ἤτοι δέρμα . τὸ συνοφρύωμα τοῦ μετώπου . ὅθεν καὶ σκύζεσθαι , τὸ ὀργίζεσθαι , διὰ τὸ ἐνδιάθετον γίνεσθαι τοῦτο
σκόπελος ἀκρωτήριον ἀφ ' ἧς ἔστι περισκέψασθαι , σκοπῆσαι . σκύζεσθαι χολοῦσθαι ἢ σκυθρωπάζειν . σκῶλος σκόλοψ : “ ὥστε
7253971 αρι
: τὸν μὲν ἀρισκυδὴς εὖνις ἀνῆκε Διός : παρὰ τὸ αρι τὸ ἐπιτατικὸν ἐπίρρημα καὶ τὸ σκύζεσθαι , ἡ ἄγαν
. . ἀρίγνωτος : διάδηλος , φανερός : ἀπὸ τοῦ αρι ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ γνωτός , τοῦτο ἀπὸ τοῦ
7177241 ὀπτω
Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή
, κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω
7174788 Σπληδονα
καὶ Στερόπης : Ἀπολλόδωρος δέ φησιν Ἀσκληπιάδην οὕτω λέγειν : Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην . . . : Ὠρωπός .
ὃ καὶ κυνὸς καλοῦσι δυσμόρου σῆμα κούφῃ κεραίῃ κεὐσταλεῖ παρήνεγκεν Σπληδόνα τ ' ἠγαθέην Ὦ Στοϊκῶν μύθων εἰδήμονες , ὦ
7030803 θιγγανω
οὐκ ἔχει . λαμβάνεται δὲ ὁμοίως ἀπὸ τοῦ θίγω τὸ θιγγάνω , καὶ ἀντὶ τοῦ μήθω τὸ μανθάνω , καὶ
, ὡς ἂν εἴποιμεν : ἱστόρησα τὴν πόλιν : πρωτόλεια θιγγάνω : ἀντὶ τοῦ πρὸ πάντων σε λιτανεύω καὶ ταύτην
6994017 Κοροπαιος
πολίτης Κορωπαῖος . Νίκανδρος ἐν Θηριακοῖς ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντείας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν . οἱ δὲ ὑπομνηματίσαντες αὐτὸν
, μάντιν ἐνὶ ζωοῖσι γεράσμιον , ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν
6992859 ἀρχαιοτατοι
: τὴν δὲ θεὸν ἧς ἐστι τὸ ἱερὸν οἱ μὲν ἀρχαιότατοι Φλιασίων Γανυμήδαν , οἱ δὲ ὕστερον Ἥβην ὀνομάζου -
ἵδρυμα : οἱ δὲ Πελασγοὶ τῶν περὶ τὴν Ἑλλάδα δυναστευσάντων ἀρχαιότατοι λέγονται : καὶ ὁ ποιητής φησιν οὕτω „ Ζεῦ
6925915 νασω
' ὀμόσσῃ αὐτά μοι στορεσεῖν καλὰ δέμνια τᾶσδ ' ἐπὶ νάσω : καὶ γάρ θην οὐδ ' εἶδος ἔχω κακὸν
. νενασμένοι ] ναίω , νήω ἢ νάσσω : μέλλων νάσω : νένακα , νένασμαι , νενακὸς ἡ μετοχή .
6905057 Ἀρυπες
, πόλις [ ἐν Αἰγύπτῳ ] , ἧς οἱ πολῖται Ἄρυπες , ὡς Ἡρωδιανός . Ἀρχανδρούπολις , πόλις ἐν Αἰγύπτῳ
Ῥύπες γὰρ λέγονται οἱ Ἀχαιοί , κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Ἄρυπες . Ἡρωδιανός , . . . . Ἀρύβαλλος :
6899055 τεκανον
ἐπιτήδεια . . . ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τέκω γίνεται τέκανον καὶ κατὰ συγκοπὴν τέκνον , οὕτως καὶ παρὰ τὸ
ἄπτερος : πολύπτερος : ἐξάπτερος . Ἀπὸ τοῦ τέκω , τέκανον , ὡς λείψω , λείψανον : πήσσω , πήγανον
6854872 γλωττοκομειον
τῶν γλωττῶν , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγγείου γλωττοκομεῖον παρὰ τοῖς νεωτέροις ἔστιν εὑρεῖν , ὡς ἐν τῷ
τὴν ἐμὴν γνώμην . γέρανδρυς : οἷον παλαιὸν δένδρον . γλωττοκομεῖον : ἐπὶ μόνου τοῦ τῶν αὐλητικῶν γλωττῶν ἀγγείου .
6849764 ἐκαλεσα
ἀντὶ τοῦ δύσκολον : ἀντὶ τοῦ λυσιτελεῖν : οὔτ ' ἐκάλεσά σε ἐλθεῖν ἐνταῦθα οὔτε τὴν σὴν παρουσίαν ὡς φίλου
ἀντὶ τοῦ δύσκολον : ἀντὶ τοῦ λυσιτελεῖν : οὔτ ' ἐκάλεσά σε ἐλθεῖν ἐνταῦθα οὔτε τὴν σὴν παρουσίαν ὡς φίλου
6829088 μυσαρος
ἁγὴς ὁ μυσαρός , ἐξ οὗ λέγεται καὶ ἅγιος ὁ μυσαρός , Ἱππώναξ φησὶν ὣς οἱ μὲν ἀγεῖ Βουπάλῳ κατηρῶντο
τὸν Στρεψιάδην . . βδελυρός ] πόρνος , μισητός , μυσαρός , συχαντός . , μεμισημένος διὰ τὸ πείθειν ;
6828565 πεπαλη
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , ,
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος
6828009 γοι
. στ . ἄσπρου λιτρ . γ . κρόκου τριχίνου γοι . ἄμβαρος γοβ . μόσχου γοβ . ὁ ἄρχων
προστιθέασι δὲ καὶ χυλοῦ ῥόδων τὸ ἀρκοῦν . Στύρακος λιπαροῦ γοι . καρυοφύλλου , κρόκου , ῥόδων ξηρῶν , φύλλου
6824900 εὐωχουμαι
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ '
6823701 λεβηριδος
ἐπὶ τῶν δι ' ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων .
Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος .
6819126 σωρευω
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης
6818952 ὀσταφιδα
Ἀντιφάνης Ἐπιδαυρίῳ . , . † ἀσταφίδα : ἀσταφίδα καὶ ὀσταφίδα οἱ Ἀττικοὶ ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν
, βιβλιοπώλαις , κοσκινοπώλαις , ἐγκριδοπώλαις , σπερματοπώλαις δευτερίαν οἶνον ὀσταφίδα νυνὶ δὲ Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία
6814017 φαζω
: φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω
φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω
6811932 ἀσπαζω
, . . . + . ἀσπασίως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω ἀσπάσω ἀσπάσιος καὶ ἀσπασίως . ἀσπαστόν : τοῦ ἀσπάζω
. . Ἀσπασίως : προσηνῶς , φιλοφρόνως : ἀπὸ τοῦ ἀσπάζω , ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀσπαστός καὶ τὸ
6810736 τιταινω
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
6802308 ἀμυξ
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ
6796073 βαξω
ἐπ ' ἀνθρώπους βάξις ἔχει χαλεπή . παρὰ τὸ βάζω βάξω βάξις . . . . βάπτω : παρὰ τὸ
πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω . τοῦ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω καὶ ὄνομα βάξις . . . . . .
6790717 τυπτωμαι
: ῥητέον δὲ ἤδη περὶ τῶν παθητικῶν . Τὸ ἐὰν τύπτωμαι χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ ὑποτακτικοῦ ,
ε ψιλοῦ ἐν τῇ παραληγούσῃ γραφόμενα , τὸ δὲ ἐὰν τύπτωμαι καὶ ἐὰν τύπτηται μακροχρονοῦνται διὰ τοῦ ω μεγάλου καὶ
6781760 ἀνακαλπαζει
αἰκάλλειν . ἁμάρτια ἀμβλώψ , ἀμβλωπόϲ . ἀμφίδρομοϲ πορθμόϲ . ἀνακαλπάζει . ἀναπλήϲαϲ . βόα νῦν ἀντίδουπά μοι . Πλάτωνοϲ
σημαίνει δὲ τὸ οἷον πρόσκειται ἰσχυρῶς . . , . ἀνακαλπάζει : τινὲς μὲν ὡς οὐ δόκιμον ἐφυλάξαντο τὴν φωνήν
6781015 κολλητον
μακρὰ βιβάσθων , νώμα δὲ ξυστὸν μέγα ναύμαχον ἐν παλάμῃσι κολλητὸν βλήτροισι δυωκαιεικοσίπηχυ . ὡς δ ' ὅτ ' ἀνὴρ
χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον , κατὰ δ ' ἡνία τεῖναν ὀπίσσω κολλητὸν ποτὶ δίφρον . ὃ δὲ μάστιγα φαεινὴν χειρὶ λαβὼν
6777412 θηγω
λευκῇ μυθιάζομαι ῥήσει , καὶ τῶν ἰάμβων τοὺς ὀδόντας οὐ θήγω , ἀλλ ' εὖ πυρώσας , εὖ δὲ κέντρα
θήγω : τὸ ἀκονῶ . παρὰ τὸ θοῶ θοήγω καὶ θήγω , τουτέστι θοὸν καὶ ὀξὺ ποιῶ . Ὅμηρος :
6776993 τρισυλλαβως
τῶν τὴν σάρκα τῶν ἐντιθεμένων καταναλισκόντων σωμάτων . Λιθῶντας , τρισυλλάβως , Οὐ λιθιῶντας : Πλάτων ιαʹ Νόμων : καὶ
εἶπε ” . Τρύφων δ ' ἐν παρωνύμοις „ Ἁλαῖος τρισυλλάβως καὶ Ἁλαιαῖος τετρασυλλάβως . . . ὡς Ληναῖος Ληναιεύς
6776401 ἐρευνω
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω .
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . .
6760124 Ἐμοιγ
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως
6759793 ἑκυρος
ἐν τοῖς Ἀριστοφάνους τοῦ γραμματικοῦ Συγγενικοῖς εὕρηταί τις διαφορὰ τοῦ ἑκυρός καὶ πενθερός . φησὶ γὰρ ὡς πενθερὸς μὲν ὁ
ἔχοντα θηλυκὰ τριγενῆ ὀξύνεται : λιγυρός καπυρός ἁλμυρός ὀχυρός ἐχυρός ἑκυρός . Τὰ διὰ τοῦ ΩΡΟΣ ὑπερδισύλλαβα κύρια προπαροξύνεται :
6756572 ψησω
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ
6756053 καπτω
. . κάψα , , : κάψα : παρὰ τὸ κάπτω ῥῆμα τὸ δηλοῦν τὸ χωρῶ κάψω κάψα γέγονε ,
, ἐν ᾗ οἱ βοῦς κάπτουσιν : ἀπὸ γὰρ τοῦ κάπτω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐσθίω , ἡ κάπη γίνεται
6746992 θυσε
δύναται γὰρ ἅπαντα . ” ἦ ῥα , καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς ' αἰειγενέτῃσι , σπείσας δ ' αἴθοπα οἶνον
τὰς ἀπαρχὰς τῶν μερίδων ἢ τὰ ἀπομερισθέντα τοῖς θεοῖς . θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι
6738999 Πηλεις
βότρυς , οἱ ἡδεῖς τοὺς ἡδεῖς ὦ ἡδεῖς , οἱ Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς , οἱ Δημοσθένεις τοὺς Δημοσθένεις
Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς . Ὦ Πηλέες καὶ ὦ Πηλεῖς . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν πληθυντικῶν ὡς
6736432 ὀρυω
πλανῶ , γίνεται ἀλύω , ὡς πλήθω πληθύω καὶ ὀρῶ ὀρύω καὶ ὀρούω : οἱ γὰρ λυπούμενοι ἐν πλάνῃ εἰσίν
. Ὀρνυμένας : διεγειρομένας : ἐκ τοῦ ὄρω τὸ διεγείρω ὀρύω , καὶ πλεονασμῷ δωρικῷ τοῦ ν ὀρύνω , καὶ
6735611 Ἐλευσινιος
Σωκράτους , ψευδόμενοι . ἦν δὲ καὶ ἕτερος ῥήτωρ Αἰσχίνης Ἐλευσίνιος , ὃς καὶ τέχνας λέγεται ῥητορικὰς γεγραφέναι . λέγεται
προπέμψω . Αἰσχύλος ὁ τραγικὸς γένει μὲν ἦν Ἀθηναῖος , Ἐλευσίνιος τὸν δῆμον , υἱὸς Εὐφορίωνος , Κυναιγείρου ἀδελφὸς καὶ
6731342 φαλιος
καλέσωμες : ἐθελήσομεν καλέσαι κρίνειν . κύων ὁ φάλαρος : φάλιος , λευκός . καὶ Ὅμηρος τὰ κύματα [ φαληριόωντα
ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς ὁ ἔχων
6726701 ἐλαυνω
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας ,
6725028 ἀνεγειρεις
τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ ὅμως
. . Ο . : ὀκτώπουν Κρατῖνος Θράιτταις : ὀκτώπουν ἀνεγείρεις , ἀντὶ τοῦ σκορπίον . παροιμία γάρ : σκορπίον
6724301 κονιστικοι
. ὅσοι δὲ μὴ πτητικοί , ἀλλ ' ἐπίγειοι , κονιστικοί , οἷον ἀλεκτορίς , πέρδιξ , ἀτταγήν , φασιανός
ἱστορίας γράφει τάδε : εἰσὶ δὲ τῶν ὀρνίθων οἳ μὲν κονιστικοί , οἳ δὲ λοῦνται , οἳ δὲ οὔτε κονιστικοὶ
6723513 αἰκιζω
Ζεὺς μετὰ τὴν αἰθρίαν , διεγείρει . . . . αἰκίζω : ἀπὸ τοῦ τὸν σκληρόν , ἀπότομον , ἀεικίζω
, ἀνακαλῶ καὶ ἀνακαλοῦμαί σε , ἀπαριθμῶ καὶ ἀπαριθμοῦμαι , αἰκίζω καὶ αἰκίζομαί σε , ἀσκῶ τὸ μανθάνω καὶ ἀσκοῦμαι
6721135 ἀμυξω
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ
6720574 φθινω
γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ
τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας .
6720496 Μειζον
κάλλει πάντα τὰ τοιαῦτα ἀγνοεῖν αἰσχρόν . Ἔοικεν γοῦν . Μεῖζον δή τι νομοθέτῃ τε καὶ νομοφύλακι , καὶ ὃς
δ ' ὅς . Οὐκοῦν μεῖζον πόλις ἑνὸς ἀνδρός ; Μεῖζον , ἔφη . Ἴσως τοίνυν πλείων ἂν δικαιοσύνη ἐν
6719800 πηδω
ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω
Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ
6719068 ἀλαστος
καὶ τόξον ἀπέθηκεν . οὕτως Ὦρος . . . . ἀλαστός : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστεῖς , παρὰ δὲ τοῦτο
” λάε νεβρὸν ἀπάγχων ” . . . . . ἀλαστός , , : ἀλαστός : . . . ὁ
6717597 ψολοεντος
” μετὰ ἀρσενικοῦ ἐπιθέτου θηλυκόν ἐστιν , ὡς τὸ ” ψολόεντος ἐχίδνης „ παρὰ Νικάνδρῳ . τινὲς δὲ Λειμήρην αὐτήν
ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς ἀμὺξ
6713681 μερω
δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . +
στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ
6712815 ναρον
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
6707685 Προοιμιον
, δηλώσας ἑτοίμως λήψῃ , θαυμάσεις δὲ πάνυ δεξάμενος . Προοίμιον . Ἐπειδὴ μὲν ἠξίωσας ὡς περὶ εὐπορίστων σοι γράφειν
φύϲιν καὶ παρὰ φύϲιν καὶ περὶ θεραπείαϲ τούτων . α Προοίμιον τῶν ὑγιεινῶν Γαληνοῦ β Πῶϲ διαγιγνώϲκεται τὸ ὑγιεινὸν βρέφοϲ
6703811 Αἱμυλος
. ἔνθεν Ἀλεξανδρεῖς ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω
λίθων ἄνευ πηλῶν κατεσκευασμένους ἢ τοὺς ἀπὸ ἀκανθῶν πεφραγμένους . Αἱμύλος , ὁ ἔμπειρος ἢ ἡδὺς ἐν τῷ ἀπατᾷν καὶ
6701619 φλυω
ῥύω , ξέω ξύω . παρὰ τὸ φλέω ἐστὶ τὸ φλύω . Φόρτος . παρὰ τὸ φέρω , τροπῇ .
πλεονάσαντος τοῦ ο . οἱ δὲ παρὰ τὸ φλέω καὶ φλύω , φλοισμός καὶ ἀφλοισμός ἐν πλεονασμῷ τοῦ α :
6700259 ζωρον
Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου ζωρὸν πόμα : δάκτυλος ἀώς . ἦ πάλι κοιμιστὰν λύχνον
ζώω : ζωννύω : ζωπυρεῖ : ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα :
6696942 πατω
τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον
. “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι ,
6696377 τραγωιδων
: . . . . ἀπάργματα λέγεται τὰ ὑπὸ τῶν τραγωιδῶν λεγόμενα μασχαλίσματα : ταῦτα δέ ἐστι τὰ τοῦ φονευθέντος
Ὑπόθεσ . . . . , . : ἐπὶ Μένωνος τραγωιδῶν Αἰσχύλος ἐνίκα Φινεῖ , Πέρσαις , Γλαύκωι Ποτνιεῖ ,
6694623 κναφευς
τοῦτο ἐργαστήριον χαλκεὺς εἰσοικίσηται , χαλκεῖον ἐκλήθη , ἐὰν δὲ κναφεύς , κναφεῖον , ἐὰν δὲ τέκτων , τεκτονεῖον :
δὲ νεώτεροι διὰ τοῦ γ παρὰ τὴν γνάψιν . “ κναφεύς ” δὲ παρὰ τὸ κνῶ , ὃ σημαίνει τὸ
6693364 δαυλος
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , .
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια .
6691953 βοσω
. . . βώτορες : νομεῖς : πραὰ τὸ βῶ βόσω βέβοται βότης καὶ βοτήρ , ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων βόσω βέβοκα βέβομαι βέβοται βοτήρ , καὶ ἀπὸ καὶ βότης
6689679 λιλω
γίνεται κατὰ τοὺς παλαιούς , ὅπερ λῶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν γίνεται λιλῶ , ὁ μέλλων λιλήσω , ὁ παρακείμενος λελίληκα ,
σημαῖνον τὸ θέλω καὶ προθυμοῦμαι : ἐκ τοῦ λῶ γίνεται λιλῶ καὶ κατὰ παραγωγὴν λιλαίω , ἐξ οὗ τὸ λιλαίεται
6689490 ἐπιβαινω
ἀπείριτον ἀστεροπληθὲς ἄχραντον πολὺ δῶμα θεοῦ λίπον , ἠδ ' ἐπιβαίνω γαίης ζωοτρόφοιο τεῇς ὑποθημοσύνῃσι πειθοῖ τ ' ἀρρήτων ἐπέων
ἐξυπνίζομαι , ἐκβιβάζω , ἀπολαύω , λειτουργῶ , βαίνω , ἐπιβαίνω , ἐπολισθαίνω , ἐπακολουθῶ ἐπιδιώκω , ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι
6686969 χαλω
διπλασιασμὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , ὡς χῶ , χαλῶ , καὶ καχαλῶ , καγχαλῶ . παρὰ τὸ ἐν
Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μάχλος . παρὰ τὸ χαλῶ , μαχαλὸς , πλεονασμῷ καὶ συγκοπῇ μάχλος , ὁ
6682941 ὀρουω
, πλεονασμῷ τοῦ ο κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρούω . . . , : κρωσσόν : παρὰ τὸ
, πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ ,
6677228 ῥεομενην
προαρπάζειν ἕκαστον . τὴν δὲ ἐπείγεσθαι καὶ περιτρέχειν ἀσθμαίνουσαν καὶ ῥεομένην ἱδρῶτι . τοὺς μὲν οὖν ἐκείνης ἑστιάτορας ὀρχεῖσθαί τε
ὑπὸ καταφερείας , ὅθεν , φασί , καὶ Αἰσχύλος τὴν ῥεομένην ἄμπελον μάχλον ἔφη . . . . , :
6677211 αἰδομενω
. Αἰδομένω : † αἰδεσθέντες : τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω . αἰδέω , ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς αἰδέομαι αἰδοῦμαι ,
τώ γε ἰδὼν γήθησεν Ἀχιλλεύς . τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην , οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ '
6676456 Δοιδυξ
Καὶ κατέλαβεν αὐτὸν γῆν ἐν θυΐᾳ τρίβοντα δοίδυκι λιθίνῳ . Δοίδυξ δὲ ἔστιν ὁ τριβεύς , ὃν Ἀριστοφάνης καλεῖ ἀλετρίβανον
: φθαρέντος γὰρ τοῦ λιμώττοντος καὶ ὁ λιμὸς ἀπόλλυται . Δοίδυξ αὔξει : ἐπὶ τῶν μὴ αὐξανομένων : ὁ γὰρ
6674448 Αἰολικῃ
τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ναίειν ὁμοναῖος , καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τοῦ ο εἰς υ , καὶ τοῦ κατὰ τὸ
σύνευνον . . ΘΗΛΥΤΕΡΑΩΝ . Θηλυτέρων ἦν , καὶ ἐπεκτάσει Αἰολικῇ γέγονε θηλυτεράων . . Ὁ Ἀμφιτρύων ἀπέκτεινε τὸν πατέρα
6674284 ἰσχνῳ
σπέρματος καὶ τοῦ καταμηνίου : ἀλλ ' ἡμῖν οὐδ ' ἰσχνῷ κέχρηται . συγκορυφοῦται γὰρ τὰ προβλήματα , συμπανηγυρίζει τῇ
Ἡρόδοτος ἐχρήσατο , ὃς οὔτε ὑψηλός ἐστιν οὔτε ἰσχνός , ἰσχνῷ δὲ ὁ Ξενοφῶν . διά γ ' οὖν τὸ
6667437 Ναξιον
τοῦ μ γράφουσι τὸν ποταμὸν , Βιμβλίνην : καὶ τὸν Νάξιον οἶνον διὰ τοῦ μ , Βίμβλινον . . .
ἐλασίχθων ἀγὼν μνασιστέφανος μναστὴρ στεφάνων Ἀὼς λιτά τόσσαι καλῶν ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον ἀμευσιεπῆ φροντίδα πέδοικος πεδὰ στόμα φλέγει πεδασχεῖν Ἰσμηνὸν
6667415 Ἀναιδειας
δὲ οἱ Κρῆτες τὸν κήρυκα κατέλευσαν , ἔνθα ὁ χῶρος Ἀναιδείας ὠνομάσθη . . . . α , : Ἐγὼ
. παρὰ Ἀθηναίοις Αἰδὼς τιθηνὸς Ἀθηνᾶς : Τόλμης τε καὶ Ἀναιδείας τεμένη παρ ' αὐτοῖς . : συγγενῆ θεόν ]
6666790 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
6664184 φωλευοντων
τῶν ὀστρακοδέρμων συνδυαζόμενοι ὤφθησαν . Θεόφραστος δὲ ἐν τῷ περὶ φωλευόντων οἱ κοχλίαι , φησί , φωλεύουσι μὲν καὶ τοῦ
ἐπὶ τῶν δένδρων . Θ . ἐν τῷ περὶ τῶν φωλευόντων τοὺς ἀστακοὺς καὶ καράβους καὶ καρίδας ἐκδύεσθαί φησι τὸ
6663474 καταπονω
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν
6656212 ἀξιε
δείλαιε , ὦ πονηρέ . ἔνιοι δέ , ὦ ἐπιμελείας ἄξιε καὶ οἷον μεμελημένε . καὶ οἱ φάσκοντες . ἐντεῦθεν
μέγα στύγος καὶ μῖσος τῶν θεῶν , ὦ πολλῶν δακρύων ἄξιε ἀδελφέ φεῦ μοι , αἱ τοῦ πατρὸς , ἤγουν
6645023 ἀλιβαντας
φοβερὰ ἀποβλητέα , Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ ἐνέρους καὶ ἀλίβαντας , καὶ ἄλλα ὅσα τούτου τοῦ τύπου ὀνομαζόμενα φρίττειν
διαπνεῖσθαι καὶ θάλλειν ἰκμάδος . [ ἐντεῦθεν ὑπονοητέον καὶ τοὺς ἀλίβαντας μεμυθεῦσθαι : ἐν Ἅιδου εἰσὶ διὰ τὴν τῆς λιβάδος
6642020 αἰδοιους
Μένανδρος ἐν Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐλητρίδι . δῶρα θεοὺς πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας : οἱ μὲν Ἡσιόδειον οἴονται τὸν στίχον ,
παντοδαποῖς καὶ ποικίλοις χρωμένων ἤθεσιν . Δῶρα θεοὺς πείθει καὶ αἰδοίους βασιλῆας : ἐπὶ τῶν δώροις πειθόντων καὶ δωροδοκούντων .
6638965 ὀρυνω
ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε , ὅδει
, ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ ὀρύω ὀρύνω ὄρνυμι ὄρνυμαι ὀρνύμενος ' . . . . ἄχος
6634181 τιμασθω
. καὶ μηδὲ ἐκεῖνος ὁ λόγος καίτοι δοκῶν εὐφημότερος εἶναι τιμάσθω , ὡς Ἡφαίστῳ μέλει τοῦ χαλκεύειν ἐν τῇ Αἴτνῃ
καταφρονηθήτω , εἴτε μέγα , μικρόν τι νομισθήτω καὶ τούτῳ τιμάσθω παλαιὰ φιλία . Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι
6633686 ἀξιωσατε
καὶ ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι . τῇ τε αὐτῇ ζημίᾳ ἀξιώσατε ἀμύνασθαι καὶ μὴ ἀναλγητότεροι οἱ διαφεύγοντες τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι
Ἰσμηνίῳ καὶ θεοῖς καὶ ἥρωσι τοῖς κοινοῖς τῶν Ἑλλήνων , ἀξιώσατε ὑμᾶς αὐτοὺς μεθ ' ἡμῶν ὀφθῆναι : καὶ πειραθῶμεν
6632352 πλατεες
. . . Ὁ Ἄτταλός φησι βέλτιον εἶναι αὐτοὶ δὲ πλατέες . Καὶ γὰρ οἱ ἀστρολόγοι , φησί , πλατεῖς
τάξεις . κατὰ στίχας : κατὰ τάξιν . εὐρέες : πλατέες , πλατεῖς . ἐσμοί : τάξεις , πλήθη .
6632194 Ὀροπαιος
Θέων καὶ Πλούταρχος καὶ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς φασιν : Νίκανδρος Ὀροπαῖος καὶ Κοροπαῖος Ἀπόλλων . ἀγνοεῖ δ ' ὅτι Ἀμφιαράου
πόλις βέλτιον δ ' ὑπονοεῖν , ὅτι ἡμάρτηται καὶ γράφεται Ὀροπαῖος . Ὀρόπη γὰρ πόλις Εὐβοίας , ὅπου Ἀπόλλωνος διασημότατον
6631914 ἀναδιπλασιασμῳ
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α .
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ
6623695 μεγαλυνω
. καὶ ὅσα ἐπ ' ἐγκωμίων , ὑμνῶ σε , μεγαλύνω σε , ᾄδω , μέλπω , δοξάζω , κλείω
χώματι , ἀροτριῶ , ἀλλοτριῶ , μοιχεύω , θιγγάνω , μεγαλύνω , ἀποσυνιστῶ , δεσμῶ , στενῶ , προσαγορεύω ,
6620087 ὀρω
. ἀπεκαίνυτο : καίνω καινύω καίνυμι καίνυμαι ἐκαινύμην ἐκαίνυτο ὡς ὄρω ὀρύω ὀρνύω ὄρνυμι . . . . ἀπεβουκόλησα :
ο , ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε
6617702 Ἀντρωνιος
βαρύνεται κατὰ τοὺς ἐγχωρίους . τὸ ἐθνικὸν Ἀγκώνιος , ὡς Ἀντρώνιος ὄνος ἡ παροιμία , Καλυδώνιος . λέγεται δὲ καὶ
τὴν καλουμένην Δερτῶνα πόλιν ” . τὸ ἐθνικὸν Δερτώνιος ὡς Ἀντρώνιος . Δηλία , πόλις Καρίας . τὸ ἐθνικὸν Δηλιεύς
6616906 στρεπτος
ἔτ ' ἤλιτεν εἵνεκ ' ἐμεῖο : οἶδα γὰρ ὡς στρεπτὸς νόος ἀνδράσι γίνεται ἐσθλοῖς , οὐδ ' αἰεὶ χαλεπὸν
μὲν δὴ τὸ προοίμιον τοῦ φιλαύτου , ὃς κινητὸς καὶ στρεπτὸς καὶ μεταβλητὸς ὢν κατά τε σῶμα καὶ ψυχήν φησιν
6605230 στομις
. . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον
ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες
6603695 στημων
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ '
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος :
6601173 παρνοπες
γὰρ σημαίνουσι πονηροῖς ἀνθρώποις καὶ ὠμοῖς . Ἀκρίδες δὲ καὶ πάρνοπες καὶ οἱ λεγόμενοι μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν
γέγραπται ” ὥσπερ παρνόπων : “ εἰσὶ δ ' οἱ πάρνοπες εἶδος ἀκρίδος . Ἀραφήνιος : Ἰσαῖος ἐν τῷ κατ
6599257 προθυμουμαι
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς
6597128 λιτῳ
μεταπλασμὸς δέ ἐστιν ἀπὸ τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ λιτῷ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν λιτί , ὡς ἀπὸ τοῦ ὁ
κοίτης τὸν ἐπὶ τῶν ὀμμάτων ἔτι λοιπὸν ὕπνον ἀπονιψάμενος ὕδατι λιτῷ καὶ χιτωνίσκον καὶ χλαμύδα ταῖς ἐπωμίοις περόναις συρράψας ἀπὸ
6595986 σαμφορας
οὔτ ' αὐτὸς οὔθ ' ὁ ζύγιος οὔθ ' ὁ σαμφόρας , ἀλλ ' ἐξελῶ ς ' εἰς κόρακας ἐκ
κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον , ὡς σαμφόρας τοὺς ἐγκεχαραγμένους τὸ σ . Θ τὸ γὰρ σ
6592215 μηθω
ἐξ οὗ παράγωγον τὸ δηθύνω : κνήθω : λήθω : μήθω : νήθω : πρήθω : πλήθω : τὸ πήθω
, ὁ κατωφερὴς , καὶ παρωνύμως μάχλας . Μαθεῖν . μήθω ἐστὶ ῥῆμα . ἀφ ' οὗ ἔμαθον δεύτερος ἀόριστος
6591017 φιλοιη
βασιλήων : ἄλλον κ ' ἐχθαίρῃσι βροτῶν , ἄλλον κε φιλοίη . κεῖνος δ ' οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα
οὐκ ἔστι φιλία . ἔτι δὲ οὐδὲ εἴ τις ἄνθρωπον φιλοίη καὶ βούλοιτο αὐτῷ τὰ ἀγαθά , τὸ τοιοῦτον ἀνάγκη
6590813 ἀρδω
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ
6590643 Πεπερεως
μέλιτι ἀπέφθῳ καὶ δίδου κυάμου μέγεθος . Ἡ Φιλώνειος . Πεπέρεως λευκοῦ ⋖ κ , ὑοσκυάμου σπέρματος ⋖ κ ,
: ποιεῖ καὶ πρὸς τριταίους , τεταρταίους καὶ ἀμφημερινούς . Πεπέρεως μέλανος # δ , πεπέρεως λευκοῦ # β ,
6589073 σεβομαι
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι
6586324 κελεοντες
: κριθαὶ πεφρυγμέναι . κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες καὶ πάντα τὰ μακρὰ ξύλα .
. πῆχυς . ἱστόπους , ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ
6583536 σκορπιουρον
κλωσὶν ὑψηλήν . τὴν τοιαύτην γοῦν βοτάνην , ἤγουν τὸ σκορπίουρον , δὸς τῷ πεφαρμαγμένῳ ἑψηθεῖσαν μετὰ μέλιτος πιεῖν ὕψι
τὴν ῥίζαν μετὰ τῶν φύλλων τῆς δασείας μελισσοφύλλου : ἢ σκορπίουρον τὴν λεγομένην ἰσχύουσάν τε καὶ ἡλιοτρόπιον , λευκὰ φύλλα
6581272 ἠλασκω
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . ,
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν

Back