πάντες ἀνέσταν ἁρπάζοντες κἄλλος ἄλλον φθάνοντες . εἷς δὲ τῶν συνδειπνούντων ἡμῖν ἄθλιος οὐ δυνάμενος πιεῖν ἀνακαθίσας ἔκλαιεν ἄσκυφος γενόμενος | ||
φερομένων , ἐπαύοντο πολλοῦ ὀψωνοῦντες . Καταμαθὼν δέ ποτε τῶν συνδειπνούντων τινὰ τοῦ μὲν σίτου πεπαυμένον , τὸ δὲ ὄψον |
εὐνούχων τινὶ τῶν πλησίον παρεστώτων φυλάξαι τὸν Ὦχον τῆς τραπέζης παρατεθείσης τίνι πρώτῳ τῶν παρακειμένων ἐπιχειρεῖ . καὶ ὃ μὲν | ||
ῥήτορι τούτῳ δειπνούντων , Ἐπικούρειός τις τῶν συνδειπνούντων ἡμῖν ἐγχέλυος παρατεθείσης εἰπών : πάρεστιν ἡ τῶν δείπνων Ἑλένη : ἐγὼ |
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις | ||
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ |
τὸ κρεῖττον μέρος ὑπὸ τοῦ χείρονος ἄρχεται ; πολλὴν ἄρα κατεγνώκατέ μου μανίαν . φέρε , καὶ δὴ πέπεισμαι καὶ | ||
ἀνομίας ὁμοῦ καὶ μοιχείας καὶ ἀσεβείας καὶ μιαιφονίας κεκερασμένης ; κατεγνώκατέ τινος θάνατον ἐφ ' αἷς δή ποτ ' οὖν |
τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν οὐδὲ κιχλίζειν . Κηφισόδωρος Ὑί : οὐδ ' ὀψοφάγος | ||
δὲ καὶ ὁ ὀψοφάγος , ὦ ἑταῖροι , καὶ τὸ ὀψοφαγεῖν . Ἀριστοφάνης ἐν Νεφέλαις δευτέραις : οὐδ ' ὀψοφαγεῖν |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
βλέπειν τὸν οὐκέτ ' ὄντα ζῶντ ' Ἀχιλλέα πάλιν . Κεῖνος μὲν οὖν ἔκειτ ' : ἐγὼ δ ' ὁ | ||
, δύναιτ ' ἂν οὐδ ' ἂν ἰσχύων φυγεῖν . Κεῖνος γὰρ ἄλλης ἡμέρας , ὅθ ' ἱππικῶν ἦν ἡλίου |
, λιποῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἄλγεα λυγρά . . ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ , ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ . Προσωποποιεῖ τὸν φθόνον , καὶ τὰ τῶν φθονούντων | ||
μεμψίμοιρον κακὸν , καὶ λάθρα φήμας ὑποσπεῖρον κακάς . . ΚΑΚΟΧΑΡΤΟΣ . Ἤγουν χαιρέκακος , ἐπὶ κακοῖς χαίρων . . |
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
. Λευκανὸς δέ τις ἐκ τῶν ἔτι Ῥωμαίοις ἐμμενόντων , Φλάυιος , φίλος ὢν καὶ ξένος Γράκχου , προδιδοὺς αὐτὸν | ||
. Νομάδων δὲ πολλῶν αὐτὸν ἐξ ἐνέδρας κυκλωσαμένων ὁ μὲν Φλάυιος ἐξίππευσεν ἐς ἐκείνους , ὁ δὲ Γράκχος συνεὶς τῆς |
τὸν Ποσειδῶ , καὶ σὺ γὰρ τοὺς ἐκ Πύλου . Εἴπ ' , ἀντιβολῶ , πῶς ἐπενόησας ἁρπάσαι ; Τὸ | ||
εἰπόντι τἀληθῆ φίλῳ σοὶ μηδὲν ἧσσον ἢ πάρος ξυνηρετεῖν ; Εἴπ ' : ἦ γὰρ εἴην οὐκ ἂν εὖ φρονῶν |
ἄγε δὴ ταχέως τουτὶ ξυνάρπασον . τὸ τί ; ὅπως ἀποστρέψαις ἂν ἀντιδικῶν δίκην , μέλλων ὀφλήσειν , μὴ παρόντων | ||
ἀνεγράφοντο καὶ αἱ εἰσαγωγαὶ τῶν δικῶν . * * * ἀποστρέψαις ] ἀποφύγοις . ἀντιδικῶν : ἀντὶ τοῦ “ κατηγορῶν |
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι | ||
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος |
πίονος . μνημονεύει δ ' αὐτοῦ Ἄλεξις ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : μάγειρος δ ' ἐστὶν ὁ προσδιαλεγόμενος : ὅτι | ||
ἂν κώθωνος ἐκ στρεψαύχενος πίοιμι τὸν τράχηλον ἀνακεκλασμένη ; Ἄλεξις Ἐρίθοις : εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων |
ἀγοραία δίκη : ἡ δικαιολογία . ἀγοραῖος : εὐτελής , χυδαῖος . ἀγοραῖοι : οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι ἄνθρωποι | ||
τῆς ἀρᾶς ] . Τὰ ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων προπερισπῶνται : χύδην χυδαῖος , ἄντην ἀνταῖος . τὸ μέντοι μάτην μάταιος , |
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς | ||
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων |
ἐγὼ δὲ σέ , ὦ παῖ , ἑπτάμηνον ἔτεκον . Ἔγνω δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ἀρίστων οὐ μετὰ πολλὸν χρόνον | ||
, ὥσπερ οἴονταί τινες , διὰ τὸ γένος μόνον . Ἔγνω μὲν οὖν καὶ πρότερον παῖδα ἀποδεῖξαι , δεδιὼς δὲ |
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν | ||
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν |
εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις ἐπισιτισμός , παρασιτεῖν καὶ | ||
Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω , ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος . Ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας |
κρέας . Ὦνθρωπε , παῦσαι καταγελῶν μου τῶν ὅπλων . Ὦνθρωπε , βούλει μὴ βλέπειν εἰς τὰς κίχλας ; Τὸ | ||
οὕτω μ ' ἀποδόσθαι τάν τ ' ἐμωυτῶ ματέρα . Ὦνθρωπε , ποδαπός ; Χοιροπώλας Μεγαρικός . Τὰ χοιρίδια τοίνυν |
δοτέον ἔτι , πλακοῦντος ἁπτέον . Κατάκεισο κἀκείνας κάλει . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης | ||
ἐστί σου πάλαι . καὶ Ἔφιππος ἐν Γηρυόνῃ : καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . ἔλεγον δὲ συνάγειν καὶ τὸ μετ |
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι , | ||
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή |
μακρᾷ παραλήγεται διὰ τῆς ει διφθόγγου Εὐήρης Εὐήρους Εὐηρείδης , Εὐκλῆς Εὐκλοῦς Εὐκλείδης , Ἡρακλῆς Ἡρακλοῦς Ἡρακλείδης : χωρὶς τριῶν | ||
. Ἐπειδὴ δὲ οὐδεὶς ὑπήκουεν καὶ ᾤχετο εἰσιὼν ὁ ἐπεξελθὼν Εὐκλῆς οὑτοσί καί μοι κάλει αὐτόν . Πρῶτα μὲν οὖν |
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
, ἐμβῆναι δέον . Ἕν με πνίγει μάλιστα , ὦ Κλωθοῖ , δι ' ὅπερ ἐπόθουν κἂν πρὸς ὀλίγον ἐς | ||
, τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον ἔασον ἀνελθεῖν . εἶτά |
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν | ||
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι |
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ | ||
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ |
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
ἔμελλέ τινα ὑπόληψιν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἔχειν τῶν ὑπὸ Πλάτωνος παραδοθέντων Πλατωνικὸς ὢν καὶ αὐτός , ἐπειδήπερ ὡς χρήσιμον εἰς | ||
. ἤδη δὲ καὶ ἀπὸ τῆς ἀκολουθίας τῶν ἀναμφισβητήτως ἡμῖν παραδοθέντων δυνάμεθα τὰ ἑξῆς ἀνευρίσκειν μαθήματα προσηκόντως . οἱ γὰρ |
εἰσελθεῖν , ἵνα φάγω μετὰ τοῦ στρουθίου τὰ ψιχίδια ; Δυσκόλου ταυλίζοντος κατεπέτασσέ τις ἀργὸς καθήμενος . ὁ δὲ θυμούμενος | ||
, ἄνδρες δαιταλεῖς , μὴ καί τις αὐτῶν τὰ ἐκ Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας |
δώματ ' Ὀδυσσῆος θείοιο , εἷος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐς θάλαμον δ ' εἰσῆλθε | ||
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν . ἀλλ ' ἴσχευ κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος . ἐκ γάρ τοι ἐρέω : |
' σίδοιμι μνῆμα . πολεμία γὰρ ἦν . ἀλλ ' ἔπειγ ' , ὡς μή σε πρόσθε ψῆφος Ἀργείων ἕληι | ||
ἐξωπτημένη , ὥστ ' ἐπεὶ βούλει τῶν λελειμμένων φαγεῖν , ἔπειγ ' ἔπειγε , μή ποθ ' ὡς λύκος χανὼν |
, ὅσα ἤκουσεν : ὅτι μέλλων ἀποθνῄσκειν διὰ τὰς Νύμφας ἔζησε . Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν | ||
ἐνάρθρως . καὶ προσεδόκων μέν τινες τὸ παιδίον ἀποθανεῖσθαι , ἔζησε δέ , καὶ πολλὰ ἄλλα παιδία ἐπὶ τούτῳ τῷ |
ἅπαξ τις ἀποθάνῃ . καὶ Βακχίδας δέ τις τὸν αὐτὸν Σαρδαναπάλλῳ ζήσας βίον ἀποθανὼν ἐπὶ τοῦ τάφου ἐπιγεγραμμένον ἔχει : | ||
φαρμακοποσίας τὰ σκέλη . ὁ δὲ βέλτιστος Διογένης παροικεῖ μὲν Σαρδαναπάλλῳ τῷ Ἀσσυρίῳ καὶ Μίδᾳ τῷ Φρυγὶ καὶ ἄλλοις τισὶ |
ἔργον ἢ τοῦ παρακρουσθέντος ἦν . ἀσφάλειαν δὲ τῆς πρᾳότητος ἐωνῆσθαι νομίζων εὗρεν ἕτερον λόχον , Φιδούστιόν τε καὶ οὓς | ||
τοῦ ἀνδρὸς ἀφικνεῖταί τις ἐς τὸ δεσμωτήριον τὸ προσελθεῖν αὐτῷ ἐωνῆσθαι φάσκων , ξύμβουλος δὲ σωτηρίας ἥκειν : ἦν μὲν |
μῦθον : Ὦ Ὀδυσεῦ φρένας αἰνέ , τί τοι νόον ἤπαφε δαίμων ἶσον ἐμοὶ φρονέειν περὶ κάρτεος ἀκμήτοιο ; Ἦ | ||
οὐ γήθησαν ἑταίροις : ὣς ἄρα καὶ ξιφίην ἴκελον δέμας ἤπαφε νηῶν . Καὶ μὲν δὴ σκολιῇσιν ἐν ἀγκοίνῃσι λίνοιο |
δὸς τὰ μέρη τῇ εὐνοούσῃ , νῦν ὄψεται τίς αὐτῷ εὐνοεῖ . ” παραγενάμενος δὲ ὁ Αἴσωπος καὶ εἰσελθὼν εἰς | ||
” ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με |
Τὸ χρῶμα τοῦτό μ ' οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης . Εἶἑν . Γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται ἀποροῦσα παίδων , οὐδὲ | ||
Κολλυτεύς , ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός . “ Εἶἑν , ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς . |
: ὅν ποθ ' ὁ κτείνας χρόνωι δόλιος Ὀδυσσεὺς ἀξίαν τείσει δίκην . ἰαλέμωι αὐθιγενεῖ τέκνον ς ' ὀλοφύρομαι , | ||
ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖς ' , ὃς ἡμῖν σὺν θεῶι τείσει δίκην . οὔτ ' ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί |
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον , | ||
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου |
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε | ||
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην : |
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη | ||
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς |
ἴσθ ' ἐπ ' αὐτὰς τὰς θύρας ἀφιγμένη , ὦ μειρακίσκη : πυνθάνει γὰρ ὡρικῶς . Φέρε νυν , ἐγὼ | ||
. ἀφιγμένη : Ἐλθοῦσα . Θ . . . ὦ μειρακίσκη : Προσπαίζουσι τῇ πρεσβύτιδι οἱ γέροντες . [ καὶ |
ἀνάρσιος : μή τις αὐτοῖς τοῖς ὀρνέοις τοῖς ἀτελέσιν ἐχθρῶδες συναντήσῃ . ἀνάρσιον : ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός , | ||
ὀλέθριον . ἀνάρσιος : ἐχθρός , πολέμιος . ἀντιβολήσῃ : συναντήσῃ , ὑπέλθῃ ἀπὸ τοῦ βάλλειν , ἐναντιωθῇ . Κομέει |
ἀποστρεφόμενος τῇ τε ἠρεμίᾳ ἡδόμενος καὶ ὕπνῳ καὶ καύματι πολλῷ κατεχόμενος ἀνέλπιστος . Καὶ ὑπολυσσέων ἄτρεμα καὶ ἀγνοέων καὶ μὴ | ||
τοῦτο πᾶσιν ἐγκατασπείραντος , ἵνα μὴ φύγωσι βίον ταλαίπωρον . κατεχόμενος οὖν τῷ δίψει ταύτην πρώτην ἀφῆκε φωνὴν “ ποτόν |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως | ||
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως |
σοφίας . Τουτὶ γὰρ ἄν τις εἰς πραγμάτων λόγον ὠφεληθεὶς ἀπέλθοι , ἐπιμελῶς ἐπιστήσας ἑαυτόν , ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐκείνου | ||
ξυλλαβεῖν αὐτῷ τῶν παιδικῶν καὶ γὰρ ἂν καὶ ξὺν ἑρμαίῳ ἀπέλθοι μαθὼν ἐγκωμιάζειν . „ καὶ εἰπὼν ταῦτα ἔπαινον τοῦ |
παρασπάδος δὲ καὶ ῥίζης οὐδὲν φύεται τῶν μὴ παραβλαστανόντων . Ἁπάντων δὲ ὅσων πλείους αἱ γενέσεις , ἡ ἀπὸ παρασπάδος | ||
αἵματος δὲ ῥῆξιν ἐκ τῶν ἄνω τόπων μάλιστα προσδέχεσθαι . Ἁπάντων δὲ χρὴ τῶν οἰδημάτων χρονιζόντων περὶ ταῦτα τὰ χωρία |
καὶ οἱ ἀπὸ τῆς πρώτης Ῥαιτικῆς . συμπάντων δὲ τούτων ἀρχέτω Δημήτριος . ἐπὶ τούτοις δὲ οἱ Κελτοὶ ἱππεῖς , | ||
ὑπὸ τῶν ἄλλων ἀρχόντων τῶν ἑλομένων , πλὴν νομοφυλάκων , ἀρχέτω ἔτη πέντε , ἕκτῳ δὲ κατὰ ταὐτὰ ἄλλον ἐπὶ |
τ ' ἐκ νεὼς στείλωσι ναῦται καὶ θεοῖς εὐξώμεθα . χοὖτος τάχ ' ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι λῴω τιν | ||
χορδαῖς δώδεχ ' ἁρμονίας ἔχων . ἀλλ ' οὖν ἔμοιγε χοὖτος ἦν ἀποχρῶν ἀνήρ : εἰ γάρ τι κἀξήμαρτεν , |
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ | ||
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν |
μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Χελώνη μυῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστων τινός : τῷ δὲ Ἀγαμέμνονι τῆς Θερσίτου παῤῥησίας ἔλαττον | ||
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ ἀφροντίστων . Ἀδελφὸς ἀνδρὶ παρείη : ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους |
. γυῖα : μέλη : γράφεται γονῆα . παρείη : παρέστω , ὑπαρχέτω , ὑπαρχέτωσαν . Ἀμφότερον : κατὰ δύο | ||
καθ ' αὑτοῦ μάρτυρα , ὅτι συκοφαντεῖ . καὶ δὴ παρέστω μὲν ἁνὴρ , εἴτ ' οὖν πάρεστιν εἴτε μὴ |
κἂν ὑπὸ τῶν ἐκείνου παίδων ἀκούσῃ κακῶς , πεντακοσίας καταδικασθεὶς ὦφλε τῷ δημοσίῳ , τριάκοντα δὲ τῷ ἰδιώτῃ . Ὑπερείδης | ||
καὶ μὴ θαυμάζετε , ὦ ἄνδρες δικασταί , ὅτι τοσαῦτα ὦφλε χρήματα . ἔρημον γὰρ αὐτὸν λαβόντες [ αὐτοῦ τε |
σύ μοι λειτουργιῶν ἀτέλειαν δέδωκας δοὺς τὸν Ἀθήνησι θρόνον „ ἀναβοήσας ὁ αὐτοκράτωρ „ οὔτε σὺ ” εἶπεν ” ἀτελὴς | ||
θεραπεύειν , ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶδεν μόνον , εἰς μέσους ἀναβοήσας τοὺς πενθοῦντας , ὡς μετὰ ταῦτα ἐγένετο φανερόν “ |
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν | ||
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ |
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
ἀλάστορα ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐγκεκρυμμένον δίοπτον εἶναι . Ὁ δὲ ἀχθεσθεὶς ἀπεστράφη πρὸς δυόμενον τὸν ἥλιον : καὶ οἱ μάντεις | ||
ἐπ ' αὐτοῦ τὸν Νικήρατον ἐστεφάνωσεν , ὁ δὲ Ἀντίμαχος ἀχθεσθεὶς ἠφάνισε τὸ ποίημα . Πλάτων δὲ νέος ὢν τότε |
χορὸς ἐγένοντο . . . . . . δαιταλεῖς : δαιταλεῖς : . . . ὥσπερ παρὰ τὸ μέλας μέλανος | ||
καὶ ἑστιοῦχον κατ ' Ἀριστοφάνην . οἱ δὲ συγκληθέντες δαιτυμόνες δαιταλεῖς , ἐπίκλητοι σύγκλητοι κλητοί , συμπόται , σύνδειπνοι . |
οὐ τοιοῦτον : Ὃ σὺ ὑπονοεῖς . Θ . . ἥρπακας : Κατεδυνάστευσας . κακοδαιμονᾷς : Μαίνῃ , ἄθλιος εἶ | ||
' ἑτέρως ἔχον . Μῶν οὐ κέκλοφας , ἀλλ ' ἥρπακας ; Κακοδαιμονᾷς . Ἀλλ ' οὐδὲ μὴν ἀπεστέρηκάς γ |
νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς | ||
Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον |
εἰ ἐν τῇ πόλει ἐστὶν ἡ πολιαρχία ἢ ἡ συμπονία ὠνηταί , δοίη ἂν τὴν τιμὴν δυνάμενος δηλονότι ὅση ἂν | ||
δ ' ἄλλαι πολιτεῖαι , αἵτινες καί εἰσι δυναστεῖαι καὶ ὠνηταί , μεταξὺ τούτων εἰσίν . ὥσπερ παλαιστής . ἔθος |
ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ , ὡς καλόν τι ἀκούσας τὸ οἴμωζε , ἀποκαλύπτεται φανερὸν αὐτὸν δεικνύς . ἀπὸ γὰρ ὀλέσεις | ||
: Ἐπεὶ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ ἐστιν ὁ ἀήρ . οἴμωζε παρ ' ἐμὲ : Παίζων τοῦτό φησιν , ἐπειδὴ |
φαίνεται τὸ τοῦ στρατιώτου σχῆμα καὶ τὸ τοῦ ξένου . Στρατοφάνη , λιτόν ποτ ' εἶχες χλαμύδιον καὶ παῖδ ' | ||
φαίνεται τὸ τοῦ στρατιώτου σχῆμα καὶ τὸ τοῦ ξένου . Στρατοφάνη , λιτόν ποτ ' εἶχες χλαμύδιον καὶ παῖδ ' |
τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός : τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος ; ἄρχοντί τ ' ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις , | ||
. ξυστήσομαι ] συμπαρατάξομαι . . συστάδην μαχεσθήσομαι . . ἐνδικώτερος ] ἢ ἐγώ . . ὡς ] λίαν . |
καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ | ||
ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν |
γυμνωθεῖσα δὲ ἀφορμῆς πολλὰ ἂν καὶ καλὰ κακῶς διαθεῖτο . ἔμβιος : Ἀ . Ἀληθείας α : καὶ ἡ σηπεδὼν | ||
' ἄπειρος καὶ ἀδέητος . Καὶ ἡ σηπεδὼν τοῦ ξύλου ἔμβιος γένοιτο . . . . εἴ τις κατορύξειε κλίνην |
ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται τὸ παράπαν . Δοῦλος δ ' ἂν ἢ δούλη βλάψῃ τῶν ἀλλοτρίων καὶ | ||
πανταχοῦ † λαληθήσῃ . Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος . Δοῦλος † γεγονὼς ἑτέρῳ δουλεύειν φοβοῦ . Δίκαιος ἴσθι καὶ |
αὐτῶν βλάβας ποιεῖται , πλεονάσαντα δὲ ἔτι μᾶλλον λυμαίνεται . Ποσὸν δὲ ἐν πάσῃ τροφῇ τὸ δοκεῖν ἔτι τινὸς λείπεσθαι | ||
συνεχοῦς τῆς ἐννοίας τὸ συνεχὲς προαγούσης εἰς τὸ πόρρω . Ποσὸν μὲν οὖν , ὅταν τὸ ἓν προέλθῃ καὶ τὸ |
Λίνδιος ἐν Λίνδῳ χρείας γενομένης συλλογῆς χρημάτων . ἐπεὶ δὲ Ῥοδιακῶν ἱστοριῶν ἐμνήσθημεν , ἰχθυολογήσων καὶ αὐτὸς ὑμῖν ἔρχομαι ἀπὸ | ||
χρεία ' στί μοι . εὖ οἶδα . καὶ τῶν Ῥοδιακῶν : ἥδιστα γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων αἴσχεα ποτηρίων εἴωθα |
Γ τοὺς δ ' ἀνθρώπους ἐπιχαίρειν Γ : τοὺς ὁρῶντας ἐπιχαίρειν αὐτῷ θρηνοῦντι . Γ διπλῆ καὶ ἔκθεσις εἰς ἰάμβους | ||
ποιεῖν καὶ μὴ φίλους μὲν ἡμῖν συνάχθεσθαι , ἐχθροὺς δὲ ἐπιχαίρειν , στῆναι δέ μοι τὰς συνουσίας καὶ μὴ χωρεῖν |
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε | ||
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς |
βούλομαι . Κατάβητον ἐς τὸ μέσον . τὼ ἀρίστω βίω πωλῶ , τὼ σοφωτάτω πάντων ἀποκηρύττομεν . Ὦ Ζεῦ τῆς | ||
τίς ἐλάλησεν , ἢ τίς ἐστιν ὁ προϊὼν σκοποῦντα , πωλῶ τοῦτον εὐθὺς ἐν ἀγορᾷ . αὑτῷ βαδίζει καὶ λαλεῖ |
τὸν νόμον καὶ τὴν ἐκείνου φωνὴν ἐπὶ τοῦ παρόντος ὑποκρινάμενος εἰπάτω , δουλείαν ὀνομάζει τὰ γράμματα . δεχέσθω , φησὶν | ||
νῦν , οὐ λέγει τις τὰ βέλτιστα : ἀναστὰς ἄλλος εἰπάτω , μὴ τοῦτον αἰτιάσθω . ἕτερος λέγει τις βελτίω |
τετύφετε , προσθέσει δὲ τῆς σαν τὸ τρίτον ποιεῖ , τυπτέτω τυπτέτωσαν , βοάτω βοάτωσαν . Ἑνικά . Τέτυφε : | ||
ὅτι ἱπὸ Φιλίππου λοιδορεῖται εἶπεν : ” ἀπόντα με καὶ τυπτέτω ” . Ὁ αὐτὸς εὐχερῶς αὐτῷ ἀργύριον χρήσαντός τινος |
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς | ||
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς |
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
. γνώσεσθε δ ' ἐκεῖθεν . οὐκ ἐνῆν ἄνευ τοῦ προσκαλέσασθαι δήπου τοῖς Λοκροῖς δίκην κατὰ τῆς πόλεως τελέσασθαι . | ||
ἀγαθῶν ἐπὶ τοῦ Διός , εἰ δὲ μή , ἀπειλοῦσι προσκαλέσασθαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν , ἐπειδὰν τὸ πρῶτον δίκας ὁ |
οὐ διὰ πράξεων . εἰ δὲ τὸ ἐργμάτων ἀντὶ τοῦ κωλυμάτων λάβοις , οὕτως εἴποις , ἀκωλύτως καὶ δίχα ἐμποδισμάτων | ||
γλώττης ἀσώτως πολλῶν γινομένων . ἐργμάτων ] πράξεων ἢ , κωλυμάτων . . ἐργμάτων ἄτερ ] γρ . ἁρμάτων ἄτερ |
ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ : ὁ μὲν ποταμὸς | ||
τρίτος , εἶθ ' ὁ τέταρτος , εἶθ ' ὁ Μεταγένης . Καρκίνος δ ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ , |
. μακρηγόρει ] ἤγουν πολλοὺς λέγε λόγους . ἀλλ ' αὐτόβουλος ἴσθι : σῇ γνώμῃ ὃ βούλει πρᾶττε . ἀλλ | ||
ἴσθι : σῇ γνώμῃ ὃ βούλει πρᾶττε . ἀλλ ' αὐτόβουλος : διαιρεῖται ὁ χορὸς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν μὲν |
αὑτὸν ἀξιῶν ἀνάξιος ὢν μοχθηρὸς καὶ χαῦνος , ἀντιποιούμενος μὴ προσηκουσῶν τιμῶν , παντελῶς αὐτῶν ἀνάξιος ὤν . ἀξιοῖ δ | ||
μὴ οὖν τοὺς ἀπὸ τῶν ἀνωφελῶν πραγμάτων καὶ τῶν οὐ προσηκουσῶν αὐτοῖς ἀσχολιῶν ἀπιόντας καὶ σχολήν τινα πορίζοντας αὑτοῖς ἀπὸ |
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ | ||
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον |
φροντιστήριον . λέξω , νομίσαι δὲ ταῦτα χρὴ μυστήρια . ἀνήρετ ' ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης ψύλλαν ὁπόσους ἅλλοιτο τοὺς αὑτῆς | ||
Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι |
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
προστρόπαιον ] ἱκετεύοντα . σημείωσαι . ἀργῆτι ] λευκῶι . Θαυμαστὸς λόχος : εἰώθασιν οἱ ποιηταί , ὅταν τι ἀσαφὲς | ||
ὑπὲρ τοῦ ὠτὸς ἄνω πρὸς κορυφὴν τὸ τρῶμα ἦν . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , ἀλλ ' οὐκ ἔχει προστεθειμένον τὸ |
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε | ||
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν |
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
. ἀληλιμμένων δὲ αὐτῶν καὶ ὄντων ἤδη περὶ τὰς πύλας καταγορεύει τις ξυνειδὼς τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα . καὶ οἳ | ||
δ ' ἄρα ἐλάνθανεν οὐκ ἀποθανοῦσα . τοῦτό τις αὐτῷ καταγορεύει καὶ ὡς ἐνταῦθα εἴη παρά τινι τῶν ἡμετέρων ἐπιτρόπων |
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις : | ||
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
τῶν σελίνων μαχόμεθ ' , ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' : εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ | ||
περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ ' ἢ |
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
ὁ τοῦ Ἰωάννου τῆς γυναικὸς ἀδελφός , ὕπαρχος τοῦ Πελωγράδου ἀπολειφθεὶς πρὸς αὐτοῦ ἐνεκότει τῷ Λαζάρῳ δεινῶς καὶ πάντα τρόπον | ||
ὦ πάτερ , εἰς ἀφασίαν με ἤνεγκας : τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν , τὸ γὰρ μέγεθος βλέπω τὸ σὸν τὸ |
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε , | ||
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ] |
ἁπάντων ἡδονήν . ἀφ ' ἧς ἐξαναστὰς ὁ ἱερεὺς καὶ θεραπευτὴς τοῦ μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων | ||
σύμβολον ὁ βραχίων πόνου καὶ κακοπαθείας : τοιοῦτος δὲ ὁ θεραπευτὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἁγίων , ἀσκήσει καὶ πόνῳ χρώμενος |