Νυσαίου : Νυσαῖος ὁ τυραννήσας ὕστερον Συρακοσίων ὥσπερ ἐπὶ θανάτῳ συνειλημμένος καὶ προειδὼς ὅτι μῆνας ὀλίγους ἤμελλε ἐπιβιώσεσθαι γαστριζόμενος καὶ
αἰσχύνῃ , ἔφη , σὺ ὁ τηλικοῦτος ὑπὸ τοῦ χείρονος συνειλημμένος , ἐπειδὴ γαστρὸς ἥττων καὶ αἰδοίων ἐγένου ; Ἀλλ
6584749 Κλειτος
ἐλέγοντο ἄνθρωποι , καὶ οὐ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν . Κλειτὸς , ὁ ἔνδοξος : ΚΛΥΤΟΣ δὲ , ὁ ἐξάκουστος
ἔλαχον δι ' ὁμωνυμίαν τὰς Μέμφιδος οἱ ἐκ Τυρίας , Κλειτὸς Κλειτήν , Σθένελος Σθενέλην , Χρύσιππος Χρυσίππην . οἱ
6581219 τετελεσμενοις
. πεφονευμένοις . ἐπὶ τοῖς . ποιήσω τοῦτο δηλονότι . τετελεσμένοις πράγμασι ποιήσω ταῦτα . ποιήσω ταῦτα τετελεσμένοις πράγμασι .
τοῦτο δηλονότι . τετελεσμένοις πράγμασι ποιήσω ταῦτα . ποιήσω ταῦτα τετελεσμένοις πράγμασι . εἰς τὸ ἑξῆς . εἰς τὸ ἐπίλοιπον
6547824 ἡπατια
ὠνομασμένους εὕρομεν ἐν ταῖς Ἀριστοφῶντος Διδύμαις ἢ Πυραύνῳ ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών
ἅπαντα φαίνει τὰ κακὰ καὶ τὰ δυσχερῆ . Ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών
6475556 Λελεγεσσι
Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος , „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . „ ταῦτα μὲν οὖν τοιαύτην τινὰ
ἅτε τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἔτι περιόντος „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ” ἀνάσσει , „ καὶ τῆς πόλεως οὐ
6454932 Νυσαιου
ὑπὸ μέθης τυραννοῦντα ἀποσφαγῆναι . . : περὶ δὲ τοῦ Νυσαίου καὶ τάδε γράφει : Νυσαῖος ὁ Διονυσίου τοῦ προτέρου
Διονυσίου φησὶν ὑπὸ μέθης τυραννοῦντα ἀποσφαγῆναι . περὶ δὲ τοῦ Νυσαίου καὶ τάδε γράφει : Νυσαῖος ὁ Διονυσίου τοῦ προτέρου
6425062 προσηνεχθη
δὲ μνησικακήσας μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ βασιλέως ὅτε πλέων ἀκουσίως προσηνέχθη τῇ Κύπρῳ ὁ Ἀνάξαρχος , συλλαβὼν αὐτὸν καὶ εἰς
Περσεῖ . ἀλλ ' ἡ σύγκλητος ἀμνησικάκως καὶ μεγαλοψύχως αὐτοῖς προσηνέχθη , τὴν ἐλευθερίαν ἀντὶ δουλείας χαρισαμένη . ὁμοίως δὲ
6424584 συνεξηλθεν
ὧν ἱππαρχεῖν ἠξίωσε παρ ' ὑμῖν ἱππέων , τούτοις οὐ συνεξῆλθεν . εἰ δ ' ἐν τῇ θαλάττῃ κίνδυνός τις
ὡς ἐπὶ τούτου : διδύμων ἀδελφῶν ὁ ἕτερος ἐφυγαδεύθη , συνεξῆλθεν αὐτῷ καὶ ὁ ἕτερος : μετὰ ταῦτα ἐλθόντα αὐτὸν
6419850 Ποτιδαιᾳ
δὲ τοῖς ἀπὸ ἱστορίας οὕτω : κρίνονται Ἀθηναῖοι ἀσεβείας ἐπὶ Ποτιδαίᾳ : ὅτι Ἀθηναῖοι ἀρχῆθεν ἀσεβεῖς , καὶ ὅτι Λακεδαιμόνιοι
καὶ βακτηρίᾳ ; ποίας δὲ μάχης ἀριστεῖα Σωκράτης λαβὼν ἐν Ποτιδαίᾳ Ἀλκιβιάδῃ παρεχώρησεν , ὥς φησι Πλάτων ; καὶ τί
6402901 Ἀλτεω
” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος , „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . „ ταῦτα μὲν
ἐστὶν ἡ τῶν Λελέγων , καὶ αὕτη Τρωική , ” Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . ” οὗ τῇ
6401568 ἀνηλωσα
παρὰ τῶν φίλων τῆς πόλεως λαβὼν τριακοσίους στατῆρας Φωκαιᾶς , ἀνήλωσα εἰς τοὺς στρατιώτας , ἵνα πρᾶξίς τις πραχθείη καὶ
ἐπὶ δὲ Εὐκλείδου ἄρχοντος κωμῳδοῖς χορηγῶν Κηφισοδώρῳ ἐνίκων , καὶ ἀνήλωσα σὺν τῇ τῆς σκευῆς ἀναθέσει ἑκκαίδεκα μνᾶς , καὶ
6391453 ἐπαυετο
πρὸς γοῦν τὸν Ἀλέξανδρον καὶ πρὸς ἡμᾶς γε λέγων οὐδὲν ἐπαύετο τοσούτων ὄντων τῶν αὐτῷ προσπεφοιτηκότων μηδένα οὕτως πώποτε θαυμάσαι
. τηθὴν ἐλύπει δακρύον παιδίον . ὡς δὲ ἐνοχλούμενον οὐκ ἐπαύετο , ἠπείλει λύκῳ παραβαλεῖν , εἰ μὴ παύσαιτο .
6386408 Φαυλλος
, στλεγγίδια χρυσᾶ τέσσαρα . τῇ Δεινιάδου δὲ αὐλητρίδι Βρομιάδι Φάυλλος καρχήσιον ἀργυροῦν Φωκαέων καὶ στέφανον χρυσοῦν κιττοῦ Πεπαρηθίων .
τὴν ἐκ τοῦ κέρδους λυσιτέλειαν . ὁ δ ' οὖν Φάυλλος μετὰ τῆς δυνάμεως ἐστράτευσεν εἰς τὴν Βοιωτίαν καὶ περὶ
6367867 πολλοστος
πεπληθυσμένοι πάλαι λεγόμενον , νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ οὐδαμινοί . πολλοστὸς οὐχ ὡς πάλαι ὁ πολύς , ὁ ἔνδοξος ,
αὐτῶν γίγνεται Λεωκράτης ὁ πατὴρ Λεωστράτου τουτουί , σκέψασθε ὡς πολλοστὸς εἰς τὴν τοῦ Ἀρχιάδου συγγένειαν προσήκων , ὑπὲρ οὗ
6335664 ἐχρηματιζε
ἐπὶ πλέον , εἶθ ' ἑσπέρας πάλιν ἀφυπνιζόμενος ἐπέπινεν . ἐχρημάτιζε δὲ νήφων μὲν βραχέα τελέως , μεθύων δὲ τὰ
τὴν δόξαν ἐν Χαλκηδόνι γάμου λαμπροῦ πένης ὢν ἔτυχε καὶ ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος : Μιθριδάτην δὲ θεραπεύσας τὸν Εὐπάτορα συναπῆρεν εἰς
6331540 συνελαβεν
οἷσπερ οὓς ἠγγυήσαντο . Ἡ δὲ βουλὴ ἐξελθοῦσα ἐν ἀπορρήτῳ συνέλαβεν ἡμᾶς καὶ ἔδησεν ἐν τοῖς ξύλοις . Ἀνακαλέσαντες δὲ
γάμων καὶ τοῦ δείπνου τελεσθέντος εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ πρὸς Ἀσενὲθ καὶ συνέλαβεν Ἀσενὲθ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ . Καὶ ἔτεκε τὸν Μανασσῆ
6319291 χαλεπωτατοις
' οὐδενὶ τῶν μετρίων , ἀλλ ' ἐπὶ πᾶσι τοῖς χαλεπωτάτοις . Τέως μὲν οὖν προσεῖχον τοῖς λόγοις οἱ παρόντες
κρατήσασα αὐτῶν καὶ παραλαβοῦσα τοῖς πόνοις παραδίδωσι τοῖς ἐχθίστοις καὶ χαλεπωτάτοις . τοῦτον δὴ τὸν ἀγῶνα ἐμοὶ καρτεροῦντι καὶ παραβαλλομένῳ
6311502 τετελευτηκεν
τιμᾶν ὥστε τοσούτων ὅσων ἀκηκόατ ' ἀξιοῦν , ἐπειδὴ δὲ τετελεύτηκεν , [ μηδεμίαν ποιησαμένους τούτων μνείαν ] ἀφελέσθαι τι
ὁ δ ' ἐγκαταλειφθεὶς ὑπὸ τούτου τελευταῖος ἁπάντων τῶν εἰσποιηθέντων τετελεύτηκεν ἄπαις , ὥστε γίγνεται ἔρημος ὁ οἶκος , καὶ
6311244 πενεστης
οὐκ ἄξιον δειλὸν κεκλῆσθαι καὶ νοσεῖν αἰσχρὰν νόσον . λάτρις πενέστης ἁμὸς ἀρχαίων δόμων πολλοῖσι δούλοις τοὔνομ ' αἰσχρόν ,
' εἶ σύ ; ποῦ σοι συντυχὼν ἀμνημονῶ ; Ὕλλου πενέστης : οὔ με γιγνώσκεις ὁρῶν ; ὦ φίλταθ '
6297771 Φιλαργυρος
καὶ βουλβάν . Φιλάργυρος διαθήκας γράφων ἑαυτὸν κληρονόμον ἔταξεν . Φιλάργυρος ἐρωτώμενος , διὰ τί ἄλλο οὐθὲν ἢ μόνον ἐλαίας
δικαίου τυγχάνουσι : δυςχερὲς γὰρ ἀπὸ τοῦ συμφέροντος ἐμπεσεῖν . Φιλάργυρος πωλήσας χωρίον , τοῦ πριαμένου αὐτὸ θησαυρὸν εὑρόντος ,
6295732 δολοφονησας
ἔχων τὴν ἡγεμονίαν Αἴτνην μὲν κατελάβετο , τὸν ἡγούμενον αὐτῆς δολοφονήσας , εἰς δὲ τὴν Ἀκραγαντίνων χώραν ἀναζεύξας μετὰ δυνάμεως
, ἀποσφάξας , ἀποκτείνας , ἀποχρησάμενος διαχρησάμενος , καθελών , δολοφονήσας : ἐπὶ δὲ τοῦ ἀναιρεθέντος ἀνῃρέθη , ἀπεσφάγη ,
6294699 Ἐπαμεινονος
' ἀποθνῄσκει κατὰ τὸ τρίτον ἔτος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου ἄρχοντος Ἐπαμείνονος , ἐφ ' οὗ τελευτᾷ . . . .
τοῦ δράματος ὑπόκειται * * ἐν Ἀθήναις . ἐδιδάχθη ἐπὶ Ἐπαμείνονος ἄρχοντος ὀλυμπιάδι πζ ἔτει δ . πρῶτος Εὐριπίδης ,
6288715 ἐπωλησεν
“ σκευάρια δὴ κλέψας ἀπεκήρυξ ' ” ἐκφέρων , “ ἐπώλησεν . Ἀπόκρισις : ἡ ἀπολογία : Λυσίας . καὶ
. Μένανδρος : ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρύξαι δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ
6275716 Βαβυλωνιοις
κατὰ τοὺς χρόνους Βασιλείου τοῦ αὐτοκράτορος καὶ πολεμῶν Ἰνδοῖς καὶ Βαβυλωνίοις , ἐπειδὴ πρὸς τὸ κατόπιν ἑώρα χωροῦντα ἑαυτῷ τὰ
λακωνίζω καὶ λακωνιστής . λέγεται καὶ λακεδαιμονιάζω , ὡς Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . λέγεται καὶ Λακεδαίμονάδε ἐπίρρημα . Λακέρεια , πόλις
6261200 Ἱππονους
χρυσοῦν ἄορ κρατῶν . Βελλεροφόντης δὲ ὁ Κορίνθιος ὁ καὶ Ἱππόνους καλούμενος ἀνὴρ ὑπάρχων Φρυγίας † ἄκων ἀνελών τινα Κορίνθιον
: ἐπὶ τῶν προξενούντων ἑαυτοῖς τι κακόν . Βελλεροφόντης πρότερον Ἱππόνους ἐκαλεῖτο : ἀνελὼν δὲ Βέλλερον τῶν Κορινθίων δυναστὴν Βελλεροφόντης
6256102 ἡμικακον
δὲ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν λεκτέον καὶ ἔπιπλα . Οὐχ ἡμίκακον , ἀλλ ' ἡμιμόχθηρον φαθί . Ἔμελλον ποιῆσαι ,
ἐνδαές ἐνεκότουν ἔλυτρα ἐνόλμιος ἕξπηχυς ἔπηλις ἐπιστατεῖν ἐπίφατος εὐορνιθίαν εὐτύχεια ἡμίκακον θαλαμιός θήλεια θήλυδος ἐθράχθη ἴδριδα κέκονα καῦρος Κερβέριοι κινάκης
6238903 Ὀλυνθιον
γενόμενον καὶ φθειριάσαντα . . . : Καλλισθένην δὲ τὸν Ὀλύνθιον Ἀριστοτέλους τε τῶν λόγων διακηκοότα καὶ τὸν τρόπον ὄντα
ἡμέραις ἐκ Βαβυλῶνος , πρὸς δὲ τούτοις Ἀνδρόνικόν τε τὸν Ὀλύνθιον καὶ Φίλιππον , ἄνδρας πρεσβυτέρους καὶ συνεστρατευκότας Ἀλεξάνδρῳ πᾶσαν
6230824 Θηβαϊκῳ
. . . . Ε , : Φασὶν ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ Τυδέα τρωθέντα ὑπὸ Μελανίππου τοῦ Ἀστακοῦ σφόδρα ἀγανακτῆσαι
γῆς . τοῦ κρατοβρῶτος τοῦ Τυδέως , ἐπειδὴ ἐν τῷ Θηβαϊκῷ πολέμῳ λέγεται ὁ Τυδεὺς τὴν κεφαλὴν τοῦ Μελανίππου κατεδηδοκέναι
6230197 ἀποδημει
: ἐπὶ τῶν καταχαριζομένων τὰ πατρῷα εἴωθε λέγεσθαι . Παρὼν ἀποδημεῖ : ἐπὶ τῶν αἴσθησιν ἑαυτοῖς μηδεμίαν παρεχόντων . Ἀριστοφάνης
μηδεμίαν παρεχόντων . Ἀριστοφάνης : ὁ νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Πατῆσαι : ἐνδιατρῖψαι , ἀφικέσθαι . Ἀριστοφάνης :
6224125 Λακριτος
, ἀλλ ' ἀπόλωλεν ἅπαντα τὰ χρήματα : καὶ ἔφη Λάκριτος δίκαιόν τι ἔχειν λέγειν περὶ τούτων . καὶ ἡμεῖς
Λεωκύδης , Θρασυμήδης , Εὔφημος , Προκλῆς , Ἀντιμένης , Λάκριτος , Δαμοτάγης , Πύρρων , Ῥηξίβιος , Ἀλώπεκος ,
6213533 πραιτωριων
πλέον ἦν ἐκ τῆς ἐπιφανοῦς συμμορίας , συγκλητικῶν τε καὶ πραιτωρίων καὶ ὑπατικῶν καὶ τῶν ἐν ἐπαρχίαις πολέμους τε νενικηκότων
, ἔχων μεθ ' ἑαυτοῦ Ἀνατόλιον μάγιστρον καὶ Σαλούστιον ἔπαρχον πραιτωρίων καὶ τοὺς στρατηλάτας αὐτοῦ , ἀνελθὼν ἐν ὑψηλῷ βήματι
6211311 ἀποβας
ἄλλας τε ναῦς καὶ ὁπλίτας . αὐτὸς δὲ τῆς νυκτὸς ἀποβὰς εἰς τὴν Αἴγιναν πορρωτέρω τοῦ Ἡρακλείου ἐν κοίλῳ χωρίῳ
παιδὶ παραδοῦναι , καὶ διὰ τοῦτο ἦλθεν εἰς Ῥόδον . ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς σὺν τοῖς ἥρωσι κατά τινα τῆς
6194199 δειλαιε
ὑποκοριστικόν . γέροντα δὲ τὸν πατέρα Αἴγωνος λέγει . ὦ δειλαῖε : οὐχ ὡς λοιδορῶν , ἀλλ ' ὑποκοριζόμενος καὶ
ὑποκοριστικόν . γέροντα δὲ τὸν πατέρα Αἴγωνος λέγει . ὦ δειλαῖε : οὐχ ὡς λοιδορῶν , ἀλλ ' ὑποκοριζόμενος καὶ
6185756 Παναιτιον
τῶν ὀρχιπέδων , οὐδὲ ἐγὼ τῶν τριχῶν . ἔοικε δὲ Παναίτιον κωμῳδεῖν , . πίθηκον δὲ αὐτὸν εἶπε διὰ τὸ
Ἄρχιππον , Διογένη , Πολύστρατον , Ἀριστομένη , Οἰωνίαν , Παναίτιον . Πρώτη μέν , ὦ ἄνδρες , μήνυσις ἐγένετο
6174993 ἐπιβουλευομενος
οἰκίᾳ , τρισκαίδεκα δ ' ἐν ταῖς ἀβουλήτοις συντυχίαις , ἐπιβουλευόμενος , πιπρασκόμενος , δουλεύων , συκοφαντούμενος , ἐν δεσμωτηρίῳ
δὲ συνέδριον τῶν φίλων ἀθροίσας εἶπεν ἐν μέσοις , ὡς ἐπιβουλευόμενος καὶ πρότερον ὑπὸ Καίσαρος οὐκ ἀγνοοίη , ἐπειδὴ δ
6174870 γαστριζομενος
ἐπὶ θανάτῳ συνειλημμένος καὶ προειδὼς ὅτι μῆνας ὀλίγους ἤμελλε ἐπιβιώσεσθαι γαστριζόμενος καὶ μεθύων διῆγεν . ἐν δὲ τῇ τριακοστῇ ἐνάτῃ
ἐπὶ θανάτωι συνειλημμένος καὶ προειδὼς ὅτι μῆνας ὀλίγους ἤμελλε ἐπιβιώσεσθαι γαστριζόμενος καὶ μεθύων διῆγεν . . . . Μερούσιον :
6174394 Κερβερος
ἐν Τρικαρηνίᾳ πρὶν περιελάσαι τὰς βοῦς ἀναιρεῖ : ὁ δὲ Κέρβερος συνηκολούθει ταῖς βουσίν . ἐπιθυμήσας δὲ τοῦ κυνὸς ἀνὴρ
κύφωνες καὶ τροχοί , καὶ ἡ Χίμαιρα ἐσπάραττεν καὶ ὁ Κέρβερος ἐδάρδαπτεν . ἐκολάζοντό τε ἅμα πάντες , βασιλεῖς ,
6165569 Αἰλιος
ἀπαναίνεται πλὴν τινῶν καὶ εὐσυνόπτων λέξεων : λέγω δὴ τοῦ Αἴλιος : αἶλιψ : αἴλινον ὃ τάσσεται ἐπὶ θρήνου :
[ δὲ καὶ ] προσεύχοντο πάντες . Αὐτοκράτωρ Καῖσαρ Τίτος Αἴλιος Ἀδριανὸς Ἀντωνῖνος Σεβαστὸς Εὐσεβής , Ἀρχιερεὺς Μέγιστος , δημαρχικῆς
6157959 μιτραις
φυλλάδι διαχρύσῳ πεπυκασμένος , ἔχων ἀμπέλινον χρυσοῦν στέφανον , μεσολεύκοις μίτραις κατειλημένον . Ἐπηκολούθουν δ ' αὐτῷ παῖδες , ἐν
κισσίνῃ φυλλάδι διαχρύσῳ πεπυκασμένος , ἔχων ἀμπέλινον χρυσοῦν στέφανον μεσολεύκοις μίτραις κατειλημμένον . ἐπηκολούθουν δὲ παῖδες ἐν χιτῶσι πορφυροῖς ,
6157365 ἐτυψας
παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ ' ἔθανες : ἀνῃρέθησαν οὕτως :
διάθεσιν τῆς εὐθείας , ἐγώ σοι δέδωκα , σύ με ἔτυψας , Ἀριστοφάνης Ἀρίσταρχον ἐδίδαξεν . Ἡ καλουμένη ἐπιταγματικὴ ἀντωνυμία
6157042 δεδουπως
ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον ὀρχηστοῦ σφυρόν
ὁ δ ' αὐτὸς στόρθυγξ καὶ ὀδοὺς ἤτοι ὁ χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως
6151134 Ἀναφλυστιος
μαλακίαν καὶ τὸ κόπτεσθαι κακεμφάτως . Σεβῖνον , ὅστις ἐστὶν Ἀναφλύστιος : Ὀνοματοποιεῖ τοῦτο , ὡς πρὸς τὴν μαλακίαν Κλεισθένους
βουλῆς Νέαρχος Σωσινόμου , Πολυκράτης Ἐπίφρονος , καὶ κῆρυξ Εὔνομος Ἀναφλύστιος ἐκ τοῦ δήμου . ] Λέγε δὴ καὶ τὰς
6150367 διακουσας
διηγησάμενος ἡσθῇς κἀγὼ τὰ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἀνδρὸς ἔργα τελέως διακούσας καὶ καταμαθών , ἂν δύνωμαι , πολλήν σοι χάριν
δὲ τῶν καμματίδων καὶ τῶν καμμάτων Νικοκλῆς οὕτως γράφει : διακούσας δὲ πάντων ὁ ἔφορος ἤτοι ἀπέλυσεν ἢ κατεδίκασεν .
6145742 ὑπογραφευς
οἰκέτης μαντευομένῃ αὐτὸς οὗτος ἦν ὁ Λυκόφρων ὁ τοῦ Πριάμου ὑπογραφεύς , ὃς παρὰ τοῦ Πριάμου ἐπιταγεὶς ἤκουε τῶν τῇ
ἀφροδισίοις ἀδόξως κατέλυσεν . Χαρίτων Ἀφροδισιεύς , Ἀθηναγόρου τοῦ ῥήτορος ὑπογραφεύς , πάθος ἐρωτικὸν ἐν Συρακούσαις γενόμενον διηγήσομαι . Ἑρμοκράτης
6142897 ἀστρωτος
αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄοικος , χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος , ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος ,
. ἐκόμα δὲ καὶ ὁ ἵππος : γυμνὸς ἦν , ἄστρωτος καὶ οὐκ ἔχων φάλαρα : τοιοῦτοι γὰρ τοῖς λῃσταῖς
6140911 ὑβριστικωτερον
καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον ὑμεῖς ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς ὑμετέροις αὐτῶν ἐχρῆσθε ;
καὶ ὕβριζες πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς σαυτοῦ κέχρησαι ; καὶ μὴν
6129662 ἀμελησεις
ἐμοὶ πειθόμενος εἰς τὴν θάλατταν φέρων ἐμβαλεῖς , γάμου δὲ ἀμελήσεις καὶ παίδων καὶ πατρίδος , καὶ πάντα σοι ταῦτα
ὑπογαστρίοις καὶ σαπέρδην ἐνθήσεις καὶ ἔτνος ὅτι κἀκεῖνο παρεσκεύαστο , ἀμελήσεις δὲ τῶν εὐτελεστέρων . Μάλιστα δὲ σωφρονητέον ἐν ταῖς
6129483 φιλησων
δέρην . Ἐντεῦθεν ἐπὶ τοὺς κλάδους ἀναδραμὼν ἕκαστον ὡς δὴ φιλήσων περινοστεῖ , καὶ ἀπεικάσειεν ἄν τις αὐτὸν ἀνδρὶ μετὰ
, ἕνα τῶν ἑταίρων , ὡς προσῄει αὐτῷ ὁ Καλλισθένης φιλήσων , φάναι ὅτι οὐ προσκυνήσας πρόσεισιν . καὶ τὸν
6125660 Λαμαχος
” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν
ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ
6123602 Χερσιος
δ ' ἐπ ' αὐτῷ ἱερὸν Ἀφροδίτης . Ἀπὸ τῆς Χέρσιος ἐπὶ τὸ Ἐρυθρὸν στάδιοι Ϙʹ : κώμη ἐστίν .
ἄλλοι τε ἔπεσον πολλοὶ καὶ δὴ καὶ Ὀνήσιλός τε ὁ Χέρσιος , ὅς περ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε , καὶ
6120783 Εὐμαιῳ
. Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν Εὔμαιον . ρ καὶ
κατὰ τοῦτο Ὅμηρονκαὶ γὰρ ἐκεῖνος τοῖς τε ἄλλοις καὶ τῷ Εὐμαίῳ καὶ τῇ Πηνελόπῃ πεποίηκεν ἐντυγχάνοντα τὸν Ὀδυσσέα ἠλλοιωμένον ὑπὸ
6118735 σελιδα
ὀνομάσαις δ ' ἂν τοῖχον δεξιὸν καὶ εὐώνυμον , καὶ σελίδα , καὶ πλευράν . τὸ δὲ ζυγὸν καλεῖται καὶ
τὸν κα . ὃν ζητήσας ἔμπροσθεν εἰς τὴν τῶν ἀριθμῶν σελίδα τῶν καταγεγραμμένων ὡς εἴρηται διὰ μέλανος εὑρήσεις αὐτῷ παρακείμενον
6115957 Νεκως
τοῖς Ἀττικοῖς κλίνεται , ὁ Ἰναρώς τοῦ Ἰναρώ , ὁ Νεκώς τοῦ Νεκώ , ὁ Περιμαζώς τοῦ Περιμαζώ , ὁ
τοῖς Ἀττικοῖς κλίνεται , ὁ Ἰναρώς τοῦ Ἰναρώ , ὁ Νεκώς τοῦ Νεκώ , ὁ Περιμαζώς τοῦ Περιμαζώ , ὁ
6109683 προηγουντο
τριακόσιαι λόγχας καὶ σαρίσας καὶ τόξα καὶ ἀκόντια γέμουσαι : προηγοῦντο δὲ αὐτῶν ὡς ἐν πολέμῳ σαλπιγκταί . ἦσαν δὲ
δὲ δεκαδάρχους τῇ δεκάδι ἕκαστον κελεύειν παραγγέλλειν . ἐκ τούτου προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι , αὐτὸς δὲ τὸ μέσον ἔχων
6108737 κατεθοινησατο
ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι .
εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις
6107511 θατερ
' ὁ θεὸς εὐμάρειαν ἐπεδίδου χεροῖν . Ἰνὼ δὲ τἀπὶ θάτερ ' ἐξηργάζετο ῥηγνῦσα σάρκας , Αὐτονόη τ ' ὄχλος
τὰ τεῦτλα . ἰχθὺ βάδιζε . ἀλλ ' οὐδέπω τἀπὶ θάτερ ' ὀπτός εἰμί . οὐκοῦν μεταστρέψας σεαυτὸν ἄλειφε .
6105682 ἀρταμος
δύο συμφώνων , κύρια ὄντα ἢ ἐπίθετα , προπαροξύνεται : ἄρταμος ὄρχαμος Πέργαμος ἐμπέραμος . τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν
ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς ἄρταμος ἀτιμαγέλης ἀτιμοσύνη αὐλῶπιν ἀυπνίαν αὐτάγγελτος αὐτόπαιδα ἀφαιᾶσαι ἀχανές βαῖται
6105082 μεταπεμπτος
βασιλεύειν ἐκεῖνον . διὰ καὶ τοῦ πατρὸς νοσοῦντος , ἤδη μετάπεμπτος ἀπὸ θαλάσσης γενόμενος , παντάπασιν ἀνέβαινεν εὔελπις ὢν ὡς
' αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τοῖς ἐν Ῥηγίῳ ἰατροῖς ἀπιστοῦντα μετάπεμπτος ἀπὸ Μεσσήνης ἐθεράπευε Ῥηγῖνος ἀνήρ , μετῳκηκὼς ἐς Μεσσήνην
6103759 δεδανεικεν
τινων εἰς ταὐτὰ ἀναλύεται διαφθειρόμενον , ὡσπερεὶ τῆς φύσεως ἃ δεδάνεικεν ἐν ἀρχῇ χρέα κομιζομένης ἐπὶ τέλει . Διὸ δὴ
καὶ κατομόσεται λαβεῖν μηδέν τι . ὁ μὲν γὰρ φαῦλος δεδάνεικεν εἰδὼς ὅτι λήψεται πάντως τὸ δάνειον διὰ τὴν τοῦ
6103190 λῃτουργων
θυγατρί , οὐδ ' ἡντινοῦν ἑώραται λῃτουργίαν ὑφ ' ὑμῶν λῃτουργῶν , οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην . καίτοι πόσῳ κάλλιον φιλοτιμούμενον
, καὶ τριηραρχῶν καὶ εἰσφορὰς εἰσφέρων καὶ χορηγῶν καὶ τἆλλα λῃτουργῶν οὐδενὸς ἧττον πολυτελῶς τῶν πολιτῶν . καίτοι ταῦτα μὲν
6101090 Τελευτιας
: Λακεδαιμόνιοι δ ' αὐτὸ παρέλαβον . μετὰ δὲ τοῦτο Τελευτίας ἐπὶ τὰς Ἡριππίδου ναῦς ἦλθε , καὶ οὗτος αὖ
τὰς πύλας τῶν Ὀλυνθίων ἤλασεν . ἐπῄει δὲ καὶ ὁ Τελευτίας σὺν τοῖς περὶ ἑαυτὸν ἐν τάξει . ὡς δὲ
6100390 ἐπιπεμψαντος
ἵνα μὴ διώξειεν αὐτὸν ὁ πατήρ . ἑτέρας δ ' ἐπιπέμψαντος ἐκείνου προλαβὼν ἑαυτὸν ἔκτεινεν . ὁ δὲ Μιθριδάτης αὐτοῦ
Πολυδεύκης ἀνεῖλεν ἀμφοτέρους , συμπράξαντος τοῦ Διὸς καὶ κεραυνὸν αὐτοῖς ἐπιπέμψαντος . ὁ δὲ Πίνδαρος οὐ διὰ τὰς νύμφας φησὶν
6095925 Μελανιων
: Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος : Τυραννίων Τυραννίωνος : εἰ
ἀναιρουμένη τὰ ῥιπτόμενα τὸν δρόμον ἐνικήθη . ἔγημεν οὖν αὐτὴν Μελανίων . καί ποτε λέγεται θηρεύοντας αὐτοὺς εἰσελθεῖν εἰς τὸ
6093399 Αὐλου
ἀντέχοντας εἰς ἀθυμίαν καὶ δέος κατέστησεν . . Δεύτερον ὑπατεύοντος Αὔλου Κορνηλίου Κόσσου καὶ Τίτου Κοιντίου αὐχμῷ μεγάλῳ κακωθεῖσα ἡ
ἱπποδρόμων ὑπὲρ αὐτὰς ἱδρυμένος τὰς ἀφέσεις , εὐξαμένου μὲν αὐτὸν Αὔλου Ποστουμίου τοῦ δικτάτορος ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀναθήσειν τοῖς θεοῖς
6092125 πιναρος
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ
6089985 φανερᾳ
. παρῄνει γε μὴν ἔτι τέχνῃ καὶ ἀνεξικακίᾳ μᾶλλον ἢ φανερᾷ θρασύτητί πω χρῆσθαι . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐπαινέσας καὶ
' οὐκ ἔστι μὲν ὅτε τις ἡμῶν κενούμενος ἐν ἐλπίδι φανερᾷ τοῦ πληρωθήσεσθαι καθέστηκε , τοτὲ δὲ τοὐναντίον ἀνελπίστως ἔχει
6089275 Νυσαιος
ἀποσφαγῆναι . περὶ δὲ τοῦ Νυσαίου καὶ τάδε γράφει : Νυσαῖος ὁ Διονυσίου τοῦ προτέρου υἱὸς κύριος τῶν ἐν Συρακούσαις
τῶν ἱστοριῶν . γράφει δὲ οὕτως περὶ τοῦ Νυσαίου : Νυσαῖος ὁ τυραννήσας ὕστερον Συρακοσίων ὥσπερ ἐπὶ θανάτῳ συνειλημμένος καὶ
6082407 Φρονιοιο
ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ
, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα : “ αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα
6075052 κατεδηδοκεν
ἀτάρ , ὦ Μεγάκλεες , οἶσθά που Παάπιδος Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν . Ἀτὰρ ὁ Μεγάκλεες ὑσθάτου Παάπιδος Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκεν
ὅσον ἀκροκώλι ' ἕψειν ῥύγχη , πόδας . Τοῦ κεστρέως κατεδήδοκεν τὸ κρανίον ἀναρπάσας Μάτων , ἐγὼ δ ' ἀπόλλυμαι
6073074 Καλλικρατιδας
ὁμοῦ νεανίαι ὡπλισμένοι τοὺς φύλακας ἀποσφάξαντες τὴν ἄκραν κατέσχον . Καλλικρατίδας ἐν Μαγνησίᾳ πολιορκούμενος τῶν πολεμίων κριοὺς προσαγόντων τοῖς τείχεσιν
διὰ τὸ βέλτιον πλεῖν . εἶχε δὲ τὸ δεξιὸν κέρας Καλλικρατίδας . Ἕρμων δὲ Μεγαρεὺς ὁ τῷ Καλλικρατίδᾳ κυβερνῶν εἶπε
6069060 ἀπωνητο
πόλιν Ἄβδηρα , τὴν πρότερος τούτων Κλαζομένιος Τιμήσιος κτίσας οὐκ ἀπώνητο , ἀλλ ' ὑπὸ Θρηίκων ἐξελασθεὶς τιμὰς νῦν ὑπὸ
ἐκ τούτων δεσπότης κάτω τοῦ χρόνου γενόμενος , ὅμως οὐκ ἀπώνητο . ἤλασαν γοῦν οἱ Κεκροπίδαι αὐτόν . ὃ δὲ
6068562 ἀποθνῃσκει
αὐτὸς βασιλεύσας συχνὰ ἔτη καὶ πλεῖστα τῆς Ἀσίας καταστρεψάμενος γηραιὸς ἀποθνῄσκει , καὶ θάπτεται πρὸ τῆς πόλεως . τὴν δὲ
χρόνῳ ἀποθνῄσκει οὔτε ἐν ᾧ μὴ ζῇ , οὐδέποτε ἄρα ἀποθνῄσκει . εἰ δὲ τοῦτο , ἀεὶ ζῶντες κατ '
6065239 Φιλοξενου
μὴ πίνειν ὕδωρ . Ὅτε τοῦ παρασιτεῖν πρῶτον ἠράσθην μετὰ Φιλοξένου τῆς Πτερνοκοπίδος νέος ἔτ ' ὤν , πληγὰς ὑπέμενον
καταφρονῆσαι τῶν καλῶν ἐκείνων , ἐν οἷς ἀνετράφη , τὰ Φιλοξένου δὲ καὶ Τιμοθέου ἐκμανθάνειν , καὶ τούτων αὐτῶν τὰ
6064122 ηὐλει
αὐτῷ . καὶ γὰρ Τιμόθεος ὁ αὐλητὴς πώγωνα μέγαν ἔχων ηὔλει , καὶ ἐν Ἀθήναις διατηροῦσιν οὐ σφόδρα ἀρχαῖον τὸν
αὐτῷ . καὶ γὰρ Τιμόθεος ὁ αὐλητὴς πώγωνα μέγαν ἔχων ηὔλει , καὶ ἐν Ἀθήναις διατηροῦσιν οὐ σφόδρα ἀρχαῖον τὸν
6057039 Ἀγιας
φασιν , ὡς οἱ περὶ Ἀγίαν καὶ Δερκύλον . : Ἀγίας δ ' ὁ μουσικὸς ἔφη , τὸν στύρακα ,
τε καὶ Λύσανδρος ὁ Ἀριστοκρίτου στεφανούμενος ὑπὸ τοῦ Ποσειδῶνος , Ἀγίας τε ὃς τῷ Λυσάνδρῳ τότε ἐμαντεύετο καὶ Ἕρμων ὁ
6051771 Καλλιξεινος
ἦν ἡ ἐγγυθήκη , σαφῶς παρίστησιν , ὡς καὶ ὁ Καλλίξεινος εἴρηκε , λεβήτων αὐτὰς ὑποθήματα εἶναι . οὕτως γὰρ
τὸν ἀριθμὸν ἀναγράψαι ῥᾴδιον . κατέλεξε δ ' αὐτὸν ὁ Καλλίξεινος . ἐστεφανώθησαν δ ' ἐν τῷ ἀγῶνι καὶ στεφάνοις
6050197 Νοημων
ἔσαν ἔξοχ ' ἄριστοι . τοῖς δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν : “ Ἀντίνο
ἀνιμᾶν ἔλεγεν ἐκ τοῦ στόματος . τοιαῦτα ποιῶν ηὐδοκίμει καὶ Νοήμων ὁ ἠθολόγος . ἔνδοξοι δ ' ἦσαν καὶ παρ
6047779 Ἀνδραιμων
τοῦτον Θυρέα καὶ Κλύμενον , καὶ θυγατέρα Γόργην , ἣν Ἀνδραίμων ἔγημε , καὶ Δηιάνειραν , ἣν Ἀλθαίαν λέγουσιν ἐκ
ἀρχῆς καὶ τὴν Λέβεδον ἐνέμοντο οἱ Κᾶρες , ἐς ὃ Ἀνδραίμων σφᾶς ὁ Κόδρου καὶ Ἴωνες ἐλαύνουσι . τῷ δὲ
6047757 ὀρνιθοθηρας
καὶ πόλεις ἐρημοῦνται , ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεπαίνωσιν . ] ὀρνιθοθήρας ὄρνισιν ἵστη παγίδας . κορυδαλὸς δὲ τοῦτον πόρρωθεν ἰδὼν
ματρυλείῳ τὸν βίον ; . . . ὀρνιθευτής . ὁ ὀρνιθοθήρας : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου , Πλάτων ἢ
6045350 ἐμελλησεν
, συνέδραμον ὡς εἰς ἑπτακοσίους : ὁ δ ' οὐκ ἐμέλλησεν , ἀλλὰ προστησάμενος τὰ ἅρματα , αὐτὸς δὲ σὺν
λογισθέντα τάλαντα πλείω τῶν τρισχιλίων . καὶ ὁ Κῦρος οὐκ ἐμέλλησεν , ἀλλ ' εἶπε : Τῆς μὲν τοίνυν στρατιᾶς
6043240 Φοιβιδας
ὑμῶν . ἀναμνῆσαι δ ' ὑμᾶς πρῶτον βούλομαι , ὅτε Φοιβίδας ἠγγέλθη τὴν Καδμείαν κατειληφὼςὁ δὲ Φοιβίδας ἐστί μοι Λακεδαιμόνιοιπῶς
Θηβαίων γίγνεσθαι δεῖν οἴεται . Ἐγὼ δ ' ὅτι μὲν Φοιβίδας ὁ ταῦτα πράξας ἦν καὶ οὐδὲν ἐπράχθη τούτων ἀπὸ
6042547 Μεγαρικος
ἔνεστιν , φίλτατε ; ἐν ταῖς τρισὶν μὲν χόνδρος ἀγαθὸς Μεγαρικός . οὐ Θετταλικὸν τὸν χρηστὸν εἶναί φασι δέ ;
. διηγεῖτο δέ μοι περὶ αὐτοῦ Σιμύλος ὁ ναύκληρος ὁ Μεγαρικός , ἐπομοσάμενος ἦ μὴν αὐτὸς ἑωρακέναι τὸ ἔργον .
6040355 ἀναληφθεντες
διὰ τῶν τοιούτων δημιουργημάτων τιμᾶν . πένησι δὲ ἀγαθόν : ἀναληφθέντες γὰρ ὑπό τινων πλουσίων ὠφεληθήσονται οὐ μικρὰ ὡς ἐπὶ
ἂν φίλοι καὶ σύμμαχοι . ὑπὸ δὲ τῶν πολιτῶν φιλοφρόνως ἀναληφθέντες εἰς τὰς οἰκίας , νυκτὸς ἐφόνευσαν τοὺς ὑποδεξαμένους ,
6039341 Ὀπουντιος
] πενταθ : ο φιλισ : / [ Ἐπάρμοστος ] Ὀπούντιος [ πάλην ] : / [ Μενάλκης ] Ὀπούντιος
Σπεύσιππος Ἀθηναῖος , Ξενοκράτης Καλχηδόνιος , Ἀριστοτέλης Σταγειρίτης , Φίλιππος Ὀπούντιος , Ἑστιαῖος Περίνθιος , Δίων Συρακόσιος , Ἄμυκλος Ἡρακλεώτης
6038389 λυχνιδιον
δὲ Φορμοφόροις δράματι : τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ , ὦ λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ
τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις . πῶς
6037777 εἰδεχθεστερος
. ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γράμματα . Κορυδέως . . εἰδεχθέστερος Μουσῶν εὐκόλων ἀνθρήνιον οὐδέποτε προδέδωκέ με . Οἰωνίχου μουσεῖον
. Κοσκίνῳ ὕδωρ φέρει : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Κορυδέως εἰδεχθέστερος : ἐπὶ δυσμορφίᾳ οὗτος διεβάλλετο . Κολοφῶνα κακῶν ἐπέθηκας
6036158 Φιλα
βασιλικὴν καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευήν , ἣν ἡ γυνὴ Δημητρίου Φίλα παρασκευασαμένη φιλοτιμότερον ἀπεστάλκει τἀνδρί . τὸν μὲν οὖν ἱματισμὸν
ἐθνικὸν ἀμφοτέρων Φικειεύς , ὡς Βουδιεύς Ῥοιτειεύς Αἰγιεύς Σουνιεύς . Φίλα , πόλις Μακεδονίας , κτίσμα Δημητρίου τοῦ Ἀντιγόνου παιδός
6035825 Λευκος
κόψας , καταπάσῃ , ἢ στυπτηρίᾳ ῥάνῃ τοὺς κορύμβους . Λευκὸς δὲ ἐκ μέλανος γίνεται , γῆς λευκῆς βραχείσης ,
δεῖ καθ ' ἕν ἕκαστον αὐτοῖς παρατιθέντα μεγαλείως δέ . Λευκὸς Ἀφροδίτης εἰμὶ γὰρ περιστερός . ὁ δὲ Διόνυσος οἶδε
6033761 ἀναγεγραφε
στρατιᾶς πανταχόθεν , ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς Ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν μὲν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα μυριάδες , ἱππέων δὲ
τῆς στρατιᾶς πανταχόθεν ἠριθμήθησαν , ὡς Κτησίας ἐν ταῖς ἱστορίαις ἀναγέγραφε , πεζῶν μὲν ἑκατὸν ἑβδομήκοντα μυριάδες , ἱππέων δὲ
6032578 Ναρων
ἐπιθαλάττιον τὴν δ ' ἐπὶ θάτερα . εἶθ ' ὁ Νάρων ποταμὸς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Δαόριζοι καὶ Ἀρδιαῖοι καὶ
τούτοις τὴν Ἰλλυρικὴν ἶριν . Δρίλων γὰρ ποταμὸς Ἰλλυρίδος καὶ Νάρων , ὃς διαχωρίζει Ἰλλυριοὺς καὶ Λιβύρνους . ἐνταῦθα καὶ
6031612 ἀμφιμακρος
ἰωνικοῦ καὶ τῆς συζυγίας καταληκτικῆς ἤτοι κρητικοῦ , ὅς ἐστιν ἀμφίμακρος : εἰ δὲ βούλει , ἰαμβικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ,
– – καὶ ˘ , πεντάχρονος , οἷον Ἥφαιστος : ἀμφίμακρος ἐκ – καὶ ˘ καὶ – , πεντάχρονος ,
6030716 ὀγδοηκοστη
Γάιος Ἰούλιος , παρὰ δὲ Ἠλείοις ὀλυμπιὰς ἤχθη ἐνάτη καὶ ὀγδοηκοστή , καθ ' ἣν ἐνίκα στάδιον Σύμμαχος τὸ δεύτερον
, εἶτα ἑκατοστὴ εἰκοστή , καὶ μετ ' αὐτὰς ἑκατοστὴ ὀγδοηκοστή . ἢ γὰρ ἐν ταῖς μεταβολαῖς ἑκάστης τῶν ὡρῶν
6029293 πουλυπους
πρώτιστα σέ . Ἀλκαῖος : ἔδω δ ' ἐμαυτὸν ὡς πουλύπους . οἳ δὲ πουλύποδα προφέρονται ἀνάλογον τῷ ποὺς ποδὸς
Ἰχθὺς ἐώνηταί τις ἢ σηπίδιον ἢ τῶν πλατειῶν καρίδων ἢ πουλύπους , ἢ νῆστις ὀπτᾶτ ' , ἢ γαλεός ,
6025646 Ἀλεκτορος
οὖρα , πότιζε θρίδακος σπέρματος ⋖ αʹ . Ἄλλο : Ἀλέκτορος λάρυγγα καύσας καὶ λεάνας δίδου πίνειν σὺν ὕδατος #
τοὺς λοιποὺς ἀπέτρεπε . Πολυνείκης δὲ ἀφικόμενος πρὸς Ἶφιν τὸν Ἀλέκτορος ἠξίου μαθεῖν πῶς ἂν Ἀμφιάραος ἀναγκασθείη στρατεύεσθαι : ὁ
6017279 βαρυμηνις
, θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ
, αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον
6014492 Θεαγενιδου
. . . . ΛΑΙΟΣ ] ΑΙΣΧΥΛΟΥ ] ἐδιδάχθη ἐπὶ Θεαγενίδου ⌋ ? ? ὀλυμπιάδος ? ⌊ ⌋ ? ⌊
ἐν Πλαταιαῖς μάχην ιβʹ ἔτει ὕστερον . ταῦτα ἦν ἐπὶ Θεαγενίδου . καὶ γὰρ τοῦ Ταϋγέτου τι παρερράγη καὶ τὸ
6014449 κνισολοιχος
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
6012885 ἐξελευθερος
. ἀπελεύθερος μέν ἐστιν ὁ ἐκ τοῦ δούλου ἠλευθερωμένος : ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσβλητὸς ἢ κατὰ ἄλλην
. ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς ὀνόμασιν ἀπελεύθερος , ἐξελεύθερος . . ἁπλότης μέν ἐστι φρόνησις ἀπηλλαγμένη πανουργίας καὶ
6010119 Παφλαγων
ὁ Κλέων . Παφλαγών ] δέον εἰπεῖν στρατηγός , εἶπε Παφλαγών . ΓΓΘ Κυκλοβόρου : ποταμὸς χειμάρρους . ἐχώσθη δὲ
μετὰ δὲ ταῦτ ' ἀπόλλυται . Ἐπιγίγνεται γὰρ βυρσοπώλης ὁ Παφλαγών , ἅρπαξ , κεκράκτης , Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων .
6009690 λακκῳ
δὲ τοῦτο κατὰ βραχὺ ἀθροιζόμενον καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν ἐν λάκκῳ τινὶ καὶ ἦν χλιαρὸν καὶ χλωρὸν ὄζον χαλκίτεωϲ καὶ
καὶ στρογγύλαι , ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι : γλυκεῖαι γὰρ
6006933 ἐκρατηθη
εἰ ἦν ὁριστή , τῷ αὐτῷ ἂν ὅρῳ τοῖς ἀποτελέσμασιν ἐκρατήθη , οὔτε εἰ τούτοις τις συνεχώρησε πᾶσιν , ἐκωλύετο
καὶ ἄρξας αὐτὸς πολέμου συμβαλών τε Σελεύκῳ παρὰ πολύ τε ἐκρατήθη καὶ αὐτὸς ἀπέθανεν . Ἀλέξανδρος δέ , ὃς ἐκ

Back