τὰ νεῦρα οἱ χυμοὶ καὶ ἐμφράττουσιν αὐτά , καὶ οὕτως σπῶνται . Σπασμὸν δὲ ἐνταῦθα οὐ τὸν ἐπὶ ξηρότητι λέγει | ||
καὶ οὕτως σπῶνται . Ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ κλαυθμυρίζεσθαι αὐτὰ σπῶνται : ἐν γὰρ τῷ κλαυθμυρίζειν κίνησις γίνεται τοῦ ἐγκεφάλου |
ζῷον ἐλπίδι τροφῆς . ὀρτάλιχοι : νεοσσοὶ μικροί , μηδέπω πετόμενοι . μινυροὶ δὲ ἀντὶ τοῦ μινυρίζοντες καὶ λεπτῇ φωνῇ | ||
φείδονται τῶν γαμψωνύχων , οἵπερ οὖν καὶ αὐτοὶ κατὰ νέφη πετόμενοι εἶτα αὐτοὺς ἀνασπῶσιν , καὶ ἰδίᾳ τινὶ φύσει τοῖς |
δέ τις ᾖ τὰς χεῖρας ἐναγής , τοῦτον μὲν καὶ δάκνουσι καὶ ἀμύσσουσι , τοὺς δὲ ἄλλως ἔκ τινος ὁμιλίας | ||
πολλάκις τῆς δυσκρασίας φέρονται ἰχῶρές τινες ἐπὶ τὰ ἔντερα καὶ δάκνουσι καὶ ἀνιῶσι , καὶ πρὸ ὥρας ἐπεγειρομένη ἡ ἀποκριτικὴ |
, τηλόθε μεταμαιόμενος , δαφοινὸν ἄγˈραν ποσίν : κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται . τίν γε μέν , εὐθρόνου Κλεοῦς | ||
οἷον σταλαγμοὺς ὕδωρ σημαίνει . Ἐάν τε κόρακες ἐάν τε κολοιοὶ ἄνω πέτωνται καὶ ἱερακίζωσιν ὕδωρ σημαίνουσι . Καὶ ἐὰν |
λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι τετυγμέναι : ἐν | ||
λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι τετυγμέναι : ἐν |
οὐδ ' αὐτὸν ἀφ ' ἑτέρου ἐσθίεσθαι συγχωρεῖ . Οἱ ἔλλοπες ἤως οἱ ἰχθύες οἱ ἑτέροι πλὴν τῶν κεστρέων διὰ | ||
θοαῖς ἀκάτοισι φέροντες λαμπομένας δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες |
ἔρημοι κεῖνται καὶ νεκρῶν οὐδὲν ἀπέχοντες . διὰ τοῦτο καὶ ἐπιληψίαν τὸ πάθος ἐκάλεσαν διὰ τὸ ἐπιλαμβάνεσθαι καὶ κρατεῖσθαι αὐτῶν | ||
καὶ πλείϲτουϲ οὕτω κατὰ τὸ παράδοξον ἐξιάϲατο καὶ τῆϲ εἰϲ ἐπιληψίαν ἢ παράλυϲιν ἤδη τινὰϲ ἀρξαμένουϲ μεταπτώϲεωϲ . Ὀξύτατον ὑπάρχον |
καὶ περιδυόντων αὐτὰ τῶν στρατιωτῶν καὶ ὅσοι μετ ' αὐτῶν κακοῦργοι τὰ εὐσχήμονα μάλιστα ὡς οἰκεῖα ἔφερον . ἀλλὰ ταῦτα | ||
πάθεσιν . οὐ γὰρ μόνον , ὡς οἱ δόξαντες ὑμῖν κακοῦργοι πιέζονται , τραχήλου τε καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν , |
κρυπτοῖς ὑποκάθηνται λοχῶντες : ἡμέρας μὲν οὖν οὐ προσίασιν οἱ ἄγριοι : νύκτωρ δ ' ἐφ ' ἕνα ποιοῦνται τὴν | ||
στερεοὶ τὰ κέρατα , πλατεῖς τὰ μέτωπα , τὸν θυμὸν ἄγριοι , φοβεροὶ τὸ μύκημα , καταπληκτικοὶ καὶ ζηλότυποι , |
. κωμαστὴς : ὅτι καὶ οἱ μεθύοντες βακχεύονται καὶ ὥσπερ ἐκμαίνονται . ἀντεπίρρημα . τὸ ἀντεπίρρημα ὅμοιον τῷ ἐπιρρήματι . | ||
, τὴν καλουμένην οἴϲει μανίαν , ἐφ ' ᾗ θηριωδῶϲ ἐκμαίνονται , ὥϲτε καὶ τοὺϲ ἀμελέϲτερον προϲτυγχάνονταϲ αὐτοῖϲ διαχειρίζεϲθαι . |
. οὐ γὰρ αἱ ἄμπελοι μὲν αὐτῷ καὶ ὁ κῆπος ἥμεροί τε καὶ ἔγκαρποι ἦσαν , τυφλὴ δὲ ἡ διάνοια | ||
δαίμονας , οἷον νῦν ἡμεῖς δρῶμεν τοῖς ποιμνίοις καὶ ὅσων ἥμεροί εἰσιν ἀγέλαι : οὐ βοῦς βοῶν οὐδὲ αἶγας αἰγῶν |
ἐϲ τὸ ϲμικρὸν ξυμπέϲωϲι ἠδὲ ἐϲ τὸ ξυνεχὲϲ καὶ πυκνὸν διώκωνται , ἱδρὼϲ δὲ περὶ μέτωπα καὶ κληῗδαϲ καὶ πάντῃ | ||
βαδίζουσιν δὲ ὀρθοὶ ἐπὶ τοῖν δυοῖν ποδοῖν : ὅταν δὲ διώκωνται , πηδῶσι : Θεόφραστος λέγει ταῦτα . Οἱ δὲ |
Ὧν κατακορέα τὰ στήθεα , ψελλοὶ , μανιώδεες , καὶ φαλακροί : τουτέων ὅσοι ἐκ γενεῆς καὶ στρεβλοὶ , ἀσύνετοι | ||
οἱ Ἀθηναῖοι ἔμφρονες , οἱ Λάκωνες καρτερικοί , οἱ Μυκόνιοι φαλακροί ἢ τὸν προστιθέντα τὸ πάντες καθ ' ἕκαστον τούτων |
ἰδίων παθῶν ἑκάτεροι ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων , οἱ μὲν ἄνανδροι δειλίαν , οἱ δ ' ἀκατάπληκτοι θάρσος μετ ' | ||
ὡς Ἡρακλῆς οἱ λευκόπυγοι πάντως ἀσθενεῖς καὶ δειλοί * καὶ ἄνανδροι * . Θεία δὲ ἡ Ὠκεανοῦ τοῖς ἰδίοις τοῦτο |
σίελον οὐδ ' ὅλως προχωροῦν αὐτοῖς : εἰσὶ δὲ καὶ διψώδεις καὶ τὰς κνήμας διὰ τὸ πολλάκις προσπταίειν ἀνιάτως ἡλκωμένας | ||
τὰ περὶ τὸ πρόσωπον καὶ τὴν κεφαλήν . καὶ οὔτε διψώδεις εἰσὶν οὔτε ἁλμυρὸν ἀναπτύουσι . καὶ βλάπτονται μὲν ὑπὸ |
καὶ πάντα ὑπονοοῦσιν : ὀφθαλμοὶ δὲ μέλανες μαρμαρύσσοντες κάκιστοι καὶ δειλοὶ καὶ κακομήχανοι σφόδρα , καὶ τοιούτους εἶναι δηλοῦσι τοὺς | ||
: τότε : ἐν τῷ πρὸς ὀρέστην πολέμῳ ἐφάνημεν διαπρεπόντως δειλοὶ οἱ φρύγες : ἢ τότε ἐν τῷ τρωικῷ πολέμῳ |
λογισμοῦ : ἔξεδροι : οἱ ἐξεδροποιοὶ τῶν φρενῶν μου ἤτοι μαινόμενοι , ἐξεστηκότες , ἄδικοι , παραλογιστικοὶ , μὴ καλῶς | ||
, ἢ ἐκάθητο , νὴ Δία , ἀναμένων ἕως ἄνθρωποι μαινόμενοι , οὐ γὰρ φήσω ὅτι καὶ θεοί , ἐγκυρήσαντες |
εὖ Ξανθίππη ; ” ἔλεγε συνεῖναι τραχείᾳ γυναικὶ καθάπερ οἱ ἱππικοὶ θυμοειδέσιν ἵπποις . “ ἀλλ ' ὡς ἐκεῖνοι , | ||
μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ νικήσας Θηβαίους |
τεταρταῖοι ὡς τὰ πολλὰ γίνονται βραχεῖς , οἱ δὲ φθινοπωρινοὶ μακροὶ , καὶ μάλιστα οἱ πρὸς τὸν χειμῶνα συνάπτοντες . | ||
κεφαλαὶ σμικραὶ ἢ μεγάλαι , τράχηλοι λεπτοὶ ἢ παχέες , μακροὶ ἢ βραχέες , κοιλίαι μακραὶ ἢ στρογγύλαι , θώρηκος |
Καρκίνῳ νωχελεῖς καὶ δολεροί , ἐν δὲ Λέοντι γενναῖοι καὶ ἅρπαγες καὶ ἀδηφάγοι , κακοστόμαχοι δέ : ἐν Παρθένῳ συνετὸν | ||
, ἔπειτα ἐκεῖνοι τοὺς ἡμετέρους πολίτας λοιδορῶσι λέγοντες ὅτι εἰσὶν ἅρπαγες , ἄπιστοι , πῶς οἴσετε ; οὐχ ἕξετε χαλεπῶς |
βροτοῖσι δυσεντερίαι καὶ ὀφθαλμίαι ξηραὶ γίνονται , τοῖσι δὲ πρεσβυτέροισι κατάῤῥοοι ξυντόμως ἀπολλύντες . Ἢν δὲ τὸ θέρος αὐχμηρὸν καὶ | ||
ἐκ μεταβολῆς . Καὶ ὁκόταν τὰ πεντήκοντα ἔτεα ὑπερβάλλωσι , κατάῤῥοοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους , |
καὶ ξύλα μικρὰ εἰς ὀξὺ συνηγμένα . οὕτω Φερεκράτης . σφηκώδεις : οἱ λαγαροὶ τοῖς σώμασι καὶ συνεζωσμένοι . καὶ | ||
κυρίως δὲ τὸ τῶν μελισσῶν : καὶ ἐπιτηδείως νῦν : σφηκώδεις γάρ . Γ σμῆνος οἷον : ⌈ σμῆνος κυρίως |
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν | ||
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων , |
καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι . δορὰ δὲ ἕκαστον περιαμπέχει τὸ πάχος καὶ δύο | ||
πολὺ μείζω κοινωνίαν τῆς τῶν παίδων πρὸς ἀλλήλους οἱ τοιοῦτοι ἴσχουσι καὶ φιλίαν βεβαιοτέραν , ἅτε καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων |
, κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί | ||
ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον |
γυναῖκες καταφερεῖς καὶ μοιχάδες καὶ πορνικώταται , οἱ δὲ ἄνδρες μαλακοὶ καὶ θρασεῖς πρὸς τὰς παρὰ φύσιν συνουσίας καὶ γυναικῶν | ||
ἀλλ ' εἰϲ ὀργὴν μόνον ἕτοιμοι . οἱ ϲφυγμοὶ δὲ μαλακοὶ καὶ μεγάλοι καὶ ταχεῖϲ καὶ πυκνοί . Ψυχρᾶϲ καὶ |
δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ | ||
φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως |
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , | ||
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ |
οἱ τοῦ φυσικοῦ καὶ ἀληθοῦς ἐστερημένοι κάλλους , ὁποῖοι οἱ δυσειδεῖς καὶ τὴν ὄψιν αἰσχίονες ὄντες καταχρωννύοντες ἑαυτοὺς ἐπιτρίμμασι σπεύδουσι | ||
μὲν δίκην ἔχει ἡ γένεσις , αὐτοὶ δὲ θηριόμορφοι καὶ δυσειδεῖς ; Καίτοι εἰ σαρκοειδεῖς μόνον ἔλεγον αὐτοὺς καὶ αἷμα |
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ ' | ||
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι , |
κύνας οὐδὲ πρόβατα δούλους , οὐδὲ ὄνους οὐδὲ ἵππους οὐδὲ ὀρεῖς , ἀνθρώπους ἐποίησε ; καὶ ὅτι κρείττονας ἐκάκωσε δουλεία | ||
. κρηπιδουργὸς ὡς Δείναρχος , κρηπῖδες . ὀρεοκόμος ὀρεοκομεῖν , ὀρεῖς , ὀρικὸν ζεῦγος . ἡνίοχος , ἡνία , ἡνιοχεῖν |
σώματι λεῖοι , λεπτόκνημοι , λεπτόποδες , φύσει βιαῖοι , ὀργίλοι , τολμηροί , τοιαῦτα ὅμοια τῷ λέοντι : εὐρύστηθοι | ||
νυττομένου ἐξ αὐτῆϲ ἔνδοθεν τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῶν μηνίγγων , ὀργίλοι καὶ θραϲεῖϲ γίνονται καὶ πλῆκται καὶ ὑβριϲταί . ἐφ |
, ἀνδρῶν ποητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην . Ἐπίπονοί γ ' οἱ δεξιοί . Τόδε γὰρ ἕτερον αὖ τέρας νεοχμόν , ἀτοπίας | ||
οὐκ ἐν μακάρων νήσοις οἰκεῖν : οὕτως ἡμῖν οἱ ῥήτορες δεξιοί εἰσιν . Ἀεὶ σὺ προσπαίζεις , ὦ Σώκρατες , |
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ | ||
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν |
ἐπὶ τοῦ Πυθικοῦ ἀγῶνος : ἐκ περάτων γὰρ τῆς γῆς συνίασι : δι ' οὗ δὲ τόπου συνέρχονται , ὡς | ||
. . . . ξβ γʹ κθ γʹ : καὶ συνίασι μὲν οἱ τὴν νῆσον ποιοῦντες ποταμοὶ κατὰ θέσιν . |
Ἀνύτῳ , ῥᾳδίως ἂν ἀποκτείναιτε , εἶτα τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν , εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς | ||
οἱ δὲ θεοί , ὅτι ποτὲ καὶ δειπνοῦντες συνελαμβανόμεθα καὶ καθεύδοντες καὶ ἀγοράζοντες , οἱ δὲ καὶ οὐχ ὅπως ἀδικοῦντες |
: ἔφερον . Ἄγριον : ἤγουν ἀγριώτερον . Λύγγας : λύγγες , λέαιναι , παρδάλιαι καὶ τρίγλεις πρὸ τῆς γονῆς | ||
. Τὰ ἰκτερώδεα , οὐ πάνυ τι ἐπαισθανόμενα , οἷσι λύγγες , κοιλίαι καταῤῥήγνυνται : ἴσως δὲ καὶ ἐπίστασις : |
ὑποπίπτουσι , δειλιῶσιν , ὑποδειλιῶσιν , ὑποκρύπτονται , ὑποστέλλονται . ἀνάλκιδες : ἀδύνατοι , ὄντες . Εἱλόμενοι : κρυπτόμενοι , | ||
ἐξέλιπον , ἢ θεοῖς ἔχθραν θέντες ἢ κακοί τε καὶ ἀνάλκιδες ὄντες , ἐπὶ δὲ τὴν ὑμετέραν ἔρχονται ἐξ ἀλλοτρίας |
τῶν νοσημάτων τὰ μέν ἐστιν ὀξέα καὶ συνεχῆ ὡς οἱ καῦσοι καὶ φρενίτιδες καὶ πλευρίτιδες : καὶ γὰρ ὀξέα ταῦτα | ||
ἀκράτων , ἰωδῶν τε καὶ συγκεκαυμένων δίψαι τε συνεχεῖς καὶ καῦσοι , γλῶσσαί τε κεκαυμέναι καὶ ἐπῃρμένα ἐνίοτε ὑποχόνδρια . |
λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ | ||
τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς |
ἔχει . πολλάκις γάρ τινες ἀπὸ νόσου εἰσὶν ὑγιέες , φοβοῦνται δὲ ἀναστῆναι ἀπὸ τῆς κλίνης , χαίροντες αὐτῇ . | ||
. ” Φερρέφαττα “ δέ : πολλοὶ μὲν καὶ τοῦτο φοβοῦνται τὸ ὄνομα καὶ τὸν ” Ἀπόλλω , “ ὑπὸ |
οἱ φύϲει ὀργίλοι , ὀξύθυμοι , ῥέκται , εὐμαρέεϲ , ἱλαροί , παιδιώδεεϲ : ἀτὰρ καὶ οἷϲι ἐϲ ἐναντίην ἰδέην | ||
, στυγνοί εἰσι καὶ κατηφεῖς , οἱ δὲ τὰ εἰρηνικὰ ἱλαροί . τίλλονθ ' ἑαυτὸν : τίλλειν ἑαυτὸν λέγεται τὸ |
βραχεῖς ἁρπάζουσι τῶν ἰχθύων καὶ οὐδὲ τῶν ἀκτῶν ἵπτασθαι πόρρω θαρροῦσιν , αὐξηθέντες δὲ τοῖς μείζοσιν ἐφοπλίζονται . καὶ τῶν | ||
εἰσι καὶ οὗτοι τοῖς ἀνδρείοις , ἐπειδὴ καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θαρροῦσιν ἐν τοῖς δεινοῖς : θαρροῦσι δὲ καὶ οἱ εὐέλπιδες |
δὲ ποικίλη χρυσόπαστος , καὶ βόνασοι καὶ παρδάλεις καὶ λέοντες τιθασοὶ καὶ τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος . ὁ | ||
. τῇ γὰρ ἐπαφῇ τῶν χειρῶν οἱ ἵπποι συχνῶς καταψώμενοι τιθασοὶ λίαν γίνονται , ὥστε † οὔτε χρὴ δὴ λέγεσθαι |
ὄχλον πολὺν ξυνάγομεν τῷ ὄντι ὀρνέων , αὐτοί τε ὄντες ἠλίθιοι καὶ ὑφ ' ἑτέρων τοιούτων ἐνοχλούμενοι . Ἆρά γε | ||
ἀγαθῶν καὶ αὑτὸν ἠξίου τοιούτων ὄντα ἄξιον . οὐ μὴν ἠλίθιοι οἱ τοιοῦτοι δοκοῦσιν εἶναι ἀλλὰ μᾶλλον νοεροί , τουτέστι |
Ὁρᾷ δ ' οὖν φοβερόν , καὶ πῦρ ἐκλάμπουσιν οἱ ὀφθαλμοί : ἄλλως τε καὶ ἡ κεφαλὴ φρικῶδές τί ἐστιν | ||
μὴ φοβοῦ : ἅμα γὰρ φάγῃς , ἀνοιχθήσονταί σου οἱ ὀφθαλμοί , καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ ἐν τῷ γινώσκειν τί |
ἑνδεκαταῖος , ὀλέθριος ὡς τὰ πολλά . Ὅσοι ὑπὸ τετάνου ἁλίσκονται , ἐν ταῖς τέσσαρσιν ἡμέραις ἀπόλλυνται : ἢν δὲ | ||
καὶ τῶν τελείων ἐλάφων ἐν ταῖς συνεχεστέραις διώξεσιν ὑπὸ δυσπνοίας ἁλίσκονται . χρεία δὲ πρὸς αὐτὰς τόξων τε καὶ ἀκοντίων |
χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ | ||
ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς |
ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . . στεῦνται ] ὁρμῶσι . ἱεροῦ ] μεγάλου . Τμώλου ] ὄρος Λυδίας | ||
ἐνεστῶτος , ὡς ἔθρεψεν τρέφει . ἐπιθύουσιν ἐπ ' εὐθείας ὁρμῶσι . ἐπικάρα ἐπὶ κεφαλήν . διὰ τούτου σημαίνει τὸ |
εἰρήκασιν : φησὶ γὰρ ὅτι τὰ μὲν ἄλλα πάντα οἱ ἄρρωστοι ἴσασιν : εἰ ἔχουσι δὲ ἔμφραξιν ἐν ἥπατι ἢ | ||
ἀνδρῶν ἀσθενέστεροι περὶ φωνὴν διὰ στενότητα πόρων , καὶ οἱ ἄρρωστοι τῶν ὑγιαινόντων . ἐπειδὴ τοίνυν ἀποδέδεικται , τῶν μὲν |
| ἤθη καὶ τοὺς τρόπους αὐτῶν : ὁλκοὶ γὰρ καὶ εὐάγωγοι διάνοιαι παρθένων πρὸς ἀρετήν , εἰς διδασκαλίαν ἑτοιμόταται : | ||
ἀσθενεῖς , οἱ δὲ εὐρύτεροι ἀργοί , οἱ δ ' εὐάγωγοι ἱκανοὶ ἐς πάντα . μηρὸς δὲ εὐπαγὴς καὶ ἐς |
, τραχήλου , ὑποχονδρίου ὀδύνης , ἀγρυπνέοντες , ἦρά γε φρενιτικοί ; μυκτὴρ ἐν τουτέοισιν ἀποστάζων , ὀλέθριον , ἄλλως | ||
οὖν τὰ σημεῖά εἰσι , δι ' ὧν γινώσκονται οἱ φρενιτικοί . λοιπὸν δὲ καὶ ὅπως ἄν τις αὐτῶν τὴν |
φοβοῦνται καὶ πτώσσουσι καὶ πάντα ὑπονοοῦσι : μέλανες δὲ ὀφθαλμοὶ μαρμαρύσσοντες κάκιστοι καὶ δειλοὶ καὶ κακο - μήχανοι σφόδρα . | ||
βλέποιεν , προσέσται καὶ χρηστοῖς εἶναι . ὀφθαλμοὶ ἐκπεπετασμένοι ξηροὶ μαρμαρύσσοντες ἱλαρὸν καὶ λαμπρὸν δεδορκότες ἀναισχύντους καὶ παντόλμους δηλοῦσιν . |
τῶν εὐτυχῶν καὶ κατὰ τὸν βίον εὐθυμουμένων ἐπὶ τὸν παιδιώδη τρέχουσι βίον καὶ πολλοῦ τιμῶνται τοὺς εὐτραπέλους : καὶ οἱ | ||
ἔφη : Ὁρᾷς , κάθαρμα , ὅτι αἱ μὲν ἡμίονοι τρέχουσι , τὸ δὲ ὄχημα δραμεῖν μὴ δυνάμενον ἵσταται . |
τὴν εὐκοσμίαν ὁμοίως τέθεικε . δεῖ οὖν οὕτω νοεῖν : πολεμικοί τε γιγνόμεθα καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον . ἀνάγκη | ||
Ἄρει , τουτέστι καὶ πολέμων ἦσαν ἔμπειροι , ὅ ἐστι πολεμικοί . ἀλλ ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ : Χρύσιππος |
ἐκτελέοντας εἰκέλια ζώοισιν ὑπὸ γλαφυρῇσι τορείαις , οἳ καὶ ἐπὶ σφετέρῃσι τέχναις μέγα κῦδος ἄροντο . εὖτ ' ἂν δ | ||
. σίδηρος ” . * καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες : αὐτοὶ παρ ' ἑαυτῶν κατέρρευσαν ὡς δύσμικτοι |
, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν καλάμων , οἱ ὄντες μὲν χλωροὶ ἁπαλοί εἰσι , ξηραινόμενοι δὲ σκληροὶ γίνονται . εὐφήμως οὖν | ||
κρύπτουσιν ὥστε ἐπιβολὴν ἔχοντες καὶ βρεχόμενοι ἀμφοτέρως εὐτραφεῖς γίνονται καὶ ἁπαλοί . Καὶ περὶ μὲν ἀμπέλων ἱκανῶς εἰρήσθω . Πάντων |
. τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ νεότητες ἄφρονες , αἱ πολιαὶ δ ' ἔμπαλιν ἀδρανέες . ἦν | ||
λέγοντες ἢ ἀπαγγέλλοντες οὐ μόνον οὐ πείθουσιν , ἀλλὰ καὶ ἄφρονες δοκοῦσιν εἶναι : ὅμως δὲ οὐ καταφοβηθεὶς ἐπισχήσω κινδυνευούσης |
: πονοῦσιν . ποτόν : πόμα . λοετρόν : οἱ κυνηγεταί . Κεχαρισμένα : χαιρούμενα . Ταλάροισι : κοφίνοις . | ||
: πονοῦσιν . ποτόν : πόμα . λοετρόν : οἱ κυνηγεταί . Κεχαρισμένα : χαιρούμενα . Ταλάροισι : κοφίνοις . |
ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται δὲ εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . | ||
. εὐφόρων δὲ λέγει πόνων , ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι πόνοι εὔφοροί εἰσι διὰ τὰ ἆθλα . ἢ εὐφρόνων ἵπποις , |
ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ | ||
οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα |
κληρονομίαν ἢ ὅλως κέρδος οἱονοῦν παρεδρευόντων τισίν : οἱ γὰρ γῦπες τοῖς θνησιμαίοις παρεδρεύουσι . Ἀποῤῥαγήσεται τεινομένων τὸ καλώδιον : | ||
αἰσχύνης ἔχοντες τὴν ἀπάτην οὐ σπουδῇ ἐχώρουν , τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐπισημαίνουσιν ἓξ ἀπὸ τῶν δεξιῶν πετόμενοι . καὶ ὁ |
κύρτων καὶ ἀγκίστρων καὶ δικτύων τὸν τρόπον τοῦτον . κόλποι θαλάττιοι πολλοὶ τελευτῶσιν ἐς τενάγη τινά , καὶ ἔστι ταῦτα | ||
γενομένους παλιναιρέτους . τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσὶ γὰρ θαλάττιοι ; γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . καὶ τὴν |
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι , | ||
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι , |
σμικρὸν ἄνωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ ἐν δεξιᾷ , ὀδυνώδεες αὗται καὶ ἀσώδεες , καὶ κοπριήμετοι , οἷον καὶ τὸ Πιττακοῦ : | ||
κατεῤῥωγυίης , ἐρυθρὰ διελθόντα περὶ κρίσιν ὠφελέει . Κωματώδεες , ἀσώδεες , ὑποχόνδριον ὀδυνώδεες , σμικρὰ ἐμετώδεες , τὰ παρ |
τε λέων βλοσυρή τε ζύγαινα πορδάλιές τ ' ὀλοαὶ καὶ φύσαλοι αἰθυκτῆρες : ἐν δὲ μέλαν θύννων ζαμενὲς γένος , | ||
τε λέων καὶ ἡ ζύγαινα καὶ ἡ πάρδαλις καὶ οἱ φύσαλοι καὶ ἡ πρῆστις καὶ ἡ καλουμένη μάλθη : δυσανταγώνιστον |
καὶ τῇ χροιᾷ εἰσι μέλανες . οἱ δὲ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ξανθοί , οἵτινες λέγονται σκνιπαί . ἄλλοι δὲ | ||
τῶν γυμνασιῶν καὶ τὸ τῆς τροφῆς ἐλλιπὲς τοῖς σώμασιν ὑπάρχουσιν ἰσχνοὶ καὶ εὔτονοι . πρὸς δὲ τὴν κακοπάθειαν ταύτην συνεργοὺς |
, ἀγρίου λαπάθου καρπός , ὑοσκύαμος καὶ τῆς γλυκερίδος οἱ πυρροὶ κόκκοι , κάστανον , κισσός , νυμφαία , φοίνικες | ||
παραλλάττει δὲ τοῦ χερσαίου καὶ ταύτῃ . κατάστικτός ἐστι , πυρροὶ δέ εἰσίν οἱ κατὰ τοῦ ἰνίου πλατεῖς , ὡς |
, κωματώδεϲι ὁμοιοπαθέεϲ , ἰϲχνοί , ἔξωχροι , ἀϲθενέεϲ , ἔκλυτοι , λειποδρανέεϲ , ἄψυχοι , δειλοί , ἡϲύχιοι , | ||
μὲν ἡδείας πατρὸς κέκτησθ ' , ἐν ἄρθροις δ ' ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι . ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλών , φίλον |
τέχναι αἵ τε ἄλλαι καὶ οἱ τὸν χαλκὸν ἐλαύνοντες , ἄγρυπνοί τε αὐτοὶ καὶ ἀγρυπνίας οἷς προσήκουσιν αἴτιοι διψῶντες μὲν | ||
ἀποστάζει , καὶ ἡ γλῶσσα τραχύνεται καὶ μελαίνεται , καὶ ἄγρυπνοί εἰσι καὶ ἀσηροὶ καὶ παράληροι , τό τε πνεῦμα |
δὲ πολλὰ ἐν τῆι Ἰνδικῆι . ἀποκτείνουσι δὲ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασιν ἐποχούμενοι ἄνθρωποι κἀκεῖθεν βάλλοντες . περὶ τῶν Ἰνδῶν ὅτι | ||
τῆς Λιβύης μεγίστη καὶ δυνατωτάτη ναυσὶ καὶ χρήμασιν ὁμοῦ καὶ ἐλέφασιν καὶ στρατῷ πεζῷ τε καὶ ἱππικῷ καὶ ὑπηκόοις πολλοῖς |
τὰ δεῖπνα , ἵνα εὐφραίνοιντο οἱ συνόντες δι ' ἐμὲ γελῶντες : νῦν δὲ τίνος ἕνεκα καὶ καλεῖ μέ τις | ||
ἀπηνῶς καὶ ἀκολάστως , μετὰ βοῆς καὶ ἀταξίας ὀργιζόμενοι καὶ γελῶντες , πλεονεκτοῦντες ἀλλήλους , οὐ παρακαλοῦντες , τελευτῶντες ἀπίασι |
καθ ' ἣν αὐτοῖς χρᾷ σὺν πατάγῳ πολλῷ , καὶ καταδῦντες εἰς τὸ κοῖλον τῆς νεὼς ἐστραμμένης αὐτῆς , ἀόρατος | ||
, οἷον ἀλληλοφονοῦντες , καὶ εἰκότως εἰς τὸν ὑποχθόνιον τόπον καταδῦντες , ἐν ᾧ τὸ ἄτακτον συνέωσται τοῦ κόσμου καὶ |
Κῦμα : θάλατταν , κατά . καθιππεύουσι : διέρ - χονται , ἐπιτρέχουσιν . ἀνήνυτον : ἀμήχανον , ἀτελείωτον , | ||
ἄριστά εἰσι παρεσκευασμένοι . ὥσπερ οὖν ἀθληταὶ ἰδιώταις μά - χονται : καὶ γὰρ ἐν τοῖς τοιούτοις ἀγῶσι , τουτέστι |
καὶ ἡ τῶν ὠτίδων . αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι : ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ | ||
οἱ δὲ πυρῆνες πασέων στάσιμοι . Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες |
δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀνθήσεως τέμνοντες τὸν φλοιὸν ὀπὸν ἀθροίζουσι ῥυπτικόν τε ἅμα καὶ λεπτομερῆ . Καλαμίνθη λεπτομερὴς τὴν | ||
: πάντες γὰρ οὗτοι παχὺν καὶ γεώδη καὶ πολέμιον χυμὸν ἀθροίζουσι . τῶν δὲ ποταμίων λαμβανέτωσαν μάλιστα τοὺς καλουμένους ἀναδρόμους |
, κατάντλει ὕδατι θερμῷ ἐπὶ πολὺν χρόνον , ἐπεὶ χεῖρον διατίθενται καταντληθέντεϲ ἐπ ' ὀλίγον . μετὰ δὲ ταῦτα κατάπλαϲϲε | ||
καὶ τὰ πνεύματα . λοιπὸν δὲ καὶ αἱ δυνάμεις κακῶς διατίθενται . καὶ ἐνταῦθα ἀτροφοῦνται τὰ μόρια , ἰσχναίνεται τὸ |
λιπαροὶ ἢ ἄλλην τινὰ ἔχοντες παραπλησίαν δύναμιν . [ ἐὰν ξηροί τε καὶ ὀλίγην ἔχοντες ἅμα καὶ τοιαύτην ὑγρότητα πρὸς | ||
γέροντες διὰ μὲν τὰ στερεὰ μόριά εἰσι οἱ ψυχροὶ καὶ ξηροί . διὰ δὲ τὰ περιττώματα ψυχροὶ καὶ ὑγροί . |
νεκρὸν ἵππον ζωγραφοῦσιν : ἐκ γὰρ τούτου ἀποθανόντος πολλοὶ γίνονται σφῆκες . Γυναῖκα ἐκτιτρώσκουσαν βουλόμενοι σημῆναι , ἵππον πατοῦσαν λύκον | ||
ἰσχνοὶ καὶ σφ . : Λεπτοὶ τὰ σώματα ὥσπερ οἱ σφῆκες . ἀνιαροί : Λυπηροί . . λύπην ἐπάγοντες τοῖς |
ἐνίους τῶν λεγόντων ἐγὼ καὶ ὑμεῖς δ ' ὁρᾶτε , ἀναιδεῖς καὶ ἀφ ' ὑμῶν πεπλουτηκότας , οὐκ ἂν εἴην | ||
τὸν μέν σύνδεσμον ἐπήγαγεν εὐθὺς βιάσονται τοίνυν ἴσως μεγαλόφωνοι καὶ ἀναιδεῖς ὄντες καὶ τὰ ἑξῆς . καὶ πολλὰ αὐτοῦ παρὰ |
ἀπὸ τῶν γονέων ἀρχόμενοι , πάσχουσιν ὅπερ καὶ οἱ νεώνητοι κύνες , οἳ οὐ μόνον τοὺς ἄλλους ὑλακτοῦσιν , ἀλλὰ | ||
Ἐ . ἀπορροὰς ἀπολείπει καί φησιν , ὅτι ἀνιχνεύουσι οἱ κύνες κέρματα θηρείων μελέων . ἀδύνατον δὲ τοῦτό γ ' |
καὶ οἵδε οὐ ταχεῖς : πυρώδεις μέντοι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὕφαιμοι δεινῶς , διπλῆ δὲ ἡ γλῶσσα καὶ προΐσχεται ἥδε | ||
τι κατὰ τοὺς τῶν βοῶν μεγάλοι , βραχύτεροι δὲ καὶ ὕφαιμοι : καὶ ὁρῶσιν οὐκ εὐθύωρον , ἀλλὰ ἐς τὴν |
οὕτω δὲ ἀναβάντες τοὺς κέλητας ἤλαυνον ἐφ ' οὗ οἱ ταῦροι ἦσαν , καὶ ἐπεισβαλόντες τῇ ἀγέλῃ , ἠκόντιζον : | ||
ὑπ ' ἀμφοτέρων κόνις ὤρνυτο . Τοὶ δ ' ἑκάτερθε ταῦροι ὅπως συνόρουσαν ἀταρβέες , οἵ τ ' ἐν ὄρεσσι |
καὶ οἱ τούτων οἰκοδεσποτοῦντες ἀστέρες ἅπαντες ἢ οἱ πλεῖστοι τυγχάνουσιν ἠρρενωμένοι πρὸς ἀρρενογονίαν ἢ τεθηλυσμένοι πρὸς θηλυγονίαν καὶ οὕτως ἀποφαντέον | ||
οἱ τούτων οἰκοδεσποτοῦντες ἀστέρες ἢ πάντες ἢ οἱ πλείους τυγχάνουσι ἠρρενωμένοι πρὸς ἀρρενογονίαν ἢ τεθηλυμμένοι πρὸς θηλυγονίαν , καὶ οὕτως |
σιμός τε ] εἴη καὶ τὴν ὄψιν οὐκ εὔχαριςἀγνοοῦντες οἱ δείλαιοι , ὅτι καλὸς εἶναι τἄνδοθεν τοῖς | θεοῖς Σωκράτης | ||
ἵνα τόδε . σύμμαχον εἶχεν ὑποψίαν . ἀλλ ' οἱ δείλαιοι σύμβουλοι ἐξαγαγόντες εἰς τὴν Βοιωτίαν τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως |
δὲ κοῦφοι καὶ ἀραιοὶ καὶ λευκοὶ τὰ ἔνδον , ἧττον γεννῶϲι γλίϲχρον χυμόν . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ϲεμίδαλιϲ καὶ | ||
μικραί , παραυξάνουϲιν , εἰ δ ' οὐκ εἶεν , γεννῶϲι διὰ πάχοϲ ἰϲχόμενοι καὶ ϲφηνούμενοι . καταπλαϲμάτων δὲ καὶ |
ὡς ληρούντων . ἦ που δεινῶς ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ ' ἐβόησαν : τὸ γὰρ ἐν λέσχαις ταῖσδε τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές | ||
αὐτοῦ ἐσάλπισαν οἱ ἄγγελοι ἐπ ' ὄψεσι κείμενοι , καὶ ἐβόησαν φωνὴν φοβερὰν λέγοντες : εὐλογημένη ἡ δόξα κυρίου ἐπὶ |
παθόντες εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον μνημονεύουσιν , εὐεργετηθέντες δὲ παραχρῆμα ἐπιλανθάνονται „ . Ὁ αὐτὸς ἐπαινεῖν καὶ κατηγορεῖν οὐ τοῦ | ||
συμπολεμούντων λόγων , τῆς μὲν ἀρχῆς ὅθεν ἐκ Πολέμωνος ὡρμήθησαν ἐπιλανθάνονται , διαστάντες δέ γε καὶ σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες σὺν |
μυκτῆρσι μήτε ἀναπνέοντες μήτε ὀσφραινόμενοι , στόματι μὴ φωνοῦντες μηδὲ γευόμενοι , χερσὶ μήτε λαμβάνοντες μήτε διδόντες μήτε δρῶντες , | ||
καὶ ἤμυνον , ὥσπερ ἂν εἰ πρὸς ἄνθρωπον ἐμάχοντο . γευόμενοι δὲ τοῦ αἵματος καὶ συῶν καὶ ἐλάφων καὶ τῶν |
ἐκκρίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥούμενον αὐτοῖς αἷμά ἐστι τεθρομβωμένον : βήσσοντές τε ἀπὸ πνεύμονος αἷμα ἀνάγουσι , καὶ τελευτῶσιν ἐξαιματοῦντες | ||
ἐκκρίνεται , καὶ τὸ ἀποῤῥούμενον αὐτοῖς αἷμά ἐστι τεθρομβωμένον : βήσσοντές τε ἀπὸ πνεύμονος αἷμα ἀνάγουσι , καὶ τελευτῶσιν ἐξαιματοῦντες |
εὐήθης καὶ μωρὸς καὶ ἀνόητος . Ἀριστοφάνης : βλᾶκες † φιλεργοί . εἴρηται δὲ , βλάξ . . . . | ||
, φιλόπονοι , φιλοπόλεμοι . καὶ ἕτοιμοι , πρόχειροι , φιλεργοί , συνεργοί , φιλότιμοι , ἄοκνοι , εὔρωστοι , |
ῥοδίνηϲ κηρωτῆϲ ὑγροτάτηϲ μίξαϲ χρῖε : αὔξει τὰϲ τρίχαϲ καὶ πυκνοῖ τὸ δέρμα καὶ οὐ ϲυγχωρεῖ ῥέειν : καὶ τὸ | ||
, θέρους δὲ τεσσαράκοντα ἕξ . Συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχος , διὸ καὶ ἐν τοῖς γνώμοσι |
τῶν οἴνων ὀσμὴν μὲν ἔχουσιν ἔνιοι σκληροὶ δὲ καὶ οὐκ εὔχυλοι . Ἐξ ἁπάντων οὖν τούτων δῆλον ὡς ἕτερον τὸ | ||
πλατὺ ὄστρακον ἔχουσαι καὶ διαυγές , εὔπεπτοι , εὔτροφοι , εὔχυλοι , γλυκεῖαι , οὐκ ἀπηνεῖς στομάχῳ . ὀπῷ δὲ |
καὶ ἐρυθρά , μικραῖς θηλαῖς παραπλήσια , ἀφ ' ὧν ἰχῶρες ἀπορρέουσι . καὶ ὁ καλούμενος δὲ ἰχὼρ λεπτοῖς πάνυ | ||
τοῖς καμπύλοις ἐξ ἄκρου μὴ λίην στενοῖς : ἐνίοτε γὰρ ἰχῶρες ἔρχονται γλίσχροι καὶ παχεῖς , κίνδυνος οὖν ἐστιν ὑποστῆναι |
τῆς Σάμου ναυσὶν αἰσθόμενοι ἔπλευσαν μὲν βουλόμενοι φθάσαι καὶ ἐπεφάνησαν πελάγιοι , ὑστερήσαντες δὲ οὐ πολλῷ τὸ μὲν παραχρῆμα ἀπέπλευσαν | ||
πόλεις . ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Χίου πελάγιοι : ἡ γὰρ Ἀσία πολεμία αὐτοῖς ἦν . Λύσανδρος |
τούτοισιν ἦν . Οὗτοι , ἐκ θωρήξιος ἢ ἐμέτου χρηστῶς ἐμέσαντες , ᾤδεον . Ὁ δὲ κατὰ Μηδοσάδεω , ᾧ | ||
, καί ποτε μὲν μάτην σπαράττονται , ἔστι δὲ ὅτε ἐμέσαντες ὀλίγα τῶν συρρευσάντων εἰς τὴν γαστέρα χολωδῶν ἢ φλέγμα |
, ὅπως τὰ ὅπλα ἔχοιεν πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . | ||
ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές . Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται . καὶ μισθὸν |
Τευθρανίας δὲ καὶ Λέσβου ἵπποι θυμοῦ ἐπαγγελίαν καὶ ὅπλων κτύπους συνιᾶσιν . Ἀρμένιοι δὲ σώματι εὐμεγέθεις εἰσὶ καὶ χρεμετιστικοί , | ||
εἰ μηδ ' ἐκείνου λέγοντος τὰ παρ ' αὐτοῖς ἐπιχώρια συνιᾶσιν , ἀλλὰ καὶ ἄγνοιαν αἰτιῶνται , ᾗ αὐτοὺς ἐνόχους |
μεταφορικῶς : ἐκεῖθε γὰρ τοῖς κερατοφό - ροις τὰ κέρατα ἐκφύονται , κερατόφυοί τινες καὶ κρόταφοι . Εἶπε δὲ τελευτᾷν | ||
ἰλὺς σηπομένη ποιεῖ αὐτὰς , καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς σήψεως ἐκφύονται , ὅμοιαι σκώληξιν αἵτινες ἀφύαι λέγονται . Ἀκιδνότερον : |
δεδιότες ἀνδρῶν ἠσκημένων ἐμπειρίαν τε καὶ πυκνότητα καὶ ἀπόγνωσιν , περιθέοντες δὲ ἐσηκόντιζόν τε καὶ ἐσετόξευον : καὶ οὐδὲν ἦν | ||
ἐπιστήσας τῇ πόλει διενυκτέρευεν αὐτός τε καὶ ὁ Πομπήιος , περιθέοντες ἑκάστους , ἵνα μή τι δεινὸν ἢ παρὰ τῶν |
. Κἄπειθ ' ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα , ἐποίησεν ὁ Ζεὺς καπνοδόκην μεγάλην πάνυ | ||
. κἄπειθ ' ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα , ἐποίησεν ὁ Ζεὺς καπνοδόκην μεγάλην πάνυ |