| Τάλαινα , εἶπεν , ἐγώ , μέγα εἴργασμαι κακόν : σπεύσασα γὰρ ἥμαρτον ἐν τῇ ὁμοιότητι τῶν πυξίδων καὶ ἄλλην | ||
| ] ἡ ἄκρως δειλαία . ἡ ἄκρως ἀθλία ἀνύσας ] σπεύσασα τίνα ] κνίζειν . κνίζῃ εἰ . . . |
| ἆρ ' οὖν σοφιστὴς ἀφθογγότερος κύκνου φανήσεται , καὶ σιωπῇ παραδραμεῖται πόλιν ἀρχαίαν ; ἦν γὰρ πόλις ἀρχαία καὶ πρὸ | ||
| σκυλάκιον ἢ λαγωδάριον μὴ σφόδρα ἐπειγόμενον ῥύμῃ καὶ ἀπνευστὶ θέοντας παραδραμεῖται . τούτων μὲν δὴ τῶν ἀγώνων πρὸς ἀλήθειαν ἱερὸς |
| στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς | ||
| στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . |
| ἔλαφον δ ' Ἀχαιῶν χερσὶν ἐνθήσω φίλαις κεροῦσσαν , ἣν σφάζοντες αὐχήσουσι σὴν σφάζειν θυγατέρα ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον διαβάλλω δείξας | ||
| . σάκος ἀπὸ τοῦ Σάκοι ἔθνους . θιγγάνοντες ] αὐτοχείρως σφάζοντες . θιγγάνοντες ] ἁπτόμενοι . θιγγάνοντες ] προσψαύοντες . |
| ὑπέσηρεν ὀδόντας , ὀξέα πεφρίκοντας : ἐπικροτέει δὲ γένειον πυκνοῖς φυσιόων συρίγμασιν ἰοφόρος θήρ . αὐτίκα δ ' αὖτ ' | ||
| ὀτραλέη μύραινα : δύω δ ' ἀνὰ κέντρα τιτήνας δήϊα φυσιόων προκαλίζεται ἐς μόθον ἐλθεῖν , ἶσος ἀριστῆϊ προμάχῳ στρατοῦ |
| Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεως ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην , καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , καὶ |
| καὶ τόκ ' ἐτάκευ βασκαίνων , καὶ νῦν με τὰ λοίσθια γυμνὸν ἔθηκας . οὐ μαὐτὸν τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον | ||
| , λάινε παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε , δῶρά τοι ἦνθον λοίσθια ταῦτα φέρων , τὸν ἐμὸν βρόχον : οὐκέτι γάρ |
| δὲ ἐκ διαλειμμάτων τινῶν . καὶ ὁ μὲν ἐρυθρὸς ταῖς ἀκμαζούσαις συνεδρεύει , ὁ δὲ λευκὸς ὡς ἐπίπαν ταῖς πράως | ||
| πρὸς τὴν πόλιν , ὁρμὴ καὶ τόλμα δαιμόνιος παρέστη ταῖς ἀκμαζούσαις τῶν γυναικῶν ἀμύνεσθαι τοὺς πολεμίους ὑπὲρ τῆς πατρίδος . |
| λαευ ? ! ! ! ? ! ! ? ? μαστιγ ! ! [ ] [ ] ! νεβασιληιο ? | ||
| [ ] [ ου ] ? αξιο [ ] [ μαστιγ ] ? [ ] [ σιωπ ] [ ] |
| : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
| . Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
| ὦ χαρίεν : τὸ γὰρ προπαροξύτονον ἐπίῤῥημά ἐστιν : τὸ αὐδῆεν , ὦ αὐδῆεν : τὸ τυφθὲν , ὦ τυφθέν | ||
| χαρίεις χαρίεν , τιμήεις τιμῆεν , δαφνήεις δαφνῆεν , αὐδήεις αὐδῆεν : τούτῳ οὖν τῷ λόγῳ καὶ τὸ εἷς ἔχον |
| καὶ τοὺς Τυρρηνοὺς ταραχωδῶς ἀπῃτηκέναι τοὺς μισθοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἀγάθαρχον κατὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ , πάντας ἀπέσφαξεν , οὐκ | ||
| Μετὰ δὲ τοῦτο ναῦς τε ἐκπέμπουσι δώδεκα οἱ Συρακόσιοι καὶ Ἀγάθαρχον ἐπ ' αὐτῶν Συρακόσιον ἄρχοντα . καὶ αὐτῶν μία |
| ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ | ||
| ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ |
| ὥρμησα ἀπέδιλος ] ἀνυπόδητος , γυμνοὺς ἔχουσα τοὺς πόδας ὄχῳ πτερωτῷ ] ἐν ἅρματι ἢ ἐν πτεροῖς : ὄχημα γὰρ | ||
| τολμηρότερον ἐνταῦθα παρεῖναι : ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ . διὰ τοῦτο δὲ δηλοῖ ὅτι σπουδαίως παρεγένοντο , |
| , : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ | ||
| , καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω |
| γὰρ ὁ γύψ . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . τόσον ἔφθασας : τοσοῦτον προέφθασας , φησί , μεταπεμψαμένη με πρινὴ | ||
| : οὐ γὰρ δὴ φρονιμώτερος γέγονας οὐδὲ μικρὸν , ὅτι ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ |
| ΕΛΑΒΕ ] ΜΟΝΟ [ ΔΑΚΤΥΛΙΚΩΙ ] ΣΠΑ [ ΕΠΙ ] ΠΟΛΥ [ ] [ ] ! [ ] Σ ? | ||
| τὸ ἀργύριον τῆς γῆς γενεαλογεῖ . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ ΠΟΛΥ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΝ . Γένους τοῦ χρυσοῦ πολὺ χειρότερον , ἤγουν |
| τοῦτο ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς Πελοποννήσου προὐχώρει καταστρεφόμενός τε καὶ ληϊζόμενος πάντα τὰ ἐν ποσὶ τά τε ἀνάντη καὶ δύσβατα | ||
| πλοῦτον καὶ πρᾶγμα λαμβάνεις πορνοβοσκῶν , ἢ καπηλεύων , ἢ ληϊζόμενος , ἢ πανουργῶν , ἢ ψευδομαρτυρῶν , ἢ συκοφαντῶν |
| συμβουλεύουσιν Ἀρτοξάρης τε ὁ Παφλαγὼν εὐνοῦχος , ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀμῆστρις , σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς | ||
| τὴν δὲ τοῦ βασιλέως θυγατέρα ὁ τοῦ Ἰδέρνεω υἱός . Ἀμῆστρις ἦν ἡ θυγάτηρ , τῶι δὲ ταύτης νυμφίωι ὄνομα |
| σκότιον Ἀγαμέμνων λέχος . ἀλλ ' , ὦ ποτ ' εὐτυχοῦσα , χαῖρέ μοι , πόλις ξεστόν τε πύργωμ ' | ||
| ὅδ ' οἶδ ' , ἐγὼ δ ' ἄπειρος , εὐτυχοῦσα πρίν . ὦ ξένε , λόγων μὲν κληδόν ' |
| καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ μάσθλης ] ὡς ἱμὰς μεμαλαγμένος : σκώπτων δὲ ὡς βυρσέα τοῦτό φησιν . ὑπέρχεται | ||
| , δίωκ ' ἀκμῆτι μαλκίων ποδί . Μάλθη : ὁ μεμαλαγμένος κηρός : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Στεφάνου . Ἱππῶναξ |
| εὐδαίμονα ἐποίησας ; λαβὼν γάρ , ἔφη , ταῦτα πάντα κέκτησο , καὶ χρῶ ὅπως βούλει αὐτοῖς : ἐμὲ δὲ | ||
| βίου . φίλους δὲ τοὺς μὲν μὴ χαλῶντας ἐν λόγοις κέκτησο : τοὺς δὲ πρὸς χάριν σὺν ἡδονῇ τῇ σῇ |
| περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ | ||
| περίβαλλε ταῖς σαῖς ὠλέναις : ὁ πᾶς νοῦς : περιπτυξάμενος ἄσπασαί με . ἔστι τὸ ἀμφίβαλλε μαστόν ἀπὸ μέρους τὸ |
| ἐνέδρᾳ , περιῆν τοῦ Ἀννίβου καὶ τὸν στρατὸν περιέσωζεν αἰεὶ πεφρικότα τὰς Ἀννίβου μηχανάς : ὁ δ ' Ἀννίβας , | ||
| δὲ κόκκυγα ἰδόντα καταπετασθῆναι καὶ καθεσθῆναι ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς πεφρικότα καὶ ῥιγῶντα ὑπὸ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ Ἥραν |
| ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας | ||
| ποιεῖς : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς |
| , αἰκιστικῶς , ἀφειδῶς , προχείρως , προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε , | ||
| κατορθώσαντι , οὐδ ' ἐπήρθη τοῖς πεπραγμένοις , οὐδ ' ἐξύβρισεν , οὐδ ' ἐφρόνησε μεῖζον οὐδὲν ἢ πρὸ τῆς |
| . οὕτως ἦν ἐν τῇ Κωμικῇ λέξει τῇ συμμίκτῳ . καλαύροπα : ἀντὶ τοῦ καλόροπον , ῥάβδον βουκολικήν . Ὅμηρος | ||
| τοὺς Ἑλλήνων λογίους οὐκ ἀπὸ τρόπου τῷ Πανὶ περιάπτειν τὸν καλαύροπα : τὸν γὰρ τῆς τοῦ παντὸς ἐμψυχίας ἐπώνυμον οὐκ |
| . καὶ ἐν τῷ βίῳ τρύχειν ἑαυτὸν λέγεται , οἷον καταπονεῖν . τρύφος κλάσμα : “ τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε | ||
| ' . οὐ μαλακιστέον δ ' ὅμως , ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ' ἅπαξ . τουτὶ τὸ πρόβατόν ἐστιν |
| φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δέ , οἷον οὐδέπω | ||
| καὶ προτρέψασιν ἔργον ἐστὶν ἐξειργασμένον , εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ |
| Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
| ' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
| κήρυκα . . . ἐπειρωτῶντα τὰ ἐντεταλμένα λέγειν [ ὁ Παυσανίης ] ἐκέλευε τὰ παρεόντα σφι πρήγματα ἐχρήιζέ τε τῶν | ||
| , ἅτε οὐ παραγενόμενος τῷ προτέρῳ λόγῳ . Ὁ δὲ Παυσανίης τε καὶ ὁ Εὐρυάναξ δεινὸν μὲν ἐποιεῦντο τὸ μὴ |
| γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖ | ||
| εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον |
| τὸν στρατόν . Ποιησάντων δὲ τούτων τοῦτο , μετὰ ταῦτα διεξήιε ὁ στρατός . Ἡγέοντο δὲ πρῶτοι μὲν οἱ σκευοφόροι | ||
| , ἔχεσθαί τινα τοῦ λοιποῦ κελεύω . Ταῦτα εἴπας Ξέρξης διεξήιε διὰ τῶν νεκρῶν καὶ Λεωνίδεω , ἀκηκοὼς ὅτι βασιλεύς |
| Ὅλοι λαγωοὶ συναχθέντες εἰς ἕνα βουλὴν βουλεύονται πάντες συμπνιγῆναι . Πάντη γάρ ἐστι δεινὸς ἡμῶν ὁ βίος . Γένος γὰρ | ||
| ἰσχύν : ἐνέρεισαν : ἐνέπηξαν τοὺς ὀδόντας , ἐπεστήριξαν . Πάντη : παντελῶς . πρίουσι : σχίζουσιν . ἄτρομοι : |
| καὶ ἰσχυροῦ τάττεται . καὶ βριμούμενος , καὶ βριμήσαιο . βουβωνιῴη : Ἀριστοφάνης . τὸ εὐκτικὸν βουβωνιῴην , βουβωνιῴης , | ||
| . τὸν βουβῶνα πάθοι . βουβωνιῴη ] βουβῶνας σχοίη . βουβωνιῴη ] τὸν βουβῶνα ⌈ ἀλγεῖ [ ἀλγοίη ] . |
| γιεʹ : καὶ διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥραις γ ∠ ʹιβ : ἡ δὲ Οὐολουβιλὶς ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν | ||
| . . . . . ογ ∠ ʹ κη ∠ ʹιβ Φαράθα . . . . . . . . |
| ἔνδον ἐπιφθέγγεσθαι : “ αὔριον ἴσως ἀποθανῇ . ” “ δύσφημα ταῦτα . ” “ οὐδὲν δύσφημον ” , ἔφη | ||
| ὠφελοῦσιν , οὐκ ἐπιστρέφομαι , μόνον ὠφελείτω . σὺ δὲ δύσφημα καλεῖς ἄλλα ἢ τὰ κακοῦ τινος σημαντικά ; δύσφημόν |
| . κράνους ] κασσιδίου . Νηίτισι ] οὕτω καλουμέναις . Νηίτισι ] ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ | ||
| ἀπὸ Νηίτου τινός . Νηίτισι ] Νηὶς Ὠκεανοῦ θυγάτηρ . Νηίτισι ] ταῖς ἀπὸ Νηίδος . θ Νηίτισι ] ἀπὸ |
| . . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ | ||
| ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : |
| . . . ξη ∠ ʹ να γʹ . Ῥομβίτου Μικροῦ ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . . | ||
| ἀρετὴν ἱερέως καὶ τεμένους εὐπρέπειαν , ἑκατέρῳ δικαίως μερίζεται . Μικροῦ μὲν ἀπεῖπον πρὸς τὴν ὀξύτητά σου τῶν ἔργων ἀθρόως |
| δακρῦσαι , ἀποδακρῦσαι , καταδακρῦσαι , φιλόδακρυς , πολύδακρυς , ἄδακρυς , ἀδακρυτί , καὶ ὁ παρὰ τοῖς ποιηταῖς ἀρίδακρυς | ||
| ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ οἶδα εἰ ἄδακρυς ταῦτα διεξιὼν ἀρκέσω . Τί οὖν οἱ νῦν ταπεινοὶ |
| ἀναφύουσιν οἱ ὀδόντες . [ Πρὸς οὖλα βιβρωσκόμενα . ] Ἀριστολοχίας τρίψας μετὰ μέλιτος ἐπίπασον τὰ οὖλα , ἢ κέρας | ||
| πρὸς τὰ ἐν ῥισὶν ἕλκη : ἔχει δὲ οὕτως . Ἀριστολοχίας , χαλβάνης , ἰοῦ , ὀποπάνακος , ἴρεως , |
| ἦν : μόγις δέ ποτε ἀνενεχθεὶς εἶπεν . Ὅμηρος : μνησάμενος δ ' ἁδινῶς ἀνενείκατο φώνησέν τε , ἀντὶ τοῦ | ||
| , ὅς ῥά τ ' ἔχεσκεν ἐνὶ φρεσὶ μυρίον ἄλγος μνησάμενος σφοῦ παιδὸς ἐύφρονος Ἀντιλόχοιο : Ἀργείων σκηπτοῦχε , μέγα |
| φυλάττου καὶ πρὶν ἐκεῖνον προσκεῖσθαί σοι πρότερον σὺ τοὺς δελφῖνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου . Τῇ μὲν δεσποίνῃ Ἀθηναίῃ | ||
| . τοὺς δελφῖνας μετεωρίζου : δελφὶς ὄργανον ναυτικόν . “ μετεωρίζου ” δέ , τουτέστιν εἰς ὕψος αἶρε . ἐπεὶ |
| εἰς τὸ ὕδωρ καθῆκε καὶ κοίλην βαπτίσας καὶ πλησάμενος ὕδατος ἀκοντίζει κατὰ τοῦ στόματος τὸ πόμα καὶ τυγχάνει τοῦ σκοποῦ | ||
| θηρευτική . διωκούσης δὲ αὐτῆς ἐν τῇ λόχμῃ ἀγνοήσας Κέφαλος ἀκοντίζει , καὶ τυχὼν ἀποκτείνει Πρόκριν . καὶ κριθεὶς ἐν |
| λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ||
| πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας |
| τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον | ||
| σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ |
| Μή τι οὗτος γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι | ||
| ὑπὸ ἀντιδίκου κοσκινιζόμενος ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῖν ἅμα πᾶσιν . Δειλὸς πύκτης χωρίον ἀγοράζων κατηρώτα τοὺς ἐντοπίους , μὴ ἔχει |
| . ἄνδρα δ ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων | ||
| πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ ' ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν , ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ |
| , κατεαγότας μοι τοὺς αὐλοὺς προσρίψας . καὶ νῦν ἀποτρέχω φράσουσα ταῦτα τῷ δεσπότῃ : ἀπέρχεται δὲ καὶ ὁ γεωργὸς | ||
| δόμους ὥρμησεν , ἡ δὲ πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν , φράσουσα νύμφης συμφοράν : ἅπασα δὲ στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δραμήμασιν |
| ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ | ||
| εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ ' |
| οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ | ||
| ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν |
| Φάλαρος : ὄνομα ὄρους εἰς ἀνατολὴν κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος | ||
| καὶ τὸν ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς |
| ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
| θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
| ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν | ||
| ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν |
| ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
| ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
| ' ἀκμῆτες ἄνδρες ἀϋτῇ ὤσαιμεν . ” ἀκάκητα ἀντὶ τοῦ ἀκακήτης , τῇ κλητικῇ ἀντὶ τῆς εὐθείας . λέγεται δὲ | ||
| ὁ γυμνήτης καὶ Οἰδίπους Οἰδίποδος Οἰδιπόδης , οὕτως καὶ ἀκάκητος ἀκακήτης , . , . Ἀκαλήφη : ἔστιν οὖν 〚 |
| ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει : | ||
| ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ |
| ἐστὶ πυρετὸς ὁ τὴν χροιὰν ὁμοίαν ἰκτέρῳ παρασκευάζων , ἧπαρ μετεωρίζων , γλῶσσαν ἐπιξηραίνων , τὴν ἐπιφάνειαν δεινὴν , ἀεὶ | ||
| ἱπποφορβοῖς καὶ βουκόλοις αὕτη νενόμισται : μέγας τῷ σώματι , μετεωρίζων ὑψοῦ τὴν κεφαλὴν , ὀλίγον δ ' ὑπὲρ τὸν |
| κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον | ||
| ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς , |
| αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ φόνῳ . θ αἱματοσταγεῖς ] τοῦ ἀπὸ τοῦ φόνου γεγονότος . Ξ κλύουσα | ||
| ὡς βάκχη . θ θυὰς ] ἐκστᾶσα ἐμαυτῆς . Ξ αἱματοσταγεῖς ] τοὺς αἵματι βεβρεγμένους . αἱματοσταγεῖς ] ᾑμαγμένους τῷ |
| : σφίγγων . Οἱ : αὐτῆς , τοῦ καράβου . κοτυληδόσι : πλεκτάναις , καρφίοις . θερμόν : τὴν πνοὴν | ||
| ἐξ οὗ τίκτονται ἀρτηρίαι τινὲς καὶ φλέβες , συναναστομούμεναι ταῖς κοτυληδόσι τῆς μήτρας . κοτυληδόνες δέ εἰσιν αἱ ἀναστομώσεις τῶν |
| ἀπαρυστέον τε τῶν ἀπειλῶν ταυτῃί . Δώσεις ἐμοὶ καλὴν δίκην ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς . Ἐγὼ γὰρ εἰς τοὺς πλουσίους σπεύσω | ||
| ] ὑπὸ ταύτης . Γ ταυτῃί ] τῇ κρεάγρᾳ . ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς : θλιβόμενος ταῖς συντελείαις , ταῖς ἀπαιτήσεσι |
| δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς | ||
| . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη . |
| Ἡρακˈλέης σκύταλον τίναξε χερσίν , ἁνίκ ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν , ἤρειδεν δέ νιν ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος | ||
| τοῦ στόματος ἐς τὸ λέξαι τι ἢ μή , θαμὰ ἤρειδε τὴν ἐρώτησιν , ὥσπερ οὐδεμιᾷ προγνώσει ἐς αὐτὸν κεχρημένος |
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι τὴν Σελήνην κενοδρομοῦσαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς καὶ | ||
| καὶ Ἄρεως καὶ Ἑρμοῦ ὁρώντων . Παρατηρεῖν δὲ ἐν ταῖς κτίσεσι κενοδρομοῦσαν τὴν Σελήνην καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις καταρχαῖς , |
| ἀλφοὺς λευκοὺς καὶ λεύκην ἰᾶται . τὰ δὲ ὠὰ αὐτοῦ μελαίνουσιν πολιὰς τρίχας . Κορώνη καὶ δεδώνη καλουμένη , ὄρνεόν | ||
| ἀποτεφροῦσι βάλλοντες , οἱ δὲ περιφλύουσι καὶ ἀσβολοῦσι , ἤτοι μελαίνουσιν , ἄλλοι δὲ ἡμιφλέκτους δρῶσι τοὺς βεβλημένους . ἀργιόδους |
| σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | ||
| εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ |
| : ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν . αὐτάγγελος δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ ' | ||
| ἔτρεφε σύας . οὐ σχήσων : οὐ προσορμιούμενος αὐτάγγελοι : αὐτάγγελος , τὸ αὐτόν τινα δι ' ἑαυτοῦ μὴ προπέμψαντα |
| συμμιγέντος , Ἥρα ἀπεθηρίωσεν αὐτήν , καὶ ὅτι ἡνίκα ἂν μανῇ , τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξαιρεῖ καὶ εἰς κοτύλην βάλλει , | ||
| . ἐν δὲ τοῖς πνευματώδεσι καὶ ψυχροῖς καὶ τῇ φυτείᾳ μανῇ ἀναυξέστερα μέν , πυκνότερα δὲ καὶ ξηρότερα . συνίστησι |
| προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
| πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
| ἀρσενικοῦ εἰς οὐδέτερον . Τέρινατινὲςνῆσον αὐτήν , εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ σειρήν . × . * Τέρεινα πόλις Ἰταλίας | ||
| εἰς ἣν ἐξεβράσθη Λίγεια ἡ Σειρήν , ὡς Λυκόφρων ” Λίγεια δ ' εἰς Τέριναν ἐκναυσθλώσεται ” . ὁ πολίτης |
| ἐπὶ τῶν ἀλφίτων εἴρηται : τὸ ὡς ἔτυχεν φυραθὲν ἄλευρον αὐτοκάβδαλον , . , . . . Αὐτόματος : αὐτόκλητος | ||
| καὶ λιμένι καταλεγόμενον : ναυλόχους γὰρ ἔλεγον τοὺς λιμένας . αὐτοκάβδαλον δὲ τὸ εἰκῇ καὶ ὡσαύτως καὶ αὐτουργὸν γεγονός . |
| τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ ὅμως | ||
| . . Ο . : ὀκτώπουν Κρατῖνος Θράιτταις : ὀκτώπουν ἀνεγείρεις , ἀντὶ τοῦ σκορπίον . παροιμία γάρ : σκορπίον |
| διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
| βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
| ' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν | ||
| τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ |
| τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν | ||
| Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν |
| ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
| βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
| . . ] σασα [ ] σεσθαι : τὰ γὰρ ιλ ? ? [ ] σησκαιμενουτη ? [ ] ουτ | ||
| . . . [ ] δης ! [ [ ] ιλ [ [ ] 〚 η 〛 ! [ . |
| μεθύων συνέθου τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν : ” κἀπὶ ταῖς ὁμολογίαις κατέθου καὶ τὸν δακτύλιον . κἀκεῖνος : „ καὶ πῶς | ||
| ΑΙΨΑ ΚΕ ΠΗΔΑΛΙΟΝ . Ἤγουν ταχέως ἂν τὸ πηδάλιον μὲν κατέθου , ἀντὶ τοῦ ἔθου , ὑπὲρ καπνοῦ , τουτέστιν |
| λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν τῶν μαντευμάτων ἐγχρίσας φήμην γὰρ διήγειρεν ὁ Ἀπόλλων ὅτι Κασσάνδρα οὐκ ἔστι μάντις , ἀλλὰ | ||
| ἡ φωνὴ λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν κυνῶν * ἐπήισε : διήγειρεν * ἐπώρινε : ἐφώρμησε , ἐποίησε ἐφώρμησε * ἀργός |
| φωτὸς ἀλλοτρίου δεομένη περίεισι [ ] κατὰ Π . αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο . . [ . ̈ . | ||
| παπταίνοισα : ἤγουν ἐρωτιᾷ ὡς ὑπὸ οἴστρου πεπληγμένη . οἰστρῆ παπταίνουσα : ἤγουν ἀκολασταίνει . τὸ δὲ παπταίνουσα ἀντὶ τοῦ |
| . ὁ γαιάοχος ] ὁ συνέχων τὴν γῆν . ὁ γαιάοχος ] ὁ τὴν γῆν ἔχων . Τηθύος δὲ παῖδες | ||
| ] ? [ – – ˘˘ Ἐννοσίδας ⌋ ] ⌊ γαιάοχος ἁγνὸς ε [ – – ˘˘ – γὰρ ⌋ |
| . δάπητες : ἐπιβόλαια ἢ στρώματα . οὕτως Ἀριστοφάνης . δάπιδες : στρώματα ἄττα . Φερεκράτης : ὁ χορὸς δ | ||
| τόνον . ἑπέσθω δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν ἐν Κιθαρῳδῷ |
| , περὶ τὰς θεὰς ἐξαμαρτήσας καὶ τὰ μυστήρια . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ . Ἐγὼ μὲν οὖν καὶ νῦν ἀπὸ τῶν ἱερῶν | ||
| ἠδίκησαν , καὶ ἀποστερήσαντες τῆς τιμῆς καὶ φόνου γραφόμενοι . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ : Θαυμάζωμεν οὖν καὶ τοὺς πεπεισμένους τότε τῶν |
| ἱππομαχίαν ἐν τοῖς κέρασι συνεστήσαντο , καθ ' ἣν ταῖς φιλοτιμίαις ἑαυτοὺς ὑπερεβάλοντο . οἱ μὲν γὰρ τῶν Ἀθηναίων ἱππεῖς | ||
| χορηγίας : τοὺς μὲν γὰρ ταῖς ἰδίαις ψυχαῖς καὶ ταῖς φιλοτιμίαις , τοὺς δὲ τῷ κληρονομηθέντι πλούτῳ καὶ ταῖς ἀλλοτρίαις |
| . θριδακίσκας τε καὶ κριβανωτώς . κἠπὶ τᾶι μύλαι δρυφήται κἠπὶ ταῖς συναικλίαις , αἶκλον Ἀλκμάων ἁρμόξατο . ἤδη παρεξεῖ | ||
| δ ' ὦτα νωθρίη θλίβει . ἀλλ ' ἠμέρη τε κἠπὶ μέζον ὠθεῖται : αὔτη σύ , μεῖνον : ἠ |
| . ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι * | ||
| σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία |
| οὔτε προΐσασιν οὐδὲν οὔτε λέγουσιν . Γ βαλανεύσω Γ : διακονήσω , ὑπουργήσω . Γ βαλανεύσω : ἐγχέω ἐμαυτῷ τῶν | ||
| . ≌ . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : |
| φάγε : περιττὸν εἰς τὸν οἶκόν σου μὴ εἰσενέγκῃς . Ἑρμηνεία . Τῇ γαστρὶ τὸ περισσὸν χαίρων σὺ διδούς , | ||
| ἀφθονίαν . Ὁ καεὶς ἔζησεν καὶ ὁ γελῶν ἀπέθανεν . Ἑρμηνεία . Ὁ πλούσιος τρυφῇ κωμάζων ἔθανεν , Ὁ δὲ |
| τε γὰρ αὐτόθεν ἰδόντι δήλη τὴν ὁμόγνιον ποιηταί φασι πανοπλίαν ἀμπεχομένη καὶ γλαυκὸν ὑπὸ τῆς κόρυθος ὁρῶσα ξὺν ἀρρενωπῷ τε | ||
| καὶ ὤφθη Καλλιρόη μὲν ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης ἀνακειμένη , Τυρίαν ἀμπεχομένη πορφύραν , Χαιρέας δὲ αὐτῇ παρακαθήμενος , σχῆμα ἔχων |
| , καὶ φιμώσας ἐκτρόχιζε ὕελον λευκόν . ΧΡΥΣΟΠΟΙΙΑΣ ΖΩΜΟΙ . ΧΡΥΣΟΥ ΜΑΛΑΞΙΣ ΩΣΤΕ ΕΝ ΑΥΤῼ ΣΦΡΑΓΙΖΕΙΝ . Λαβὼν νίτρου πυρροῦ | ||
| ἐμβαῖνον κρόκου ὠμοῦ ὄξος τετιμημένον , οὕτως ποίει . ΚΑΤΑΒΑΦΗ ΧΡΥΣΟΥ . Λαβὼν μίσιος μεταλλικοῦ μέρη δʹ , ἐλυδρίου ῥίζης |
| * μαιμώσσων : διερευνώμενος * ἐπινίσσεται : πορεύεται ἀναστρέφεται * ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * | ||
| χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν , ἧκε δ ' |
| κοσμοῦσα τὸν ναόν , τέκνον . ὁρᾷς ; ἀκαρὴς γὰρ παραπόλωλας ἀρτίως . δαιμόνων ἀλαστόρων οὐδὲ λόγον ὑμῶν οὐδ ' | ||
| κυρίως ἐπὶ οἱουδήποτε ἐλαχίστου : Μένανδρος : ὁρᾷς ; ἀκαρὴς παραπόλωλας ἀρτίως . παρὰ τὸν καιρὸν καὶ τὴν στέρησιν ἀκαίραιόν |
| ἀνὰ τὸν Λυδίαν : Ἄξιος ποταμὸς , Ἐχέδωρος ποταμὸς , Θέρμη πόλις , Αἴνεια Ἑλληνὶς , Παλλήνη ἄκρα μακρὰ εἰς | ||
| Συρίᾳ , τὰ δὲ Δορυλαείου . οἱ οἰκοῦντες Θερμηνοί . Θέρμη , πόλις Θρᾴκης . Ἀπολλόδωρος δὲ Μακεδονίας φησὶ καὶ |
| μου , ἴδε : ἡ σταφυλή μου κατέβη . καὶ χανόντος ὁ ἰατρὸς ἀποστρεφόμενος ἔλεγεν : Οὐχὶ ἡ σταφυλή σου | ||
| γονὴν μὴ κυΐσκηται , ξυμβαίνει δὲ τοῦτο πλείστῃσι τοῦ στομάχου χανόντος τῆς μήτρης παρὰ φύσιν , τὰ ἐπιμήνια πλείω γίνεται |
| οὖν ὡς ἐγχωρίαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν ὁ εὐνοῦχος : ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται : | ||
| τοὐπὶ τῶιδε συμφορᾶς ἐγίγνετο ; Ἰδαία μᾶτερ μᾶτερ , ὀβρίμα ὀβρίμα Ἀνταία , φονίων παθέων ἀνόμων τε κακῶν ἅπερ ἔδρακον |
| ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | ||
| . ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . |
| βλοσυροῖσι προσώπασι : νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς , κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος . τὸν δὲ καὶ Ἀργεῖοι μὲν ἐγήθεον | ||
| χρειὴ τοῦ φθιμένου ] πότμον ἀειδέμεναι . [ δεξιτερῇ ] κραδάων δολιχόσκιον ? [ ἔγχος ἔτυψεν ] γαστέρα [ ] |
| μὲν δικαίοις [ ] ? ? ⋮ ἔνδικον ? ? τείνω ? βίον ? ? ? [ ? . καλόν | ||
| τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω τὸ ἁπλῶ , διὰ τῆς ει διφθόγγου , τενῶ |
| τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
| Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |