μεταφράζοι , οὐκ ἀτόπως μεταλήψεται , ὡς καὶ Ἀπίων : στενάξαι γάρ φησιν οὐκ ἄνωθεν ἀλλ ' ἐκ τῶν ἐσχάτων
οἴμοι μὴ λέγε . καὶ οὐ λέγω ὅτι οὐ δέδοται στενάξαι , ἀλλὰ ἔσωθεν μὴ στενάξῃς . μηδ ' ἂν
6708506 ἑρπον
. καὶ ἐϲ κεφαλὴν τουτέων ἡ ὁρμὴ ἧκεν , ἢν ἕρπον τὸ κακὸν ἐϲ τὴν κεφαλὴν ἵκηται , πάταγοϲ τουτέοιϲι
σεισθῇ θεόθεν δόμος , ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον : ὅμοιον ὥστε ποντίας οἶδμα , δυσπνόοις ὅταν Θρῄσσῃσιν
6676195 ἀλαπαδνον
ἀπὸ τοῦ Θερσίτου κρανίου , ὅτι εὔθρυπτον τὸ σόν : ἀλαπαδνὸν γὰρ αὐτὸ καὶ οὐκ ἀνδρῶδες ἔχεις . Καὶ μὴν
Μελίσσου Τίμων φησὶ ταῦτα : ἀμφοτερογλώσσου τε μέγα σθένος οὐκ ἀλαπαδνὸν Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος , ἠδὲ Μέλισσον , πολλῶν φαντασμῶν
6651511 ἐξερεεινων
. ὡς δ ' ὅτ ' ἀνὰ ξυλόχους ὀφίων στίβον ἐξερεείνων βριθόκερως ἔλαφος ῥινήλατον ἴχνος ἀνεῦρε , χειὴν δ '
: τὰς καλὰς ῥῖνας ἔχοντος . Ἀνιχνεύει : ἀνερευνᾷ . ἐξερεείνων : ζητῶν , ἢ λέγων . Ῥινός : διά
6551391 τρυγωδεϲ
τὸ πλεῖϲτον μὲν οὖν τὸ ὑδατῶδεϲ ϲυλλέγεται , ἐνίοτε δὲ τρυγῶδεϲ ἢ δίαιμον ϲυνίϲταται , ἀεὶ δὲ ἀργόν . γίγνεται
διάφορον , φλεγμαίνοντοϲ μὲν τοῦ ἕλκουϲ ὀλίγον , αἱματῶδεϲ ἢ τρυγῶδεϲ , ϲὺν περιωδυνίᾳ , ῥυπαροῦ δὲ ὄντοϲ πλεῖον καὶ
6501823 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
6450262 παρατυχοντων
κἀν τῷ περὶ Ψυχῆς δὲ ὁ Πλάτων καταλεγόμενος ἕκαστον τῶν παρατυχόντων οὐδὲ κατὰ μικρὸν τοῦ Ξενοφῶντος μέμνηται . καὶ περὶ
πτερῶν αὐτῆς περικλασθέντων καταπεσεῖν ἐπὶ γῆν καὶ ὑπό τινος τῶν παρατυχόντων ἁλῶναι . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἔνιοι τῶν
6449484 ἐλεεινην
αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν .
νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν
6440886 βριθουσα
ἱεροθαλεῖς . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , καρποῖς βρίθουσα θερείοις , εἰρήνην κατάγουσα καὶ εὐνομίην ἐρατεινὴν καὶ πλοῦτον
ἐμέτων αὐτὴν κενοῦσθαι , ποτὲ δὲ μᾶλλον ἐπὶ τὰ ἔντερα βρίθουσα , ἐνίοτε δὲ εὐκολωτέρως δι ' οὔρων κενουμένη ,
6431438 Ἰκταρ
καὶ Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ : καὶ κῶμαι καὶ θαλίαι . Ἴκταρ : ἐγγύς : Πλάτων ἐν Πολιτείᾳ : οὐδ '
Ἴκταρ . ἐγγύς . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐφικνεῖσθαι . Ἴκταρ , πλησίον , ἐγγύς . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ
6426118 καταβεβλημενος
. ἰσχύν . * ἐναντίον : ὑπὸ γὰρ τοῦ γήρως καταβεβλημένος ὥσπερ ὑπὸ τῆς τοῦ παιδὸς νίκης ἰσχὺν ἔλαβε καὶ
αἵ τε ἅμαξαι ἐμποδὼν ἦσαν καὶ ὁ χάραξ ἐν μέσῳ καταβεβλημένος : ὡς δὲ ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ οἱ
6404856 εὐκαμπη
. Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν
δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς
6396446 ὑπερενεγκειν
περιγράψασθαι περιγράψαι , σκιὰν ὑποβαλέσθαι , σκιὰν περιενεγκεῖν , σκιὰν ὑπερενεγκεῖν , χρῶσαι ἐπιχρῶσαι ἀποχρῶσαι , ἄνθεσι φαιδρῦναι , χρᾶναι
Ἱστορεῖται τοίνυν ὁ μὲν Λυσίας καλλιεπείᾳ τῶν καθ ' αὑτὸν ὑπερενεγκεῖν , ἐρᾶν δὲ τῶν παίδων τὸν ἀκόλαστον ἔρωτα ,
6383941 βοθρων
, καὶ οὐ σήπεται . Προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων φύτευσον τὸ φυτόν , καὶ γῇ σεσησμένῃ προσχώσας ,
φυτευτέον . εʹ . περὶ φυτωρίου . Ϛʹ . περὶ βόθρων τῶν εἰς φυτείαν ἐλαιῶν . ζʹ . ὁποῖα εἶναι
6371820 ἐξισταμαι
τὸν βυθὸν ἢ τὸ πέλαγος περιβλεψάμενος καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενος , ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγος
; πάλιν τούτων πάντων καὶ τοῦ σωματίου ὅλου σοι αὐτοῦ ἐξίσταμαι , ὅταν θέλῃς . πείρασαί μοί σου τῆς ἀρχῆς
6365321 ἁλτικον
ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν
προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον
6356990 χθαμαλων
ἀλλὰ τὸ ἴσον καὶ ἀπὸ τοῦ ὕψους καὶ ἀπὸ τῶν χθαμαλῶν : τὰ μέντοι μεγέθη τῶν ἄστρων ἴσα φαίνεται καὶ
θεῶν δύναμιν διὰ τοῦ Νότου , διὰ τὸ ἀπὸ τῶν χθαμαλῶν ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ πνεῖν : αἱ δ ' αὖ
6348970 νηστευει
Οἱ γὰρ ἐν ταύτῃ κατοικοῦντες τῇ πόλει τοιοῦτοι . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων , ὑποκρινομένων δὲ νηστεύειν :
οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον γάρ
6344036 Κεστρευς
Κέσκον οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον
ἀδυνάτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται : ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ
6341454 ἀκικυν
τύπτων ἄρρηκτον ὀρεσκῴοιο κάρηνον ἀμφ ' αὐτῷ θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι
ἀλκά ; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις ; οὐδ ' ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν , ἰσόνειρον , ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον
6329450 ἐριδων
τις νοήσας : οὐ γὰρ ὁ τυχὼν τὴν ἀμείνω τῶν ἐρίδων ἐπαινέσειεν , ἀλλ ' ὁ δυνηθεὶς αὐτὴν τῷ νῷ
Προμηθεῖ τίθησι ? πάλιν Αἰσχύλος [ οὕτως ] : [ ἐρίδων ] δυσκελάδων . . . . , . :
6327851 σῳζομενων
πημάτων , σὺ δ ' ἐν δρόμῳ προστιθεὶς μέτρον κτίσον σῳζομένων ῥυθμόν , διὰ πέδον τοῦτ ' ἰδεῖν ἀνομένων βημάτων
τῶν συνεστρατευμένων τε πολλάκις ὑμῖν καὶ νῦν ὑφ ' ὑμῶν σῳζομένων ἐπενόουν πυθέσθαι , τί παθόντες ἐξ ἡμῶν ἢ τίνος
6319323 δαμασθεν
τ ' ἔγχη δόρυ τὸ Καδμείων ἕληι ; [ ὄψηι δαμασθὲν ἄστυ Θηβαίων τόδε , ὄψηι δὲ πολλὰς αἰχμαλωτίδας κόρας
γεγενημένων ἀγαθῶν τὸ κακὸν ἀφανίζεται καὶ τὸ παλίγκοτον καὶ ἄτοπον δαμασθὲν καὶ ἀναιρεθὲν ὑφ ' ἡδονῆς θνήσκει , μάλιστα ὄλβου
6318251 πλαζεται
ἀκμῆι : ἄλλοτε δ ' αὖτε κακῆισι διατμηθέντ ' Ἐρίδεσσι πλάζεται ἄνδιχ ' ἕκαστα περὶρρηγμῖνι βίοιο . ὡς δ '
, ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ εἰκῇ πλάζεται , καὶ μαινομένῃ ἔοικεν . ἀλλὰ ἵστασθαι μὲν τὸν
6317823 στερρος
σου ποιοῦ δυσμενῆ : † ἄλλως : οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς : τὸ γὰρ στερρός ἀντὶ τοῦ στερρά , ὥσπερ
ἔστιν οὕτω στερρός : τὸ ἑξῆς : οὐχ οὕτως ἐστὶ στερρὸς φύσις ἀνθρώπου , ἥτις οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυον τῶν
6306382 παλλεσθαι
σεσηρέναι καὶ διαχάσκειν ποιεῖ . ἢ παρὰ τὸ σείεσθαι καὶ πάλλεσθαι . ὁμοίως δὲ καὶ πάντα τὰ ἄστρα σείρια καλοῦσιν
πάλλεσθαι πρὸς τὴν ἄρσιν τοῦ λαγχάνοντος , ἢ ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι τὴν καρδίαν τῶν κληρουμένων . ὅθεν ἁμαρτάνουσιν οἱ γράφοντες
6305836 Κτεανων
ἐνάρετοι λαθεῖν οὐ δύνανται . Καχλάζοισαν ] Ἤγουν πεπληρωμένην . Κτεάνων ] Ἤγουν τῶν τοῦ πλούτου κτημάτων . Συμποσίου τε
, ἀλλ ' ὡς χρυσῆν . ἔφη γὰρ πρόσθεν : Κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος . εἰ δὲ συνάψεις τὸ πάγχρυσον
6302158 ἐσχηκα
οὐδὲν ἀλλ ' ἢ διὰ σοφίαν τινὰ τοῦτο τὸ ὄνομα ἔσχηκα . ποίαν δὴ σοφίαν ταύτην ; ἥπερ ἐστὶν ἴσως
, ἀλλὰ παρὰ τὸ σχῆμι , ἀφ ' οὗ καὶ ἔσχηκα ὁ παρακείμενος καὶ ἐσχέθην ὁ ἀόριστος καὶ ὁ μέλλων
6295356 δυσειδες
εἰ δὲ οὐχ ὡς σχῆμα οὐδὲ ὡς εὐειδὲς ἐλέγομεν ἢ δυσειδές , ἀλλὰ καθ ' ὃ ἕκαστον ὁριζόμενοι τὸ τί
εὐπρεπείας ὡραϊζούσης αὐτῇ τὴν ἔξω μορφήν , κἄν τι προσῇ δυσειδές , οὐδὲ τοῦτο χάριτος ἄμοιρον εἶναί σοι δόξει :
6286491 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6285010 κλυουσαν
, οὐ μακροῦ χρόνου . Ὕπεστί μοι θράσος , ἁδυπνόων κλύουσαν ἀρτίως ὀνειράτων . Οὐ γάρ ποτ ' ἀμναστεῖ γ
. δωμάτων ἄτιμα ] ἀπεσπασμένους καὶ φυγαδευθέντας τῶν οἴκων . κλύουσαν ] ἀντὶ τοῦ κλυούσηι . καὶ τότε ] ὅτε
6284987 περινοστῃ
Ἢν γὰρ ὁ Πλοῦτος νυνὶ βλέψῃ καὶ μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ , ὡς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ἀνθρώπων βαδιεῖται κοὐκ ἀπολείψει
Αἰθιόπων στολή . μέχρι | δ ' ἂν τοῦτο ἐζωσμένος περινοστῇ , ἅπαντες | τοῦτον οἱ ἐντυγχάνοντες προσκυνοῦσίν | τε
6284239 λελαφας
φησὶν γάρ που ὁ αὐτός : τὸ δ ' αἷμα λέλαφας τοὐμόν , ὦναξ δέσποτα , οἷον ἅθρουν μ '
πικρότατον οἶνον τήμερον πίει τάχα . τὸ δ ' αἷμα λέλαφας τοὐμόν , ὦναξ δέσποτα . ἐκφέρετε πεύκας κατ '
6281982 ἐπεγειρεται
κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι , δραστικώτεροι ἂν ῥηθεῖεν
τὴν πέψιν , ἀλλὰ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη καὶ πλημμελῶς ἐνεργοῦσα ἐπεγείρεται καὶ ἀποκρίνει τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον , καὶ ποιεῖ
6274311 παροινουντων
. ζωμὸς καλοῦμαι . δεῖ τιν ' ἄρασθαι μέσον τῶν παροινούντων , παλαιστὴν νόμισον Ἀργεῖόν μ ' ὁρᾶν . προσβαλεῖν
. ζωμὸς καλοῦμαι . δεῖ τιν ' ἄρασθαι μέσον τῶν παροινούντων , παλαιστὴν νόμισον αὐταργειον μ ' ὁρᾶν . προσβαλεῖν
6273678 ποθωι
δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου
ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ
6264797 Δεινη
πολυπνείων . Λαιψηρότεροι : κουφότεροι . Ἔργμοσι : ἔργμασιν . Δεινή : σοφή . Ἅμματα : δέσματα . Ἐνθάδε πάντων
. Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι νέον κρατεῖ ; Δεινή περ οὖσα , φείδεται γὰρ οὐδενός . Σωτήρ ,
6263780 πηδητικον
. θοῦρος : ὁρμητικὸς , πολεμιστής : καὶ θοῦρον τὸν πηδητικὸν καὶ ταχὺν , οἱονεὶ θοῶς δρούων : παρὰ τὸ
δὲ πλεονάσειεν ὁ ἀήρ , τὸ τηνικαῦτα καὶ κοῦφον καὶ πηδητικὸν καὶ ἀνέδραστον γίνεται τὸ ζῷον καὶ ψυχῇ καὶ σώματι
6263749 ἀποτροπον
κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν . Καί μοι δυσθεράπευτος Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος
ἀπ ' αὐτῶν , λέγει δέ που καὶ τὸ μισητὸν ἀπότροπον , τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἀπότροπον . μεθέσθαι
6260037 ἐργολαβειν
οὗτος ] ἐπὶ τὸ δεύτερον νόμιμον μεταβαίνει . . . ἐργολαβεῖν ] ἵνα διὰ τοῦ ἐν τῷ θεάτρῳ στεφανοῦσθαι ἔχῃ
ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φιλαργυρίαν οὐκ ὀκνοῦσι καὶ ἀλλοτρίας συμφορὰς ἐργολαβεῖν . πλούσιός τις δύο θυγ . ἔχ . συνέβη
6258745 ὑπειληφας
, ἀλλ ' ἔτι ? ? τι ἐνδεῖν τῷ λόγῳ ὑπείληφας ? ? ? ; Ἰκανώτατα μὲν οὖν ἔχειν ὑπολαμβάνω
μόνος ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας : τοῦ καταρᾶσθαι χεῖρον τὸ ὀνομάζειν ὑπείληφας ; οὐ γὰρ ἂν τὸν μὲν βαρύτατον ἀσέβημα εἰργασμένον
6256173 περιγινομενων
σοφοῖς εὔκολα : ἐπὶ τῶν διὰ φρονήσεως καὶ τῶν δυσκόλων περιγινομένων . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα : ἐπὶ τῶν ἀπὸ
Ἅπαντα τοῖς σοφοῖς εὔκολα : ἐπὶ τῶν διὰ φρονήσεως πάντων περιγινομένων . Ἀργυραῖς λόγχαις μάχου καὶ πάντων κρατήσεις . Ἅπας
6250219 προρεειν
φλέγετο , ζέε δ ' ὕδωρ : οὐδ ' ἔθελε προρέειν , ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ
: [ καὶ ἐν Ἰλιάδι ] „ οὐδ ' ἔθελε προρέειν „ . . . Φ , . . .
6248333 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
6247993 χαυνοτερᾳ
οὐκ ἐσφιγμένῃ σαρκί , καθάπερ τὸ χοίρειον κρέας , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ πως μᾶλλον : φυσῶδες δ ' ἐστὶν ἔδεσμα ,
? 〛 κατασκίδναται [ ] ? ? ? ? , χαυνοτέρᾳ δὲ προσπεσόντα καὶ παραδεχομένῃ ? φυλάσσεται καὶ διαμένει .
6245642 μεθεμεν
' ἁρπάζουσα ποτὶ σφετερὸν δέμας αἰεὶ ἂψ πάλιν οὐκ ἐθέλει μεθέμεν πολεμιστὰ σίδηρον . ἤτοι μέν μίν φασι καὶ Ἠελίοιο
Πελίαο κακὴν βασιλῆος ἐφετμήν , αὐτίκ ' † ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν κηδέων τε λαθέσθαι , ὄφρ ' αὐτός με τεῇσι
6229426 μορφα
τρεῖς : ἁ μὲν γάρ ἐντι ὕλα , ἁ δὲ μορφά , ἁ δὲ τὸ συναμφότερον ἐκ τούτων . ‖
δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ μορφά , νεκύων ἀμενηνὸν ἄγαλμα , αἰαῖ αἰαῖ , τὰν
6226001 παχεϲι
δακνώδεϲιν ἁρμόζουϲι χυμοῖϲ , αἱ δὲ δακνώδειϲ καὶ λεπτύνουϲαι τοῖϲ παχέϲι καὶ γλίϲχροιϲ . θερμαίνειν δὲ ὑποχόνδρια καταπλάϲμαϲιν ἢ αἰονήϲεϲιν
ἔντερον ξύειν εἴρηκεν Ἱπποκράτηϲ τε καὶ Γαληνὸϲ οὐκ ἐπὶ ϲωμάτων παχέϲι καὶ κολλώδεϲιν ὑγροῖϲ ἐνοχλουμένων , ἀλλ ' ἐπὶ τῶν
6222150 βλαπτομενων
συμπιπτόντων ὡς ἐπὶ τῶν ἔμφραξιν ὑπομεινάντων καὶ ὑπὸ παχέων χυμῶν βλαπτομένων τὸ κενταύριόν ἐστιν ὠφελιμώτατον : καὶ γὰρ τοῖς ἀνωτερικοῖς
ὑπὸ τῶν καλῳδίων ἐφέλκοιτο ὀπίσω : κοπῆναί τε ὑπὸ τῶν βλαπτομένων οὐκ ἦν εὔπορος διὰ σίδηρον τὸν περιέχοντα , καὶ
6219050 καταιγιδος
κύματος , καὶ ἐπὶ τὴν ἄκραν φθάσαι ἀναταθέντα καὶ δίκην καταιγίδος ἢ στροβίλου ἁρπάσαι τὸν ἄνθρωπον . καὶ τὸ μὲν
πρὶν μὲν ὥσπερ ναῦς ἐξ οὐρίας πλέουσα , ἔπειτα δὲ καταιγίδος δεινῆς ἐγερθείσης κακῶς συντριβεῖσα καὶ τὸν ἐναποκείμενον πλοῦτον ἀποβαλοῦσα
6218554 δεσποζεται
οὐδεὶς ἀνάγκης μεῖζον ἰσχύει νόμος μόνη γὰρ ἐν θεοῖσιν οὐ δεσπόζεται Μοῖρ ' οὐδ ' ἐν ἀνθρώποισιν , ἀλλ '
κεῖται μετὰ τίνων καὶ ὑπὸ τίνος ἢ τίνων μαρτυρεῖται ἢ δεσπόζεται . ἐν τροπικοῖς γὰρ ζῳδίοις οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα
6217524 καμνε
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
6214973 πλευσει
αὐτὸ τῷ ὁμοίῳ τάχει τοῖς ἕλκουσιν , τάχιον τῶν ἄλλων πλεύσει : οὐδὲ γάρ , ἐὰν ἀφῶσι τὸ δέμα ,
ἀποτηλίστων ἄκρα Βεληδονίων . ἀμφοτέροις ἐπιβὰς Ἅρπυς ἐληΐσατο . Ἰβηρίτῃ πλεύσει ἐν αἰγιαλῷ . Κρανίδες . Λάμπεια . Γαλλήσιον .
6208907 ἐκνιψασθαι
μὲν σώματα λουτροῖς καὶ καθαρσίοις ἀπορρύπτονται , τὰ δὲ ψυχῆς ἐκνίψασθαι πάθη , οἷς καταρρυπαίνεται ὁ βίος , οὔτε βούλονται
' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν ἐπηρεασθεῖσαν μὲν ὑπὸ φωνῆς , διακόνοις
6205184 φυγε
ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις . Ἰσότητα δ ' αἱροῦ καὶ πλεονεξίαν φύγε . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἰατρὸς
' ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα , ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι
6200206 ἐξελεγξεις
τούτων πρῶτα θήσεις καὶ τελευταῖα τὰ πάντων κράτιστα , καὶ ἐξελέγξεις τὰ τῶν ἀντιδίκων , τὰ σαθρὰ καὶ ἀσθενῆ τῶν
εἰς τοὺς λόγους εἰσενεγκάμενος οὐκ ἂν τοσοῦτον σωφροσύνης εἰσηνέγκατο . ἐξελέγξεις δέ με ἡνίκ ' ἂν αὐτὸς κτησάμενος τὴν αὐτὴν
6200075 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
6188165 καρχαρον
κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον
ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς ,
6188148 ὀρυττομενην
τοῦτο ἐπὶ ποδιαῖον ἢ ἐπὶ πηχυαῖον βάθος , καὶ τὴν ὀρυττομένην γῆν ἀφελών , λαβὼν κεραμίδας καὶ ταύτας καταστρώσας κατὰ
μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην δὲ λευκήν , καὶ καρπὸν ἐρυθρότερον κρόκου , φύλλον
6187667 ὠθεισθαι
ὡς ἀντιτείνων λέγει , ἀλλ ' ὡς ἐξ ἐλευθέρας χειρὸς ὠθεῖσθαι βουλόμενος . ὄντως , ἐάν μέ τις διώξῃ ἐκ
τὸ δὲ περαίνειν αὐτοὺς οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἢ εἰς γῆν ὠθεῖσθαι , καὶ τὸ περαίνεσθαι γῆν εἰς τὸ σῶμα παραδέχεσθαι
6185040 πυρπνοου
ἀναζέσει ὁ Τυφὼς χόλον ἐν βέλεσι καὶ ῥιπαῖς θερμῆς ἀπλήστου πυρπνόου ζάλης . ζάλην δὲ πυρίπνοον λέγει τὴν ἀνάδοσιν καὶ
στόματος Ἀττικῶς . διὰ στόμα ] διὰ τοῦ στόματος τοῦ πυρπνόου . Ξ καπνὸν μέλανα ἀδελφὸν τοῦ πυρός : αἰόλην
6183348 νιφετοιο
πέπλοισι δέμας φρίσσουσα καλύπτει Χειμερίη ζοφόεσσα , καὶ ἐκ προχόου νιφετοῖο κρυμαλέον πέμπουσα πολυσταγὲς ἔβλυσεν ὕδωρ . καὶ δέμας ἀγκλίνασα
, καὶ παλάμην ἐδίηνε χυτὸς ῥόος ἐκ νεφελάων δίψιον ἐκ νιφετοῖο διάβροχον ἄνθος ἀέξων . Καὶ χθονίου γυάλοιο θεμείλια νέρθεν
6182753 ἀναινομαι
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] .
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς
6179638 προσεδεχετο
ταῖς τῶν πολεμίων , ἀλλὰ ταῖς ἑαυτῶν ᾗπερ ὁ Δημοσθένης προσεδέχετο : κατὰ τὸ μέρος τὸ νεῦον ἐπὶ τὸ πετρῶδες
τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἀποστάταις τὴν διάθεσιν ἐποιεῖτο . οὐ γὰρ προσεδέχετο πάντας τοὺς ἀφισταμένους , ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους ποιούμενος στρατιώτας
6177750 Καρμηλος
καὶ Ἄκη πόλις , ἔξω πἠ πόλις Τυρίων [ : Κάρμηλος ] ὄρος ἱερὸν Διός : Ἄραδος πόλις Σιδονίων .
. ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ τῶν Καρμανῶν . Κάρμηλος , ὄρος δυσχείμερον . τὸ ἐθνικὸν Καρμήλιος , ὡς
6177412 πεπταται
δεύεται , . . . . ἀλλὰ μάλ ' αἴθρη πέπταται ἀννέφελος , λευκὴ δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη . Συγκεκλήρωται
ἵησιν ἀφρὸν ἐρευγόμενος : βορέῃ δ ' ἐπὶ πολλὸν ἰόντι πέπταται ἔνθα καὶ ἔνθα Προποντίδος οἶδμα θαλάσσης . ἔστι δέ
6173239 Βελβινα
, οἷον † τέρεινα , τὸ ἁπαλόν , Βέμβινα Καμάρινα Βέλβινα , ὄνομα πόλεως , Ἅρπινα , ὄνομα ἵππου ,
. ἔχει γὰρ οἰκειότητα τὸ σ πρὸς τὸ ξ . Βέλβινα , πόλις Λακωνική , Παυσανίας ὀγδόῳ . Ἀρτεμίδωρος νῆσον
6171075 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
6166183 ὀλεσασα
! ! ! ! ! ! ] μίαν ? γλήνην ὀλέσασα [ ! ! ! ! ! ! ! !
καὶ νῦν Πριάμοιο πολυχρύσοιο πόληα ἐκπέρσει Τρώων τε καὶ Ἀργείων ὀλέσασα ἀνέρας , ὅν κ ' ἐθέλῃσι : θεῶν δ
6166029 γηϊνων
καὶ λέγει αὐτῇ ὁ ἄγγελος : ἆρον σεαυτὴν ἀπὸ τῶν γηΐνων . Εὔα δὲ ἠτένισεν εἰς τὸν οὐρανόν , καὶ
ἄλλοθι , ἢ ἐν ἀνθρώπῳ , τῷ καλλίστῳ καὶ νοερωτάτῳ γηΐνων σωμάτων , καὶ τῷ ψυχῆς μεμοιραμένῳ συγγενοῦς αὐτῷ τῷ
6163521 διαφερω
δ ' ἐσφαλμένοι ζητοῦσι τὸν τεκόντ ' , ἐγὼ δὲ διαφέρω λόγοισι μυθεύουσα . θαυμάζων δ ' ὅταν πύλαι ψοφῶσι
ἐμοῦ δὲ οὔ : οὐ γὰρ ἔσθ ' ὅτῳ σου διαφέρω πλήν γ ' ἑνί . Τίνι ; Ὁ ἐπίτροπος
6158353 γραβιων
τελεταί ἄανθα ἀγῶνα ἀκατάπληκτον ἀλέοιμι ἀνδρεράστριαν ἀνθρήνη ἀπέκλισεν Ἀχραδοῦς βρόταχος γραβίων διδοῦσιν δοκήσει ἡμερίδα ἰσχνός κροαίνω νοβακκίζειν ὀρογυίας περιγίγνεται πτωχίστερον
ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει πολλάκι δυστυχίαν . πίσσα δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ ! !
6155844 κτα
! ] φέλικτος ? ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! !
ἀστυφέλικτος ? ? [ ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! !
6155431 ῥυσιπτολις
πόλιν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν . διάλεκτος ἔνι τῶν Κυπρίων . ῥυσίπτολις ] ῥυομένη τὴν πόλιν τῶν παρεστώτων . θ ὥσπερ
πολεμικόν . θ φιλόμαχον ] ἡ ἀγαποῦσα τὸν πόλεμον . ῥυσίπτολις ] ἐλευθεροῦσα τὴν πόλιν . ῥυσίπτολις ] ἐλευθερωτὴς τῆς
6153748 πυκινῃσιν
: τοὶ δ ' ἄρ ' ἐϋτροχάλοισι περίδρομα δαιδάλλονται σφραγῖσιν πυκινῇσιν ὁμοίϊα πορδαλίεσσι : τοὺς ἔτι νηπιάχους γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες
δ ' ἤντησαν ἐδωδῆς : γλῶσσα γὰρ ἐν σχοίνοισιν ἐρειδομένη πυκινῇσιν οἰδάνεται , στείνει δὲ λύγων βρόχος , οὐδ '
6153541 φορβαδος
, ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ
! ! ! ! ] ! [ ! ! ] φορβάδος [ μαστὸς ] ? [ ] δὲ μητρὸς [
6148844 βιβωντα
τῶν δυϊκῶν βιβάσθων , ὡς τυπτέτων . βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : ἀπὸ τοῦ βιβάω βιβῶ , δευτέρας συζυγίας ,
, . . . Βιβῶντα : βιβάοντα βιβῶντα : μακρὰ βιβῶντα , μεγάλα διαβαίνοντα , . , . . .
6137659 διερος
: καὶ Ἰωνικῶς , μεταθέσει τοῦ α εἰς ε , διερός . Διαμπερὲς , παρὰ τῷ περάσαντι δι ' ὅλου
, ὡς μιαίνω μιαρός καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε διερός . γαμούς : γάμος παρὰ τὸ δαμῶ τὸ δαμάζω
6133728 ἐξαπλοι
πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος : στόματος , κατὰ μάγουλον
καρδίᾳ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν καὶ διάπυρον γενόμενον ἐξάπτει τε καὶ ἐξαπλοῖ τὸν πυρετὸν διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐπὶ τὸ ὅλον σῶμα
6130360 παλιγκοτον
ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν : ἀντὶ τοῦ ἡττηθέν . παλίγκοτον : εἰς τοὐπίσω τὸν κότον ἀποβαλὼν καὶ εἰς λήθην
[ καὶ ὅταν τὴν εὐδαιμονίαν εἰς ὕψος ἄγῃ ] . παλίγκοτον : τὸ χαλεπὸν καὶ ἐναντίον τῷ ἀγαθῷ . δαμασθέν
6128936 ἀρασσε
πρὸς ] ἐν ταῖς περαίνεται ] τελεῖται ματᾷ ] ματαιάζει ἄρασσε ] πλῆττε μᾶλλον ] ἤγουν μεῖζον μηδαμῆ χάλα ]
πρὸς πέτραις . περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε . ἄρασσε μᾶλλον , σφίγγε , μηδαμῇ χάλα : δεινὸς γὰρ
6128493 σπανιου
δὲ τῶν μὴ τοῦτον τὸν τρόπον ἐφοδευθέντων , ἕνεκεν τοῦ σπανίου καὶ ἀδιαβεβαιώτου τῆς ἱστορίας ὁλοσχερέστερον ἐπιλελογίσθαι κατὰ συνεγγισμὸν τῶν
τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου στιβαρός : οὗτος ὁ λίθος ἐστὶν ὁ λυχνίτης .
6122398 βρεξω
σύνδεσμος , ἵν ' ᾖ οὕτως : νῦν τε γὰρ βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο ,
σῆς παιδός : νῦν μὲν γὰρ λέγων τέγξω , ἤγουν βρέξω , τοῖς δάκρυσι τοῦτο τὸ ὄμμα , πρὸς τάφῳ
6121958 τανυσσει
διὰ τὸ θαυμάσαι ταύτην . Ὅμηρος ἠύτε πορφυρέην ἶριν θνητοῖσι τανύσσει . διὸ καὶ ἐμυθεύσαντό τινες αὐτὴν ταύρου κεφαλὴν ἔχουσαν
εἶδεν Ὀλύμπου : ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα
6121744 ἐπισπωμεθα
ἐξάψωμεν ἕτερον τροχίλον καὶ τὴν ἀγομένην ἀρχὴν διαβαλόντες διὰ τούτου ἐπισπώμεθα , ἔτι μᾶλλον εὐχερέστερον κινήσομεν τὸ βάρος . καὶ
γὰρ βουλώμεθά τι βάρος ἕλκειν , ἐξάψαντες ὅπλον ἐξ αὐτοῦ ἐπισπώμεθα τοσαύτῃ βίᾳ , ὅση τῷ φορτίῳ ἰσόρροπός ἐστιν .
6121064 Φαλαννα
Ἠπειρωτικόν * . Γοννοῦσσα πόλις Περραιβίας . . . . Φάλαννα πόλις Περραιβίας ἀπὸ Φαλάννης τῆς Τυροῦς θυγατρός . ×
δὲ τινὲς τὴν ἀκρόπολιν τῶν Φαλανναίων εἰρήκασιν : ἡ δὲ Φάλαννα Περραιβικὴ πόλις πρὸς τῷ Πηνειῷ πλησίον τῶν Τεμπῶν .
6120750 Μεθες
, μηδαμῶς , μὴ πρὸς θεῶν , μεθῇς βέλος . Μέθες με , πρὸς θεῶν , χεῖρα , φίλτατον τέκνον
Τί παραφρονεῖς αὖ ; τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον ; Μέθες , μέθες με . Ποῖ μεθῶ ; Μέθες ποτέ
6116193 ναρκηϲ
ταύταιϲ ἐναντίαι , μάλιϲτα δὲ τευθίδων καὶ ϲηπιῶν καὶ πολυπόδων νάρκηϲ τε καὶ τῶν ϲελαχίων ἐδωδὴ καλῶϲ ἂν ἁρμόϲοι :
λαβοῦϲι παρέπεται γλώϲϲηϲ φλεγμονὴ καὶ λαλιᾶϲ ἐμποδιϲμὸϲ καὶ τρόμοϲ μετὰ νάρκηϲ τινὸϲ καὶ ἐκλύϲεωϲ : πελιοῦται δέ τινα μέρη τοῦ
6116159 ἀναγωγου
λόγους τοῦ σώφρονος , τοὺς δὲ περὶ τοῦ θείου καὶ ἀναγωγοῦ οὐδέπω . Διὸ αὐτὸς μὲν ὡς ἄνθρωπος ἀποπαύεται ,
βούλεται διαλαβεῖν καὶ περὶ τοῦ ἀμείνονος καὶ ἐγκρατοῦς ἔρωτος καὶ ἀναγωγοῦ ἵππου , ὅτι ἕλκεται μὲν ἅτε δὴ σώματι προσομιλοῦσα
6116088 Καιρῳ
ζῷον εὐθαρσέστερον . κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ . Καιρῷ τιθέμενον κέρδος ὡς καρπὸν φέρει . Ἂν γνῷς τί
ἀναγκαῖον κακόν . Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ . Καιρῷ σκόπει τὰ πράγματ ' , ἄνπερ νοῦν ἔχῃς .
6113988 ὀξειης
ταύρου χολὴν , ἢ νίτρον ξὺν μέλιτι , ἢ ῥοιῆς ὀξείης χοίνικα ξὺν μέλιτι καὶ ἀλήτῳ κριθίνῳ . Εἰ δὲ
κρυεροῦ θανάτοιο : τύμματα δ ' εἰναλίοιο πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ
6108218 πταρμων
. ] Διὰ τί τρίψαντες τὸν ὀφθαλμόν , παυόμεθα τῶν πταρμῶν ; ἢ διότι ἡ ἀναπνοὴ γίνεται αὕτη τῷ ὑγρῷ
οἰωνιζομένων διὰ ξυμβόλων . ξυμβόλους δὲ ἐκάλουν τοὺς διὰ τῶν πταρμῶν οἰωνισμούς . ἀνετίθεντο δ ' οὗτοι Δήμητρι . καὶ
6107486 τιτθιων
. Οἶμαι . Τί δῆθ ' , ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι ; Εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων . Οὔκουν
βδελυρὲ : Μισητὲ , ἀναίσχυντε . . εἰ ἡψάμην τῶν τιτθίων . . τὴν Ἑκάτην οὗτος ὡς σώφρων ὄμνυσιν .
6106658 ἐναυλοις
, ἐκτρεπόμενος εἴ πού τις ὑπαντήσειν ἔμελλε , καὶ ταῖς ἐναύλοις μνήμαις τῶν κακοπραγιῶν διακναιόμενος καὶ διεσθιόμενος τὴν ψυχήν ,
ἐκ τοῦ ἕλκω ἑλκήσω ὁμηρικῶς . Πέλωρα : μέγιστα . ἐναύλοις : στενοῖς , στενώμασιν . Ὠμοφάγων : θηρίων .
6104605 Παρεχει
καὶ τροφαὶ παρὰ βασιλέως ἔκκεινται : μόνῳ γὰρ ἐργάζονται . Παρέχει δὲ τὰ μὲν ὅπλα τοῖς στρατιώταις ὁ στρατοφύλαξ ,
, φιλοφρονημάτων δὲ καὶ μικρῶν πάνυ ἔγωγε ἡττᾶσθαι ὁμολογῶ . Παρέχει δὲ ἡμῖν καὶ ἄλλα καλλίω , συῶν τε ἀγρίων
6104534 Σφαιρικων
ἄρα . , ] διὰ τὸ εʹ τοῦ βʹ τῶν Σφαιρικῶν . Ὁ γὰρ μεσημβρινὸς ἀεὶ ὀρθός ἐστι πρὸς τὸν
τεμνόντων . , ] διὰ τὸ ιβʹ τοῦ αʹ τῶν Σφαιρικῶν . Ἐὰν δὲ ἐν σφαίρᾳ . , ] διὰ
6103766 ἐπεφρασσαντο
! ! ! ! ] λαρως ? ! ? ! ἐπεφράσσαντο νε [ τεν ! ! ! ! βοτάνηισιν Ἀχαιίδος
ὅτ ' εἰαρινὸς θύννων στρατὸς ὁρμήσωνται . χῶρον μὲν πάμπρωτον ἐπεφράσσαντο θαλάσσης οὔτε λίην στεινωπὸν ἐπηρεφέεσσιν ὑπ ' ὄχθαις οὔτε
6103218 ἀπαυστοις
χρυσοκόλλητον δέπας μεστόν , κύκλῳ χορεῦον , ἕλκουσι γνάθοις ὁλκοῖς ἀπαύστοις , παντελῶς ἐστραμμένον τἄνω κάτω δεικνύντες . Ἐὰν μὲν
καὶ σιτίων ἀναλόγως τῇ κρατούσῃ κακοχυμίᾳ . δίψεσι δ ' ἀπαύστοις καταληφθέντας . . . ἐξ ὧνπερ καὶ ἀπέθανον .
6101113 ἐκυκα
, ἀπόλωλ ' Ἀθηναίοισιν ἁλετρίβανος , ὁ βυρσοπώλης , ὃς ἐκύκα τὴν Ἑλλάδα . Εὖ γ ' , ὦ πότνια
, ἐκ δ ' ἀφάντοις [ [ ] ! ! ἐκύκα θυέλλαις [ ] φ ? [ . . .
6098662 ἀκουϲαι
δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , καὶ γνώμη εὐϲταθεϲτέρη καὶ ψυχὴ
καὶ οἷον θλωμένων ἄχρι καὶ τῶν ὀϲτῶν . οὕτωϲ οὖν ἀκοῦϲαι λεγόντων ἔϲτι τῶν παϲχόντων ὡϲ ὀϲτοκόπῳ τε ϲυνέχονται καὶ
6097932 Ἀφροδισιος
: ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς
. περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται

Back