τότε ἔσθιε : μηδὲ μὴν λούσῃ ἐὰν μὴ εὔξῃ καὶ σπείσῃς . ἀνεπιρρέκτων : ἀντὶ τοῦ ἀθύτων λεβήτων . * | ||
τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες . αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι , ἣ θέμις ἐστί , δὸς |
γὰρ ἄδην ἔχωμεν , κορεσθῶμεν . . . . . ἑῶμεν κορεσθῶμεν . . Ν ἐάσουσι ὅ ἐστι κορέσουσι . | ||
τὸ ἕω , δηλοῦν τὸ κορέσω . ἐπεὶ χ ' ἑῶμεν πολέμοιο . ὅταν γὰρ διακορεῖς γενώμεθα , εἰς τὴν |
σκευαρίων , ὅταν καλῇ τι : παρατίθου τράπεζα : αὕτη παρασκεύαζε σαυτήν . μάττε θυλακίσκε . ἔγχει κύαθε . ποὖσθ | ||
, ταῦτα παράλαβε : εἰ δὲ μή , σκεύη σαυτῷ παρασκεύαζε . περὶ δὲ τῶν ναυτῶν καὶ τῶν ἐπιβατῶν καὶ |
δειπνεῖν : Παρὰ τὰ ἐκ Φρίξου Εὐριπίδου . τὸ δὲ κώδιον προσέθηκεν , ἐπειδὴ καθεύδειν ἔφη . 〚 Ἄλλως . | ||
: ἄφθιτον στρωμνὴν εἶπε τὸ δέρος τοῦ κριοῦ , τὸ κώδιον : οἱ γὰρ ἀρχαῖοι ὑπεστρώννυντο τὰ κώδια , ἀφ |
ᾠὰ , σεμίδαλις . εἰώθασι δὲ καὶ τὸν ἐγκέφαλον ὀπτᾶν κατειλήσαντες τοῖς τῆς συκῆς φύλλοις , ἢ μετὰ τῆς ἄλλης | ||
μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ : οὕτως γὰρ διὰ τὴν τοῦ |
παρὰ τὸ ἐκεῖ φυλάττεσθαι τὸν πυρὸν πυροταμεῖον καὶ πρυτανεῖον : διφθογγογραφεῖται δὲ ἢ τῷ λόγῳ τοῦ βαλανεῖον ἢ ὅτι εὕρηται | ||
μεταφέροντα . παραβάλλει ] παραβάλλῃ . τὸ ” ἀνέχει “ διφθογγογραφεῖται ἀττικῷ ἔθει . ἐκεῖνοι γὰρ πάντα τὰ δεύτερα πρόσωπα |
. καὶ τὸ ἀφ ' οὗ . . ἐπί . ἐπηετανόν βʹ : ἀδιάλειπτον . μέγα . ἡ ἐπί τίθεται | ||
ἐσκομίσαι καὶ συρφετόν , ὄφρα τοι εἴη βουσὶ καὶ ἡμιόνοισιν ἐπηετανόν . αὐτὰρ ἔπειτα δμῶας ἀναψῦξαι φίλα γούνατα καὶ βόε |
. σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον , | ||
τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες |
Νεφέλη δὲ μαθοῦσα τοῦτο λαμβάνει παρ ' Ἑρμοῦ κριόπρωρον πλοῖον ὑπόχρυσον , ἐμβάλλει τε τοὺς παῖδας ἐν αὐτῷ πλεῖν καὶ | ||
ἐὰν μὴ ἑταίρα ᾖ , μηδὲ τὸν ἄνδρα φορεῖν δακτύλιον ὑπόχρυσον μηδὲ ἱμάτιον ἰσομιλήσιον , ἐὰν μὴ ἑταιρεύηται ἢ μοιχεύηται |
ὁ φάτριος Ζεὺς ἤγουν ὁ πάτριος . τὸ δὲ τριώβολον ἡμίδραχμόν ἐστιν . ἡλιασταί ] Ἡλιαία μέγιστον δικαστήριον Ἀθήνησιν . | ||
ὁ φάτριος Ζεὺς καὶ ὁ πάτριος . τὸ δὲ τριώβολον ἡμίδραχμόν ἐστιν . Ἡλιαία δὲ καλεῖται διὰ τὸ ὑπαίθριον αὐτὴν |
μέσα χροιισθεῖσαι : ἃ κρίνα , λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἳ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ | ||
κρόκῳ μέσα χροιισθεῖσαι , ἃ κρίνα λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἱ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
εἰς ὑμέναιον ἄγω . Εἶπεν . Ὁ δὲ σκίπωνα , γεροντικὸν ὅπλον , ἀείρας : Ἠνίδε , κεῖνοι σοὶ πᾶν | ||
νοῆσαι γραμμῶν ἀμφοτέρων ἅγιον σέλας . Ὧν ἀποβαίνων Οὐρανὸς ἐστήρικτο γεροντικὸν εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , |
ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην σχίνου τε | ||
καθ ' ὥραν τετρυγημένοι . Νὴ Δί ' , ἐπεὶ ἀσταφίδες γε πάντες ἤδη εἰσί . Τοὺς τραυματίας ἐπὶ τούτοις |
τῇ σαυτοῦ χειρὶ τὸν θρόνον ἐγγύς τέ μου καθίσαι ἐθελήσεις ἡσθήσῃ τε ἐγγύθεν ὁρῶν τὰς πολιὰς θήξεις τέ μοι τὸν | ||
εἰπεῖν τὸν τοιοῦτον , οὐδὲ σαυτὸν εἰς τὸ εἴσω βλέψας ἡσθήσῃ ὡς καλῷ . Ὥστε μάτην ἂν οὕτως ἔχων ζητοῖς |
ἐφθαρμένων οὐσία εἴη : φαντασθείη γὰρ ἄν τις καὶ τὸ ἐφθαρμένον . καὶ ἔξεστι κἀκ τούτων συνορᾶν , εἰς ποίας | ||
ξύσομεν : ἐὰν δὲ λελιπασμένον ἢ τετερηδονισμένον ἢ ἄλλως πως ἐφθαρμένον ὑποπίπτοι , μέχρι σήραγγος ἐκκόψομεν . τὴν δ ' |
Διόνυσος ὁ τίλλων τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . πέμψω ] προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος , | ||
ἤγουν ὦ οἱ ὀλόμενοι ἐν τριήρεσι βάρισιν . πέμψω ] προπέμψω . δυσθρόοις ] † κακὸν ἔχουσι θροῦν . γόοις |
ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς | ||
συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν |
, καὶ τὸ φᾶρ ἀπὸ τοῦ φᾶρος , καὶ κρῖ σταῖς στῆρ οὖς ὦς φῶς πῦρ . τὰ δὲ ἔχοντα | ||
, δίγραμμα διγράμματος , κραταίπεδον . Ἓν εἰς αις τὸ σταῖς ἐπὶ τοῦ ἀλεύρου σταιτός : τὸ δέμας ἄκλιτον : |
ἐστὶ τὸ τῷ μέσῳ δακτύλῳ παίειν τινὸς τὸν μυκτῆρα : ῥαθαπυγίζειν δὲ τὸ σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν , | ||
ὑπὸ τοῦ μείζονος ἀφεθέντι τὴν ῥῖνα παίειν , τὸ δὲ ῥαθαπυγίζειν σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν . τὰ δὲ |
νύκτας . φησὶ γοῦν που Μένανδρος : κοτύλας χωροῦν δέκα κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἔπιον μεστόν . Ἀλε | ||
' ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων φησί : τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν , τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος |
γλαῦκες , ἰκτῖνοι , λαγοί . τὸ μέντοι ‚ ἢ πτῶκα λαγωόν ‚ εἰ μέν ἐστιν Ἰωνικόν , πλεονάζει τὸ | ||
Λατοῦς γὰρ ἶνίς μ ' ἄτιμον τίθησιν τόνδ ' ἀφαιρούμενος πτῶκα , ματρῷον ἅγνισμα κύριον φόνου . ἐπὶ δὲ τῷ |
ἀντὶ τοῦ διαμωκᾶσθαι καὶ διαπαίζειν . διαττᾶν Ἀττικοὶ λέγουσι τὸ σήθειν , καὶ διηττημένον τὸ σεσησμένον . διδυμάονε : οἱ | ||
δὲ αὐτὸ ψύχειν καλῶς καὶ μετὰ τὸ ψυγῆναι κόπτειν καὶ σήθειν καὶ οὕτω διδόναι τοῖς ἔχουσι λίθον . καὶ τοὺς |
χολωδεϲτέρου . διαφορεῖ δὲ τὸ γλυκύτατον ἔλαιον θερμὸν καὶ μᾶλλον παλαιούμενον τοῦτο καὶ τὸ Ϲικυώνιον . εἰ δὲ παχύτερον εἴη | ||
εἶναι ὥσπερ τὸ θεῖον , ἀλλὰ τῷ τὸ ἀπιὸν καὶ παλαιούμενον ἕτερον νέον ἐγκαταλείπειν οἷον αὐτὸ ἦν . ταύτῃ τῇ |
πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν , Παφίης ῥόδον προσεῦρεν . Τὸ ῥόδον δύω τιτρώσκει | ||
χαράσσον : ὃ γὰρ ἡ φύσις προσεῦρεν τὸ ῥόδον μόνον προσεῦρεν . Γλυκερὸν ῥόδον προῆλθεν , γλυκερὴν χάριν κομίζει , |
ἐν Πελοποννήσῳ . καὶ Εἱλωτεία ἡ δουλεία . Εἰρεσιώνη , θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα | ||
ἡ δουλεία . τὸ δὲ θηλυκὸν Εἱλωτίδες . εἰρεσιώνη : θαλλὸς ἐλαίας ἐστεμμένος ἐρίοις , προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ |
ἄρθρον τραπὲν εἰς ἁ οὐ ψιλοῦσιν , ἀλλὰ δασύνουσιν . ψιθύρισμα : τὸ μινύρισμα . ὠνοματοπεποίηται δὲ ἡ λέξις παρὰ | ||
τὸν ποιμένα κρειττόνως τῇ καλάμῃ φθεγγόμενον . ἀδύ τι τὸ ψιθύρισμα : οἱ Δωριεῖς τρέπουσι τὸ η τὸ δασὺ εἰς |
διαστᾶσα , ἔνθα ἐστὶν ἐν τῷ ἄλσει τῷ ἐν Λεβαδείᾳ βόθρος τε Ἀγαμήδους καλούμενος καὶ πρὸς αὐτῷ στήλη : τὴν | ||
λύρας ποίησιν χελώνην ᾑρηκώς . ἔστι δὲ ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ βόθρος πεποιημένα ἐν τύπῳ ταύρου μάχην ἔχων καὶ λύκου , |
ἄλλων προλελειωμένων ἐν ὄξει , καὶ χρῶ . ἄλλο . βολβίτου αἰγείου ξηροῦ λίτρας βʹ . ἕψει ἐν ὀξυκράτῳ καὶ | ||
, καὶ μῆκος δίπηχυ . κεχρίσθω δὲ ἔξωθεν κονίας καὶ βολβίτου φυράματι : ἧττον γὰρ ἂν σαπείη . τρυπᾶν δὲ |
ἢ παρὰ τὸ αἴρειν τὰ σώματα γίνεται ἁρμός , ὡς καθαίρω καθαρμός , οὕτω αἴρω ἁρμός , ἀφ ' οὗ | ||
. παρὰ τὸ αἴρω τὸ προσφέρω , ἁρμός . οὕτω καθαίρω καθαρμός . παρὰ οὖν τὸ ἁρμὸς , ἁρμία , |
. Ἀττικοὶ γὰρ πολύπουν λέγουσιν . Ἀριστοφάνης : πηγαὶ λέγονται πολύπου πιλουμένου . Ἀλκαῖος : ἠλίθιον εἶναι νοῦν τε πουλύποδος | ||
ἐπαινήσας ἑκὼν ἄλλοτ ' ἀλλοῖα φρόνει . καὶ Θέογνις : πολύπου ὀργὴν ἴσχε πολυπλόκου . εἰσὶ δ ' οἵ φασι |
γυναικοφίλας . Ταῦτα μὲν ὦν δι ' ἀμοιβαίων οἱ παῖδες ἄεισαν , τὰν πυμάταν δ ' ᾠδὰν οὕτως ἐξᾶρχε Μενάλκας | ||
, τῷ βουκόλῳ αἱ βόες αὐταί . Ὣς οἱ παῖδες ἄεισαν , ὁ δ ' αἰπόλος ὧδ ' ἀγόρευεν : |
: ὀδυνηρὰ , ἄλγη ἐμποιοῦσα . κατενήρατο : ἐφόνευσεν : ἀναίρω τὸ φονεύω . ἀκωκῇ : γράφεται ῥιπῇ . ῥιπῇ | ||
: ὀδυνηρὰ , ἄλγη ἐμποιοῦσα . κατενήρατο : ἐφόνευσεν : ἀναίρω τὸ φονεύω . ἀκωκῇ : γράφεται ῥιπῇ . ῥιπῇ |
: παρὰ τὸ † ἀμορμεύειν πορεύεσθαι . . . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει | ||
. . . ἀμοιβηδίς : ἐκ τοῦ ἀμείβω ἀμοιβή καὶ ἀμοιβηδίς . σημαίνει δὲ τὸ ἐνηλλαγμένως , τὸ δὲ ἐπαμοιβός |
τὰ φυτά , ἐὰν τὴν ῥίζαν περιορύξας καὶ τρυπήσας κρανέας ἐπίουρον ἐμβάλῃς , καὶ γῆν ἐπισωρεύσῃς . Τινὲς δὲ γυμνώσαντες | ||
: τί γὰρ κεκώλυκε παρὰ τὸ ὁρῶ εἶναι ἐπίορον καὶ ἐπίουρον τὸν ἐπιορῶντα , ἐψιλῶσθαι δὲ διὰ τὴν ἐπένθεσιν τοῦ |
φιλότητι ᾗ χροιῇ , τῷ δ ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι . βῆ | ||
ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά : οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε . γηθόσυνος δ ' οὔρῳ πέτας ' ἱστία |
τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν , ὑπέδησε δ ' αὐτὸ Φειδίας τὴν | ||
, ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν . τὸ μέντοι σανδάλιον εὑρέθη ὑπὸ τῇ κιβωτῷ καὶ κατεκαύθη ὕστερον . “ |
. ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ : ἦμος | ||
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα ἥμεθα , δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . ἦμος |
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε . Ὑπόλοιπόν μοί ἐστιν ἔτι πρὸς ταύτην τὴν | ||
τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις ἀλλὰ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε καὶ πάλιν ἀλλὰ μανδραγόραν πεπωκόσιν ἤ τι φάρμακον |
βοτάνη ὀλόψας δὲ ἀντὶ τοῦ λεπίσας , κόψας . * ὀλόψας : ἐντρίψας . ἱππείου μαράθου : τὸ δὲ λεγόμενον | ||
. ἦτρον τὴν ἐντεριώνην φησί . * νάρθηκος : βοτάνη ὀλόψας δὲ ἀντὶ τοῦ λεπίσας , κόψας . * ὀλόψας |
ἀπὸ κοινοῦ . τοῖς ἐμβόλοις : ἔμβολον χάλκωμα ὡραῖον , περιτιθέμενον κατὰ πρῴραν ταῖς ναυσὶν σφῶν : τῶν Συρακουσίων . | ||
ἀποσπεῖσαι . Μύδρον . σίδηρον ἀργόν . Ἔμβολος . χάλκωμα περιτιθέμενον κατὰ πρώραν ταῖς ναυσίν . Ἐναγίζειν . τὰς χοὰς |
καὶ ἐπιμήκη πρὸς τὰ τοῦ περικλυμένου : θάμνος μέγας , κλήμασιν ὡς διπήχεσιν , ἀφ ' οὗ καυλοὶ σπιθαμιαῖοι : | ||
εἶναι καὶ τὸν γινόμενον καρπὸν ἐν ἄκροις μᾶλλον φύεσθαι τοῖς κλήμασιν . Ἔνιοι δὲ καθόλου περὶ πασῶν διαιροῦσιν οὐκ εἰς |
τὸν θεατὴν ἐρανίζεται , ἁβρύνουσι δὲ καὶ τέχναι ποικίλαι τὸ δαίδαλμα , αἱ μὲν παριόντα τὸν θεατήν , αἱ δὲ | ||
ἔχει δὲ ὧδέ πως , ὡς ἐμὲ μνημονεύειν , τὸ δαίδαλμα . ποιεῖ παῖδα τὸ εἶδος ἁβρόν , τὴν ἀκμὴν |
πρὸς τὸ πραθῆναι . αὐτὸς δ ' ὡραῖον : τὸν ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι . | ||
τὸ ἥμερον † μέν , ἄωρον δὲ , σῦκον τὸ ὥριμον , ἰσχὰς δὲ τὸ ξηρανθέν . τὸν δ ' |
ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ] . . . , : ὁ δὲ πτόλεμος | ||
ᾧ δὲ δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ |
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν | ||
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων |
ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . ἢ ἀπτόητε ἐν τῷ λέγειν , θρασεῖα , | ||
εἶναι δεινοεπές . , : τὸ ἰσχυρόν , ὥστε εἶναι δεινοεπές . , , ? . καὶ ἴσως , δεινοεπές |
φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι , ὅθεν καὶ φάσγανον , νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκὸς οἷον ἰχθύς : δύναται δὲ | ||
, ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς : δύναται |
σὺ περιπεσεῖν ἔρωτικῶς [ ] καὶ μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον | ||
μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε |
ῥαδιεστέραν τὴν πόλιν „ . . . . . . ἀνιηρέστερον : ἀνιηρέστερον : ” αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον | ||
Ὑπερείδης τε : ἀκρατέστερον ἔπιεν . τούτῳ ὅμοιον καὶ τὸ ἀνιηρέστερον καὶ παρ ' Αἰσχύλῳ τὸ ἀφθονέστερον λίβα . καὶ |
Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν | ||
. ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ ' |
ἀβαμβάκευτα τοῖς ὀρφανοῖς παρατίθεται : καὶ ὅτι οἱ νεώτατοι αὐτῶν ἐφεστᾶσι διακονοῦντες : καὶ ὅτι μετ ' εὐφημίας σπείσαντες τοῖς | ||
ἐπειγόμενον : εἶτα μέλλοντα ψαύειν τῶν πυλῶν αἷς αἱ Ὧραι ἐφεστᾶσι , κεραυνῷ βληθέντα πεσεῖν , καὶ τὸ ὄρνεον οὐκέτι |
βαλὼν εἰϲ ἄμβυκα ὑάλινον ἐπὶ ἀκάπνῳ πυρὶ ποίει , καθὼϲ ποιοῦϲίν τινεϲ τὸ ῥοδόϲτακτον καὶ τὸ κρινόϲτακτον . μετὰ δὲ | ||
βαλὼν εἰϲ ἄμβυκα ὑάλινον ἐπὶ ἀκάπνῳ πυρὶ ποίει , καθὼϲ ποιοῦϲίν τινεϲ τὸ ῥοδόϲτακτον καὶ τὸ κρινόϲτακτον . μετὰ δὲ |
πλυνός “ ὀξυτόνως τὸ ἀγγεῖον αὐτό , παροξυτόνως δὲ τὸ πλυνόμενον . σημειωτέον ὡς ὁ Ἀριστοφάνης τὸ ” ὑγιαίνειν “ | ||
τοῖς ῥινήμασιν ὀλίγην μολύβδαιναν , φάσκοντες βέλτιον εἶναι τὸν οὕτως πλυνόμενον μόλυβδον . Καίεται δ ' ὁ μόλυβδος οὕτως : |
Καί μοι τὰς μαρτυρίας ἀνάγνωθι ταυτασί : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ δή μοι τὰς μαρτυρίας ἐκείνας | ||
ἀληθῆ ἐστι , μάρτυρας ἐγὼ παρέξομαι ὑμῖν . Καί μοι ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Πρὶν τοίνυν ταῦτα ὁμολογηθῆναι αὐτῷ , |
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα | ||
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ |
καὶ ἀσφαλές , εἰ καὶ ἄλλως ἡ συντομία ἀφαιρεῖται τὸ εὐκρινές . Ὁ τοίνυν ἐγκέφαλος ἀρχή τις ὢν καὶ πηγὴ | ||
τούτου τυχόντος πραγματείας ἀλλὰ μὴ κατὰ πάρεργον ἄν τις εἶχεν εὐκρινές τι λαβεῖν . πάντη γὰρ καὶ πάντως ἐστὶ χαλεπώτατον |
μὴν τὸ δεῖν ' , ἀκροκώλια δή σοι τέτταρα ἥψησα τακερά . τῶν δὲ γηθύων ῥίζας ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν . | ||
μὴν τὸ δεῖν ' , ἀκροκώλια δή σοι τέτταρα ἥψησα τακερά . τῶν δὲ γηθύων ῥίζας , ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν |
μένος εἵλετο χαλκός . οἶνον δ ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον , ἠδ ' εὔχοντο θεοῖς αἰειγενέτῃσιν . ὧδε | ||
θείοιο . ἀλλ ' ἄγετ ' , οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν , ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ ' ἰόντες : τὸν |
ἀντὶ τοῦ εἶχε δοῦναι τῇ Γαλατείᾳ εἰς τὸ πεῖσαι . Ἐπιγράφεται μὲν τὸ εἰδύλλιον Ἀΐτης , γέγραπται δὲ Ἰάδι διαλέκτῳ | ||
τὸ στόμα , ᾗτινι οἱ ἀργυραμοιβοὶ τὸν χρυσὸν δοκιμάζουσιν . Ἐπιγράφεται τὸ εἰδύλλιον Ὕλας . πάλιν δὲ τῷ Νικίᾳ προσδιαλέγεται |
δ ' ἕταροι σφάξαν τε θοῶς δεῖράν τε βοείας , κόπτον δαίτρευόν τε καὶ ἱερὰ μῆρ ' ἐτάμοντο , κὰδ | ||
Ἄργος λῦσεν ὑπὲκ πέτρης ἁλιμυρέος : ἔνθ ' ἄρα τοίγε κόπτον ὕδωρ δολιχῇσιν ἐπικρατέως ἐλάτῃσι . ἑσπέριοι δ ' Ὀρφῆος |
τὸν ΕΖΗΘ κύκλον , οὕτως τὸ ΑΣΒΤΓΥΔΦ πολύγωνον πρὸς τὸ ΕΞΖΟΗΠΘΡ πολύγωνον . ἀλλ ' ὡς μὲν ὁ ΑΒΓΔ κύκλος | ||
Α στερεὸν πρὸς τὴν πυραμίδα τὴν βάσιν μὲν ἔχουσαν τὸ ΕΞΖΟΗΠΘΡ πολύγωνον , κορυφὴν δὲ τὸ Ν σημεῖον . μείζων |
, καὶ βοῶν δέ τινων , καὶ ὡς ἕτερον τὸ πῖόν ἐστι καὶ ἄλλο τὸ πιμελές , καὶ ὅτι τὰ | ||
, καὶ βοῶν δέ τινων , καὶ ὡς ἕτερον τὸ πῖόν ἐστι καὶ ἄλλο τὸ πιμελές , καὶ ὅτι τὰ |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
' ὅλου σκαλεύει καὶ τὰ κεκρυμμένα ἐρευνᾷ . Ψιλοῦσθαι καὶ πιττοῦσθαι βλάβας καὶ ζημίας σημαίνει . Ἔτι καὶ τοῦτο . | ||
, ἄφελε , τὸ μύρῳ χρίεσθαι τὰς πολιὰς καὶ τὸ πιττοῦσθαι μόνα ἐκεῖνα . εἰ μὲν γὰρ νόσος τις ἐπείγει |
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν | ||
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον . |
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί . | ||
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι |
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ | ||
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου |
, ἓν δὲ τοῖς τούτων οἰκέταις : τὸ δὲ τρίτον δημιουργοῖς τε καὶ πάντως τοῖς ξένοις , οἵ τέ τινες | ||
[ Βασιλεὺς Μακεδόνων Φίλιππος Πελοποννησίων τῶν ἐν τῇ συμμαχίᾳ τοῖς δημιουργοῖς καὶ τοῖς συνέδροις καὶ τοῖς ἄλλοις συμμάχοις πᾶσι χαίρειν |
καὶ Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος , ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ ἐκπάγλοις ' ἐπέεσσιν , ἄναξ δ ' ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων | ||
ἐστὶ τὸ νέκταρ . τούτου χρὴ παρέχειν πίνειν ἐν δαιτὶ θαλείῃ τοῖσιν ἐμοῖσι φίλοις , τοῖς δ ' ἐχθροῖς ἐκ |
. ὀτοτύζεται ] δεῖ δὲ ὅμως τὸν ἀποθανόντα θρηνῆσαι . ματεύει ] ὅμως οὐκ ἠρεμεῖ ἡ ψυχή : ζητεῖ γὰρ | ||
, πάντα θ ' ἅτ ' ἐκ γαίης μερόπων ἐπίνοια ματεύει . ἢν δ ' ἀκτὶς Κρονικὴ κορυφὴν ἐπ ' |
παλαιῷ θερμῷ ἢ Ϲικυωνίῳ πλὴν τῆϲ κεφαλῆϲ τροφήν τε προϲάγειν ϲιτώδη χυλὸν ἔχουϲάν τινοϲ τῶν αὐϲτηρῶν , οἷον ῥοιᾶϲ , | ||
οἶνον κεκραμένον : ἤδη δὲ τοῦ βρέφουϲ λαμβάνοντοϲ ἀδεῶϲ τὴν ϲιτώδη τροφήν , ὅπερ ὡϲ ἐπὶ τὸ πολὺ γίγνεται περὶ |
πτερόεντα προσηύδα : δεῦτε φίλοι , καί μ ' οἴῳ ἀμύνετε : δείδια δ ' αἰνῶς Αἰνείαν ἐπιόντα πόδας ταχύν | ||
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες στῆτ ' ἐλελιχθέντες καὶ ἀμύνετε νηλεὲς ἦμαρ Αἴανθ ' , ὃς βελέεσσι βιάζεται , |
ὑποδοχὴν τῆς τοιαύτης ῥίψεως ἐξεπίτηδες πεποιημένου : πολλάκις δὲ καὶ ἀκύλοις καὶ βαλάνοις ἀντὶ τῶν ἀστραγάλων οἱ ῥίπτοντες ἐχρῶντο . | ||
τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι . Ἧι Διονυσίοις ἀκύλοις παίζους ' ἀνέμενοι τρόπα . Ἀλλ ' ἐπανατρέψαι βούλομαι |
τετεύχαται : οὐ γὰρ ἔτ ' ἄλλον ἤπιον ὧδε ἄνακτα κιχήσομαι , ὁππός ' ἐπέλθω , οὐδ ' εἴ κεν | ||
προσέφη κρατερὸς Διομήδης : ἠὲ μέν ' ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι , οὐδέ σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν |
θεὼς σέβεσθαι , καὶ αἰσχρὸν αὖ τὼς θεὼς σέβεσθαι , αἴπερ τωὐτὸν αἰσχρὸν καὶ καλόν ἐστι . καὶ τάδε μὲν | ||
καὶ αὐτοῦ τὰ πρόβατα μηδὲν ἔλασσον τῶν ἐμῶν τρέφοιντο . αἴπερ ὅμοιον : εἴπερ ὁμοίως ἀείδει ταῖς ἀηδόσιν ὁ Δάφνις |
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
τὰ πόπανα καὶ τὰ προθύματα . προθύματα δὲ ἤτοι τὰς ὀλύρας , παρὰ τὸ προθύεσθαι τῶν ἱερείων ἢ κριθὰς ἢ | ||
. ὡς Ὅμηρος : ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ ἔρεφον ἔλαβε , τουτέστιν |
. ἐπικρατεῖν : ἰσχύειν τοὺς Ἀθηναίους . τὸ ὑπηρέσιον : ὑπηρέσιόν ἐστι τὸ κῶας , ᾧ ἐπικάθηνται οἱ ἐρέσσοντες διὰ | ||
. ἐπικρατεῖν : ἰσχύειν τοὺς Ἀθηναίους . τὸ ὑπηρέσιον : ὑπηρέσιόν ἐστι τὸ κῶας , ᾧ ἐπικάθηνται οἱ ἐρέσσοντες διὰ |
Ὡς ἐκείνης ἁψαμένης αὐτῆς . τὰ γὰρ ἱερεῖα μέλλοντες θύειν ψηλαφῶσιν , εἰ λιπαρά ἐστι . ψηλαφᾶτε . ποθ ' | ||
κατὰ ⌈ τῆς γῆς . ἐρεβοδιφῶσιν ] ἐν τῷ σκότει ψηλαφῶσιν . , σκοτοψηλαφοῦσι . . ἐρεβοδιφῶσιν : ἐρευνῶσιν , |
“ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ | ||
ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἰρίον ἀμφὶς ἀνέλκει . ” ἀλῆτις οἷον δικαία παραλαμβάνειν τὸν σταθμὸν καὶ παραδιδόναι . ἀλίφατι |
δ ' αἶψ ' ἀναβάντες ἐνήκαμεν εὐρέϊ πόντῳ , ἱστὸν στησάμενοι ἀνά θ ' ἱστία λεύκ ' ἐρύσαντες . ἀλλ | ||
Πυθοῖ ἤ που ἐν Ὀρτυγίῃ ἢ ἐφ ' ὕδασιν Ἰσμηνοῖο στησάμενοι , φόρμιγγος ὑπαὶ περὶ βωμὸν ὁμαρτῇ ἐμμελέως κραιπνοῖσι πέδον |
εἶναι τὸν τόπον φυλὴν , τὸ Νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι φυλασίων . Φιλόχορος δ ' ἐν ζʹ Ἀτθίδος φρούριον | ||
τὸν τόπον , Φυλήν , τὸ νυμφαῖον δ ' ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων καὶ τῶν δυναμένων τὰς πέτρας ἐνθάδε γεωργεῖν , |
κάλλος ἢ αὐτὸς εἶμεν εὔμορφος : ὥσπερ εἰ οἶνον πιεῖν ἁδὺν καὶ πολύωρον ἢ αὐτὸς εἶμεν βουνός , καὶ χιλὸν | ||
τούτωι γὰρ ἀρῶ , τούτωι θερίζω , τούτωι πατέω τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ ' ἀμπέλων , τούτωι δεσπότας μνοΐας κέκλημαι |
: καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν | ||
. τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν |
φύλλα , ἀμύγδαλα γλυκέα , ἀναγαλλίδες ἀμφότεραι , ἀτρακτυλὶς ἢ κνίκος ἄγριος , ἀφάκη , τῶν βάτων ὁ πέπειρος καρπός | ||
καὶ λαθυρὶς καὶ ἀγαρικὸν καὶ εὐφόρβιον καὶ λυχνὶς ἀγρία καὶ κνίκος καὶ σκαμμωνία : χωρὶς δὲ τούτων καὶ τοῦ χαλκοῦ |
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ | ||
γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ |
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν | ||
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ |
λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν , φοβεῖσθαι . „ Καὶ φάγεσαι τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ : ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου | ||
. ἔδοι ] μέλλεις φαγεῖν ; ἔδῃ ] φάγοις , φάγεσαι , φάγῃ . ζύγιοι μὲν ἐλέγοντο οἱ . . |
. ψιλοδάπιδας τὰς ψιλὰς καὶ μὴ μαλλωτὰς δάπιδας λέγουσιν . ψίττα : ποιμενικὸν ἐπίφθεγμα καὶ ψιττάζειν : τὸ ποιμενικῶς ἐπιφθέγγεσθαι | ||
σκανθαρίζειν , ῥαθαπυγίζειν , πεντάλιθα , ψίττα Μαλιάδες ψίττα Ῥοιαί ψίττα Μελίαι , πλαταγώνιον , τηλέφιλον , κρίνα , σπέρμα |
ἐριηχέα τεύχει δοῦπον ἐπικροτέων : πατάγῳ τ ' ἐπιτέρπεται ἦτορ ἀνθιέων : καί πού τις ἀνέδραμεν αὐτίκα λίμνης , παπταίνων | ||
ὀρκύνων , ἀμιῶν , νάρκης , σηπιῶν , τευθίδων , ἀνθιέων , καλλίχθυος , κανθάρου , σπάρου , ἀδμώων , |
τὸ προσκείμενον λέμμα : κἂν δὲ μὴ πᾶν ἀποπέσῃ τὸ ἀχυρῶδες , ἡ ἑψηθεῖσα πτισάνη ῥυπτικωτέρα μὲν γίνεται , βλάβην | ||
διαλυθῇ , ἔκθλιβε τὸ ὑγρὸν καὶ πάλιν ἕψε ἐκβαλὼν τὸ ἀχυρῶδες τῶν ὀπωρῶν . καὶ ὅταν τὸ τρίτον ὑπολειφθῇ , |
τοῦ χρυσοῦ ἕνεκα , ἀλλὰ φύσι γὰρ κατὰ τῆς γῆς ὀρύσσουσιν , ἵνα φωλεύοιεν : κατάπερ οἱ ἡμέτεροι οἱ σμικροὶ | ||
ἀλλὰ τόπον γὰρ ἐπιλεξάμενοι ἄπεδον καὶ καυματώδεα ἐν κύκλῳ τάφρον ὀρύσσουσιν , ὅσον μεγάλῳ στρατοπέδῳ ἐπαυλίσασθαι . τῆς δὲ τάφρου |
ἐς τὰ προάστεια φέρουσιν , θέμενοι δὲ αὐτὸν καὶ τὸ φέρτρον τῷ ἐκόμισαν , ὕπερθε λίθοις βάλλουσιν , καὶ τάδε | ||
ἀλλήλων . . κείμενον ἐν φέρτρῳ : ὅτι ἅπαξ τὸ φέρτρον : ἔστι δὲ φορεῖον . . πάντας γὰρ ἔχε |
τὸ τῆς χρήσεως τάχος ὑπὸ τῶν προγεγενημένων ὠφεληθῆναι δυνηθείς . Ἔπεμψα δὲ καὶ τέκτονας ἐγχωρίους καὶ τοὺς ἄλλως ἐργάσασθαι καὶ | ||
γράμμασιν ὁμολόγει , καὶ πίστις τοῦ μέλλοντος ἐπιστολὴ γενέσθω . Ἔπεμψα τὸν ἀδελφὸν ἱκετεύσοντα τὸν παρ ' ὑμῖν ὑπὲρ ἐμοῦ |
πλῆρες ] πεπληρωμένον , γεγεμισμένον , μεστόν . βαλανεῖον ] λοετρόν . λουτρόν . κενὰς ] ματαίους , ματαίας . | ||
ἐξ ἄντροιο προχεύμενον ἄργυφον ὕδωρ οἷον κεκμηῶσι ποτὸν γλυκερόν τε λοετρόν : οἷα δ ' ἐνὶ ξυλόχοις κεχαρισμένα δῶρα φέρουσιν |
καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην ταμνομένους κρέα πολλὰ κερῶντάς τ ' αἴθοπα οἶνον . τόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ | ||
, οὐ γὰρ σῖτον ἔδους ' , οὐ πίνους ' αἴθοπα οἶνον . Ἄνθρωποι δὲ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀφορῶντες , |
γάλακτι , ἡ δ ' οἴνῳ , τριτάτη δὲ θυώδεϊ νᾶεν ἀλοιφῇ : ἡ δ ' ἄρ ' ὕδωρ προρέεσκε | ||
δὲ ναῖεν οὐκ εὖ . ἔδει γὰρ χωρὶς τοῦ ι νᾶεν , ἵν ' ᾖ ἔρρει , ὡς παρ ' |
ἀκυρολογεῖ . ἁλίπαστον ἁλισπάρτου διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ ἁλσὶ πεπασμένον κρέας ἢ ἰχθὺν ἔλεγον ἁλίπαστον , ἁλίσπαρτον δὲ τὴν | ||
καὶ ἁλίσπαρτον ⌊ ⌋ διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ ἁλὶ πεπασμένον κρέας ἢ ἰχθὺν ἔλεγον ἁλίπαστον , ἁλίσπαρτον ⌊ ⌋ |
τοῖς ἀργυρείοις τούτοις χρῶνται πρὸς τὴν πρώτην τούτων ἕψησιν . χείριστοι δὲ τούτων οἱ δρύϊνοι : γεωδέστατοι γάρ : χείρους | ||
ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα σφέων ἀναπέπταται , πάντων οὗτοι χείριστοι : λύκων γὰρ καὶ ὑῶν ἀγρίων τοιαῦτα εἴδη , |
δ ' εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς διὰ τούτων : ὡς οὑψώνης διατρίβειν ἡμῖν τἄριστον ἔοικε . παροψωνεῖν δ ' ἔφη | ||
: φειδωλὸς ἦν καὶ μέτριος ἀγοραστής . Ἀριστοφάνης : ὡς οὑψώνης διατρίβειν ἡμῖν τὸ ἄριστον ἔοικε . κεῖται δὲ καὶ |