὰ τοῦ θεοῦ κατὰ τὰς ὥρας . Αὗται μὲν
γεωργίαν καί τ ' ἄλλα περὶ βίον εὐοδοῖ καὶ τὰ ἐπιγινόμενα πολυπλάσια τοῦ ἐξ ἀρχῆς γίνεται . ‖ ‖ Τοῖς
5588888 κατερρηξε
αὐτίκα γὰρ καὶ ἡ γαϲτὴρ ἔϲτιν οἷϲ [ αὐτὸν ] κατέρρηξε χολώδη . μετρίου δὲ ὑπάρχοντοϲ τοῦ πυρετοῦ καὶ τῶν
ἐς ἐρέθισμα καὶ πολλὰ περὶ αὑτοῦ κατοικτισάμενος τήν τε ἐσθῆτα κατέρρηξε καὶ ἀπὸ τοῦ βήματος καταθορὼν ἔρριψεν αὑτὸν ἐς μέσους
5580642 ἀλεξιφαρμακος
ὁ οἶνος ἰκτεριῶσι καὶ στομαχικοῖς ἐπιτήδειος , καὶ πρὸς ἑρπετὰ ἀλεξιφάρμακος . Οὗτος ὁ οἶνος εὐστόμαχος , παραλυτικοῖς , ναρκῶσι
Φίλων . . . . ἀλεξίκακος : τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος
5575156 νιτρωδη
τοιοῦτον καὶ εἶναι . Καὶ ἡ θάλαττα δὲ καὶ τὰ νιτρώδη καὶ σαπρὰ καὶ ὀξέα τῶν ὑδάτων ἔχει τινὰ μίξιν
ἐστὶ τὰ βραδέως τὰ ὄσπρια τήκοντα . τοιαῦτα δὲ τὰ νιτρώδη καὶ ἁλμυρά . ἐν δὲ τῷ περὶ ὑδάτων Ἱπποκράτης
5565866 αἰτιολογει
εἰς γαῖαν , ἀπήναις οἰκί ' ἐχόντων . εἶτ ' αἰτιολογεῖ , διότι ταῖς διαίταις εὐτελεῖς ὄντες καὶ οὐ χρηματισταὶ
ἐν τοῖς ὅλοις θεωρηματικὴ τυγχάνουσα τὰ μὲν κινούμενα κατὰ φύσιν αἰτιολογεῖ , τὰ δ ' ἀναγκάζουσα παρὰ φύσιν ἔξω τῶν
5564834 ῥιγοπυρετον
διὰ τοῦ ο μικροῦ ἕτερόν τι σημαίνει , τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον . ᾐνιγμένον : αἰνιγματωδῶς εἰρημένον . ἠμηχάνουν : Πλάτων
ζῷον . Τούτου τὸ στόμα φορούμενον δαίμονας ἀποδιώκει καὶ πᾶν ῥιγοπύρετον καὶ δύναται ὅσα καὶ ὁ χήν . ἐσθιόμενον δὲ
5562312 ἀρμενα
οὗ ἕνεκα ἐργασθεὶς εἴη καὶ ἡ φορμορραφίς , καὶ τὰ ἄρμενα γίγνεσθαι . Ἤδη δέ τινες ἐν τῇ βαλανοδόκῃ οὔσης
δὲ πατˈρὸς ἐνέπˈνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον : Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πˈράξαις ἀνήρ . ἀλλ ' ἐμὲ χˈρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα
5561751 περιπατησαι
οὐ δύνανται , ἀλλὰ μετὰ πολλῶν , οὕτως ἔνιοι μόνοι περιπατῆσαι οὐ δύνανται . ἄνθρωπε , εἴ τις εἶ ,
σὸν καὶ τοῦτο . Τί οὖν , ἂν ἐμοῦ ὁρμήσαντος περιπατῆσαι ἐκεῖνός με κωλύσῃ ; Τί σου κωλύσει ; μή
5556397 ῥιγει
. τάχιστα δ ' ἔθνησκον , ὅτ ' ἐπιῤῥιγώσειαν πυρετώδει ῥίγει . τούτους οὐδὲ ἀναστάσει πιεζομένους οὐδὲν ἄξιον λόγου ὠφελεῖ
παρὰ τὸν ἄῤῥωστον εὐθὺς κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν εὗρον αὐτὸν ῥίγει συνεχόμενον . ἐγένετό μοι τοῦτο γνώρισμα , τοῦτον τοιοῦτον
5551236 παρελεγεν
, καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα ,
ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη
5548034 ὀδυνωδεα
ἐν κύστεσι καὶ ἀσκίοισι πανταχόθεν , μάλιστα δὲ πρὸς τὰ ὀδυνώδεα , καὶ ἀλείφειν θερμῷ καὶ πολλῷ καὶ πολλάκις .
ὦτα μεγάλα ἀνίσταται . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὑποχόνδρια ὀδυνώδεα , ἐμετώδεα σμικρὰ , ἐν τούτοισι τὰ παρ '
5545011 ναυτιλιῃσι
Πρώτῃ δὲ Φωκαίῃ Ἰωνίης ἐπεχείρησε . Οἱ δὲ Φωκαιέες οὗτοι ναυτιλίῃσι μακρῇσι πρῶτοι Ἑλλήνων ἐχρήσαντο , καὶ τόν τε Ἀδρίην
. ἐπικλέα : κλῆσιν ἔχοντα , ὀνομαζόμενον , ἐπώνυμον . ναυτιλίῃσι : [ δια ] ταῖς αὐτοῦ πλεύσεσιν . ὁ
5539525 ἑκταια
, τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ κʹ , ἑβδομαία ὥρας
ψυχρεύεσθαί τις δύναται λέγων ὅτι τρίτη ἡ τρισκαιδεκαταία , ὡς ἑκταία ἑκατηβόλος σελάνα , ἑκκαιδεκαταία : ἡ γὰρ μέση οὐκ
5535669 οὐροισιν
πελιδνὴ διαχωρήμασιν : ὑπεκαροῦτο : ἐδυσφόρει περὶ τὰς ἀναστάσιας : οὔροισιν ὑπόστασις , πελιδνὴ , ὑπόγλισχρος . Τετάρτῃ , ἤμεσε
ὁτὲ μὲν ὑπόστασιν εἶχεν , ὁτὲ δὲ οὔ . Ἑξηκοστῇ οὔροισιν ὑπόστασις πολλὴ , καὶ λευκὴ , καὶ λείη :
5531925 κοριαννῳ
, κυμίνῳ , θύμῳ χλωρῷ καὶ ξηρῷ , θύμβρᾳ , κοριάννῳ χλωρῷ τε καὶ ξηρῷ καὶ γητίῳ καὶ κρομμύῳ καθαρῷ
, στυπτική . φύεται ἐν πεδίοις . Ἀδίαντον φυλλάρια ἔχει κοριάννῳ ὅμοια , ἀπεσχισμένα ἐπ ' ἄκρῳ : τὰ δὲ
5526978 δυστοκουσῃ
ἔλαιον καὶ ἀλείψῃ ἀπὸ τοῦ τένοντος μέχρι τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ δυστοκούσῃ γυναικί , πάραυτα τέξεται . ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ
. Ἐὰν δὲ πτερὸν χελιδόνος καὶ ῥίζιον ὠκίμου δώῃς κρατεῖν δυστοκούσῃ γυναικί , πάραυτα τέξεται ἀνωδύνως . Πτερὸν δὲ τοῦ
5510686 ἐνδιδοι
ἴϲχει . ἀλλὰ καὶ πνεῦμά κοτε ξυνιϲτὰν ἐν πλευρῷ δίψαν ἐνδιδοῖ καὶ ὀδύνην πονηρὴν μαλθακήν τε θέρμην : καὶ τόδε
, ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ γὰρ εἴϲω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγοϲ , ἀλλ ' ἐϲ εὖροϲ κέχυται .
5510684 δριμεσι
τοῦ δάκνεσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι τὴν κάτω γαστέρα , κλυστῆρσι δὴ δριμέσι χρῆσθαι , μέλι δαψιλὲς καὶ ἀφρόνιτρον ἢ ἕτερόν τι
ἐς ἡμέρας πέντε σιτίοισιν ὡς κουφοτάτοισι , μὴ πολλοῖσι μηδὲ δριμέσι , μήτε τοῖσι ξηροῖσι μήτε τοῖσι θερμοῖσι , καὶ
5510024 πληϊαδος
, μεγάλα ἐν βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν βόρειος : αὐχμοί
ὑγροὶ καὶ προεκρηγνύμενοι . Ταῦτα δὴ ἐγένετο τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος
5509176 ἀνθρωπικα
ὡς ἑκούσιον ἀκουσίου . ἔτι δὲ τὰ ἄλογα πάθη καὶ ἀνθρωπικά εἰσιν , ὥσπερ ὁ λογισμός : ἀπὸ τούτων δὲ
μάλα γεννικόν , μὴ ἔχειν ἀτάκτως μηδὲ ἀπειθῶς πρὸς παιδεύματα ἀνθρωπικά : ἐπεὶ δὲ ἀπέφηνεν αὐτοὺς ὁ ὀρχηστοδιδάσκαλος καὶ μάλα
5507318 ξυνηθεα
ἐν γαστρὶ τὰ ἀλγήματα ταῦτα οὐ γίνεται , ἢν μὴ ξυνήθεα ἔωσι , καὶ γάλα ἐν τοῖσι τιτθοῖσιν ἐγγίνεται .
ἑλκῶν . Ἕλκεα ἐν τοῖϲι παριϲθμίοιϲι γίγνεται , τὰ μὲν ξυνήθεα , εὐήθεα καὶ ἀϲινέα , τὰ δὲ ξένεα ,
5504286 διεντα
ἔριον ἀναδεύσας , προστίθει : καὶ πιεῖν δοῦναι ῥητίνην ἐλαίῳ διέντα . Ἢν τὸ χορίον μὴ ὑποχωρέῃ , κόνυζαν τρίψας
ὑπεραίρῃ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , θεραπευτέον οὕτωϲ : πομφόλυγα καλλίϲτην πεπλυμένην διέντα γάλακτι γυναικείῳ ἐπιχρίειν καὶ ἐπάνω μοτὰ ἐπιτιθέναι , προαποκλύϲαντα
5500238 διαχριειν
μέντοι καὶ χαίνοντα μέγα καὶ τὸν ἔνδον τοῦ ϲτόματοϲ πεπονθότα διαχρίειν ἐξ αὐτοῦ κατ ' ἐκεῖνα τὰ μέρη , καθ
ἢ ναρκιϲϲίνῳ διάβροχα καθιέναι καὶ ἔμετον ἐρεθίζειν καὶ τὴν ἕδραν διαχρίειν ϲυνεχῶϲ πηγάνῳ καὶ κυμίνῳ μετὰ νίτρου καὶ μέλιτοϲ ,
5499345 τἀπιλοιπα
ἔσιμεν ἐς οἴκους δῆθεν ὡς θανούμενοι . ἔχω τοσοῦτον , τἀπίλοιπα δ ' οὐκ ἔχω . γόους πρὸς αὐτὴν θησόμεσθ
ὁ δυστυχὴς ἐγώ . ὦ Ζεῦ , τίν ' ἤδη τἀπίλοιπα τῶν ἐμῶν ; πέραιν ] ' ὃ βούλει τοῦτο
5498477 ἐπιστελεις
αἰτίαν . ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ἐπιστολῶν βουλεύσῃ καὶ ἴσως ἐπιστελεῖς κωλύων μὴ μείζω σοι γενέσθαι τὰ ἐγκλήματα , τὸν
λέγειν , ἄλλως θ ' ὅτε σύ μοι περὶ ἐκείνων ἐπιστελεῖς . Πολλὰ τὰ πείθοντα ἦν , μᾶλλον δὲ ἀναγκάζοντα
5496647 βολιτα
Κυζικηνός [ . ] φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
δ ' ὁ Κυζικηνός φησι μὴ δυνηθέντα αὐτὸν ἀποσπάσαι τὰ βόλιτα μεῖναι καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν ἀγνοηθέντα κυνόβρωτον γενέσθαι .
5490392 τετριχωμενα
ὡς ἐπιπλεῖστον γὰρ αὐτῶν τὰ ἤθη ἐστὶ θηριώδη . σκέλη τετριχωμένα πάνυ θριξὶ πυκναῖς καὶ μεγάλαις δυσμαθῆ καὶ ἀγριώτερον σημαίνουσιν
προφανῆναι νομίζουσιν . σισύρνας καὶ σισύρας τὰ δασέα δέρματα τὰ τετριχωμένα : καὶ Ἀλκαῖος ὁ μελοποιός : ἐνδὺς σίσυρναν :
5479933 χλιηρῳ
εἶναι τὸ σῶμα : ἔμφρων δέ . Χλιάσμασι καὶ μελικρήτῳ χλιηρῷ ἐχάλασε τριταίη σχε - δὸν , καὶ μετὰ ταῦτα
, λούεσθαι κατὰ κεφαλῆς πολλῷ , μὴ θερμῷ , ἀλλὰ χλιηρῷ : ὁ οἶνος λευκός : ὕπνῳ μὴ πολλῷ χρῆσθαι
5478710 σκυλακια
ἐγένετο κυνός . σκυλακοτρόφῳ εὐνῇ : σκύλακες , τὰ μικρὰ σκυλακία . Ἐγχρίψας : πλησιάσας , προσεγγίσας , προσπελασθείς .
ἐγένετο κυνός . σκυλακοτρόφῳ εὐνῇ : σκύλακες , τὰ μικρὰ σκυλακία . Ἐγχρίψας : πλησιάσας , προσεγγίσας , προσπελασθείς .
5478102 πλυμα
βαθέα , ἰχωροειδέα , ὑπέρυθρα , οἰνώδεα ἢ ὅκωϲ κρεῶν πλύμα : ἄλλοτε μὲν ἰδίῃ τάδε , ἄλλοτε δὲ ξὺν
ἔῤῥει . Ἐκρίθη ἑβδομαίῳ ἐόντι , οὖρον , οἷον ὀρόβων πλύμα , ὅμοιον αὐτὸ ἑωυτῷ , ἔπειτα καθαρόν : ὑποστροφή
5468602 Ἐπεαν
τῷ αὐτῷ νόμῳ χρέωνται κατὰ τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων . Ἐπεὰν γὰρ ἀποθάνῃ βασιλεὺς Λακεδαιμονίων , ἐκ πάσης δεῖ Λακεδαίμονος
διαπλέκων ἐν τοῖσι δακτύλοισι τοῖσι ἑωυτοῦ καὶ διαλύων χρᾷ . Ἐπεὰν δὲ βασιλεὺς ὁ Σκυθέων κάμῃ , μεταπέμπεται τῶν μαντίων
5451911 περιωδυνιη
, οἶνον δὲ μὴ προσφέρειν , ἔστ ' ἂν ἡ περιωδυνίη παύσηται : τὸν γὰρ οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ
, χάσμης , οἶνος ἴσος ἴσῳ ἢ γάλα . Ὠτὸς περιωδυνίη , σικύην προσβάλλειν . Ὅ τι ἂν τῶν ἄνω
5450024 ληνος
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ
5447448 διαλιθος
τάλαντα ἐν φορήμασι διακοσίοις εἴκοσι , φιάλη δέκα ταλάντων χρυσοῦ διάλιθος , χρυσωμάτων παντοῖαι κατασκευαὶ ταλάντων δέκα , ἐλεφάντων ὀδόντες
τὴν στεφάνην κυκλόθεν τὰ πρὸς τὴν ἄνω πρόσοψιν ᾠοθεσία κατεσκεύαστο διάλιθος , ἐκτύπωσιν ἔχουσα προοχῆς συνεχέσιν ἀναγλυφαῖς ῥαβδωταῖς , πυκνὴν
5445440 ταραχωδεα
εὐανθὲς , ὑπόστασιν χλωρὴν ἔχον λείην εἰλικρινέα , πολυχρόνιον σφόδρα ταραχώδεα νοῦσον μεταβάλλουσαν ἐς ἄλλην , οὐ μὴν ὀλέθριον :
: κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ ὑγρὰ ταραχώδεα διῆλθε μετὰ ἑλμίνθων : νύκτα ὁμοίως ἐπιπόνως . Πρωῒ
5441227 ὑβωματα
μέτειμι δὴ τῇ τάξει ἐπὶ τὴν ῥάχιν . Τῆς ῥάχεως ὑβώματα τὰ πρόσφατα ἐκ πληγῆς γινόμενα καταρτίζεται : πρὸς δὲ
τοῦ Ἱπποκράτους ὀργάνῳ καταρτίζονται , προηγουμένως δὲ τὰ τῆς ῥάχεως ὑβώματα : τῶν δὲ τῆς ῥάχεως ὑβωμάτων μάλιστα θεραπευτὰ νενόμισται
5440975 ῥεποντα
τὰς μὲν ὀπίσω ῥοπὰς ἀντισπᾶν πρόσω , τὰ δὲ πρόσω ῥέποντα ῥεύματα πρὸς τὴν ὀπίσω χώραν ἀπάγειν . Τιμοκράτης γοῦν
καὶ τῶν ὅσοις πρὸς τὸ λευκότερον τὰ οὖρα φαίνεται , ῥέποντα καθ ' οἱονδήτινα λόγον , καθὼς ἐν ἄλλοις τούτων
5440207 πεπυρωμενος
Αἰθαλιδῶν ἐν Αἰθαλιδῶν . Αἰθήρ , ὁ ὑπὲρ τὸν ἀέρα πεπυρωμένος τόπος . λέγεται καὶ θηλυκῶς . τὸ παράγωγον αἰθέριος
συσφιγγόμενος . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει : μύδρος γὰρ ὁ πεπυρωμένος σίδηρος . . : μυδροκτυπεῖ ] Χαλκεύει . :
5437934 Αὐτις
μάλα μεγάλῃ , ὄτρυνε δὲ λαὸν ἅμ ' αὐτῷ . Αὖτις δὲ δριμεῖα μάχη παρὰ νηυσὶν ἐτύχθη : φαίης κ
ἔφερεν . ἐγγύθι : πλησίον . πότμου : θανάτου . Αὖτις : πάλιν . τρέσας : φοβησάμενος , φοβηθεὶς ,
5436581 ξηρανθηναι
ἔχουσι τὴν ὀσμήν . δολοῦται δὲ πᾶς ὀπὸς πρὸ τοῦ ξηρανθῆναι σαγαπηνοῦ μιγνυμένου ἢ ἀλεύρου ἐρεγμίνου , ἅπερ διακρίνεται τῇ
αὐτόν , ἀλλ ' αὐτὸς βολβίτωι χρίσας ὅλον ἑαυτὸν εἴασε ξηρανθῆναι τοῦτο ὑπὸ τῶι ἡλίωι , καὶ κείμενον αὐτὸν κύνες
5436395 καταλιμπανομενα
καὶ τούτοις συγκαλυπτόν - των αὐτήν : εἰώθασι γὰρ τὰ καταλιμπανόμενα ἀφ ' ἑκάστου ἄρτου μιγνύντες ποιεῖν ἄρτον . φησὶν
εἰσπλεῖν ἢ τὰ εἰσπλεύσαντα μὴ δύνασθαι ἐκπλεῦσαι , τά τε καταλιμπανόμενα ἐν τῇ χώρᾳ ἑκουσίως , εἰς χρείαν δὲ φέροντα
5431877 Φαρυγξ
ταραχώδεα , καὶ οὖρα λεπτὰ καὶ ὑδατώδεα , ὕποπτα . Φάρυγξ τρηχυνθεῖσα ἐπ ' ὀλίγον , καὶ κοιλίη διαβορβορύζουσα κενῇσιν
τῆς τροφῆς καὶ τῇ διαρθρώσει τῆς φωνῆς . μεʹ . Φάρυγξ ἐστὶν ἡ ἔνδον στόματος χώρη , εἰς ἣν ἀνήκει
5425288 ἁμιλλητηρια
πολεμιστήριον . ἐλᾷ ] ἐλαύνουσι . τὰ πολεμιστήρια ] τὰ ἁμιλλητήρια . τὰ πολεμιστήρια ] ὤφειλεν εἰπεῖν : τὰ ἁμιλλητήρια
ἐν τοῖς ἀγῶσι . πολεμιστήρια . . . ] τὰ ἁμιλλητήρια ὤφειλεν εἰπεῖν , καὶ εἶπε τὰ πολεμιστήρια , παραφορούσης
5425077 ὑδροποσιη
καὶ πρὸς καρδίην ὀδύνη , ἣν φλεβοτομίη ἔλυσεν : ταύτῃ ὑδροποσίη ἢ μελίκρητον ξυνήνεγκεν . Ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , οὐδὲ
καὶ βάρος ἐς βραχίονα , νάρκη , ἔμετοι συχνοὶ , ὑδροποσίη . Τῷ Εὐφράνορος παιδὶ , τὰ ἐξανθήματα οἷα τὰ
5424401 σχολαια
ἡ πρᾶξις . συγκαταπαύεται δὲ αὐτῇ σὺν θεῷ καὶ τὰ σχόλαια τῶν Κατηγοριῶν . Εἰ μέρος ἢ ὄργανον ἡ λογικὴ
ἡ πρᾶξις . συγκαταπαύεται δὲ αὐτῇ σὺν θεῷ καὶ τὰ σχόλαια τῶν Κατηγοριῶν . Εἰ μέρος ἢ ὄργανον ἡ λογικὴ
5423337 πληϊαδων
ἐν τούτοισι τοῖσι χρόνοισιν ἑκταῖα , ὀγδοαῖα ἐκρίνετο . Περὶ πληϊάδων δύσιας , ἡ Μαιανδρίου τοῦ τυφλοῦ αὐτίκα χλωρὸν καὶ
ὑποστροφὴ ὕστερον ἐγένετο : ἐκρίθη , ὡς εἰκὸς , περὶ πληϊάδων δύσιν τὸ πρῶτον : μετὰ δὲ πληϊάδων δύσιν χολώδης
5419105 ᾑμοῤῥαγησεν
ἦν δὲ ὑπόσπληνός τε καὶ καρηβαρικός . Τῇ πρώτῃ , ᾑμοῤῥάγησεν ἐξ ἀριστεροῦ : πουλὺς μέντοι ὁ πυρετὸς ἐπέτεινεν :
πτύαλα , παρακρουστικὰ , οἷον τῷ ἐν Πλινθίῳ , τουτέῳ ᾑμοῤῥάγησεν ἐξ ἀριστεροῦ , καὶ ἐλύθη πεμπταίῳ . Οὖρον πολλὴν
5418988 οὐρησεν
λεπτὰ , οὐκ ἄχροα . Περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν , οὔρησεν ὑπέρυθρα , ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα : ἐκουφίσθη :
. Ἑβδόμῃ , ἄφωνος : ἄκρεα οὐκ ἔτι ἀνεθερμαίνετο : οὔρησεν οὐδέν . Ὀγδόῃ , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ
5418345 κατηγματα
πολλοῖσι καὶ σπλήνεσι καὶ κηρωτῇ ἰητρεύειν , ὥσπερ καὶ τἄλλα κατήγματα . Τὸ δὲ σχῆμα τοῦ ἀγκῶνος ἐν τούτοισι παντάπασι
ἐν νάρθηξι δὲ τεθέντα ταῦτα πυκνότερον λύειν , ἢ τὰ κατήγματα , καὶ καταχύσει πλέονι χρῆσθαι . Ἐκ γενεῆς δὲ
5416043 καταψυξιος
, ἄφωνοι , ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον .
δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος φόβος καὶ ἀθυμίη ἄλογος ἐς σπασμὸν ἀποτελευτᾷ . Αἱ
5414878 καλυμματα
στόμα . ὅταν οὖν ἐπιτεῖναι βούλῃ , περιελόντα δεῖ τὰ καλύμματα θεῖναι τὸ πλινθίον ἐπὶ κρόταφον ὑποθέντα τι ὑπόθεμα στερεόν
ἰδιότητας τῶν μελλόντων ἀφίεσθαι βελῶν ἁρμοζούσας . αὗται δὲ εἶχον καλύμματα διὰ μηχανῆς ἀνασπώμενα , δι ' ὧν ἀσφάλειαν ἐλάμβανον
5411114 ὀθονια
καὶ ἀνακωχεύειν : τὸ ἐν πελάγει χειμῶνος ὄντος συστείλαντας τὰ ὀθόνια σαλεύειν : σημαίνει καὶ τὸ ἀναχωρεῖν οἱονεὶ ἀναχωρεύειν ,
τάξιν δευτέραν , ἐν Καρκίνῳ κατὰ τρίτην . Ἐν Αἰγοκέρωτι ὀθόνια καὶ ἔρια εἰς μετάπρασιν ὠνεῖσθαι : ἄμεινον ἐν Κριῷ
5406533 πρασσε
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι
5403882 οὐλα
ἀντὶ τοῦ τὰ θύματα ἡτοίμασται τοῖς θεοῖς καὶ ἐπιτέθειται τὰ οὖλα καὶ θυμιάματα ἢ ἕτοιμά ἐστι τὰ κανᾶ προσενηνεγμένα τοῖς
τῷ τῆς ἀντιπαθείας λόγῳ ποιεῖ . [ τόδε πρὸς ἀνιῶντα οὖλα ] δεῖ δὲ καὶ λίπασμά τι προδιδόναι τῷ βρέφει
5403443 διεχωρησεν
τροφῆς ἀποσχόμενος μίλτον ὕδατι ἁλμυρῷ μίξας ἔπιεν . ἐπεὶ δὲ διεχώρησεν , οἱ λῃσταὶ νομίσαντες αἵματος ῥύσιν αὐτῷ γεγονέναι τῶν
ἡ γαστήρ . Τούτῳ ἐδόθη τῇ ὑστεραίῃ κατωτερικὸν , καὶ διεχώρησεν ὀλίγον ὕφαιμον , καὶ ἔθανεν . Ἐδόκεε τούτου τὰ
5398198 ἠθειν
ἠθεῖν συμφέρει , τὰ ἰλυώδη καὶ ἁλυκά , καὶ ἀλφίτοις ἠθεῖν , τὰ δ ' ἄγαν ψυχρὰ μετὰ τροφὴν πίνειν
ἄρτους ξηροὺς καὶ τοὺς προσφάτους βρέξαντας τρίβειν διέντα ὕδατι καὶ ἠθεῖν δι ' ὀθονίου . μίσγοις δ ' ἂν αὐτοῖς
5396848 δυσθυμιη
, καὶ τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρεμᾶσθαι , σκοτοδινίη , δυσθυμίη , δυσεργίη : ταῦτα δὲ πάντα , καὶ ὅταν
πρώτῃ , ἀρχομένης νυκτὸς , φόβοι , λόγοι πουλλοὶ , δυσθυμίη , πυρέτιον λεπτόν : πρωῒ σπασμοὶ πολλοί : ὅτε
5393695 πτυαλον
συμφέρει , καὶ βήσσειν καὶ πονέειν ἐλαφρῶς , καὶ τὸ πτύαλον λεπτύνεσθαι πρὸς τὰς δὶς ἑπτά : πυρέσσειν δὲ καὶ
τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ καὶ τὰ σίαλα σκληρὰ
5391694 νουσηματος
, ἐξουρέει ἅμα τῷ οὔρῳ αἷμα κατ ' ἀρχὰς τοῦ νουσήματος , ἔπειτα πῦον προϊόντος τοῦ χρόνου . Οὗτος ἢν
μάλιστα φυλάσσεσθαι , κατ ' ἀρχὰς καὶ διὰ παντὸς τοῦ νουσήματος : ὅταν μὲν οἱ πόδες ψυχροὶ ἔωσιν , ἐπισχεῖν
5390382 ῥιγοι
Τουτὶ ἄρα ὡς χρηστόν ἐστι : καὶ ἐρωτῆσαι , μὴ ῥιγοῖ , καὶ εἰ ἐπιβάλλεσθαι βούλεται , καὶ εἴ τι
πιπτούσης ἤρετο ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν τινα γυμνὸν διακαρτεροῦντα εἰ ῥιγοῖ . ὃ δὲ αὐτὸν ἀντήρετο εἰ τὸ μέτωπον ῥιγοῖ
5390248 διηθειν
ἐπιτελῶσιν , οἰκεῖον δὲ τοῖς νεφροῖς ἐστι τὸ διακρίνειν καὶ διηθεῖν τὸ ὀῤῥῶδες ὑγρὸν ἀπὸ τοῦ αἵματος . Ἐκκρίνεται δὲ
, ὡϲ προείρηται , τὸ ὕδωρ καὶ ἑνῶϲαι καὶ οὕτωϲ διηθεῖν καὶ ἡλιοῦν τὰϲ μ ἡμέραϲ . ἁρμόδιον δέ ἐϲτι
5389143 φλεβοτομιη
οἷός τε ἦν , καὶ σφόδρα πικρὴ τὰ πολλά : φλεβοτομίη ἔλυσεν , ὑδροποσίη , μελίκρητον , ἐλλεβόρων πόσιες :
, καὶ τὰ ἐναντία ταῦτα , οἷον κεφαλῆς κάθαρσις , φλεβοτομίη , ὅτε οὐκ εἰκῆ ἀφαιρέεται . Αἱ ἀποστάσιες ,
5384529 ἐπιδιδωσι
πλέον ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ παραμένει , ῥαΐζει δέ πως καὶ ἐπιδίδωσι καὶ αὐτά , κατὰ τὰς τῶν τροφῶν οἰκειότητας :
. ” Αἴσωπος κοχλιαρίῳ ἀνενέγκας τὸν ἕνα κόκκον τοῦ φακοῦ ἐπιδίδωσι τῷ Ξάνθῳ . ὁ Ξάνθος φαγὼν τὸν ἕνα κόκκον

Back