| τὸ λευκὸν ἢ τὸ μουσικόν , πολλῷ μᾶλλον οὐ δυνατὸν συνεισφέρειν τὸ πάνυ ἀντικείμενον τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀναιρετικὸν αὐτοῦ , | ||
| αὐτὸ τὸ συναναιρεῖν καὶ μὴ συναναιρεῖσθαι καὶ συνεισφέρεσθαι καὶ μὴ συνεισφέρειν : ἰδοὺ γὰρ τὸ ζῷον φύσει πρότερον τοῦ ἀνθρώπου |
| γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθεὶς τῶν προσδοκωμένων , | ||
| γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθείς τῶν προσδοκωμένων , |
| τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
| ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
| δεήσει , ἐν ᾗ ἄμεινον ἂν ἴσως βουλεύσαιντο ἢ νῦν βεβούλευνται , παραδόντες ἑαυτοὺς ἡμῖν ταμιεύεσθαι ὥσθ ' ὁπόσοις ἂν | ||
| γὰρ ἐν καλῷ φρονεῖν . Ἦ ταῦτα δή με καὶ βεβούλευνται ποεῖν ; Μάλισθ ' : ὅταν περ οἴκαδ ' |
| τρόπον σώφρονα . Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται , μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους , καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη | ||
| λύετε , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὰς παρανόμους γνώμας , βεβαιοῦτε τῇ πόλει τὴν δημοκρατίαν , κολάζετε τοὺς ὑπεναντίως τοῖς |
| ἱππούροις καὶ οἱ πομπίλοι , σκιᾶς ἐρῶντες ὥσπερ ἐκεῖνοι . Ξύλον δέ τι προσφερὲς ἀτράκτῳ συνεχέσιν ὡπλισμέ - νον ἀγκίστροις | ||
| τοῦ μέτρου . Ξύριον : διὰ τὸ ξέειν ῥᾷον . Ξύλον : διὰ τὸ ξέεσθαι καὶ λεαίνεσθαι . ἢ διὰ |
| ὀργάνοις μέσοις πολλοῖς οἱ θεοὶ χρώμενοι τὰ σημεῖα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιπέμπουσι , δαιμόνων τε ὑπηρεσίαις καὶ ψυχῶν καὶ τῆς φύσεως | ||
| φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν , οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι ; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν |
| , τί μετρεῖς ἢ τί ἱστάνεις : εἶθ ' οὕτως ἐπιδείκνυε τὸν ζυγὸν ἢ τὸν μέδιμνον . ἢ μέχρι τίνος | ||
| ἕνεκα . ἐπιδείκνυ : τὸ προστακτικὸν Ἀττικῶς , ἀντὶ τοῦ ἐπιδείκνυε . τὸ θέμα αὐτοῦ δείκνυμι , ὥσπερ καὶ ὄλλυμι |
| οὖν : Λίαν χρὴ τοῦτο ποιῆσαι . . δρᾶν : Ποιεῖν . χρὴ : Πρέπει . . κάλει : ἀντὶ | ||
| ἔστι , παρέχειν τοὺς θεσμοθέτας καὶ τὰς ἄλλας ἀρχάς . Ποιεῖν δὲ ταῦτα τριῶν ἡμερῶν , ἐπειδὰν δόξῃ τῷ δήμῳ |
| κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ | ||
| κακά , βλαβερά . ταλάντατον . ἀτυχέστατον . ἀποδιοπομπησόμεθα . ἀποδιοπομπεῖσθαί φασι ἀποτρέπεσθαι τὸν προστρόπαιον Δία καὶ οἱονεὶ καθαίρεσθαι τὰ |
| κἀγὼ , τὸν αὐτὸν ἄρ ' , ἔφην , ἐμοὶ βουκολεῖς , ὥστ ' εἰ νικῴη μ ' , οὐκ | ||
| ἐγώ . πῶς λέγεις ; ὥσπερ πέπρακται . μή με βουκολεῖς ὅρα . οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι ; καὶ τί |
| ἐμοῦ νῦν , κατεδιῃτήσασθε , οὔτε πλέον ἂν ἦν ὑμῖν συκοφαντοῦσιν οὐδέν , ἀλλ ' [ εἰ ἠνέγκατε τότε μάρτυρα | ||
| ἐπίστασθε : τὰς δὲ διαθήκας , αἷς οὗτοι πιστεύοντες ἡμᾶς συκοφαντοῦσιν , οὐδεὶς ὑμῶν οἶδε κυρίας γενομένας . Ἔπειτα τὴν |
| βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν | ||
| ' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν |
| τῶν ἐν τοῖς στόμασιν ἑλκῶν πλησίον ἐστὶν ὀστῶν καὶ κίνδυνος σφακελίσαι , σφοδροτάτων δεῖται φαρμάκων , καὶ δεῖ λεαίνοντας τῶν | ||
| τι ἄλλο φλεγμαίνει ἕλκος ἢ μέλλει , καὶ ὅ τι σφακελίσαι κίνδυνος , καὶ τοῖσιν ἕλκεσι καὶ φλέγμασι τοῖσιν ἐν |
| . σκῆψιν οὖν λέγει τὸ ὀμωμοκέναι αὐτῇ . τὸ δὲ ἐξηγοῦ θεούς ἀντὶ τοῦ : ὀνόμαζε τοὺς θεοὺς οὓς βούλει | ||
| πέρι , γένοιτο δ ' οὕτως . τἄλλα δ ' ἐξηγοῦ φίλοις , τοὺς μέν τι ποιεῖν , τοὺς δὲ |
| , πρὸς τὸ παρῳχημένον σύντασσε . ἅπαντες : οἱ ξύμμαχοι βεβαιότεροι : ἐπιστεύομεν ἂν αὐτοῖς βεβαίως μηδὲν καινοτομήσειν εἰς ἡμᾶς | ||
| γενομένων , οὓς οἱ τῆς φύσεως νόμοι τῶν κάτωθεν ὄντες βεβαιότεροι γράφουσιν ἐλευθέρους . ἤδη δέ τινες καὶ προσυπερβάλλοντες εἰς |
| , μήκωνος σπέρματος ⋖ δʹ , τραγακάνθης , κρόκου , γλυκυρίζης ἀνὰ ⋖ δʹ , σμύρνης ⋖ βʹ : ἀναλάμβανε | ||
| δὲ ἐμπύους ἡ ἔσδρα μεγάλως ὠφελεῖ καὶ ὁ χυλὸς τῆς γλυκυρίζης μετὰ χρυσιατικοῦ . Ἡ καρδία οὔτε φλεγμονὴν , οὔτε |
| τῆς πόλεως ; οὐδεὶς ἡμᾶς μισήσειεν ἂν ὁρῶν τιμώσας τοὺς σῴζοντας θεούς . τί τάδε : εἰ μὲν στίξεις εἰς | ||
| δαιμόνων ] τῶν θεῶν . τιμᾶν ] τὸ τιμᾶν τοὺς σῴζοντας θεούς . μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇς : σπλάγχνα λέγεται τὰ |
| εἰσιν , καὶ ὑμεῖς μᾶλλον ἀγανακτήσετε . εἰ γὰρ οἴεσθε ἀποκτείνοντες ἀνθρώπους ἐπισχήσειν τοῦ ὀνειδίζειν τινὰ ὑμῖν ὅτι οὐκ ὀρθῶς | ||
| ἀπαξιοῦντες ὡς οὐ τὰ πρότερά γε κακιοῦσιν : οἵ τε ἀποκτείνοντες ἀπείχοντο καὶ αὐχήματος ὁμοίως καὶ ὀνειδῶν , οὐκ ἔχοντές |
| Ὅλοι λαγωοὶ συναχθέντες εἰς ἕνα βουλὴν βουλεύονται πάντες συμπνιγῆναι . Πάντη γάρ ἐστι δεινὸς ἡμῶν ὁ βίος . Γένος γὰρ | ||
| ἰσχύν : ἐνέρεισαν : ἐνέπηξαν τοὺς ὀδόντας , ἐπεστήριξαν . Πάντη : παντελῶς . πρίουσι : σχίζουσιν . ἄτρομοι : |
| καίπερ ἐπαναστάντων αὐτοῖς τοῖς ὀλιγαρχικοῖς τῶν δημοκρατούντων ὑπὲρ τοῦ μὴ ὀλιγαρχεῖσθαι ἀνεθήσεται : ἀφήσεται . τὰ πράγματα : ἡ ὀλιγαρχία | ||
| . πλὴν ὅσοις . . . : πλὴν ὅσοι ἐβούλοντο ὀλιγαρχεῖσθαι ἐκπληκτικός : ἤγουν ἔκπληξιν ποιῶν τοῖς ἀκούουσιν . ἐφεδρευόντων |
| δυσεντερικοὺς θεραπεύει καὶ χίμετλα ἰᾶται . τὴν δὲ καρδίαν αὐτοῦ ἐνειλήσας βυσσίνῳ ῥάκει καὶ περιάψας τεταρταΐζοντας ἰάσει ἄκρως . Τούτου | ||
| κάλλιον δὲ ποιήσεις , ἐὰν ἕκαστον μῆλον εἰς φύλλα καρύας ἐνειλήσας ἀπόθοιο . φυλάξεις τὰ μῆλα , ἐὰν εἰς χύτρας |
| νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι , δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι , οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες | ||
| τὴν τὰ θύματα κατεσθίουσαν . κοιμῶντες ] πραΰνοντες ἐπὶ τῶι ὀπτῆσαι ἢ θυμιάσαι . τὰ μάσσω ] τὰ μακρά . |
| νοῦν ἔτι ἔχεις . ἀλλ ' ἀνίστασο καὶ βοήθει τοῖς κατισχυομένοις : εἰς σὲ γὰρ ἀποβλέπει τὸ συνέδριον . Ὡς | ||
| παρὰ τῆς βουλῆς ἐλάβετε , τοῖς δ ' ἀδικουμένοις ἢ κατισχυομένοις τῶν πενήτων βοηθεῖν ᾐτήσασθε τοὺς δημάρχους , ἄλλο δὲ |
| εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω , | ||
| τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί |
| ' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν | ||
| ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν . |
| γὰρ κρατῆι τὸ περιέχον συνθλῖβον καὶ μηκέτι θύραθεν εἰσιὸν δυνήται ἀνείργειν , μὴ δυναμένου ἀναπνεῖν , τότε συμβαίνειν τὸν θάνατον | ||
| τοῖς στρατιώταις φασὶν ἐμπεσεῖν ὥστ ' ἔργον εἶναι τοῖς ἡγεμόσιν ἀνείργειν τοὺς στρατιώτας ὠθουμένους εἰς τὸ πρόσθεν . ἐπεὶ μέντοι |
| πύνδαξ : πυθμήν . πυός : τὸ πρωτόρρυτον γάλα καὶ νοστιμώτατον . πυριάτη : θηλυκῶς τὸ πυρίεφθον : οὐχὶ πυρίατος | ||
| ὕπνου κατ ' ἔκλυσιν ; πῖαρ : τὸ λιπαρώτατον καὶ νοστιμώτατον . καὶ πιερὸν τὸ λιπαρόν . | πίλοισι : |
| γυναῖκας : βρίθω γὰρ τὸ βαρῶ . ἢ παρὰ τὸ βαρεῖν τοὺς Ἕλληνας : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας | ||
| ἐστι χρείαν παρασχέσθαι . Μεμπτικὸς δέ ἐστιν ὁ μὴ νομίζεσθαι βαρεῖν προσδεχόμενος . οἷον : Εἰ μὴ παραδέδωκέ σοι μηδέπω |
| ἢ σκόροδον χυλώσας ἔνσταξον εἰς τὸ οὖς , ἢ πράσον χυλώσας χλιαρὸν ἢ ἕψημα χλιαρὸν , ἢ πράσου χυλὸν σὺν | ||
| μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα χυλώσας καὶ μέλιτι μίξας συνέψησον καὶ τούτῳ χρῶ . ἄλλο |
| κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον | ||
| ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς , |
| τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν , | ||
| ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον |
| ' ἑτέρων ἀκούσας , διηγήσομαι . ἴσως γὰρ οὐ μόνον πρεσβυτικὸν πολυλογία καὶ τὸ μηδένα διωθεῖσθαι ῥᾳδίως τῶν ἐμπιπτόντων λόγων | ||
| ὕπτιόν τε καὶ ἀναβεβλημένον παρ ' αὐτῷ καὶ ὅλως τὸ πρεσβυτικὸν καὶ διδασκαλικόν . τῷ δὲ φύσει ἀληθείας ἀμοιρεῖν καὶ |
| ταχείας τὰς ἀναστροφὰς δηλοῖ . παραφυλάσσεσθαι δὲ καὶ τετραγωνίζοντας ἢ διαμετροῦντας τὴν Σελήνην τοὺς κακοποιοὺς δεῖ , τῶν δὲ ἀγαθοποιῶν | ||
| ταχείας τὰς ἀναστροφὰς δηλοῖ . παραφυλάσσεσθαι δὲ καὶ τετραγωνίζοντας ἢ διαμετροῦντας τοὺς κακοποιοὺς δεῖ , τῶν δὲ ἀγαθοποιῶν ἀνακραθέντων αὐτοῖς |
| . πυρφόρον ] φλογώδη . Ξ ἥξειν ] ἐλθεῖν . ἐξεικασμένον ] ὁμοιούμενον . ἐξεικασμένον ] ὡμοιωμένον . Ξ ἐξεικασμένον | ||
| . Ξ ἥξειν ] ἐλθεῖν . ἐξεικασμένον ] ὁμοιούμενον . ἐξεικασμένον ] ὡμοιωμένον . Ξ ἐξεικασμένον ] παρόμοιον . ἐξεικασμένον |
| τοὺς ἔχοντας αὐτὸν σωφρονεῖν . ἀλλὰ τὰς μὲν τούτων φιλονεικίας ἐάσατε χαίρειν , ἃ δὲ ψηφισάμενοι τῇ πόλει σωτήρια καὶ | ||
| πολλῶν λεγομένων ὁ Δημόκριτος ἔφη : ἀλλὰ κἂν τῆς φακῆς ἐάσατε ἡμᾶς μεταλαβεῖν ἢ αὐτῆς γε τῆς χύτρας , μὴ |
| ἀμφισβήτησις : ὥστε πρότερον περὶ τούτων ῥητέον . Ἐπεὶ τοίνυν ὡριζόμεθα τὴν ἀντίφασιν μάχην καταφάσεως καὶ ἀποφάσεως ἀεὶ διαιρουσῶν τὸ | ||
| διαφορὰ ἣν ἐν τοῖς κατ ' ἀρχὰς κατὰ τὸ ἦθος ὡριζόμεθα . οἱ μὲν γὰρ στερεοί τέ εἰσι καὶ ἄρρενες |
| τύλιξον τὸ αἰδοῖον . [ Πρὸς λεπριῶντας ὄνυχας . ] Σίνηπι καὶ ἡδύοσμον ἕψει μετ ' ὄξους καὶ τίθει . | ||
| σαρκὶ ἀπουλοῖ . [ γʹ . Πρὸς ὑπώπια . ] Σίνηπι λεῖαν κηρωτῇ ἀναλαβὼν ἐπιτίθετι . ἄλλο . ὄστρακα τῆς |
| : καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν | ||
| . τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν |
| τῷ τοιούτῳ λόγῳ ὁτὲ μὲν εἰπών : ἀλλὰ τάδ ' ἐκτελέειν , ἅ σε μὴ μετέπειτ ' ἀνιήσῃ , ὁτὲ | ||
| ἀίουσα γήθεεν ἐν φρεσὶ πάμπαν : ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ |
| τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν , | ||
| τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος : |
| ἐγκόνει : ἀντὶ τοῦ σπεῦδε . μέλλοντας γὰρ αὐτοὺς δειπνεῖν ἐπέχεις . Γ ἐγκόνει ] σπεῦδε . κατακωλύεις ] ἤγουν | ||
| ' οἵου . ὦ νεφέλη καὶ σκοτόμαινα , ἣ νῦν ἐπέχεις τὴν Ἑλλάδα . ὦ Δήμητερ , ἣ πάλαι μὲν |
| . φλῶσι : Συντρίβουσι . . συντρίβουσι , θλίβουσι , ξύουσι . . τἀντικνήμια : Ταῖς ἄντζαις . . ἀντικνήμια | ||
| βότρυες δ ' ὑγραντικοὶ καὶ διαχωροῦνται . αἱ δὲ ῥοιαὶ ξύουσι μὲν τὸ ἔντερον , τῷ δὲ στομάχῳ οὐ κακαὶ |
| τυπτέϲθωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυψο τετύφθω Δυ . τέτυφθον τετύφθων Πληθ . τέτυφθε τετύφθωϲαν Ἀορίϲτου καὶ μέλλοντοϲ αʹ | ||
| ἐτύπτοντο Παρακειμένου Ἑν . τέτυμμαι τέτυψαι τέτυπται Δυ . τετύμμεθον τέτυφθον τέτυφθον Πληθ . τετύμμεθα τέτυφθε τετυμμένοι εἰϲίν , καὶ |
| οἴῳ σῆμ ' ἀρίδηλον , ἐπεὶ θρασὺς ἔπλετο θυμῷ . Νόσφι δὲ Θερσίταο λυγρὸν δέμας οὐτιδανοῖο θάψαντες , ποτὶ νῆας | ||
| , πεπραγμένον , τετελειωμένον , δυνατὸν ἀνῦσαι καὶ πληρῶσαι . Νόσφι : χωρὶς , ἄνευ : οὐδὲν δυνατόν ἐστι τοῖς |
| ἔργου Φαραὼ καὶ ἐπενέγκαντα ἐπὶ Φαραὼ τὴν δεκάπληγον διὰ τὸ παρακούειν αὐτόν . ὁρκίζω σε πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον , λαλῆσαι | ||
| οἰκίας , οὔτε σκοποῦ : ἀλλ ' οὐδὲ παρορᾶν οὐδὲ παρακούειν νομίζουσι τὸν σοφόν , οὐδὲ τὸ σύνολον παραπαίειν κατά |
| “ ἔφην ἐγώ , ” ἂν αὐτῷ διδῷς ἀργύριον καὶ πείθῃς ἐκεῖνον , ποιήσει καὶ σὲ σοφόν . “ ” | ||
| τι ἐθέλεις αἴτει καὶ λάμβανε . ὅ τι γὰρ ἂν πείθῃς ἐμὲ ἔσται σοι . καὶ τοῦ λοιποῦ ὅταν πέμπῃς |
| οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν | ||
| τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον |
| δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι . | ||
| τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι |
| ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε | ||
| μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ |
| ἡ γὰρ πο συλλαβὴ βραχεῖα . τὸ θʹ τροχαϊκὸν Εὐριπίδειον διαλυθέν . τὸ ιʹ ἐπιωνικὸν ὅμοιον τῷ γʹ . τὸ | ||
| ἡ γὰρ πο συλλαβὴ βραχεῖα . τὸ θʹ τροχαϊκὸν Εὐριπίδειον διαλυθέν . τὸ ιʹ ἐπιωνικὸν ὅμοιον τῷ γʹ . τὸ |
| τὸν δὲ αὐχένα μακρὸν ἔχον καὶ περιφερεῖς τὰς πλευρὰς καὶ πτερωτὰς ὑπὸ τῆς φύσεως δεδημιούργηται . καὶ κεφάλιον μὲν ἀσθενὲς | ||
| δὲ ὅλον : εἶδον , φησίν , αὐτὰς ἐν γραφῆι πτερωτὰς , ἀλλ ' οὐχ ἁρπακτικάς . Βδελύτροποι : ἃς |
| ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν . | ||
| τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς |
| λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . . | ||
| , ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ |
| κατηγορεῖν ἐψηφίσαντο . δεῖ δὴ τοὺς νοῦν ἔχοντας ἅπαντα ταῦτα προορᾶσθαι , καὶ μὴ καθάπερ τοὺς ἀπείρους ἐν τῷ μάχεσθαι | ||
| τοῖς παρεληλυθόσι κινδύνοις σωτῆρας γενομένους τῆς Ἑλλάδος περὶ τῶν μελλόντων προορᾶσθαι . οὐ τοίνυν ὁ ἐπιὼν καιρὸς τοῦ παρόντος βελτίων |
| τῶν ἐσθιόντων τὸ μέλι , ὥς φησιν Ἡσίοδος : κηφήνεσσι κοθούροις ἴκελος ὁρμήν . ἀπ ' Αἰγίλω : Αἴγιλα δῆμος | ||
| τὸ κέντρονκαὶ γὰρ καὶ ἀργὸς καὶ ἄκεντρος : ἢ τὸ κοθούροις ἀντὶ τοῦ κόρου πλήθουσι . καταγέλαστος γὰρ ἂν εἴη |
| ἱκανὸν γὰρ ἦν εἰπεῖν : Εἰς Ἀΐδαο δόμον κατέβη . Μιν ] Αὐτὸν τὸν Ἀπόλλωνα : τὸ δὲ χόλος μέχρι | ||
| ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος : ἑλκύσας . Ἀνέδυ : |
| ] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι | ||
| ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην . |
| ὀξύτης τοῦ δόρατος καὶ τοῦ ἔγχους τὸ κοντάριον : ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκήχηκα ἠκηχημένος . οὔτι : ὡς μηδέ . σιδήρου | ||
| . πρόσκειται „ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς „ διὰ τὸ ἀκαχῶ ἀκαχήσω ἠκάχημαι ἀκαχημένος . . . . Αἱ εἰς Η |
| Τί αὐτὸν καλεῖς , ἄνθρωπε ; οὐκ , ἂν μὴ καλέσῃς , ἥξει ; Τῷ υἱεῖ πρὸς Αἰγυπτίους ἀπαίροντι καὶ | ||
| μέν γε πειρῶνται λανθάνειν καὶ ἃ τολμῶσιν ἀρνοῦνται , κἂν καλέσῃς λῃστήν , ὕβρισας , οἱ δὲ φιλοτιμοῦνται καὶ σεμνύνονται |
| ἄπειρος ἡ οὐσία : ἔνθέν που καὶ οἱ διώκοντες ταῦτα ἐμπλησθέντες αὐτῶν διψῶσιν μᾶλλον : ἔλαττον γὰρ τὸ ληφθὲν τοῦ | ||
| καὶ ἀπερείδεσθαι , ὡς ἂν μὴ ἀθρόας τῆς ἀληθινῆς μαρμαρυγῆς ἐμπλησθέντες σκότου μᾶλλον ἢ αὐγῆς ἀπολαύσειαν . καὶ ἐμοὶ μὲν |
| , ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς | ||
| οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί |
| καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ | ||
| αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ |
| ταῖς φαντασίαις εὐαρεστήσας προφητεύῃ διὰ τῶν ὀνείρων τὰ μέλλοντα . Δυσὶ δὲ μόναις ἡμέραις ἐπιτρέπει τὴν χρῆσιν τῆς τοῦ σωτηρίου | ||
| καὶ μένει τὰ μείζονα τῶν ἐλασσόνων τριπλάσια . η . Δυσὶ δοθεῖσιν ἀριθμοῖς προσθεῖναι τὸν αὐτὸν ἀριθμὸν καὶ ποιεῖν τοὺς |
| σοι ποταπῶν . ἔπειτ ' ἂν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς , ἐπράξατ ' Αἰγιναῖον . Ξέναρχος : οἱ ποιηταὶ λῆρός εἰσιν | ||
| ἐβοῶμεν ; τὸ κύβιον τριωβόλου . ονεῖν κεχειρῶν γε οὐκ ἐπράξατ ' οὐδὲ ἕν . οὐκ οἶσθας , ὦ μακάριε |
| καὶ ἡ ἀετῶν σεμνότης . μέλλοντος δὲ ἤδη τοῦ Διὸς ἐγχειρίζειν αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἡ γλαῦξ ἰδοῦσα τὸ ἑαυτῆς ἐν | ||
| μὲν οἰομένων δεῖν τὴν στρατηγίαν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν ἐγχειρίζειν Ἡρακλείδῃ διὰ τὸ τοῦτον δοκεῖν μηδέποτ ' ἂν ἐπιθέσθαι |
| οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως | ||
| . . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . |
| σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι | ||
| σοι τόδε , . ξυναίρεσθαι ] γρ . ξυνάρασθαι . συναίρομαι τὸ συλλαμβάνω καὶ τὸ συμβοηθῶ . συμβοηθῆσαι , ὑπουργῆσαι |
| τῷ μὲν ] ἤγουν τῷ δήμῳ . Γ τὴν ῥᾳδιουργίαν ἐπεξηγούμενος τῶν τροφῶν , “ ὥσπερ αἱ τίτθαι σιτίζεις ” | ||
| τοῦτο μήτε οὗ λέγων τὸ τίνος ἕνεκα . ὥσπερ γὰρ ἐπεξηγούμενος τὰ προειρημένα προσέθηκε τὸ τίνα τύπτει : ἢ καὶ |
| ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ ' ἀσταχύων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν ἐγχειρούντων μείζοσιν ἢ καθ ' ἑαυτούς | ||
| πόλεμος : ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως τὰ πράγματα κατορθούντων . Ἀδύνατα θηρᾷς : ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων . Ἀδεὲς δέος |
| καὶ διαφόροις αἰτίαις ἀδιαφόρως διατεθέντες λανθάνουσι τὴν καθαρὰν αὐτῶν ὑγίειαν ἀπολλύντες δυσκρασίαις τισὶ καὶ κατάρροις καὶ ἀπεψίαις καὶ ἐμφράξεσι , | ||
| Λακεδαιμονίοις τοὺς ἐκείνους ἑβδομήκοντα ναῦς ἀφελομένους καὶ νενικηκότας , τούτους ἀπολλύντες ἀκρίτους παρὰ τὸν νόμον . τί δὲ καὶ δεδιότες |
| τριτάτῳ , ἑξήντα τριὰ , ἑβδομήντα τριὰ , ἕκτον τῶν ὀγδοήντα . Ὁ δεύτερος δὲ δεκανὸς πένητας καὶ ἀρρώστους , | ||
| τὸ τρίτον , σὺν τούτοις καὶ τὸ ἕβδομον πάλι τῶν ὀγδοήντα . Εἰς δὲ τὸ μεσεμβόλημα γεννώμενος ὁ τάλας συντόμως |
| εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν | ||
| εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον , |
| τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται | ||
| κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς |
| διεγείρει . ἐποτρύνει ] παρακινεῖ . ἐποτρύνει ] ἐπεγείρει . πικρόκαρπον ] οὗ πικρὸς καρπὸς ἤτοι τέλος : θάνατος γάρ | ||
| γένος . ὠμοδακής ς ' ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ - νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν αἵματος οὐ θεμιστοῦ . φίλου γὰρ ἐχθρά |
| : Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ||
| ] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος |
| κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα | ||
| κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] κηρυγμάτων . γνῶθι |
| , τὰ παρ ' οὖς ἀνίστησιν . Οἱ ἐκ μακρῶν ἀναλαμβάνοντες , εὔσιτοι , μηδὲν ἐπιδιδόντες , ὑποστρέφουσι κακοηθέως . | ||
| κατασκευάζοντες ὅλως τὰ πράγματα , ὥσπερ οἱ τὰς πεπονηκυίας οἰκίας ἀναλαμβάνοντες . κἂν ἐμοὶ πεισθῆτε καὶ κατάσχητε ὑμᾶς αὐτοὺς , |
| : ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ ζῷον . Κενὰ κενοὶ βουλεύονται | ||
| . Κενοὶ κενὰ βουλεύονται . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ ζῶον . Κριὸς τὰ τροφεῖα |
| πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . | ||
| πλάσσε τροχίσκους . δίδου ὕδατι ⋖ α ἢ τριώβολον . Ἡπατικόν . Ἀλόης ⋖ β , γλαυκίου ⋖ δ . |
| τοῦτο γένοιτ ' ἄν , ὡς μὴ ἐπικρατῇ σου τὸ Ψεῦδος μηδὲ ὑπὸ τῇ Ἀγνοίᾳ λανθάνωσιν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνδρῶν | ||
| αὐτῶν καλοῦνται Λύπη , Πονηρία , Ἀσέλγεια , Ὀξυχολία , Ψεῦδος , Ἀφροσύνη , Καταλαλιά , Μῖσος . ταῦτα τὰ |
| . ἀνοήμονες οὐδέν ' ἁνδάνουσιν ἐν ὅληι τῆι βιοτῆι . ἀνοήμονες ζωῆς ὀρέγονται [ γήραος ] θάνατον δεδοικότες . ἀνοήμονες | ||
| ἀνοήμονες τὸ ζῆν ὡς στυγέοντες ζῆν ἐθέλουσι δείματι ἀίδεω . ἀνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῆι . ἀνοήμονες δηναιότητος ὀρέγονται οὐ |
| οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον : | ||
| . ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα |
| δικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε . λέγεται δὲ παιδικὸν καὶ τὸ παιδαριῶδες , οἷον τὸ ἁρμόζον παιδί . ἡ δὲ λέξις | ||
| θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες , βοσκηματῶδες , παιδαριῶδες , βλακικόν , κίβδηλον , βωμολόχον , καπηλικόν , |
| ἐπουρανίων θεῶν ἡγούμενον , ὅν φησι νοῦν εἶναι αὐτὸν ἑαυτὸν νοοῦντα καὶ τὰς νοήσεις εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφοντα : τούτου δὲ | ||
| Ὥσπερ δὲ ἐπὶ τῶν ἄλλων οὐκ ἔστι τι νοεῖν ἄλλο νοοῦντα καὶ πρὸς ἄλλῳ ὄντα , ἀλλὰ δεῖ μηδὲν προσάπτειν |
| , τὸ δ ' ἀνανδρότερον ἑπόμενον : οὓς δὴ ἀφομοιοῦμεν κηφῆσι , τοὺς μὲν κέντρα ἔχουσι , τοὺς δὲ ἀκέντροις | ||
| , ἀλλὰ διὰ τὴν εὔνοιαν ἀγάπα . Ἐοίκασιν οἱ κόλακες κηφῆσι : καὶ γὰρ ἀργοὶ καὶ ἄκεντροι καὶ τοὺς ἀλλοτρίους |
| τῇ λώβῃ διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον | ||
| Ἀλλὰ γὰρ ἅλις μὲν ἤδη δακρύων , σὺ δ ' εὐτυχοίης , καὶ μὴ μόνον πολιτείαν ἅπασαν , ἀλλὰ καὶ |
| τοῦτο δίκαιον ἑώρων μόνον , ἐπεὶ πάντα γε εἰ καθαρῶς ἐξήταζον , οὐδεὶς ἂν Ἑλλήνων τότ ' ἦν ἐν Σαλαμῖνι | ||
| λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους . καὶ τί ποτ ' ἄρ |
| νϚʹ γοʹʹ Ἄβου ποταμοῦ ἐκβολαί καʹ νϚʹ ∠ ʹʹ Μεταρὶς εἴσχυσις κʹ ∠ ʹʹ νεʹ γοʹʹ Γαριέννου ποταμοῦ ἐκβολαί κʹ | ||
| δεκτικὰ τῶν ὑγρῶν ἀγγεῖα , ἵνα οὕτως ἡ τῶν ὑγρῶν εἴσχυσις γένηται , οὕτω δεῖ πρῶτον ἡμᾶς τὰ κεφάλαια τὰ |
| . Ἦ πού τι χαλεπόν ἐστι τὸ ψευδῆ λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν | ||
| οἱ ἄλλοι δέ . ἐρχθέντες : κρατηθέντες , ἐμπλακέντες . Πικρόν : ἐλεεινόν . ἀνέτλησαν : ὑπέμειναν , ὑπὸ τῶν |
| κέχρησο τῷ διὰ τοῦ κονδίτου . ἔχει δὲ οὕτω : Ναρδοστάχυος . . . . οὐγ . αʹ φοῦ . | ||
| εἴη χρονία ἡ βὴξ καὶ πῦον εἴη τὸ περιεχόμενον . Ναρδοστάχυος . . . . οὐγ . αʹ κρόκου . |
| Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία . | ||
| τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ |
| λέγομεν χρηστὰ πράγματα ἔχοντες ἐν χερσίν , ἀλλ ' οὐκ ἀναπτύξαντες αὑτοὺς καὶ τὼ χεῖρε περιβάλλοντες ἀλλήλοις ἄπιμεν εἰς τὴν | ||
| στόματος τῆς ἀδελφῆς . οἱ δὲ εὑρόντες τὸν μόλιβον καὶ ἀναπτύξαντες ἀναγινώσκουσι νύκτωρ ἐπίθεσθε τοῖς πολεμίοις διὰ τὴν ἑορτὴν μεθύουσι |
| οὐδενός . θάρρει οὖν , ὦ Ξανθίππη , καὶ μηδὲν καταβάλῃς τῶν Σωκράτους καλῶν , εἰδυῖα ὡς μέγα τι ἡμῖν | ||
| οὐκ ἀποπίπτουσιν , εἰ περὶ τὴν ῥίζαν κόψας ἁλὸς χοίνικα καταβάλῃς , καὶ τῇ γῇ καταχώσῃς . Τὰ σῦκα οὐ |
| τὸ βλαυτίον . καὶ ὃς οὐθέν , ἔφη , πλεῖον καταράσομαι τῷ κλέψαντι ἢ ἁρμόσαι αὐτῷ τὸ σανδάλιον . ὅτι | ||
| βλαυτίον . Καὶ ὃς , Οὐδὲν , ἔφη , πλεῖον καταράσομαι τῷ κλέψαντι , ἢ ἁρμόσαι αὐτῷ τὸ σανδάλιον . |
| . ταῦτ ' ἀξιῶ : εἴτ ' ὀρνιθάριον , τὸ περιστέριον , τὸ γαστρίον . μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας | ||
| ἀγοραῖον , ἀλλὰ τὸν τῶν ἱππέων . Ἀλλ ' ὦ περιστέριον ὅμοιον Κλεισθένει , πέτου , κόμισον δέ μ ' |
| ἐόντα . ἤδη τοίνυν τὸ ἐνθένδε αὐτοὶ τῶν ἐπέων ἀκούοντες κρινεῖτε . ἱεροποιΐην γὰρ ἢ τὴν κρατίστην ἐξευρὼν ἐποίησεν ἢ | ||
| δ ' οὐδ ' ὁτιοῦν τὰ πράγματ ' ἔσται , κρινεῖτε δ ' ὃν ἂν βούλησθ ' ὀργισθέντες . ἐγὼ |
| τοσαύτην πρόνοιαν ἔχειν , ὅπως ἀκούσαντες πάντων τῶν λεγομένων εὐόρκως θῆσθε τὴν ψῆφον , ὑμᾶς δὲ περὶ τούτων οὕτως ὀλιγώρως | ||
| καὶ μνημονεύετε , ἕως ἂν ψηφίσησθε , ἵν ' εὔορκον θῆσθε τὴν ψῆφον κατὰ τῶν τὰ πονηρὰ συμβουλευόντων . θαυμάζω |
| : γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | ||
| ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . |
| ἐπὶ θάλασσαν , τόν τε μισθὸν ἀποδοὺς αὐτοῖς ἐντελῆ τὸν ξυντεταγμένον καὶ δισχίλια παρ ' αὑτοῦ τάλαντα ἐπιδούς : ὅστις | ||
| . τὸ δὲ ἱππικὸν ξύμπαν κατὰ εἴλας καὶ λόχους ὀκτὼ ξυντεταγμένον ἐφεστάτω τοῖς πεζοῖς , τὸ μὲν τοῖς κέρασιν ἑκατέροις |
| γονέων τέκνων καὶ τὰ ἑξῆς , τοὺς καταβλάπτοντας ἀστέρας ἢ ὠφελοῦντας καὶ περὶ τίνων ἕκαστος δύναται ἀποτελεῖν , ἵνα μὴ | ||
| . καλὸς γὰρ ἀστοῖς στέφανος Ἑλλήνων ὕπο ἄνδρ ' ἐσθλὸν ὠφελοῦντας εὐκλείας τυχεῖν . κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας |