' αὐτῷ κέχρηται ὁ συγγραφεύς : ἀλλ ' οὐδὲν Θεοπόμπῳ σταθμητὸν εἰς ἑρμηνείας κρίσιν . τὸ δ ' ἔργον αὐτὸ
φαῦλον ὥστε σε λυπῆσαι . : ἀλλ ' οὐδὲν Θεοπόμπωι σταθμητὸν εἰς ἑρμηνείας κρίσιν . . : Θεοπόμπου μὲν κατηγορεῖ
7931041 δεκτῃ
κυκλικῶς τὸ δέκτῃ ὀνομαστικῶς δ ' ἀκούει ὁ κυκλικός τὸ δέκτῃ ὀνόματικῶς ἀκούει , . , . κυκλικὸν σχῆμα κύκλου
στίχῳ . . η . . δ οὐ κυκλικῶς τὸ δέκτῃ ὀνομαστικῶς δ ' ἀκούει ὁ κυκλικός τὸ δέκτῃ ὀνόματικῶς
7830879 Χαλβανη
τῆς θαλάσσης ἱκανῶς ψύχει καὶ ξηραίνει καὶ στύφει μετρίως . Χαλβάνη μαλακτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ὑπάρχει δυνάμεως , ξηραίνουσα μὲν
δευτέραν ἀπόϲταϲιν . ἔχει δέ τι καὶ ϲτῦφον μετρίωϲ . Χαλβάνη ὀπόϲ ἐϲτι ναρθηκώδουϲ φυτοῦ , μαλακτικῆϲ καὶ διαφορητικῆϲ οὖϲα
7801987 Δοξα
ἰδιώτῃσιν , ἐπεὶ οὐδέποτε βλαβερὸν τῆς ἀρετῆς τὸ ἄμετρον . Δόξα δὲ νούσου γίνεται τὸ ὑπερβάλλον διὰ τὴν τῶν κρινόντων
δὲ μή , τοῦ τοῦτο φρονοῦντος . Οὐδὲν γάρ . Δόξα ἄρα ἀληθὴς πρὸς ὀρθότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγεμὼν φρονήσεως
7790438 φιλοκυβος
Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις
φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων
7789379 ἑψητων
ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ μὴν χθές γ ' ἦν
ἐπὶ τοῦ λυχνιδίου . οὐδὲν μὰ Δί ' ἐρῶ λοπάδος ἑψητῶν . ὁ δ ' εἰς τὸ πλινθεῖον γενόμενος ἐξέτρεψε
7780571 Ἀμοργος
συνθέσεως ἔχοι : ἀρηγός πελαργός ἀμολγός βροτολοιγός . τὸ δὲ Ἄμοργος προπαροξύτονον ἐπὶ τῆς νήσου οὐκ ἀρσενικόν . καὶ τὸ
Σίφνος , Κέως , Μύκωνος , Τῆνος , Κύθνος , Ἄμοργος , Σέριφος : κατὰ δέ τινας ιβʹ , πλὴν
7765406 οἰκοσιτον
Ἑκτόρειον τὴν ἐφίμερον κόμην . Ἡμεῖς δέ γε κτενίζομεν Τελέσιππον οἰκόσιτον . Σόφων Ἀκαρνὰν καὶ Ῥόδιος Δαμόξενος ἐγένονθ ' ἑαυτῶν
, τὴν ἐφίμερον κόμην ἡμεῖς δέ γ ' ἐκτενίζομεν Τελέσιππον οἰκόσιτον . καὶ πίνειν ἐξ ἀργυρίδων χρυσῶν ἀντίκρισις ἐβοστρύχιζον φιλοδεσποτεύομαι
7761650 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
7761174 φυλαχθεις
' ὁ τοῦ βασιλέως τοῦ Φιλαδέλφου πλοῦτος . . . φυλαχθεὶς κατελύθη ὑπὸ τοῦ τελευταίου Πτολεμαίου τοῦ καὶ τὸν Γαβινιακὸν
τρόπον , Περίλαος κολασθεὶς καὶ ὁ ταῦρος ἀνατεθεὶς καὶ μηκέτι φυλαχθεὶς πρὸς ἄλλων κολαζομένων αὐλήματα μηδὲ μελῳδήσας ἄλλο ἔτι πλὴν
7758484 Διονυσιακον
ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ
τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν
7743447 Φιλος
. Φοβοῦ τὸ γῆρας : οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον . Φίλος φίλῳ γὰρ συμπονῶν αὑτῷ πονεῖ . Φίλων τρόπους γίνωσκε
ὡς θνητὸς ὢν δυνήσεται τὸ μέλλον ἐκφυγεῖν , ἐπένθει . Φίλος δὲ αὐτοῦ τις , Δημέας ὀνόματι , παρακαλέσας τοὺς
7724505 προσποιει
πλαγιοφύλακας ; Ἡ συνεχὴς γυμνασία ὠφέλειαν μὲν πολλὴν τῷ στρατιώτῃ προσποιεῖ . Κατάδηλος δὲ αὕτη εὐχερῶς τοῖς ἐχθροῖς γίνεται διά
μή τι ἦν ᾧ ἐπίστευες . νῦν δὲ ἄκων μὲν προσποιεῖ , ἑκὼν δὲ πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς Ἀθηναίων ἀπέκτεινας .
7717290 Μηδαβηνος
νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία ,
τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος
7715235 ἀναλογισμος
, λογιστικός λογιστικῶς λογιστικώτατος , συλλογίζεσθαι συλλογισμός , ἐπιλογίζεσθαι , ἀναλογισμός ἀναλογίζεσθαι . πλῆθος , παμπληθές πολυπληθές , ἰσοπληθία ,
κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός , ἔννοια , ἐπανόρθωσις , ἀνάδυσις , ἀναχώρησις .
7706507 Καρπος
ἵπποις , ἤγουν εὐφραντῶν , διὰ τὸν αὐτὸν τρόπον : Καρπὸς ἐλαίας . διὰ τοῦτο ἐν παναθηναίοις ἔλαιον ἐδέδοτο τοῖς
σοφά . Καλὸν δὲ νήφειν ἢ τὰ πολλὰ κραιπαλᾶν . Καρπὸς δ ' ἀρετῆς δίκαιος εὔτακτος βίος . Καλὸν τὸ
7700875 ταωνες
. Πληθ . Οἱ Ξενοφῶντες , οἱ Ποσειδῶνες , οἱ ταῶνες . τῶν Ξενοφώντων , τῶν Ποσειδώνων , τῶν ταώνων
ὥραις οὐρὴν ἀντέλλει σκέπας αὐτορόφοιο μελάθρου : οἷον δή νυ ταῶνες ἑὸν δέμας ἀγλαόμορφον γραπτὸν ἐπισκιάουσιν ἀριπρεπὲς αἰολόνωτον : τῶν
7698892 δραις
ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε
μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ
7698049 οἰμωξεσθ
ἀλλ ' οὐχ οἷόν τε . νὴ Δί ' , οἰμώξεσθ ' ἄρα . φέρε τίς γὰρ οὗτος οὑπὶ τῆς
. Οὐ ξυλλήψεσθ ' ; Οἷ ' ὀγκύλλεσθ ' : οἰμώξεσθ ' , οἱ Βοιωτοί . Εἶά νυν . Εἶα
7694891 ὀλοφυρεαι
: ἀλλά , φίλος , θάνε καὶ σύ : τίη ὀλοφύρεαι οὕτως ; κάτθανε καὶ Πάτροκλος , ὅ περ σέο
' ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνηώτων . ἦε σύ γ ' Ἀργείων ὀλοφύρεαι , ὡς ὀλέκονται νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς
7693602 χανος
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές .
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν
7691716 προτιμω
τὴν ἀρχὴν οὐκ εἴων ὑπ ' ὄφεων δάκνεσθαι . 〛 προτιμῶ σου : Φροντίζω . Θ . . . πριάμενος
“ ἐχθές ” . τριβώνιον ] τριβακόν : παλαιόν οὐδὲν προτιμῶ σου ] λόγον ποιῶ σου : φροντίζω σου .
7685294 ἀναγκοσιτον
: παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον .
βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι '
7680381 εὐειλος
, ἐγχείρησις ἐμπεδορκεῖν ἐπιπταίσματα ἐπιφορήματα ἐπροξένει ἑστιοῦχον ἐσχαρίδα ἑτερεγκεφαλᾶν ἐτνήρυσις εὔειλος εὐζωρότερον εὐθετῆσαι εὐκόπως ἡμιφωσώνιον ἢ πόθεν θεοποιούς , θεοπλάστας
τροφῆς ἀνακτέον συμπαραλαμβάνοντα καὶ τὰ τοῦ ἀέρος . Ἡ γὰρ εὔειλος καὶ ἁπλῶς ἡ εὐδιεινὴ τὰ ἀσθενέστερα ἐκφέρει μᾶλλον ἡ
7676508 ἑνικος
Ἀριθμοί εἰσι τρεῖς , ἑνικὸς δυϊκὸς καὶ πληθυντικός : καὶ ἑνικὸς μέν ἐστιν ὁ ἕν τι σημαίνων , οἷον Αἴας
. ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] ; ἀριθμὸς ὁ [ οἷον
7675354 Μολυβδινη
τ . Μολοτός ὁ τόπος . τὸ κτητικὸν Μολοττικός . Μολυβδίνη , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Μολυκρία ,
πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος μετὰ δὲ Σίξος πόλις . . Μολυβδίνη : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Σικάνη
7671644 ἀπαραδεκτος
ἀμήχανον τροπὴν ἀκούσιον εἰς αὐτὴν κατελθεῖν : ἀμέτοχος γὰρ καὶ ἀπαράδεκτος παντὸς εἶναι πέφυκεν ἁμαρτήματος . ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ,
συνθέσεως . μετελθοῦσα γοῦν εἰς αἰτιατικὴν ἢ δοτικὴν κτήματός ἐστιν ἀπαράδεκτος , ὅπερ ἐπὶ τῶν κτητικῶς παρηγμένων οὐκ ἐνὸν ἐπινοῆσαι
7668096 μελαγχρους
δὲ ἐν αὐτῷ λίθος κλειτορὶς ὀνομαζόμενος : ἔστι δὲ λίαν μελάγχρους : ὃν κόσμου χάριν οἱ ἐγχώριοι φοροῦσιν ἐν τοῖς
ἐρᾶν : νέος μὲν γὰρ ἦν ὁ Τρωίλος καὶ ὡραῖος μελάγχρους δὲ καὶ βαθυγένειος καὶ Ἀχιλέως ἐρώτων ἀνάξιος . μετὰ
7667544 Γαυλος
Ὑβέλη : πόλις περὶ Καρχηδόνα . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Γαῦλος : νῆσος πρὸς τῆι Καρχηδόνι . Ἑκαταῖος Περιηγήσει .
, ὑπὸ Καρχηδονίων οἰκούμεναι : Μελίτη πόλις καὶ λιμὴν , Γαῦλος πόλις , Λαμπάς : αὕτη πύργους ἔχει δύο ἢ
7665940 Ἀποκριναι
δὲ μή , ἐπ ' αὐτοφώρῳ ἐγὼ αὐτὸν ἐξελέγξω . Ἀπόκριναι δή μοι . Ἐβούλοντο τοίνυν , ὦ ἄνδρες δικασταί
, ἐφ ' οἷς θάνατος ἡ ζημία ; Ἔγωγε . Ἀπόκριναι δή μοι , εἰ ὁμολογεῖς πλείω σῖτον συμπρίασθαι πεντήκοντα
7658831 ἀμοργις
μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποστάθμη καὶ ἡ τοῦ οἴνου
. τῆς ἀμόργιδος : Τῆς λινοκαλάμης . ἔστι δὲ ἡ ἄμοργις ὅμοιον ἀλεπίστῳ λίνῳ . περιλεπίζουσι δὲ αὐτὸ καὶ ἐργάζονται
7653462 φρουρημα
βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν φρουρεῖν τὴν πατρίδα . φερέγγυον ] ἀξιόμαχον
θ φερέγγυον ] πιστὸς φύλαξ . φρούρημα ] ἀσφάλεια . φρούρημα ] φύλαγμα . φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν
7653193 φιλογυνης
τραγῳδίαις , ἔφη Σοφοκλῆς : ἐπεὶ ἔν γε τῇ κλίνῃ φιλογύνης . φησὶν Εὔβουλος περί τινων γυναικῶν : οὐ περιπεπλασμέναι
ὁ Σοφοκλῆς , ἐπεὶ ἐν [ γε ] τῇ κλίνῃ φιλογύνης . : τἆλλα μὲν γὰρ ἦν ἀκριβὴς καὶ νόμιμος
7651024 δορξ
ὀξυδερκές . . . . . δόρξ , , : δόρξ : . . . παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ
λέξ : πρόξ : κρόξ : φλόξ : ξόρξ : δόρξ . Εἰς ηξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ η γραφόμενα τρία
7650769 κακηγορος
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως ,
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος ,
7650731 Ῥᾳδιως
. Ἀποδύεσθε δή . Πῶς οὖν βασανιεῖς νὼ δικαίως ; Ῥᾳδίως : πληγὴν παρὰ πληγὴν ἑκάτερον . Καλῶς λέγεις .
τὴν συλλογὴν τῶν καρπῶν . . ῬΗΙΔΙΩΣ ΓΑΡ ΚΕΝ . Ῥᾳδίως γὰρ , εἰ εὐπόριστος ἦν δηλονότι ὁ βίος ,
7649879 διαψευσθεντων
ἀγαθῶν ἐλπίς . ἢ ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων , ὡς Λουκιανός : Ἄνθρακάς μοι τὸν θησαυρὸν ἀπέφηνας
ὁ θησαυρὸς γέγονεν : ἐπὶ τῶν ἐφ ' οἷς ἤλπισαν διαψευσθέντων . Ἀπὸ τῶν βραδυσκελῶν ὄνων ἵππος ὤρουσεν . Ἅπαντα
7643085 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
7642366 ἀχυνετον
κατὰ Ἴωνας καὶ Σικελιώτας . Διονύσιος : πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . ἄστρα τε καὶ μήνης : τὸν
δὴ τὸ πνοαῖς συνδάμναται ἐχθραῖς . πῦρ μὲν ἀείζωον καὶ ἀχύνετον ἔτρεσεν ὕδωρ ἀργέστας : καί ῥ ' ἡ μὲν
7640100 Βοιωτιδιον
οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε
. Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν
7635750 ποδαποι
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . ἐκ τούτων
7635689 Καρυστος
τοῦ Ἀθηναίων στρατηγοῦ : τὴν δὲ χώραν ἔχουσιν Ἐρετριεῖς . Κάρυστος δέ ἐστι καὶ ἐν τῇ Λακωνικῇ τόπος τῆς Αἴγυος
ἐστιν ἄριστος . ἄλλως τ ' εὔοψον σφόδρα χωρίον ἐστὶ Κάρυστος . τὸν δὲ λάτον τὸν κλεινὸν ἐν Ἰταλίῃ πολυδένδρῳ
7626776 Ἑσπερια
πολυώνυμος , ὡς πολυίστωρ „ γῆ Ὀλυμπία Ὠκεανία Ἐσχατιά Κορυφή Ἑσπερία Ὀρτυγία Ἀμμωνίς Αἰθιοπία Κυρήνη Ὀφιοῦσσα Λιβύη Κηφηνία Ἀερία ”
Ἑρχιᾶσιν . Ἕσδητες , ἔθνος Ἰβηρικόν , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑσπερία , ἡ δύσις καὶ τὸ δυτικὸν μέρος . τὸ
7624156 ἀνεμωδες
πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον : καὶ ἐὰν κοῖλος φαίνηται ὁ ἥλιος
, ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων φθαρῶσι . τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ ὑγιεινόν . ἡ ἄμπελος εὐφορήσει . ἐπιτήδειον τὸ
7623680 αὐλησις
καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων :
ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ
7621391 πολυπυρος
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους :
7614270 Ἐρωτω
ἐρώτα ὁποῖον μόριον τῆς κολακείας φημὶ εἶναι τὴν ῥητορικήν . Ἐρωτῶ δή , καὶ ἀπόκριναι ὁποῖον μόριον . Ἆρ '
νῦν με , ὀψοποιία ἥτις μοι δοκεῖ τέχνη εἶναι . Ἐρωτῶ δή , τίς τέχνη ὀψοποιία ; Οὐδεμία , ὦ
7613378 Ζοαρα
πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν
Βιθυνίας , ἀπὸ Ζιποίτου βασιλέως . τὸ ἐθνικὸν Ζιποίτιος . Ζόαρα , πόλις Περσική . οἱ οἰκοῦντες Ζοαρᾶται . Διονύσιος
7610543 Ὀγδοος
ὅτι τὸ Δ μέσον ἐστὶ τοῦ Θ καὶ Τ . Ὄγδοος ἀπὸ τοῦ ὀκτώ : καὶ ὤφειλεν εἶναι ὄκτοος :
καὶ θέσεων ταῦτα κατανοῆσαι , ἀγνοεῖται ἡ φύσις αὐτῶν . Ὄγδοος ὁ παρὰ τὰς ποσότητας αὐτῶν ἢ θερμότητας ἢ ψυχρότητας
7609643 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
7608142 γιγγρας
ἐν δευτέρῳ Ὀνομασιῶν , αἵδε : κῶμος , βουκολισμός , γίγγρας , τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος ,
γε τὸν σοφώτατον . τίς δ ' ἔσθ ' ὁ γίγγρας ; καινὸν ἐξεύρημά τι ἡμέτερον , ὃ θεάτρῳ μὲν
7605480 Ἰνδικηι
Κτησίου : ὗς οὔτε ἥμερός ἐστιν οὔτε ἄγριος ἐν τῆι Ἰνδικῆι ὅλως γῆι , οὐδ ' ἂν φάγοι Ἰνδῶν οὐδεὶς
ἐπειδὰν ἐκτοξευθῆι , ἀναφύεσθαι . ἔστι δὲ πολλὰ ἐν τῆι Ἰνδικῆι . ἀποκτείνουσι δὲ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασιν ἐποχούμενοι ἄνθρωποι κἀκεῖθεν
7603056 διαφε
ἐμβληθείη , σπανίως γε μήν . Μελέται γὰρ μελετέων μέγα διαφέ - ρουσι , καὶ φύσιες φυσίων τῶν σωμάτων εἰς
πλουσίους καὶ πολλὰ χρήματα ἔχοντας , τὰ δὲ ἄλλα μηδὲν διαφέ - ροντας τῶν πάνυ φαύλων , ὅμοιον ὡς εἴ
7594763 ἐγχειρητης
μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ αὐτῷ Ἀριστοφάνης . ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης . Ἀριστοφάνης δὲ μελῳδὸς καὶ
τὸ ἀχειρούργητον , δυσχείρωτα δὲ Δημοσθένης , ἐγχειρίθετον Ἡρόδοτος , ἐγχειρητὴς δὲ καὶ ἐγχείρησις Ἀριστοφάνης , ἐπιχειρηταὶ δὲ Θουκυδίδης ,
7594453 ἑρμαφροδιτος
καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται . Ἱππῶναξ
θέσις . Ὀργίσας . μαλάξας . Ἀνδρόγυνος . ἄνανδρος , ἑρμαφρόδιτος . Ἐνάριες . οἱ ὁπλῖται . Τόρνον . τὸ
7593906 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7589466 ῥαφις
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ
7588335 Ἐναντια
, τὰ δὲ πλάγια , τὰ δὲ κατὰ ἔμφασιν . Ἐναντία μὲν οὖν ἐστιν , ὅταν τὸ ἐναντίον κατασκευάζωμεν ,
πάντων τῶν ἐν τῇ χώρᾳ , ὁπόταν τινὸς δεηθῶσιν . Ἐναντία γε μὴν καὶ τάδε τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι κατέστησεν ὁ
7588121 Καειρα
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα .
7585978 Ἀειδε
Μαιανδρίου . : Ὅμηρος γοῦν φησιν ἐπ ' Ἀχιλλέως : Ἄειδε δ ' ἄρα κλέα ἀνδρῶν ἡρώων : καὶ τὸν
οὐκέτι τῶν νεοθηρεύτων ἰχθύων ἥπτετο . Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ
7584291 τηθις
πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ
μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ
7583392 ξιφισμος
τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ
εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς
7582744 Σιγη
, Ἄστρα , Γνάθαινα καὶ ταύτης θυγατριδῆ Γναθαίνιον , καὶ Σιγὴ καὶ Συνωρὶς ἡ Λύχνος ἐπικαλουμένη καὶ Εὔκλεια καὶ Γρυμέα
, Ἄστρα , Γνάθαινα καὶ ταύτης θυγατριδῆ Γναθαίνιον , καὶ Σιγὴ καὶ Συνωρὶς ἡ Λύχνος ἐπικαλουμένη καὶ Εὔκλεια καὶ Γρυμέα
7580588 Ἁλιμουσιος
ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ κειμένη , ἔνθα κεχάρακται Θουκυδίδης Ὀλόρου Ἁλιμούσιος . πρὸς γὰρ ταῖς Μελιτίσι πύλαις καλουμέναις ἐστὶν ἐν
Λεοντίδος φυλῆς . Καλλίμαχος δὲ πόλιν ἡγεῖται . ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα ,
7579259 ὑσπληγξ
ὕδασι δ ' αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων
διέχειαν ποιοῦν . ἔστι δὲ χαλκιδαϊκὸν ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου . ὕσπληγξ δὲ καὶ ὑστριχὶς κυρίως μάστιξ ἦν ἐκ χοιρείων τριχῶν
7577287 Ἀνατελλει
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας .
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις
7569429 στραγγευομαι
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ ,
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα
7564400 ἀκαταλληλος
χρόνου δηλωτικόν . γέγονεν δὲ καὶ παρὰ τὰς πτώσεις σχηματισμὸς ἀκατάλληλος : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς γενικῆς πτώσεως ἐξενήνοχεν τό
καὶ ἡ ΖΚ δ . Ζητῶ καὶ ἐνταῦθα καταλληλίαν : ἀκατάλληλος γάρ μοι δοκεῖ ὁ τοῦ ἐναντίου λόγος πρὸς τὸ
7562780 σατυρισκος
δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώμενος ἔσται τερατώδης , ἐκβολιμαῖος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , ὁλόλευκος , δίδυμος ἢ δικέφαλος .
. Τὰ εἰς ΣΚΟΣ Ι ἢ Υ παραληγόμενα παροξύνεται : σατυρίσκος νεανίσκος παιδίσκος . τὸ μέντοι Δαμασκός καὶ Ἀρδησκός ὀξύνεται
7559450 ἀκρατοποτης
καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε Ἡρόδοτος ἔφη , καὶ ἀκρατοκώθωνας Ὑπερείδης , οὐ
ὥς φησι Πολέμων . Κλεομένης δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ὅτι καὶ ἀκρατοπότης ἦν προείρηται : ὅτι δὲ διὰ μέθην ἑαυτὸν καὶ
7558635 Ἀγροικος
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ
7557815 Ἰατταταιαξ
τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται
κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς
7557486 Φειδιππιδιον
ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον με καὶ
. νοσούντων οὕτω : διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν
7556055 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
7554268 ἐσχατογηρως
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια
7553643 χειμαμυνα
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . .
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι
7553267 ἀττικιστι
. ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην . πάνυ συχνὴ σφύραινα . κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . λύπη γὰρ ἀνθρώποισι καὶ τὸ ζῆν
. Ἀντιφάνης ἐν Εὐθυδίκῳ : πάνυ συχνὴ σφύραινα . κέστραν ἀττικιστὶ δεῖ λέγειν . Νικοφῶν δ ' ἐν Πανδώρᾳ :
7552208 ἀραγμος
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ]
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται
7549670 βληχρος
ὑποκειμένη θερμότης . Ὁ δὲ μαρασμός ἐστι πυρετὸς ἀδιάλειπτος , βληχρός , ἐκδαπανῶν καὶ καταμαραίνων τὰ στερεὰ τοῦ σώματος μόρια
τὴν λέξιν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοῦ βέβληται : βληχρός , ὁ καταβεβλημένος καὶ πεπτωκώς , ἀπὸ τῶν παλαιόντων
7546840 φιλοτεχνος
δὲ ἐφ ' ἡγεμονίας τεταγμένος , ὑπελήφθη δραστικὸς εἶναι καὶ φιλότεχνος ἐκ τοῦ πρὸς ἕκαστον τῶν καιρῶν ἐπινοεῖσθαί τι τῶν
τῆς Ῥώμης πόλεις ἔσχον . μεγαλόφρων γὰρ ὢν μᾶλλον ἢ φιλότεχνος ὁ Μόμμιος , ὥς φασι , μετεδίδου ῥᾳδίως τοῖς
7542288 σμινυη
μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται
γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ .
7540718 ἁρματροχια
παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ .
παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ .
7540209 ὀστρειοισιν
θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως
οὕτως ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι . Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . καὶ Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : ὄστρεια
7539885 Ζοαρηνος
διὰ τοῦ α οὐδετέρων ὁ διὰ τοῦ ηνος . Ζόαρα Ζοαρηνός , Μήδαβα Μηδαβηνός , Τάρφαρα Ταρφαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός
τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν τρίτῳ
7539739 ἐγᾠδ
ἤγαγεν , οὓς εἶπεν ἀποδεδόσθαι βούλεσθαι τὸν Κλέωνα . ΓΘ ἐγᾦδ ' ] ἐγὼ οἶδα . τοῖς δεδεμένοις ] τοῖς
λέγεις ; Καὶ ταῦτ ' ἐφ ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα ἐγᾦδ ' : ἐπὶ γὰρ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται . Εὖ
7537963 ἀμαθος
' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ
ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος
7537449 προσελθ
ἔστι δὲ Ἀττικόν . λείπει οὖν ἡ σὺν πρόθεσις . πρόσελθ ' : πλησίασον , ἐγγὺς ἐλθέ . Γ ξυναυλίαν
, πῶς ἔχεις ; Κακῶς καθάπερ σύ . Δεῦρο δὴ πρόσελθ ' , ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ
7537432 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
7536553 Ἀγασικλεους
ἡμιόνων δράκοντι εἰκασμένον , τὴν δὲ ἀγαγοῦσαν Νικαγόραν εἶναι Σικυωνίαν Ἀγασικλέους μητέρα , γυναῖκα δὲ Ἐχετίμου . ἐνταῦθα ἀγάλματά ἐστιν
τοῦ ἀπεστερημένος τῶν προγονικῶν τάφων Δείναρχος ἐν τῇ Κατ ' Ἀγασικλέους εἰσαγγελίᾳ . . . . εὐανδρία : Δείναρχος ἐν
7533827 προηθετει
εἰ μόνον ἰοὺς ἐκτάμνειν καὶ φαρμακεύειν οἶδεν . καὶ Ἀριστοφάνης προηθέτει , Ζηνόδοτος δὲ οὐδὲ ἔγραφεν . . . .
ὅτι ἐπὶ ταὐτὸν φέρει δηθά καὶ δολιχόν . καὶ Ἀριστοφάνης προηθέτει . . ἀλλ ' ἴθι νῦν , Αἴαντα καὶ
7533337 κωμῳδουντος
τῇδε φύσεων ἀνομοίων οὐσῶν σύνθετος ᾖ . πάντα γὰρ ταῦτα κωμῳδοῦντός ἐστι μᾶλλον ἢ σπουδάζοντος . ἀλλ ' οὐδὲ ἐν
καὶ Εὐθύδημον καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν νέων . τοῦτο δὲ κωμῳδοῦντός ἐστι τὴν Ἀθηναίων πόλιν , τὸ τῆς Ἑλλάδος μουσεῖον
7532883 Λιμην
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . .
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν
7530460 Πτωχου
βίος οὐ μὰ Δί ' , οὐδέ γε μέλλει . Πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος , ὃν σὺ λέγεις , ζῆν
πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων . παρόσον ἡ πεύκη κοπεῖσα οὐκέτι φύεται . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων : πτωχῶν
7529858 πιννῃσι
δὲ πιννῶν μνημονεύει Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ἣ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . Φιλύλλιος δ ' ἢ Εὔνικος
Διὸς μεγάλου θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' ,
7529215 πολυφωνος
οὕτως . Ἔτι καὶ τοῦτον ἐνδιαστέλλομαι τὸν τρόπον : Πλάτων πολύφωνος ὤν , οὐχ ὥς τινες οἴονται πολύδοξος , πολλαχῶς
λαμπρόφωνος καὶ ὡς Δημοσθένης λαμπροφωνότατος , δύσφωνος , ἰσχνόφωνος , πολύφωνος , ἡδύφωνος , χαλκόφωνος , βαρβαρόφωνος , βαρύφωνος ,
7528912 ἀξινη
πέλεκυς δὲ στάσεώς ἐστι σημεῖον καὶ βλάβης καὶ μάχης , ἀξίνη δὲ καὶ ἄμη γυναικός τε καὶ γυναικείας ἐργασίας :
, τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς . , ποιῆσαι . σμινύη ] ἀξίνη , τζαπίον . μοι ] μου . προδῷ ]
7527327 μυξινοι
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς
7527266 Σχολῃ
γέ τι τοιοῦτον , ἐγγύς τ ' εἰμὶ τοὐνόματος . Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις .
εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός ; Οὐ γὰρ οὖν . Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων
7523556 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7523425 Τυφλον
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ '
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν
7523083 πνικτον
' ἐστὶ τίς ; κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε . πνικτόν τι τοίνυν . . ἔστω σοι συχνὸν τοιοῦτον .
ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες ὥσπερ οἱ θεοί . Ἧψέ μοι δοκεῖ πνικτόν τι ὄψον δελφάκειον . ἡδύ γε . ἔπειτα προσκέκαυκε

Back