κατὰ προαίρεσιντοῦτο γὰρ ὑπαίτιον , ἀλλὰ τυχηρόν , ὅπερ ἐστὶ συγγνωστόν , οὐδὲν ἧττον ἕλκεται κάτω διὰ τοῦ περιαυχενίου κόσμου
ὑπὸ τῶν ! ! ! αίων τὴν ἰδιώτῃ μὲν καὶ συγγνωστόν δὲ ἔτι φιλοσόφῳ ἂν ὄνειδος : ἐπεὶ μαντική ,
6621411 κολακεια
τῇ μὲν οὖν ἰατρικῇ , ὥσπερ λέγω , ἡ ὀψοποιικὴ κολακεία ὑπόκειται , τῇ δὲ γυμναστικῇ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον
' ἕνεκεν κέρδους καὶ ὠφελείας , κόλαξ καὶ ἡ κακία κολακεία : ὁ δὲ ἐλλείπων δύσερις καὶ δύσκολος . Μετὰ
6519430 προθυμος
ἄλλων ἕνεκα τοιούτους εἶναι , γιγνώσκοντας ὅτι , ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ , οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε :
προδοσίαν , ὅτι τὸν κατὰ Ῥωμαίων πόλεμον ἐκφέρειν οὐκ ἦν πρόθυμος , ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ κοινῷ μόνος ἀντέλεγε τοῖς
6501841 δουλεια
τοῦτό σοι ἐλευθερία [ , ἀλλὰ ] | τοῦτό σοι δουλεία , ἐὰν τῶν μὴ [ ὁσίων ἀδυνάτων ] |
ἀνθρώπου . Μῖμος , πόλεμος , πτοία , νάρκα , δουλεία . καθ ' ἡμέραν ἀπαλείψεταί σου τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα
6435434 ἀπιστος
ηὐξημένον . Ὁ μὲν λόγος θαυμαστὸς , ὁ δὲ λέγων ἄπιστος : ἐπὶ τῶν ἐπαγγελλομένων μείζω ἢ δύνανται . Ὁ
ἢ πλῆθός τι τοιαύταις ψυχαῖς κεχρημένον , οὐδεὶς οὕτως ἦν ἄπιστος , ὡς μὴ πιστεύειν τὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῖς πάντη
6425169 συγγνωμη
ὠνητήν : ἔστι γάρ τις καὶ χρήμασιν ὠνητὴ τοῖς ἁμαρτάνουσι συγγνώμη , ὡς καὶ Ὅμηρος [ Ι ] : καὶ
ἕτερον δὲ ἐξ αὐτοῦ συμβὰν ἀγαθόν : κοινωνεῖ δὲ ἡ συγγνώμη πάντη τῇ ἀντιλήψει , οἷον νόμος τοὺς κατιόντας φυγάδας
6394741 ἐξαμαρτανειν
τρέσηις ἡμᾶς , Κρέον , ὥστ ' ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν . σὺ γὰρ τί μ ' ἠδίκηκας ; ἐξέδου
τὸ παρελθόν . τὸ οὖν αἴτιον τοῦ νῦν μὲν μὴ ἐξαμαρτάνειν , τότε δέ , αὐτοὶ ἤδη ἱκανοί ἐστε γιγνώσκειν
6331589 καταπληξις
ἧκεν ἐπὶ τὴν ναῦν , τοῦ τριηράρχου δορυφοροῦντος αὐτήν , κατάπληξις εὐθὺς ἦν πάντων καὶ ταραχὴ διαθεόντων . εἶτά τις
Ὄκνος : αἰσχύνη : δεῖμα : δέος : ἔκπληξις : κατάπληξις : [ δειλία : ] ψοφοδέεια : ἀγωνία :
6258551 ὀνειδος
καὶ τυραννικούς , Ἡσιόδου μὲν τὸ Ἔργον δ ' οὐδὲν ὄνειδος , ἀεργίη δέ τ ' ὄνειδος : τοῦτο δὴ
τὸν δὲ παράσιτον πλούσιος οὐδέποτε κοσμεῖ . ἄλλως τε οὐδὲ ὄνειδος αὐτῷ ἐστιν , ὡς σὺ φής , τὸ παρασιτεῖν
6258364 αἰσχυνη
βροτολοιγὸς ἴδησι ἢ Φαίνων κρυόεις ὀλοὸν τόδε σῆμα δάμαρτι ἔσσεται αἰσχύνη τε καὶ οὐκ ἐπὶ δηθὰ μένουσιν , ἢν δ
: κηλὶς ἄφραστος : κακὸν ἀπροσδόκητον : ῥυπαρία μολύνουσα , αἰσχύνη . ἄφραστος δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπροόρατος , ἀπροσδόκητος .
6252286 εὐνους
ἀπὸ γνώμης ἐστὶ τοῦ πατρός : ὅτι εἰδὼς ὅπως εἰμὶ εὔνους αὐτῷ ἐγὼ , ἐκήρυξε τῷ λυτρωσαμένῳ δώσειν : τὴν
γ ' : ἐπειδήπερ γὰρ ἦλθες , ὦ μέλε , εὔνους , πτερώσω ς ' ὥσπερ ὄρνιν ὀρφανόν . Σοὶ
6244287 σιωπαν
κρατεῖν χαλεπὸν ἦν μὴ πρῶτον μαθοῦσιν , ὅτι καὶ τὸ σιωπᾶν λόγος . καὶ μὴν καὶ τὸν Ἀκραγαντῖνον Ἐμπεδοκλέα βαδίσαι
. Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν . Ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν ἀμείνονα . Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν
6229085 σωφρονειν
παθεῖν , ὥσπερ ἐστὶν προσῆκον φάσκοντάς γε μηδένων ἀπολείπεσθαι τῷ σωφρονεῖν , φυλάξησθε . Οὐχὶ τὸν αὐτὸν εἶναι καιρὸν ὑπείληφ
εἰσι μᾶλλον καὶ ἀνδρεῖοι , ἔστι δὲ καὶ δικαιοπραγεῖν καὶ σωφρονεῖν μᾶλλον καὶ ἧττον . εἰ δὲ ταῖς ἡδοναῖς ,
6205166 ὑποπτος
αὐτοὺς γενέσθαι , ὥσπερ οἱ συγγενεῖς αὐτῶν ὑπακούουσιν Εὐβοεῖς . ὕποπτος γὰρ ὢν ὁ Ἀθηναῖος ἐπὶ τῷ τοὺς Λεοντίνους ἐπαγγέλλεσθαι
τέ τις ἐχθρός τοι φαίνηται , ἤν τε μή . ὕποπτος γὰρ ἀνδρὶ αἰσυμνήτῃ καὶ τῶν τις ἑτάρων . Ἀνάχαρσις
6161535 μεμψις
ἀποκαλῶν , στυγεῖ ἡ νέμεσις , ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις ; ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν , οὐδαμῶς φθονῶ καὶ
χαρίζεσθε . ὥσθ ' ἥ τε παρ ' ἡμῶν ὑπάρχει μέμψις καὶ ἡ παρ ' ἐκείνου προσγίγνεται . ἂν οὖν
6143638 ἀδικος
οὐ γὰρ δύναταί τις πρὸς ἑαυτὸν καὶ τὸ ἴδιον μέρος ἄδικος εἶναι , οὐδὲ τὸ ἴδιον κτῆμα προαιρεῖταί τις βλάπτειν
, ᾧ ταὐτὸν δύναται κατὰ τὸν προειρημένον τρόπον τὸ ἄνθρωπος ἄδικος οὐκ ἔστιν : ὡς γὰρ συντόμως εἰπεῖν , ἡ
6123050 παρρησια
λοιδορία . Δημοσθένης : τῆς δὲ πομπείας ταύτης ὕστερον . παρρησία καὶ παρουσία διαφέρει . παρρησία μὲν γὰρ ἡ διὰ
. τῆι κόρηι δ ' ἐν ὁμοίοις πάθεσιν οὐχ ὁμοία παρρησία τῶν λόγων ἦν πρὸς τὴν Θάμβην . ἡ γὰρ
6108696 εὐεργετειν
ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς . οὔκουν δίκαιον τὸν σέβοντ ' εὐεργετεῖν , ἄλλως τε πάντως χὤτε δεόμενος τύχοι ; σύ
διαλλαγῇ μοι . „ οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τοὺς πολεμίους εὐεργετεῖν οὐκ ὀκνοῦσι . κορώνη Ἀθηνᾷ θύουσα κύνα ἐπὶ ἑστίασιν
6097302 ἁμαρτειν
εἰλήφαμεν καὶ πλεῖστα ἀγαθὰ πεπόνθαμεν , εἰς τούτους μὴ ὅτι ἁμαρτεῖν , ἀλλὰ μὴ εὐεργετοῦντας τὸν αὑτῶν βίον καταναλῶσαι μέγιστον
ἀνταμείψασθ ' : οὐ γὰρ εἰκὸς οὔτ ' ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ ' οὔθ ' ὑμᾶς ἐμοῦ . Ἀλλ
6090301 διδακτον
φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι , ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν , αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ ναυκλήρῳ
ἀνδράσι καὶ σοφοῖς ἔνεστι τὸ αἰδημονικόν . ὅσοις οὖν μηδὲν διδακτὸν καὶ ἐκ βίας φύσεως ἔγνωσται , ἀλλὰ φύσει τὴν
6088968 προσιεσο
. οὐκ ἔστιν ἐλεύθερον εἶναι κρατούμενον ὑπὸ παθῶν . ὕπνον προσίεσο διὰ τὸ ἀναγκαῖον . μὴ ταχέως τοὺς φίλους κτῶ
ευχευσ ? ? ? [ . . δαπάνην ἄκαιρον μηδαμῶς προσίεσο , γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν : μόνη
6074275 τιμωρια
ἔχει διὰ τὴν ἀφροσύνην , ἣν ἐνδέδυται , ἡ δὲ τιμωρία καὶ βάσανος ὅταν κολληθῇ τῷ ἀνθρώπῳ μίαν ἡμέραν ,
πρὸς τὸ μέλλον , ὅτι τῶν ἀδίκων τελευτησάντων τὸν βίον τιμωρία καὶ κρίσις παρὰ τοῖς ἀποιχομένοις πᾶσίν ἐστιν , οὐκ
6039282 μεταμελεια
τὴν προπετῆ ἐάν τε τὴν ἀσθενῆ ἔχῃ ἀκρασίαν . ἡ μεταμέλεια δὲ διὰ τὸ παρὰ προαίρεσιν πράττειν : διό φησιν
ἤθους καὶ τὸ εὐμετάβολον καὶ ἡ μικρολογία [ καὶ ἡ μεταμέλεια ] καὶ τὸ ἐπὶ μικροῖς λυπεῖσθαι [ καὶ ἥδεσθαι
6025134 ἀνηκεστα
φαρμάκου τὴν νόσον , ὡς τά γε πολλὰ τῶν τοιούτων ἀνήκεστα ἐγένετο συνηθείᾳ καὶ χρόνῳ , πάνυ ῥᾳδίως ἂν ἐξαιρεθέντα
καὶ ὠμότητα ἐξέχῃ λέγειν πόθῳ τοῦ τὸν ἀδικήσαντα πολλὰ καὶ ἀνήκεστα ποιῆσαι κακά , ὡς ἤδη τινὲς ἀδικηθέντες ὑπό τινων
6020583 ἀποστερησις
τέλος οὐδέν , τῇ δὲ κακόν , ἡ βλάβη καὶ ἀποστέρησις τῶν οἰκείων τοῦ κλεπτομένου . τὸ αὐτὸ δ '
ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν αἰσχρῶς χρημάτων ἀπαιόληι . .
6013166 ὁμολογησαι
τὴν περὶ τῶν διαλύσεων τῇ ὀγδόῃ φθίνοντος τοῦ βοηδρομιῶνος μηνὸς ὁμολογῆσαι ποιήσασθαι , τὴν δὲ ἀπόφασιν τῆς οὐσίας τῇ ἕκτῃ
ἐλέγχοις , ὥστ ' αὐτὸν τοῦτον τὸ μὴ ἔχειν ἀντειπεῖν ὁμολογῆσαι τῇ σιωπῇ . εἰ μὲν οὖν ἅπας ὅστις εἰς
5997279 ἀνοητος
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς
5991074 ὑπηκοος
ἐν τῇ λιβανοφόρῳ χώρᾳ βασιλεὺς αὐτόνομός τέ ἐστι καὶ οὐδενὸς ὑπήκοος : οὗτος ὑπερβάλλει τρυφῇ καὶ ῥᾳθυμίᾳ . διατρίβει γὰρ
Ὅμηρος μνήμην ἐποιήσατο ἐν Ἀγαμέμνονος ὑποσχέσεσι δώρων , Λακεδαιμονίων ἐστὶν ὑπήκοος τῶν ἐν Σπάρτῃ , βασιλέως Αὐγούστου τῆς Μεσσηνίας ἀποτεμομένου
5983676 χαλεπαινεις
καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις .
ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων
5983567 παραδωτε
τοὺς ῥωμαΐζοντας , παύσεται δέ , ἐὰν τά τε ὅπλα παραδῶτε καὶ ὅμηρα τῶν παίδων τοὺς ἀρίστους . “ οἳ
ἂν ὁ ἡττηθεὶς εἴποι , οἷον τὸ μή με Δημοσθένει παραδῶτε μηδὲ διὰ Δημοσθένην με ἀνέλητε : ἡ γὰρ ἀντίθεσις
5967488 ἀμειλικτος
ζῆλος ἀρετῆς εἰσέρχεται , τραχύς ἐστι τὴν ὀργὴν καὶ παντελῶς ἀμείλικτος κατὰ ἀνδραποδιστῶν , οἳ δουλείαν ἕνεκα κέρδους ἀδικωτάτου τοῖς
Τιμαγόρας , ὥς φασιν . ἦν δὲ ἄτεγκτός τε καὶ ἀμείλικτος ὅδε ὁ παῖς , καί οἱ πολλὰ προσέταττε καὶ
5963347 ἐλεεισθαι
: δίκην μὲν γὰρ εἰκός ἐστι διδόναι τοὺς ἀδικοῦντας , ἐλεεῖσθαι δὲ τοὺς ἀδίκως κινδυνεύοντας . Κρεῖσσον δὲ χρὴ γίγνεσθαι
μᾶλλον ἢ ταῖς ὑπουργίαις παρηγορηθήσεται τὸ ἐλλεῖπον . Ξάνθιοι ἁλόντες ἐλεεῖσθαι ὑφ ' ἡμῶν ἱκέτευον , ἦν δὲ οἶμαι χαλεπὸν
5953553 μεταγνωναι
τούτων δ ' ἀμφοτέρων μέσον ἂν ἁμάρτημά τι συμβῇ , μεταγνῶναι . καὶ μὴν εἰ μὲν ὥσπερ ἡμῖν πρὸς ὑμᾶς
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τότε πρῶτον καὶ νῦν διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμένα , μηδὲ τρισὶ τοῖς ἀξυμφορωτάτοις τῇ
5949841 πονηρια
μιμητὴν οὐκ ἔχων τῆς ἀκρασίας , μὴ προσλαβοῦσα γὰρ κοινωνὸν πονηρία μεῖζον ὄνειδος φαίνεται . Καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἡμαρτηκότος
καὶ τοῦτο παράλογον , ὁ δεύτερος τέθυται . δῆλον ὅτι πονηρία τύχης ἐστὶν , οὐ κακίας ἐπιθυμία τῶν παίδων τὸ
5943796 χρηστος
ζῆν ἔρχετ ' ἀποθανούμενος . Δούλῳ γὰρ οἶμαι πατρίδος ἐστερημένῳ χρηστὸς γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . Εἴ τίς φησι τοὺς
τέκνον : ἐφίημι γάρ . Ὁ Τιμοκλῆς οὗτος ἔστι μὲν χρηστὸς ἀνὴρ καὶ φιλόθεος καὶ τοὺς λόγους πάνυ ἠκρίβωκε τοὺς
5936175 δοξαζων
τὴν πόλιν αὐτοῦ Τεγέαν : ἔστι δὲ πόλις Ἀρκαδίας : δοξάζων δὲ διὰ τὸ ἀναγορευθῆναι ἀπὸ Τεγέας . προσυπακουστέον τὸ
δόξαι ὡς καὶ γενησομένου ἂν οὐκ εὐδαίμων ; Ἢ καὶ δοξάζων οὕτως εὐδαίμων : ὥστε καὶ γινομένου . Ἐνθυμοῖτο γὰρ
5931919 πενια
πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι
οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων
5931003 ἀδικα
ἀδικεῖ ; ναί . τί δέ : ὁ δίκαιος οὐκ ἄδικα πράττει ὅταν ἑαυτοῦ ἀφειδῇ καὶ μὴ τῶν ἴσων ἀλλὰ
πάντες γὰρ ἄνθρωποι σχεδὸν ἐφίενται τοῦ ἀγαθοῦ : τὰ δὲ ἄδικα ἐνίοτε οὐκ ἀγνοοῦσι μὲν ἄδικα ὄντα , ἀπατώμενοι δὲ
5930825 ψευδομενος
ἀμφότερα ταῦτα , εἰ προαγορεύων ὡς ὑπὸ θεοῦ φαινόμενα καὶ ψευδόμενος ἐφαίνετο . δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἂν προέλεγεν ,
μόνον τῷ εἶναι ψευδεῖς : λέγεται γὰρ συκοφάντης οὐχ ὁ ψευδόμενος μόνον , ἀλλὰ καὶ ὁ πολυπραγμονῶν τὰ μὴ προήκοντα
5922778 ἀδικια
καὶ ἔστι μεσότης τούτου : ἐν οἷς γάρ ἐστιν ἡ ἀδικία , τὸ μέσον αἱρεῖται : ἔστι γὰρ ἡ ἀδικία
οὐ δεῖ τὰς ἕξεις στρερητικοῖς ὀνόμασιν ὀνομάζειν , ὥσπερ ἡ ἀδικία στερητικὸν ὄνομα ἔχει , ἕξις οὖσα . πλὴν οὐκ
5920825 ἀδικηθεντας
ἀτυχημάτων ὅσων ὁ πόλεμος αὐτοῖς αἴτιος ὑπῆρξεν ὁ πρὸς τοὺς ἀδικηθέντας ὑπ ' αὐτῶν μισθοφόρους . ἀποστερήσαντες γὰρ τοὺς ὀφειλομένους
, ἣ τὸν μὲν ἀδικήσαντα εὐδαιμονέστατον ποιεῖ , τοὺς δὲ ἀδικηθέντας καὶ ἀδικῆσαι οὐκ ἂν ἐθέλοντας ἀθλιωτάτους . ἔστιν δὲ
5903569 βελτιων
, καὶ πότερον ἔστι μὲν καὶ ἄλλος , οὗτος μέντοι βελτίων , ἢ οὐδ ' ἔστιν ἄλλος ἢ οὗτος .
δύναμις οὔτε μέρος τῆς προειρημένης ψυχῆς , οὐσία δὲ ἑτέρα βελτίων ἐγγιγνομένη τῇ χείρονι . ὅτι μὲν οὖν οἰκειότερον ἀποδίδωσιν
5899568 ἀδικως
αἱρετώτερον , καὶ ἁπλῶς : ἀλλὰ πὼς μὲν αἱρετώτερον τὸ ἀδίκως ἢ ὡδί , ἁπλῶς δὲ ἢ ὡδὶ οὔ .
τὸν δ ' εὐερ - γέτην ἤγαγον [ αὐτῶν ] ἀδίκως εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους . εἰ δέ τις χωρὶς
5897567 ἀνθρωπινως
μὲν οὖν τὰ φαῦλα ἀδυνάτως ἔχουσιν οἱ ἄφρονες κοσμίως καὶ ἀνθρωπίνως φέρειν , ἀλλ ' οἱ συνετοὶ φέρουσι , τὰ
ὑπὸ τὴν τῶν Αἰθιόπων βασιλείαν , ὁ δ ' Ἀκτισάνης ἀνθρωπίνως ἐνέγκας τὴν εὐτυχίαν ἐπιεικῶς προσεφέρετο τοῖς ὑποτεταγμένοις : ὅτε
5896417 ἀδικειν
ἐστιν , ὅτι ἡ δικαιοπραγία με - σότης ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι : τὸ μὲν γὰρ πλέον ἐστί ,
μὲν ἀγνοῶν ἔκρινεν . εἰπὼν ὅτι πολλαχῶς τὸ ποιεῖν καὶ ἀδικεῖν λέγεται νῦν διαιρεῖ καὶ ὃν τότε κατὰ συμβέβηκος ἔλαττον
5894461 ἐνοχος
ὁ ἐνιαυτός : ὀξύτονον δὲ ὁ ἀριθμός : ἔναρος : ἔνοχος : ἔνερος ὁ νεκρός : ἐνιπὴ ἡ ἀπειλὴ καὶ
μετ ' ἐκείνους τεθέντι καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς ἔστ ' ἔνοχος , ὁ τοιοῦτος πότερα μὴ δῷ διὰ τοῦτο δίκην
5886286 ἀπρεπες
καίπερ ὁρῶντες ὅτι εἰς κίνδυνον ἔρχονται , ὅμως φεύγοντες τὸ ἀπρεπὲς τοῦ ὀνόματος συμφοραῖς μεγίσταις περιέπεσον , καὶ αἰσχύνην μείζονα
καὶ μοῖρα κραταιή . ἀθετοῦνται στίχοι γ ' , ὅτι ἀπρεπὲς μητέρα υἱῷ λέγειν ἀγαθόν ἐστι γυναικὶ μίσγεσθαι . [
5882196 μετανοια
τῆς ὅλης πράξεως : ταχεῖα δὲ διὰ τὸ κέρδος ἐγένετο μετάνοια καὶ πρὸς αὑτὸν εἶπεν “ ἔστω καὶ αὐτὴ τῶν
καὶ βασανίζει , ὅτι ἥμαρτεν . βλέπεις οὖν ὅτι ἡ μετάνοια σύνεσίς ἐστιν μεγάλη , Διὰ τοῦτο οὖν , φημί
5876509 πλημμελειν
εὐτακτεῖν , ἐν δὲ τῷ σταδίῳ καὶ παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην πλημμελεῖν . παρρησίαν δὲ ἄγω διπλῆν , ἑνὸς μὲν ἕνεκα
Τυραννικὸν φρόνημα οὐκ ἂν δύναιτο Πένης ἐλέγξαι , ἐν οἷς πλημμελεῖν φιλεῖ . Λύκου καὶ προβάτου ποία συνοδία ; Ἑρμηνεία
5875286 κτεινῃς
πορφύροντ ' ἐν χθονὶ σεῖε νέφη : ἢν γάρ με κτείνῃς , τότε παύσομαι : ἢν δέ μ ' ἀφῇς
βίας ἀποτείσεαι ἐλθών : αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέϊ χαλκῷ , ἔρχεσθαι δὴ
5868985 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
5868242 μετανοησεις
Ϛ οὐ κοινωνεῖς ἄρτι τῷ πράγματι ζ ἐὰν στρατεύσῃ , μετανοήσεις η μετὰ φόβου ἐρώτησον καὶ ἀκούεις ἀλήθειαν θ ἐὰν
ἀπολαύσεις τῆς ἡδονῆς , καὶ καθ ' ὃν ἀπολαύσας ὕστερον μετανοήσεις καὶ αὐτὸς σεαυτῷ λοιδορήσῃ : καὶ τούτοις ἀντίθες ὅπως
5861814 δυστυχειν
πρὸς τὸ μὴ εἰς ταύτην ἁμαρτάνοντες τὰ ἐναντία τῆς γνώμης δυστυχεῖν : ἑκατέρωθεν δὲ αὐτῆς δύο Ἔρωτας ἱστῶσιν , τὸν
' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν . Οἴμοι , τὸ γὰρ ἄφνω δυστυχεῖν μανίαν ποιεῖ . Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος
5852235 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
5847465 εὐτυχειν
ὃν βεβίωκεν ἐξετάζοντες . οὗτος γάρ , ἡνίκα μὲν συνέβαινεν εὐτυχεῖν Ἀριστολόχῳ τῷ τραπεζίτῃ , ἴσα βαίνων ἐβάδιζεν ὑποπεπτωκὼς ἐκείνῳ
ἄλλον . . ἐπεύχομαι ] ἐπεύχομαι δὴ κατὰ πάντα μὲν εὐτυχεῖν σε , ὦ πρόμαχε τῶν ἐμῶν δόμων , ὦ
5840173 συνετου
ἐστιν ἡ σύνεσις . οὐ γὰρ διαφέρει ὁ εὐσύνετος τοῦ συνετοῦ , ἀλλὰ καὶ ὁ συνετὸς αὐτὸ τοῦτο βούλεται ,
εὐγνώμονος : τίθησι δὲ καὶ τὴν λέξιν ἐπίπαν ἐπὶ τοῦ συνετοῦ : ” τούνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ
5839561 ἀδεες
δὲ ἀτρεμοῦσα καὶ μάλα ἐγκρατῶς ἐντίθησίν οἱ τὸ κατὰ μικρὰ ἀδεές . προσελθόντος δὲ καὶ παραμένοντος ἀπαθοῦς καὶ οἱ μετέωροι
, καὶ τὸ θηλυκὸν [ ἀδεής ] καὶ τὸ οὐδέτερον ἀδεές , πλεονασμῷ ἑτέρου δ ἀδδεές , . , .
5835773 ματαιος
τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα
ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . .
5831075 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
5827223 ἀφροσυνη
ἐκβάλλει . τῷ ἀποτυγχάνοντι κοινὸν ἔγκλημα ἡ ἄνοια καὶ ἡ ἀφροσύνη . ὁ νοῦς : πρῶτον μὲν τὸ πειρᾶσθαι ἀγῶνος
φρόνησις ὑγεία γάρ τις αὕτη διανοίας , τὸ δὲ φθεῖρον ἀφροσύνη νόσον ἀνίατον κατασκήπτουσα . τοῦτο δὲ „ νόμιμον αἰώνιον
5824113 καταγελαστος
τῇ διαχύσει τῶν χειλέων χωρὶς ὕβρεως , γελοῖος δὲ ὁ καταγέλαστος . Ὀνομασίαι τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως καὶ αὐξήσεως ἄχρι
. Φαίνεται δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἡ ἕξις τοῦ ἀναγιγνώσκοντος καταγέλαστος τουτέστιν ἡ μάθησις καὶ ἡ διδαχὴ καὶ ἡ γνῶσις
5820335 κακοδαιμονειν
ἄν τις , πῶς εὐδαιμονεῖν μὲν λέγουσιν , οὐκέτι δὲ κακοδαιμονεῖν . Κόρημα χρὴ λέγειν , οὐχὶ σάρον , καὶ
ἐκ τῆς ἐποχῆς , εἰ ταράττεσθαι πάντως δεῖ καὶ ταραττομένους κακοδαιμονεῖν ; μέγα , φήσομεν , ὄφελος . καὶ γὰρ
5812477 ἐπιτιμιοις
ἑαυτὸν μισθώσῃ , ἔνοχον εἶναι τοῖς μεγίστοις καὶ τοῖς ἴσοις ἐπιτιμίοις . Τίς οὖν οὕτω ταλαίπωρός ἐστιν ἄνθρωπος ὅστις ἂν
. Ὁ γὰρ Σόλων ὁ παλαιὸς νομοθέτης ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ᾤετο δεῖν ἐνέχεσθαι τὸν ἀστράτευτον καὶ τὸν λελοιπότα τὴν
5807941 ἀγνωμοσυνη
, τὴν ἴσην ἐμοὶ φυλάξατε γνώμην : εἰ δέ τις ἀγνωμοσύνη πρὸς ἐκεῖνον ἀπήντησεν , ἰάσασθε καλῷ , φασί ,
ἐστίν , ἀχαριστία , τὸ δὲ νοσήματα δύο ψυχῆς , ἀγνωμοσύνη καὶ φθόνος . καὶ μὴν οὐκ οἶδα , ὅθεν
5807618 πιστευων
ἔντρομος γενόμενος πάντα ἐάσας ἐν τῷ ναῷ ἐξῆλθεν εὐχαριστῶν καὶ πιστεύων κυρίῳ καὶ ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ πάντα διηγορευμένα .
τοῖς πρὸ τῆς τελετῆς ἐντυγχάνειν , ἐκάλουν εὐδαίμονα ἐμαυτὸν , πιστεύων τὰ πάντα παρὰ τῶν θεῶν ἔχειν . διὸ καὶ
5807547 ἀναισχυντων
: τούτοις οὖν καὶ τοῖς τοιούτοις λογισμοῖς ἐπὶ τῶν δοκούντων ἀναισχύντων εἶναι πρός τι χρηστέον . Σωπάτρου καὶ Μαρκελλίνου .
πέντ ' ἐλάφους κρύψειας ἢ ἕνα κίναιδον : ἐπὶ τῶν ἀναισχύντων . Θαλάττιος ὢν μή πως χερσαῖος γένῃ : ἐπὶ
5803761 πανουργως
ἄλλως δεικνύειν , οὐ κατά τινα ἁπλοῦν τρόπον , ἀλλὰ πανούργως . ἰδεῖν δὲ ψηφοπαικτοῦντά τινα , παραλογισθέντα καὶ ἐξαπατηθέντα
Γ κομψευριπικῶς : πανούργως ὡς ὁ Εὐριπίδης . κομψευριπικῶς ] πανούργως . Γ κομψευριπιδικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς , δεινῶς
5801621 ἁμαρτανειν
. ἔλεγον τὰ ἁμαρτήματα συγγνώμης τυγχάνειν : οὐ γὰρ ἑκόντα ἁμαρτάνειν , ἀλλά τινι πάθει κατηναγκασμένον . καὶ μὴ μισήσειν
ἀκούσας ἐκέλευσε τὸν χρησμὸν διεξενεγκεῖν τοῖς Πέρσαις , ὡς ἐξευλαβηθεῖεν ἁμαρτάνειν . Οἱ δὲ δι ' ὑποψίας γίνονται , ὡς
5801165 ἐπιορκος
δὲ ἔχει τοῦ δυνατοῦ ὅτι εἰ καὶ Φίλιππος ἄδικος καὶ ἐπίορκος , ἀλλ ' ὅμως βίᾳ καθέξει τὰ πράγματα .
βασάνῳ τἀληθῆ λέγειν καταναγκάσομεν ; καὶ τίς οὐκ οἶδεν ὡς ἐπίορκος ἀεὶ καὶ ἄπιστος ἡ τῶν ἀνδραπόδων φύσις καὶ τῶν
5800966 δηλος
καὶ τῆς Ἀλκμήνης ἐστὶν ἔτι ὁ θάλαμος ἐν τοῖς ἐρειπίοις δῆλος . οἰκοδομῆσαι δὲ αὐτὸν τῷ Ἀμφιτρύωνι Τροφώνιόν φασι καὶ
ἕτοιμα καὶ ἀρκοῦντα τὰ Ἀντωνίου , ἑτέρας ἀσχολίας προύφερε καὶ δῆλος ἦν ἢ αὖθις ἐπιμεμφόμενός τι τῷ Ἀντωνίῳ ἢ τῆς
5799732 πεπιστευκα
οὕτω δύνασθαι τοὺς φίλους ἐγκωμιάζειν ὥσπερ ἐμαυτόν . ἄλλως : πεπίστευκα δὲ ὅτι οὐδένα ὕμνησα ἀμφότερα ἔχοντα , ἐμπειρίαν τε
οὐδὲ συγκαθεύδουσα πέπεικεν ἄλλη γυνή , κἂν ἡ ἄστοργος ἐγὼ πεπίστευκα : μετὰ τοσοῦτον ἰδοῦσά σε χρόνον ἐν τοῖς ἀγροῖς
5796417 ἀρνεισθαι
καλούμεθα χριστιανοὶ ὅτι χριόμεθα ἔλαιον θεοῦ . Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀρνεῖσθαί σε νεκροὺς ἐγείρεσθαι : φῂς γάρ : “ Δεῖξόν
. οὐδεὶς γὰρ οὐδενὶ τῶν αὐτόθι φίλος , ὥστ ' ἀρνεῖσθαί τι τῶν ἀτόπων δι ' εὔνοιαν . λθʹ .
5796024 καταφρονειται
τὸ γὰρ πρᾶγμα οὐ μικρόν , εἰ καὶ τῷ ἔθει καταφρονεῖται . μαρτυρία γάρ ἐστι θεοῦ περὶ πραγμάτων ἀμφισβητουμένων ὅρκος
καὶ διαπιστούμενα ἢ τῷ γε πολλῷ τῆς μνήμης συνεθισμῷ καὶ καταφρονεῖται : πᾶν γὰρ τὸ πλεονάζον ἐς κόρον ἥκει ,
5794075 κακοηθεστερον
ἄλλου δέ τινος μὴ νεωτερισθέντος , ταχέως καταῤῥήγνυται , καὶ κακοηθέστερον : τὰ ἐμούμενα ἐπὶ τούτοισι , πονηρὰ καὶ θηριώδεα
, καὶ ἔμεινε τὸ διάλειμμα ἄχρι . * τεσσαράκοντα ἡμέρας κακοηθέστερον ὑπέστρεφεν . εἶπε γὰρ ὁ Γαληνὸς , ὅτι πολλάκις
5793740 ἐξουσια
ἐπὶ παλαιᾷ νοσήσει νόσον , ἕως ἂν ἡ τῶν δημάρχων ἐξουσία διαμένῃ : διδάσκων , ὅτι πράγματος παντὸς πολιτικοῦ καὶ
νόμου περίστασις μία τίς ἐστιν , ἐξ ἴσου γὰρ ἡ ἐξουσία αὐταῖς δέδοται , καὶ ἔτι τὰ εἴδη ἐπὶ πλειόνων
5788119 ἡδυτερον
καθαρθεῖσι , μάλιστα δὲ τοῖς ἐπὶ πλέον κενωθεῖσι τό τε ἡδύτερον καὶ βαθύτερον ἐθέλειν καθεύδειν . μετὰ δὲ τοὺς ὕπνους
θερμῷ κεραννύντας ὡς οἶνον διδόναι , ὡς ἂν τῷ κάμνοντι ἡδύτερον φαίνοιτο . Ἐπιτήδειον δέ ἐστι τοῖς τοιούτοις , τό
5786986 φιλονικος
' ἄν . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Ἀλλὰ καὶ φιλόνικος Ἀντισθένης ἐστίν , ὃ στρατηγῷ προσεῖναι ἐπιτήδειόν ἐστιν :
, φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , πρὸς τὰ δεινὰ θαρραλέος , φιλόνικος , νίκης ἐραστής , εὐκλείας ἐραστής , ἄδωρος ,
5774242 ἀνοσια
: οὐ γὰρ ἀλλὰ προβούλευμα βαστάζουσι τῆς πόλεως μέγα . ἀνόσια πάσχω ταῦτα ναὶ μὰ τὰς Νύμφας . πολλοῦ μὲν
καλὸν τοιαῦτα συμπράττειν οὐδὲ μηχανὰς εὑρίσκειν ἐπὶ τὰ αἰσχρὰ καὶ ἀνόσια . οὐδὲ ὡς τὸν Ἴκαρον ἐπτέρωσεν , εἰ χρὴ
5773880 κατθανειν
; Τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ πνεῖν δὲ δειπνεῖν , τὸ δὲ καθεύδειν
φησὶν τίς δ ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν , τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται ; καὶ
5771906 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
5767565 παρακλησις
, ὡς πρότερον , ὅτι πελάτης ἦν αὐτοῦ : καὶ παράκλησις , [ ἵνα ] μὴ τοῖς ἐλεεινότερα λέγουσιν ,
ἐν τῷ τέλει τοίνυν πρὸς αὐτὸ τὸ ἀκρότατον ἄνεισιν ἡ παράκλησις ὧδέ πως : ὅστις ὦν ἀναλῦσαι οἷός τε ἐστι
5759066 ἀδικων
ὑψοῖ σαθρὸν αὐτῶν τὸ κλέος : οἰκόβιος γὰρ ἡ τῶν ἀδίκων δόξα καὶ εὐκατάακτος . εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον
, πῶς ἐστι δίκαιον , ἔργων ὅστις ἀνὴρ ἐκτὸς ἐὼν ἀδίκων , μή τιν ' ὑπερβασίην κατέχων μήθ ' ὅρκον
5758670 δικαιοπραγειν
. καὶ τὸ μὲν ἀδικεῖν καθ ' αὑτὸ καὶ τὸ δικαιοπραγεῖν καθ ' αὑτὸ ἑκούσια , τὰ δὲ κατὰ συμβεβηκός
εἰ δὲ εὑρίσκεις παρὰ πολλοῖς ἀνθρώποις τὸ εὖ φρονεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν , δῆλον ὅτι οὐ φύσει πρόσεστιν ἡμῖν τὸ φαῦλον
5752537 ξυμφορων
δημηγορίᾳ : καὶ οὐκ ἴσμεν ὅπως τῶνδε τριῶν τῶν μεγίστων ξυμφορῶν ἀπήλλακται : ἤτοι κακιῶν . καὶ γὰρ αἱ τῆς
καὶ μεγάλῃ δυνάμει σφαλέντων ἡμῶν ταχέως οἱ ἐναντίοι ἐπιχειρήσουσι διὰ ξυμφορῶν : διὰ συμφορῶν ἡ σύμβασις ἐγένετο τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς
5751993 δουλευειν
φόβων καὶ ταραχῶν , οὗτος τῇ αὐτῇ ὁδῷ καὶ τοῦ δουλεύειν ἀπήλλακται . πῶς οὖν ἔτι ὑμῖν πιστεύσομεν , ὦ
καθ ' ἡμῶν εἴημεν τοὺς θεραπευομένους κεχειροτονηκότες καὶ μισθὸν τὸ δουλεύειν αὐτοῖς καὶ τὸ πάντα κελεύουσιν ὑπηρετεῖν προσδεδωκότες , οὗ
5750600 φροντις
ἁπλῶς ἵνα γενικώτερον αὐτὰ διαστειλώμεθα , οὕτως εἴπωμεν : ἡ φροντὶς ἢ διὰ τὰ κρείττονα γίνεται [ ἢ διὰ τῶν
ἐπειδὴ κόραι ἦσαν καὶ οὐ χοῖροι . ἡ δὲ τούτων φροντὶς καὶ δαπάνη πολλή ἐστι . Γ Μεγαρικά τις μηχανά
5733724 συνεσις
ἐξ αὐτῶν ποιοὶ ὠνομάζοντο , εἰ μὴ ποιότητες ἦσαν ἡ σύνεσις καὶ ἡ ἀσυνεσία . οὕτω δείξας ὅτι εἰσί ,
εὐβουλίας τοσαῦτα : ῥητέον δὲ περὶ συνέσεως . ἔστι τοίνυν σύνεσις καὶ ἀσυνεσία , καθ ' ἃς λέγομεν συνετοὺς καὶ
5732535 μετριος
ὑβριστής . ἔφης ἂν αὐτὸν ἐπίστασθαι τὸ μέλλον : οὕτω μέτριος ἦν . ᾧ καὶ φίλον ἐποίησας ἐμοί τε καὶ
ὁ θυμὸς λειποθυμίαν ποιῶν εἰς θάνατον οὐδέποτ ' ἄγει : μέτριος μὲν γὰρ οὐδὲ λειποθυμίαν , μὴ δυνάμενος μηδὲ αὐτὴν
5716692 ἀτυχως
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα : ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ
5714891 κρεισσων
παραίνεσιν ἀδιανοήτως . ἢ εἰπάτω τις , τί βούλεται τὸ κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει :
ἔν τοι μυρίωι στρατεύματι ἀκόλαστος ὄχλος ναυτική τ ' ἀναρχία κρείσσων πυρός , κακὸς δ ' ὁ μή τι δρῶν
5711277 ἁμαρτια
ἁμαρτωλὸν ἢ πλάνον . Ἄλη γὰρ ἡ πλάνη καὶ ἡ ἁμαρτία . Ἀλλὰ γὰρ ἀθυμοῦντες ἄνδρες οὔποτε τρόπαιον ἐστήσαντο .
σε ἐν τῷ σκηνώματί σου , οὐ γὰρ γέγονέ σοι ἁμαρτία . Ἀνάψυξον ἐν τῷ σκηνώματί σου ἐν τῇ παρθενικῇ
5710372 μηδεποτ
” , ἐπειδὴ τῆς ἀκαθάρτου φθορᾶς αἴτιον ἡ διάλυσις . μηδέποτ ' οὖν ἰδών τινα τῶν φαύλων οἷς ἂν ἐπιθῆται
ἐν ὀρέξει ἀναπότευκτον , ἐν δ ' ἐκκλίσει ἀπερίπτωτον , μηδέποτ ' ἀτυχοῦντα , μηδέποτε δυστυχοῦντα , ἐλεύθερον , ἀκώλυτον
5708814 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
5705994 πιστευει
ἂν γένοιτο τὰ δέοντα . πρῶτον μὲν γὰρ οἷς βασιλεὺς πιστεύει καὶ εὐεργέτας ὑπείληφεν ἑαυτοῦ , οὗτοι μισοῦσι καὶ πολεμοῦσι
δ ' αἰσθάνεσθαι γνωρίζειν τι ἦν . Διότι δὲ καὶ πιστεύει τῇ αἰσθήσει πᾶσι φανερόν : ἀκριβέστερον γὰρ θέλων ἰδεῖν
5699413 ἐπιεικες
ἐπιβωσόμεθα ἀντὶ τοῦ ἐπιβοησόμεθα . ἐπιεικέα ἐγχωροῦντα , πρέποντα . ἐπιεικές ἐπεοικός , προσῆκον , ἐγχωροῦν . ἐπιειμένε ἐπημφιεσμένε .
ἀκριβῶς εἰδὼς ὅτι , εἰ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους μὴ ἐπιεικές ἐστιν ταῖς διαίταις ἰσχυρίζεσθαι , πρός γε τοῦτον ἁπάντων
5690415 ἀναισχυντειν
τὸν τόπον ἐστίν : ἀναισχυντία , αἰδώς , τὸ μήτε ἀναισχυντεῖν μήτε αἰδεῖσθαι : ἀναισχυντία μὲν οὖν ἴδιον φαύλου ,
λόγος οὐκ ἐάσειν . ὅμως δέπάντα γὰρ τολμητέοντί εἰ ἐπιχειρήσαιμεν ἀναισχυντεῖν ; Πῶς ; Ἐθελήσαντες εἰπεῖν ποῖόν τί ποτ '
5689883 παμπονηρα
ἐπιτρίτου βʹ καὶ βακχείου : τὸ ιϘʹ “ κἂν λέγῃ παμπόνηρα ” ὅμοιον δίμετρον ἐξ ἐπιτρίτου βʹ καὶ ἀμφιβράχεος ἢ
νοῦν : ἔχεις γὰρ οἰκίαν . Καὶ μὴν ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα φαίνεται . Δειπνεῖν με δίδασκε . Περὶ ἐμοῦ δ
5689816 προμηθιας
οἷ μ ' ἀτιμίας ἄγεις . Ἀτιμίας μὲν οὔ , προμηθίας δὲ σοῦ . Τῷ σῷ δικαίῳ δῆτ ' ἐπισπέσθαι
. Γ ἐκ προνοίας ] ἐξεπίτηδες . Γ προνοίας ] προμηθίας . Γ αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξι : σὺν αὐταῖς ταῖς
5687848 ἑκουσιος
ἡμῖν ἡ σιτοπομπία , νῦν δὲ θᾶττον πτεροῦ καὶ νοήματος ἑκούσιος καὶ αὐτοκέλευστος ἀφικνεῖται . ὑπηρετεῖ καὶ ἡ θάλαττα τῇ
τετραπλασίονά σοι καίπερ ἐνδεόμενοι συνεισφέρομεν , ὅπως μάθῃς , ὅσον ἑκούσιος ὑπουργία πενομένων τοὺς ἀβουλήτως ἐν εὐπορίᾳ βιασθέντας ὑπεραίρει .
5687528 προπετης
τὸν μέγαν σπόνδυλον λορδὸν τὸν αὐχένα ἔχειν , ὡς μὴ προπετὴς ἔῃ αὐτέοισιν ἡ κεφαλή : στενοχωρίην μὲν οὖν πολλὴν
νίκας τῆς Ὀλυμπίας τῆς οὔσης παρὰ τῷ Κρονίῳ τεμένει ὁ προπετὴς κλῆρος ὑμᾶς ἀπεστέρησεν , ὦ Ἀλκιμίδη . δελφῖνί κε
5664359 παρανομειν
ξυνήγαγον ὑμᾶς ὡς δικαστάς μοι καθεδουμένους ὑπὲρ ὧν αἰτίαν ἔχω παρανομεῖν , ὑμεῖς δὲ τὸ εἰωθὸς ἀποδώσετε καὶ βοήσεσθε ἀναπηδῶντες
τοῖς μεθ ' ἑαυτὸν ὑπερβολήν . ὃς τῇ τόλμῃ τοῦ παρανομεῖν τὴν πίστιν τοῦ μὴ σφαλήσεσθαι προστίθησιν . ὃς οὐ

Back