ἔπομβρον , καὶ γνοφῶδες . καὶ χρὴ τὴν συγκομιδὴν τῶν σιτικῶν καρπῶν συντόμως γενέσθαι , ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων
ξύλων κατὰ τὸ πλεῖστον συγκειμένας : τήν τε συναγωγὴν τῶν σιτικῶν καρπῶν ποιοῦνται τοὺς στάχυς αὐτοὺς ἀποτέμνοντες καὶ θησαυρίζοντες εἰς
5864243 ἐδωδην
. . . . ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἀπεχθαίρει ἀντὶ
εἰσιν ἀπληστίας ὑπηρέται καὶ ὑπουργοί , πάνθ ' ὅσα πρὸς ἐδωδὴν τέμνοντές τε καὶ λεαίνοντες καὶ τὸ μὲν πρῶτον γλώττῃ
5805269 συγκομιδην
, ἕως τοῦ καὶ βόε λῦσαι : ταῦτα μετὰ τὴν συγκομιδὴν ἀναγκαῖα τοῦ χειμῶνος χάριν τῶν βοῶν καὶ ἡμιόνων ἁθροῖσαι
ἐπιτέλλειν , ἄμητον εὐαγγελίζονται , καὶ ἐπιτείλασαι χαίροντας γεωπόνους πρὸς συγκομιδὴν τῶν ἀναγκαίων ἐγείρουσιν : οἱ δ ' ἄσμενοι τὰς
5724515 βρωσιν
, πεπλανημένοι . εἰ : εἴ πως . ἐδητύν : βρῶσιν . Κοπτομένη : διεγειρομένη , πληττομένη , βρασσομένη ,
τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν , καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ
5661338 φυτειαν
αἰτίας , οἷον τοῦ θησαυρὸν εὑρεῖν τὸ σκάπτειν ἢ τὴν φυτείαν τῆς ἐλαίας , τοῦ δὲ καταγῆναι τοῦ φαλακροῦ τὸ
. εὐφορήσει πάντα τὰ δένδρα . ἐπιτήδειον τὸ ἔτος πρὸς φυτείαν , καὶ πρὸς τὰ ἄλλα πάντα . τῶν μεγάλων
5595272 ἀποθεσιν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
5579919 κτηνων
κύμβαλα καὶ τύμπανα , πρὸς δὲ τούτοις καθαρμοὺς τῶν νοσούντων κτηνῶν τε καὶ νηπίων παίδων εἰσηγήσασθαι : διὸ καὶ τῶν
εἰς τὸν μυλῶνα , καὶ ὁρῶ πολὺ πλῆθος ἔνδον ὁμοδούλων κτηνῶν , καὶ μύλαι πολλαὶ ἦσαν , καὶ πᾶσαι τούτοις
5578751 κερασασα
ἔχει τὰ λουτρά , διὰ τούτων μάλιστα δηλοῖ : θυμῆρες κεράσασα , κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων . φανερὸν οὖν
ἐμβαλοῦσα ἔς τε κύ - λικα τὸ φάρμακον οἴνῳ τε κεράσασα εὐώδει δίδωσι πιεῖν . ὁ δ ' ὡς συνήθη
5561427 θαμνων
γράφεται ἓν μέρος λόγου . ἔστι δὲ καὶ αὕτη τῶν θάμνων , γλυκῶδες ἄνθος προϊεμένη . περὶ τὰ γόνατα δὲ
σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω ἐξ Ἰνδῶν εἶναι ,
5559326 ἀγνον
δευρυμμεκρητασπ † ? ? ? ! [ ] ! ναῦον ἄγνον ὄππαι [ ] χάριεν μὲν ἄλσος μαλίαν [ ]
καὶ λύγον καλοῦσιν . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου . ἄγνον , οὐχὶ λύγον καλοῦσιν . καὶ ἀρσενικῶς . Πλάτων
5527759 ἀνθρακιαν
ἐκείνην . ὅντινα ἂν ξύλων σωρὸν καταπρῆσαί τε καὶ ἐς ἀνθρακιὰν στορέσαι θελήσῃς , κοτύλην ἐπιχέας τοῦδε ἐξάψεις , μὴ
τῷ τόπῳ θαυμαστὴν ἱεροποιίαν ἔχον : γυμνοῖς γὰρ ποσὶ διεξίασιν ἀνθρακιὰν καὶ σποδιὰν μεγάλην οἱ κατεχόμενοι ὑπὸ τῆς δαίμονος ταύτης
5515640 ὑποδοχην
τὴν διαέριον φυγήν , . . . Ἰνοῦς καὶ Μελικέρτου ὑποδοχήν . Ἐπὶ τούτοις τὰ Πελοπιδῶν καὶ Μυκῆναι καὶ τὰ
διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων , ἡ δὲ ἱματίων καὶ χρυσοῦ ,
5501564 ξηρων
γναφεῖϲ χρῶνται , # ε : τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν βαλὼν καὶ ἑνώϲαϲ χρῶ . Ἄλλο Ἀρχιγένουϲ κηροῦ #
καινῷ . κροκόμαγμα ϲκευάζεται οὕτωϲ : κρόκου ⋖ ρʹ ῥόδων ξηρῶν ⋖ ν ἀμύλου ⋖ ν ξιγγιβέρεωϲ τρωγλίτιδοϲ ⋖ ν
5495793 διατροφην
αἰγῶν καὶ προβάτων , ἐξ ὧν γάλα καὶ κρέα πρὸς διατροφὴν ὑπάρχειν τοῖς κεκτημένοις : σίτωι δὲ τὸ σύνολον μὴ
: καὶ πολλὰ μὲν παρὰ τῶν προγόνων πρὸς θεραπείαν καὶ διατροφὴν ἀρίστην τῶν βοσκομένων παρειλήφασιν , οὐκ ὀλίγα δ '
5440521 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
5426119 προσοψιν
τὸ βλέπειν : καὶ βλοσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , . , , . . β . .
βλέπειν . καὶ † βλοσσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , ὡς βοῶπις γλαυκῶπις , , . . .
5420844 ὀχειαν
δέ , τοὐναντίον . ἀρίστη δὲ ὥρα εἰς τὴν τούτων ὀχείαν ἀπὸ ζεφύρου πνοῆς , ἕως ἐαρινῆς ἰσημερίας , ὥστε
τῆς θηρευούσης . ἐπὶ τοσοῦτον δ ' ἐπτόηνται περὶ τὴν ὀχείαν οἱ πέρδικες καὶ οἱ ὄρτυγες ὡς εἰς τοὺς θηρεύοντας
5402343 πισσαν
' ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες , καὶ ἔπειτα ἀναφέρουσι τῇ μυρσίνῃ πίσσαν , ὀδμὴν μὲν ἔχουσαν ἀσφάλτου , τὰ δ '
εἰ καὶ πίσσαν αὐτὴν εἶπε : πᾶν γὰρ τὸ ἀποστάζον πίσσαν καλεῖ πελανοῦ δὲ βάρος : ἀντὶ τοῦ ὀβολοῦ ὁλκήν
5393750 τεφραν
μὲν γὰρ συμπεράσματος αἴτιον τοῦ πῦρ ἐνταῦθα κεκαῦσθαι τὸ τὴν τέφραν ὑπολελεῖφθαι , ὡς [ τοῦ ] πράγματος δ '
καὶ / τὰς τοῦ πρωκτοῦ ⌈ καὶ τῆς πόσθης τρίχας τέφραν πυρὶ ζέουσαν ἐπάττετο : εἰσώθουν δὲ καὶ εἰς τὴν
5370079 βοτρυας
λιθοκόλλητος ἄμπελος χρυσῆ ὑπὲρ τῆς κλίνης , ἥν φασιν καὶ βότρυας ἔχειν ἐκ τῶν πολυτελεστάτων ψήφων συντεθειμένους , οὐ μακράν
Καὶ λαβὼν τούτους εἰς ἀγγεῖα κεράμεα τετρημένα κάτωθεν ἐπιτίθει τοὺς βότρυας , καὶ σκέπασον τὸ ἄνωθεν μέρος ἐπιμελῶς , [
5305761 ἀμπελον
κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς
ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ
5287284 κραμβων
ἄρτου ξηροῦ . . φύλλ ' ἰσχνῶν ῥαφανίδων : Λεπτῶν κράμβων . . εὐτελῶν , λεπτῶν . . εἶδος λαχάνου
ἄρτου ξηροῦ . . φύλλ ' ἰσχνῶν ῥαφανίδων : Λεπτῶν κράμβων . . εὐτελῶν , λεπτῶν . . εἶδος λαχάνου
5264003 ἀπομισθους
τοιαύτης τινὸς αἰτίας . τοῦ βασιλέως προστάξαντος τοῖς σατράπαις ἅπασιν ἀπομίσθους ποιῆσαι τοὺς μισθοφόρους καὶ τούτων τὸ πρόσταγμα συντελεσάντων πολλοὶ
περὶ τοὺς μισθοφόρους ἐκαινούργει , καὶ τοὺς μέν τινας αὐτῶν ἀπομίσθους ἐπεποιήκει , τοῖς δὲ μένουσι καὶ δυοῖν ἤδη μηνοῖν
5262421 δαψιλειαν
τοὺς σιτικοὺς καρπούς . Ἡλίου δὲ ἐκλείποντος ἐν Κριῷ σίτου δαψίλειαν καὶ ὑγιεινὸν τὸ ἔτος ἀποδεικνύει , ἐν δὲ Ταύρῳ
χωνείαν καὶ κατασκευὴν τοῦ σιδήρου , πολλὴν ἔχοντες τοῦ μετάλλου δαψίλειαν . οἱ γὰρ ταῖς ἐργασίαις προσεδρεύοντες κόπτουσι τὴν πέτραν
5256573 κνισαν
τῷ Προμηθεῖ ὠργίσθη . ἐξ ἐκείνου γὰρ τῷ Διὶ θύουσι κνῖσαν . Ἐζήτηται δὲ εἰ ὁ Προμηθεὺς ἐπεβουλεύσατο τῷ Διί
Τρῶας ἔπαυλιν ποιουμένους ἔρδειν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας : τὴν δὲ κνῖσαν ἐκ τοῦ πεδίου τοὺς ἀνέμους φέρειν οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν
5239411 συλλογην
ἀρχῆς κατὰ τὴν σύνοδον γένηται : καὶ κατὰ πνευμάτων δὲ συλλογὴν ἐν πυκνώμασίν τισιν [ ἐν ] ὀμιχλοειδέσι καὶ ἐκπύρωσιν
ἢ πρὸς τὸν Κάρρωτον , διότι περὶ τὴν τῶν ἐποίκων συλλογὴν πολλὰ ἐταλαιπώρησεν . ἐν τεσσαράκοντα : ὁ νοῦς :
5235528 Ἰνδικους
καὶ ἄγρωστιν πολλὴν καὶ εὔτροφον , καλάμους τε τοὺς καλουμένους Ἰνδικούς , ὑπό τινων δὲ μεστοκαλάμους , ὑπ ' ἐνίων
εὐμεγέθεις , οἷς θηρεύουσι τοὺς ἐπερχομένους ἐκ τῆς πλησιοχώρου βόας Ἰνδικούς , εἴθ ' ὑπὸ θηρίων ἐξελαυνομένους εἴτε σπάνει νομῆς
5231051 θησαυρισμον
δεξάμενοι λέγεσθαι θησαυρόν , ἀφήτορος δ ' οὐδὸν κατὰ γῆς θησαυρισμόν , ἐν τῷ ναῷ κατορωρύχθαι φασὶ τὸν πλοῦτον ἐκεῖνον
μύρων ἡ σύνθεσις καὶ ἡ κατασκευὴ τὸ ὅλον οἷον εἰς θησαυρισμόν ἐστι τῶν ὀσμῶν : διόπερ εἰς τοὔλαιον τίθενται :
5227347 συκην
χαῦνον . πῖσαι : ποτίσαι . σικυώνην : τὴν ἄγριον συκῆν . σοφίην : ὁτὲ μὲν τὴν τέχνην , ὁτὲ
περὶ ψωριώσης συκῆς . ναʹ . ἐκ τῶν Δημοκρίτου : συκῆν κοιλιολυτικὴν εἶναι καὶ πρώϊμα σῦκα φέρειν . νβʹ .
5226496 σκολοπας
ἥπατος . προσλαβὸν δὲ νίτρον ὀλίγον ῥήττει τε κόλπους καὶ σκόλοπας ἀνάγει . εἰ δ ' ὁμοίως κοπείη τὰ σῦκα
σὺν τῷ σπέρματι καταπλασσομένη , χοιράδας καὶ οἰδήματα θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος
5224883 εὐχυμιαν
ϲὰρξ αἵματοϲ μέν ἐϲτι παχυτέρου γεννητική , βελτίονοϲ δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦν καὶ πρόβατον . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν
λευκοῦ ἀποκλίνει τῶν ζῴων ἡ σάρξ , καὶ τὴν εἰς εὐχυμίαν χρῆσιν ἐκπέφευγε . Κοινῷ δὲ λόγῳ , τὰ μὲν
5203996 τομους
τοῦ λόγου μιμεῖται μερῶν : καὶ γὰρ οὗτος εἰς τέσσαρας τόμους τὴν Περὶ εὑρέσεων ὑπόθεσιν τάττων ἐν μὲν τῷ πρώτῳ
Ἀμφιδρομίων ὄντων , ἐν οἷς νομίζεται ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμους , ἕψειν τ ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην , πνίγειν
5125561 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
5122389 βοθρους
. Ἀποδιώξεις τὰς ἀκρίδας , ἐὰν γάρον ἐξ αὐτῶν σκευάσας βόθρους ὀρύξῃς , καὶ τούτους ἐγκαταβρέξῃς τῷ γάρῳ . πρὸ
βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ Δημόκριτος τοὺς βόθρους τοὺς παρὰ τῶν κυνηγετῶν γενομένους † πάθους καλεῖ διὰ
5109365 ἐνθεσιν
δὲ τὰ σῦκα , κωτιλίδας δὲ τὰς χελιδόνας , τὴν ἔνθεσιν δ ' ἄκολον . Σῆμος δέ φησι τοὺς αὐτοκαβδάλους
: οὗτος γὰρ ἐν Δραπεταγωγῷ λέγει : κοσμίως ποιῶν τὴν ἔνθεσιν μικρὰν μὲν ἐκ τοῦ πρόσθε , μεστὴν δ '
5106078 ζωμους
ἐσθιομένη καὶ σὺν τοῖς λαχάνοις ἑψομένη . τοὺς δὲ πολλοὺς ζωμοὺς ἀεὶ φεύγειν , μάλιστα τοὺς λιπαροὺς καὶ ἔχοντας ἢ
πρόβεα χλία καὶ ὀπτά , χοίρεα δὲ ὀπτὰ μικρὰ καὶ ζωμοὺς καρυκευτοὺς διὰ πεπέρεως , στάχους καὶ κιναμώμου , ἀρτύματα
5104476 ταριχειας
καὶ μετ ' οἰμωγῆς τὰ στήθη καταπληξάμενοι φέρουσιν εἰς τὰς ταριχείας : ἔπειτα θεραπευθέντων αὐτῶν κεδρίαι καὶ τοῖς δυναμένοις εὐωδίαν
ᾧ κῆποί τε πολλοὶ καὶ ταφαὶ καὶ καταγωγαὶ πρὸς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν ἐπιτήδειαι . ἐντὸς δὲ τῆς διώρυγος τό
5103732 ληνον
ἑψημένην ἐφ ' ἡμισείᾳ , καὶ ἀνελόμενοι ἐπιτιθέμεθα εἰς τὴν ληνὸν νύκτα καὶ ἡμέραν μίαν : καὶ συμπατήσαντες ἀναλαμβάνομεν εἰς
θεραπείας διεξιέναι , ἀναγκαῖον ᾠήθημεν προτάξαι , ὅπως δέοι τὴν ληνὸν καὶ τὰ ὑπολήνια κατασκευάσαι . Δεῖ τοίνυν τὴν ληνὸν
5098323 ἐρυσιβην
κατὰ δὲ Μηδικὴν καὶ Ἐλυμαΐδα πολέμους , ἐν δὲ Κύπρῳ ἐρυσίβην , ἐν δὲ τῇ Ἀσίᾳ πανηγύρεις , ἑορτὰς καὶ
ἄνεμον , ἵνα ὁ ἄνεμος πάντα τὸν καπνὸν πρὸς τὴν ἐρυσίβην φέρη , διασκεδάσει γὰρ τὴν αἰτίαν τοῦ ἀέρος ὁ
5089263 μαλαγμα
: ἰσχυρότατον δέ ἐστι τῶν μαλαγμάτων τὸ Λευκίου πρὸς ἀγκύλας μάλαγμα . Μάλαγμα Λευκίου πρὸς ἀγκύλας ἐπιγραφόμενον . Ποιεῖ πρὸς
καὶ ἡ πρὸς σκληρίας προγεγραμμένη ἐννεαφάρμακος , καὶ τὸ πολυάρχιον μάλαγμα καὶ τὰ παραπλήσια , ἀνιέμενα σουσίνῳ ἢ τηλίνῳ ,
5082815 καταχρησιν
τινας ψυχούσας προσφορὰς , οἷον ἐπιθεμάτων τινῶν ψυχρῶν ἢ ὑδάτων κατάχρησιν , πιόντων ἢ νηξαμένων ἐπὶ πολύ . τούτων οὕτως
κωμῳδοδιδάσκαλος : ἴσως δ ' ἂν καὶ ἐπὶ θεάτρου κατὰ κατάχρησιν λέγοις . τὸ μέντοι τὰ ἑδώλια ταῖς πτέρναις κατα
5069700 πλημμυραν
φησί , ποτὲ μὲν πολλὰ ἀναφιεῖσα , ποτὲ δὲ ὑδατώδη πλημμύραν ἐν ἑαυτῇ δεχομένη , ἐστοναχίζετο καὶ ἐστενοχωρεῖτο . ἐμηχανήσατο
τῆς τε λίμνης , παρ ' ἣν οἰκῶν ἐτύγχανε , πλημμύραν οὐκ εἰωθυῖαν λαβούσης κατακλυσθεὶς πανοίκιος ἀπόλλυται . καὶ νῦν
5068280 ἐριφεια
διατριβὰς μὴ παρ ' ὕδασι ποιεῖ : κρεῶν δ ' ἐρίφεια καὶ αἴγεια καὶ δόρκεια , ὀπώρας δὲ σύκων εὐγενέστατα
διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ ἁπαλώτατα καὶ καθεψημένα σὺν
5065116 ὀδμην
ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὀδμὴν ἐκεράννυε , καὶ ἦν ἄνεμος ἡδονῆς . τὰ δὲ
τὸν ἐν ταῖς ὀρχήστραις θυμιώμενον τοῖς Διονυσίοις , Φρύγιον ποιεῖν ὀδμὴν τοῖς αἰσθανομένοις . Τὸ δ ' ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ
5062821 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
5054682 συστροφας
ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων . ἑλικίας ὁ συστροφὰς καὶ ἕλικας ποιῶν , διὰ μέσην παχύτητα καὶ ὑγρότητα
ἦσαν καὶ πολλῇ τῇ καταβοῇ τῶν βουλευτῶν ἐχρῶντο κατά τε συστροφὰς καὶ ἑταιρίας , ὀλίγοι μὲν συνιόντες τὸ πρῶτον ,
5052955 ἐντασιν
εὐώνυμος ἐπὶ ἀνδρῶν . τὸ δὲ ἄκρον αὐτοῦ περιαφθὲν μεγίστην ἔντασιν ποιεῖ . ὁμοίως καὶ λεῖον ἐπιπασθὲν ἐν ποτῷ λάθρα
: διὰ τὸ βίας αὐτῷ δεῖν καὶ δυνάμεως εἰς τὴν ἔντασιν . Βοιωτία , ἀπὸ τοῦ Βοιωτοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ
5048961 ψωρωδεις
ἴονθοι καὶ ὀχθώδεις ἐπιφοραὶ περὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἐγείρονται , ἢ ψωρώδεις ἢ λεπρώδεις καὶ βάρος ἢ δυσπεψίαν ἐπιτελοῦντες , ἥρμοσε
τὴν διαχώρησιν : ἐντεῦθεν γὰρ αἵ τε κνησμοναὶ καὶ αἱ ψωρώδεις διαθέσεις καὶ τὰ πολλά τε καὶ διάφορα ἐξανθήματα .
5047900 γεννηματων
εὔκλεια τῷ θεῷ , τὸ μείζονα αὐτὸν εἶναι τῶν ἑαυτοῦ γεννημάτων καὶ τὰ προοίμια καὶ τὴν ἀρχὴν καὶ μεσότητα καὶ
ἀλλαγάς , τὴν δὲ ἀνάβασιν τοῦ Νείλου ὀλίγην καὶ σπάνιν γεννημάτων : ἐν δὲ Λέοντι εὐετηρίαν καὶ ἀνάβασιν , τῶν
5039355 παντοιους
. Ἀλλ ' ἔτλη παρὰ κῦμα μονόζωστος κιθαρίζων Ὀρφεύς , παντοίους δ ' ἐξανέπεισε θεούς , Κωκυτόν τ ' ἀθέμιστον
γὰρ μαχιμώτατα τῶν κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἐθνῶν περὶ ἡγεμονίας φιλοτιμούμενα παντοίους συνίσταντο κινδύνους . οἱ μὲν οὖν τῶν Ῥωμαίων ὕπατοι
5029866 λιμναιον
, ἠὲ σίδας Ψαμαθηίδας , ἅς τε Τράφεια Κῶπαί τε λιμναῖον ὑπεθρέψαντο παρ ' ὕδωρ , ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος
ἰκτερικοὺς βοηθεῖ , καὶ φιλίαν περιποιεῖ . Νῆσσα ποτάμιον καὶ λιμναῖον καὶ χερσαῖον ζῷόν ἐστι πᾶσι γνωστόν . ταύτης τὸ
5028882 ἀκανθαν
, καθωμιλημένον δὲ μᾶλλον τὸ περὶ τὴν ἐν τῇ Σικελίᾳ ἄκανθαν τὴν καλουμένην κάκτον : εἰς ἣν ὅταν ἔλαφος ἐμβῇ
, οὐδὲ δικαιοτέρας : ἡ γὰρ κατ ' αὐτὴν τὴν ἄκανθαν ἰθυωρίη τῆς κατατάσιος κάτωθέν τε καὶ κατὰ τὸ ἱερὸν
5024108 ἑζοντο
' ἐπέεσσι καὶ ἐν χείρεσσι φύοντο , ἑξείης δ ' ἕζοντο παραὶ Δολίον , πατέρα σφόν . ὣς οἱ μὲν
, σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο , ἐρήτυθεν δὲ καθ ' ἕδρας : Θερσίτης δ
5007014 ὀπτησιν
καὶ ὑδάτων ὡραίων ἐκτελεῖν τὰ φυόμενα . τὴν μὲν γὰρ ὄπτησιν ἐλάττους παρέχεσθαι ὠφελείας , τὴν δὲ ἕψησιν οὐ μόνον
μίαν ἥμισυ . τὸν αὐτὸν δὲ σταθμόν , διὰ τὴν ὄπτησιν ἀφαιρεῖν χρὴ καὶ ἐπὶ τῶν καθαρῶν καὶ ἐπὶ τῶν
5006568 σηκους
[ ] . λέγουσι δὲ ἡρώων μὲν [ τοὺς ] σηκούς , θεῶν δὲ ναούς : Καλλίμαχος [ ] ἀεὶ
' ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα , θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς : οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι
5004131 ὀσμην
σύχν ' οἵου φασὶ τὰς περιστερὰς τρώγειν . διὰ τὴν ὀσμὴν δὲ τούτου πετόμεναι παρῆσαν οἷαί τ ' ἦσαν ἐπικαθιζάνειν
κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος φέρει , ἀλλ ' εὐθὺς ἀπόλλυται
5001362 ἐμβαλλουσι
καὶ μέλιτος . τινὲς δὲ καὶ ὀθόνιον καίουσι καὶ οἴνῳ ἐμβάλλουσι καὶ οὕτω λείῳ χρῶνται καὶ κισσήρει καὶ νάρδῳ καὶ
Ἀπολλωνίαν τὴν Χαλκιδικὴν δύο ποταμοὶ περιρρέουσιν Ἀμμίτης καὶ Ὀλυνθιακός : ἐμβάλλουσι δ ' ἀμφότεροι εἰς τὴν Βόλβην λίμνην . ἐπὶ
4994696 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
4991323 ὀνειρωγμουϲ
ἕξειϲ φάρμακον . ἔλαϲμα δὲ μολύβδινον κατὰ τῶν ψοῶν φορούμενον ὀνειρωγμοὺϲ ἐπέχει : καὶ γαγγλία δὲ διαχεῖ πέταλον ἐπιτιθέμενον αὐτοῖϲ
τὰ τῆϲ γαϲτρὸϲ ῥεύματα καὶ τὸ ϲπέρμα κατά τε τοὺϲ ὀνειρωγμοὺϲ καὶ ἄλλωϲ ἄμετρον φερόμενον : ὀνίνηϲι δὲ καὶ δυϲεντερικούϲ
4983816 ἑψησιν
ὑγρότητος μεταδιδόναι τῷ φαρμάκῳ . ἀρκέσει δ ' εἰς τὴν ἕψησιν τῶν φοινίκων εἷς κλάδος , ὡς τῷ μὲν ἁδροτέρῳ
ὕδατος ἅπτεσθαι , διὰ δὲ τῆς ἀτμῶν φορᾶς λαβεῖν τὴν ἕψησιν . δοτέον δὲ καὶ ἄπιον ἢ μέσπιλον ἢ σοῦρβον
4975742 Κυανην
καθ ' Ἅιδου , πηγὴν δ ' ἀνεῖναι τὴν ὀνομαζομένην Κυάνην , πρὸς ἧι κατ ' ἐνιαυτὸν οἱ Συρακόσιοι πανήγυριν
ἁρπαγήν , ἔθυσέ τε ταῖς θεαῖς μεγαλοπρεπῶς καὶ εἰς τὴν Κυάνην τὸν καλλιστεύοντα τῶν ταύρων καθαγίσας κατέδειξε θύειν τοὺς ἐγχωρίους
4970691 ἀφθονιαν
ἐμπυρώτατον , ὅτι ἥκιστα αὐτὸς τρυφῶν χορηγεῖ τῇ πόλει τρυφῆς ἀφθονίαν , καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀποκλείων ταῖς ἡδοναῖς συναλίζει
ὀργάνων αἱ καλούμεναι πίστεις καὶ τόποι πίστεων καὶ ἀφορμαὶ πολλὴν ἀφθονίαν ἐγείρουσι λόγων . Ἐπειδὴ δὲ εἴρηται καὶ περὶ τούτων
4970378 βατους
τραχήλους λέγουσιν . . . . βατία : λέγεται ὁ βάτους ἔχων τόπος : ἀπὸ τοῦ βάτος βατία . τὸ
: πάντα ὕψος . Ἡμερίδας : ἀμπέλους . αἱμασιάς : βάτους . ἀλωάς : ὕλας . Ἴχνεος : τό .
4962695 κιναμωμον
χρέος . ἐκ δὲ γλυκοποσίας , κονδίτον ἔχον πέπερι , κινάμωμον , στάχος , καρεόφυλλον . λουτροῖς δὲ δι '
ὀπτά , καὶ ζωμοὺς καρυκευτούς , πέπερι , στάχος , κινάμωμον , καρναβάδιν ἀνατολικόν . Ἐν τῇ ὀπτήσει δὲ τῶν
4961994 εὐβοσιαν
ἀγροικίας εἶναι , λιμοῦ δὲ γενομένου συνελθόντες οἱ ποιμένες ἔθυον εὐβοσίαν γενέσθαι : οὐκ ἀκουόντων δὲ τῶν θεῶν Εὔφορβος τὴν
ταῦτα : τῶν γοῦν ἐν ταῖς πόλεσιν ἀνθρώπων διὰ τὴν εὐβοσίαν τῆς χώρας ἀπὸ τῆς περὶ τὰ ἀναγκαῖα κακοπαθείας συνόδους
4961403 ἀγριων
ἅμα φέρεται καὶ συντρέχει πρὸς τὴν σάλπιγγα : διὸ φαντασίαν ἀγρίων ποιεῖ : ὑπὲρ ὧν Τίμαιος κακῶς καὶ παρέργως ἱστορήσας
προνοίας καταστησαμένης εὐαίσθητα καὶ ταχύδρομά τινα καὶ ὑποηγουμένους εἶναι τῶν ἀγρίων ζῴων , ἁρμόδιόν ἐστιν μέτρῳ τινὶ καὶ τάξει καὶ
4958396 τροχιλιων
ὁλκὴ σωμάτων εἰς τοὺς κάτω τόπους μεταλαμβανομένων τῶν ἀρχῶν διὰ τροχιλίων ἄνω προσδεδημένων τῶν τῆς τάσεως αἰτίων . υπʹ .
ἕνα λειπόμενοι : τούτοις δ ' ἐν πλεκτοῖς γυργάθοις διὰ τροχιλίων εἰς τὰ θωρακία λίθοι παρεβάλοντο καὶ βέλη διὰ τῶν
4953642 δρεπανας
τότε , φησίν , οὐκ ἐπιτήδειον σκάπτειν ἀμπέλους , ἀλλὰ δρεπάνας χαράσσειν καὶ πρὸς θέρος ἑτοιμάζεσθαι . [ ἢ χαριεντιζόμενός
ἐφ ' ᾧ πάλαι ἤσχαλλον τὴν ἐχέτλην ὑφελομένῳ καὶ δύο δρεπάνας , ἔχω παρ ' ἐμαυτῷ τοὺς κωμήτας ἀναμένων ἐπικούρους
4949196 ταλαροις
ἵσταται : γίνεται , ἐνεργεῖται . Κυρτίδες : κόφινοι . ταλάροις : καλαθίοις , καλαθίσκοις . Σχοίνοις : σχοινίοις .
Λυκομήδους ἐς τὸ οἰκεῖον χωροῦσιν , ὁ δὲ τοῦ Πηλέως ταλάροις μὲν καὶ κερκίσι χαίρειν λέγει παραλιπὼν αὐτὰ ταῖς κόραις
4940159 δρυς
ἀποθρώσκωσιν , ἐπ ' ἀλλήλαις δὲ πέσωσι , πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι , πολλαὶ δέ τε πεῦκαι αἴγειροί τε τανύρριζοι
χαρὰν καλοῦσιν . . . . , : Ἡ γὰρ δρῦς ἱερὰ τῆς Ῥέας , ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τρίτῳ
4939445 βοτρυων
. διὸ οὐχ ἅπαντα ἐνίων τὰ περικάρπια σπερμοφόρα καθάπερ τῶν βοτρύων αἱ μικραὶ ῥάγες ὡς οὐκέτι δυναμένης τελειῶσαι τῆς φύσεως
μὴν καὶ τὸ μεθύειν , ὦ Δάμι , οὐκ ἐκ βοτρύων μόνων ἐσφοιτᾷ τοὺς ἀνθρώπους , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν
4938082 εὐωδιαν
δὲ τὸ ὄρος , ἀγέλας ἐσφαγμένας , αἵματος ῥύακας , εὐωδίαν εἰς αὐτὸν ἀνατρέχουσαν αἰθέρα . εὐξάσθων ὅμοια καὶ παρὰ
οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦϲιν τὸ ἑλένιον , οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει . Κρόκοϲ κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ
4936590 ὑδροροσατον
ἐργάσηται τὴν ὕλην τὸ φάρμακον . καὶ ῥοδόμελι δὲ καὶ ὑδρορόσατον οἶδα δεδωκὼς ὕδατι μίξας , τοῖς καιομένοις μάλιστα τὸ
, καὶ τὸ ὀμφακόμελι δοτέον ἢ τὸ ὑδρόμηλον ἢ τὸ ὑδρορόσατον : εἰ δὲ μὴ φλεγμονὴ φαινομένη εἴη περὶ τὸ
4935458 γεννωμενης
Βαβυλωνίαν οὐχ ἥκιστα θαυμάζεται καὶ τὸ πλῆθος τῆς ἐν αὐτῇ γεννωμένης ἀσφάλτου : τοσοῦτον γάρ ἐστιν ὥστε μὴ μόνον ταῖς
τε διαίτας εὐτελεῖς ἔχειν , καὶ τῆς ἐκ τοῦ πλούτου γεννωμένης τρυφῆς πολὺ διαλλάττοντας . εἶναι δὲ καὶ πολυάνθρωπον τὴν
4922942 ἐμβαλλουσιν
ἑψοῦντες καὶ ἀποτριτοῦντες μιγνύουσι τῷ οἴνῳ . τινὲς δὲ γύψον ἐμβάλλουσιν . Ἀμήχανον τραπῆναί ποτε τὸν οἶνον , ἐὰν ἐπιγράψῃς
κομιδὴν ποιούμενοι . παρα - σκευασάμενοι γὰρ δέσμας καλάμων εὐμεγέθεις ἐμβάλλουσιν εἰς τὴν λίμνην : ἐπὶ δὲ τούτων ἐπικάθηνται οὐ
4921875 ἀποφοραν
ἐνεγκόντος βοήθειαν . ἐσχάτως γὰρ αὐτοῦ διακειμένου διά τε τὴν ἀποφορὰν τὴν ἀπὸ τοῦ νεκροῦ καὶ τὴν ὅλην κακουχίαν ,
τοιοῦτον στόμα ἔχει , τοιαύτας μάλας ἔχει , ἀνάγκη τοιαύτην ἀποφορὰν ἀπὸ τοιούτων γίνεσθαι . “ ἀλλ ' ὁ ἄνθρωπος
4920911 σταλαγμους
Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θΞ θαλαμηπόλων ] τῶν γυναικῶν
Εὐριπίδην , ἢ ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . ἀλγύνει : λυπεῖ τοὺς πολεμίους
4919570 ἀποζεμα
ἀριστολοχία λεία ἐν πεσσῷ μετά τινος τῶν στυφόντων καὶ τὸ ἀπόζεμα αὐτῆς εἰς ἐγκάθισμα καὶ ὑπατμισμόν , ἢ κηκῖδος ἀφέψημα
. [ Πρὸς τὸ φυλαχθῆναι ἄμπελον . ] Κενταυρίου τὸ ἀπόζεμα ῥαινόμενον τοῖς κλήμασι . τοῦτο καὶ κύνας καὶ ἀλώπεκας
4918948 μυρων
ἀεὶ τοῖς χρειώδεσι τὰ εἰς ἀπόλαυσιν ἄγοντα ἐπὶ τὴν τῶν μύρων χρῆσιν ὥρμησαν . χρηστέον οὖν παρὰ πότον μύροις τοῖς
ὁ βίος , ὃν ἐβίωσεν ἐν πάσῃ τρυφῇ καὶ πολυτελείᾳ μύρων καὶ ἐσθήτων καὶ γυναικῶν . Λαίδα γοῦν ἀναφανδὸν εἶχε
4909897 χωνειαν
φύσεως τὸ γεῶδες πλύναντες παραδιδόασιν ἐν ταῖς καμίνοις εἰς τὴν χωνείαν . τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ σωρεύοντες χρυσοῦ πλῆθος καταχρῶνται
λέγῃ “ ἐανοῦ κασσιτέροιο , ” ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν χωνείαν ἀνίεσθαι . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἐανῷ λιτὶ κάλυψεν
4899994 χρυσοφορουντες
ἢ ὁ ποιήσας τὰ εἰς αὐτὸν ἀναφερόμενα Κυμαικά , διετέλεσαν χρυσοφοροῦντες καὶ ἀνθιναῖς ἐσθῆσι χρώμενοι καὶ μετὰ γυναικῶν εἰς τοὺς
τήν τ ' ἐσθῆτα μαλακὴν φοροῦντες καθ ' ὑπερβολὴν καὶ χρυσοφοροῦντες , ἔτι δὲ στλεγγίσι καὶ ληκύθοις ἀργυραῖς τε καὶ
4896598 θυλακα
ἐρεῖς ληκυθοφόρον : πονηρὸν γὰρ ὁ στλεγγιδολήκυθος . τὸν δὲ θύλακα τῶν ἀσκητῶν ἢ σάκκον καλοῦσιν ἢ σάκταν . ἀθληταῖς
, κρόκου , ῥόδων νεαρῶν ἀπωνυχιϲμένων τοῦ ἄνθουϲ , ὃ θύλακα καλοῦμεν , κόμμεωϲ ἀνὰ # γ , ὀπίου #
4892219 ἀχυρα
ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ ἄχυρα ταῖς μὲν ῥίζαις συμβάλλεται , τοῖς δὲ κλάδοις καὶ
: καὶ ἐμβάλλειν δ ' ἐς τὸ ὕδωρ καὶ κριθῶν ἄχυρα , ἑψεῖν , ἔλαιον ἐπιχέαντα : ἢ λωτοῦ πρίσματα
4891828 ἑλικας
κατερήτυον ἐν μεγάροισι , πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς ἔσφαζον , πολλοὶ δὲ σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ εὑόμενοι
στρόφιον λευκὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς εἶχεν σκίπωνί τε ἐστηρίζετο χρυσᾶς ἕλικας ἐμπεπαισμένῳ χρυσοῖς τε ἀνασπαστοῖς ἐπέσφιγγε τῶν βλαυτῶν τοὺς ἀναγωγέας
4890927 ἐπιμηκη
χαράξας , τὴν μὲν εὐθεῖαν καὶ μικράν , τὴν δὲ ἐπιμήκη καὶ σκολιάν : τούτων , εἶπεν , ὦ βασιλεῦ
τὸν σιτάνιον ἐπικαλούμενον , καὶ τὸν μελαναθέρα , καὶ τὸν ἐπιμήκη τὸν Ἀλεξανδρῖνον λεγόμενον , εἰς τὴν ἐλαφρόγειον καὶ τὴν
4884418 ἐπιθεμα
καὶ ὑσσώπου καὶ μέλιτος καταπλάττομεν , καὶ τὸ διὰ σπερμάτων ἐπίθεμα ἢ τὸ διὰ δαφνίδων ἢ τὸ πολυάρχιον κηρωτῇ τὸ
ὕδωρ , εἶτα λειοῦται ἱκανῶς προσλαβὸν ῥοδίνου , καὶ γίνεται ἐπίθεμα αἰδοίων κάλλιστον φλεγμαινόντων μετ ' ἐρυθήματος . καὶ ἄρτου
4881639 κοπρον
, εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ φύωσι , τοὺς μὲν
λείοιϲ κατάπλαϲϲε ἢ ἀνδράχνην τρίψαϲ μετὰ ἀλφίτων κατάπλαϲϲε ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρον εἰϲ ὀθόνιον ἐνειλήϲαϲ κατάκαυϲον καὶ διεὶϲ ἐλαίῳ τὴν τέφραν
4881170 χιδρον
δὲ μνημονεύει Ἀλκμὰν οὕτως : ἤδη παρέξει πυάνιόν τε πολτὸν χίδρον τε λευκὸν κηρίναν τ ' ὀπώραν . ἐστὶ δὲ
, ὥς φησι Σωσίβιος , πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει
4878422 πυκνας
γεννᾷ καὶ θρύον ἡ Τριφυλία : διόπερ ἀντὶ μεγάλης φορᾶς πυκνὰς ἀφορίας γίνεσθαι συμβαίνει κατὰ τοὺς τόπους . Τοῦ δὲ
τῇ ἀμιννίῳ ἄμπελος , ἡ μικροὺς ἔχουσα τοὺς βότρυας καὶ πυκνὰς τὰς ῥάγας , ἡ καλουμένη παρὰ τοῖς Βιθυνοῖς δρόσαλλις
4870637 θριδακες
καὶ ποῦσκα καὶ ὀξύγαλα καὶ ἡ παρὰ Ῥωμαίοις καλουμένη μέλκα θρίδακές τε καὶ ἴντυβα καὶ ὕδωρ καθ ' αὑτὸ ψυχρὸν
καὶ ποῦσκα καὶ ὀξύγαλα καὶ ἡ παρὰ Ῥωμαίοις καλουμένη μέλκα θρίδακές τε καὶ ἴντυβα καὶ ὕδωρ καθ ' αὑτὸ ψυχρὸν
4869038 ὀξομελιτι
περιστεράς , νήττας , τρωγλίτας , καὶ λακτέντα ὀπτὰ σὺν ὀξομέλιτι ἐσθίειν : ἀπέχεσθαι δὲ βοῶν , λαγωῶν , ἐλάφων
καὶ κολυμβάδας ἐλαίας μὴ ἐσθίειν , ἀλλὰ μᾶλλον τὰς μαύρας ὀξομέλιτι καὶ σίνηπι . Καὶ σμήχεσθαι δι ' οἴνου καὶ
4866392 ὠμοθετησαν
. . δίπτυχα ποιήσαντες , ἐπ ' αὐτῶν δ ' ὠμοθέτησαν : πρὸς τὸ ὠμοθέτησαν , ὅτι ἐστὶν ἀπὸ τῶν
, ἐπ ' αὐτῶν δ ' ὠμοθέτησαν : πρὸς τὸ ὠμοθέτησαν , ὅτι ἐστὶν ἀπὸ τῶν μελῶν τῶν ὠμῶν ἀπάρξασθαι
4862119 κελησι
ἅπασιν , ἵπποις , σιλφίῳ , συνωρίσιν , καυλῷ , κέλησι ; μασπέτοις , πυρετοῖς , ὀποῖς . Ὁρᾶν τε
τε λεάνας καὶ ἱππέας ἐπ ' ἀγῶνα καλέσας καὶ ἆθλα κέλησι θείς , θεαταὶ δὲ τῶν δρωμένων οὕτω πρὸς τοῖς
4861463 δηγματα
πρότερον ἐπιτίθεσθαι πρὶν καλέσαι βοηθοὺς ἄλλους : πρὸς δὲ τὰ δήγματα καὶ τὰς πληγὰς πηλῷ καταπλάττειν ἑαυτούς : βρέξαντας γὰρ
, συῶν ἀγρίων : ἐποίησε καὶ πρὸς τὰ τῶν ἰοβόλων δήγματα καὶ μάλιστα ἐχεοδήκτων παραδόξως , ἀμυχαῖς πρῶτον χρησαμένων ἡμῶν
4861389 πεταλων
τετρωμένον , βεβλημένον . Λήγει : ῥέει , παύει . πετάλων : φύλλων . λήγει μὲν πετάλων : τουτέστι φυλλοῤῥοεῖ
ἐλαίας γράφεσθαι τὸν δυνατώτατον τῶν πολιτῶν , διαριθμηθέντων δὲ τῶν πετάλων τὸν πλεῖστα πέταλα λαβόντα φεύγειν πενταετῆ χρόνον . τούτῳ
4860659 ἀντιπαθειαν
τι τῶν τοῦ σώματος μορίων ἔχει φυσικὴν ἢ συμπάθειαν ἢ ἀντιπάθειαν . ἐπεὶ πόθεν αἱ κανθαρίδες περιϊοῦσαι τὸν οἰσοφάγον καὶ
φλεγμονῇ κίνδυνον ὡς φλεβοτομία . φασὶ δὲ ἔνιοι καὶ κατὰ ἀντιπάθειαν ἔνια ποιεῖν , καθάπερ Μαγνῆτιν λίθον καὶ τὸν Ἄσσιον
4839152 ὑδατων
Ἄργοςοὕτω γὰρ ἐκεῖνο καλοῦσιν οἱ ποιηταίτοὺς ἐνοικοῦντας ἀμέμπτους ἐποίει τῶν ὑδάτων τὴν ἀπορίαν ἔμφυτον ἔχον : Καισαρεῦσι δὲ πρὸς ὄνειδος
δὲ τὸ γυμνάσιον λουτροῖς ὁ κάμνων κεχρήσθω τοῖς ἀπὸ γλυκέων ὑδάτων , ὡς μηκέτι συνεχέσιν , ἀλλ ' ἅπαξ ἢ
4833176 δενδρων
τοῦ πλησίον τοῦ Κρονίου λόφου κειμένου . * † τῶν δένδρων . . Ἀπορήσειεν ἄν τις ἐνταῦθα , πῶς τὸ
καὶ τοῖς ἀγρίοις εἶναι κοινὰς καὶ κατὰ τὴν ὅλην τῶν δένδρων φθορὰν καὶ ἔτι μᾶλλον κατὰ τὴν τῶν καρπῶν :
4828526 σκληριαν
ὑείου # α , φρυκτῆς # Ϛ . Λύει πᾶσαν σκληρίαν , ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ δυσκίνητα τῶν ἄρθρων .
, οὐ μόνον ἐπὶ ποδαγρικῶν , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ σπλάγχνων σκληρίαν ἐχόντων καὶ ἄλλων ὁμοίων πολλῶν . μετὰ δὲ τὸ
4825382 βλαστην
: ἡ δ ' εἰς τὸ ἄνω διϊοῦσα πρὸς τὴν βλάστην καὶ τὸ μῆκός ἐστιν . Ἐφισταμένης οὖν καὶ ὥσπερ
στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ , συναυαινόμενα μύσαντα ἀποκλῄει τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ , ἡ δ ' ἐντὸς μετὰ τοῦ
4821933 ὀρεινην
: ἀπάνθρωπον : εἰς ὄρη : ῥῖψαι κυσὶ δαῖτα καὶ ὀρεινὴν ἀποβολήν : † πᾷ στῶ : ἐπὶ ταύτην δηλονότι
ἀφθονίας οὔσης τῶν ἐπιτηδείων . Ἴδιον δέ τι κατὰ τὴν ὀρεινὴν τὴν πλησίον ὑπῆρχε . χωρὶς γὰρ τῆς πρὸς ναυπηγίαν

Back