| στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε . 〚 τοῦτο γὰρ καὶ τοῦ ἐργαλείου τὸ ἔργον | ||
| ὅπως ] πῶς . ὅπως ] πῶς . εἷλε ] στρέφε . ἀποχάλα ] ἀφίει . λινόδετον ] ἐν λίνῳ |
| ϲκευαϲθέντα καὶ ϲταλτικὰ γαϲτρόϲ : εἰ δ ' ἑψήϲαϲ μὴ ἀποχέων τὸ πρῶτον ὕδωρ , εἶτ ' ἀρτύϲαϲ ἁλϲὶν ἢ | ||
| θεῖον ἄθικτον , ἕψησον πυρὶ μαλθακῷ ἀπὸ θαλλίων ζʹ : ἀποχέων εἰς οὖρον ἀφθόρου παιδὸς πρόσφατον , ἕψον αὐτὸ ἕως |
| Ἀττικοὶ καὶ τὸ ἰδέ ὀξύνουσι καὶ τὸ λαβέ καὶ τὸ φαγέ , ὁμοίως τῷ ἐλθέ , εὑρέ , εἰπέ . | ||
| ἰδέ ὀξυνόμενα Ἀττικά , Ἀθηναῖοι γὰρ αὐτὰ ὀξύνουσιν , οἷον φαγέ πιέ καὶ ὅσα τοῦ δευτέρου ἀορίστου . Τύπτου : |
| ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ | ||
| γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν |
| , ὡς ἐλάχιστον καὶ ὑδαρέστατον δίδου , καὶ περιπατέειν ὀλίγα κέλευε : ἢν δὲ δυνατὸς ᾖ , πλεῖστα . Ξυμφέρει | ||
| δεῖ : στεῖχ ' ἐπ ' Ἠλέκτρας ἰὼν πύλας : κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους ἵππων τ ' ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας πέλτας |
| μίγνυμεν ἐπὶ τῆς χρήσεως ὀλίγον ἀλφίτου λεπτοῦ καὶ ἀναδεύσαντες ὀθόνιον δίπτυχον ἐπιτείνομεν ἔξωθεν αὐτὸ κατὰ τῶν ὑποχονδρίων , οὐκ ἐῶντες | ||
| μήλων , παναπάλῳ , οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι , δίπτυχον ἀμφ ' ὤμοισιν ἔχους ' εὐεργέα λώπην : ποσσὶ |
| σφονδύλη : ἡ σίλφη εἵλοντο : ἐβουλεύσαντο ὄρεξον : παράσχου παῖε : τύπτε κοινώμενος ἥδιον : τερπνόν παρδακόν : ὑγρόν | ||
| αὐτά : κεῖται δ ' ἐν μέσῳ . Ὢ παῖε παῖε τὸν Βάκιν . Μαρτύρομαι . Κἄγωγ ' , ὅτι |
| λεκάνην , τριπόδιον , ποτήριον , χύτραν , θυΐαν , κάκκαβον , ζωμήρυσιν . ὡς δυστυχεῖς , ὅσοισι τοῦ κέρδους | ||
| , εἶτα κηρόν , καὶ ἐπάρας ἐκ τοῦ πυρὸς τὸν κάκκαβον ἔμπασον τὸν λιβανωτόν . Πρὸς τὰ τῶν γυναικῶν καὶ |
| , οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ | ||
| ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων † |
| ἀλύπως ποιεῖ ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων στρύχνου χυλός , ὀθονίου μαλακοῦ διπτύχου ἢ τριπτύχου δευομένου καὶ ἐπιτιθεμένου πολλῷ τῷ χυλῷ . | ||
| . στολίσματος ἀντὶ τοῦ διπλῆς χλαμύδος γυμνόν με ἐποίησαν : διπτύχου στολίσματος : γράφεται καὶ στοχίσματος , ἵν ' ᾖ |
| σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
| γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
| ζωοποιήσας τὰ πάντα . Καὶ εἶπε Πεντεφρῆς τῇ Ἀσενέθ : πρόσελθε καὶ φίλησον τὸν ἀδελφόν σου . Καὶ ὡς προσῆλθε | ||
| μηδὲν ταραχθῇς . καὶ σὺ δέ , ὦ γύναι , πρόσελθε τῷ κυρίῳ . ” Καλλιρόη μὲν οὖν πρὸς τὸ |
| . ἄγγη μυρηρά ὡρικὸν δὲ μειράκιον καὶ κόρη ἀποβροχθίσαι ἐψυχρολουτήσαμεν θυλακίσκον κλινάριον λυρωνίαν νεβλάρετοι τὸν ὀρτυγοκόμον ῥαγδαίους τοῦ τριγώνου μαρτύρομαι | ||
| ; ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον καὶ τὸ μέγα βαλλάντιον . καὶ τὴν κυνῆν ἔχειν |
| δεξαμενὰς ἐπαινοῦσι , καὶ δεῦρ ' ἄγ ' ἰὼν νῆα κατάστησον , καὶ τοῖς καταίρουσι τοιαῦτ ' ἐπαγγέλλουσι καὶ τοιαῦτα | ||
| , πολύαιν ' Ὀδυσεῦ , μέγα κῦδος Ἀχαιῶν , νῆα κατάστησον , ἵνα νωιτέρην ὄπ ' ἀκούσῃς . οὐ γάρ |
| [ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
| Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
| καὶ σπονδὰς θεοῖς μέλλωσι λείβειν , ἐν πέπλοις ἔχων τόδε κάθες βαλὼν ἐς πῶμα τῶι νεανίαι ἰδίαι γε , μή | ||
| δὲ τὴν ἄγκυραν ἀπὸ τῆς πρῴρας τῇ γῇ κατέρεισον καὶ κάθες , οὖσαν τὴν ἄγκυραν βοήθημα καὶ ἀλέξημα τῆς χοιράδος |
| ' ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ : πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται , καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκιναῖς | ||
| καὶ ἐκεῖσε ὑπνοῦντες : τῇ γὰρ ἑξῆς ἀναπλεῖν ἔμελλον . πύματον λάχος : τοῦ ἐν Κυζίκῳ ὕπνου ὕστατον λάχος φησίν |
| φαρμάκου , ἐδάην τε καὶ ἐγέλασα καὶ τὸν παῖδα θαρρεῖν ἐκέλευσα , ὡς μηδενὸς αὐτῷ προσδοκωμένου δεινοῦ . Οὐκ ἀκριβῶς | ||
| ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ ' ἄορα κωπήεντα |
| ἐστ ' ἰσάργυρον ; Ὡς σκαιὸς εἶ κἄγροικος αἰσχροεπῶν : ἔα , ἐπαρίστερ ' ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς | ||
| ἀπίστασθαι , Ἑκαταῖος δ ' ὁ λογοποιὸς πρῶτα μὲν οὐκ ἔα πόλεμον βασιλέϊ τῷ Περσέων ἀναιρέεσθαι , καταλέγων τά τε |
| τάχιστα ἱππεύειν μάθῃς , διώξῃ , καὶ τοξεύων καὶ ἀκοντίζων καταβαλεῖς ὥσπερ οἱ μεγάλοι ἄνδρες . καὶ παῖδας δέ σοι | ||
| , ἱκετεύω . φλυαρεῖς πρός μ ' ἔχων . οὐ καταβαλεῖς τὴν σπάθην θᾶττον ; κατάβαλε , Μοσχίων , πρὸς |
| τίθει : ὃ δ ' ἐδέξατο χαίρων , καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα | ||
| εὖτ ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνήῃ . Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπεβήσετο , τὸν δὲ λίπ ' αὐτοῦ τὰ φρονέοντ |
| ἔρχομαι . κἀγὼ δὲ παρακορήσων . σπονδὰς δ ' ἔπειτα παραχέας τὸν κότταβον παροίσω : τῇ παιδὶ τοὺς αὐλοὺς ἐχρῆν | ||
| δὲ πεπαίνει . σμύρνα καὶ ὀρίγανον ἴσα μίξας καὶ ὕδωρ παραχέας χρῶ . Ἄλλο . Ἰσχάδας ἑφθὰς τρίψας καὶ ῥητίνῃ |
| παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ | ||
| τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς . |
| ἄνομοι . ἴτω ] οἷον εὐστόχως χειμαζέσθω . ἴτω ] ἐλθέτω . ἴτω ] πορευέσθω . Ξ κατ ' οὖρον | ||
| πάρος λαθώμεθα . ἐπὶ τῶι ; χάρις γὰρ ἀντὶ χάριτος ἐλθέτω . σπονδὰς τέμωμεν καὶ διαλλάχθητί μοι . μεθίημι νεῖκος |
| κομίζει προσπόλων ὅδ ' ἐγγύθεν . Αἶρ ' αὐτόν , αἶρε δεῦρο : ταρβήσει γὰρ οὔ , νεοσφαγῆ που τόνδε | ||
| δέδρακεν , ὀρχούμενος ὅστις ἀπήλλαξεν χορὸν τρυγῳδῶν . Αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς |
| ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν , Ἴλιον ἐκπέρσαντ ' εὐτείχεον ἀπονέεσθαι . Τοῦτο γὰρ ποιήσας προσέκρουσε μὲν οὐδαμῶς τοῖς Ἀχαιοῖς | ||
| πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις , πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι ἑσπέριος , νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γ |
| . ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης χυλὸν σὺν μέλιτι ἔγχριε : τὰ δὲ χρονιώτερα ἡ κεδρία λεπτύνει καὶ ὁ | ||
| , καθὰ προείρηται . Ἄλλο . ϲικύου ἀγρίου τῷ χυλῷ ἔγχριε τὰϲ γλαυκοφθάλμουϲ γυναῖκαϲ καὶ μελανοφθάλμουϲ ποιεῖ . Ἄλλο . |
| : καί νύ κεν ἔκφυγε κῆρα , καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ , εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε καὶ μέγ ' | ||
| ἀλειψαμένω λίπ ' ἐλαίῳ δείπνῳ ἐφιζανέτην , ἀπὸ δὲ κρητῆρος Ἀθήνῃ πλείου ἀφυσσόμενοι λεῖβον μελιηδέα οἶνον . ἡ διπλῆ ὅτι |
| διδαϲκαλίαι [ τοῦ πλείϲτου μέρουϲ ! [ ὡϲ πικρόν τιϲ ἀνέκραγε ? [ / οὐ δήποτ ' ἄλλοϲ ἐϲτὶν ἀντὶ | ||
| τοῖς γιγνομένοις τοῦτον ἔπαινον ἀποδοῦναι τὸν μέγιστον τῷ ὀρχηστῇ : ἀνέκραγε γὰρ καὶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀνεφθέγξατο , “ Ἀκούω |
| τοσούτου ἐδέησεν αὐτῷ μεταμελῆσαι τῶν ὑβρισμένων , ὥστε ἐξευρὼν οὗ ἐδειπνοῦμεν ἀτοπώτατον πρᾶγμα καὶ ἀπιστότατον ἐποίησεν , εἰ μή τις | ||
| εἱστιώμεθ ' ] εὐωχούμεθα , ἐτρώγομεν . , ἐσιτούμεθα , ἐδειπνοῦμεν , ἐγευόμεθα . λύραν ] μουσικήν , κιθάραν . |
| κατάρρυτον ἦν τὸ Δίνδυμον ὕδασιν . ποίης : βοτάνης . παροίτερον : ἔμπροσθεν , πρότερον . ἀνέβραχε : ἀντὶ τοῦ | ||
| τ ' ἐπὶ τοῖσιν ἑταίρους , πειρήσω δ ' ἐπέεσσι παροίτερον ἀντιβολήσας εἴ κ ' ἐθέλοι φιλότητι δέρος χρύσειον ὀπάσσαι |
| τάχει . ἄλλο . αἰγὸς βοσκάδος ἄφοδον ξηράνας , κόψας σῆσον , δὸς νήστει λουσαμένῳ , οἴνῳ εὐώδει κυάθους δʹ | ||
| ἐν χύτρᾳ καινῇ , τὰ δὲ λοιπὰ ξηράνας κόψον καὶ σῆσον . κεχρήσθωσαν δὲ διηνεκῶς λουόμενοι . ὅτε δὲ ἄρξονται |
| οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα | ||
| Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ |
| ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
| , ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
| ” γάρ φησι „ τὸν θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν κολληθήσῃ „ . τίς οὖν ἡ | ||
| ὑποκάτω τῆς γῆς . οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς , οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς : ἐγὼ γάρ εἰμι κύριος ὁ θεός σου |
| καλλίνικον ] βοάσω μέλος ἵνα ? λαβόμενος ἔργον ] ? γεραιᾶς χερὸς Λίβυος ! ! αεντος ? λωτοῦ ] κιθάριδος | ||
| πέρσας ' Ἀτρειδῶν , ὧν ἀπωλόμεσθ ' ὕπο . Ἑκάβης γεραιᾶς φύλακες , οὐ δεδόρκατε δέσποιναν ὡς ἄναυδος ἐκτάδην πίτνει |
| ἔριον προϲθείϲ , ἔα διανυκτερεῦϲαι , τῇ δ ' ἑξῆϲ κλύζε ὕδατι καὶ ἐλαίῳ θερμάναϲ . Περὶ τῶν ἐν ὠϲὶν | ||
| ὀξυκράτῳ . Ἐρυσίμου ἢ ἀκάνθης αἰγυπτίας φύλλα ἑψήσας ὕδατι , κλύζε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς : ἡγήσεται δὲ πρὸ τροφῆς ἐπιμελῶς |
| τὸ θέρος ἐπὶ ναμάτων ἐκόμιζε χρείαν . ἀφικόμενος δὲ καὶ παραστὰς ἑαυτὸν ἐθεᾶτο τοῖς νάμασι καὶ τὸ μὲν κέρας τῆς | ||
| , εἰ μὴ ἄρ ' Αἰνείᾳ τε καὶ Ἕκτορι εἶπε παραστὰς Πριαμίδης Ἕλενος οἰωνοπόλων ὄχ ' ἄριστος : Αἰνεία τε |
| ; ἂν μέτριον , μενῶ : ἂν λίαν πολύν , ἐξέρχομαι . τούτου γὰρ μεμνῆσθαι καὶ κρατεῖν , ὅτι ἡ | ||
| δῷς , ἀλλ ' ἀπόδος . καὶ δὴ φέρους ' ἐξέρχομαι . Ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην τότε . Παραγεύσεταί σοι |
| ἀπὸ τοῦ αὐγή αὐγάζω , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνάγκη ἀναγκάζω . οὕτως Ζηνόβιος , . , . . . | ||
| θαυμάσιοι , ληρεῖτε ; ἐγὼ γὰρ οὐδέν ' ἀγνοοῦντα τἀληθὲς ἀναγκάζω μανθάνειν λέγειν , ἀλλ ' , εἴ τι ἐμὴ |
| . Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον | ||
| Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς |
| ἐκ θρόνων χωρίζεται . ἐγὼ δ ' ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ , καί μοί | ||
| τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς |
| καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς | ||
| καὶ καῦμα ἡ θερινὴ θερμασία . Παρὰ τὸ λάβ : λὰβ δὲ τὸ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς |
| δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς αἱρήσεις καὶ ἀποχωρῶν οὐ μὴ δείσῃς τὸν πολέμιον . ἄλλος | ||
| . καὶ αἰρῶ τὸ νικῶ , ἐξ οὗ καὶ οὐχ αἱρήσεις , τὸ οὐ νικήσεις . Ἀκόλαστος : κυρίως ὁ |
| , γάμησον , παιδοποίησον , πολίτευσαι : ἀνάσχου λοιδορίας , ἔνεγκε ἀδελφὸν ἀγνώμονα , ἔνεγκε πατέρα , ἔνεγκε υἱόν , | ||
| . . . φησὶν ὁ αὐτὸς ⌈ οὗτος Ἀριστοφάνης : ἔνεγκε . . . χοᾶ . εἴρηκε δὲ τοῦτο ἐν |
| τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
| μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
| ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην . αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς . οἱ μὲν | ||
| Ζηνὶ φόως ἐρέουσα καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν : αὐτὰρ ὃ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε κηρύσσειν ἀγορὴν δὲ κάρη κομόωντας Ἀχαιούς : οἳ |
| Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας | ||
| θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος |
| τέτυκται ὀιζυρώτερον ἄλλο χήρης ἐν μεγάροισιν ἀκιδνότερόν τε γυναικός . Φῆ μέγα κωκύουσα : πάις δέ μιν ἀντίον ηὔδα : | ||
| παισὶ λιπεῖν , αὐτοὶ δ ' ἐν προμάχοισι θανεῖν . Φῆ ποτε Πρωτόμαχος , πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος , ἡνίκ |
| , τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ | ||
| ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι |
| ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας | ||
| ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς |
| εὐρυάγυιαν λέγει τὴν πλατυάμφοδον , οἷον : νῦν γάρ κεν ἕλοις πόλιν εὐρυάγυιαν . ἢ ἐπιμήκεις ὁδοί , παρὰ τὸ | ||
| σε κέλευσε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πανσυδίῃ : νῦν γάρ κεν ἕλοις πόλιν εὐρυάγυιαν Τρώων : οὐ γὰρ ἔτ ' ἀμφὶς |
| ψυχρῷ . εἰ δὲ μὴ παρείη βαλανεῖον , ὑδρελαίῳ ἢ ὑδροροδίνῳ διαβρέξανταϲ ὅλον τὸ ϲῶμα καὶ προανατρίψανταϲ μαλακαῖϲ χερϲὶν ἐπὶ | ||
| . εἰ δὲ διακαίοιντο τὴν γαστέρα μετὰ τὸν ἔμετον , ὑδροροδίνῳ ποτίσας αὖθις ἐμεῖν κέλευε . δίδου δὲ , εἰ |
| πάρος κατέθηκε ποδοῖιν πατρὸς ἑοῦ θανάτῳ κεκαρωμένα δεινὰ πέλωρα . Ἀλκμήνα μὲν ἔπειτα ποτὶ σφέτερον βάλε κόλπον ξηρὸν ὑπαὶ δείους | ||
| ἔσχατον ὄρθρον ἄειδον , Τειρεσίαν τόκα μάντιν ἀλαθέα πάντα λέγοντα Ἀλκμήνα καλέσασα χρέος κατέλεξε νεοχμόν , καί νιν ὑποκρίνεσθαι ὅπως |
| μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] , | ||
| . . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει , |
| καιρὸν πραττομένων καὶ τῶν παραλελειμμένων τὰς ζημίας . καὶ τὸ οἴσεις δ ' ἐν φορμῷ , παῦροι δέ σε θηήσονται | ||
| πρόελε τῶν πεφωγμένων . * * * * Οὐκ ἰσχάδας οἴσεις τῶν μελαινῶν ; μανθάνεις ; ἐν τοῖς Μαριανδυνοῖς ἐκείνοις |
| νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν | ||
| ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι . |
| πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα : ἀλλ ' ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ ' , ἐπεὶ σύν γ | ||
| οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω , εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν , οἵ τέ οἱ αἰεὶ |
| ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν δ ' ἔγχεα καὶ μένε ' ἀνδρῶν χαλκεοθωρήκων : ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι ἔπληντ ' | ||
| σχέσιν καὶ τὴν ἐν τόπῳ , ἄνω ἔρχομαι , ἄνω μένε : ἄττα , πρόσω φέρε τόξα : καὶ ἐπὶ |
| ὥστε δῆλον ἐν παραθέσει δεῖ αὐτὸ ἀναγινώσκειν . τὸ δὲ βάσκε ἀπὸ τοῦ βάσκω , τοῦτο δὲ παρὰ τὸ βῶ | ||
| νέα ἄχη τοῦ Ξέρξου . ὡς ἐπῳδῇ δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ |
| κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . ζωμὸν ποιῶ θερμὸν ἰχθὺν ἐπαναπλάττων , | ||
| Πρόσφερε δεῦρο δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . |
| : ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ ' ἐνίοις αἴτιος . προπίνων Θηρικλείαν τρικότυλον πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχω κακῶς . ἐπαριστέρως γὰρ | ||
| ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . Ἄλεξις : τρικότυλον ψυγέα . ἐν ἄλλοις δὲ καὶ ψυκτήριον αὐτὸ καλεῖ |
| [ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' | ||
| ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι |
| καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες , | ||
| ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ |
| ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς | ||
| ἀποδεσμοῦσι λίνῳ καὶ ἐκπεταννύουσιν . οὕτως οὖν , φησί , δῆσόν σου τὴν γνώμην , ἵν ' , ὅταν ἁρπάσῃς |
| τύπον δρακαίνης γόνον ? ? ? [ ] ραν ? καταντία βοῒ λασίωι φοινίαν βαλλ ? ? [ [ ] | ||
| ' ἔντοσθε νεῶν φύγον : οὐδέ τι θυμῷ ἔσθενον Εὐρυπύλοιο καταντία δηριάασθαι , οὕνεκ ' ἄρά σφισι φύζαν ὀιζυρὴν ἐφέηκεν |
| λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . Λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . πολλῶν μαθητῶν γενομένων ἐμοί , Λύκε | ||
| τῇ πρὸς τὸ ἀνὰ μέσον ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιαφορίᾳ . φίλησον τὸ ἀνθρώπινον γένος . ἀκολούθησον θεῷ . ἐκεῖνος μέν |
| πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον : ἣ δ ' ἄρα πέπλον ἑλοῦσα Θεανὼ καλλιπάρῃος θῆκεν Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο , εὐχομένη | ||
| νόστον ὀπάσσαι . ὧς δὲ καὶ Ὑψιπύλη ἠρήσατο , χεῖρας ἑλοῦσα Αἰσονίδεω , τὰ δέ οἱ ῥέε δάκρυα χήτει ἰόντος |
| , καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ | ||
| τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον |
| , τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ | ||
| [ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία |
| ἀγορᾷ τὰ τεμμάχη καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον | ||
| ἐστίν , καὶ οὐδὲ αὐτὴ μεγάλη . ἀπὸ Κοτυώρων ἐς Μελάνθιον ποταμὸν στάδιοι μάλιστα ἑξήκοντα . ἐνθένδε εἰς Φαρματηνὸν ἄλλον |
| , αὐτὰρ ὅ γ ' υἷας ἄμαξαν ἐΰτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι ἠνώγει , πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ ' αὐτῆς . αὐτὸς | ||
| . ἀνωγῶ οὖν , ὁ παρατατικὸς ἠνώγουν , τὸ τρίτον ἠνώγει , ὁ μέλλων ἀνωγήσω , ὁ ἀόριστος ἠνώγησα , |
| φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές | ||
| Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' |
| δόλον ἄλλον ὕφαινε : κρίνας ἐκ Λυκίης εὐρείης φῶτας ἀρίστους εἷσε λόχον : τοὶ δ ' οὔ τι πάλιν οἶκον | ||
| ὣς φάτο : γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη : εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην |
| ] ἵνα τὸν ἵππον πλήξω . μέλλεις ] βραδύνεις . ἐλᾷς ] ἐλαύνεις . ὦ ⌈ σαμπφόρα σαπφόρα [ σαμφόρα | ||
| : τὠυτὸ γὰρ ἀντιθήσω ἐκείνῳ , ὅτι νικήσας τοὺς ἀντιουμένους ἐλᾷς ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος . Χωρίς τε τοῦ |
| δὲ τὰς προσόδους μεθύων καλὰς ποιῶ . ἔπειθ ' ἕωθεν περιάγεις τὴν λήκυθον , καταμανθάνων τοὔλαιον , ὥστε περιφέρειν ὡρολόγιον | ||
| , σὺ δὲ καὶ οὕτως σφόδρ ' ἑτέρως ποικίλλεις καὶ περιάγεις τὸν λόγον ὡς καὶ πείθειν ἔχειν ἐκ τοῦ παραχρῆμα |
| ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ ' ἐκπάγλως , ἐπεὶ | ||
| ᾕρεε Πηλεΐωνα : Ἥρη δὲ μέγ ' ἄϋσε περιδείσας ' Ἀχιλῆϊ μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμὸς βαθυδίνης , αὐτίκα δ |
| ἠστειεύσατο διὰ τὸ δριμὺ τῆς πληγῆς καὶ τῶν σκορόδων . ἀλετρίβανον ] οἱ μὲν δασέως παρὰ τὸ τοὺς ἅλας τρίβειν | ||
| διὰ τῆς ει διφθόγγου : ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἁλοτρίβανον γίνεται ἀλετρίβανον κατὰ τροπὴν τοῦ ο εἰς τὸ ε , σημαίνει |
| γὰρ τἀληθὲς καιρὸς οὐκ ἦνἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας ἀνακλαυσάμενος ἀποχεῖ τὴν τῶν δακρύων φοράν . εἶτ ' ἀπονιψάμενος λογισμῷ | ||
| . Τὸ ἐπέχειν ἀντὶ τοῦ ἀποχεῖν . τὸ γὰρ πνεῦμα ἀποχεῖ καὶ δέχεται ἕτερον . Ἡ δὲ γυνὴ ὅταν ἐν |
| οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ κακὸν | ||
| ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε |
| Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ | ||
| δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς |
| β , ἀρσενικοῦ μέρος α , ταῦτα βαλὼν εἰς θυΐαν μολυβδίνην καὶ ὕδωρ ἐπιχέας ἢ πτισάνης χυλόν , τρῖβε : | ||
| καὶ ὅταν γλοιῶδεϲ γένηται τὸ φάρμακον , ἀνελόμενοϲ εἰϲ πυξίδα μολυβδίνην φύλαττε . Ὀριβαϲίου πρὸϲ τὰ ἐν μυκτῆρϲιν ἕλκη ἁπλούϲτερα |
| κόψας : καὶ λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ . Ὅταν δὲ νεόλουτος ᾖ καὶ νεοπυρίητος , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης | ||
| , καὶ λούειν πολλῷ θερμῷ καὶ πυριῇν , καὶ ὁκόταν νεόλουτος ᾖ ἢ νεοπυρίητος , κελεύειν παραφάσσουσαν ἀφέλκειν τὸ στόμα |
| αὐτῇ προςῆκεν ἐπιθεῖναι τὸ ξίφος : εἶτα μετὰ τὴν μετάληψιν λῦσον εὐθὺς τὴν ἀπὸ τοῦ νόμου διάνοιαν : οἷον , | ||
| εἴτε δειλίᾳ καὶ τῷ φοβεῖσθαι μὴ πάλιν ἐλθὼν ἀπέλθῃ , λῦσον τὸν φόβον καὶ τὸ ταχέως προσέστω . πάντως καὶ |
| πινέτω πρωῒ νῆστις ἀδίαντον , ξηρήνας , κοψάτω , καὶ διασήσας διὰ κρησέρης , τοῦτο διδόναι ἐν οἴνῳ μέλανι εὐώδει | ||
| ἂν οὗ περιρραγῇ ὁ φλοιός , εἶτ ' ἀλέσας καὶ διασήσας κοσκίνῳ λεπτῷ ἀπόθου . Ὄρχις φύλλα ἔχει κατὰ γῆς |
| Ἐνδυμίων [ - κοιμάτου σφετέρας ἀνίας ἀνεχε [ - τρωι τῆνον ἐς τὸν ἀεικοίματον υ [ προύθηκεν ἄντροις , τὰν | ||
| δοκέω καὶ τὰ οἰκῇα σφαλερὰ ἦμεν ἀνδρὶ μονάρχῳ , καὶ τῆνον τυράννων εὐδαιμονίζω ὅστις καὶ οἴκοι ἐξ αὐτὸς αὑτῶ κατθάνῃ |
| τούσδε πάντ ' εἰργάσμεθα ; μή νυν τὰ πόρσω τἀγγύθεν μεθεὶς σκόπει . ἀρκεῖν ἔοικέ σοι παθεῖν , δρᾶσαι δὲ | ||
| ' ἄλλοισι δοὺς οἷς εἰκός , ἔκπλει , τἀμά μοι μεθεὶς ὅπλα . Τί δρῶμεν , ἄνδρες ; Ὦ κάκιστ |
| ὅλης ψυχῆς : ἐν πόστῳ δὲ βωλαρίῳ τῆς ὅλης γῆς ἕρπεις . πάντα ταῦτα ἐνθυμούμενος μηδὲν μέγα φαντάζου ἢ τό | ||
| σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ ' ἀοιδᾶς . ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς |
| νιφόεις γὰρ λέγεται . . . . τοὺς δ ' εὗρ ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ ' ἀνολέθρους , ἀλλ | ||
| χεῖρα κύκλῳ θιάσου . . . [ ἄγγεα Λυδὴ χεὶρ εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι |
| δρόσου , καὶ καθαρίως ἐκθλίψας καὶ διηθήσας ἐκ τῶν γιγάρτων ἔμβαλε τὸ γλεῦκος εἰς ἕτερον ἀγ - γεῖον γεγανωμένον τῷ | ||
| τῇ παλαιᾷ τρυγὶ τοῦ οἴνου : κατεάξας τε καὶ σήσας ἔμβαλε εἰς ἕκαστον ἀμφορέα ἡμιμόδιον , καὶ ἀνατάραξον τὸν οἶνον |
| τοῦ Ἄργους . ὃς ἰδὼν δράκοντι πόαν ἐπιθέντα τεθνεῶτι καὶ ἀναστήσαντα αὐτὸν , καὶ οὗτος τὸ αὐτὸ ποιήσας εἰς τὸν | ||
| τὴν ΘΗ , καὶ δίχα τεμόντα τὴν ΑΒ καὶ ὀρθὴν ἀναστήσαντα τὴν ΡΞ καταγαγεῖν τὴν ΑΞ περιέχουσαν μετὰ τῆς ΞΡ |
| προσδοκίαν χάρις , ὡς ἡ τοῦ Κύκλωπος , ὅτι ὕστατον ἔδομαι Οὖτιν . οὐ γὰρ προσεδόκα τοιοῦτο ξένιον οὔτε Ὀδυσσεὺς | ||
| δὲ λεγόμενον ἐπὶ τρίτου ἂν ἠκούετο , Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι , εἰ μὴ ἀνθυπαλλαγῇ τῆς ἀντωνυμίας εἰς δεύτερον αὐτὸ |
| αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚 ἐγχεῖ τὰ πτερὰ βιαίως ἀντὶ τοῦ διείρει | ||
| αὐτοῦ . οὐ γὰρ ἐγὼ κρίνομαι τήμερον , οὐδ ' ἐγχεῖ μετὰ ταῦθ ' ὕδωρ οὐδεὶς ἐμοί . τί οὖν |
| ' ἂν ἀπαρκοῖ : Θήβας δ ' ἡμᾶς τὰς ὠγυγίους πέμψον , ἐάν πως διακωλύσωμεν ἰόντα φόνον τοῖσιν ὁμαίμοις . | ||
| μ ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ ' ἐλεεινόν , πέμψον δ ' οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον , ὅς τε σοὶ |
| τῷ λέπει ἀλέϲαϲ χρῶ . Ἄλλο . πιτύρων χοίνικοϲ ἥμιϲυ βρέξαϲ ἐν ὕδατι # α , εἶτα τρίψαϲ ταῖϲ χερϲὶν | ||
| πολλάκιϲ , ἐπὶ τῶν εἰϲ ὁδοιπορίαν ϲτελλομένων . μοτὸν γὰρ βρέξαϲ , καὶ ἐπιθεὶϲ κατὰ τοῦ ἕλκουϲ , εἶτ ' |
| Ζωρότερον ὁ ποιητής , σὺ δὲ λέγε εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , ὡς Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος καὶ Εὔπολις . Χειρσὶν | ||
| . Δίφιλος δὲ τὸν ἄκρατον νοεῖ : ἔγχεον πιεῖν . εὐζωρότερον . τὸ γὰρ ὑδαρὲς ἅπαν τοῦτ ' ἔστι τῇ |
| ἐν παλαιτέροισι , μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθˈνος : ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετάς ὁ θνατὸς αἰών , φρονεῖν | ||
| ἀπολώλεκεν : ὀνειροπολεῖ γὰρ καὶ καθεύδων ἱππικήν . πόσους δρόμους ἐλᾷ τὰ πολεμιστήρια ; ἐμὲ μὲν σὺ πολλοὺς τὸν πατέρ |
| ἄνω τοὺς πόδας ἔχων . Γ λέλακας : ἀντὶ τοῦ κέκραγας . ἀτὰρ τί τὰ ῥάκι ' : οὕτως αὐτὸν | ||
| βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς διώκων λύκον , καὶ ἀργαλέος εἶ |
| καταβρέξαι ἐν οἴνῳ λευκῷ ὡς ἡδίστῳ τὴν νύκτα , ἔπειτα ἀπηθήσας , χλιαίνειν , εἴριον ὡς μαλθακώτατον ἐμβάπτων , καὶ | ||
| σπέρμα , καὶ χλωρὸν τὸ λίνον ἑψήσας ἐν ὕδατι , ἀπηθήσας , κλύσαι τῷ ὕδατι . Ἢ μυρσίνης τῶν φύλλων |
| ζῷον εἰς ὑπερβολήν ἐστιν . τελώνῃ γλαῦκον , ἔγχελυν , σπάρον : ὅταν ἐγγὺς ᾖ δ ' ὅδ ' ὕστερος | ||
| ζῷον εἰς ὑπερβολήν ἔστιν . τελώνῃ γλαῦκον , ἔγχελυν , σπάρον : ὅταν ἐγγὺς ᾖ δ ' ὅδ ' ὕστερος |
| λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ πολλάκις : ὁκόταν δὲ νεόλουτος καὶ νεοπυρίητος ᾖ , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης μήλῃ κασσιτερίνῃ | ||
| λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ . Ὅταν δὲ νεόλουτος ᾖ καὶ νεοπυρίητος , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης τῇ μήλῃ τῇ |