ἄρ ' ἠΐστωσε βίῃ κρατερὸς Πολυδεύκης , τύψας ἀπροφάτως κεφαλὴν σκληροῖσιν ἱμᾶσι : λαοὺς δ ' αὖ Βεβρύκων Μινύαι χαλκῷ | ||
σαωσέμεν ἢ ἀπολέσθαι , τουτέστιν ἐν δισταγμῷ καὶ διχοστασίᾳ . σκληροῖσιν : ὀστρακίνοις . ἀρηρότα : ἡρμοσμένα , συγκεκολλημένα . |
τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί | ||
: ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι |
τὴν λέγουσαν κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν . Σωφρονέσταται ὀρνίθων αἱ φάτται ᾄδονται . ὁ γοῦν ἄρρην καὶ ὁ θῆλυς συνδυασθέντες | ||
ἀφθόνως μεταδιδόασι τῶν ἐκγόνων . ἔστι δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρύγονες , κίχλαι , κόσσυφοι , |
τῶν κατακλείδων . * αἰόλον : ἐύστροφον * περίστικτον . κατάστικτον τοῖς ἐν τῷ δέρματι λέπεσσιν κατάστικτον πολύστροφον : ἀντὶ | ||
τὴν γῆν . Τῇ καὶ τῇ κυανῇσι ] Τῷ εἰπεῖν κατάστικτον καὶ ποικίλην ἔδειξε πολλὰ χρώματα τῆς γῆς . Διάφορος |
, ὁρῶμέν τινα βάρβαρον σκιμποδίῳ ἐγκαθεζόμενον , ἀνασπάσαντά τε τὰς ὀφρύας ξίφος τε κατέχοντα γεγυμνωμένον , καὶ ἀτενὲς τοὺς ἑστῶτας | ||
γυναιξίν : αὗται γὰρ ὑπὲρ εὐμορφίας καὶ μέλανι χρίονται τὰς ὀφρύας . τοιγάρτοι ἡδονὰς καὶ εὐπραξίας δηλοῦσι . ψιλαὶ δὲ |
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
, πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν , ἐμφερὴς δὲ κατὰ τὰς πλεκτάνας . ἔχει δὲ τὸ νῶτον ὀστρακόδερμον . ἀναφέρει δὲ | ||
τευθίδες ναίουσιν ἅμα καὶ συνεπόμεναι , τὰ στόματα καὶ τὰς πλεκτάνας ἐφαρμόττουσαι καταντικρὺ ἀλλήλαις . ἐφαρμόττουσι δὲ καὶ τὸν μυκτῆρα |
Κνῆμος ὄνομα κύριον : Φῆμος : Ῥῆμος ὄνομα ποταμοῦ : κημὸς τὸ ἐπιτιθέμενον τοῖς ἵπποις ἐν στόματι : δηλοῖ δὲ | ||
τὸ μὲν ὅλῳ τῷ στόματι τοῦ ἵππου περιτιθέμενον χαλκοῦν ἠθμῶδες κημὸς καλεῖται , τὸ δὲ περὶ τὸ γένειον διειρόμενον ψάλιον |
κύκνοι , πελεκάν , κίγκλοι , γέρανος . τουτουὶ τοῦ χάσκοντος διατειναμένη διὰ τοῦ πρωκτοῦ καὶ τῶν πλευρῶν διακόψειε τὸ | ||
καὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τοῖς δακτύλοις κατὰ τὸ γένειον , χάσκοντος τοῦ ἀνθρώπου , ὅσον μετρίως δύναται , πρῶτον μὲν |
αὐτοῖς , καὶ ἔλαβον βρόχοις χῆνας ἀγρίους καὶ νήττας καὶ ὠτίδας , ὥστε ἡ τέρψις αὐτοῖς καὶ τραπέζης ὠφέλειαν παρεῖχεν | ||
δὲ πτέρυξιν αἴρουσα , ὥσπερ ἱστίῳ χρωμένη . τὰς δὲ ὠτίδας ἄν τις ταχὺ ἀνιστῇ ἔστι λαμβάνειν : πέτονται γὰρ |
χαυλιόδοντας ὡς ἀκόντια θεώμενοι τριστοιχεὶ πεφυκότας , εἰ δὲ τὰς ὠτειλὰς καὶ τὰ τῶν τραυμάτων μέτρα θεώμενοι , τὴν ὀξεῖαν | ||
καὶ τοὺς λύκους καὶ τῶν ταύρων τοὺς ὑβρίζοντας , καὶ ὠτειλὰς δὲ δεικνύναι τούτων τῶν ἀγώνων . γενέσθαι δὲ τὸν |
πύργων ἁλίσκηται , ἀποσπαστέον τέ ἐστιν τὴν ταχίστην τὰς πρώτας ὀροφὰς καὶ τὰς καθαιρέσεις ἀναιρετέον ἀποικοδομήσαντα τὰς ἑκα - τέρωθεν | ||
δὲ διεξόδων ἑκάστη τὸ πλάτος δέκα . τὰς δ ' ὀροφὰς κατεστέγαζον λίθιναι δοκοί , τὸ μὲν μῆκος σὺν ταῖς |
Ἅπαντες γὰρ οἱ κράτιστοι ἦμεν οἱ τρέχοντες . Οἱ δὲ κόρυδοι οὐ πολλῷ τινι θᾶττον ὑμῶν διέρχονται τὸ στάδιον ; | ||
' ὀλολυγών τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις : ἄειδον κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες , ἔστενε τρυγών , πωτῶντο ξουθαὶ περὶ |
. ” ἐστιν οὖν πεποιημένη ἡ λέξις , ὡς τὸ μορμύρων . πόρδαλις . τοῦ ποιητοῦ λέγοντος ποτὲ μὲν διὰ | ||
ἅρπαγα . μορόεντα οἷον ἀθάνατα , μόρου μὴ μετέχοντα . μορμύρων φοβερῶν , ἀπὸ τοῦ μορμύττεσθαι . μόσχοισι ἁπαλαῖς καὶ |
. . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς | ||
κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . |
ἡ σὰρξ αὐτοῦ , καθάπερ τὸ λέμμα τῆς στυπτικῆς . Κυκλάμινος ποικίλη τὴν δύναμίν ἐστιν : καὶ γὰρ καὶ ῥύπτει | ||
ἔλαιον ἐκ τῆς αὐτῆς ἐστιν ἰδέας : ἀβρότονον κεκαυμένον . Κυκλάμινος , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , τῶν |
. περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ταῖς θηλείαις μαστῶν ἐπάρσεις καὶ καταμηνίων καταρρήξεις . γίνονται δέ , ὡς προεῖπον | ||
ἁλμυρίδα τὴν ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος γινομένην ἐρεθισμῷ τινὶ κνησμώδει καὶ ἐπάρσεις τινὲς ἰονθώδεις γίνονται πρὸς ἃς οὐ συμφέρει τὸ κινεῖν |
ἤγουν αἱ σύριγγες , ὅ ἐστιν ὀπαὶ , ἃς καὶ πλήμνας φασὶν , ἤγουν τὰ μέσα τῶν εἰρημένων συρίγγων , | ||
καὶ πλάνητες πυρετοὶ λέγονται οἱ μὴ κατὰ τάξιν φοιτῶντες . πλήμνας : τὰς χοινικίδας τοῦ τροχοῦ , δι ' ὧν |
ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ δὲ | ||
τοῦ στεφάνου πεποίηκεν ὁ ῥήτωρ : Αἰσχίνου γὰρ παραθεμένου τὸν Διονυσιακὸν νόμον καὶ διὰ τούτου παράνομον τὴν ἀνάῤῥησιν τὴν ἐν |
βοὸς χάλκεα , ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι : τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο . Ἐν τούτοισι τοῖσι ἀνδράσι Ἄρεος | ||
Ἀρχίλοχός φησιν : ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός , ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσίν . Ἡρακλείδης δὲ |
ἀλφαίνειν , ἀληλεσμένα , ἀλήφατα ἄλφιτα . . . . ἀλφός : παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν . σημαίνει δὲ | ||
. τὸ δὲ κῦφος τὸ ΚΥ μακρόν . τὸ δὲ ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα |
δὲ τὸ οὐραῖον : φλέγματος δ ' ἐστὶ δραστικὸς καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία | ||
μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος καὶ εὐέκκριτος . κεστρεὺς πελάγιος ἄριστος |
χίδαμος , φίλος ὢν αὐτῷ πάλαι καὶ πρόξενος , δῃώσων ἐνέβαλλε τὴν Ἀττικήν . Περικλῆς προϊδόμενος , ὡς ἄρα τιμῶν | ||
ἐπὶ τούτῳ με ἀπεκήρυττε , τίνος ἕνεκα καὶ τὴν ἀρχὴν ἐνέβαλλε , καὶ τὰ τοιαῦτα . Ἐπίλογος παθητικὸς , καὶ |
βαλανείου ποθέν . προφυλακτικὰ δ ' ἐστὶ ταῦτα ἅπερ οἱ προσενεγκάμενοι ἂν ἐπιπίωσι δηλητήριον οὐκ ἀδικοῦνται . ἰσχάδες δύο μετὰ | ||
συγγενέσιν εἰς τιμωρίαν . οἱ δὲ πᾶσαν ὕβριν καὶ αἰκίαν προσενεγκάμενοι καὶ τὸ σῶμα κατὰ λεπτὸν συγκόψαντες τὰ μέλη διεσφενδόνησαν |
καθαροῦ τοῦ ος κλίνονται , οἷον ὄφις ὄφιος , ἔχις ἔχιος , πόσις πόσιος , μάντις μάντιος : προσηγορικά εἴπομεν | ||
τὸν αἴτιον τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ |
ἄλλως : τὸ παλαιὸν ἐφυλλοβόλουν τοὺς νικηφόρους τοῖς τῆς γῆς χλωροῖς . αὐτίκα δ ' Ἀελίου : εὐθέως δὲ ὁ | ||
αὐτὸν δεῖπνα παραιτεῖσθαι . ἔχαιρε δέ , φασί , σύκοις χλωροῖς καὶ ἡλιοκαΐαις . Διήκουσε δέ , καθάπερ προείρηται , |
. Μνιαροῖσιν : ἔχουσι βρύα , βρυώδεσι , τοῖς ἔχουσι μνία ἢ βρύα , μνία ἤως βρύα ἔχουσι πλαταμῶσι , | ||
τὸν ποτάμιον ἢ λιμναῖον , αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν |
. | Παγκάλοις δὲ καὶ ποικίλοις ὑφάσμασιν αὐτὴν περιέβαλεν , ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ καὶ κοκκίνῳ καὶ βύσσῳ καταχρώμενος εἰς τὴν | ||
ἅρμα Χαρίτων καὶ χορὸν Ἐρώτων συμπαίστορα . καὶ τῆς μὲν ὑακίνθῳ τὰς κόμας σφίγξασα , πλὴν ὅσαι μετώποις μερίζονται , |
. στεγανὸς ὁ σκεπασμένος : λέγεται δὲ στεγανὸν καὶ τὸ στεγνότερον : καὶ στεγανόποδες ὄρνιθες : οἱ ἐν ὕδασι διατρίβουσι | ||
, τὰς δὲ ἀμυδρόν , καὶ τῶν ἀμυδρὸν τὰς μὲν στεγνότερον , τὰς δὲ ῥοωδέστερον . ταῖς μὲν οὖν στεγνότερον |
σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , χήμας , λεπάδας , σωλῆνας , μῦς , πίννας , κτένας ἐκ | ||
καλεῖσθαι , ὑπὸ δ ' Ἀθηναίων κρείους . τὰς δὲ λεπάδας ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ |
ἀποδημίαν , ὥς φησι Δήμων ἐν πρώτῃ παροιμιῶν . Μυσὴ κανθαρίς : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων . Μύλος πάντ ' | ||
δὲ σπόγγον σὺν ὄξει ἐπιτίθει . Ζῷα μέν ἐστι φθαρτικὰ κανθαρίς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , φρύνος , |
μείζων , χρῶμα δ ' ἔχει οἰνωπόν , ἡ δὲ φὰψ μέση περιστερᾶς καὶ οἰνάδος , ἡ δὲ φάττα ἀλέκτορος | ||
περιστερᾶς , χρῶμα δ ' ἔχει οἰνωπόν , ἡ δὲ φὰψ μέσον περιστερᾶς καὶ οἰνάδος , ἡ δὲ φάσσα ἀλέκτορος |
Σκορπίου χηλῶν , ἔχει δὲ καὶ δισώμου δύναμιν διὰ τὰς πλάστιγγας . καὶ ὁ μὲν αʹ δεκανὸς φέρει πρόσωπον Σελήνης | ||
Καὶ κλίμα Κυρήνης ὑπὸ χηλαῖς , Ἰταλίη χώρη τε πέλει πλάστιγγας ὑπ ' αὐτάς . ὡς δ ' ἄλλοι , |
καθαρὸν ἐκβῇ , καὶ πωμάσας ἀποτίθεσο . Τὸ δὲ κάλλιον γάρος , τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται | ||
ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι , καρκίνων ἡ τέφρα , γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει |
δὲ Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες , οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι [ τὸν ] σῖτον ἀλλ ' ἐπὶ πρήσι . | ||
νοῦν οἴσει : Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἄλλοι σπείρουσι , ἄλλοι δὲ ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς |
δ ' ἐρυθραίνεται σφόδρα . πολύρριζον δὲ τὸ δένδρον καὶ βαθύρριζον : δι ' ὃ καὶ χρόνιον καὶ δυσώλεθρον . | ||
τόπον καὶ ἔδαφος : ξύλον δὲ πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν : βαθύρριζον δὲ ἐπιεικῶς καὶ πολύρριζον . καρπὸν δὲ ἔχει βαλανώδη |
τὰ πτερύγι ' αὐτῶν συντεμών , στεατίου μικρὸν παραμίξας , περιπάσας ἡδύσμασι λεπτοῖσι χλωροῖς ὠνθύλευσα . καὶ πέμμα δέ τι | ||
θηρίον καλὸν σφόδρα , θρίοισι ταύτην ἅλις ἐλαδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον , ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν |
, οὐκ ἰσότονος τῇ συγκρίσει τοῦ χρώματος , ἔχων δὲ διαφύσεις λευκὰς ὡς καδμεία . καίεται δ ' οὕτως : | ||
ἔστι τις καὶ πλακωτὴ λεγομένη , ὡσπερεὶ ζώνας ἔχουσα τὰς διαφύσεις , ὅθεν καὶ ζωνῖτιν αὐτὴν ἐκάλεσαν . καλεῖταί τις |
μείζονας , πάχος μεγάλου δακτύλου , λιπαρούς , εὐθαλεῖς , ἐντομὰς ἔχοντας ὥσπερ τοῦ χαρακίτου τιθυμάλλου : φύλλα δὲ λιπαρά | ||
ἕτεραι , οὐ λεῖαι τὰ ὄστρακα , ἀλλὰ ἔχουσαί τινας ἐντομὰς καὶ κοιλάδας . ὀξεῖαι δὲ αὗται τὰ χείλη εἰσί |
οὐ πολὺ διεστῶτές εἰσιν οἱ Ἀκριδοφάγοι : τὸ δὲ ἔθνος βραχύτεροι μὲν τῶν λοιπῶν , ἰσχνοὶ δὲ τοῖς εἴδεσι , | ||
προαπαντῶντες ὄφεις , μέλανες μὲν καὶ αὐτοὶ τὴν χρόαν , βραχύτεροι δὲ καὶ δρακοντοειδεῖς τὴν κεφαλὴν καὶ τοῖς ὄμμασιν αἱματώδεις |
ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ . κύπειρόν τινες τὸ παρ ' ἡμῖν βούτομόν φασι . ὧδε καλὸν βομβεῦντι : κατηγορούσας τῆς ἀκρασίας | ||
ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ . κύπειρόν τινες τὸ παρ ' ἡμῖν βούτομόν φασι . ὧδε καλὸν βομβεῦντι : κατηγορούσας τῆς ἀκρασίας |
παράωρον , ἤγουν ἠμελημένον , ἠφανισμένον . ἤγουν ἔκλυτον , ἡπλωμένον . . ἄτιμον , ἀπόβλητον , μηδεμιᾶς φροντίδος ἀξιούμενον | ||
μέγα , μακρότητα . ἧκε : ἔβαλεν . Ἐκτάδιον : ἡπλωμένον , ἐξηπλωμένον . Ἐπόρουσε : ὥρμησεν . ἔσπασε : |
βραχέας . Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας , ἀναξυρίδας δὲ | ||
βραχέα : ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι . Οὕτω εὐπετέες χειρωθῆναί εἰσι . |
κόκκοι σκληροί τέ εἰσι καὶ μέλανες , στρογγύλοι , ἰσομεγέθεις κέγχροις , οἳ συνεψόμενοι τοῖς ὀσπρίοις οὐ τήκονται . εἴρηνται | ||
τοῦτο σπαθητὸν ἰσχύος καὶ κουφότητος χάριν : καταπέπλασται δὲ χρυσοῖς κέγχροις : οἱ δὲ κέγχροι νήματι πορφυρῷ πάντες εἰς τὴν |
ἐν τοῖς ἄλλοις μέρεσι γινομένας δυσκρασίας ἰᾶσθαι , τὰς ἐπιτηδείους ἐκροὰς εὑρίσκοντα τοῖς ὑγροῖς : εἰ δὲ μήτε κοιλότητα μήτε | ||
καὶ τὰ περιττώματα προτρέψασθαι πρὸς ἔκκρισιν , τῷ τὰς φυσικὰς ἐκροὰς εὐροωτέρας ποιῆσαι . φυλακτέον δὲ μᾶλλον ἐπὶ τούτων κεφαλαλγίαν |
τὰ ῥήματα διαφθείρει τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπολλύει . οὗτοι οὖν κολοβοί εἰσιν ἀπὸ τῆς πίστεως αὐτῶν διὰ τὴν πρᾶξιν ἣν | ||
δεξιᾶς χειρός . διὰ τοῦτο οἱ φαλακροὶ οὐ λέγονται εἶναι κολοβοί , ἐπειδὴ ἐν ἄλλῳ τόπῳ φύονται τρίχες . Ἐντεῦθεν |
, πύρεθρον καὶ ὁ βασιλικὸς ἀσπάραγος καὶ ὁ ἕλειος καὶ ὀξυμύρσινος καὶ χαμαιδάφνης ὀξυακάνθης τε καὶ βρυωνίας . βολβοὶ εἰς | ||
ῥίζα , ἀσπάραγος ὁ βασιλικὸς καὶ ὁ ἕλειος ὅ τε ὀξυμύρσινος καὶ ὁ ὀξυακάνθινος , βδέλλιον Ἀραβικόν , βούνιον , |
, : θρυλίχθη : ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : ” θρυλίχθη δὲ μέτωπον ” . ἔνιοι δὲ παρεσύρθη , τινὲς | ||
θρόνα ἄνθη : “ ἐν δὲ θρόνα ποίκιλλε . ” θρυλίχθη ὁ μὲν Ἀπίων συνεθραύσθη : “ θρυλίχθη δὲ πρόσωπον |
καὶ παρὰ λίμναις , ἔχον φύλλα παραπλήσια τῷ προειρημένῳ , στρογγυλώτερα δέ , καρπὸν στρογγύλον , ἀποκρεμάμενον ὡς ἀκροχορδόνας . | ||
: φέρειν δὲ σῦκα ἐρυθρὰ ἡλίκα ἐλαία τὸ μέγεθος , στρογγυλώτερα δέ , εἶναι δὲ τὴν γεῦσιν μεσπιλώδη . περὶ |
Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ ἀφύαι , περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρός φησι : Σταγόνιον | ||
θύρας ἑστῶσα ἐφθειρίζετο . . . . Ἑταιρῶν ἐπωνυμία αἱ ἀφύαι : περὶ ὧν ὁ προειρημένος Ἀπολλόδωρος φησίν : Σταγόνιον |
] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος | ||
κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος |
. φαίνεσθαι δὲ συμβέβηκεν πρὸς αὐτὸν τὸν Φωσφόρον ὥσπερ τόξον ὑπόκιρρον τὸ σχῆμα τόδε φέρον . Λέγεται δ ' ἀντιδίσκωσις | ||
, ἐκ τριῶν μάλιστα συγκείμενα μερῶν , ἐν οἷς σπέρμα ὑπόκιρρον , τρίγωνον , πικρὸν ἱκανῶς πρὸς γεῦσιν , οὗ |
τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
συνδεῖν ἤθελον . Ἐνταῦθα οἱ κωμῆται ταραχθέντες ἐπιπηδῶσιν αὐτοῖς ὡσεὶ ψᾶρες ἢ κολοιοί : καὶ ταχὺ μὲν ἀφαιροῦνται τὸν Δάφνιν | ||
δ ' ἠκολούθει σφενδόνην ἔχων κοίλην παιδίσκος . οἱ δὲ ψᾶρες ἐκ συνηθείης ἤκουον εἰ τὴν σφενδόνην ποτ ' ᾐτήκει |
μύρῳ ἰρίνῳ ἀλείφειν ἢ ἀμαρακίνῳ ἢ ναρδίνῳ ἢ δαφνίνῳ ἢ ἑρπυλλίνῳ : ἐπιχρίειν δὲ καὶ τὸ μέτωπον τοῖϲ τοιούτοιϲ καὶ | ||
βραχίονα , ἀμαρακίνῳ δὲ τὰς ὀφρῦς καὶ τὴν κόμην , ἑρπυλλίνῳ δὲ τὸ γόνυ καὶ τὸν αὐχένα . . . |
, ἀλλ ' ὑπὸ τῶν οἰκείων προνοούμενον θέλοντες σημῆναι , πίνναν καὶ καρκίνον μικρὸν ζωγραφοῦσιν : οὗτος γὰρ ὁ καρκίνος | ||
πιννοτήρην , οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν . φασὶ γάρ , ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς |
τὴν ὑποβεβηκυῖαν τάξιν ἐν ταῖς μάχαις [ μαχομένων ] καὶ ὁπλισμὸν οὐ τὸν αὐτὸν ἐχόντων τοῖς πρωτοστάταις , ἀλλ ' | ||
δεινὸν ἡγησάμενοι περιεῖλον τῶν γυναικῶν τὰς περόνας , ἐπείπερ εἰς ὁπλισμὸν αὐταῖς ἐχρήσαντο , οὐ φυλακὴν τῆς ἀμπεχόνης . αὐτοί |
δὲ καὶ σπόγγος ἐπί τε τὸν πρίονα καὶ τὸν μοχλὸν ἐπιδεθῇ , πολλῷ κωφότερος ὁ ψόφος ἔσται . Πολλὰ δ | ||
πρότερον εἰρημένων , ἀλλά τινι καὶ πλείω . Ἢν δὲ ἐπιδεθῇ , δοκείτω τῷ ἐπιδεδεμένῳ ἡρμόσθαι μὲν , πεπιέχθαι δὲ |
τὰς μύσεις καὶ παρεγκλίσεις , ἀναλαμβάνοντα δὲ καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν | ||
ἀρρενωπούς , ἀγόνους τὰς ἐναντίας δὲ πάλιν : ἀτρόφους , ἰσχνὰς ἢ καταπιμέλους , πρεσβυτέρας λίαν ἢ νέας . μάλιστα |
ὑπόπικρον ἔχει λεπτύνει τε καὶ τέμνει καὶ διαφορεῖ . Κάλαμος ἀρωματικὸς καὶ στύψεως βραχείας : καὶ δριμύτητος ἐλαχίστης μετέχει : | ||
ὑπόπαχυς , οὐ ψωρώδης , τάχιστα τηκομένη . Κάλαμός ἐστιν ἀρωματικὸς κάλλιστος ὁ κιρρός , πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλάμους |
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα | ||
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι |
ἀρχομένοις : οὐδὲ δὴ τῶν ἄνω πᾶσιν οἷον φύλλοις καὶ κλωσὶ καὶ καρποῖς . Καὶ τὸ μὲν τῷ μᾶλλον καὶ | ||
τε καρποῖς χεῖρον γίνεται καὶ αὐτὸ βραχύτερον καὶ φύλλοις καὶ κλωσὶ καὶ φλοιῷ καὶ τῇ ὅλῃ μορφῇ : καὶ γὰρ |
τὸν κρόταφον , . . . . . , : κόρσην κεφαλήν . ἐπὶ νηυσὶ χόλον θυμαλγέα πέσσει : ἡ | ||
ὠκειάων . τόν ῥ ' Ὀδυσεὺς ἑτάροιο χολωσάμενος βάλε δουρὶ κόρσην : ἣ δ ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ |
φάτο : τοὶ δ ' ἔσχοντο πονεύμενοι . Ἐκ δὲ μετώπων χερσὶν ἄδην μόρξαντο κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα : κύσσαν δ | ||
κεράτων : ἦν δ ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες , ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα καὶ στόνος ἀμφοῖν . Ἁ δ ' |
μᾶλλον δὲ καὶ σκληροτάτους πάντων : ἄμφω δὲ πυκνοὺς καὶ κερατώδεις καὶ τῷ χρώματι ξανθοὺς καὶ δᾳδώδεις . ὅταν δὲ | ||
δύσφθαρτος , οὔτε εὐστόμαχος οὔτε εὔχυλος . βελόναι , ῥάμφος κερατώδεις , οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , ἄτροφοι , εὔφθαρτοι |
τριχῶν , ἁπαλὸν καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται | ||
, ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν τὸ δέρμα καὶ ὑπόπυρρον ταῖς θριξί , καὶ μάλιστα ἐν νεότητι , καὶ οὐ φαλακροῦνται |
τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς . πρὸς ταῦτα πάντα | ||
ὄγκοι τε ὄντες οἰδηματώδεις , ὥσπερ καὶ ἡ ψωροφθαλμία τῆς ξηροφθαλμίας διαφέρει . ἡ μὲν γὰρ ψωρίασις κνησμώδης τοῦ βλεφάρου |
πνέει , Ἀφροδίτην προξενεῖ , εὐώδεσι φύλλοις κομᾷ , εὐκινήτοις πετάλοις τρυφᾷ , τὸ πέταλον τῷ Ζεφύρῳ γελᾷ . ” | ||
πρότερος ὁ λύκος αὐτὸς ἀσθενέστερος γίνεται . Λέων ἐπιβὰς πρίνου πετάλοις ναρκᾷ : φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα , καὶ τὸν |
[ παρὰ θυσίαις ] ὑπηρετήσω τὸ πῦρ , ἵν ' εὐώδεις ἀτμοὺς ἀπ ' ἐσχάρας προπέμψω σοι . μιαίνομαι γάρ | ||
φύλλα κισσῷ ὅμοια : ῥίζας δὲ πολλὰς καὶ λεπτάς , εὐώδεις : ἄνθος βαρύοσμον : σπέρμα ὡς πελεκίνου . φύεται |
, ὀβελίσκους κρεάγραν , θυίαν , τυροκνῆστιν , στελεόν , κοπίδας , κύβηλιν ἀγωνιστηρίαν . Ἀριστοφάνης δὲ τὴν χύτραν κακκάβην | ||
τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ πρότερον οἴσεις , θεοῖσιν ἐχθρὲ |
ὅτι δὲ εἶδος κεστρέων οἱ νήστις δῆλον . Ἀντιφάνης : κεστρεῖς ἔχων ἄλλους στρατιώτας τυγχάνεις νήστις . Ἄλεξις : ἐγὼ | ||
δεύτεροι δὲ οἱ ἐκ Σινώπης . καλοῦνται δ ' οἱ κεστρεῖς ὑπό τινων πλῶτες ὥς φησι Πολέμων ἐν τῷ περὶ |
ἔπειτα , ὅταν μὲν συνεχῶς ἐνοχλῇ , τοῖς τὰς ὀδύνας παύουσι καταπλάσμασιν ἢ ἐπιθέμασι χρῆσθαι συμφέρει , περιοδικῶς δὲ κινουμένων | ||
καὶ πάσης ὀφθαλμίας . Οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ περιαπτόμενοι μετώπῳ ὀφθαλμίαν παύουσι καὶ παντοῖον ῥιγοπύρετον ἰῶνται . ἐσθιόμενοι δὲ ἐπιληψίαν παύουσι |
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν | ||
ὀρνίθων γένει ἀλεκτορίδες τε καὶ φασιανοί , μᾶλλον δὲ τούτων νῆσσαί τε καὶ χῆνες καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν |
μὲν φύλλον ἐγγὺς τοῦ τῆς ἰτέας , πολύοζον δὲ καὶ πολύφυλλον καὶ τὸ δένδρον ὅλως μέγα : τὸν δὲ καρπὸν | ||
' ἐπικηρότατον ὁ πίσος : πρὸς μὲν τὰς ἐρυσίβας ὅτι πολύφυλλον καὶ χαμαισχιδὲς καὶ εὐαυξές : συμπληροῖ γὰρ τὸν τόπον |
καὶ ἐφύδροις , τὰ δὲ ἐν εὐηλίοις καὶ χειμερίοις καὶ πνευματώδεσι καὶ λεπτοῖς καὶ ξηροῖς : τὰ μὲν γὰρ ἀνοζότερα | ||
σκοτωματικῶν , καὶ μάλιστα ὅσοι χρονίοις νοσήμασι κεφαλῆς θερμοῖς καὶ πνευματώδεσι κάμνουσιν . ἤδη δὲ καὶ δι ' ἄλλα πάθη |
τὸ κράνος ἐλάμβανε πληγάς , οὐκ ὀλίγας δὲ εἰς τὴν πέλτην ἐδέχετο : τέλος δὲ τοξευθεὶς ὑπὸ τὸν μαστὸν ἔπεσεν | ||
ὡς ἐκ πάνυ λαμπρᾶς οὐσίας τὸν ἄθλιον χλαμύδιον ἁρπάσαντα καὶ πέλτην οἴχεσθαι στρατευσόμενον : Βακχὶς δὲ ἡ τὸν ἐραστὴν φιλοῦσα |
ἀνόδοντος ; ταῦτ ' ἔχων ἐν ταῖς ὁδοῖς ἁρπαζέτω τὰς ἐγκρίδας . τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . τίς τῶν | ||
. μνημονεύει αὐτῶν Στησίχορος διὰ τούτων : χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας ἄλλα τε πέμματα καὶ μέλι χλωρόν . μνημονεύει αὐτῶν |
καρχαριῶν , νάρκη , βάτραχος , πέρκη , σαῦρος , τριχίας , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , | ||
δὲ δούλων πρόσωπα κωμικὰ πάππος , ἡγεμὼν θεράπων , κάτω τριχίας , θεράπων οὖλος , θεράπων Μαίσων , θεράπων Τέττιξ |
ὁ καρπὸϲ λεπτομερεϲτέραϲ πώϲ ἐϲτιν οὐϲίαϲ , ὑπόπικρόν τι καὶ ἀρωματίζον ἐχούϲηϲ . ἐκφράττει τοιγαροῦν καὶ διακαθαίρει μάλιϲτα μὲν τὰ | ||
δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες ὑπολαμβάνουσιν ἀγγείοις τὸν ὀπὸν |
μάλιστα προσδέχηται , καὶ ὑποθυμιῇν ὁκόσα ξηραίνει , καὶ τῶν πουλυπόδων ἐσθιέτω , καὶ τὴν λινόζωστιν . Ἢν λειανθέωσιν αἱ | ||
κέρχνων τε χύτραν , βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν , καὶ πουλυπόδων ἑκατόμβην . ταῦτα μὲν οὕτως φασὶ ποιῆσαι Κότυν ἐν |
ἀπόδοσις ἐξ ἱστορίας λαμβανόμενος , οἷον γυρὸς ἐν ὤμοισιν , μελανόχροος , οὐλοκάρηνος . καὶ τὸ ἐπὶ Θερσίτου φολκὸς ἔην | ||
Αἰθιόπων Λιβύην ἠμείψατο γαῖαν , θαῦμα μέγ ' εἰσιδέειν , μελανόχροος ἠΰκομος λῖς , εὐρὺς ὕπερθε κάρηνα , πόδας δασύς |
καθ ' ἑαυτήν , ἢ ὁ καλούμενος τρίφυλλος , ἢ ποταμογείτων , ἢ ἔνθα σχοῖνος καθ ' ἑαυτὴν φαίνεται , | ||
ψᾶρα , χαραδριὸν ἄσφαλτος , τὸν δὲ ἐχῖνον ὁ καλούμενος ποταμογείτων . ἐχῖνος δὲ αἰθυίας χολὴν οὐχ ὑπομένει . κίρκος |
ἰδίῃ , πάρεξ τῶν πολεμιστηρίων , οἱ μὲν ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας ὀκτακόσιοι , αἱ δὲ βαινόμεναι ἑξακισχίλιαι καὶ μύριαι : | ||
, παραλύεσθαι ἐπελκομένους , οὐκ ὁμοῦ ἀμφοτέρους : τὰς δὲ θηλέας ἀναμιμνησκομένας τῶν ἔλιπον τέκνων ἐνδιδόναι μαλακὸν οὐδέν . Τὸν |
φέρεται , φυλαττομένους τῶν νεύρων ψαύειν . εἶτα λύσαντας καταπλάττειν πράσῳ καρτῷ μεθ ' ἁλός , τὰς δ ' ἐπιρροίας | ||
βρύον ἐστὶ προσεχόμενον ταῖς ἐνδρόσοις πέτραις . Λογχῖτις φύλλα ἔχει πράσῳ καρτῷ ὅμοια , πλατύτερα δὲ καὶ ὑπέρυθρα , τὰ |
ἀρχῇ παρόμοιον τῷ φλέῳ . ὡς ἐν Μαραθῶνι οὖν τοῦ φλέω πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου | ||
τὸ λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ τὸ φλέω φλοισμός καὶ ἀφλοισμός . οὕτως τὸ μὲν πρῶτον Ὠρίων |
φησι τὸν σκορπίον : σκορπίοι τε ποικίλοι γλαῦκοί τε , σαῦροι πίονες . μονήρης δ ' ἐστὶ καὶ φυκοφάγος . | ||
ὅλη σιδιοειδὴς σφόδρα ἐστὶν ἢ χλωροτέρη , καθὰ καὶ οἱ σαῦροι οἱ χλωρότεροι : παρόμοιος δέ οἱ ὁ χρὼς , |
φοινικοῦν ἐστὶ καὶ τῆς ῥοιάδος : ὀψιαίτερόν τε αὗται τῶν ἀνεμωνῶν ἀνθοῦσι : καὶ ἡ μὲν ἀργεμώνη ὀπὸν ἀνίησι κροκίζοντα | ||
, κρίνεσιν , κοσμοσανδάλοις , ἴοις , καὶ σισυμβρίοις , ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς , ἑρπύλλῳ , κρόκοις , |
αὐτῶν τριχοειδῆ ὁρῶϲιν , ἕτεροι δὲ ὡϲ ἐρίων μηρύματα ἢ ἀραχνίων ὑφάϲματα , τιϲὶ δὲ περὶ τοὺϲ λύχνουϲ κύκλοι φαίνονται | ||
καὶ μύωπας καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα ἐπὶ τὸν δεσμὸν τῶν ἀραχνίων αὐτοῦ παραγίνονται . * ὃ δή : ὅστις ὅς |
καὶ φλοιὸν λεῖον καὶ παχύν , φύλλον δ ' ἀσχιδὲς προμηκέστερον ἀπίου καὶ ἐπακάνθιζον ἐξ ἄκρου , ῥίζας οὔτε πολλὰς | ||
δὲ τὴν ὀρειπτελέαν . φύλλον δὲ ἀσχιδὲς περικεχαραγμένον ἡσυχῆ , προμηκέστερον δὲ τοῦ τῆς ἀπίου , τραχὺ δὲ καὶ οὐ |
τὴν ὀλκὴν εἰς ὀβολοὺς δύο , καὶ ὅρμινον ἡ βοτάνη ὑπέρικόν τε δὴ τὸ ἐν τοῖς ὄρεσι τρεφόμενον , καὶ | ||
τὴν ὀλκὴν εἰς ὀβολοὺς δύο , καὶ ὅρμινον ἡ βοτάνη ὑπέρικόν τε δὴ τὸ ἐν τοῖς ὄρεσι τρεφόμενον , καὶ |
πολεμίων μὲν πολιορκούντων τάς τε πύλας ἔκλειον καὶ τὰ ἔμβολα καθίεσαν : εἰρήνης δὲ οὔσης διὰ τὸ τὰς πύλας οὔσας | ||
ἐκ μετεώρου ἔχειν ἀμύνασθαι . Ποιήσαντες δὲ ταῦτα ἐκ μετεώρου καθίεσαν ἀρτῶντες κύκλῳ ἐφεστρίδας τε καὶ νάκη , ὡς ἂν |
ἑκάστας ἐξέχει . Αἰσχύλος κόγχοι , μύες , ὄστρεα . Ἱκέσιος δέ φησι τῶν χημῶν τὰς μὲν τραχείας λέγεσθαι , | ||
ἀλλήλοις φίλους , ἐχθρὸν δὲ ἢ πολέμιον μηδένα μηδενός , Ἱκέσιος δὲ ὡς ἂν ἐπήκοός τε καὶ ἵλεως τοῖς δεομένοις |
, ὅπου δὲ κατὰ τὴν τοῦ κύματος κίνησιν αἱ μὲν ἐπιμήκεις ψηφῖδες εἰς τὸν αὐτὸν τόπον ταῖς ἐπιμήκεσιν ὠθοῦνται , | ||
ὁ λόφος ' . . . . αὐλῶνες : οἱ ἐπιμήκεις καὶ παραμήκεις τόποι ' . αὐλοῖσι διδύμοισι : † |
. παρείη : παρατύχοι . Ἰχθυόεν : ἕλκον ἰχθῦς . βαιούς : μικρούς : ἐνταῦθα τίσιν ἰχθύσιν οἱ μεγάλοι ἀγρεύονται | ||
διαινομένοισι περιτρέφεται γλαγόεσσα μύξα θαλασσαίη , τῆς ἵμερος ἰχθύας ἕλκει βαιούς , οὐτιδανούς , λίχνον γένος : οἱ δ ' |
, ὄντως δὲ ἀκάθαρτον : καὶ γὰρ ὑφάλοις χοιράσι καὶ ῥαχίαις ἐκτετράχυνται καὶ πνοιαῖς καταιγιζούσαις τὸ πλέον . ἐνταῦθα δὲ | ||
ἀναιρεταὶ τῶν ξένων εἰσὶν , ἀλλὰ χρίμπτουσα καὶ προσεγγίζουσα ταῖς ῥαχίαις καὶ ταῖς παραθαλασσίαις πέτραις ταῖς ἁλι - στόνοις ταῖς |
κεκαυμένον , ὄξος , δᾴδιον , λάδανον , ὅρμινον , ἀνθήλη , φλοιὸς κυάμου , μολύβδαινα , κόκκος Κνίδιος , | ||
νομιζόντων , ἀλλὰ ὑπηρέσιον μόνον . ἡ μέντοι καλουμένη λυχνὶς ἀνθήλη ἐκαλεῖτο . εἰ δὲ καὶ τὸ κνέφαλλον μὴ ἐπὶ |
ἀσυνδέτους , σκέλη τὰ πρόσθεν ἐλαφρὰ σύγκωλα , στῆθος οὐ σαρκῶδες , πλευρὰς οὐ βαρείας οὐδὲ ἀσυμμέτρους , κωλῆνα σαρκώδη | ||
τελείων παραδέχεσθαι . κατὰ μέντοι τὴν φύσιν τρυφερόν ἐστιν καὶ σαρκῶδες ἐπὶ τῶν ἀδιακορεύτων , σομφότητι πνεύμονος ἢ τρυφερίᾳ γλώττης |
σώματα ἀποτελεῖται . καθάπερ οὖν τὰ ξηρὰ ξύλα πρὸς τὰς καμπάς ἐστιν οὐκ ἐπιτήδεια , τὰ δ ' ὑγρὰ καὶ | ||
τινα τρέπεται καὶ συμπεριάγεται συμμεταφερόμενα ταῖς κλίσεσι πρὸς τὰς ἐκείνου καμπάς , τὰ δὲ καὶ σχίζεται πρὸς τὴν σελήνην καὶ |
πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος : οὔτε γὰρ ἱστάνει κοιλίαν | ||
μέν ἐστι καὶ ἥκιστα κακόχυλος , σαρκωδὴς , τρόφιμος , εὔπεπτος , εὐανάδοτος κατὰ πάντα , τοῦ μύλλου κρείσσων : |
. ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι . καὶ δήποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι | ||
ἑψόμενα ἐσθίεται . Ἀρτεμισία φύεται μὲν ὡς τὸ πολὺ ἐν παραθαλαττίοις τόποις : πόα θαμνοειδής , παρόμοιος ἀψινθίῳ , μείζων |
τοῖς φύλλοις καὶ ταῖς ῥάβδοις προσεμφερὴς ἄγνῳ , δενδρώδης , βαρύοδμος ἰσχυρῶς : ἄνθη κράμβῃ ἐοικότα : καρπὸς ἐν κερατίοις | ||
τῷ μικρῷ , περιπληθὴς σπερματίων , ὑπόπικρος , κακοστόμαχος , βαρύοδμος , στύφουσα μετὰ ποσῆς θερμασίας . Σέσελι Μασσαλεωτικὸν φύλλα |