ὄνου , ἢν μὴ σπληνώδης ᾖ φύσει : ἢν δὲ σπληνώδης ᾖ , μὴ καθαίρειν μήτε χυλοῖσι μήτε γάλακτι μήτε
Κτησιφῶν ὑδρωπικὸς ἐκ καύσου πολλοῦ , καὶ πρότερον ὑδρωπικὸς καὶ σπληνώδης , σφόδρα συνεπληρώθη καὶ ὄσχεον καὶ σκέλεα καὶ περιτόναια
6937250 παρειστηκει
αὐτοῖς ἐκ τῶν προτέρων ἔργων περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει , ὡς εἰ μὲν πρότερον ἐπ ' ἄλλην πόλιν
τράπεζα . τὸν πέπλον ἡπλωμένον εἱστήκει κρατοῦσα θεράπαινα : Φιλομήλα παρειστήκει καὶ ἐπετίθει τῷ πέπλῳ τὸν δάκτυλον καὶ ἐδείκνυε τῶν
6787107 Ὀμφαλη
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ .
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι
6773475 σταυρον
καὶ ἔρωτι “ μὴ γὰρ οὐ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν σταυρὸν ἐλεῶ σου , Χαιρέα ” φησίν , “ ἀλλ
ἢ ἄλλον τινὰ τῶν ἐν Ἅιδου , κακούργῳ μὲν ἰδόντι σταυρὸν βαστάσαι σημαίνει : ἔοικε γὰρ καὶ ὁ σταυρὸς θανάτῳ
6709167 χοιρινας
τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας ⌈ πιέζων “ Γ [ πιέζοντα κωμῳδῶν ] .
ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων . Γ ἢ παρὰ τὰς χοιρίνας ⌈ εἰς Γ [ ὡς ] φιλοδικάστην τὰς χοιρίνας
6666466 ἀνεμνησας
, ὡς πολὺν τὸν Ὅμηρον ἐπαντλεῖς . ἀλλ ' ἐπείπερ ἀνέμνησας , ἐθέλω σοι δεῖξαι τὸν τοῦ Ἀχιλλέως τάφον .
λέγοντος Δάφνις ἀναπηδήσας καλῶς με εἶπε ταῦτα , πάτερ , ἀνέμνησας . Ἄπειμι τὰς αἶγας [ απἄξων ] ἐπὶ ποτόν
6651381 ἐγχεοντα
ταῦτα φαρμάκοιϲ . ϲκευάζειν δὲ τὸν ὀρρὸν χρὴ οὕτωϲ : ἐγχέοντα εἰϲ χύτραν γάλα πλὴν προβάτου καὶ χοίρουτούτων γὰρ τὸ
καθετῆρος , ἐπὶ μὲν τῶν φλεγμαινόντων ἢ δριμυττομένων γάλα νεόβδαλτον ἐγχέοντα ἢ ῥόδινον κάλλιστον νεαρὸν , χλιαρὸν μέντοι : εἰ
6649300 εὐδοκιμησειν
εὐεργετεῖν , ὥσπερ χρὴ τὸν μέλλοντα μὴ καταφρονήσεσθαι ἀλλ ' εὐδοκιμήσειν ἐν τοῖς πολλοῖς . ἀτάρ , ὦ Ἱππία ,
συμφορῶν ὑφηγητὴν καὶ διδάσκαλον μέγα πνέοντα καὶ οἰηθέντα διὰ ταῦτα εὐδοκιμήσειν ἐξαίφνης καθεῖλες , οὐ πορρωτάτω γενόμενον , ἵν '
6645926 μαχησεται
. . . . κυρηβάσει , , : κυρηβάσει : μαχήσεται . τίκτεται μὲν ἀπὸ τῶν κριῶν : ἔλεγον δὲ
τετευχὼς ἴσθι ταύτης ἄξιος . Ἀνὴρ ὁ φεύγων καὶ πάλιν μαχήσεται . Ἅπαντές ἐσμεν εἰς τὸ νουθετεῖν σοφοί , αὐτοὶ
6637697 ῥακιοις
χθὲς εὐπάρυφος , πιναροῖς , ὡς ὁρᾷς , καὶ τρυχίνοις ῥακίοις τὴν αἰδῶ περισκέπω . ἀπέδυσε γάρ με Παταικίων ὁ
τῶν τεθνεώτων . ἐλεεινὸν δὲ ἔφασκεν εἶναι καὶ τὸ ἐν ῥακίοις τοιούτοις ψῦχος τοιοῦτον διαφέρειν τοῖς μὲν ὄντων μόνων διαζωμάτων
6620848 κατεθοινησατο
ἴσου ποιήσαντος ἐκλέξασθαι παρῄνει αὐτοῖς . ὁ δὲ λέων ἀγανακτήσας κατεθοινήσατο τὸν ὄνον : εἶτα προσέταξε τῇ ἀλώπεκι μοιράσαι .
εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις
6607264 Ἀχθομαι
Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν , οὐ χεῖρον δὲ ἀκοῦσαι . Φησὶ τοίνυν
τὸ δὲ φενακίζειν προσόν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι
6570856 ἐμβοατω
αὑτὸν ] ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγὴν φεύγων . ἐμβοάτω δὲ αὐτῷ διωκομένῳ Ἰὼ κύνες , ἰώ , καλῶς
τις τὸν ἵππον ἀποστρέψας , ἕπονται . ὁ δὲ κυνηγέτης ἐμβοάτω ταῖς κυσίν , ἐγκελευέτω ἐπικελευέσθω ἐπανακραγέτω , ἐπικεκράχθω ,
6562835 τοκαδων
λίαν κατολι - γωρηθῇ . δεῖ δὲ ἐκλέγειν ἀπὸ τῶν τοκάδων τὰς εὐπαγεῖς , μεγάλας τε καὶ μεμυωμένας , καὶ
λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίζεται εὐκελάδωι Πάν ὑγρὸν ἱεὶς
6555305 ἀρτιγονον
ὡς Ἀριστοφάνης . βρέφος νεογενές , νεόγονον , ἀρτιγενές , ἀρτίγονον , πρωτότοκον , ἀρτίτοκον , πρωτόγονον , νήπιον ,
. πρὸς δὲ δὴ τούτοις , ὥσπερ γαλακτοτροφεῖσθαι χρὴ τὸ ἀρτίγονον , οὕτως καὶ τῇ δι ' ἀμπεχόνης σκέπῃ χρῆσθαι
6532789 Αὐτου
. Διόνυσε χαῖρε . μή τι πέντε καὶ δύο ; Αὐτοῦ τὴν χερνίβα παύσεις . Καὶ τῆς λοπάδος ἔνεισι δ
ἀποτείνεται ὤμων ὄργυιαν : φαίης κεν ἀνιάζειν ἐπὶ παιδί . Αὐτοῦ γὰρ κἀκεῖνο κυλίνδεται αἰνὸν ἄγαλμα Ἀνδρομέδης ὑπὸ μητρὶ κεκασμένον
6520340 αἰνεσει
. εἴ ς ' ὄψεταί τις θῆλυν ὄντ ' οὐκ αἰνέσει . ζῶ σοι ταπεινός ; ἀλλὰ πρόσθεν οὐ δοκῶ
ὅτ ' οὐδὲν ἔσται μῆχος ὠφελεῖν πάτραν , τὴν φοιβόληπτον αἰνέσει χελιδόνα . Τόσς ' ἠγόρευε καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν
6515554 Ἀσκον
τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ
ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων :
6506037 ἐδυσφορει
μέντοι καὶ ἀγηρασίαν . ὡς δὲ πολλῷ τῷ γήρᾳ χρώμενος ἐδυσφόρει , αἰτήσασθαι θάνατον . τὴν δὲ ἀδυνατοῦσαν εἰς τέττιγα
γένους ἑλκόντων σειρὰν δικαιότερον εἰς τοῦτο λογίσασθαι , ἤσχαλλεν , ἐδυσφόρει , παρεζήλου τὸ δίκαιον ὁρῶν ἀθετούμενον καὶ οὐκέτι φέρειν
6502461 λιστριον
λάσανα : ὡς ἡμεῖς , ἐφ ' ὧν ἀποπατοῦμεν . λίστριον : τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος
κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον . ἔοικεν οὖν τὸ πρῶτον τοιοῦτο
6492650 ΑΖΗ
δὲ πρὸς τὴν ΑΗ , ἥτις ἐνηρμόσθω ὑπὸ τὴν ὑπὸ ΑΖΗ γωνίαν . ἡ ΒΑ ἄρα πρὸς ΑΗ ἐλάττονα λόγον
Δ κατὰ τὸ Κ . ἐπεὶ οὖν αἱ μὲν ὑπὸ ΑΖΗ καὶ ΓΗΖ δύο ὀρθῶν εἰσιν ἐλάσσους , αἱ δὲ
6490935 Θηριμαχος
θυγατέρα Μεγάραν , ἐξ ἧς αὐτῷ παῖδες ἐγένοντο τρεῖς , Θηρίμαχος Κρεοντιάδης Δηικόων . τὴν δὲ νεωτέραν θυγατέρα Κρέων Ἰφικλεῖ
ταῦτα δὲ παραμυθησάμενος καὶ συντάξας ἦγεν αὐτοὺς ἐπὶ Μήθυμναν . Θηρίμαχος μέντοι , ὃς ἁρμοστὴς ἐτύγχανεν ὢν τῶν Λακεδαιμονίων ,
6490477 διεσεισεν
ἐτάραξεν , ἠνώχλησεν , εἰς θυμὸν ἐκίνησεν , τὰς φρένας διέσεισεν . μνήμης ἔξοδος . ὅρος λήθης . Ἀγάθωνος .
| ἀπειργάσατο : ὧν τὴν συγγένειαν ἡ ἐπίβουλος πλεονεξία παρευημερήσασα διέσεισεν , ἀντ ' οἰκειότητος ἀλλοτριότητα καὶ ἀντὶ φιλίας ἔχθραν
6486817 Γλαυκετῃ
περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι Μορύχῳ , Τελέᾳ , Γλαυκέτῃ , ἄλλοις τένθαις πολλοῖς : κᾆτα Μελάνθιον ἥκειν ὕστερον
ὀνόματα κύρια . οὗτοι ἐπὶ μαγγανείᾳ διεβέβληντο . . , Γλαυκέτῃ ] καὶ οὗτος λίχνος . τένθαις : ἀντὶ τοῦ
6482858 κλαυσομαι
τιμωρηθήσῃ . δῆτα ] νῦν , λοιπόν , ἀληθῶς . κλαύσομαι ] θρηνήσω , τιμωρηθήσομαι . τῶν παχειῶν ] μίαν
δεῦρ ' ἔλθ ' ἵνα κλάῃς . διὰ τί δῆτα κλαύσομαι ; ὅτι τῶν παχειῶν ἐνετίθεις θρυαλλίδων . μετὰ ταῦθ
6480743 Φιλιννα
Νικησίπολις , ἥτις αὐτῷ ἐγέννησε Θετταλονίκην , ἣ δὲ Λαρισαία Φίλιννα , ἐξ ἧς Ἀρριδαῖον ἐτέκνωσε . προσεκτήσατο δὲ καὶ
Νικησίπολις , ἥτις αὐτῷ ἐγέννησε Θετταλονίκην , ἡ δὲ Λαρισσαία Φίλιννα , ἐξ ἧς Ἀριδαῖον ἐτέκνωσε . Προσεκτήσατο δὲ καὶ
6478521 κατειδες
δ ' εἰργάσω , φίλα , κασίγνητον οὐ θέλοντα . κατεῖδες οἷον ἁ τάλαιν ' ἔξω πέπλων ἔβαλεν ἔδειξε μαστὸν
σκόπει δὲ καὶ Ἡσιόδου φρόνημα , εἰ ἄρα πρότερον μὴ κατεῖδες . ἐκεῖνος γὰρ ἀρξάμενος τῆς θεογονίας καὶ τὰς Μούσας
6475802 Καππαδοκην
ἑλμίνθων . νηʹ . Περὶ δρακοντίων . Ὀρθῶϲ οἶμαι τὸν Καππαδόκην Ἀρεταῖον εἰπεῖν , μείζονα τῶν νόϲων χρῆναι τὴν τῶν
χιόνος καὶ τῶν ἐκεῖθεν καλῶν ; μικροῦ δέ με καὶ Καππαδόκην ἔθηκαν ἀεί μοι τὸ προσκυνῶ σε προσᾴδοντες . δεῖ
6472203 ἐνοπας
, πουλυσθενές , ὀβριμόθυμε θεά , κλύε σῶν ἱερῶν μερόπων ἐνοπάς . μέγα σὸν κράτος , ὀλβιόφρον Ποδάγρα , τὰν
λατρεύματα σχεῖν : ἐπὶ δ ' ἔσεισεν κόμαν παῦσαι νυχίους ἐνοπάς , ὑπὸ δ ' ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν ,
6471676 ἀποπεμψον
σὺ δ ' αὐτῷ καὶ συγγενόμενος καὶ διαλεχθεὶς καὶ εὐφράνας ἀπόπεμψον ἡμῖν τοῖς ὑπ ' ἀνάγκης καθημένοις τὸν δυνηθέντα δραμεῖν
οἴκαδέ μ ' ὡς τὴν μαῖαν , ὦ Λυσιστράτη , ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα . Τίνα λόγον λέγεις ; Τί τοῦτ
6470339 παρεγενου
; οὐδενὸς μὲν οὖν ἄξιον . ἀλλὰ καὶ εἰ νῦν παρεγένου , πάνυ ἄν σε οἶμαι αἰσχυνθῆναι ὑπὲρ τοῦ σεαυτοῦ
Μέγ ' , εἶπεν . οὐ πρῴην δύο χρυσοῦς λαβοῦσα παρεγένου ξένῳ τινί ; Περίμενε τοίνυν καὶ σύ , φης
6469711 σμηριγγας
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ :
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν
6466080 ἐσκωπτε
δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , εἰς αὑτὸν μὲν ἔσκωπτε καὶ τὴν ἀπορίαν τὴν ἐν τῷ λόγῳ συμβᾶσαν ἑαυτῷ
εἰς φιλίαν ἀγαγεῖν , προσέπαιζε πολλάκις καὶ κώνωπα ἐκάλει καὶ ἔσκωπτε τοὔνομα σὺν γέλωτι . καὶ οὗτος εἰδὼς τοῦ Σατύρου
6464013 πετου
τῶν ἱππέων . Ἀλλ ' ὦ περιστέριον ὅμοιον Κλεισθένει , πέτου , κόμισον δέ μ ' εἰς Κύθηρα καὶ Κύπρον
ἀλλήλαις . αἱ δὲ λοιπαί εἰσιν ἐν τῇ ἀκροπόλει . πέτου πέτου : Νῦν ἐστιν ἡμιχόριον τὸ λέγον ἐκ γυναικῶν
6446093 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
6446083 βδελυξαιτο
ἁρπακτικάς . βδελύκτροποι ] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
ἁρπακτικάς . Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
6440661 δακρυεις
δ ' ἔπλησας φωνᾶς ἅλα : νῦν πάλιν ἄλλον υἱέα δακρύεις καινῷ δ ' ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ . ἀμφότεροι παγαῖς
; Ἒ ἔ , αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς
6431646 ξηρως
ἐρυθροχλώροισιν , ἢ τοῖσιν ὑποχλώροισιν : βραχέα ὑφέντα , παχῦναι ξηρῶς : τοῖσι δὲ ἑτέροισι , παχυσμὸν ἧσσον : ξηρῷ
παλαιοῦ λίτρας πέντε , ὕδατος λίτρας δύο , ἄρτου σιλιγνίτου ξηρῶς κεκομμένου καὶ σεσησμένου λίτρας πέντε . Ἐν τῷ οἴνῳ
6430854 φαγροις
πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . ὀρφῷσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βορά . Σώκρατες ἀνδρῶν βέλτιστ ' ὀλίγων , πολλῶν
γάρ , γραῦ , συγκατῴκισεν σαπρὰν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων
6425959 Κερδος
δὲ τιμαὶ ἀθάνατοι . Φίλοις ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι . Κέρδος αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει .
βίῳ : Ἀγαθοποιὸς δ ' εἰ πάρεστι τῷ τόπῳ , Κέρδος δίδωσιν ἐκ βροτῶν πενεστάτων . Καὶ ταῦτα βίβλος Βαβυλωνίων
6417549 Ἀριδαιος
δὲ ὁ Μακεδὼν ηὔξησε Φίλινναν τὴν ὀρχηστρίδα , ἐξ ἧς Ἀριδαῖος ὁ μετ ' Ἀλέξανδρον βασιλεύσας , Δημήτριος δὲ ὁ
Πελοπόννησον ἐσφάλησαν . Ἀριστόμαχος οὖν ὁ Ἀριδαίου , ἐπειδὴ ὁ Ἀριδαῖος ἐτεθνήκει ἐν τῇ εἰσβολῇ , ἔρχεται ἀκουσόμενος παρὰ σοῦ
6416919 βουλησῃ
καὶ τὸ σόν : ὡς εἴ με πημανεῖς τι , βουλήσῃ ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ' ν ἐμοὶ
οὐρηρὸν ἀγγεῖον ἢν οὐρητιάσῃς ] ⌈ οὐρήσειν βούλῃ [ οὐρῆσαι βουλήσῃ ] , ἢ ⌈ εἰ στραγγουρίας περιπέσῃς νοσήματι .
6416701 βαρω
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ
6415743 Πηνελοπειης
Πηνελόπεια . τῶ σε πόδας νίψω ἅμα τ ' αὐτῆς Πηνελοπείης καὶ σέθεν εἵνεκ ' , ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι
[ ! ! ἀθλήματα ] ? ? ? ? [ Πηνελοπείης ] ? . μὴ σύ γ ' ἄπιστος ἔῃς
6414543 Ἀστυδαμεια
, ἀλλ ' ὅτι δι ' αὐτούς μητρὸς ἀδελφοῦ : Ἀστυδάμεια , μήτηρ Εὐρυσθέως , ἀδελφὴ Ἀτρέως αὐτόν : τὸν
παῖς αὐτῷ ἐξ Ἀντιφατείας τῆς Ναυβόλου Στρόφιος ἐγένετο , οὗ Ἀστυδάμεια καὶ Πυλάδης ἐκ Κυδραγόρας τῆς ἀδελφῆς Ἀγαμέμνονος : συγκολληθείς
6410512 εὐπτερων
] ἐνδίδως . εὐσωματεῖ γὰρ ] ναὶ ἄκων ἐπιτρέπω . εὐπτέρων ] εὐγενῶν . Κοισύρας ] ἐκ ταύτης γὰρ ἡ
τὴν Μεγακλέους ἀστεϊζόμενος ὡς δραπέτας αὐτῆς αὐτοὺς διασύρειν θέλει . εὐπτέρων τῶν Κοισύρας : φρονουσῶν τὰ Κοισύρας : ἀντὶ τοῦ
6409214 Ἐασον
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι
6406293 καλεσασα
, οὔτε θεοπροπίης ἐμπάζομαι , ἥν τινα μήτηρ ἐς μέγαρον καλέσασα θεοπρόπον ἐξερέηται . ξεῖνος δ ' οὗτος ἐμὸς πατρώϊος
ἡ θεολογία , τὸν μὲν Ποσειδῶνα , τὸν δὲ Πλούτωνα καλέσασα : οὕτως τῶν δώδεκα θεῶν ὄντων πάντων διίων ὁ
6405269 θηλαμων
. . . . , . . , . : θηλαμών : ἡ τροφός . παρὰ τὸ θῶ , ὃ
καὶ τοῦ ναί ἐγὼ δέ φημι καὶ τοῦ αἴ . θηλαμών ἡ τροφός . . θηλαμὼν τροφὲ ἐκ τοῦ θηλὴ
6401936 παισαι
: νῦν δέ , μοι δοκεῖ , δεῖν ᾠηθήτην πρότερον παῖσαι πρὸς σέ . ταῦτα μὲν οὖν , ὦ Εὐθύδημέ
καὶ ἀίξαντος , ὡς εἶχε συγχύσεως καὶ θυμοῦ , ξιφήρους παῖσαι τὸν τοῦ πατρὸς καταδικαστήν , ὡσανεὶ φονέα , Ἄγχιτον
6400435 κλαιεις
γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι . μῆτερ , τί κλαίεις λέπτ ' ἐπ ' ὀμμάτων φάρη βαλοῦσα τῶν σῶν
εἰπόντος δέ τινος : ” τί παθὼν αὑτὸς καταδικάζεις καὶ κλαίεις ” ; εἶπεν : „ ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ
6399103 δεσποτηι
[ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ '
ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι
6395860 ἁλεκτρυων
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα
6394666 ἐπιδοντων
ἐκδόντων αὐτὴν τῶν ἀδελφῶν Μενεξένου καὶ Βαθύλλου καὶ τὸ τάλαντον ἐπιδόντων , συνῴκησε τῷ ἐμῷ πατρί . καὶ γίγνομαι αὐτοῖς
τὴν φυγήν , τοῦτον δὲ εὑρεθήσεσθαι δι ' ἡμερῶν ν ἐπιδόντων τῶν κακοποιῶν , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς καὶ Ἄρης μεσῆλιξ
6392808 πεποιθας
ἔχοι τηκτὸς μόλυβδος , ἐξαναστήσω ς ' ἐγὼ πρὶν ὧι πέποιθας παῖδ ' Ἀχιλλέως μολεῖν . πέποιθα . δεινὸν δ
σε ἀσφαλῶς ἐπὶ τὴν ἀπολογίαν . εἰ δὲ μηδὲν ἀδικεῖν πέποιθας , ἴθι καὶ λέγε τὰ δίκαια περὶ σαυτοῦ πρὸς
6392729 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6387814 νωδος
οὐκ ἔχω δὲ οὐδὲ μικρὰν φροντίδα χειμῶνος , ὥσπερ οὐδὲ νωδὸς ἀνὴρ καρύων καὶ καρυδίων παρόντος αὐτῷ ἀμύλοιο ἤτοι πλακοῦντος
, ἀποστῆσαί με ἔχει τῆς οἰκονομίας : ὅτε γὰρ ἔτι νωδὸς ἦν διένευέν μοι ὅτι ἐὰν ἔλθῃ ὁ δεσπότης μου
6383253 Τιθυμαλλον
μὲν τὸ πεινῆν ἐσθίειν τε μηδὲ ἓν νόμιζ ' ὁρᾶν Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι
ἀλλ ' ἐκαρτέρης ' , ὦ φίλτατε , πεινῶν . Τιθύμαλλον αὐτὸν καὶ παράσιτον ἀποκαλῶν πατάξω τ ' ἴσον ἴσῳ
6381513 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
6380870 ἐξαυστηρ
: χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ
τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα
6377942 δρασειεις
λοιποὶ προπαροξύνουσιν , ὡς ὁ Τίμαιος . ὦ Ζεῦ τί δρασείεις : ἀντὶ τοῦ “ δρᾶν διανοῇ ” . τί
σου τεθηγμένη . Ὦ δέσποτ ' Αἴας , τί ποτε δρασείεις φρενί ; Μὴ κρῖνε , μὴ ' ξέταζε :
6376255 Ἐπομπευσαν
περιμέτρῳ , τεσσαρακοντάπηχυς ὕψει , ἡ δὲ πηχῶν πεντεκαίδεκα . Ἐπόμπευσαν δὲ καὶ Δελφικοὶ τρίποδες χρυσοῖ ἐννέα , ἐκ πηχῶν
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . Ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
6374482 Ναννιον
Φθειροπύλην , ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . : Νάννιον . . . Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ περὶ τῶν ἑταιρῶν
σκληρὸς βίος . χαῦνόν τι πλάσμα καὶ διάκενον οὐκ ἐπείρα Νάννιον ; Καρκίνου ποιήματα ἐπίσημον οὖν τὴν ἀσπίδ ' εἰς
6370205 ΖΑΘ
Ζ κατὰ διάμετρόν ἐστιν . ἐρχέσθω καὶ ἔστω ὡς ὁ ΖΑΘ : ὁ ἄρα ΖΑΘ κύκλος μέγιστός ἐστιν : ἡ
ρξ δ νε . ἀκολούθως δὲ καὶ ἡ μὲν ὑπὸ ΖΑΘ γωνία συνάγεται τοιούτων κε μ ν ἔγγιστα , οἵων
6369568 ῥηϊδιοι
τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ ἐϲ εὐνὴν
ὀλιζότεροι πόδες αὐτοῖς . τοὔνεκα ῥηΐδιοι πτώκεσσι πέλουσι κολῶναι , ῥηΐδιοι πτώκεσσι , δυσάντεες ἱππελάτῃσι . ναὶ μὴν ἀτραπιτοῖο πολυστιβίην
6369259 Εὐρυπτολεμον
ἐμοῦ . κἀκεῖνος οὔτε ἀκοῦσαι πώποτε ἔφασκεν οὔτε ἀπαγγεῖλαι πρὸς Εὐρυπτόλεμον , καὶ οὐ ταῦτα μόνον , ἀλλ ' οὐδὲ
Γλαύκωνος καὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων Ἐπικράτεα τὸν Σακεσφόρον καὶ Εὐρυπτόλεμον καὶ τὼς ἄλλως , ὡς εἰ καὶ Περικλεῖ γε
6367912 ἀγρυπνεις
, τί ὑπὲρ ἡμῶν φροντίζεις , τί δι ' ἡμᾶς ἀγρυπνεῖς , τί λύχνον ἅπτεις , τί ἐπανίστασαι , τί
τίνεις δίκας ὧν ἠμέλησας [ φιλοσοφίας ] : τρέμεις , ἀγρυπνεῖς , μετὰ πάντων βουλεύῃ : κἂν μὴ πᾶσιν ἀρέσκειν
6366740 Χαιρεα
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν
6366519 ἀληθειη
[ μύρμηξ ] . λόγωι νυν ? τῶιδ [ ' ἀληθείη ] πάρα [ . πόλιν ] δὲ ταύτην ?
πολιτέων ἄλλός τίς σε κακῶς , ἄλλος ἄμεινον ἐρεῖ . ἀληθείη δὲ παρέστω σοὶ καὶ ἐμοί , πάντων χρῆμα δικαιότατον
6365043 γελα
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων
6360828 εἰρεαι
: τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε θεῶν ὅς μ ' εἴρεαι ἄντην ; οὐκ ἀΐεις ὅ με νηυσὶν ἔπι πρυμνῇσιν
τοῦ ὑποκειμένου πράγματος . ὁ γοῦν Τηλέμαχός φησι πρὸς Νέστορα εἴρεαι ὁππόθεν εἰμέν : ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω ,
6360438 Ἀλεος
πλάγια , ὥσπερ οἱ καρκίνοι . μετὰ δὲ Αἴπυτον ἔσχεν Ἄλεος τὴν ἀρχήν : Ἀγαμήδης μὲν γὰρ καὶ Γόρτυς οἱ
βασιλέων δυνατώτατος καὶ Κλείτορα ᾤκισεν ἀφ ' αὑτοῦ πόλιν , Ἄλεος δὲ εἶχε τὴν πατρῴαν λῆξιν : ἀπὸ δὲ Ἐλάτου
6359009 ἀναβαλειν
τὸν Ἐπωμέα λόφον ἐν μέσηι τῆι νήσωι τιναγέντα ὑπὸ σεισμῶν ἀναβαλεῖν πῦρ , καὶ τὸ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς θαλάττης
τὴν πανήγυριν θυομένων βοῶν , καὶ φιάλην χρυσῆν ποτ ' ἀναβαλεῖν , ἣν ἐπιγνόντες εἶναι τῆς ἑορτῆς ἀνείλοντο . ,
6358833 Λακωνικῳ
ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων . ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ : τῷ Λακωνικῷ ἀλλὰ σκευάς τε κτἑ . : ταῦτα πάντα ἐν
λδʹ γοʹʹ Ταιναρία ἄκρα νʹ λδʹ γʹʹ καὶ ἐν τῷ Λακωνικῷ κόλπῳ Ταινάριον νʹ λδʹ ∠ ʹʹδʹʹ Καινή νʹ ιβʹʹ
6357552 τεισει
: ὅν ποθ ' ὁ κτείνας χρόνωι δόλιος Ὀδυσσεὺς ἀξίαν τείσει δίκην . ἰαλέμωι αὐθιγενεῖ τέκνον ς ' ὀλοφύρομαι ,
ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖς ' , ὃς ἡμῖν σὺν θεῶι τείσει δίκην . οὔτ ' ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί
6356212 ἀναγκοσιτον
: παράσιτον αὐτόσιτον . ἀναρίστητον δ ' εἴρηκεν Εὔπολις . ἀναγκόσιτον δὲ Κράτης . καὶ Νικόστρατος δέ : μειράκιον .
βίου . Μειράκιον δὲ κατὰ τύχην ὑποσκαφιόκαρτόν τι κεχλαμυδωμένον κατάγεις ἀναγκόσιτον . Ἁλύσεις , καθετῆρας , δακτυλίους , βουβάλι '
6353384 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
6345482 Μορσων
κέλομαι τὸν ποιμένα . τὶν δέ , Κομᾶτα , δωρεῖται Μόρσων τὰν ἀμνίδα : καὶ τὺ δὲ θύσας ταῖς Νύμφαις
μέλλει λέξαι καὶ ἴσως ἂν ἐκ τῆς ἀηδίας καὶ ὁ Μόρσων ἡμιθνὴς γενήσεται ἢ καὶ τέλος θάνῃ . ἢ ζῶντ
6344093 πλησιεστερον
οὐσίας τοῦ ὑποκειμένου συμβάλλεται λόγον . ὧν τὸ μὲν ἴδιον πλησιέστερον ὑπάρχει τῶν οὐσιωδῶν , ἐπειδὴ ἀεὶ ὑπάρχει τινί ,
εἶχον εἰς τοὺς βροτούς . . φεῦ , φεῦ ] πλησιέστερον γενομένης τῆς τῶν Ὠκεανίδων πληθύος ἤδη καὶ τῆς τῶν
6343470 Παγκρατιον
[ Δόλιχον , ] Δίαυλον , Ὁπλίτην , Πυγμὴν , Παγκράτιον καὶ τὰ λοιπά : ἀφ ' ὧν εἰρῆσθαι πάντα
καὶ σοὶ φίλτατον καὶ ᾧ μὴ χαριζόμενος αἰσχυνοίμην ἄν , Παγκράτιον τὸν ἄρχειν ἐπιστάμενον καὶ λέγειν καὶ ᾧ τὸ τιμᾶσθαι
6343169 σιττ
κράνας : παρακέλευσις , τουτέστιν : ἀπόστητε , ἐκπορεύεσθε . σίττ ' ἀμνίδες : τὸ σίττα καὶ ψίττα βουκολικὰ ἐπιφθέγματα
πελίδνωμα καλοῦμεν . τὰν πέλλαν : σκοτεινήν , μέλαιναν . σίττ ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω : τοῦτο μεταξὺ τῆς ᾠδῆς
6342603 ἀλθεξιϲ
πουλύϲ , χρόνοϲ δὲ μακρὸϲ ξυντήξιοϲ , καὶ ἀβέβαιοϲ ἡ ἄλθεξιϲ . ἢ γὰρ οὐδ ' ἐξηλάθηϲαν ἐϲ τὸ ξύμπαν
: καὶ γὰρ τὰ ϲημήϊα καὶ τὸ πῦον καὶ ἡ ἄλθεξιϲ τῶν ἑλκέων ἡ ωὐτή . ἢν δὲ ἐκκρίϲιεϲ ϲκληραὶ
6341982 Δικαιοπολι
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων
6340793 Μυλλος
μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην μισητόν μοιμύλλειν , μοιμυλλᾶν μοιχοτύπη μολυβδιᾷς μονογέρων μοχλίον Μύλλος ναιδαμῶς νεοπεινής νηπτικωτάτην νοσακερόν νωδογέρων ξυλοκύμβη ἐς ὀλβίαν ὀλεκρανίζειν
Κρατῖνος ἐν Κλεοβουλίναις . Ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς ὁ Μύλλος . Μυσῶν λεία : παροιμία ἐπὶ τῶν κακῶς διαρπαζομένων
6339430 Ἐρυξιμαχε
ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου . Οὐδείς σοι , ὦ Ἐρυξίμαχε , φάναι τὸν Σωκράτη , ἐναντία ψηφιεῖται . οὔτε
λέγεις ; εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην : δοκεῖ χρῆναι , ὦ Ἐρυξίμαχε ; ἐπιθῶμαι τῷ ἀνδρὶ καὶ τιμωρήσωμαι ὑμῶν ἐναντίον ;
6335533 μαθος
ὀξυτέρω τριβόλων ἀρυτήμενοι . . . ἀμμετέρων ἀχέων ἂπ πατέρων μάθος Ἄρευος στροτιωτέροις γᾶς γὰρ πέλεται σέος δέξαι με κωμάσδοντα
ὡς γὰρ τὸ ῥέος καὶ τὸ βλέπος οὕτω καὶ τὸ μάθος καὶ ἔτι τὸ δίψος καὶ τὸ βλάβος καὶ τὸ
6334771 σιτιζειν
τι δυσνόητον θέλωμεν αἰνίττεσθαι , χρώμεθα τῷ προειρημένῳ . Ἀκόνην σιτίζειν : ἐπὶ τῶν τροφῇ μὲν πολλῇ χρωμένων , μηδὲν
μὲν αὐτὸς μὴ ψαύειν κρειῶν καὶ λέγεν ὡς ἄδικον , σιτίζειν δ ' ἄλλους . ἄγαμαι σοφόν : αὐτὸς ἔφα
6333789 ἐλεφαντιωντων
πολὺ τοῦ δείπνου διάστημα ἀπερίσπαστος ἁρμόζει . Σμήγματα καὶ ἐπίχριστα ἐλεφαντιώντων . Σμήγματα δ ' ἐν βαλανείοις προσαγέσθω ἀφέψημα σεύτλου
πρῶτα τῶν ἑλκῶν ϲυνουλοῦϲθαι . πρὸϲ δὲ τὰϲ δυϲπνοίαϲ τῶν ἐλεφαντιώντων ὄνουϲ τοὺϲ ὑπὸ τὰϲ ὑδρίαϲ ε ἢ Ϛ διὰ
6332793 παραθεων
τοὺς ἐναντίους . ὁ δὲ τοῖς πεζοῖς καταπεπληγόσι τὴν προδοσίαν παραθέων ὅλην τὴν φάλαγγα θαρρεῖν παρεκελεύετο ὡς καὶ τῶν ἱππέων
Θίς , ὁ αἰγιαλός . παρὰ τὸ θέω : ὁ παραθέων τῇ θαλάσσῃ . Θίς , ὁ σωρός , παρὰ
6329085 κατηγορησειν
ἀπώλειαν τῶν ἀνθῶν ἰδὼν αὐτὸς ἔφη παραιτήσεσθαι τὸν πατέρα καὶ κατηγορήσειν τῶν ἵππων , ὡς ἐκεῖ δεθέντες ἐξύβρισαν , καὶ
ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες , οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν , οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι . Ἀνωρθίαζον : Ἀνδοκίδης
6327162 Μηδαμως
ἢ βραχύτερά σοι , ἔφη , ἀποκρίνωμαι ἢ δεῖ ; Μηδαμῶς , ἦν δ ' ἐγώ . Ἀλλ ' ὅσα
. Μεγαπένθης ὁ Λακύδου , τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον
6324110 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
6319662 θρυψει
. ἢ ἡ τέχνη διὰ φαρμάκου θρυπτικοῦ συνεργοῦσα τῇ φύσει θρύψει καὶ κενώσει ταῦτα . ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἅμα
φησιν . . . ὁ Ζεύς χλιδῇ ] ἀκκισμῷ , θρύψει , τρυφῇ αὐθαδίᾳ ] ὑπεροψίᾳ . Ἰωνικόν συννοίᾳ ]
6317753 ἐφιλονεικησε
ὄνειρος παρακείσθω . δοῦλος ἔδοξε μετὰ τοῦ Διὸς σφαιρίζειν . ἐφιλονείκησε τῷ δεσπότῃ καὶ ἐλευθερώτερον προσδιαλεγόμενος ἐμισήθη : ὁ μὲν
προμαντευόμενος ὅτι τῇ πόλει τὸ κῆδος συνάψεις , ἀντὶ σκιαγραφίας ἐφιλονείκησε τὸ ὄνομα τὸ Κωνσταντίνου ἐγγράψαι στήλῃ ἀδαμαντίνῃ , καὶ
6317590 ψαλιδων
εὐρύτερον , τοῦ κοχλιάξονος ἐντὸς κατὰ τὰ πώματα ὑπὸ τῶν ψαλίδων συνεσχημένου . τὸ μὲν οὖν κάτω πῶμα ἀνεμποδίστως κλείεται
χρήσιμον δὲ τοῦτο καὶ ἐν ταῖς πυργοποιίαις , ἀντὶ τῶν ψαλίδων ἐάν τις βούληται οὕτως κατασκευάζειν τὰς πυλίδας . τοὺς
6317447 ἐπιτριψει
! ! ! ἀπολειψάσης εἴ τις ἐπιμελῶς ἀκουσ ! ! ἐπιτρίψει τῷ ὄφει θᾶττον αὐτὸν ἴδῃ διατεινόμενον καὶ ἐκλείποντα .
οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ ' οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς
6316478 μελανιζων
καὶ ὁ μὲν πελάγιος πυρρός , ὃ δ ' ἕτερος μελανίζων . διαφέρει δὲ τῇ γεύσει καὶ τῷ τροφίμῳ ὁ
παρέπεται δὲ τούτων τοῖϲ δήγμαϲιν τόποϲ ἔναιμοϲ καὶ κακόχρουϲ , μελανίζων , μηδὲν ἀποκρίνων εἰ μὴ ὀλίγον ὑδατῶδεϲ , ϲτομάχου
6315190 ἀνταλλαγον
φεύγειν ἐστὶν οὐκ αὐθαίρετον . ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . ὃ δ ' ἀποκρινεῖται , κἂν ἐγὼ λέγοιμί
. Μένανδρος Κανηφόρῳ : „ ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον . „ Χήρᾳ : ” ἑκοῦσα ἡ ἀδελφὴ ποιήσει
6313903 ὀλομενον
αἱμάτων ; τάλαιν ' ἐγὼ τάλαινα , πότερον ἄρα νέκυν ὀλόμενον ἀχήσω ; φεῦ δᾶ φεῦ δᾶ , δίδυμοι θῆρες
ἄστυ καὶ καλλίβωλον Ἴδας ὄρος ἱερόν , ὥς ς ' ὀλόμενον στένω [ ἁρμάτειον ἁρμάτειον μέλος ] βαρβάρωι βοᾶι †
6313568 ὀργιζῃ
ἐστιν ὁ ἑκάστου νοῦς καὶ λόγος . Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ , μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ ; τί σοι ποιήσει
νύξας ὁ λόγος ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν ἐποίησεν : εἶτα ὀργίζῃ αὐτῷ ἔτι μόλις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγων καὶ τὸν ὕπνον
6311384 ἐοιχ
αὐτῷ καταμαθεῖν . Τοῦτ ' αὐτὸ δὴ νῦν , ὡς ἔοιχ ' , ἡμῖν ἤδη πειρατέον φράζειν . καί μοι
πάρεργον ἐπεκράτης ' ἢ τοὔνομα . Ἐδόκει δὲ λιθιᾶν ὡς ἔοιχ ' ἡ Μανία , Γνάθαινα δ ' εἰς τὰ

Back