πάσχεις ; τί κάμνεις ; ἀπόλλυμαι δείλαιος . ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι , καὶ τὰς
πάντα [ πάντα ταῦτα ] ] τὸ καθίζειν ἐπὶ τοῦ σκίμποδος καὶ στεφανοῦν . τοὺς τελουμένους ] ⌈ τοὺς /
6591687 ἐκειμην
' ἐκείνης ἐν τῇ κλίνῃ , ἐπὶ τῆς αὐτῆς κλίνης ἐκείμην . ὄζων ] πνέων , μυρίζων . , ὀσμὴν
δέους καταβαλὼν ἐμαυτὸν ὑπὸ τοὺς θαλάμους ὡς ἔνι μάλιστα κατωτάτω ἐκείμην . συγγνόντες οὖν τῇ αὐτῶν ἐκστάσει ἐπιτιμήσαντες μὴ πλείονος
6393473 ἱματιου
κατὰ τῆς ὄψεως οὕτως ὡς καὶ τὸν τύπον διὰ τοῦ ἱματίου θεωρεῖσθαι . ἔπειτα : ἀντὶ τοῦ δή : ἡ
. τὸ δὲ πρᾶγμα παγγέλοιον ἦν , κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου προκῦπτον μικρὸν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ κατουρῆσαν πολλάκις ,
6378539 κλασαντες
λοξὴ κατὰ μαστοὺς ἐπ ' ὀμφαλὸν , ἀπ ' ὀμφαλοῦ κλάσαντες ἄγομεν ἐπὶ μαστὸν ἀντικείμενον λοξὴν ἐπ ' ἀκρώμιον ὡς
μεσοφρύου , βρέγματος , κορυφῆς ἐπὶ ἰνίον , ἀπὸ ἰνίου κλάσαντες ἐπὶ λοβὸν ὠτὸς ἀντικείμενον : ἐπὶ ἰνίον διακρατοῦντες τὸ
6376325 ἀκροποδος
λοιπῶν ἐνδόξων πρὸς στρατείας . ὁ δ ' ἐπὶ τοῦ ἀκρόποδος Ὠρίωνος καὶ ἐν Ταύρῳ μοίρας λάμπει εἴκοσι ἑπτὰ λεπτὰ
ιβ νο ζ ∠ ʹ γʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ἀκρόποδος τοῦ ἑπομένου Διδύμου . . . . . Διδύμων
6283012 δωματιου
καὶ παῦσαι φαρμακοπωλῶν . Καὶ νὴ Δί ' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν
μετέωρον κομισθῆναι ἔξω τῆς οἰκίας , καὶ ἐξωσθεὶς πρὸ τοῦ δωματίου ἔξω γυμνὸς καλῶς ἐστεφανωμένος καὶ μεμυρισμένος τὴν γῆν γυμνὴν
6228465 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
6160098 μετεωρου
τῷ Κερδυλίῳ : ἔστι δὲ τὸ χωρίον τοῦτο Ἀργιλίων ἐπὶ μετεώρου πέραν τοῦ ποταμοῦ , οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Ἀμφιπόλεως
εἰσὶ πάντῃ μεταλαμβανόμεναι . Ἐὰν ἔν τινι ἐπιπέδῳ ἀπό τινος μετεώρου σημείου ἴσαι εὐθεῖαι προσπίπτωσι , κατὰ κύκλου ἔσονται περιφερείας
6147194 τριβωνος
κινήσῃς οὐδεμίαν ἀσπίδα , ἀλλ ' ἀπὸ σκυτάλλης μόνον καὶ τρίβωνος : ἐπὶ τῶν πειθηνίων . Οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς
ἴσως μὲν ὀξύτερον ὁρῶν , ἴσως δὲ καὶ παρὰ τοῦ τρίβωνος τοῦτο λαβών , βοήσας ἀπέβη , κἀγὼ ταὐτὸ ποιῶ
6099753 πτυου
. * μηλιαυθμῶν μανδρῶν τῶν προβάτων * . χερσαίας πλάτης πτύου ἢ καλαύροπος . ἡ δὲ καλαῦροψ ῥᾶβδος ἐστὶ ποιμενικὴ
καὶ τὴν τροφὴν τὴν ὑπὸ τῆς γλώττης , οἷον ὑπὸ πτύου ἀναλιχμωμένην διαπορθμεύει , ὥσπερ γέφυρα , ἐπὶ τὸν στόμαχον
6023046 χαλκιου
ὕδωρ ζεστόν , ἐντιθεμένου εἰς αὐτὸ τοῦ σκεύους , οἷον χαλκίου ἢ ἑτέρου μὴ ῥηγνυμένου . θεραπεύσει ταγγὸν ἔλαιον καὶ
οἶνον φέρε . οὐκ ἀλλὰ τοῦτό γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . κἄγειν ἐκεῖθεν κακκάβην ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
6013600 τοιχου
χωρῆϲαι τὸν ἄνθρωπον , ἢ βάθρον ἴϲον τούτῳ ἐγγὺϲ ἀποθέϲθαι τοίχου παρατεταμένον τῷ τοίχῳ κατὰ μῆκοϲ μὴ πλέον ἀπέχον ποδὸϲ
μηχανᾶσθαι : τῶν λίθων παρασκευάσασθαι ἕνα ἐξαίρετον εἶναι ἐκ τοῦ τοίχου ῥηιδίως καὶ ὑπὸ δύο ἀνδρῶν καὶ ὑπὸ ἑνός .
5993848 ξυρον
μιαρὸς φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος . ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον ,
ὀξύτονα μονογενῆ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ξυρόν : πυρόν : στυρόν : τὸ μύρον τὸν τόνον
5993062 ὀχηματος
' ἄλλων οὔτις ὁρᾶτο . Κοινωνία γὰρ γίνεται τοῦ δαιμονίου ὀχήματος καὶ τοῦ τῆς ψυχῆς : ὅπερ δαιμόνιον ὄχημα ,
ἀντ ' αὐτοῦ δύο ἡμιόνους παράσχῃ . Σιδόνιος ἔπαρχος ἐπὶ ὀχήματος ὥδευεν . ἐπεὶ δὲ ἀτονήσασαι αἱ ἡμίονοι οὐκ ἠδύναντο
5973284 κατεκλιθη
μαρτυροῦσι καὶ αὐτὴ ἡ ☾ ἐπὶ τὰ ἥσσονα ἐτρόχαζεν ὅτε κατεκλίθη , μέχρι τῆς ☍ . κινδυνεύσας σωθήσεται . ἐὰν
χρόνον πουλύν : μετὰ δὲ προφάσιος , πῦρ ἔλαβεν : κατεκλίθη . Δευτέρῃ ἐξ ἀριστεροῦ ὀλίγον ἄκρητον ἐῤῥύη αἷμα :
5966912 βρεχμον
γενέσθαι . . . . = . . βρέχμα καὶ βρεχμόν : τὸ ὑπερμετώπιον : οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικόν
χεῖρας ἐελδόμενοι στυγερὰς ἀπὸ Κῆρας ἀμύνειν . Καί πού τις βρεχμόν τε καὶ ἐγκέφαλον συνέχευε λᾶα βαλὼν ἑτέροιο κατὰ μόθον
5965652 ἐκμανηναι
λάβρα διαχωρήματα , ἐπὶ φλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι λυόμενα , ἐλπὶς ἐκμανῆναι . Δυσεντερίη σπληνώδεσι μὴ μακρὴ , χρήσιμον , μακρὴ
μὲν καλὴν Κυβήβην τὸν ἡμίθηλυν Ἄττιν ἐν οὔρεσιν βοῶντα λέγουσιν ἐκμανῆναι : οἱ δὲ Κλάρου παρ ' ὄχθαις δαφνηφόροιο Φοίβου
5951477 ὠτιου
τῷ στόματι τοῦ υἱοῦ αὐτῆς ἐπιθείσης τοῖς ὀδοῦσιν αὐτοῦ τοῦ ὠτίου αὐτῆς γενναίως δραξάμενος ἀπέκοψεν αὐτό . τῆς δὲ βοησάσης
εἰς μέσον τὴν μὲν ἐκ ῥινός τινος τὴν δὲ ἐξ ὠτίου τὴν δὲ ἐκ κεφαλῆς ἀνῃρεῖτο , καὶ πάλιν ἀνελόμενος
5939132 Φιλοτιμος
αὑτοῖς ἕξειν , εὔνους αὑτῷ γενήσεσθαι . Μυννίων δὲ καὶ Φιλότιμος οἱ Σμυρναῖοι καὶ Κλεισθένης καὶ Ἀσκληπιόδοτος οἱ Λέσβιοι ,
. Λ : Πρότμησιν Διονύσιος ὁ Θρᾷξ τὴν ὀσφύν , Φιλότιμος ἰατρὸς τὸν τράχηλον , Ἀρίσταρχος τὸ ἀπὸ τῆς ἥβης
5924809 χρῳ
ἐκ μόνης τῆς κεραίας , ψιλῇ τῇ κεραίᾳ , ἐν χρῷ τῆς γῆς παραπλέοντες , ἐκ κάλων ἕλκοντες τὴν ναῦν
τὴν νῆσον , ἐμβοᾶν δὲ τοῖς ἀνθρώποις ὡς μάλιστα ἐν χρῷ παραπλέοντας , καὶ τὸν κυβερνήτην ὀνομάζοντας καὶ ὅτου ἄλλου
5902401 κλινιδιου
. προκοπῆς δὲ γενομένης περὶ τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν διὰ κλινιδίου κρεμαστοῦ δοκιμαστέον κίνησιν . παρακμαζούσης δὲ τῆς διαθέσεως εὐθέως
. ἔτυχεν δὲ ἐν ἀρχῇ δείπνου ὢν καὶ κατέκειτο ἐπὶ κλινιδίου στενοῦ , γυνὴ δὲ αὐτοῦ καθῆστο πλησίον , καὶ
5883799 περιενεγκων
Μιλήσιος Ἀπόλλωνι Δελφινίωι Ἑλλήνων ἀριστεῖον δὶς λαβών . ὁ δὲ περιενεγκὼν τὴν φιάλην τοῦ Βαθυκλέους παῖς Θυρίων ἐκαλεῖτο , καθά
ἐξελάσας τῆς οἰκίας καὶ καθάρσιόν γε , ὥς φασι , περιενεγκὼν ἐπὶ τῇ σῇ ἐξόδῳ . Ἀχαΐα μὲν γὰρ καὶ
5882782 ἠμεσεν
δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης ἄφωνος .
κρημνοῦ κόρη πεσοῦσα , ἄφωνος : ῥιπτασμὸς αὐτὴν εἶχεν : ἤμεσεν ἐς νύκτα : αἷμα συχνὸν ἐῤῥύη , κατὰ τὸ
5882337 νωθες
θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον ,
τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς
5877436 σεσηρος
πόθεν δῆλον , ὅτι λεπὶς μέλλει ἀποστῆναι ; ἐκ τοῦ σεσηρὸς εἶναι τὸ ἕλκος καὶ ἐκ τοῦ ὡς ἐπὶ τὰ
θερμοῦ δ ' ἐκφυγοῦσα κινδύνου κερδὼ παχείης ἐξέκυπτεν αἰγείρου , σεσηρὸς αἰκάλλουσα . τῇ δ ' ὁ πρεσβύτης “ ζωαγρίους
5865908 πωγωνος
μὲν τῆς κεφαλῆς ὄπισθεν καθίενται , τὰς δὲ ἐκ τοῦ πώγωνος ἔμπροσθεν : ἔπειτα περιπυκασάμενοι τὰς τρίχας περὶ πᾶν τὸ
τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ πολέμου , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ πώγωνος . . . Θ . . σαρκασμοπιτυοκάμπται : Ὡς
5859780 Ἀσσυριου
Ξάνθος δὲ ὁ Λυδὸς δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου . . . . : ὠικείωτο γὰρ ἐκ παλαιοῦ
Λυδὸς [ . ] δέκα καὶ δέκα ἐκ Φιλόττου τοῦ Ἀσσυρίου , ὃς ᾤκει ἐν Σιπύλῳ , ὃς ἀνῃρέθη ἐν
5843919 πινακισκοις
παντοδαποῖσιν εὐτρεπῆ : σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις καὶ δίεφθ ' ἀκροκώλια ἥδιστον ἀπατμίζοντα καὶ χόλικες βοὸς
δεῖπνα προκείμενα θεοῖς ἐπὶ τραπέζαις ξυλίναις ἀρχαϊκαῖς ἐν κάνησι καὶ πινακίσκοις κεραμεοῖς , ἀλφίτων μάζας καὶ πόπανα καὶ ζέας καὶ
5818392 ὑπερῳον
τὰ ῥώγια , τὰ ἐλ . ἀ . . τὸ ὑπερῷον : Τὸ τέγος . Θ . . . ἰσχάδων
: ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὰ διὰ ποιητικὴν χρεῖαν ἀναλύονται : ὑπερῷον , ὑπερώϊον : περιστῷον , περιστώϊον : μηνῷον ,
5779548 κορρης
' ἧς τὸ πνεῦμα ἑλκόμενον καταφέρεται . κουρὶξ δὲ κατὰ κόρρης , κατὰ κεφαλῆς : πολλάκις δὲ προσχρῶνται ἐπὶ τοῦ
' εὐτυχεῖν . ὁ δ ' Ἀχιλεὺς εὖ πως ἐπὶ κόρρης αὐτὸν ἐπάταξεν , ὥστε πῦρ ἀπέλαμψ ' ἐκ τῶν
5773747 ταμιευων
αὐτὸς ἔξαρνος ἦν μὴ τεθεικέναι . καὶ τῆς μὲν Παράλου ταμιεύων τότε , ὅτε τὴν ἐπὶ Θηβαίους ἔξοδον εἰς Εὔβοιαν
δανείζεται τὰς χιλίας δραχμὰς παρὰ τοῦ Ἀντιφάνους , ὃς ἐπέπλει ταμιεύων Φιλίππῳ τῷ ναυκλήρῳ , καὶ δίδωσι τῷ Βοιωτίῳ ἄρχοντι
5751651 ἐπιδιαιρειν
ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ . Ἔοικε γὰρ ἐπιδιαιρεῖν ὁ θύων καὶ τὸ μὲν αἷμα τῷ θυσιαστηρίῳ προχέειν
τὸ τραῦμα , ἀλλὰ καὶ τὰ πλησίον μέρη τὰ ἀφεστῶτα ἐπιδιαιρεῖν δεῖ καὶ τῇ ἐπὶ τῶν ἀποστημάτων χρῆσθαι ἀγωγῇ .
5746532 ξιφους
καὶ οὐ φρόνιμον . ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἀνεῖλεν αὐτὴν μετὰ ξίφους . ἧς ἐκπνεούσης . μετὰ θάνατον Πενθεσιλείας ἠράσθη αὐτῆς
, ἐθεράπευσέ τινα τρωθέντα τὴν δεξιὰν χεῖρα , χωρήσαντος τοῦ ξίφους μεταξὺ τῶν δύο ὀστῶν τοῦ τε πήχεως καὶ τῆς
5734120 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
5732331 ἀναπηδησαι
πολὺν γέλωτα παρασχεῖν . καὶ αὐτὸν δὲ τὸν Κῦρον ἐκγελάσαντα ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον καὶ φιλοῦντα ἅμα εἰπεῖν : Ὦ
εἰς τὸ ἱμάτιον ὁ Λυσίμαχος ἐνέβαλε ξύλινον σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον κἀγὼ σέ , φησίν
5718528 διωλυγιον
προσελθεῖν , ἀλλὰ μὴ δυνάμενος : ἀνεκώκυσε δὴ μέγα καὶ διωλύγιον ἐν τοῖς ὕπνοις “ Χαιρέα , δεῦρο . ”
χερσὶν ἐπικροτέοντες ὁμόκλεον , ὄφρ ' ἂν ἔγωγε δηρίσω Χείρωνι διωλύγιον κιθαρίζων . Ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πιθόμην : περὶ
5698975 προσκεφαλαιον
' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν
, οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν χειρῶν τὸ ποτήριον . καὶ ἐκ τούτου
5696778 διατειχισματος
τὸ ὑπὸ τῶν Συρακουσίων ὑποτειχιζόμενον ἐπὶ κωλύσει τοῦ τῶν Ἀθηναίων διατειχίσματος ἤδη ἐγγὺς ἦν παρεληλυθέναι καὶ ὑπερβεβληκέναι τὸ τέλος τοῦ
παραλλάξαντος τῇ οἰκοδομήσει οὐδὲν ἔτι ὄφελος ἦν τοῦ τῶν Ἀθηναίων διατειχίσματος : οἱ γὰρ Συρακούσιοι ἐν ἀσφαλεῖ ἔμελλον ἔσεσθαι μετὰ
5693315 λεβητ
ἀμφίπολος , ” ἐπὶ δὲ τῆς λεκάνης “ γρηῦς δὲ λέβητ ' ἕλε παμφανόωντα , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἡμῖν
ἔπι , τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος , καὶ χάλκεον λέβητ ' ἐπέζεσεν πυρί . ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσεν
5691070 κατεχοντος
ἀμφοτέραις γεγονυῖα , ὥσθ ' ἅπαντας αὐτοὺς ἀκούειν εἴτε τοῦ κατέχοντος τὸ τέμενος ἥρωος εἴτε τοῦ καλουμένου Φαύνου . τούτῳ
νυκτὶ ὕστερον , ὤφθη τοιάδε , ἔμεινα δὲ καὶ πλείους κατέχοντος τοῦ θεοῦ . Τελεσφόρος ἦν ὀρεωκόμος : οὗτος ἐδόκει
5687981 ἀνειχον
τὴν δ ' ἑτέρωθι ῥᾳθυμίαν φέρειν . τοιαύταις αὐτὸν ἐπῳδαῖς ἀνεῖχον μικροῦ δάκρυα ἀφιέντα . οὐ μήν , εἴ τι
βραγχώδεες , καὶ φάρυγγες φλεγμαίνουσαι , καὶ οἱ σπόγγοι καλεόμενοι ἀνεῖχον , καὶ τὰ παρὰ τὰ ὦτα καὶ γνάθον ἐπάρματα
5679253 ἀπαγεσθωσαν
ἀρχαὶ παρὰ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέγμα χιασθεῖσαι ἐπὶ ἰνίον ἀπαγέσθωσαν . αἱ δ ' ἄλλαι ἀρχαὶ ὑπὸ λοβοὺς ὤτων
τῶν δὲ κατὰ μετώπου δύο αἱ ἔξωθεν σχισθεῖσαι ἐπὶ ἰνίον ἀπαγέσθωσαν , κἀκεῖ ἁμματιζέσθωσαν καὶ ἀπὸ ἰνίου δὲ αὗται ταῖς
5676500 οἰναριου
τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα ἦν Γνώμη , καὶ τοῦ οἰναρίου ἐπιλιπόντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς , Γνώμην δὲ
ναυτικῶς . Ἤσθιε δὲ ἀρτίδια καὶ μέλι καὶ ὀλίγον εὐώδους οἰναρίου ἔπινε . παιδαρίοις τε ἐχρῆτο σπανίως , ἅπαξ ἢ
5673736 καθεζομενην
ὡς ἔνιοι Γλαυκίδος , ἥν φασι τὴν πρώτην ἡλικίαν ἡταιρηκέναι καθεζομένην ἐν οἰκήματι πρὸς τῷ τοῦ Καλαμίτου ἡρῴῳ , ἔπειτα
τοῦ οἴκου . ἔδοξέ τις τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπὶ πορνείου καθεζομένην ἐν ἱματίοις πορφυροῖς ὁρᾶν , καὶ ἐποιησάμεθα τὴν κρίσιν
5673566 ὠνησαμην
ὅτι στρατεύει ἢ ἀποδημεῖς . οὐδὲν οὖν , φησίν , ὠνησάμην ὡς ἀποδημήσων . οὔτ ' ἄλφιτ ' : ὡσεὶ
. Πολλοῦ λέγεις . Νὴ τὸν Ἀϊδωνέα , τῶν πέντε ὠνησάμην , καὶ τροπωτῆρα δύο ὀβολῶν . Τίθει πέντε δραχμὰς
5669102 Λευκολοφου
τὸν Ἀπόλλω στίξας αὐτοὺς καὶ ξυμποδίσας μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου κατὰ γῆς ταχέως ἀποπέμψω . Ταῦτα ποήσω : σὺ
, Μύρμηξ καὶ Νικόμαχος καὶ Ἀρχέμορος μετ ' Ἀδειμάντου τοῦ Λευκολόφου . Ἀδελφὸς παρείη . ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς
5668261 φιληματι
τὸν Ἀλέξανδρον οὐ παρασχεῖν φιλῆσαι ἑαυτόν , τὸν δὲ Καλλισθένην φιλήματι φάναι , ἔλαττον ἔχων ἄπειμι . καὶ τούτων ἐγὼ
ἀθυρόγλωσσος παρ ' Εὐριπίδῃ . οἱ δὲ κωμικοὶ καταγλωττίζειν ἐν φιλήματι καὶ καταγλωττισμός : καὶ ἐπιγλωττωμένω οἷον λοιδορουμένω , καὶ
5666414 ἐξελκειν
τὸ ἦτρον ἐμφανὴς γένηται , κἀκεῖνον διελεῖν τρυφερὸν ὂν καὶ ἐξέλκειν τὰ ἔντερα καὶ τὰ λοιπὰ σπλάγχνα . Εἰ δὲ
προπέσοιεν , ἀμφοτέρας ἀποκόπτειν εἶτα τὸ κεφάλιον συνθλᾶν καὶ οὕτως ἐξέλκειν . Τῶν δὲ ἐπὶ πόδας φερομένων ἡ μὲν παρέγκλισις
5664633 ὡρμα
ἐπιστάμενοι . Ἔτι δὴ ἐπὶ τὸ τρίτον καταβαλῶν ὥσπερ πάλαισμα ὥρμα ὁ Εὐθύδημος τὸν νεανίσκον : καὶ ἐγὼ γνοὺς βαπτιζόμενον
: καὶ γὰρ ὁ πούς , εἰ φρένας εἶχεν , ὥρμα ἂν ἐπὶ τὸ πηλοῦσθαι . Ἐπεί τοι τίνος ἕνεκα
5661095 Αἰθιοπος
τὸ λευκὸν θεωρεῖσθαι καὶ τὸ μέλαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Αἰθίοπος : καὶ γὰρ ὁ Αἰθίοψ κατὰ μὲν τοὺς ὀδόντας
σκώληξ σκώληκος , Κύκλωψ Κύκλωπος , μώλωψ μώλωπος , Αἰθίοψ Αἰθίοπος , χωρὶς τοῦ ἀλώ - πηξ ἀλώπεκος : τοῦτο
5658643 ἡϲυχιη
ὁρῆϲθαι τὰ πάντα ἡδέωϲ . λαλιὴ τῶν παρεόντων φιλομειδήϲ : ἡϲυχίη , θυμηδίη τοῦ νοϲέοντοϲ . ὀϲμαὶ εὐώδεεϲ , ἀβαρέεϲ
μηδὲ βαθείη , ἄθερμοϲ : ὄρθιον δὲ τὸ ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη .
5651984 λιθαριον
ἐν τῇ ὀκτατόμῳ αὐτοῦ βίβλῳ οὕτω καλουμένῃ . Κάρφος ἢ λιθάριον ἢ κόπριον ἐκ τῆς γῆς ἄρας ἔνθες ἐν τῇ
παρὰ τὴν τῶν δοκίμων χρῆσιν . Λιθίδιον λέγε , μὴ λιθάριον . Καθὼς οὐ δόκιμον , κἂν γραμματικός τις Ἀρεθούσιος
5649878 ναυκληρου
δέ . Ζηνόθεμις γὰρ οὑτοσί , ὢν ὑπηρέτης Ἡγεστράτου τοῦ ναυκλήρου , ὃν καὶ αὐτὸς ἔγραψεν ἐν τῷ ἐγκλήματι ὡς
δ ' ἐνδακοῦσαι στόμια πυριγενῆ γνάθοις βίαι φέρουσιν , οὔτε ναυκλήρου χερὸς οὔθ ' ἱπποδέσμων οὔτε κολλητῶν ὄχων μεταστρέφουσαι .
5649176 κεκληκοτος
ὑπηρέτην . ὡς δὲ παρεγένετο , ἐγενήθη συμποσίαρχος , τοῦ κεκληκότος δηλονότι καταστήσαντος , καὶ ὑπεγράφετο τυραννίδος ἀρχήν : ἐκέλευσε
ὑπηρέτην . ὡς δὲ παρεγένετο , ἐγενήθη συμποσίαρχος , τοῦ κεκληκότος δηλονότι καταστήσαντος , ὃς ὑπεγράφετο τυραννίδος ἀρχήν : ἐκέλευσε
5645108 κυψας
χεῦεν ἔραζε . καὶ τά γε Μηριόνης ἔλαβεν χείρεσσι φίλῃσι κύψας ἐκ πεδίοιο , καὶ Ἰδομενῆα προσηύδα : μάστιε νῦν
ἕνεκα ἥσθην , βουλόμενος δὲ αὐτὸν οἷον ἀμείβεσθαι καὶ δεξιοῦσθαι κύψας λαμβάνω . κἀν τούτῳ ταῦρός τις ἐπῄει μοι κατ
5624614 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
5621437 ἐλαυνοντος
μὴ δυνάμενος δὲ συγγενέσθαι αὐτῇ τοῦ Περσέως ἤδη πρὸς ἥβην ἐλαύνοντος πλάττεται ὡς ἔδνων χρείαν ἔχει πρὸς γάμον Ἱπποδαμείας τῆς
διὰ τὴν ἀλκήν . Ἡρακλῆς γάρ * τὰς Γηρυονείους βοῦς ἐλαύνοντος ὡς περὶ Ὄσσαν καὶ Κύμην ἐγένετο εὗρε δὲ πελαγίσαντα
5620336 Γοργου
με αὐλοῦσαν εὑρὼν παρὰ τῇ Κροκάλῃ ὑπὸ τοῦ ἀντεραστοῦ αὐτοῦ Γόργου μεμισθωμένην καὶ τούς τε αὐλούς μου συνέτριψε καὶ τὴν
στόμα . Ἐνθαῦτα τριήκοντα νέας αἱρέουσι τῶν βαρβάρων καὶ τὸν Γόργου τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸν Φιλάονα τὸν Χέρσιος , λόγιμον
5619346 θρονου
θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά , καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρου : καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον .
τὸν θρόνον τὸν βασίλειον . εἶναι δὲ κλίνας ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου ἀργυρόποδας , ἐφ ' ὧν οἱ ἀμφ ' αὐτὸν
5615367 κεροεσσης
οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνὸν , ὅστ ' ἐν ὕλαις κεροέσσης ὑπολειφθεὶς ὑπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Ζηνόδοτος δὲ μετεποίησεν ἐροέσσης
τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς ἀπὸ μητρὸς ἐπτοήθη . Κράτης Γείτοσι : νῦν
5614263 τακερωταται
, καταχυσματίοισι παντοδαποῖς εὐτρεπῆ : σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις καὶ δίεφθ ' ἀκροκωλία ἥδιστον ἀτμίζοντα καὶ
, καταχυσματίοισι παντοδαποῖσιν εὐτρεπῆ : σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις καὶ δίεφθ ' ἀκροκώλια ἥδιστον ἀπατμίζοντα καὶ
5609058 θαλαμου
' ἄγεθ ' , ὑμῖν τεύχε ' ἐνείκω θωρηχθῆναι ἐκ θαλάμου : ἔνδον γάρ , ὀΐομαι , οὐδέ πῃ ἄλλῃ
μεταπέμπεται . ἔθος δ ' εἶχεν αὐτῇ προσιέναι ἅτε τοῦ θαλάμου φύλαξ , ἔτι τε καὶ ἐπὶ συνουσίᾳ αὐτοῦ διεβάλλετο
5608106 Ἀβδηροισι
εἰκοστῇ , τελέως ἐκρίθη . Καῦσος , ϠΧΔΡΚΥ . Ἐν Ἀβδήροισι Νικόδημον ἐξ ἀφροδισίων καὶ ποτῶν πῦρ ἔλαβεν . Ἀρχόμενος
δὲ τῆς ῥύσιος , ἀπέθανεν . Τῷ Δεινίου παιδίῳ ἐν Ἀβδήροισι μετρίως ὀμφαλὸν τμηθέντι , συρίγγιον κατελείφθη , καί ποτε
5603170 κολεου
εἴσω τῶν βασιλείων παρῆλθε , καὶ τρὶς θελήσας ἐξελκύσαι τοῦ κολεοῦ τὸ ξίφος ἀπετρέπετο καταπεπληγμένος : ἑώρα γὰρ ἐξαίφνης γυναῖκα
τὴν [ ἔφοδον ] ? σπασάμενος ἐκ [ τοῦ ] κολεοῦ καὶ ? ? λαθών : ἡ δὲ [ ἐπιβλέψασα
5600873 κτειν
. οὗτος σύ , μαίνηι καὶ κακῶν ἐρᾶις τυχεῖν ; κτεῖν ' , ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς '
σὺ δ ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι : μή με κτεῖν ' , ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι , ὅς
5593034 ἐξεκοπην
, τὸ “ κοππατίας ” καὶ “ ἐξεκόπην ” . ἐξεκόπην πρὸς “ τὸν κοππατίαν ” τὸ “ ἐξεκόπην ”
ἵππον , ⌈ ἐν ᾧ ἐκεχάρακτο τὸ κ . / ἐξεκόπην ] ἀφῃρέθην : ⌈ παρὰ τὸν κοππατίαν δὲ παίζει
5590826 κεραννυς
, ὥσπερ καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε Ἡρόδοτος ἔφη , καὶ ἀκρατοκώθωνας Ὑπερείδης
ὁ Ἐρασίστρατος καθαίρουσι χρῆται φαρμάκοις καὶ οἶνον δίδωσιν ὕδατι ψυχρῷ κεραννύς , ἄλλοις τέ τισι καὶ χολερικοῖς ; ἐνταῦθα μέν
5580653 Βενιαμην
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
ἡμέρᾳ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς Φαραὼ ἐκ τοῦ τραύματος τοῦ λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον
5575977 Τελεσφορος
καὶ συναγαγὼν ἀργυρίου πλείω τῶν πεντήκοντα ταλάντων ξένους ἐμισθοῦτο . Τελεσφόρος μὲν οὖν ζηλοτυπήσας τὴν προαγωγὴν Πτολεμαίου τοῦτον τὸν τρόπον
τοιάδε , ἔμεινα δὲ καὶ πλείους κατέχοντος τοῦ θεοῦ . Τελεσφόρος ἦν ὀρεωκόμος : οὗτος ἐδόκει μοι ὁρμηθεὶς αὐτόθεν βαδίζειν
5575774 ἑλκουϲ
ἀπόϲταϲιν ἐπικαίοντεϲ καὶ τὰ πλάγια μέρη ἐν τῇ κοιλότητι τοῦ ἕλκουϲ καὶ μάλιϲτα τὰ ἄνω : κατανοοῦντι γάρ ϲοι μετὰ
δι ' ἐπιτηδείου κομιϲάμενον ὀργάνου ῥαφαῖϲ ϲυνάγειν τὰ χείλη τοῦ ἕλκουϲ καὶ ἐναίμῳ φαρμάκῳ χρηϲάμενον ἐπιδεϲμεῖν . εἰ δὲ χωρὶϲ
5575419 αἰγιαλου
, Λεύκτρων δὲ καὶ ἑξήκοντα . ἐνταῦθα οὐ πόρρω τοῦ αἰγιαλοῦ τέμενος ἱερὸν τῶν Νηρέως θυγατέρων ἐστίν : ἐς γὰρ
: εἰ δὲ νότοι κατέχοιεν , ἀπόρως ἔχει διὰ τοῦ αἰγιαλοῦ ὁδοιπορεῖν . τῷ δὲ ἐκ νότων σκληροὶ βορραῖ ἐπιπνεύσαντες
5572758 Ἠϊονεως
οἱ μὲν Κλειοῦς , οἱ δὲ Εὐτέρπης . Ὅμηρος δὲ Ἠϊονέως φησίν [ Κ ] : ἐν δέ σφι Ῥῆσος
. Ἀντίονος . φασὶ δέ , ὅτι γαμήσας Δῖαν τὴν Ἠϊονέως θυγατέρα πολλὰ ὑπέσχετο δώσειν δῶρα . ἐλθόντος δὲ ἐπὶ
5570075 Τιμοσθενους
τῶν δὲ βασιλέων τῶν εἰρημένων ἕστηκεν οὐ πόρρω Θεαγένης ὁ Τιμοσθένους Θάσιος : Θάσιοι δὲ οὐ Τιμοσθένους παῖδα εἶναι Θεαγένην
ἐν αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ Ἐρατοσθένους τὸ πλῆθος , καὶ ὑπὸ Τιμοσθένους τοῦ τοὺς λιμένας συγγράψαντος , ὥστ ' οὐκ ἄξιον
5568506 δικτυου
ἐν αὐτοῖς γραμμῶν † ταῖς ἀλλήλων φοραῖς † ἀτάκτῳ φορᾷ δικτύου τρόπον διαπλέκουσα : διὰ δὲ τῶν περὶ σελήνην φερομένη
ὅδ ' , ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις , τέτρηται δικτύου πλέω λέγειν . εἰ δ ' ἦν τεθνηκώς ,
5566440 ῥακια
ἀθάνατον καὶ ἀναφαίρετον . Οὐχ ὁρᾷς | οἷος ἦν Ὀδυσσεὺς ῥάκια κακ ' ἀμφὶ [ σώματι ] ἔχων , ὥστε
ὡς πρὸ πολλοῦ γεγονὸς αὐτῷ , ἢ διὰ τὸ παλαιὰ ῥάκια περιβαλεῖν αὐτὸν τὸν Τήλεφον . ῥῆσιν μακράν : τὸ
5563430 μασωμενος
. Κᾆθ ' ὥσπερ αἱ τίτθαι γε σιτίζεις κακῶς : μασώμενος γὰρ τῷ μὲν ὀλίγον ἐντίθης , αὐτὸς δ '
οὖν διαγιγνώσκειν καλῶς δυνήσομαι ὥσπερ πρότερον τὰ πράγματ ' ἔτι μασώμενος ; πολλῷ γ ' ἄμεινον : καὶ λέγεται γὰρ
5557923 ἀμφορεως
δῆλον . τὸ γὰρ διάστημα τὸ μεταξὺ τῶν κοίλων τοῦ ἀμφορέως ἔσται ἐν ἄλλῳ διαστήματι μετατεθέντος τοῦ ἀμφορέως . ἆρ
μορίων τοῦ ὕδατος . τούτοις εἰ προσθείης καὶ τὸ τοῦ ἀμφορέως ὡς τοῦ ὕδατος σώματος καὶ τὸ τοῦ μέρους ὡς
5552433 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
5551541 κατακλεισας
τὴν ἄκραν ἐπιπλεύσας τοὺς Καρχηδονίους ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος κατακλείσας ἔνδον ἐξέλοι , βορέου πνεύσαντος οὐρίου ἀπόπλουν ἐποιήσατο .
τὸν λίθον ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἰούλου λίθον , καὶ κατακλείσας δίδου φορεῖν ἐπὶ τοῦ στήθους : πάντα δὲ πόνον
5550386 Κλεανδρος
καὶ θρασὺ βλέπει . . ἀσπάλαθος : ἀκανθῶδες φυτόν . Κλέανδρος θηλυκῶς . Ἀριστοφάνης ἀρσενικῶς . ἀναγωγή : ἐπὶ πλοίου
συνέβαλον μὴ ἄπορον εἶναι ἀλλ ' ἐπιβατόν . ὁ δὲ Κλέανδρος ἐλοιδόρησε τὸν ὕπατον τῆς ἐν Αἰγύπτῳ ἀρχῆς Κομόδῳ ,
5546582 ἐπιπτεν
τοῦ κοιλάσματος , ἐξέπιπτεν τὸ βέλος ἐκ τοῦ κυλίνδρου καὶ ἔπιπτεν ἐπὶ τὴν διώστραν ἔχουσαν ἐν αὑτῇ χώραν βραχὺ κεκοιλασμένην
γυναικός : οὐ γάρ πω κείνοισιν ἐπ ' ὄμμασιν ὕπνος ἔπιπτεν , ἀλλὰ Κύπρις πεπότητο περὶ φρένας , ὄφρα παλαιοῦ
5545391 πληττομενου
αἴσθησιν ; Ἢ καὶ δεῖ μὲν ἀέρος τὴν πρώτην τοῦ πληττομένου , τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη ἄλλως τὸ μεταξύ ;
φωνήν , καὶ κτύπος ὀψιτέλεστος ἐπὶ χρόνον ἦλθεν ἰωῆς , πληττομένου πρώτιστον ἀτέρμονος ἠέρος ἠχῆι . ἣ δ ' ἔτι
5542398 προσεγγισας
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος
5538555 κατακλινεσθαι
, διόπερ οὐκ ἀτόπως ἐν ταῖς σκάφαις ἐστρωμέναις ἐῶσί τινες κατακλίνεσθαι . καὶ τὰ ἐπιβλήματα πρὸς λόγον τῆς ὥρας θερμότερα
ἐκείνου μᾶλλον τοῦ μέρους ᾧ ἐμπέφυκε τὸ ἀποστημα , ῥᾷον κατακλίνεσθαι τοὺς πάσχοντας ἢ ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου . ὥσπερ τινὸς
5533427 πτωματος
βελῶν . τοῦ δὲ Πολυπέρχοντος ἀνακαθαίροντος πάντα τὸν τόπον τοῦ πτώματος καὶ τοῖς θηρίοις ἀθρόοις διὰ τούτου τὴν ἔφοδον ποιουμένου
τὴν συνουσίαν ἐποίησεν οὐκ ἀργήν . ὀλίγον οὖν πρὸ τοῦ πτώματος ἡ γυνὴ συνέλαβεν . ἀλλὰ διὰ τοὺς κινδύνους καὶ
5526319 σκυφῳ
ἐν πυέλῳ : κελεύει δὲ αὐτὸν ἐν πυέλῳ ἤγουν ἐν σκύφῳ θερμοῦ ὕδατος καθεῖναι καὶ καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ
ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκεραννήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν ,
5525822 Λακυδου
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης
5522119 κατεβαινον
ἵππων ἀνέβαινον διὰ τοῦ τροχοῦ ἐπὶ τὸν δίφρον καὶ πάλιν κατέβαινον ἀπταίστως . καὶ ἦν τὸ ἀγώνισμα πεζοῦ ἅμα καὶ
Ἀχαιῶν . οἱ δὲ θοοὺς οὐρῆας ὑποζεύξαντες ἀπήναις ἐκ πόλιος κατέβαινον ἅμα Πριάμῳ βασιλῆι ἄλλοι δημογέροντες : ἐλαφρότατοι δ '
5519014 οἰκηματος
τάς τε γυναῖκας τῶν Πελληνέων καὶ τὰς θυγατέρας ἐπ ' οἰκήματος ἔστησαν . ἀγριώτατα ταῦτα , ὦ θεοὶ Ἑλλήνιοι ,
τῶν ἄλλων ὅσοις ἂν κατὰ γνώμην ᾖ ταῖς θύραις τοῦ οἰκήματος ἐπιβάλλουσιν , ἐς δὲ τὴν ἐπιοῦσαν τά τε σημεῖα
5510557 ὁλοκνημοι
, τεύτλοισί τ ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα . σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις , καὶ δίεφθ ' ἀκροκώλια
. Φερεκράτης δ ' ἐν Μεταλλεῦσι : σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις καὶ δίεφθ ' ἀκροκώλια .
5507488 ἀγρευσαι
γῆν κάτω αὐτοῖς πτεροῖς . Φασὶν δὲ καὶ Καρχηδόνιον νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι ἐκ γάλακτος , καὶ ἡμερῶσαι τοῦτον παρανόμῳ
ὅ τι λέγοιεν . οἱ δέ φασιν ἐν ἁλείᾳ μὲν ἀγρεῦσαι μηδέν , ἐφθειρίσθαι δέ , καὶ τῶν φθειρῶν οὓς
5505435 κυτισου
, κράμβη , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , κυτίσου τὰ φύλλα , λάδανον , λινόζωστις , μαλάχη ἀγρία
ἕως τοῦ τιθυ - μάλλους : Ἀμφίλοχος ἐν τῷ περὶ κυτίσου φυτόν φησιν ὠφέλιμον εἶναι τοῖς θρέμμασι , ὅτι πλῆθος
5504253 ἀναπηδᾳ
οὓς αἱρεῖται ψυχὴ κατιοῦσα εἰς γένεσιν . . ἀνακηκίει . ἀναπηδᾷ . ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ
τὸ δὲ κατὰ τοῦ στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας
5503886 κατεσεισε
πόλει ἐπὶ τῶν νεῶν τὰς μηχανάς . καὶ πρῶτα μὲν κατέσεισε τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα , ὡς δὲ ἀποχρῶν εἰς
μηχανήν . τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος : τῶν Πλαταιέων δηλονότι . κατέσεισε : τὸ τεῖχος δηλονότι . ἄλλας δέ : μηχανὰς
5495327 ἐφαπλωσας
εἶδος ἀείρων , λεπταλέοις νεφέεσσιν ἐπαμβλύνων τύπον αἰδοῦς , χεῖρας ἐφαπλώσας , καὶ ἐπ ' αὐχένι βόστρυχα σύρων ἄνδιχα τεμνομένων
. Λέων νοσήσας ἐν φάραγγι πετραίῃ ἔκειτο νωθρὰ γυῖα γῆς ἐφαπλώσας , φίλην δ ' ἀλώπεκ ' εἶχεν ᾗ προσωμίλει
5490850 ἐπικαμπιῳ
ἐκφεύγειν . Γνῶσις σημείων τῶν ἐν τῇ συμμίκτῳ τάξει ἤγουν ἐπικαμπίῳ ὀπισθίᾳ τασσομένων . Τ ἡγεμών , πρωτοστάτης , λοχαγός
δεξιοῦ μέρους ἔταξεν ἐν μετώπῳ , τὸ δὲ λοιπὸν ἐν ἐπικαμπίῳ , τὴν δὲ φάλαγγα καὶ τοὺς ἐλαφροὺς ἐπὶ τοῦ
5490637 Εἰδον
ὅσα ἐάν σοι δείξω . ἔμβλεπε οὖν τοῖς λοιποῖς . Εἶδον ἓξ ἄνδρας ἐληλυθότας ὑψηλοὺς καὶ ἐνδόξους καὶ ὁμοίους τῇ
ποιηταί , ψευδολόγοι καὶ διὰ σχημάτων ἐξαπατῶντες τοὺς ἀκροωμένους . Εἶδον ἀνθρώπους ὑπὸ τῆς σωμασκίας βεβαρημένους καὶ φορτίον τῶν ἐν
5490131 ὠνουμενον
' ἂν ἴδῃ πρῶτον πένητα καὶ νέον παρὰ Μικίωνος ἐγχέλεις ὠνούμενον , ἀπάγει λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον . παρὰ δ
ἄνδρα παῖδα Λαέρτα φίλον ; ἐν Πάρῳ σικυὸν μέγιστον σπερματίαν ὠνούμενον . Οὐκ ἰδίᾳ τάδ ' οὐκετόνθοι τἀπὶ Χαριξένης .
5489909 κολοσσου
παραπλησίαν ἔχειν διάνοιαν . Φέρεται δέ τι καὶ ἐπίγραμμα τοῦ κολοσσοῦ : Εἰμὶ ἐγὼ χρυσοῦς σφυρήλατός εἰμι κολοσσός : ἐξώλης
τι καὶ τοῦτο . σὺ δὲ τὰ ἔνδον ἤδη τοῦ κολοσσοῦ λέγε . Τί πρῶτον εἴπω σοι , ὦ Μίκυλλε
5487602 ἁλιεως
καὶ κάτωθεν παραληγομένας Ἀττικοὶ μετὰ τοῦ ω συναιροῦσιν , οἷον ἁλιέως καθαρὸν ἀμφοτέρωθεν ἁλιῶς , Ἐρετριέως Ἐρετριῶς : οἱ δὲ
ἀτρακτυλίδος χλωρά , ἐπὶ δὲ τῶν ἀναίμων κόλπων ἡ τοῦ ἁλιέως ἡ διὰ τοῦ ὄξους σκευαζομένη , καὶ ἡ Ἀθηνᾶ
5486838 ἐσπατο
, καὶ ἴσως ἄλλως ὑποκατεφρόνει , ἐῤῥιπτάζετο , καί τι ἐσπᾶτο : λήγοντος δὲ τοῦ σπασμοῦ , ἔλαθεν ἀποσβείς :
αἱ γνάθοι ξυνερειδόμεναι , ἔπειτα ἐς τράχηλον , τριταῖος ὅλος ἐσπᾶτο ἐς τοὐπίσω ξὺν ἱδρῶτι : ἑκταῖος ἀπὸ τῆς προῤῥήσιος

Back