| διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες στῆτ ' ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ Αἴανθ ' , | ||
| πᾶσαν ἐπ ' ἰθύν ἐστε μάχεσθαί τε φρονέειν τε , στῆτ ' αὐτοῦ , καὶ λαὸν ἐρυκάκετε πρὸ πυλάων πάντῃ |
| ' αὐταῖς ὑπακούσω . δῆλον ὅτ ' ἐν τᾷ γᾷ κἠγών τις φαίνομαι ἦμεν . Οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν | ||
| , ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ δὲ κἠγών . ἔστι δέ μοι παρ ' ὕδωρ ψυχρὸν στιβάς |
| περ ἀμύνων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων ἠὲ φάγροι ἢ σκῶπες ἀρείονες ἠὲ καὶ | ||
| καὶ Νίκανδρος : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων . ὅτι τοὺς εἰς τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείους |
| ' Ἔρως καὶ θαλεραὶ Χάριτες , εἴην καὶ κίχλη καὶ κόσσυφος , ὡς ἂν ἐκείνου ἐν χερὶ καὶ φθογγὴν καὶ | ||
| τῷ περὶ ζωικῶν : καὶ τὰ μὲν μελανόστικτα , ὥσπερ κόσσυφος , τὰ δὲ ποικιλόστικτα , ὥσπερ κίχλη . Παγκράτης |
| . καὶ δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι , | ||
| Σκολύθρια . ταπεινὰ διφρία παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς , ἅ τινες θρανία καλοῦσιν . Σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ |
| . Ἦ ῥ ' , Ἀχιλεὺς δ ' ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε δέμνι ' ὑπ ' αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα | ||
| ἀγαθὸς Μενέλαος , αὐτίκ ' ἄρ ' ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων . |
| καὶ μέγα νεῖκος ἐγείρεται , ἐκ δ ' ἐλάσασα κρείττων χειροτέρην δόμον ἄρμενον ἀμφέθετ ' αὐτή . Ἔστι δέ τις | ||
| ἔφη εἰσωπὸς ἐλεύσεσθαι καλέουσιν . Οἵην χρύσειοι πατέρες γενεὴν ἐλίποντο χειροτέρην : ὑμεῖς δὲ κακώτερα τέκνα τεκεῖσθε . Καὶ δή |
| ἄρ ' ἐκ φλοίσβου Ἀσβώτιοι ὦκα φέροντες ὑστάτιον ῥύσαντο κονισαλέῃσιν ἐθείραις ἵπποι καλὰ νάουσαν ἐπορνύμενοι Φυσάδειαν . Ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ | ||
| , θήρεσσι πανέξοχος , ὅντε καλεῦσι χρύσεον , ἀστράπτοντα περισσοκόμοισιν ἐθείραις , οὐ λύκος , ἀλλὰ λύκου προφερέστατος αἰπύτατος θήρ |
| τὸν δάκτυλον ἢ κρητικόν , οἷον δίμετρον μὲν τὸ ἱστοπόνοι μείρακες , τρίμετρα δὲ οὐδὲ λεόντων σθένος οὐδὲ τροφαί , | ||
| . ἄρξει δὲ τὸ λοιπὸν παιδάρια καὶ μικρὸν ἐπάνω τούτων μείρακες . ἐν - ταῦθά που δέος , μὴ σφαλῇ |
| σοι μηλωτρὶς ἐπ ' ἄκρου τρῆμα ἔχουσα , οἷον αἱ βελόναι τὸ κύαρ , ἢ οἷον ἕλικα πρὸς τῷ πέρατι | ||
| σηπία , ὀρφώς , κάραβος , ἔσχαρος , ἀφύαι , βελόναι , κεστρεύς , σκορπίος , ἔγχελυς , ἄρκτος . |
| περ ἕλοιεν νῆας ἐϋσσέλμους , ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης . Ὣς φάθ ' , ὃ δὲ τόξον μὲν ἐνὶ κλισίῃσιν ἔθηκεν | ||
| ἐς δ ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι . ” ὣς φάθ ' , ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο , κέκλετο δ |
| πειρώμενοι παύειν τῆς ἀκολάστου γλώσσης ἐκεῖνον : οὐ καλῶς , ἔφαν , ποιεῖς , ὦ φιλόσοφε , ταῖς σαῖς διδασκαλίαις | ||
| παρηγορέων : οἱ δ ' ἔστυγον εἰσαΐοντες , οὐ γὰρ ἔφαν τεύξεσθαι ἐνηέος Αἰήταο κῶας ἄγειν κριοῖο μεμαότες : ὧδε |
| ἔκ μ ' ἔλασας ἀλγέων ἔμ ' αὔτωι παλαμάσομαι ἔνδυς σισύρναν ἔπετον Κυπρογενήας παλάμαισιν Ἐρραφέωτ ' , οὐ γὰρ ἄναξ | ||
| αἰγείων δερμάτων ἔτι τὰς τρίχας ἔχον σκέπαστρον . τὴν δὲ σισύρναν οἱ κατὰ Λιβύην λέγουσι τὸ ἐκ τῶν κωδίων ῥαπτόμενον |
| , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , | ||
| ἀλλ ' ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις |
| Βοιώτιαι μὲν ἐγχέλεις , μῦς Ποντικοί , θύννοι Μεγαρικοί , μαινίδες Καρύστιαι , φάγροι δ ' Ἐρετρικοί , Σκύριοι δὲ | ||
| λόγῳ ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ ἐπεμνήσθην , οἷον χαλκίδες τριχίαι μαινίδες ψηστοὶ ἀφύαι . ἤδη δέ τι καὶ κατ ' |
| παρόντος , οὗτος οὐκ ἔχει φρένας . οἱ δὲ Νειλῶται κορακῖνοι ὅτι γλυκεῖς καὶ εὔσαρκοι , ἔτι δὲ ἡδεῖς , | ||
| δευτέραν δ ' ἐπ ' αὐτοῖς ἔχουσι τάξιν οἵ τε κορακῖνοι καὶ ἡ πηλαμὺς καὶ τὰ σαρξίτανα καλούμενα . ἐγκέφαλος |
| μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
| πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
| τὰς βόας ὧδε νομεύων , Δάφνις ὁ τὼς ταύρως καὶ πόρτιας ὧδε ποτίσδων . ἄρχετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , πάλιν | ||
| κνυζεῖ τε κεχαρμένος , οἷά τε τυτθαὶ σκιρτεῦσιν δαμάλαι περὶ πόρτιας οὐθατοέσσας : ὣς καὶ τῷ μάλα θυμὸς ἐχήρατο , |
| δριμεῖα θύελλα . καὶ τὸ μὲν ἰχθύσιν ἄλγος ὁμοίϊον ἠδὲ βόεσσι . Δελφῖνες δ ' ἀγέλῃσιν ἁλὸς μέγα κοιρανέουσιν , | ||
| . Τρωσὶ δ ' ἄρ ' ἐσσυμένοισι συνήντεον , εὖτε βόεσσι πόρτιες ἐκ ξυλόχοιο ποτὶ σταθμὸν ἐρχομένῃσιν ἐκ νομοῦ εἰαρινοῖο |
| ' ὕδασιν αἴλινα κύκνοι , καὶ γοεροῖς στομάτεσσι μελίσδετε πένθιμον ᾠδάν † οἵαν ὑμετέροις ποτὶ χείλεσι γῆρυς ἄειδεν . † | ||
| ὡσπερεὶ μέλιττα Φρύνιχος ἀμβροσίων μελέων ἀπεβόσκετο καρπὸν ἀεὶ φέρων γλυκεῖαν ᾠδάν , τιοτιοτιοτιγξ . Εἰ μετ ' ὀρνίθων τις ὑμῶν |
| τοῖς κέρασι τύπτοντα , μάχιμον . λευκίτας δὲ ὁ λευκὸς παραγωγῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ὁδὸς ὁδίτης , κορυπτίλος ὁ κεράστης | ||
| Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε . ἀλκήεις Ἐριβώτης : ἰσχυρός : παραγωγῶς δὲ ἐσχημάτισται παρὰ τὴν ἀλκήν , ὡς φωνήεις παρὰ |
| Ἐπίχαρμος δὲ κατ ' ἐξοχὴν ὡς ἡμεῖς : καπυρὰ τρώγων κάρυ ' , ἀμυγδάλας . Φιλύλλιος : ᾠά , κάρυ | ||
| Θετταλὸν λέγεις κομιδῇ τὸν ἄνδρα . Νήττας , σχαδόνας , κάρυ ' ἐντραγεῖν , ᾤ ' , ἐγκρίδας , ῥαφανῖδας |
| εἰς ἀπώλειαν . οἰχήσομαι πλάτων . παῖδες . γέροντες μειράκια παλλάκια . . . . ὅπως σε πείσει μηδὲ εἷς | ||
| τὴν χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια κἆτ ' ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν καὶ στρώμασι πορφυροβάπτοις κἀν |
| ὀϊστοῖς αὐτοὺς βαλόντων . . πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτρῃσιν ἠράσσοντο ] ἤγουν λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι : | ||
| ἀτάλαντον , ἐνὶ μυχάτοισι δὲ πάντῃ λαΐνεοι κρητῆρες ἐπὶ στυφελῇσι πέτρῃσιν αἰζηῶν ὡς χερσὶ τετυγμένοι ἰνδάλλονται : ἀμφ ' αὐτοῖσι |
| αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ ' αἰζηῶν : ὣς ὑπὸ Τυδεΐδῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες Τρώων , οὐδ ' ἄρα μιν μίμνον | ||
| ' ὅτ ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον , πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται . ὣς τὴν ἂμ πέλαγος |
| ; ναί . τοῦτ ' ἐκεῖν ' ἔστιν σαφῶς : ἄμητες , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον | ||
| , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φυστή , |
| δ ' ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο κῆρ ' ἀλεείνων , ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες | ||
| νῆας ἐΐσας εἴρυσαν , ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν : ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς : αἰδὼς Ἀργεῖοι , κάκ |
| κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος καὶ ὁ κέφαλος : κύουσι | ||
| τὸν ἐκκρινόμενον θορὸν λάπτουσι καὶ οὕτως συλλαμβάνονται . Ὅτι ὁ σαργὸς καὶ ὁ κόσσυφος πολλὰς γαμετὰς ἔχουσιν , οἱ δὲ |
| λέγων τίθημ ' ἔχειν χολήν σε καλλιωνύμου πλείω , καὶ Ἀνάξιππος ἐν Ἐπιδικαζομένῳ ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν | ||
| τοῖς πόνοις ὑπερβαλῶ τὸν Κτησίαν τε τῷ φαγεῖν ὑπερδραμῶ . Ἀνάξιππος Κεραυνῷ : ὁρῶ γὰρ ἐκ παλαίστρας τῶν φίλων προσιόντα |
| καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον | ||
| οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ |
| ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς | ||
| κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν |
| βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , | ||
| ' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν |
| ὠνόμασεν Ἀντίδοτος ἐν Μεμψιμοίρῳ . ΣΙΤΕΥΤΩΝ δὲ ὀρνίθων μὲν μνημονεύει Μάτρων ἐν ταῖς Παρῳδίαις οὕτως : ὣς ἔφαθ ' : | ||
| χορεύειν οὐ θέλοντας . Ἀττικὸν δὲ δεῖπνον οὐκ ἀχαρίστως διαγράφει Μάτρων ὁ παρῳδὸς λέγων : δεῖπνα μοι ἔννεπε , Μοῦσα |
| ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον , βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν . Φέρον δὲ δελφῖνες ἁλιναιέται | ||
| τι σθένε χερσὶν ἑλέσθαι : οἳ μὲν γὰρ στονόεντα βέλη χέον , οἳ δέ νυ λᾶας , ἄλλοι δ ' |
| δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι , διὸ καὶ | ||
| ἐν Νήσοις Ἀριστοφάνους , βάθρα βαθράδια ὡς ἐν Ταγηνισταῖς , σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ δίφροι : τὸ |
| ' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' | ||
| γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ |
| τοὺς βρικέλους . οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . ἐς Συρίαν δ ' ἐνθένδ ' ἀφικνεῖ μετέωρος | ||
| ἔχει διαίρεσιν , τὴν εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ |
| ἤτοι λευκὰ καὶ μὴ βεβαμμένα ἢ πεποικιλμένα , τὰ δὲ περιστρώματα ῥήγεα καλά , πορφύρεα . πρῶτοι δὲ Πέρσαι , | ||
| , χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ καὶ περιστρώματα . Εἴρηται γὰρ παρά τε Φιλίστου ἐν τῇ ἕκτῃ |
| τῶν τεναγωδῶν τῶν ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς τῶν μεγάλων . ὁ σπάρος δριμύς , ἁπαλόσαρκος , ἄβρομος , εὐστόμαχος , οὐρητικός | ||
| κόλλουρος , σκορπίοι ἠδὲ λύκοι καὶ σήπιαι ἠδὲ τραγίσκοι καὶ σπάρος ὀξυόδους καὶ κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ |
| περὶ τὸν κολωνὸν βραχὺς ἐγένετο , πεντάπηχυς δὲ νεανίας ἀνεδόθη Θετταλικὸς τὴν χλαμύδα , τὸ δὲ εἶδος οὐκ ἀλαζών τις | ||
| ὁ δ ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει ὅτῳ ἂν βούλωνται μεγάλα . Λακεδαιμόνιοι δὲ |
| . τῶν νῦν καλουμένων σταβλίτων ἢ βουρδωναρίων , τῶν τοὺς οὐρῆας κομούντων . διὰ γὰρ τὸν πρὸς Πελοποννησίους πόλεμον ἐφύλαττον | ||
| γλυκάδιον , καὶ τοὺς ταχεῖς ἀργούς , ὥς φησιν Ὅμηρος οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς . ἦτρον τὸ |
| τε πελάζει . οἵη δ ' ἐκ ληΐοιο φέρει θέρος ἀμητοῖο βριθομένη πυρῷ τε μετ ' αὔλιον εἶσιν ἀπήνη , | ||
| βοῶν ἀρότοιό τε γαίης πυρῶν τ ' εὐκάρποιο φέρει γέρας ἀμητοῖο . δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ἀναστῆσαί τε μέλαθρα , φάρεά |
| καὶ δῖος Ἐχέφρων . χέρνιβα δέ σφ ' Ἄρητος ἐν ἀνθεμόεντι λέβητι ἤλυθεν ἐκ θαλάμοιο φέρων , ἑτέρῃ δ ' | ||
| τε καὶ ἵππων . ἔσταν δ ' ἐν λειμῶνι Σκαμανδρίῳ ἀνθεμόεντι μυρίοι , ὅσσά τε φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ |
| ἐπεὶ ὠφελήσει ὑμᾶς , εὐνοῶν ὑμῖν κελεύω κατέχειν . ἀλλὰ τίη με : ταῦτά φησιν , ἐπεὶ ἔλαθεν ἑαυτὸν τὰ | ||
| ὡς ἔστιν ᾗ ἂν τὸν ἄνδρα ἀμειβοίμην . Οἶδα . τίη μοι ἐπισταμένῳ πάντ ' ἀγορεύεις ; μὴ γὰρ οἴου |
| καὶ φλυαρίας καὶ κάρδαμ ' ἐσκευασμένα . μετὰ ταῦτα θύννων μεγαλόπλουτ ' ἐπεισέπλει ὑπογάστρι ' ὀπτῶν , αἵ τε λιμνοσώματοι | ||
| ὡς καὶ Εὔβουλός φησιν ἐν Ἴωνι : μετὰ ταῦτα θύννων μεγαλόπλουτ ' ἐπεισέπλει ὑπογάστρι ' ὀπτῶν . Ἀριστοφάνης Λημνίαις : |
| ἄφες τὸν ἄνθρωπον . τί κόπτεις , ὦ μέλε ; ἀναπετῶ οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες ὡς ἀβέλτεροι καὶ σκέψομαι λέγοντες | ||
| ἄν μοι δοκῶ ὅμωϲ πεπονθὼϲ ταῦτα νῦν ταύτην ἔχειν . ἀναπετῶ . ἑκκαίδεκα κεῖνθ ' ἁμίδεϲ . οὐκ ἀδελφόϲ , |
| ὀρθῶνται , πεπυκνῶνται , ἐξέχουσιν . οὐτάζουσιν : τιτρώσκουσιν . ὀπωπάς : ὀφθαλμοὺς , ὄψεις . Ἀμήχανα : μάταια , | ||
| ἔρειδον αἰδόμενοι , ὁτὲ δ ' αὖτις ἐπὶ σφίσι βάλλον ὀπωπάς ἱμερόεν φαιδρῇσιν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωντες . ὀψὲ δὲ |
| , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
| περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
| ὥλαφος ἕλκοι , κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ ' ἀοιδᾶς . | ||
| γ ' ἔλυσεν τὸ τέλος , φίλαι , βίου , λήγετε τοῦδ ' ἄχους : κακῶν γὰρ δυσάλωτος οὐδείς . |
| τεμάχη , γλάνιδος , γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , | ||
| τῆς κεφαλῆς τοῦ κεστρέως ἐχῖνον σφόνδυλον ὀνομάζει διαφέρειν τέ φησι κεφάλου κεφαλῖνον , ὃν καὶ βλεψίαν καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δ |
| ὀρφανικοῖο μετ ' ἠιθέοιο μέλαθρον οὔτι σαοφροσύνῃσι μεμηλότες ἥλικες ἄλλοι κλητοί τ ' αὐτόμολοί τε πανήμεροι ἀγερέθωνται , κτῆσιν ἀεὶ | ||
| ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι αἱρουμένους . καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ οὗτοι γὰρ κλητοί γε . καὶ τὸ ὀτρύνομεν ἀντὶ τοῦ ὀτρύνωμεν . |
| ; Νῦν δὲ σὺ μὲν νέος ἐσσὶ καὶ οὔ πω δήια ἔργα οἶδας ἅ τ ' ἀνθρώποισιν ἀλάλκουσιν κακὸν ἦμαρ | ||
| ἀνήιεν οὐκ ἐθέλουσα . Καὶ τότε Τρῶες ἕσαντο περὶ χροῒ δήια τεύχη , τοῖσι δ ' ἅμ ' Αἰθίοπές τε |
| βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
| τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
| κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , | ||
| βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρίττα , χελιδών , |
| ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι , οὐ γὰρ ὀΐω ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ἐκ Τροίης εὖ πάντας ἀπήμονας ἀπονέεσθαι : καὶ | ||
| χειρὶ παχείῃ . τὴν μὲν ἔπειθ ' ἥρως μετ ' ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ῥῖψ ' ἐπιδινήσας , κόμισαν δ ' ἐρίηρες |
| τῶν τροχαζόντων : ὁ γὰρ παρελθὼν τὸν τροχάζοντα νικᾷ . παρπεπιθόντες παραπείσαντες . παχνοῦται πήσσεται . πάσσονα παχύτερον ἢ πλατύτερον | ||
| Μουσῶν ἐπ ' Ἀχιλλεῖ θρῆνος . . Ψ . σπουδῇ παρπεπιθόντες Ὀδυσσῆα . † ) μόγις . . . . |
| λοπάς ἐστιν . Ἄρχιππος Ἰχθύσι : καὶ τὴν μὲν ἀφύην καταπέπωκεν ἐντυχὼν ἑψητός . Εὔπολις Αἰξίν : ὦ Χάριτες , | ||
| ἤδη ὁ αἰὼν Χρυσίππους , πόσους Σωκράτεις , πόσους Ἐπικτήτους καταπέπωκεν . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐπὶ παντὸς οὑτινοσοῦν |
| κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει | ||
| περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ |
| ' Ἀθηναίους ἔτι παύσει ; Ποῖον γὰρ κατὰ χρησμὸν ἐκαύσατε μῆρα θεοῖσιν ; Ὅνπερ κάλλιστον δήπου πεπόηκεν Ὅμηρος : Ὣς | ||
| καθύπερθε δυσηχέος ἐσσυμένοιο : καπνὸς δ ' αἱματόεις ἀνεκήκιε : μῆρα δὲ πάντα πῖπτε χαμαὶ τρομέοντα : κατηρείποντο δὲ βωμοί |
| τίνες οἴδ ' Ὠκεάνω γᾶς ἀπὺ πειράτων ἦλθον πανέλοπες ποικιλόδειροι τανυσίπτεροι ; πώνωμεν : τί τὰ λύχν ' ὀμμένομεν ; | ||
| ' ἀκροτάτοις ἱζάνοισι ποικίλαι αἰολόδειροι πανέλοπες λαθιπορφυρίδες τε καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . αἰεί μ ' ὦ φίλε θυμὲ τανύπτερος ὡς |
| νῆα βίῃ , τὴν δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ ' | ||
| : ἠέρι γὰρ κεκάλυπτο . Νόησε δὲ θέσκελον αὐδὴν ἔκποθεν ἀίσσουσαν ἄδην εἰς οὔατα Τρώων ἀντιθέου Ἑλένοιο κλυτὸς νόος : |
| τε καὶ αἰπόλια πλατέ ' αἰγῶν ποίμνας τ ' εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων βριάει | ||
| , ἴδε , τὰν κύνα βάλλει , ἅ τοι τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα |
| , ἐπεὶ μόλ ' ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς θαῦμα πάντεσσι , λάμπε δ ' ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ ' , ἀγλαόθρονοί | ||
| κλυτὰς ἰδὼν ἔδεισε Νηρέος ὀλβίου κόρας : ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν λάμπε γυίων σέλας ὧτε πυρός , ἀμφὶ χαίταις δὲ χρυσεόπλοκοι |
| καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν | ||
| πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ |
| ' ἀσπίδα μὲν πρόσθ ' ἔσχετο πάντος ' ἐΐσην , ἐγχείῃ δ ' αὐτοῖο τιτύσκετο , καὶ μέγ ' ἀΰτει | ||
| . Οἶδα γὰρ ὡς οὔ τίς με δυνήσεται ἐγγύθεν ἐλθὼν ἐγχείῃ δαμάσασθαι ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι |
| δικλίδ ' ἐπιπλήσσοντες ἀνακρούουσιν ὀχῆας , τοῖοί οἱ μουνὰξ ὑποκείμενοι ἰνδάλλονται ἀστέρες . Ἡ δ ' αὕτως ὀλίγων ἀποτείνεται ὤμων | ||
| βόσιός τε χατίζει , γυμναὶ δ ' ἡμερίδες περὶ βότρυσιν ἰνδάλλονται , δὴ τότε καὶ θηρᾶν πικρὴν ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνει |
| κε τυρὸν ἅπας τις ἦμεν ἔφασχ ' ἁπαλόν , κἠγὼν ἐφάμαν . ὅτε δ ' ἤδη βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς | ||
| βάτραχος δὲ ποτ ' ἀκρίδας ὥς τις ἐρίσδω . ὣς ἐφάμαν ἐπίταδες : ὁ δ ' αἰπόλος ἁδὺ γελάσσας , |
| αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . . . . . | ||
| αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . Βυζάντιόν τε τέμαχος ἐπιβακχευσάτω , Γαδειρικόν θ ' ὑπογάστριον παρεισίτω . * * * * |
| καὶ ρ ' ὅτε θαλπομένην ῥήξῃ σέλας , ἔκτοθι πυρσοῦ κάτθεο καὶ τρισσὴν σαρκὸς ἕλοις μερίδα ὁλκῆς καὶ στρυφνοῖο βάλοις | ||
| ? εἴκελα Τηλεμάχῳ καὶ [ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ . ] βουκόλε κάτθεο ? [ ] γείνεο μὲν ποτι [ ] 〚 |
| ῥ ' οἳ μὲν πευκῇσιν ἀμύνονθ ' οἳ δ ' ἐλάτῃσιν : ἐν δ ' ἔπεσαν Μινύαισι κατὰ σκοτόεσσαν ὁμίχλην | ||
| δ ' ἐπ ' ἐρετμὰ ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ' ἐλάτῃσιν . αὐτὰρ ἐγὼ κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ |
| Ἔνθεν : ἀπὸ τούτου τοῦ πόντου , ἐκ τούτου . ἀπειρεσίοις : πολλοῖς . ἄλλος : θύννος . Σκίδνανται : | ||
| Ἔσκε δέ τις πεδίοιο κατὰ στίβον ἐγγύθι νηοῦ αἴγειρος φύλλοισιν ἀπειρεσίοις κομόωσα , τῇ θαμὰ δὴ λακέρυζαι ἐπηυλίζοντο κορῶναι : |
| , ἄλλοι δ ' ἀμφιφορῆας ἐπισχεδὸν ἵστασαν οἴνου κίρνασθαι , θυέων δ ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς : αἱ δὲ | ||
| Λυσανίας δέ φησι τὸν ἀμφιφορέα ὑπὸ Ἀθηναίων ἀμφορέα καλεῖσθαι . θυέων : θυμιαμάτων . λιγνύς : ἡ καπνώδης ἀναφορά : |
| ? ? ? [ ] σακέσπαλος [ ] ? κορυθάιξ τριχάικες δορυσσοῦς ποικιλόπρυμνος [ αἰολόπρυμνος [ λειριόπρυμνος [ καμπυλόπρυμνος ? | ||
| Ἐρινεὸν καὶ Βοιὸν καὶ Κυτίνιον , ἀφ ' οὗ καὶ τριχάικες ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ λέγονται . οὐ πάνυ δὲ τὸν |
| θρίττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κωβιός , | ||
| θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , δρακαινίς , πουλυπόδειον , σηπία , ὀρφώς , κάραβος , |
| Παλαιστίνῃ τριηκοσίας , ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας εἶχον ἀγχοτάτω πεποιημένας τρόπον τὸν Ἑλληνικόν , ἐνδεδυκότες δὲ | ||
| μὲν σάκε ' ἔξελε , τόσσα δὲ δοῦρα καὶ τόσσας κυνέας , χαλκήρεας ἱπποδασείας . † ) σημείωσαι καὶ ὅτι |
| : ὥστε τὰς ἀηδόνας οὐδέν τι δεῖ οἰκτίρειν οὐδὲ τοὺς ἔποπας , ὅτι ὄρνιθες ἐγένοντο ἐξ ἀνθρώπων , ὡς ὑπὸ | ||
| διὰ τιμῆς . οἱ αὐτοὶ δὲ Αἰγύπτιοι καὶ χηναλώπεκας καὶ ἔποπας τιμῶσιν , ἐπεὶ οἳ μὲν φιλότεκνοι αὐτῶν , οἳ |
| οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ | ||
| φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , |
| δὲ χαμαιστρώτου ἔπι τείνας εὐρείης στιβάδος , παρέθηκ ' αὐτοῖσι θάλειαν δαῖτα ποτήριά τε , στεφάνους δ ' ἐπὶ κρασὶν | ||
| μελοποιός . ὅτι Σέλευκός φησι τὴν παρ ' Ὁμήρῳ δαῖτα θάλειαν στοιχείων μεταθέσει δίαιταν εἶναι : τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ |
| τηγάνου πνοῇ . πάλιν : προσγελῶσα τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι : πηδῶσι δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις : | ||
| μύροις τρίψουσι τὸν ἐμόν . προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι , πηδῶσι δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις . |
| πηγῇ γυναῖκα λέγουσιν ἐπιχωρίαν , οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον : Πανύασσις δὲ ὁ Πολυάρχου πεποιηκὼς ἐς Ἡρακλέα ἔπη θυγατέρα Ἀχελῴου | ||
| πολλοί : τούτων δ ' εἰσὶ κράτιστοι Ὅμηρος Ἡσίοδος Πείσανδρος Πανύασσις Ἀντίμαχος . Ὅμηρος μὲν οὖν τίνων γονέων ἢ ποίας |
| Περὶ γάρ οἱ ἐνὶ ζωστῆρι φαεινῷ ἄρκτοι ἔσαν βλοσυραὶ καὶ ἀναιδέες : ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' | ||
| θήρειον ποτὶ μῶλον : ἐπεὶ χαροποὶ γεγάασι κραιπνότατοι θείειν καὶ ἀναιδέες ἶφι μάχεσθαι καὶ μοῦνοι τετλᾶσι λεόντων ἀντία βρυχήν : |
| ῥα καὶ αὐτὸς φθεῖσθαι ὁμῶς ἤμελλε παρὰ Πριάμοιο πόληι . Αἶψα δ ' ἄρ ' ἀμφοτέρωθε συνήλυθον εἰς ἕνα χῶρον | ||
| κραταιῇ χειρὶ τιταίνων λαοφόνον δόρυ μακρὸν ὑπαὶ Χείρωνι πονηθέν . Αἶψα δ ' ὑπὲρ μαζοῖο δαΐφρονα Πενθεσίλειαν οὔτασε δεξιτεροῖο , |
| . ὁ δὲ μεθύων ἤμει παρὰ τοὺς ἀρχηγέτας . πτωχικοῦ βακτηρίου . βακτηρία δὲ Περσὶς ἀντὶ καμπύλης . ὀφθαλμιάσας πέρυσιν | ||
| : οἷον ἤδη ῥηματίων ἐμπίμπλαμαι . Ἀτὰρ δέομαί γε πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ |
| ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ | ||
| : εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος |
| : πολὺς δ ' ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος νυκτὸς ἐφερπούσης : παταγεῖ δ ' εὐρεῖα θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι | ||
| καταχρηστικῶς τοῦτο : οὐ γὰρ τὸ ζωμίδιον ἐν τῇ γαστρὶ παταγεῖ , ἀλλὰ ταύτην ποιεῖ παταγεῖν ἤτοι ἦχόν τινα ἀποτελεῖν |
| φυκίς , βρίγκος , φάγρος , μύλος , λεβίας , αἰολίας , θρίττα , χελιδών , δρακαινίς , πουλυπόδιον . | ||
| σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , |
| βατάνια καὶ πατάνια λέγει ἐν τούτοις : τρυβλία δὲ καὶ βατάνια καὶ κακκάβια καὶ λοπάδια καὶ πατάνια πυκινὰ ταρβα καὶ | ||
| καὶ φλυαρίας καὶ κάρδαμ ' ἐσκευασμένα . Τρύβλια δὲ καὶ βατάνια καὶ κακκάβια καί λοπάδια καὶ πατάνια πυκινὰ ταρφέα κοὐδ |
| τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε | ||
| θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ |
| βαρβάρωι πλάται ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα σέθεν , ὦ Ἑλένα , Πάρις αἰνόγαμος πομπαῖσιν Ἀφροδίτας | ||
| , ὅσοι δυσκελάδοισιν κατὰ μοῦσαν ἰόντες ἀείδεθ ' ὕμνοις ἁμέτερα λέχεα καὶ γάμους Κύπριδος ἀθέμιτος ἀνοσίους , ὅσον εὐσεβίαι κρατοῦμεν |
| καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀνδροκάς καὶ τροπῇ ἀνδρακάς , ὡς κυνόμυια κυνάμυια . . . + . ἀνδρόμεος : ἀπὸ παραγωγῇ | ||
| ) γέλωτος οὖν ἐπιρραγέντος παρῆν ἡ θεατροτορύνη Μέλισσα καὶ ἡ κυνάμυια Νίκιον : αὗται δ ' ἦσαν τῶν οὐκ ἀσήμων |
| δὲ κεραμῖτιν εἴποις ἂν καὶ γῆν κεραμίδα , ἢ ὡς Σαννυρίων ἐν Γέλωτι , κεραμικὴν γαῖαν στρέφων . οὗ μέντοι | ||
| ἐγὼ δ ' ᾤμην σε γαλῆν λέγειν ὁρῶ . καὶ Σαννυρίων ἐν Δανάῃ [ . ] : τί οὖν γενόμενος |
| . πυριάτη : θηλυκῶς τὸ πυρίεφθον : οὐχὶ πυρίατος οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως οὐδὲ πυρίεφθος . Ῥαδαμάνθυος ὅρκος : ὁ κατὰ | ||
| . πυριάτη : θηλυκῶς τὸ πυρίεφθον : οὐχὶ πυρίατος οὐδὲ πυριατὴ ὀξυτόνως οὐδὲ πυρίεφθος . Ῥαδαμάνθυος ὅρκος : ὁ κατὰ |
| τῶν αἰγείων ἱμάντων ἰέναι . λέγει δὲ οὕτω “ καὶ αἰγανέας δολιχαύλους ” “ καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες τόξοισίν τε . | ||
| , καὶ οἶνον ἀπομισγομένους , καὶ δίσκοις ταρπομένους , καὶ αἰγανέας ἱέντας ; Τίς οὐκ ἂν αὐτοὺς τῆς ἡδονῆς ταύ |
| οὐδὲ τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων | ||
| κρεῖττον ἀπὸ ἀγαθοῦ ἢ φαύλου πάσχειν . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαῤῥεόντων |
| παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
| τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
| Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον . τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεΐωνος : “ Ἀτρεΐδη , περὶ μέν σε φάμεν Διὶ | ||
| μέγα ἰάχων : ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος . ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι Μέσθλην τε Γλαῦκόν |
| ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωσαι πορδάλιες : τῶν δ ' ἄγχι λύκοι ἔσαν ὀβριμόθυμοι καὶ | ||
| θήκατο φῦλα . αἱ δὲ θεοῦ βουλῇσιν ἀμειψάμεναι χρόα καλὸν πορδάλιες Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο . τοιάδ ' ἀείδοιμεν , |
| δ ' ἐν βʹ Ὁμοίων παραπλήσιά φησιν εἶναι ψῆτταν , βούγλωσσον , ταινίαν . , Σπεύσιππος δ ' ἐν δευτέρῳ | ||
| . ποιοῦσι δὲ καὶ οἱ πταρμοὶ πολλάκις στῆναι : ἢ βούγλωσσον τὴν βοτάνην ὁμοίως ἢ ὀνίδα δεύσας ἐν ὄξει προστίθει |
| σωρῶν . ἀκροκόμοι : τὰ ἄκρα τῆς κεφαλῆς κομῶντες . ἀλάβαστον : οὕτω Μένανδρος ἄνευ τοῦ ρ Ὀργῇ : καὶ | ||
| οὕτω Μένανδρος ἄνευ τοῦ ρ Ὀργῇ : καὶ Λαμπρίας ὄπισθεν ἀλάβαστον φέρων . σημαίνει δὲ μυροθήκην . ἔνιοι δὲ αὐτὴν |
| ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
| κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
| τὸ βραχύτατον . πανταχοῦ χρῶ . ἁπαλοὶ θερμολουσίαις , ἁβροὶ μαλθακευνίαις : ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἁβρότητος διαρρεόντων . | ||
| . Αἰσχυνόμενος δὲ περιπλέκει τὴν συμφοράν . Θερμολουσίαις ἁπαλοί , μαλθακευνίαις ἁβροί . Ἀνόητά γ ' εἰ τοῦτ ' ἦλθες |