ἀπὸ κράσεως ὄν . οὐ σῖγα ] + ἤγουν οὐ σιωπηλῶς ἕξεις , ἤτοι οὐ σιωπᾶς ; οὐ σῖγα ]
τὸ γα μακρόν , ἀλλὰ οὐ σῖγα , ἤγουν οὐ σιωπηλῶς ἕξεις , ἵν ' εἴη τὸ σῖγα ἐπίρρημα καὶ
7663193 πενομενης
οὐ μόνον ἀνόνητον , ἀλλὰ καὶ ζημίας καταστήσει μοι πρόφασιν πενομένης με γυναικὸς ποιῶν κηδεστὴν τοῖς ἡμετέροις εἰς ἀποτροφὴν κεχρημένης
μόνον βραχεῖαν εὐφροσύνην αἱρεῖται ; νόμιζε δὴ τοὺς ἐκ τῆς πενομένης σοι παῖδας ὁρᾶν ἀπορίᾳ σιτίων δακρύοντας νῦν μὲν εἰς
7636900 Πενιαν
ἀποφαντικόν ἐστιν ὅτι ἐὰν βλέψῃ ὁ Πλοῦτος καὶ παύσῃ τὴν Πενίαν , οὐκέτι κακοδαιμονία εἴη . τὸ δὲ ἑξῆς ,
τοῦ λέγοντος , κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς . } Πενίαν φέρειν οὐ παντός , ἀλλ ' ἀνδρὸς σοφοῦ .
7617795 βλωσκω
τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β , ὡς ἐπὶ τοῦ βλώσκω , . * . Βόα : εἴρηται περὶ τούτου
καὶ νοῶ νοΐσκω : ἐκ τούτων δὲ κατὰ κρᾶσιν θρώσκω βλώσκω νώσκω καὶ Αἰολικῶς γνώσκω : Αἰολεῖς γάρ , φησί
7608325 τρυπην
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται
7558954 Περισσον
τοῦ τὴν εὐθεῖαν ἐν τοῖς μεταβατικοῖς προσώποις πάντοτε συνυπάρχειν . Περισσὸν οὖν ἐστι ζητεῖν , εἰ κατ ' ἀκολουθίαν φωνῆς
τὴν πολυπειρίαν τὴν ἐμὴν καὶ εὔνοιαν τὴν εἰς σέ . Περισσὸν δέ μοι δοκεῖ , ἀνδρὶ πάσῃ παιδείᾳ κεκοσμημένῳ φιλοσόφους
7541393 σημειωτικον
τὸ αἰτιολογικὸν , ἢ παθολογικὸν καὶ τὸ ὑγιεινὸν καὶ τὸ σημειωτικὸν καὶ τὸ θεραπευτικόν . Ἀθήναιος δὲ ἀντὶ τοῦ σημειωτικοῦ
μὲν ὑλικὸν ἄνευ θεραπείας οὐδὲν ἕτερον συμβάλλεται . τὸ δὲ σημειωτικὸν καὶ ἄνευ θεραπείας ἀναγκαῖον πρὸς τὸ εἰδέναι τίνα θεραπευτικὰ
7540381 Καρπαθον
τὸ γένος , κατά τι λόγιον ἀποικίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν Κάρπαθον . Τὴν δὲ νῆσον τὴν ὀνομαζομένην Ῥόδον πρῶτοι κατῴκησαν
μὲν ἔχων ναῦς τὰς καλουμένας παρὰ Ῥοδίοις φυλακίδας ἔπλευσεν εἰς Κάρπαθον καὶ πολλὰ μὲν πλοῖα τῶν Δημητρίου καταλαβών , ἃ
7522440 Εἰσαγωγη
εἰς τὴν βασιλικωτάτην τῶν ἐπιστημῶν τὴν φιλοσοφίαν γράφων εἰσαγωγὴν Πορφυρίου Εἰσαγωγή ἐπέγραψε μὴ προσθεὶς εἰς τὴν φιλοσοφίαν , ἅτε δὴ
' οἷς λεγέσθω ἡ αἰτία τῆς ἐπιγραφῆς . ἐπιγέγραπται τοίνυν Εἰσαγωγή , ἐπειδὴ ἡ γνῶσις τῶν φωνῶν εἰσαγωγή ἐστι τῆς
7518994 τοξικη
δορατοφόρος ἐν ἱππικῇ , ἐκ διαστήματος δέ , ὡς ἡ τοξικὴ καὶ ἀκοντιστική . καὶ τούτων ἑκάστη ἤτοι ταχεῖα ἢ
δὲ τύχῃ , τέλος . οὕτως οὖν καὶ κυβερνητικὴ καὶ τοξικὴ οὐκ ἀπὸ τῶν τελῶν ὁρίζονται . οὐ γὰρ ἀεὶ
7516765 ἐπιμεληθεις
λύρᾳ τε φωνὴν ἔδωκαν καὶ αὐλῷ καὶ μελῳδίαν ἐπαίδευσαν . ἐπιμεληθεὶς δὲ τοῦ δοκίμως τε καὶ σὺν ἀφελείᾳ ἑρμηνεύειν πνεύματός
ἑαυτοῦ . Ἐδιδαξάμην , ἐπαιδευσάμην δι ' ἑτέρου , αὐτὸς ἐπιμεληθεὶς τούτου . Ἕδος . τὸ ἄγαλμα . καὶ ὁ
7515818 σκαριζω
τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . ,
ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω
7507546 βρυκω
: καὶ ὡς πεύκη πευκανός καὶ πευκεδανός , οὕτως καὶ βρύκω βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω :
. . + * . Βρυκεδανός : γέγονε παρὰ τὸ βρύκω βρυκανός , ὡς πείθω πιθανός , ἵκω ἱκανός :
7503184 Στρατεια
. στεῖραι , παρὰ τὸ στερεὰν ἔχειν τὴν ὑστέραν . Στρατεία . ἡ ἐνέργεια καὶ ὥσπερ πάλη . Στρατιά .
κήπου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν παραδόξων . Στρατεία Σεμιράμιδος εἰς Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν , ἔτι δὲ τὴν
7490317 Ῥητορικον
' ὑπερβιβασμὸν βράταχος καὶ βρόταχος . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν καὶ Ῥητορικόν , . , . . . . + .
καὶ βρεχμόν : τὸ ὑπερμετώπιον : οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικόν , ἐν δὲ τοῖς Ἐτυμολογικοῖς τὸ τῆς κεφαλῆς ἄκρον
7488474 σπαρασσει
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ]
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον .
7482506 χαιρησεις
. Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν
ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς
7477121 λειποψυχιη
. μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ : προϲτιμωρέει γὰρ τῇ πνιγὶ ἡ λειποψυχίη . ἀλλὰ κἢν ϲμικρὸν ἀναπνεύϲωϲι , ἐπιϲχόντα χρὴ τὴν
. Ἐπὶ φύματος ἔσω ῥήξει ἔκλυσις , ἔμετος , καὶ λειποψυχίη γίνεται . Ἐπὶ αἵματος ῥύσει παραφροσύνη ἢ σπασμὸς ,
7476767 ἀπικομενη
Πέρσαι ἀγγαρήιον . Ἡ μὲν δὴ πρώτη ἐς Σοῦσα ἀγγελίη ἀπικομένη , ὡς ἔχοι Ἀθήνας Ξέρξης , ἔτερψε οὕτω δή
Αἴγυπτον ἀπίκετο Ξάνθεω τοῦ Σαμίου κομίσαντός [ μιν ] , ἀπικομένη δὲ κατ ' ἐργασίην ἐλύθη χρημάτων μεγάλων ὑπὸ ἀνδρὸς
7470939 τραυλος
τραυλίσαντι ] ⌈ παρακεκομμένα [ παρακεκομμένως / ] εἰπόντι . τραυλός ἐστιν ὁ τὸ ῥῶ αὔων καὶ λέγων λῶ :
βαρύνεται , οἷον : φαῦλος δοῦλος οὖλος . τὸ δὲ τραυλός ὀξύνεται καὶ τὸ δειλός . Τὰ εἰς δύο ΛΛ
7469395 Χοιροβοσκος
ι ἀνερείπτω , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀνηρείψαντο . οὕτως ὁ Χοιροβοσκός . : τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ . . .
τὴν παραλήγουσαν παρήλλαξε καὶ κατὰ τὴν κλίσιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκός , . , . . . . Ἁλωτός :
7456376 Ποσοτητα
ι ἀπὸ δοτικῆς γεγόνασιν . οὕτως ὁ Χοιροβοσκὸς εἰς τὴν Ποσότητα , . , , . , . * +
τοῦ αε εἰς α μακρὸν αἴρω . οὕτως εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . Αἱρείτω : †
7449189 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
7445742 ἱκνω
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον ,
7442321 καταγελαστε
καὶ ἡμᾶς ἀκροᾶσθαι . Καὶ ἐγὼ ἀκούσας εἶπον : Ὦ καταγέλαστε Ἱππόθαλες , πρὶν νενικηκέναι ποιεῖς τε καὶ ᾄδεις εἰς
σὺ δέ μοι καὶ αὐλητρίδας προσείεις καὶ ᾠδάς , ὦ καταγέλαστε . ἐπὶ μὲν δὴ τούτοις καινῶς οὐχ ἁψαίμην σου
7436140 ΤΟΙΣΙ
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν ,
7410822 κρυφη
εἰς τὴν πόλιν ἡμῶν , ὅτι ἐμισήσατε ἡμᾶς , καὶ κρυφῆ ἐξήλθετε ἀφ ' ἡμῶν : διὰ τοῦτο οὐκ εἰσελεύσεσθε
τε καὶ πλείω διανοούμενον , ἕτερα λέγοντα καὶ ἄλλα ποιοῦντα κρυφῆ , καὶ ἐν τούτοις χαίρει κἂν μηδὲν εἴη αὐτῷ
7400402 ἀγνωστως
ἅψηται ἄρρην τοῦ ἱμάντος , οὐκ ὀρθιάσει : ἐὰν δὲ ἀγνώστως φορέσῃ , μαλακισθήσεται . ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ λίθου
ἐχθρῶν ὑφίστασθαι καὶ βαρεῖσθαι ὑπὸ δυσχερείας τόπου , οἱ ὄπισθεν ἀγνώστως ὑψηλότεροι γινόμενοι κατὰ τοῦ νώτου τῶν ἐχθρῶν ἔρχονται :
7400082 γαυριω
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς
7397656 μεταχειρισις
ἑτέρων ἕτερα ἐπιτιθέμενα . Πολυειδεστάτη ἐστὶ τοῦ ἐπιπλάσματος τοῦδε ἡ μεταχείρισις καὶ ἐπαρκὴς εἰς πολλά : ἤτοι γὰρ εὖ μάλα
Οὐκοῦν τὰ μὲν ἐπινοήματα ἔστιν ὅτε ταὐτά , ἡ δὲ μεταχείρισις τὴν διαφορὰν ποιεῖ τοῦ λόγου . ὁρᾷς δὲ καὶ
7395089 φυσᾳς
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται
7393289 Πειρατεον
, περὶ τούτων ἔστι μοι νῦν ἅπασα ἡ σπουδή . Πειρατέον δὲ καὶ περὶ τούτων λέγειν , ἃ φρονῶ .
πειρῶ περὶ αὐτοῦ τό γε τοσοῦτον φράζειν ὡς σαφέστατα . Πειρατέον . οὐ γάρ ἐστι τοῦτο , ὦ ἄριστοι ,
7392499 ἐμπορικην
; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς
ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ
7389237 πυσμα
τίς διετάξατο , φαμὲν ἐγώ , ἐξαιροῦντες τῆς κατὰ τὸ πύσμα ἀορίστου προφορᾶς τὸ δεδρακὸς πρόσωπον . Ὡς μὲν οὖν
, ψεῦδος . διαφέρει δ ' ἀξίωμα καὶ ἐρώτημα καὶ πύσμα , προστακτικὸν καὶ ὁρκικὸν καὶ ἀρατικὸν καὶ ὑποθετικὸν καὶ
7380516 λεξικον
. , . * . Βάκηλος : εἰς μὲν τὸ λεξικὸν τὸ Ῥητορικὸν εὗρον σημαῖνον οὕτως : μέγας μέν ,
+ . . Βαία . βάκηλος : εἰς μὲν τὸ λεξικὸν εὗρον σημαῖνον οὕτω : μέγας , καὶ τροπῇ τοῦ
7378150 ϲειομενουϲ
τοῦ φλοιοῦ τῆϲ ῥίζηϲ πινόμενον ϲπλῆναϲ τήκει . καὶ ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ κρατύνει μετ ' οἴνου ἑψόμενον καὶ πινόμενον . Ξιφίου
κέραϲ μετ ' οἴνου λειούμενον , εἶτα περιπλαϲϲόμενον , ὀδόνταϲ ϲειομένουϲ ἵϲτηϲι , μετὰ τὸ καυθῆναι δὲ πλυθὲν δυϲεντερίαϲ τε
7376549 πηκτις
πρῶτος ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πηκτίδος . πηκτὶς δὲ καὶ μάγαδις ταὐτόν , καθά φησιν ὁ Ἀριστόξενος
ὁ παρῳδός φησι , βάρβιτος δὲ τρίχορδος κατὰ Ἀναξίλαν , πηκτὶς δὲ δίχορδος κατὰ Σώπατρον . τὸ δὲ ψαλτήριον ,
7373918 ἐπητης
σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα , οὕνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων . ἀσπασίως γάρ κ
. . . . , . . . . . ἐπητής , τοῖς παλαιοτέροις , . , . : ὡς
7373521 τοὐλεον
ξύλινον , γεγένηται τοὔνομα . Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν εἰ προσκαθέλοι με τοὐλεόν . Ἐλευθέριος Ζεύς : Ὑπερείδης “ τῷ μὲν τοίνυν
, δέον σιτήσῃ . τοὐλεόν ] τὸ μαγειρικὸν τραπέζιον . τοὐλεόν ] τραπέζιον μαγειρικόν . ἐν κύκλῳ : ἀπὸ τοῦ
7373387 ἐρωτηματικως
σε τοῦ γνησίου γάμου : θαρρήσασα : ἀποδιώκω ἐκβάλω : ἐρωτηματικῶς μετὰ ὑποκρίσεως . τούτῳ δὲ ὑπακουστέον τὸ οὐ δήπου
” : οἱ δὲ τοῦ Κλέωνος , ἵν ' ᾖ ἐρωτηματικῶς . ΓΘ ἐάσεις ] λείπει “ ἐπιφοιτῆσαι ” .
7365173 ἀνεγκλιτον
: Διὸς δέ τοι ἄγγελός εἰμι . τὸ δὲ ΕΙ ἀνέγκλιτον . τὸ δὲ . . . . ΕΣΤΙΝ ἐγκλίνεται
, εἴγε ἀμετάθετοι αἱ περισπώμεναι , κἂν ἐγκλιτικὸν ἐπιφέρηται κἂν ἀνέγκλιτον . ὡς ἂν οὖν ἡνωμένου τοῦ σχήματος ἡ ὀξεῖα
7364072 τυραννοκτονησας
ὁριστικῆς προφορᾶς , καὶ μάλιστα ἐπὶ παρῳχημένου χρόνου , ὁ τυραννοκτονήσας τετίμηταιΔεδείξεται . δὲ ὡς καὶ πλήθους ἔσθ ' ὅτε
μέλλοντος ἀοριστωδῶς νοεῖται καθ ' ἣν προεκτεθείμεθα τήρησιν , ὁ τυραννοκτονήσας τιμηθήσεται , πάνυ εὐλόγως , εἴγε τὰ γινόμενα καὶ
7356152 ἐκμεμονας
τῆς ἀντιστροφῆς κῶλον οἰκείως . ἐκμέμονας ] μέσος παρακείμενος . ἐκμέμονας ] + ἐκμαίνῃ . θυμοπληθὴς ] θυμοῦ γέμουσα .
οὐκ ἀφίστασαι : μένος γὰρ ἡ προθυμία . θ + ἐκμέμονας χρὴ γράφειν , οὐχὶ τί μέμηνας ἢ μέμονας :
7354216 δαμασω
ὄντα λέγει τῇ γυναικί ” κυρία , ὑποκρίθητί μοι ἵνα δαμάσω τὸν Αἴσωπον . καὶ ἀναστᾶσα , βαλοῦσα ὕδωρ εἰς
Ἄφορβος κύριον . . . , . : ζυγώσω : δαμάσω , κλείσω , καθέξω . Αἰσχύλος Κίρκηι σατυρικῆι .
7351764 ἐμβαπτομενος
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ
7351732 προκατασκευην
διπλῇ : ποτὲ μὲν γὰρ μετὰ τὰ προοίμια τάττει τὴν προκατασκευήν , ὡς ἐν τῷ τῆς Παραπρεσβείας λόγῳ , ποτὲ
λάβῃ . ἡ δὲ ἐπιβολὴ αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως μετὰ τὴν προκατασκευήν : ὃ δὴ λοιπόν ἐστι , καὶ πάλαι μὲν
7345822 παντολμος
. καὶ φιλοκίνδυνος , ῥιψοκίνδυνος , θρασύς , τολμηρός , πάντολμος , παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός ,
, οὔτε ἀπιστῷ κομιδῇ . Τί γὰρ οὐκ ἂν ἐθελήσασα πάντολμος ψυχὴ ἐπιτεχνήσαιτο ; Διὰ μέσου δὴ ἥκων πίστεως καὶ
7343663 συγκριτικος
γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα βέλτος : ἐκ δὲ τοῦ βέλτος γίνεται συγκριτικὸς τύπος εἰς ων βελτίων καὶ ὑπερθετικὸς βέλτιστος . οὕτως
ἀπὸ τῆς χειρὸς , ὅθεν χερειότερος . παρὰ τὸ χέρειος συγκριτικὸς εἰς ω χερείων , ὡς πλεῖος πλείων . πλεῖος
7342543 ἀμαλδυνηται
καταπλὴξ , ἀναυδίη , περίψυξις , πνεῦμα προσπταῖον , ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα , καὶ ταινίῃ
ἀμαλδύνω τὸ ἀφανίζω : ὥς κεν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν . ἀμαλδύνω οὖν τὸ ἀφανίζω , ἀμάλδανον τὸ
7342366 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
7339461 βουβωνιῳη
καὶ ἰσχυροῦ τάττεται . καὶ βριμούμενος , καὶ βριμήσαιο . βουβωνιῴη : Ἀριστοφάνης . τὸ εὐκτικὸν βουβωνιῴην , βουβωνιῴης ,
. τὸν βουβῶνα πάθοι . βουβωνιῴη ] βουβῶνας σχοίη . βουβωνιῴη ] τὸν βουβῶνα ⌈ ἀλγεῖ [ ἀλγοίη ] .
7335123 Ἀρκεσινην
δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις , Μινώιαν , Αἰγιαλόν , Ἀρκεσίνην . γέγονε δὲ μετὰ υϚ ἔτη τῶν Τρωικῶν ,
ἦσαν γὰρ Μελανία Μίνωα Ἀρκεσίνη . Πολύβιος δὲ ἀρσενικῶς τὸν Ἀρκεσίνην φησί . τὸ ἐθνικὸν Ἀρκεσινεύς . Ἀνδροτίων ἕκτῃ Ἀτθίδος
7328670 Παιζει
ἐπίτηδες ἀδιανόητα . διόλου ἀνοηταίνει . . ὁ κύκλος : Παίζει . ἀδύνατον γὰρ τὸν κύκλον γενέσθαι τετράγωνον . λείπει
τῶν κακῶν : οὐκ ἂν ἀναβάλοιο . 〛 ταύτην : Παίζει : αὐτίκα γὰρ τῷ Ἑρμοῦ λόγῳ ἀπέπαρδε . Θ
7328480 ὀχλουντα
παθῶν ὑπεξαιρεθέντων τὰ ἥδοντα αὐτὴν # ἀντιπαρέρχεται . τὰ οὖν ὀχλοῦντα τίνα [ ἐστίν ] ? ; % φόβοι μέν
, πῶς εἴποι τις τὸ προταθὲν καὶ ὅπως φυλάξεται τὸν ὀχλοῦντα σοφιστήν . παράδειγμα τοῦ μὲν προτέρου τὸ βιβλίον διδάσκει
7327447 οὐκων
ἄνθρωπος ; ἢ οὐ γάρ ; πάνυ μὲν ὦν . οὐκῶν δοκεῖς οὕτως ἔχειν κα καὶ περὶ τἀγαθοῦ ; τὸ
ἐν Κύπρωι . καὶ τἆλλα κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον . οὐκῶν καὶ ἐντὶ τὰ πράγματα καὶ οὐκ ἐντί . τοὶ
7325669 ψω
οὕτω Φιλόξενος . . , : ψιλός : παρὰ τὸ ψῶ , ὅθεν καὶ τὸ καταψῶ : οὗ πᾶν ὁτιοῦν
ποδὶ κατὰ τὸ λεληθὸς , οἱονεὶ παρασύρων : ἀπὸ τοῦ ψῶ , οὗ παράγωγον τὸ ψαύω . καὶ οἱ ναῦται
7324990 διωγμος
Γ ὀξύνεται προσηγορικὰ ὄντα : νυγμός φραγμός τιναγμός ἀλαλαγμός ὑλαγμός διωγμός . σεσημείωται τὸ ὄγμος βαρυνόμενον , καὶ τὸ Ῥίγμος
εἵλησιν καὶ σύνοδον . Ἰωκή . παρὰ τὸ διωκὴ καὶ διωγμός : ἀπὸ τοῦ διώκω , ἀποβολῇ τοῦ δ ,
7324904 ἐνθεματιζεται
. Τὸ κάρυον εἰς κόμαρον μόνον ἐγκεντρίζεται . τὰ ῥοΐδια ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν . ἡ δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν .
ἀφ ' ἧς γίνεται λευκὰ συκάμινα . Τὰ δὲ ἀππίδια ἐνθεματίζεται εἰς ῥοιάς , καὶ εἰς κυδώνια , καὶ εἰς
7321551 Ἐγων
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
: ἀπὸ γὰρ τοῦ λαιμοῦ ὁ λευκὸς ἀφρὸς γίνεται . Ἐγών : ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ :
7319123 πολυφρονος
ἀλλ ' ἴσχετο : τεῖρε δ ' ἀϋτμὴ Ἡφαίστοιο βίηφι πολύφρονος . αὐτὰρ ὅ γ ' Ἥρην πολλὰ λισσόμενος ἔπεα
ὁ δόλος : Ὅμηρος : ἀμφὶ δεσμοὶ τεχνήεντες † ἔχον πολύφρονος Ἡφαίστοιο . ἰστέον , ὅτι περισπωμένως μὲν ἀντὶ τοῦ
7318586 ἀριστοδειπνον
ἀλάβαστον ἀναπετῶ ἀνάριστον ἀνατρέχω ἀπέλιπε , ἀπέπεμψε ἀπέφησεν ἀπονυχίζειν ἀποσοβῶμεν ἀριστόδειπνον ἀσχολοῦμαι , καὶ ἀσχολεῖται καὶ ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης
κύλικα προπίομαι . Ἀφ ' ὧν γένοιτ ' ἂν συντόμως ἀριστόδειπνον . Μετὰ ταῦτ ' ἀναπεσεῖν ἐκέλευον αὐτὴν παρ '
7316721 ἀφοριζω
δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : . ,
: Νίκανδρος : καὶ ἀφόρδια πάντα . εἴρηται παρὰ τὸ ἀφορίζω ἀφορίζιον καὶ ἀφορίδιον καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀφόρδιον , τὸ
7312741 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
7312131 ἀρρητοι
βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε , Διὸς μεγάλοιο ἕκητι : ῥέα μὲν γὰρ
ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε , ῥητοί τ ' ἄρρητοί τε Διὸς μεγάλοιο ἕκητι . ῥέα μὲν γὰρ βριάει
7311543 Δορυ
ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν .
τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς
7306356 θρυαλλιδ
. . . . . . . . σω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . καὶ Πλάτων ἐν Νυκτὶ
, κάρυ ' , ἀμυγδάλαι καὶ λύχνον δίμυξον οἴσω καὶ θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . .
7302718 ἀτω
. ἀτυζόμενον : ἀτύζω : παρὰ τὴν ἄτην γίνεται ῥῆμα ἀτῶ , οὗ παραγωγὸν ἀτύω , ὡς ὀλῶ ὀλύω καὶ
ὄμμα ' . . . . ἀτάσθαλος : παρὰ τὸ ἀτῶ τοῦ ζ εἰς † θ καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ
7300412 βυρσοδεψης
ὁ δὲ ἀλετρίβανος ἀσιανός , καὶ σκυτοδέψης μὲν ἀττικός , βυρσοδέψης δὲ ἀσιανός . ὁ βυρσοπώλης : ὅτι μετὰ τὴν
βύρσαι δύσοσμοι , βυρσοπώλης δὲ ὁ Κλέων . ἰστέον ὡς βυρσοδέψης ἦν ὁ Κλέων , αἱ βύρσαι δὲ δύσοσμοί εἰσιν
7299307 ὑπερφρονεις
δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι . ἔφη δὲ “ ὑπερφρονεῖς [ ] ” ἀντὶ τοῦ “ περισκοπεῖς [ ]
τοῦ Φαληρέως ; ἀλλὰ τούτων μὲν οὐδέν , ἡδονῶν δὲ ὑπερφρονεῖς οὐδὲ ἐπρίω πόρνας οὐδὲ ἑταιρίδων ἑάλως οὐδὲ ἐποιήσω τοὺς
7299122 Πυθοκλεα
] μικρᾶς ἕνεκεν ἐλαττώσεως [ ] [ ? ] πρὸς Πυθοκλέα ? [ ] ? [ ἔλεγεν ] : ἂν
ἂν ὑμεῖς καὶ Θεμίστα παρακαλῆτε , ὠθεῖσθαι . πρὸς δὲ Πυθοκλέα ὡραῖον ὄντα Καθεδοῦμαι , φησί , προσδοκῶν τὴν ἱμερτὴν
7294097 ἀνυποθετον
τε , καὶ ἀρχηγικώτατον εἰς ὃ πάντα ἀναλύεται ὡς εἰς ἀνυπόθετον : ἡ γὰρ ὑπόθεσις ἀρχὴ μὲν ὡς πρὸς τόδε
καὶ πρὸς τούτῳ θεωρεῖν καὶ διαλογίζεσθαι : μόνην δὲ καὶ ἀνυπόθετον εἶναι ἐπιστήμην , ἅτε δὴ τῶν ὄντων πάντων τὰς
7292213 Πειρω
Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην
εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ
7291003 στρωτηρος
καὶ ἔπειτα ὑπερενεγκεῖν τὴν χεῖρα σὺν τῷ ξύλῳ ὑπὲρ τοῦ στρωτῆρος , ὡς ἡ μὲν χεὶρ ἐπὶ θάτερα ἔῃ ,
τὸ στῆθος τοῦ ἀνθρώπου ἱμάτιον ἐπικαθίσαι ἐπὶ τὸ προέχον τοῦ στρωτῆρος , εἶτα προσβάλλειν τὸ στῆθος πρὸς τὸν στύλον πλατέῃ
7288387 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
7287524 ἰκτερικουϲ
χάλκανθον λεάναϲ ἔγχεε : καὶ καθαίρει κάλλιϲτα , μάλιϲτα τοὺϲ ἰκτερικούϲ . Ἄλλο . μελανθίου λείου ⋖ η ἀφρονίτρου ⋖
δὲ αὐτοῦ εἰϲ ὀξυωπίαϲ ἐϲτὶ χρήϲιμοϲ , ἡ δὲ ῥίζα ἰκτερικούϲ τε ϲὺν οἴνῳ ἐκφράττει καὶ ἀνίϲῳ πινομένη , μαϲωμένη
7287429 Ῥαμνος
καὶ διαφορητικῆς τῶν ἐκ τοῦ βάθους ἐστὶν ἡ ζύμη . Ῥάμνος ξηραίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόστασιν , ψύχει δὲ
Ἥλιος ἡνίχ ' ὁδεύῃ ἕβδομον ἱππεύσας τετράζυγον ἄντυγα πώλων . Ῥάμνος ἔχει πανάκειαν ἐν οἴκοισιν παναρίστην φυομένη φραγμοῖσιν ἀκανθῆεν πετάλειον
7285436 κωμῳδουσι
ἔτνους : Ὀσπρίου πισίνου . ὡς ἀδηφάγον δὲ τὸν Ἡρακλέα κωμῳδοῦσι . 〚 οἱ δὲ ἀνδρεῖοι καὶ πρὸς τὰς μάχας
' Αἰσχύλου † πολλάκις † κληθέντος ἱππαλεκτρυόνος , ὃν ἀεὶ κωμῳδοῦσι , † λεχθέντος † ἐν Μυρμιδόσιν . ὥσπερ κτλ
7283941 ξιφισμος
τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ
εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς
7283308 Ὠκιμον
ἤδη λαμβάνει . συνήκμαζον δὲ Λαίδι Λαγίσκη , Νεαλύτη καὶ Ὤκιμον , φησὶν Ἀναξανδρίδης . οὔκ ἐσθ ' ἥδιστον ἀποθανεῖν
παλαιοῦ καὶ τὸ τῶν ἀλεκτορίδων τοῦ τῶν ἄλλων ζῴων . Ὤκιμον ἐκ τῆϲ δευτέραϲ τάξεώϲ ἐϲτι τῶν θερμαινόντων , ἔχει
7283234 Ἀμαζονιδα
δοτικὰς συνάπτουσιν : οἷον Διονύσιος ὁ Χαλκιδεύς : Μυρρίνην τὴν Ἀμαζονίδα περιβλεψάμενος , ἔδωκεν αὐτῷ τὰς ἄλλας Ἀμαζονίδας μετακαλέσασθαι .
Ἀμαζόνων : Ἀμαζονίδα λίμνην λέγει τὴν θάλασσαν τὴν παρὰ τὴν Ἀμαζονίδα νῆσον : εἰς γὰρ τὸν Εὔξεινον πόντον οἰκοῦσιν αἱ
7282694 ἀφορωσα
τέλος ἀγαθὸν ἔχει , ἡ δὲ μὴ πρὸς ἀγαθόν τι ἀφορῶσα οὐδὲ τέχνη ἐστίν : οὕτως ἡ δημώδης ῥητορικὴ οὐκ
δ ' ὑπαλλάξασθαι πονηρὰ χρηστοῖς οὐ ῥᾴδιον . εἰς ἅπερ ἀφορῶσα καὶ νῦν ἐχθροὺς νομίζω καὶ αὖθις ἡγήσομαι τοὺς τὰ
7282506 ἠπουγε
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία :
7276145 Ὀνητορος
' αὖ Μηριόνης Τρώων ἕλεν ἄνδρα κορυστὴν Λαόγονον θρασὺν υἱὸν Ὀνήτορος , ὃς Διὸς ἱρεὺς Ἰδαίου ἐτέτυκτο , θεὸς δ
λόγῳ εὑρεῖν θετικὸν κεφάλαιον , οἷον ἐν τῷ Δημοσθένους κατὰ Ὀνήτορος ἐξούλης , εἰ ἀληθεῖς αἱ βάσανοι , καὶ ἐν
7275901 ἀναζυγωσαι
: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν
σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα
7275434 Πασιτιγριν
τοῦ Εὐφράτου : διὰ δὲ τοῦτο κατὰ τὰς ἐκβολὰς ὀνομάζεσθαι Πασίτιγριν . Νέαρχος δὲ τὸν παράπλουν τῆς Σουσίδος τεναγώδη φήσας
Περσίδος , ἀπέχουσαν Σούσων σταδίους * ἑξήκοντα : τὸν δὲ Πασίτιγριν ἀπὸ τοῦ Ὀροάτιδος διέχειν περὶ δισχιλίους σταδίους : διὰ
7275093 Ὑμεναι
φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ
κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα
7274716 Αὐτ
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈
7274330 θεολογικος
ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ
ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν
7272836 λεπαδνον
ὡς γὰρ κόπτω κόπανον , οὕτω λέπω λέπανον , καὶ λέπαδνον . Λέξασθαι , τὸ κοιμηθῆναι . παρὰ τὸ λέχριον
ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . .
7272285 παντοθ
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
7271820 ἐξανδρουμενος
μ ' ἐργάσει ; Τέχνην δὲ τίνα ποτ ' εἶχες ἐξανδρούμενος ; Ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην . Οἴμοι κακοδαίμων
Τηλέφου Εὐριπίδου . ΓΘ ἐργάσῃ ] μέλλεις ἐργάσασθαι . Γ ἐξανδρούμενος : τὴν ἡλικίαν ἔχων εἰς ἄνδρα . ΓΘ ἐξανδρούμενος
7267687 ἡρῳναι
συνίζησις , ὡς . . . ” ᾔθεοι “ . ἡρῷναι τρισυλλάβως τοῦ ι προσγεγραμμένου : τὸ ἐντελὲς δὲ ”
νενευκυῖα . ※ . ἡρῷναί ] ἡρωΐδες . τὸ ” ἡρῷναι “ ἀττική ἐστι συναίρεσις , ὡς τὸ ” ἠίθεοι
7265099 ὁμοιοκαταληκτον
τὸ ἀνώτατα : ὡς μέντοι πρόκειται , παρὰ τὸ ἀνωτέρω ὁμοιοκατάληκτον πεσεῖται τὸ ἀνωτάτω , ὥστε διαφέρειν τὸ ἀνωτάτω τοῦ
τὴν κατάληξιν . ταὐτὸν δύναταί σοι κάρδοπος : δοκεῖ σοι ὁμοιοκατάληκτον εἶναι ; ἅμα δὲ καὶ ὡς γυναικώδη σκώπτει τὸν
7263845 Πηγασευς
τῆς πόλεως ῥεῖ Χρυσαόρας λεγόμενος . τὸ ἐθνικὸν Μασταυρεύς ὡς Πηγασεύς . εἴρηται καὶ Μασταυρίτης . Μαστιανοί , ἔθνος πρὸς
Δύνδασον καὶ Κάλυνδα ὁρμῆσαι ” . τὸ ἐθνικὸν Δυνδασεύς ὡς Πηγασεύς . Δυρβαῖοι , ἔθνος καθῆκον εἰς Βάκτρους καὶ τὴν
7262664 διακριτικος
προφορικός . λόγος καὶ ὁ ἐνδιάθετος , ὅ ἐστιν ὁ διακριτικός : ὅθεν ἄρα κατὰ μετάληψιν γαρύειν τὸ διακρίνειν .
γὰρ τὸ λευκὸν διακριτικόν ἐστιν ὄψεως , καὶ ὁ ἄνθρωπος διακριτικός ἐστιν ὄψεως . πάλιν τὸν δεύτερον παραλογισμὸν προάγουσι τοῦτον
7260210 γηρασκον
. κατέβαλεν . ἄλλοις . δόξαν . ἀθάνατον καὶ μηδέποτε γηράσκον . πρέπον ἐστί . Δάκος ἀδινόν ] ἤγουν οὐ
ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν . γεράνδρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν : καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται
7258582 ῥυθμοποιια
, ὁ δὲ βάσεως , ὁ δὲ ὅλου ποδός , ῥυθμοποιία δ ' ἂν εἴη τὸ συγκείμενον ἔκ τε τῶν
χρῆσιν ἀναφέροντες . Ὅτι δ ' ἐστὶν οὐ τὸ αὐτὸ ῥυθμοποιία τε καὶ ῥυθμός , σαφὲς μὲν οὔπω ῥᾴδιόν ἐστι
7255694 Τυφλον
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ '
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν
7255116 ἀσελγεστερον
βιαία . Εὐνάπιος : ” τοσαύτη τις ἦν πρὸς τὸ ἀσελγέστερον ῥύμη τε καὶ φορὰ ὥστε οἱ ἄρχοντες τῶν πολεμίων
, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ τοῦ Κρόνου προσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον , ὁ τοῦ Διὸς δὲ πρὸς τὸ
7253957 λια
, ἀνὰ γοστ . ῥόδων ξηρῶν , στύρακος , ἀνὰ λια . ῥόδων χλωρῶν λιβ . οἴνου παλαιοῦ εὐώδους καὶ
καδμίας πεπλυμένης δραχ . ε . οἴνου καὶ μυρσίνης ἐλαίου λια . κατὰ βραχὺ ἐπιβάλλων καὶ λειῶν φιλοπόνως : καὶ
7253372 ΑΥΤΑΡ
ἀνδράσιν , δι ' ἅπερ ἔφην τὸ πρότερον . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΔΟΛΟΝ . Ἐπεὶ δὲ νεύσει τῆς Εἱμαρμένης ἀπηρτίσθησαν
ἤσθιον , ἢ ἔνεμον , καὶ διεμέριζον ἀλλήλοις . . ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙ ΚΕΝ . Τὶς μὲν ἡ ζωὴ τῶν ἐκ

Back